×

LingQをより快適にするためCookieを使用しています。サイトの訪問により同意したと見なされます クッキーポリシー.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (2)

Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (2)

Ήτανε Κεριακή απόγεμα. Έβγαλα την καρέκλα μου στο δρόμο, μπροστά στην οξώπορτα και κάθισα να διαβάσω κατ' απ' τη μεγάλη μας κληματαριά. Ένα μυθιστόρημα πάντα. «Ο πλοίαρχος Κορκοράν». Θυμούμαι ακόμα τον τίτλο και τα καθέκαστα. Φορούσα τα ναυτικά μου και διάβαζα. Η Ρούσα καθόταν αντίκρυ μου, πάνω σε κάτι πετρένια σκαλιά. Φορούσε πάντα τη ριγωτή φανέλα κ' ήτανε όμορφη κατ' από την πράσινη αντιφεγγιά. Είχε ακουμπισμένο το μουτράκι της μέσα στις μελαχρινές παλάμες, τους αγκώνες στα γόνατα, και με κοίταζε με τα σκοτεινά μάτια της. Κάπου-κάπου σήκωνα και γω πάνω της τα μάτια μου. Την έβλεπα που με καμάρωνε και χαμογελούσα περήφανος. Χαμογελούσε κι αυτή και φέγγανε τ' άσπρα δόντια της. Είχε ένα κουτσό από τη ζερβιά μεριά, που τ' αγαπούσα πιο πολύ απ' τ' άλλα. Έβγαινε από τη γραμμή τους κ' ήτανε πιο κοντό. Το κουτσοδοντάκι.

- Θα μου τα πείς σαν τελειώσεις; με ρώτησε.

- Θα σου τα πω.

Η ιστορία του βιβλίου με κυρίεψε μονομιάς. Είναι η αλήθεια πως αυτός ο πλοίαρχος Κορκοράν άξιζε ο,τι και να πείς. Δεν ήταν ένας ήρωας της αράδας. Με λίγα λόγια να τι έτρεχε: Η Ακαδημία του Παρισιού πήρε μήνυμα πως μέσα στα βάθη των Ινδιών, σε κάποια μεριά όπου ζούσε μία πρωτόγονη και άγρια μουσουλμανική φυλή, βρέθηκαν κάτι πλάκες γεμάτες, ιερογλυφικά σημάδια. Μυστήρια πράματα. Και καθώς οι Ακαδημίες είναι για να νοιάζουνται όλο τέτοιας λογής αντίκες, έβαλε κ' η Ακαδημία του Παρισιού στις εφημερίδες το μαντάτο και γύρεψε το άξιο παλικάρι που θα πάει να ξεσηκώσει και να ξηγήσει αυτές τις πλάκες. Κοντά στο νού πως αυτός που θα 'παιρνε πάνω του μια τέτοια δουλειά, έπρεπε να 'ναι σπουδαίος σοφός και μαζί ασίκης πρώτης, θα τόνε πληρώνανε όμως χιλιάδες λίρες.

Περνούσαν οι μέρες, οι σοφοί γερόντοι της Ακαδημίας συνεδριάζανε από το πρωί ως το βράδυ, και λέγανε γύρω στο ζήτημα και χολοσκάνανε, όμως κανένας δε φαινότανε να 'ρθει να πάρει απάνω του τη δουλειά. Τους έβλεπα στο βιβλίο, που συνεδριάζανε μέσα στην τετράγωνη ξυλογραφία, Καθόντανε αράδες-αράδες πάνω στις καρέκλες τους, κ' ήταν όλοι τους φαλακροί και συννεφιασμένοι από το μεράκι. Όπου μια μέρα, κεί που τα λέγανε ακόμα ένα χέρι πάνω σε κείνα τα ιερογλυφικά, ντακ-ντακ! και βροντάνε την πόρτα της Ακαδημίας. Ποιος είναι; ρωτάνε από μέσα.

Ακούγεται απ' έξω μια δυνατή φωνή: Είμ' εγώ, ο πλοίαρχος Κορκοράν και η φιλενάδα μου η Φλώρα. Ήρθα για κείνα δα τα ιερογλυφικά που βρέθηκαν στις Ινδίες. Θα ταξιδέψω, θα τα ξεσηκώσω και θα σας τα ξηγήσω. Μπρε αμάν! ξεπετάχτηκαν ξαφνιασμένοι οι ακαδημαικοί. Άφησε τη φιλενάδα σου τη Φλώρα έξω, του λένε, κ' έμπα να συζητήσουμε. Εδώ, μαθές δεν είναι κανένας καφενές να κουβαλά ο κόσμος τις φιλενάδες του. Εδώ είναι ναός της σοφίας. Ο πλοίαρχος Κορκοράν γέλασε πίσω απ' την πόρτα -δε θυμάμαι βέβαια πάρα πολύ καλά από τότες, μα θα γέλασε, δε γίνεται. Λέει λοιπόν: Εμένα δε με νοιάζει για ελόγου της, να 'μπει η να μην έμπει. Μόνο να. Η Φλώρα έχει την κακιά συνήθεια να τρυπώνει μαζί μου παντού. Δε μπορώ, βλέπεις, να την κάνω καλά! Οι ακαδημαικοί άρχισαν να θυμώνουν. Τώρα, λένε, να βγεί ο πορτιέρης, να κρατήσει τη φιλενάδα σας, πλοίαρχε Κορκοράν! Ναί; έκανε ο πλοίαρχος. Ε, αν μπορεί ας κοπιάσει και θα με υποχρεώσει. Εγώ δεν ανακατεύομαι.

Βγαίνει έξω ο πορτιέρης της Ακαδημίας, και σε λίγο ακούγεται μία φασαρία, ένα κακό! Ξαναμπαίνει μέσα στην αίθουσα, κίτρινος σαν το φλουρί. Τρέμει χεροπόδαρα και πολεμά να βάλει το σύρτη.

-Αμάν, γλιτώστε με, φωνάζει. Γλιτώστε με!

Την ίδια ώρα η πόρτα με μία σπρωξιά απ' έξω ανοίγει διάπλατη. Ένα φοβερό μουγκρητό ταράζει σύξυλη την Ακαδημία και μπαίνει μέσα, μωρέ μάτια μου, μια τίγρη ως εκεί πάνου! Μαζί της κι ο πλοίαρχος Κορκοράν. Ένα ωραίο παλικάρι με φαρδύ πανταλόνι τζογιέ, τα χέρια στις τσέπες, μια μικρή πίπα στο στόμα και μία φαρδιά γραβάτα, να κυματίζει γύρω στην ανοιχτή τραχηλιά του. (Άλλη ξυλογραφία στο βιβλίο: Οι ακαδημαικοί, που πολεμούν να σηκώσουν ταμπούρι, στοιβάζοντας τις καρέκλες της γαλλικής Ακαδημίας τη μία πάνω στη άλλη. Όσοι απ' αυτούς έχουνε λίγα μαλλιά, είναι σηκωμένα όρθια σαν τα βελόνια τ' αχινού). -Ε! Φλώρα, ήσυχα! διατάζει ο πλοίαρχος Κορκοράν. Εδώ είναι το άνθος της σοφίας, το λοιπόν κοίταξε να φανείς ευγενικό κορίτσι και συσταζούμενο, όπως είσαι κιόλας από καταγωγή κι από αναθροφή. Τ' ακούει η τίγρη, ξαπλώνεται ήμερη στα πόδια του. Ακουμπάει την κεφάλα της πάνω στα μπροστινά πόδια της, ανασαίνει με τη γλώσσα της έξω και αγριοκοιτάζει με καταφρόνεση τους ακαδημαικούς. (Τώρα που γνώρισα από κοντά ακαδημαικούς, στοχάζουμαι πως δεν τους έφαγε γιατί τους βρήκε πολύ κακοχώνευτους και χοντροκόκαλους). Είναι μία δεσποινίδα πολύ όπως πρέπει, μα είναι τα νιάτα, βλέπετε, που δύσκολα συμμαζεύουνται...

Να μην τα πολυλογούμε, ο πλοίαρχος Κορκοράν τα ξεμπέρδεψε μία μορφιά με την Ακαδημία. Έκανε όλους εκεί μέσα ν' απορέσουν με τη σοφία που είχε πάνω στα ιερογλυφικά και στα λογής αρχαιολογικά των Ινδιών. Έτσι, την άλλη μέρα κιόλας, ξεκίνησε για την αποστολή του, πάντα μαζί με τη Φλώρα. Φτάσανε στις Ινδίες. Εκεί κάνανε θάματα οι δυό τους. Περάσανε άγριους τόπους, νικήσανε άγριες φυλές, στο τέλος βρήκανε τις περίφημες πλάκες με τα αρχαία σημάδια. Ο πλοίαρχος Κορκοράν ξεσήκωσε τα ιερογλυφικά, τα ξήγησε και κίνησε να γυρίσει πίσω. Όμως τούτη τη φορά ήτανε μαζί του και μία κοπέλα σαν το κρύο νερό. Η πριγκιπέσα Ταίρα. Αυτή ήταν η μοναχοκόρη ενός μεγάλου μουσουλμάνου μαχαραγιά, που ρωτεύτηκε τη λεβεντιά του και το πήρε απόφαση. Αμέτη Μουχαμέτη, ν' αρνηστεί τον τόπο της και να πάει μαζί του στο Παρίσι. Η Ταίρα πρέπει να 'τανε ένα κορίτσι σαν τη δική μου τη Ρούσα. Διάβαζα την περιγραφή της κ' έριχνα γρήγορες ματιές στη φιλενάδα μου, να σιγουράρω. Απαράλλαχτη, δε λες! Τα ίδια μαλλιά, μαύρα και πυκνά σαν πρίνος, να φουντώνουνε γύρω στο κεφάλι. Ένα προσωπάκι μελαχρινό, τα μάτια της τα ίδια, σκοτεινά και πλατιά, ν' ανοίγουνε σα μεγάλα λουλούδια. Και το στόμα της, κόκκινο με δόντια που φέγγανε ανάμεσα στο πρόσωπο σαν έκανε να χαμογελάσει. Μόνο που δεν έγραφε ακόμα και για το κουτσοδοντάκι. Και γω όμως, να πούμε, ένιωθα τον εαυτό μου παλικάρι, ίσαμε τον Κορκοράν και καθόλου παρακατιανό. Και λοιπόν φεύγουν. Πάνω στο άτι του ο Κορκοράν με την Ταίρα στην αγκαλιά, και πίσω η Φλώρα. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, όλη τη νύχτα έτσι. Όπου το πρωί ξυπνά ο μαχαραγιάς και δε βλέπει στο ντιβάνι της την κόρη του. Φωνάζει, χτυπά τα νταούλια, μαζεύονται τ' ασκέρια του. Βρε μην είδατε την κόρη μου; Το και το, σηκώνεται και λέει ένας. Είδαμε μία κοπέλα σκεπασμένη να περνά πάνω στ' άτι, στην αγκαλιά αυτουνού του σκυλόφραγκου, που σκαλίζει μέσα στα χώματα και στις πέτρες. Μπρε! λέει ο μαχαραγιάς, αυτή ήτανε. Μπρός, όσοι πιστοί, να πα να τους πιάσουνε. Πρέπει να τους παιδέψουμε σαν που τους αξίζει. Ντροπιάσανε την πίστη μας και το βασίλειό μας. Και μία και δυό καβαλλικεύουν όλοι και ξαπολιούνται πίσω τους. Όλη η άγρια φυλή ουρλιάζει, κουνάει τα σπαθιά ψηλά και σπιρουνίζει τ' άτια. Για δες κουρνιάζω, λέει η Ταίρα. Αχ, ο κύρης μου θα 'ναι κι όλο κοντεύει. Θα μας πιάσει, λέει, θα μας παλουκώσει γι' αυτό που κάναμε, να μαγαρίσουμε το χαρέμι του και την πίστη του! Η άγρια φάρα όλο και σιμώνει. Τα σπαθιά τους αστράφτουν μέσα στην αυγή, τα ουρλιαχτά τους ακούγονται σαν από τσακάλια. Τώρα, τι να κάνουν. Καταλαχού, να βρεθεί μία έρμη καλύβα πάνω στο δρόμο της φευγάλας τους. Εδώ μέσα να μπούνε, να ταμπουρωθούμε, λέει ο Κορκοράν. Άλλη σωτηρία δεν έχει. Μπαίνουνε μέσα. Κείνος, η Ταίρα και η λεβέντισσα η Φλώρα. Σύρανε και τ' άλογο μέσα. Αμπαρώνουνε τις πόρτες, τα παράθυρα. Βάζουνε από πίσω κούτσουρα, πέτρες, ο,τι έλαχε. Εμένα η ελπίδα μου ήτανε στη Φλώρα. Άιντε, να δούμε τώρα πως θα τα καταφέρεις, ασίκισσα, έλεγα μες στο νού μου, να μας δώσεις ένα χέρι να γλιτώσουμε την κοπέλα μας. Κ' η καρδιά μου χτυπούσε όσο κοντεύανε οι άγριοι πολεμιστάδες του μαχαραγιά, κι ακουγόντανε όλο και πιο κοντά οι κραξές τους.

Την ίδια στιγμή άλλα περιστατικά γινόντανε γύρω μου, εκεί πολύ κοντά μου. Τι άλλα, που ήτανε τα ίδια. Ένα γύρω μας είχανε μαζευτεί πεντέξι μορτόπαιδα της γειτονιάς. Είδανε τη Ρούσα κι άρχισαν να τη νειδίζουνε, με τον τρόπο που το συνηθούσανε κάθε φορά που θέλανε να την κάνουνε να κλάψει. Χτυπούσανε τη μία γροθιά τους πάνω στην άλλη και φωνάζανε ρυθμικά: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Αυτό ήταν ένα όρντινο ναυτικό. Συνήθιζε να το φωνάζει ο πατέρας της μέσα στα σοκάκια, σα γύριζε τη νύχτα σπίτι του, σταφίδα στο μεθύσι. Οι μόρτες το φωνάζανε σα λυσσασμένοι, και χτυπούσανε τις γροθιές τους. Η Ρούσα σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Ζάρωσε πίσω από την καρέκλα μου, ανάμεσα σε μένα και στον τοίχο. Χλώμιασε και τ' αχειλάκι της έτρεμε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αυτοί όλο και κοντεύανε ένα γύρω μας, όλο και φωνάζανε πιο δυνατά, πιο άγρια: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Εγώ έκανα πως δεν πρόσεχα, κ' η καρδιά μου κλοτσούσε μέσα μου για την Ταίρα, που την πολιορκούσανε μέσα στη καλύβα οι άγριοι μουσουλμάνοι. Για την Ταίρα και για τη Ρούσα. Κ' η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Σαν είδανε που ο Κορκοράν με τα πιστόλια του δεν τους άφηνε να πολυκοντέψουν την καλύβα, άρχισαν να τρέχουν ένα γύρω και να ουρλιάζουν, τινάζοντας στην αχερένια σκεπή σαΐτες με αναμμένα κουρέλια. Βαλθήκανε να τους κάψουνε ζωντανούς! Έτσι, τώρα πιά οι φωνές που βάζαν οι Ινδοί και τα ουρλιαχτά των μόρτηδων ανακατευόντανε άσκημα.

Άκουγα από πίσω μου το τρομαγμένο αναφιλητό της Ρούσας κ' ήτανε της Ταίρας η λαχτάρα. Ένας πολεμικός αλαλαγμός κυμάτιζε μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα. Οι αναμμένες σαΐτες σφυρίζανε. Η Ταίρα έτρεμε στην αγκαλιά μου, η ήταν η Ρούσα που χτυποκαρδούσε στην αγκαλιά του Κορκοράν. Και η Φλώρα έδειχνε τα φοβερά δόντια της και μας κοίταζε με άγρια μάτια, περιμένοντας διαταγή. Να πέσει μέσα σε κείνο το λεφούσι τα παλιοτόμαρα, να τα λιανίσει μέσα στις πελώριες μασέλες της; Όπου, παίρνει φωτιά η σκεπή! Το καλύβι γιόμισε καπνό. Ο Κορκοράν βλέπει τις μπαλάσκες του που άδειασαν και δαγκάνει το δάχτυλό του. Η Ταίρα ανασαίνει βαριά, και πίσωθέ μου, πάνω στα λαιμά μου, νιώθω το ζεστό δάκρυ της να πέφτει.

- Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! στριγγλίζουν οι Ινδοί κ' έρχουνται ολοένα πιο κοντά. Μέσα στ' αυτιά μας πιά έρχουνται οι φωνές τους και τα χνώτα τους. Οι μουσουλμάνοι χτυπάνε με τα τσεκούρα την πόρτα. Τότες ο πλοίαρχος Κορκοράν, πετά τα πιστόλια του, αρπά το μάνταλο της πόρτας στο χέρι, παίρνει και την Ταίρα μέσα στ' άλλο του μπράτσο κι ανοίγει με μία κλοτσιά την πόρτα.

- Απάνω τους! χουγιάζει με τη μεγάλη, με την αντρίκια του φωνή, στη Φλώρα. Και ξεπορτίζουμε όλοι μέσα στο λεφούσι των αγρίων. Χτυπώ κάτου το βιβλίο, πετάγουμαι πάνω κι αρπώ την καρέκλα. Τη σηκώνω με δυσκολία ψηλά, μπροστά στη Ρούσα και μπαπ! την κατεβάζω κατακέφαλα μέσα τους μόρτες. Ωχ, τι έγινε τότες.

Αφήσανε τη Ρούσα, που το 'σκασε αλαλιασμένη στο σπίτι της, και βάλανε στη μέση εμένα. Όλοι τους οι Ινδοί, όλοι τους οι μουσουλμάνοι, όλοι τους οι άπιστοι μαχαραγιάδες. Πρώτος και καλύτερος κείνος ο Μαλλής, ένας νταγλαράς διπλός σαν και μένα, χεροδύναμος σα χαμάλης, με κόκκινα όρθια μαλλιά. Με βάλανε χάμου και με δέρναν όλοι τους. Δάγκανα τις μπερδεμένες γάμπες, τσιμπούσα με τα νύχια, χτυπούσα με τα μικρά, τ' αδύναμα χέρια μου. Τότες ήτανε που με μαχαιρώσανε. Ένας, Κουφός τ' όνομά του, ο γιός ενός μπαλωματή, μοβόρο παιδί. Με χτύπησε στο χέρι με μία φαλτσέτα και το αίμα μου πήδηξε, συντριβάνι, σκορπιστήκανε κατατρομαγμένοι. Είδα και 'γω το αίμα, και πάτησα τις φωνές.

Βγήκε η μητέρα, με τις ζύμες κολλημένες στα δάχτυλα, βγήκαν κ' οι γειτόνισσες. Μου δέσανε σφιχτά πάνω στη μαχαιριά μία φούχτα καπνό. Σα σταμάτησε το αίμα κ' έφυγε της μητέρας η τρομάρα, είδανε πως το γιουρούσι που κάνανε καταπάνω μου οι Ινδοί, μ' άφησε κι άλλες καταστροφές. Το περίφημο ναυτικό μου ήτανε πίσω σκισμένο. Από το γιακά ως τη μέση. Το κοίταξα απελπισμένος. Το κοίταξε κ' η μητέρα κ' έκανε ίιιι! Με παράλαβε ιδιαιτέρως και με ξανάδειρε ευσυνείδητα και γι' αυτό.

Δε θυμάμαι πιά σήμερα αν ο πλοίαρχος Κορκοράν τα κατάφερε να ξεμπερδέψει από τους δικούς του Ινδούς με πιο έντιμο τρόπο. «Πιά δεν ξαναδιαβάσαμε σε κείνο το βιβλίο» με τη Ρούσα. Όμως κείνη την ξανάδα.

Βέβαια.

Πρόπερσι πήγα να ξεκαλοκαιριάσω στο νησί με τα παιδιά μου, κ' ήρθε να με καλωσορίσει. Δε φορούσα πιά την ουρανιά μου στολή του ξενωτικού καπετάνιου. Μήτε «αξιώματα» στο μπράτσο, μήτε σφυρίχτρα στην τσέπη. Δεν ερχόμουνα καν από τη Γη του Πυρός, που ανάβουν οι μυστηριώδεις φλόγες της μέσα στη νύχτα και φεγγοβολά ο τόπος, όπως στην κεροδοσιά. Ξακολουθούσα όμως πάντα να τα 'χω χαλασμένα ανεπανόρθωτα με τις τέσσερις ψάξεις της αριθμητικής. Ακόμα, δεν έπαψα να ζω τις πιο καλές μου ώρες μέσα στις φανταστικές μου ιστορίες. Και σα σκάλωσα πάνω στο θαλασσινό βράχο, που σηκώνεται σαν καστρόπυργος πάνω από τα κύματα, είδα πάλι, και δεν απόρεσα, την Πλατυτέρα, να 'ρχεται ορμητικά πάνω από τα νερά, σαλεύοντας αργά τις κόκκινες φτερούγες της. Γύρεψα να ξαναβρώ στη Ρούσα κείνη τη μικρή μου φίλη, την πριγκιπέσα μου Ταίρα, που γι' αυτή κρατώ τούτη την όμορφη μαχαιριά πάνω στο χέρι μου. Αχ, δεν της απόμεινε τίποτα, τίποτα...

Ο πατέρας της, ο καπετάνιος, μπατάρισε, μεθυσμένος, τη «Βαγγελίστρα» στη Μαύρη Θάλασσα και φαλίρισε τον μπάρμπα μου. Πάει το καράβι, πάει και η σερμαγιά του. Τη Ρούσα την παντρεύτηκε ο Κουφός, ο γιός του μπαλωματή. Αυτός που με μαχαίρωσε. Τώρα αυτός είναι που μπαλώνει όλα τα τρύπια παπούτσια των χωριανών, όπως άλλη φορά τα μπάλωνε ο πατέρας του. Έχουν κ' ένα παιδί. Κρέμουνται όλη την ώρα οι μύξες του, και έμαθε από τώρα να μαλακώνει τα παλιά πετσιά για τις μεντζεσόλες μέσα σ' ένα σπασμένο κανάτι με νερό. Σαν πεθάνει ο πατέρας του, αυτός θα μπαλώνει με τη σειρά του όλα τα τρύπια παπούτσια των χωριανών. Ο Κουφός τη δέρνει τη Ρούσα. Μεθά και τη δέρνει ταχτικά κάθε βράδυ, κι όλο το χειμώνα τη στέλνει να μαζεύει ελιές μέσα στ' αγκάθια και μέσα στις παγωμένες αυλακιές. Σαν ήρθε να με δεί, έβαζε το χέρι μπροστά στο στόμα της όσο μου μιλούσε. Πέσανε όλα τα μπροστινά δόντια της και πρόφερνε το σίγμα για θήτα.

- Θε γνώριθα αμέθωθ... Αθ πάγω, είπα, να τον καλωθορίθω...

Φτωχή μου, μικρή Ρούσα, το 'δα μέσα στα κουρασμένα μάτια σου. Αχ, το κατάλαβες που έψαχνα να σ' ανακαλύψω μέσα στα τωρινά χαρακτηριστικά σου. Σε γέρασε πρώιμα η σκληρή ζωή. Σου 'σπασε τα φεγγερά δοντάκια ο Κουφός, και κείνο το κουτσό δοντάκι, το παραδρομισμένο, που τ' αγαπούσα ξεχωριστά, τι να 'γινε κείνο; Το κλάμα, Ρούσα, σου 'σβησε τα κάρβουνα των ματιών. Και το σκοτεινό σύννεφο των μαλλιών σου, που «δεν τα 'πιανε χτένι», έπεσε κι αυτό και στάχτωσε πριν την ώρα του. Αχάιδευτο στάχτωσε, αγάπη μου, κουλουριασμένο στον άχαρο κόμπο του κότσου σου. Καημένη μου, μικρούλα πριγκιπέσα, που δε μπόρεσα να σε γλιτώσω από τα χέρια των Ινδών και τον άγριων μουσουλμάνων... Γιατί δεν ήμουν ήρωας παρά μόνο μέσα στην καρδιά μου.

Και τώρα, πάει πιά. Δε μπορούσες να ξαναταξιδέψεις μαζί μου μέσα στο βαπόρι με τις πέντε, με τις έξι καμινάδες, κ' είναι μέσα του, που να σ' τα λέω, περιβόλια ανθισμένα και πορτοκαλιές φορτωμένες πορτοκάλια. Δε θα μπορούσες ποτέ πιά να δείς τους αρχαγγέλους με τα μαβιά μάτια να φτεροκοπάν οργισμένα πάνω από τα κύματα. Εγώ πήγα και τους ξανάδα πάνω από το θαλασσόβραχο.

Όμως να, που φυλάγω για σένα τούτη τη μαχαιριά πάνω στο δεξί μου το χέρι.

Ώσπου να το λιώσει ο θάνατος ετούτο το χέρι.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (2) Una puñalada - Stratis Myrivilis (2)

Ήτανε Κεριακή απόγεμα. Έβγαλα την καρέκλα μου στο δρόμο, μπροστά στην οξώπορτα και κάθισα να διαβάσω κατ' απ' τη μεγάλη μας κληματαριά. Ένα μυθιστόρημα πάντα. «Ο πλοίαρχος Κορκοράν». Θυμούμαι ακόμα τον τίτλο και τα καθέκαστα. Φορούσα τα ναυτικά μου και διάβαζα. Η Ρούσα καθόταν αντίκρυ μου, πάνω σε κάτι πετρένια σκαλιά. Φορούσε πάντα τη ριγωτή φανέλα κ' ήτανε όμορφη κατ' από την πράσινη αντιφεγγιά. Είχε ακουμπισμένο το μουτράκι της μέσα στις μελαχρινές παλάμες, τους αγκώνες στα γόνατα, και με κοίταζε με τα σκοτεινά μάτια της. Κάπου-κάπου σήκωνα και γω πάνω της τα μάτια μου. Την έβλεπα που με καμάρωνε και χαμογελούσα περήφανος. Χαμογελούσε κι αυτή και φέγγανε τ' άσπρα δόντια της. Είχε ένα κουτσό από τη ζερβιά μεριά, που τ' αγαπούσα πιο πολύ απ' τ' άλλα. Έβγαινε από τη γραμμή τους κ' ήτανε πιο κοντό. Το κουτσοδοντάκι.

- Θα μου τα πείς σαν τελειώσεις; με ρώτησε.

- Θα σου τα πω.

Η ιστορία του βιβλίου με κυρίεψε μονομιάς. Είναι η αλήθεια πως αυτός ο πλοίαρχος Κορκοράν άξιζε ο,τι και να πείς. Δεν ήταν ένας ήρωας της αράδας. Με λίγα λόγια να τι έτρεχε: Η Ακαδημία του Παρισιού πήρε μήνυμα πως μέσα στα βάθη των Ινδιών, σε κάποια μεριά όπου ζούσε μία πρωτόγονη και άγρια μουσουλμανική φυλή, βρέθηκαν κάτι πλάκες γεμάτες, ιερογλυφικά σημάδια. Μυστήρια πράματα. Και καθώς οι Ακαδημίες είναι για να νοιάζουνται όλο τέτοιας λογής αντίκες, έβαλε κ' η Ακαδημία του Παρισιού στις εφημερίδες το μαντάτο και γύρεψε το άξιο παλικάρι που θα πάει να ξεσηκώσει και να ξηγήσει αυτές τις πλάκες. Κοντά στο νού πως αυτός που θα 'παιρνε πάνω του μια τέτοια δουλειά, έπρεπε να 'ναι σπουδαίος σοφός και μαζί ασίκης πρώτης, θα τόνε πληρώνανε όμως χιλιάδες λίρες.

Περνούσαν οι μέρες, οι σοφοί γερόντοι της Ακαδημίας συνεδριάζανε από το πρωί ως το βράδυ, και λέγανε γύρω στο ζήτημα και χολοσκάνανε, όμως κανένας δε φαινότανε να 'ρθει να πάρει απάνω του τη δουλειά. Τους έβλεπα στο βιβλίο, που συνεδριάζανε μέσα στην τετράγωνη ξυλογραφία, Καθόντανε αράδες-αράδες πάνω στις καρέκλες τους, κ' ήταν όλοι τους φαλακροί και συννεφιασμένοι από το μεράκι. Όπου μια μέρα, κεί που τα λέγανε ακόμα ένα χέρι πάνω σε κείνα τα ιερογλυφικά, ντακ-ντακ! και βροντάνε την πόρτα της Ακαδημίας. Ποιος είναι; ρωτάνε από μέσα.

Ακούγεται απ' έξω μια δυνατή φωνή: Είμ' εγώ, ο πλοίαρχος Κορκοράν και η φιλενάδα μου η Φλώρα. Ήρθα για κείνα δα τα ιερογλυφικά που βρέθηκαν στις Ινδίες. Θα ταξιδέψω, θα τα ξεσηκώσω και θα σας τα ξηγήσω. Μπρε αμάν! ξεπετάχτηκαν ξαφνιασμένοι οι ακαδημαικοί. Άφησε τη φιλενάδα σου τη Φλώρα έξω, του λένε, κ' έμπα να συζητήσουμε. Εδώ, μαθές δεν είναι κανένας καφενές να κουβαλά ο κόσμος τις φιλενάδες του. Εδώ είναι ναός της σοφίας. Ο πλοίαρχος Κορκοράν γέλασε πίσω απ' την πόρτα -δε θυμάμαι βέβαια πάρα πολύ καλά από τότες, μα θα γέλασε, δε γίνεται. Λέει λοιπόν: Εμένα δε με νοιάζει για ελόγου της, να 'μπει η να μην έμπει. Μόνο να. Η Φλώρα έχει την κακιά συνήθεια να τρυπώνει μαζί μου παντού. Δε μπορώ, βλέπεις, να την κάνω καλά! Οι ακαδημαικοί άρχισαν να θυμώνουν. Τώρα, λένε, να βγεί ο πορτιέρης, να κρατήσει τη φιλενάδα σας, πλοίαρχε Κορκοράν! Ναί; έκανε ο πλοίαρχος. Ε, αν μπορεί ας κοπιάσει και θα με υποχρεώσει. Εγώ δεν ανακατεύομαι.

Βγαίνει έξω ο πορτιέρης της Ακαδημίας, και σε λίγο ακούγεται μία φασαρία, ένα κακό! Ξαναμπαίνει μέσα στην αίθουσα, κίτρινος σαν το φλουρί. Τρέμει χεροπόδαρα και πολεμά να βάλει το σύρτη.

-Αμάν, γλιτώστε με, φωνάζει. Γλιτώστε με!

Την ίδια ώρα η πόρτα με μία σπρωξιά απ' έξω ανοίγει διάπλατη. Ένα φοβερό μουγκρητό ταράζει σύξυλη την Ακαδημία και μπαίνει μέσα, μωρέ μάτια μου, μια τίγρη ως εκεί πάνου! Μαζί της κι ο πλοίαρχος Κορκοράν. Ένα ωραίο παλικάρι με φαρδύ πανταλόνι τζογιέ, τα χέρια στις τσέπες, μια μικρή πίπα στο στόμα και μία φαρδιά γραβάτα, να κυματίζει γύρω στην ανοιχτή τραχηλιά του. (Άλλη ξυλογραφία στο βιβλίο: Οι ακαδημαικοί, που πολεμούν να σηκώσουν ταμπούρι, στοιβάζοντας τις καρέκλες της γαλλικής Ακαδημίας τη μία πάνω στη άλλη. Όσοι απ' αυτούς έχουνε λίγα μαλλιά, είναι σηκωμένα όρθια σαν τα βελόνια τ' αχινού). -Ε! Φλώρα, ήσυχα! διατάζει ο πλοίαρχος Κορκοράν. Εδώ είναι το άνθος της σοφίας, το λοιπόν κοίταξε να φανείς ευγενικό κορίτσι και συσταζούμενο, όπως είσαι κιόλας από καταγωγή κι από αναθροφή. Τ' ακούει η τίγρη, ξαπλώνεται ήμερη στα πόδια του. Ακουμπάει την κεφάλα της πάνω στα μπροστινά πόδια της, ανασαίνει με τη γλώσσα της έξω και αγριοκοιτάζει με καταφρόνεση τους ακαδημαικούς. (Τώρα που γνώρισα από κοντά ακαδημαικούς, στοχάζουμαι πως δεν τους έφαγε γιατί τους βρήκε πολύ κακοχώνευτους και χοντροκόκαλους). Είναι μία δεσποινίδα πολύ όπως πρέπει, μα είναι τα νιάτα, βλέπετε, που δύσκολα συμμαζεύουνται...

Να μην τα πολυλογούμε, ο πλοίαρχος Κορκοράν τα ξεμπέρδεψε μία μορφιά με την Ακαδημία. Έκανε όλους εκεί μέσα ν' απορέσουν με τη σοφία που είχε πάνω στα ιερογλυφικά και στα λογής αρχαιολογικά των Ινδιών. Έτσι, την άλλη μέρα κιόλας, ξεκίνησε για την αποστολή του, πάντα μαζί με τη Φλώρα. Φτάσανε στις Ινδίες. Εκεί κάνανε θάματα οι δυό τους. Περάσανε άγριους τόπους, νικήσανε άγριες φυλές, στο τέλος βρήκανε τις περίφημες πλάκες με τα αρχαία σημάδια. Ο πλοίαρχος Κορκοράν ξεσήκωσε τα ιερογλυφικά, τα ξήγησε και κίνησε να γυρίσει πίσω. Όμως τούτη τη φορά ήτανε μαζί του και μία κοπέλα σαν το κρύο νερό. Η πριγκιπέσα Ταίρα. Αυτή ήταν η μοναχοκόρη ενός μεγάλου μουσουλμάνου μαχαραγιά, που ρωτεύτηκε τη λεβεντιά του και το πήρε απόφαση. Αμέτη Μουχαμέτη, ν' αρνηστεί τον τόπο της και να πάει μαζί του στο Παρίσι. Η Ταίρα πρέπει να 'τανε ένα κορίτσι σαν τη δική μου τη Ρούσα. Διάβαζα την περιγραφή της κ' έριχνα γρήγορες ματιές στη φιλενάδα μου, να σιγουράρω. Απαράλλαχτη, δε λες! Τα ίδια μαλλιά, μαύρα και πυκνά σαν πρίνος, να φουντώνουνε γύρω στο κεφάλι. Ένα προσωπάκι μελαχρινό, τα μάτια της τα ίδια, σκοτεινά και πλατιά, ν' ανοίγουνε σα μεγάλα λουλούδια. Και το στόμα της, κόκκινο με δόντια που φέγγανε ανάμεσα στο πρόσωπο σαν έκανε να χαμογελάσει. Μόνο που δεν έγραφε ακόμα και για το κουτσοδοντάκι. Και γω όμως, να πούμε, ένιωθα τον εαυτό μου παλικάρι, ίσαμε τον Κορκοράν και καθόλου παρακατιανό. Και λοιπόν φεύγουν. Πάνω στο άτι του ο Κορκοράν με την Ταίρα στην αγκαλιά, και πίσω η Φλώρα. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, όλη τη νύχτα έτσι. Όπου το πρωί ξυπνά ο μαχαραγιάς και δε βλέπει στο ντιβάνι της την κόρη του. Φωνάζει, χτυπά τα νταούλια, μαζεύονται τ' ασκέρια του. Βρε μην είδατε την κόρη μου; Το και το, σηκώνεται και λέει ένας. Είδαμε μία κοπέλα σκεπασμένη να περνά πάνω στ' άτι, στην αγκαλιά αυτουνού του σκυλόφραγκου, που σκαλίζει μέσα στα χώματα και στις πέτρες. Μπρε! λέει ο μαχαραγιάς, αυτή ήτανε. Μπρός, όσοι πιστοί, να πα να τους πιάσουνε. Πρέπει να τους παιδέψουμε σαν που τους αξίζει. Ντροπιάσανε την πίστη μας και το βασίλειό μας. Και μία και δυό καβαλλικεύουν όλοι και ξαπολιούνται πίσω τους. Όλη η άγρια φυλή ουρλιάζει, κουνάει τα σπαθιά ψηλά και σπιρουνίζει τ' άτια. Για δες κουρνιάζω, λέει η Ταίρα. Αχ, ο κύρης μου θα 'ναι κι όλο κοντεύει. Θα μας πιάσει, λέει, θα μας παλουκώσει γι' αυτό που κάναμε, να μαγαρίσουμε το χαρέμι του και την πίστη του! Η άγρια φάρα όλο και σιμώνει. Τα σπαθιά τους αστράφτουν μέσα στην αυγή, τα ουρλιαχτά τους ακούγονται σαν από τσακάλια. Τώρα, τι να κάνουν. Καταλαχού, να βρεθεί μία έρμη καλύβα πάνω στο δρόμο της φευγάλας τους. Εδώ μέσα να μπούνε, να ταμπουρωθούμε, λέει ο Κορκοράν. Άλλη σωτηρία δεν έχει. Μπαίνουνε μέσα. Κείνος, η Ταίρα και η λεβέντισσα η Φλώρα. Σύρανε και τ' άλογο μέσα. Αμπαρώνουνε τις πόρτες, τα παράθυρα. Βάζουνε από πίσω κούτσουρα, πέτρες, ο,τι έλαχε. Εμένα η ελπίδα μου ήτανε στη Φλώρα. Άιντε, να δούμε τώρα πως θα τα καταφέρεις, ασίκισσα, έλεγα μες στο νού μου, να μας δώσεις ένα χέρι να γλιτώσουμε την κοπέλα μας. Κ' η καρδιά μου χτυπούσε όσο κοντεύανε οι άγριοι πολεμιστάδες του μαχαραγιά, κι ακουγόντανε όλο και πιο κοντά οι κραξές τους.

Την ίδια στιγμή άλλα περιστατικά γινόντανε γύρω μου, εκεί πολύ κοντά μου. Τι άλλα, που ήτανε τα ίδια. Ένα γύρω μας είχανε μαζευτεί πεντέξι μορτόπαιδα της γειτονιάς. Είδανε τη Ρούσα κι άρχισαν να τη νειδίζουνε, με τον τρόπο που το συνηθούσανε κάθε φορά που θέλανε να την κάνουνε να κλάψει. Χτυπούσανε τη μία γροθιά τους πάνω στην άλλη και φωνάζανε ρυθμικά: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Αυτό ήταν ένα όρντινο ναυτικό. Συνήθιζε να το φωνάζει ο πατέρας της μέσα στα σοκάκια, σα γύριζε τη νύχτα σπίτι του, σταφίδα στο μεθύσι. Οι μόρτες το φωνάζανε σα λυσσασμένοι, και χτυπούσανε τις γροθιές τους. Η Ρούσα σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Ζάρωσε πίσω από την καρέκλα μου, ανάμεσα σε μένα και στον τοίχο. Χλώμιασε και τ' αχειλάκι της έτρεμε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αυτοί όλο και κοντεύανε ένα γύρω μας, όλο και φωνάζανε πιο δυνατά, πιο άγρια: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Εγώ έκανα πως δεν πρόσεχα, κ' η καρδιά μου κλοτσούσε μέσα μου για την Ταίρα, που την πολιορκούσανε μέσα στη καλύβα οι άγριοι μουσουλμάνοι. Για την Ταίρα και για τη Ρούσα. Κ' η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Σαν είδανε που ο Κορκοράν με τα πιστόλια του δεν τους άφηνε να πολυκοντέψουν την καλύβα, άρχισαν να τρέχουν ένα γύρω και να ουρλιάζουν, τινάζοντας στην αχερένια σκεπή σαΐτες με αναμμένα κουρέλια. Βαλθήκανε να τους κάψουνε ζωντανούς! Έτσι, τώρα πιά οι φωνές που βάζαν οι Ινδοί και τα ουρλιαχτά των μόρτηδων ανακατευόντανε άσκημα.

Άκουγα από πίσω μου το τρομαγμένο αναφιλητό της Ρούσας κ' ήτανε της Ταίρας η λαχτάρα. Ένας πολεμικός αλαλαγμός κυμάτιζε μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα. Οι αναμμένες σαΐτες σφυρίζανε. Η Ταίρα έτρεμε στην αγκαλιά μου, η ήταν η Ρούσα που χτυποκαρδούσε στην αγκαλιά του Κορκοράν. Και η Φλώρα έδειχνε τα φοβερά δόντια της και μας κοίταζε με άγρια μάτια, περιμένοντας διαταγή. Να πέσει μέσα σε κείνο το λεφούσι τα παλιοτόμαρα, να τα λιανίσει μέσα στις πελώριες μασέλες της; Όπου, παίρνει φωτιά η σκεπή! Το καλύβι γιόμισε καπνό. Ο Κορκοράν βλέπει τις μπαλάσκες του που άδειασαν και δαγκάνει το δάχτυλό του. Η Ταίρα ανασαίνει βαριά, και πίσωθέ μου, πάνω στα λαιμά μου, νιώθω το ζεστό δάκρυ της να πέφτει.

- Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! στριγγλίζουν οι Ινδοί κ' έρχουνται ολοένα πιο κοντά. Μέσα στ' αυτιά μας πιά έρχουνται οι φωνές τους και τα χνώτα τους. Οι μουσουλμάνοι χτυπάνε με τα τσεκούρα την πόρτα. Τότες ο πλοίαρχος Κορκοράν, πετά τα πιστόλια του, αρπά το μάνταλο της πόρτας στο χέρι, παίρνει και την Ταίρα μέσα στ' άλλο του μπράτσο κι ανοίγει με μία κλοτσιά την πόρτα.

- Απάνω τους! χουγιάζει με τη μεγάλη, με την αντρίκια του φωνή, στη Φλώρα. Και ξεπορτίζουμε όλοι μέσα στο λεφούσι των αγρίων. Χτυπώ κάτου το βιβλίο, πετάγουμαι πάνω κι αρπώ την καρέκλα. Τη σηκώνω με δυσκολία ψηλά, μπροστά στη Ρούσα και μπαπ! την κατεβάζω κατακέφαλα μέσα τους μόρτες. Ωχ, τι έγινε τότες.

Αφήσανε τη Ρούσα, που το 'σκασε αλαλιασμένη στο σπίτι της, και βάλανε στη μέση εμένα. Όλοι τους οι Ινδοί, όλοι τους οι μουσουλμάνοι, όλοι τους οι άπιστοι μαχαραγιάδες. Πρώτος και καλύτερος κείνος ο Μαλλής, ένας νταγλαράς διπλός σαν και μένα, χεροδύναμος σα χαμάλης, με κόκκινα όρθια μαλλιά. Με βάλανε χάμου και με δέρναν όλοι τους. Δάγκανα τις μπερδεμένες γάμπες, τσιμπούσα με τα νύχια, χτυπούσα με τα μικρά, τ' αδύναμα χέρια μου. Τότες ήτανε που με μαχαιρώσανε. Ένας, Κουφός τ' όνομά του, ο γιός ενός μπαλωματή, μοβόρο παιδί. Με χτύπησε στο χέρι με μία φαλτσέτα και το αίμα μου πήδηξε, συντριβάνι, σκορπιστήκανε κατατρομαγμένοι. Είδα και 'γω το αίμα, και πάτησα τις φωνές.

Βγήκε η μητέρα, με τις ζύμες κολλημένες στα δάχτυλα, βγήκαν κ' οι γειτόνισσες. Μου δέσανε σφιχτά πάνω στη μαχαιριά μία φούχτα καπνό. Σα σταμάτησε το αίμα κ' έφυγε της μητέρας η τρομάρα, είδανε πως το γιουρούσι που κάνανε καταπάνω μου οι Ινδοί, μ' άφησε κι άλλες καταστροφές. Το περίφημο ναυτικό μου ήτανε πίσω σκισμένο. Από το γιακά ως τη μέση. Το κοίταξα απελπισμένος. Το κοίταξε κ' η μητέρα κ' έκανε ίιιι! Με παράλαβε ιδιαιτέρως και με ξανάδειρε ευσυνείδητα και γι' αυτό.

Δε θυμάμαι πιά σήμερα αν ο πλοίαρχος Κορκοράν τα κατάφερε να ξεμπερδέψει από τους δικούς του Ινδούς με πιο έντιμο τρόπο. «Πιά δεν ξαναδιαβάσαμε σε κείνο το βιβλίο» με τη Ρούσα. Όμως κείνη την ξανάδα.

Βέβαια.

Πρόπερσι πήγα να ξεκαλοκαιριάσω στο νησί με τα παιδιά μου, κ' ήρθε να με καλωσορίσει. Δε φορούσα πιά την ουρανιά μου στολή του ξενωτικού καπετάνιου. Μήτε «αξιώματα» στο μπράτσο, μήτε σφυρίχτρα στην τσέπη. Δεν ερχόμουνα καν από τη Γη του Πυρός, που ανάβουν οι μυστηριώδεις φλόγες της μέσα στη νύχτα και φεγγοβολά ο τόπος, όπως στην κεροδοσιά. Ξακολουθούσα όμως πάντα να τα 'χω χαλασμένα ανεπανόρθωτα με τις τέσσερις ψάξεις της αριθμητικής. Ακόμα, δεν έπαψα να ζω τις πιο καλές μου ώρες μέσα στις φανταστικές μου ιστορίες. Και σα σκάλωσα πάνω στο θαλασσινό βράχο, που σηκώνεται σαν καστρόπυργος πάνω από τα κύματα, είδα πάλι, και δεν απόρεσα, την Πλατυτέρα, να 'ρχεται ορμητικά πάνω από τα νερά, σαλεύοντας αργά τις κόκκινες φτερούγες της. Γύρεψα να ξαναβρώ στη Ρούσα κείνη τη μικρή μου φίλη, την πριγκιπέσα μου Ταίρα, που γι' αυτή κρατώ τούτη την όμορφη μαχαιριά πάνω στο χέρι μου. Αχ, δεν της απόμεινε τίποτα, τίποτα...

Ο πατέρας της, ο καπετάνιος, μπατάρισε, μεθυσμένος, τη «Βαγγελίστρα» στη Μαύρη Θάλασσα και φαλίρισε τον μπάρμπα μου. Πάει το καράβι, πάει και η σερμαγιά του. Τη Ρούσα την παντρεύτηκε ο Κουφός, ο γιός του μπαλωματή. Αυτός που με μαχαίρωσε. Τώρα αυτός είναι που μπαλώνει όλα τα τρύπια παπούτσια των χωριανών, όπως άλλη φορά τα μπάλωνε ο πατέρας του. Έχουν κ' ένα παιδί. Κρέμουνται όλη την ώρα οι μύξες του, και έμαθε από τώρα να μαλακώνει τα παλιά πετσιά για τις μεντζεσόλες μέσα σ' ένα σπασμένο κανάτι με νερό. Σαν πεθάνει ο πατέρας του, αυτός θα μπαλώνει με τη σειρά του όλα τα τρύπια παπούτσια των χωριανών. Ο Κουφός τη δέρνει τη Ρούσα. Μεθά και τη δέρνει ταχτικά κάθε βράδυ, κι όλο το χειμώνα τη στέλνει να μαζεύει ελιές μέσα στ' αγκάθια και μέσα στις παγωμένες αυλακιές. Σαν ήρθε να με δεί, έβαζε το χέρι μπροστά στο στόμα της όσο μου μιλούσε. Πέσανε όλα τα μπροστινά δόντια της και πρόφερνε το σίγμα για θήτα.

- Θε γνώριθα αμέθωθ... Αθ πάγω, είπα, να τον καλωθορίθω...

Φτωχή μου, μικρή Ρούσα, το 'δα μέσα στα κουρασμένα μάτια σου. Αχ, το κατάλαβες που έψαχνα να σ' ανακαλύψω μέσα στα τωρινά χαρακτηριστικά σου. Σε γέρασε πρώιμα η σκληρή ζωή. Σου 'σπασε τα φεγγερά δοντάκια ο Κουφός, και κείνο το κουτσό δοντάκι, το παραδρομισμένο, που τ' αγαπούσα ξεχωριστά, τι να 'γινε κείνο; Το κλάμα, Ρούσα, σου 'σβησε τα κάρβουνα των ματιών. Και το σκοτεινό σύννεφο των μαλλιών σου, που «δεν τα 'πιανε χτένι», έπεσε κι αυτό και στάχτωσε πριν την ώρα του. Αχάιδευτο στάχτωσε, αγάπη μου, κουλουριασμένο στον άχαρο κόμπο του κότσου σου. Καημένη μου, μικρούλα πριγκιπέσα, που δε μπόρεσα να σε γλιτώσω από τα χέρια των Ινδών και τον άγριων μουσουλμάνων... Γιατί δεν ήμουν ήρωας παρά μόνο μέσα στην καρδιά μου.

Και τώρα, πάει πιά. Δε μπορούσες να ξαναταξιδέψεις μαζί μου μέσα στο βαπόρι με τις πέντε, με τις έξι καμινάδες, κ' είναι μέσα του, που να σ' τα λέω, περιβόλια ανθισμένα και πορτοκαλιές φορτωμένες πορτοκάλια. Δε θα μπορούσες ποτέ πιά να δείς τους αρχαγγέλους με τα μαβιά μάτια να φτεροκοπάν οργισμένα πάνω από τα κύματα. Εγώ πήγα και τους ξανάδα πάνω από το θαλασσόβραχο.

Όμως να, που φυλάγω για σένα τούτη τη μαχαιριά πάνω στο δεξί μου το χέρι.

Ώσπου να το λιώσει ο θάνατος ετούτο το χέρι.