×

LingQをより快適にするためCookieを使用しています。サイトの訪問により同意したと見なされます クッキーポリシー.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1)

Λουκέρνη, 8 Ιουλίου

Χτες βράδυ έφτασα στη Λουκέρνη κι εγκαταστάθηκα στο καλύτερο ξενοδοχείο, στο Σβέιτσεργοφ.

«Η Λουκέρνη αρχαία πρωτεύουσα καντονίου, που κείται στην όχθη της λίμνης τεσσάρων καντονιών - λέει ο Murray - είναι μια από τις πιο ρομαντικές τοποθεσίες της Ελβετίας. Σ' αυτήν διασταυρώνονται τρεις από τους κυριότερους δρόμους. Και σ' απόσταση μιας ώρας μόνο με το πλοίο βρίσκεται το βουνό Righi, απ' όπου ξανοίγεται μια από τις μεγαλοπρεπέστερες θέες του κόσμου». Σωστά ή όχι δεν ξέρω, όμως κι άλλοι οδηγοί το ίδιο λένε, και για τούτο στη Λουκέρνη κατασταλάζουν περιηγητές απ' όλον τον κόσμο σε μεγάλο αριθμό και πιο πολύ Εγγλέζοι. Το πολυτελέστατο κτίριο του ξενοδοχείου του Σβέιτσεργοφ με τα πέντε πατώματα χτίστηκε τελευταία κοντά στην όχθη της λίμνης, στο ίδιο σημείο που παλαιότερα υπήρχε μια ξύλινη ελικοειδής γέφυρα με παρεκκλησάκια στις άκρες και εικονίσματα πάνω σε στύλους. Τώρα, χάρη στην τεράστια συρροή των Εγγλέζων, στις απαιτήσεις τους και στα λεφτά τους, οι Ελβετοί κατέστρεψαν τη γέφυρα και στη θέση της έφτιαξαν μια ισοπεδωμένη κι ολόισια δίχως την παραμικρή καμπύλη προκυμαία, έχτισαν πάνω σ' αυτήν αυτά τα άχαρα πενταώροφα κτήρια, όλα όμοια σε σχήμα κύβου και μπρος απ' αυτά φύτεψαν δυο σειρές μικρές φιλύρες στολισμένες με ξύλινα στηρίγματα κι ανάμεσά τους, όπως συνηθίζεται, έστησαν πράσινα παγκάκια. Αυτός είναι ο περίπατος. Εκεί βλέπει κάποιος να πηγαινοέρχονται με ρυθμικό βήμα Εγγλέζοι, φορώντας τα απαραίτητα ελβετικά ψάθινα καπέλα κι οι Εγγλέζοι με τα πραχτικά και βολικά κοστούμια τους, απολαβαίνοντας το έργο τους.

Καθόλου απίθανο όλα τούτα, οι προκυμαίες δηλαδή και τα κτήρια κι οι φιλύρες κι οι Εγγλέζοι, να είναι πολύ ταιριαστά κι όμορφα κάπου αλλού μα όχι εδώ πέρα ανάμεσα σ' αυτήν την παράξενα μεγαλόπρεπη και ταυτόχρονα ανέκφραστα αρμονική κι απαλή φύση. Όταν μπήκα στο δωμάτιο μου κι άνοιξα τα παράθυρα προς το μέρος της λίμνης, η ομορφιά εκείνου του νερού, εκείνων των βουνών κι εκείνου τ' ουρανού με θάμπωσε κυριολεκτικά την πρώτη στιγμή και με συγκίνησε βαθύτατα. Αισθάνθηκα μια έντονη εσωτερική ταραχή και την ανάγκη να εξωτερικέψω με κάποιον τρόπο αυτό που τόσο ξαφνικά πλημμύρισε την ψυχή μου. Θα ήθελα να μπορούσα ν' αγκαλιάσω κάποιον, να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να τον γαργαλίσω, να τον τσιμπήσω, μ' άλλα λόγια ν' αφεθώ σ' ένα ξέσπασμα ασυνήθιστο και για μένα και για κείνον.

Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα. Όλη την ημέρα έβρεχε και μονάχα τώρα ξαστέρωνε. Η λίμνη απλωνόταν μπρος στα παράθυρα ολογάλανη σαν φλόγα θειαφιού, ακίνητη και κάπως σαν φουσκωμένη ανάμεσα στις πολυποίκιλες παρόχθιες πρασινάδες. Εξαφανιζόταν στο στενό πέρασμα, που σχημάτιζαν δυο τεράστιες απόκρημνες όχθες και, σκουραίνοντας, πήγαινε κι ακουμπούσε και χανόταν μέσα στον όγκο από όλα εκείνα τα άταχτα σωριασμένα το ένα πάνω στ' άλλο κοιλάδες, βουνά, σύννεφα και πάγους. Τα νερά της φάνταζαν πέρα για πέρα ακίνητα, γιατί τα μικροσκοπικά βαρκάκια που τα διέσχιζαν δεν άφηναν ίχνη πίσω τους. Αυτά σχηματίζονταν κι έσβηναν την ίδια στιγμή.

Στο πρώτο πλάνο πρόβαλαν υγρές ανοιχτοπράσινες, σκόρπιες δεξιά κι αριστερά όχθες με τους καλαμιώνες, τα λιβάδια, τα περιβόλια και τις βίλες. Παραπέρα οι σκουροπράσινες χορταριασμένες ανώμαλες εκτάσεις με τα ερείπια των πύργων. Στο βάθος τσαλακωμένη η ασπρομενεξελιά θέα των βουνών με τις θαμπές άσπρες βουνοκορφές τις τόσο παράξενα βραχώδικες. Κι ολ' αυτά περιχυμένα με κείνο το γλυκό, το διάφανο γαλανό της ατμόσφαιρας και φωτισμένα με τις θερμές ηλιαχτίδες της δύσης, που πρόβαλαν μεσ' απ' τις σχισμάδες που άφηναν τα σύννεφα που διαλύονταν. Ούτε πάνω στη λίμνη, ούτε πάνω στα βουνά, ούτε πάνω στον ουρανό θα μπορούσε να έβρισκε κάποιος μια ατόφια γραμμή, ένα πλέριο χρώμα, μια στιγμή όμοια με την άλλη. Παντού κίνηση, ασυμμετρία, παραξενιά, ένα ανακάτωμα και ποικιλία από σκιές και γραμμές και παντού και σ' όλα γαλήνη, απαλότητα, ενότητα, ομορφιά. Και ανάμεσα σ' όλη εκείνη την ακαθόριστη, τη μπερδεμένη, την πέρα για πέρα ελεύθερη ομορφιά, ακριβώς μπροστά στο παράθυρό μου, ορθωνόταν γελοιωδέστατα, σαν παιχνίδι ταχυδακτυλουργού, το άσπρο μπαστούνι της προκυμαίας, οι μικρές φιλύρες με τα στηρίγματά τους και τα πράσινα παγκάκια - φτωχά, τιποτένια ανθρώπινα έργα, που δεν εξαφανίζονταν σαν εκείνες τις μακρινές βίλες και τα ερείπια των πύργων μέσα στη γενική αρμονία της ομορφιάς παρά, απεναντίας, πρόβαλαν σαν μια χυδαία αντίθεση.

Αδιάκοπα και άθελά μου η ματιά μου τρακάριζε μ' εκείνη τη φριχτά ολόισια γραμμή της προκυμαίας και νοερά ήθελα να μπορούσα να την αποσπρώξω, να την καταστρέψω, έτσι σαν κάποιο μαύρο σκουπιδάκι που έχει καθίσει στη μύτη μου κάτω από το μάτι. Μια η προκυμαία με τους Εγγλέζους περιπατητές εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση της κι εγώ μάταια προσπαθούσα να βρω ένα σημείο, απ' όπου θα μπορούσα να μην τη βλέπω. Τέλος το κατάφερα κι ίσαμε το γεύμα απολάβαινα κατάμονος εκείνο το όχι πλέριο, μα για τούτο πολύ γλυκύτερα εξαντλητικό συναίσθημα που δοκιμάζομε όταν κατάμονοι αντικρίζουμε τις ομορφιές της φύσης.

Στις εφτάμιση με κάλεσαν για το γεύμα. Στη μεγάλη αίθουσα με την πολυτελέστατη επίπλωση, στο κάτω πάτωμα, ήτανε στρωμένα δυο μακριά τραπέζια τουλάχιστο για εκατό ανθρώπους. Κάπου τρία λεπτά της ώρας συνεχίστηκε η σιωπηλή συγκέντρωση της πελατείας: σύρσιμο των γυναικείων φορεμάτων, ανάλαφρα βήματα, συνεννοήσεις με τα γκαρσόνια που όλα είναι ευγενέστατα και με στολές της ώρας. Σε λίγο οι διάφορες θέσεις καταλήφθηκαν από άντρες και κυρίες ντυμένες πλούσια και γενικά εξαιρετικά καθαρά. Όπως γενικά στην Ελβετία, οι πιο πολλοί ξένοι είναι Εγγλέζοι και για τούτο το κυριότερο χαρακτηριστικό που παρουσιάζουν τα γεύματα στα μεγάλα ξενοδοχεία και που σαν νόμος έχει επικρατήσει, είναι ο αυστηρότατος καθωσπρεπισμός, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων που δεν προέρχεται από υπεροψία, μα γιατί λείπει η ανάγκη της κι είναι υπεραρκετή η μονήρης ατομική απόλαυση από την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

Παντού λάμπουν οι κάτασπρες νταντέλες, τα κάτασπρα κολάρα, τα κάτασπρα φυσικά και τεχνητά δόντια, τα κάτασπρα πρόσωπα και χέρια. Μα τα πρόσωπα, που απ' αυτά πολλά είναι πολύ όμορφα, εκφράζουν μοναχά την πλέρια συναίσθηση του πλούτου τους και την απόλυτη έλλειψη προσοχής για όλα γύρω τους, όσα είναι άσχετα με το άτομό τους. Και κείνα τα κάτασπρα χέρια τα στολισμένα με τόσα δαχτυλίδια και βραχιόλια κουνούνται μονάχα για να σιάχνουν τα γιακαδάκια, για να κόβουν το κρέας και να βάνουν κρασί στα ποτήρια τους. Στις κινήσεις τους δεν διακρίνεται η παραμικρότερη ψυχική ταραχή. Οι οικογένειες κάπου- κάπου ανταλλάζουν με χαμηλή φωνή τη γνώμη τους για την ευχάριστη γεύση κάποιου φαγητού ή κρασιού και για την όμορφη θέα που ξανοίγεται από το βουνό Righi.

Όσοι από τους περιηγητές ή τις περιηγήτριες ταξιδεύουν ασυντρόφευτοι κάθονται κλεισμένοι στον εαυτό τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, σιωπηλοί και δίχως καν ν' αλλάζουν έστω και μια ματιά. Αν συμβεί κάποτε, και σπανιότατα, δύο απ' αυτούς τους εκατό ανθρώπους να κουβεντιάσουν αναμεταξύ τους, σίγουρα το θέμα τους θα είναι ο καιρός κι η ανάβαση στο βουνό Righi. Τα μαχαίρια και τα πιρούνια κουνούνται αθόρυβα μέσα στα πιάτα, το φαγητό σερβίρεται σε μικρές ποσότητες, τα όσπρια και τα χορταρικά τρώγονται αποκλειστικά με το πιρούνι και τα γκαρσόνια, υποτασσόμενα άθελά τους στη γενική σιωπή, ρωτάνε ψιθυριστά τι κρασί προτιμάτε. Σε παρόμοια γεύματα, πάντα με κυριεύει μια τρομερή βαρυθυμία, βαριέμαι αφάνταστα και στο τέλος μελαγχολώ. Πάντα είναι σαν να μου φαίνεται πως έχω κάποιο φταίξιμο, πως είμαι τιμωρημένος, όπως όταν ήμουν παιδί και για κάποια αταξία μου με κάθιζαν σε μια καρέκλα και μου έλεγαν ειρωνικά: «Ξεκουράσου τώρα φιλαράκο μου!». Ενώ εγώ ένιωθα μέσα στις φλέβες μου να σφύζει το νεανικό αίμα κι άκουγα τις χαρούμενες φωνές που έβγαζαν τ' αδέλφια μου, παίζοντας στο άλλο δωμάτιο.

Αρχικά προσπαθούσα ν' αντιδράσω στο συναίσθημα αυτό, το τόσο καταπιεστικό, που δοκίμαζα σε τέτοια γεύματα, μα μάταια. Ολ' αυτά τα νεκρά πρόσωπα ασκούν μιαν ακαταμάχητη επίδραση πάνω μου και καταντώ και γω το ίδιο νεκρός. Και τότε τίποτα δεν θέλω, τίποτα δε σκέφτομαι, ακόμα και μήτε παρατηρώ τίποτα. Στην αρχή δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τους γείτονές μου. Μα εκτός από κάποιες φράσεις, που, προφανώς, θα έχουν επαναληφθεί εκατό χιλιάδες φορές στο ίδιο μέρος κι άλλες τόσες από το ίδιο πρόσωπο, δεν κατάφερα ν' ακούσω τίποτα περισσότερο. Κι ωστόσο όλοι τούτοι οι άνθρωποι ούτε ηλίθιοι είναι, μήτε αναίσθητοι και σίγουρα κάτω από το φαινομενικό πάγο, που πίσω απ' αυτόν κρύβονται, θα υφίσταται μια εσωτερική ζωή, σαν και εκείνην που νιώθω εγώ μέσα μου, και ίσως-ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πιο πολυσύνθετη. Γιατί λοιπόν να στερούν τον εαυτό τους μια από τις πιο καλύτερες απολαύσεις της ζωής, όπως είναι όταν απολαμβάνει ο ένας τον άλλον, όταν απολαμβάνει ένας άνθρωπος άλλον όμοιό του;

Πώς να μην αναπολήσω το Παρισινό οικοτροφείο μας που εκεί πέρα όλοι μας, καμιά εικοσαριά άνθρωποι από τις διάφορες εθνικότητες, τα πιο διάφορα επαγγέλματα και τους πιο διάφορους χαρακτήρες, κάτω από την επίδραση της Γαλλικής κοινωνικότητας, μαζευόμασταν στην τραπεζαρία για φαγητό με ένα κέφι σαν να επρόκειτο για γλέντι. Εκεί πέρα η κουβέντα την ίδια στιγμή γενικευόταν από την μιαν άκρη του τραπεζιού ίσαμε την άλλη, διανθισμένη με διάφορα καλαμπούρια και αστειότητες, έστω και σε λανθασμένα Γαλλικά πολλές φορές. Εκεί πέρα ο καθένας, δίχως να νοιάζεται καθόλου, ξεφούρνιζε το κάθε τι που του ερχόταν στο μυαλό. Εκεί πέρα είχαμε το δικό μας φιλόσοφο, το δικό μας συζητητή, το δικό μας bell esprit. Όλα ήτανε κοινά. Εκεί πέρα αμέσως μετά το φαγητό αποτραβούσαμε το τραπέζι και χορεύαμε la polka στραβά-κουτσά, όπως μας κάπνιζε, ίσαμε το βράδυ. Εκεί πέρα παρ' όλη την κοκεταρία μας, μπορεί να μην ήμαστε πολύ μυαλωμένοι και αξιοσέβαστοι άνθρωποι, όμως είμαστε άνθρωποι. Κι η ισπανίδα κοντέσα με τις ρομαντικές περιπέτειες, κι ο ιταλός αββάς που απάγγελλε την «Θεία Κωμωδία», μετά το φαγητό κι ο αμερικανός γιατρός που είχε ελεύθερη είσοδο στο Τιουλιερί, κι ο νεαρός δραματουργός με τα μακριά μαλλιά, κι η πιανίστα που είχε συνθέσει, όπως έλεγε η ίδια, την καλύτερη πόλκα κι η δυστυχισμένη όμορφη χήρα με τα τριπλά δαχτυλίδια στο κάθε της δάχτυλο, όλοι μας δίχως εξαίρεση, συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας, μπορεί κάπως επιπόλαια, μα αναμφισβήτητα με την καλύτερη διάθεση και διατηρήσαμε άλλος ελαφρές κι άλλος ειλικρινά εγκάρδιες αναμνήσεις.

Μα όταν βρίσκομαι σ' αυτά τα Εγγλέζικα tables d'hotes, συχνά σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω όλες αυτές τις νταντέλες, τις κορδέλες, τα δαχτυλίδια, τα πομαδιασμένα μαλλιά και τα μεταξωτά φορέματα, πόσες ζωντανές γυναίκες θα ήταν πανευτυχείς και θα έδιναν και σ' όλους ευτυχία αν τα είχαν. Είναι παράξενο να σκέφτεσαι κάποιος πόσοι φίλοι κι εραστές, από τους πιο ευτυχισμένους που θα μπορούσαν να είναι, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον μπορεί δίχως να το υποπτεύονται. Και ποιος ξέρει γιατί δεν θα το μάθουν ποτέ και ποτέ δε θα δώσουν ο ένας στον άλλον εκείνη την ευτυχία που τόσο εύκολα μπορούν να τη δώσουν και που τόσο την ποθούν.

Μελαγχόλησα, όπως πάντα το παθαίνω σε παρόμοια γεύματα, και για τούτο, δίχως ν' αποτελειώσω το γλυκό μου, σηκώθηκα βαρύθυμος και πήγα να τριγυρίσω άσκοπα στην πολιτεία. Οι στενοί βρώμικοι δρόμοι δίχως φωτισμό, τα μαγαζιά που έκλειναν κείνη τη βραδινή ώρα, οι μεθυσμένοι εργάτες που αντάμωνα, οι γυναίκες που πήγαιναν για νερό ή εκείνες οι καπελωμένες που βάδιζαν κολλητά στους τοίχους και αφού γύριζαν και κοίταζαν τους διαβάτες χώνονταν στα στενάκια, ολ' αυτά όχι μόνο δεν διέλυσαν τη μελαγχολία μου, μα την έκαναν πιο έντονη.

Είχε πια εντελώς σκοτεινιάσει στους δρόμους, όταν δίχως να κοιτάζω γύρω μου, δίχως καμιά σκέψη στο κεφάλι, τράβηξα για το ξενοδοχείο μου ελπίζοντας με τον ύπνο να διασκεδάσω τη βαρυθυμία μου. Αισθανόμουνα μια φριχτή ψυχική κρυάδα, απομόνωση και βαριά καρδιά, όπως συμβαίνει κάποτε δίχως πραγματική αιτία, όταν βρεθούμε σ' έναν ξένο τόπο. Βάδιζα έτσι άσκοπα με το βλέμμα χαμηλωμένο, και τραβούσα από την προκυμαία στο ξενοδοχείο μου, όταν ξαφνικά έπληξαν την ακοή μου οι ήχοι κάποιας παράξενης μα εξαιρετικά ευχάριστης και γλυκιάς μουσικής. Οι ήχοι αυτοί μονομιάς επέδρασαν ζωογονικά στην ψυχή μου. Ήταν σαν να τη διαπέρασε κάποιο ζωηρό και χαρούμενο φως. Η διάθεσή μου άλλαξε την ίδια στιγμή. Ένιωθα ευχαριστημένος, χαρούμενος. Η αποκοιμισμένη προσοχή μου ξύπνησε και στράφηκε πάλι στα τριγυρινά πράγματα. Κι η ομορφιά της νύχτας και της λίμνης, που πρωτύτερα μου ήτανε ολότελα αδιάφορη, ξαφνικά, μου έκανε εντύπωση, σαν κάτι καινούριο.

Άθελά μου πρόφτασα ακαριαία να δω και να υπογραμμίσω και τον ουρανό που απλωνόταν συννεφιασμένος τμηματικά και τα γκρίζα συννεφάκια που τον σκέπαζαν κι άφηναν να διαφαίνεται τόπους-τόπους το γαλανό φόντο του που άρχισε να φωτίζεται από το φεγγάρι που υψωνόταν αργά-αργά. Και τη βαθυπράσινη, λίμνη με τα άπειρα φωτάκια που αντιφέγγιζαν μέσα στην ατάραχη επιφάνειά της. Και μακριά, πέρα, στο βάθος τα βουνά που αχνά διακρίνονταν, και τα βατράχια που χαλούσαν τον κόσμο στο Φριόσενμπουργ και τα δροσερά σφυρίγματα των ορτυκιών από την αντικρινή όχθη. Και κατά μπροστά μου, σε κείνο ακριβώς το σημείο, απ' όπου ακουγόταν η μουσική και που σ' αυτό ήτανε κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένη όλη μου η προσοχή, ξεχώρισα στο μισοσκόταδο στο κέντρο του δρόμου πλήθος κόσμου να σχηματίζει ένα ημικύκλιο ασφυχτικό και πιο πέρα, σε μικρή απόσταση, ένα μικρόσωμο ανθρωπάκο με μαύρα ρούχα. Παραπίσω από το μαζεμένο εκείνο πλήθος και τον ανθρωπάκο, στο φόντο του τμηματικά συννεφιασμένου ουρανού υψώνονταν επιβλητικά και μεγαλόπρεπα οι δυο αυστηροί τρούλοι του καθεδρικού ναού κι οι δεντροκορφές του κήπου που τον τριγύριζε.

Όσο κοντοζύγωνα στο σημείο αυτό, τόσο άκουγα πιο ξεκάθαρα τη μουσική. Μπορούσα πια να ξεχωρίσω, καθώς γλυκά ταλαντευόταν μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα τις μακρινές, πλέριες συγχορδίες κιθάρας και διάφορες φωνές, που διαδεχόμενες η μια την άλλη δεν τραγουδούσαν πλέριο θέμα, παρά μονάχα υπογραμμίζοντας τα πιο χτυπητά σημεία του έκαναν τον ακροατή να το αισθανθεί. Το θέμα ήτανε κάτι που έμοιαζε με γλυκύτατη και χαριτωμένη μαζούρκα. Οι φωνές ακούγονταν πότε κοντινές, πότε απόμακρες. Πότε φωνή τενόρου, πότε φωνή μπάσου, πότε κείνοι οι Τυρολέζικοι λαρυγγισμοί με τις εναλλαγές τους. Αυτό δεν ήτανε ένα τραγούδι, παρά μια ανάλαφρη, μα τεχνικότατη άσκηση τραγουδιού.

Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε, όμως ήτανε περίφημο. Αυτές οι γιομάτες ηδυπάθεια συγχορδίες της κιθάρα, οι τόσο σιγανές, αυτή η γλυκύτατη, ανάλαφρη μελωδία, κι αυτή η κατάμονη σιλουέτα του μαυροντυμένου ανθρωπάκου μέσα στο φαντασμαγορικό πλαίσιο που σχημάτιζε η σκοτεινόχρωμη λίμνη, το σκόρπιο φεγγαρόφωτο, οι τεράστιοι τρούλοι του ναού κι οι πανύψηλες δεντροκορφές που υψώνονταν σιωπηλά κι ολόμαυρα, όλα τούτα ήτανε παράξενα, μα στον υπέρτατο βαθμό όμορφα ή τουλάχιστον τέτοια μου φάνηκαν.

Όλες οι μπερδεμένες, οι αθέλητες εντυπώσεις της ζωής, πήραν ξαφνικά για μένα σημασία και θέλγητρο. Ήτανε σάμπως μέσα στη ψυχή μου να άνθισε μονομιάς ένα ολόδροσο, μοσχοβολητό λουλούδι. Εκεί που ένα λεπτό πρωτύτερα, ένιωθα κούραση, αφηρημάδα και πλέρια αδιαφορία για όλα στον κόσμο, αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει μια ανάγκη για αγάπη, μια πληρότητα ελπίδας και μια αναίτια χαρά της ζωής. Σαν τι να θέλεις; Σαν τι να ποθείς; - αναρωτήθηκα άθελά μου. Να την η ποίηση κι η ομορφιά που σε κυκλώνει ολούθε. Ρούφηξε την μέσα σου με βαθιές εισπνοές, μ' όλη σου τη δύναμη, απόλαυσέ την. Τι άλλο θέλεις; Όλα είναι δικά σου, όλα τα αγαθά...

Κοντοζύγωσα ακόμα πιο πολύ. Ο μικρόσωμος ανθρωπάκος φαινόταν να είναι πλανόδιος Τυρολέζος. Στεκόταν μπρος στα παράθυρα του ξενοδοχείου μου, με το ένα ποδαράκι τεντωμένο, με το κεφάλι ψηλά και, παίζοντας την κιθάρα του, τραγουδούσε σε διάφορες φωνές το χαριτωμένο τραγουδάκι του. Αισθάνθηκα παρευθύς μια τρυφερότητα για τον άνθρωπον αυτόν και ταυτόχρονα ευγνωμοσύνη για κείνη την απότομη εσωτερική μεταβολή που μου προξένησε. Ο τραγουδιστής, όσο μπόρεσα να διακρίνω, φορούσε ένα παλιούτσικο μαύρο σουρτούκο, είχε κοντά μαύρα μαλλιά που τα σκέπαζε ένα απλούστατο και αρκετά φθαρμένο κασκέτο. Το ντύσιμό του δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό, μα κείνο το παιδιάστικο χαρούμενο ύφος του, η ασίκικη στάση κι οι κινήσεις μαζί με το μικροσκοπικό ανάστημά του αποτελούσαν ένα θέαμα συγκινητικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα.

Στην είσοδο στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του λαμπροφωτισμένου ξενοδοχείου στέκονταν φαντάζοντας με τις πλούσιες τουαλέτες τους οι κυρίες και οι κύριοι με τα κάτασπρα κολάρα, ο θυρωρός κι ένας υπηρέτης με τις χρυσοστόλιστες λιβρέες τους. Στο δρόμο μέσα στο ημικύκλιο, που σχημάτιζε το μαζεμένο πλήθος και παραπέρα ανάμεσα στη δεντροστοιχία είχανε συγκεντρωθεί και χάζευαν τα κομψοντυμένα γκαρσόνια, οι μάγειροι με τους κάτασπρους σκούφους και τα σακάκια τους, κοπέλες αγκαλιασμένες και διάφοροι περιπατητές. Όλοι φαίνονταν να 'ναι κυριευμένοι από το ίδιο με μένα συναίσθημα. Όλοι στέκονταν σιωπηλοί γύρω στον τραγουδιστή κι άκουγαν προσεχτικά. Σιγαλιά απόλυτη ήτανε απλωμένη γύρω και μονάχα στα διαλείμματα του τραγουδιού κάπου μακριά ακουγόταν κάποιος κανονικός χτύπος πάνω στα νερά κι από το Φριόσενμπουργκ οι σκόρπιοι λαρυγγισμοί των βατραχιών κι ανάμεσά τους τα δροσερά μονότονα σφυρίγματα των ορτυκιών.

Ο ανθρωπάκος, ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι εκεί δα στο δρόμο, χαλούσε τον κόσμο τραγουδώντας τη μια στροφή πισ' απ' την άλλη και το ένα τραγούδι πισ' απ' τ' άλλο. Παρ' όλο που βρέθηκα πολύ-πολύ κοντά του, το τραγούδι του εξακολουθούσε να μου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση. Η μικρή φωνή του ήτανε εξαιρετικά ευχάριστη. Κι η λεπτότητα, το γούστο και το αίσθημα του μέτρου που μ' αυτά την κυβερνούσε, ήτανε σπάνια κι έδειχναν πως ήτανε προικισμένος πλούσια από τη φύση. Τα ρεφρέν τα τραγουδούσε διαφορετικά κάθε φορά κι ήτανε φανερό πως όλες κείνες οι χαριτωμένες αλλαγές του έρχονταν άκοπα και αυτοστιγμεί.

Και μέσα στο πλήθος και πάνω στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, και στον περίπατο ακούγονταν συχνά επιδοκιμαστικοί ψίθυροι και βασίλευε μια σιωπή γεμάτη σεβασμό. Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα αύξαιναν ολοένα και πιο πολύ οι θεατές, λαμπροντυμένοι άντρες και γυναίκες που φάνταζαν γραφικότατα, καθώς στέκονταν μέσα σε εκείνον τον άπλετο φωτισμό. Κοντά μου, καπνίζοντας πούρα, είδα να στέκονται κάπως απομακρυσμένοι απ' όλο το πλήθος ο αριστοκρατικός λακές κι ο μάγειρος. Ο μάγειρος αισθανόταν έντονα τη γοητεία της μουσικής και στην κάθε υψηλή νότα κινούσε μ' ενθουσιασμό και κατάπληξη το κεφάλι, γνέφοντας του λακέ και τον σκουντούσε με τον αγκώνα του με μιαν έκφραση σαν να ήθελε να του πει: τραγούδι μια φορά! Ε; Ο λακές που από το πλατύ του χαμόγελο καταλάβαινε όλη την ευχαρίστηση που αισθανόταν, στα σκουντήματα του μάγειρα αποκρινόταν κινώντας τις πλάτες του, πως κείνος δηλαδή έχει ακούσει πολύ καλύτερα απ' αυτό το τραγούδι και δεν τον ξιπάζει τίποτα.

Σ' ένα διάλειμμα που ο τραγουδιστής ξερόβηχε, ρώτησα το λακέ ποιος να 'τανε κι αν ερχότανε συχνά στη Λουκέρνη αυτός ο μουσικός.

- Ναι, τα καλοκαίρια έρχεται μια-δυο φορές, μου αποκρίθηκε, είναι από την Αργοβή. Έτσι, ζητιανεύει.

- Και περνάνε πολλοί τέτοιοι από δω; - ρώτησα.

- Ναι, ναι, αποκρίθηκε ο λακές, που δεν καλοκατάλαβε στην αρχή εκείνο που τον ρώτησα, και αμέσως ύστερα πρόσθεσε. Ω, όχι πέρα! Εδώ πέρα αυτόν μονάχα βλέπουμε. Άλλοι δεν έχουν φανεί.

Εκείνη τη στιγμή ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος είχε τελειώσει το πρώτο τραγούδι, αναποδογύρισε μ' ένα σκέρτσο την κιθάρα του και κάτι είπε σα να μονολογούσε, με κείνα τα Γερμανικά που συνηθίζει ο λαός της περιοχής του, και που εγώ δε μπόρεσα να καταλάβω, μα προξένησαν τα χάχανα του πλήθους.

- Τι λέει; ρώτησα.

- Λέει, πως στέγνωσε ο λαιμός του και θα έπινε λίγο κρασάκι, μου μετέφρασε ο λακές που στεκόταν δίπλα μου.

- Θα του αρέσει φαίνεται να το τσούζει, ε;

- Μα όλοι αυτοί τέτοιοι είναι, χαμογέλασε ο λακές με μια περιφρονητική χειρονομία προς το μέρος του τραγουδιστή.

Ο ανθρωπάκος στο αναμεταξύ έβγαλε το κασκέτο του και κρατώντας πάντα την κιθάρα πλησίασε στο ξενοδοχείο. Με το κεφάλι τεντωμένο στράφηκε στον κόσμο που γέμιζε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια:

«Messieurs et madames -είπε με προφορά μισοϊταλική και μισογερμανική και με κείνο το ύφος που οι ταχυδακτυλουργοί απευθύνονται στο κοινό- si vous croyez que je gague quelque chosse, vous vous trompez; je ne suis qu' un bauvre tiaple.

(Κύριοι και κυρίες αν πιστεύετε πως κερδίζω κάτι, απατάσθε, εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός διάβολος. - Έχει τηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, γιατί υποτίθεται πως έτσι λανθασμένα μιλούσε ο πλανόδιος μουσικός.).

Σταμάτησε, σώπασε για λίγο, και καθώς κανένας δεν του έδινε τίποτα, αγκάλιασε την κιθάρα του και είπε:

«Α prisent messieurs et medames, je vous chanterai l'air du Righi»

(Και τώρα, κύριοι και κυρίες θα σας τραγουδήσω τον αέρα του βουνού Righi).

Ο πλουσιόκοσμος σώπαινε στα ύψη του, μα εξακολουθούσε να στέκεται, περιμένοντας ίσως ν' ακούσει το τραγούδι. Κάτω, ακούστηκαν κάποια γέλια ανάμεσα στο πλήθος. Φαίνεται να κορόιδευαν τα παραφθαρμένα γερμανικά του, καθώς και που δεν του έδωκαν πεντάρα οι Εγγλέζοι του ξενοδοχείου. Του έβαλαν μερικές δεκάρες μέσα στο κασκέτο που κρατούσε που αυτός αφού τις έπαιξε με επιδεξιότητα στις φούχτες του, τις έχωσε στην τσέπη του, ύστερα φόρεσε το κασκέτο κι άρχισε να τραγουδάει το γλυκύτατο Τυρολέζικο τραγούδι που το έλεγε «l'air du Righi». Το τραγουδά κι αυτό που τ' άφηνε για κατακλείδα ήτανε ωραιότερο απ' όλα τ' άλλα κι ολούθε μεσ' από το πλήθος, που είχε σημαντικά πολλαπλασιαστεί, ακουγόταν επιδοκιμαστικά επιφωνήματα.

Κάποια στιγμή το τραγούδι τέλειωσε. Ξανακρέμασε στον ώμο την κιθάρα, έβγαλε το κασκέτο και κρατώντας το με το χέρι τεντωμένο, προχώρησε δυο βήματα πιο κοντά κατά τα παράθυρα του ξενοδοχείου, επαναλαμβάνοντας την ακατανόητη φράση του: «Messieurs et medames si vous croyez que je gague quelque chosse», που τη θεωρούσε φαίνεται, πολύ έξυπνη και πολύ πετυχημένη, μα στη φωνή του και στις κινήσεις του παρατήρησα τώρα κάποιο δισταγμό και κάποια δειλία παιδιάστικη, που, καθώς ήτανε τόσο μικροσκοπικός, χτυπούσαν αμέσως στο μάτι. Ο κομψός κόσμος εξακολουθούσε το ίδιο γραφικά να φαντάζει καθώς στεκόταν στα φωτοπεριχυμένα παράθυρα, και να θαμπώνει τα μάτια με το πλούσιο ντύσιμό του. Μερικοί απ' αυτούς κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή αναμεταξύ τους και με ύφος άψογο, σίγουρα σχετικά με τον τραγουδιστή που μ' απλωμένο το χέρι στεκόταν μπροστά τους. Άλλοι κοίταζαν προσεχτικά και με περιέργεια κάτω, τη μικρή εκείνη μαύρη σιλουέτα. Σ' ένα μπαλκόνι ακούστηκε το ηχηρό και χαρούμενο γέλιο κάποιας νέας κοπέλας. Ανάμεσα στο πλήθος, κάτω, ακούγονταν ολοένα πιο δυνατά ομιλίες και γέλια.

Ο τραγουδιστής επανάλαβε για τρίτη φορά τη φράση του, μα με φωνή ακόμα πιο αδύναμη και, μάλιστα προτού την αποτελειώσει, άπλωσε ξανά το χέρι του με το αναποδογυρισμένο κασκέτο και την ίδια στιγμή το κατέβασε. Και πάλι απ' όλους εκείνους τους εκατό λαμπροντυμένους ανθρώπους δε βρέθηκε ένας να του ρίξει κάποιο νόμισμα. Το πλήθος χαχάνισε αλύπητα. Ο μικρόσωμος τραγουδιστής, μου φάνηκε σαν να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, πήρε στ' άλλο χέρι την κιθάρα, κίνησε πάνω από το κεφάλι του το κασκέτο λέγοντας: «Messieurs et madames, je vous remercie et je vous souhaite une bonne nuit» (Κύριοι και κυρίες σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καληνύχτα.) και το ξαναφόρεσε.

Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια δυνατά και χαρούμενα. Από τα μπαλκόνια άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά όλες εκείνες οι όμορφες κυρίες με τους άντρες τους, κουβεντιάζοντας ήσυχα αναμεταξύ τους. Στην προκυμαία ξανάρχισε ο περίπατος. Ο δρόμος, που είχε σωπάσει την ώρα της μουσικής, ξαναπήρε την αρχική ζωηρότητά του. Μονάχα μερικοί άνθρωποι απόμειναν να στέκονται κάπως απόμερα κοιτάζοντας τον τραγουδιστή και γελώντας. Άκουσα που αυτός κάτι μουρμούρισε μονολογώντας, στράφηκε και, σάμπως να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, με γρήγορα βήματα τράβηξε κατά την πολιτεία. Οι γλεντζέδες που τον παρακολουθούσαν γελώντας, στράφηκαν κι αυτοί και τον πήραν από πίσω με αργό βήμα, σκασμένα στα γέλια...

Εγώ τα είχα χάσει ολότελα. Δεν μπορούσε να καταλάβω τι σήμαιναν ολ' αυτά. Και, καρφωμένος στη θέση που βρέθηκα, κοίταζα άσκοπα το μικροσκοπικό ανθρωπάκο που με βήματα σερνόμενα βάδιζε γρήγορα μέσα στο σκοτάδι τραβώντας για την πολιτεία, και τους γλεντζέδες που, γελώντας, τον ακολουθούσαν από μακριά. Πόνεσα και πικράθηκα και, το κυριότερο, ντράπηκα για λογαριασμό του πλανόδιου τραγουδιστή, για το πλήθος, για μένα τον ίδιο, σάμπως εγώ να είχα ζητήσει λεφτά και δε μου δώσανε και σ' επίμετρο γελούσαν σε βάρος μου. Και δίχως να γυρίσω να δω τίποτ' άλλο με την καρδιά σφιγμένη μπήκα βιαστικά στην είσοδο του Σβέιτσεργοφ. Δεν καταλάβαινα τι αισθανόμουν, μα κάποιο βάρος ανεξήγητο πλημμύριζε την ψυχή μου και την πίεζε οδυνηρά.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1) ||notes||||Niechlioutov From the notes of Prince D. Nehliutov (1) De las notas del príncipe D. Nehliutov (1) D'après les notes du Prince D. Nehliutov (1)

Λουκέρνη, 8 Ιουλίου Lucerne| Luzern, 8. Juli Lucerne, July 8

Χτες βράδυ έφτασα στη Λουκέρνη κι εγκαταστάθηκα στο καλύτερο ξενοδοχείο, στο Σβέιτσεργοφ. ||||Lucerne|||||||Hotel Schweizerhof Last night I arrived in Lucerne and settled in the best hotel, the Swiss Hotel.

«Η Λουκέρνη αρχαία πρωτεύουσα καντονίου, που κείται στην όχθη της λίμνης τεσσάρων καντονιών - λέει ο Murray - είναι μια από τις πιο ρομαντικές τοποθεσίες της Ελβετίας. ||||of the canton||||||||of the cantons|||Murray||||||||| "Lucerne, the ancient capital of the canton, located on the shores of the lake of four cantons - says Murray - is one of the most romantic locations in Switzerland." Σ' αυτήν διασταυρώνονται τρεις από τους κυριότερους δρόμους. Three of the main roads intersect here. Και σ' απόσταση μιας ώρας μόνο με το πλοίο βρίσκεται το βουνό Righi, απ' όπου ξανοίγεται μια από τις μεγαλοπρεπέστερες θέες του κόσμου». ||||||||||||Righi|||||||||| Und nur eine Stunde mit dem Boot entfernt liegt der Berg Righi, von dem aus man einen der schönsten Ausblicke der Welt hat. And at a distance of only one hour by boat lies Mount Righi, from where one of the most magnificent views in the world can be seen. Σωστά ή όχι δεν ξέρω, όμως κι άλλοι οδηγοί το ίδιο λένε, και για τούτο στη Λουκέρνη κατασταλάζουν περιηγητές απ' όλον τον κόσμο σε μεγάλο αριθμό και πιο πολύ Εγγλέζοι. |||||||||||||||||settle|||||world||||||| Correct or not, I do not know, but other guides say the same, and for this reason, tourists from all over the world, especially the English, flock to Lucerne in large numbers. Το πολυτελέστατο κτίριο του ξενοδοχείου του Σβέιτσεργοφ με τα πέντε πατώματα χτίστηκε τελευταία κοντά στην όχθη της λίμνης, στο ίδιο σημείο που παλαιότερα υπήρχε μια ξύλινη ελικοειδής γέφυρα με παρεκκλησάκια στις άκρες και εικονίσματα πάνω σε στύλους. ||||||||||||||||||||||earlier||||helicoidal|||chapels|||||above||pillars The most luxurious hotel building of Sweitzergof with five floors was recently built near the shore of the lake, at the same spot where there used to be a wooden spiral bridge with chapels at the ends and icons on poles. Τώρα, χάρη στην τεράστια συρροή των Εγγλέζων, στις απαιτήσεις τους και στα λεφτά τους, οι Ελβετοί κατέστρεψαν τη γέφυρα και στη θέση της έφτιαξαν μια ισοπεδωμένη κι ολόισια δίχως την παραμικρή καμπύλη προκυμαία, έχτισαν πάνω σ' αυτήν αυτά τα άχαρα πενταώροφα κτήρια, όλα όμοια σε σχήμα κύβου και μπρος απ' αυτά φύτεψαν δυο σειρές μικρές φιλύρες στολισμένες με ξύλινα στηρίγματα κι ανάμεσά τους, όπως συνηθίζεται, έστησαν πράσινα παγκάκια. ||||||the English|||||||||the Swiss|destroyed|||||||||levelled||||||curve|||||||||five-story|buildings|||||cube|||||planted||||the bridge||||supports|||||||| Now, thanks to the huge influx of English tourists, their demands, and their money, the Swiss destroyed the bridge and in its place built a flattened and completely straight promenade, devoid of even the slightest curve, on which they constructed these ugly five-story buildings, all identical in cubic shape, and in front of them planted two rows of small lindens adorned with wooden supports and, as is customary, set up green benches in between. Αυτός είναι ο περίπατος. This is the promenade. Εκεί βλέπει κάποιος να πηγαινοέρχονται με ρυθμικό βήμα Εγγλέζοι, φορώντας τα απαραίτητα ελβετικά ψάθινα καπέλα κι οι Εγγλέζοι με τα πραχτικά και βολικά κοστούμια τους, απολαβαίνοντας το έργο τους. ||||||||||||Swiss|||||||||||||enjoying||| There someone sees the Englishmen coming and going with a rhythmic step, wearing the necessary Swiss straw hats, while the Englishmen in their practical and comfortable suits enjoy their work.

Καθόλου απίθανο όλα τούτα, οι προκυμαίες δηλαδή και τα κτήρια κι οι φιλύρες κι οι Εγγλέζοι, να είναι πολύ ταιριαστά κι όμορφα κάπου αλλού μα όχι εδώ πέρα ανάμεσα σ' αυτήν την παράξενα μεγαλόπρεπη και ταυτόχρονα ανέκφραστα αρμονική κι απαλή φύση. |||||quays||||||||||||||||||||||||||||||||||| It is not at all unlikely that all these, the quays, the buildings, the bell towers, and the Englishmen, may be very suitable and beautiful somewhere else but not here among this strangely majestic yet simultaneously expressionlessly harmonious and gentle nature. Όταν μπήκα στο δωμάτιο μου κι άνοιξα τα παράθυρα προς το μέρος της λίμνης, η ομορφιά εκείνου του νερού, εκείνων των βουνών κι εκείνου τ' ουρανού με θάμπωσε κυριολεκτικά την πρώτη στιγμή και με συγκίνησε βαθύτατα. When I entered my room and opened the windows towards the lake, the beauty of that water, those mountains, and that sky literally dazzled me at the first moment and deeply moved me. Αισθάνθηκα μια έντονη εσωτερική ταραχή και την ανάγκη να εξωτερικέψω με κάποιον τρόπο αυτό που τόσο ξαφνικά πλημμύρισε την ψυχή μου. |||||||||externalize||||||||||| I felt a strong inner turmoil and the need to express in some way what suddenly flooded my soul. Θα ήθελα να μπορούσα ν' αγκαλιάσω κάποιον, να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να τον γαργαλίσω, να τον τσιμπήσω, μ' άλλα λόγια ν' αφεθώ σ' ένα ξέσπασμα ασυνήθιστο και για μένα και για κείνον. |||||||||||||tickle||||||||let myself go|||||||||| I wish I could hug someone, hold them tightly, tickle them, pinch them, in other words, to let myself go in an unusual outburst for both me and them.

Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα. It was seven o'clock in the evening. Όλη την ημέρα έβρεχε και μονάχα τώρα ξαστέρωνε. |||||||it was clearing up It had been raining all day, and only now was it clearing up. Η λίμνη απλωνόταν μπρος στα παράθυρα ολογάλανη σαν φλόγα θειαφιού, ακίνητη και κάπως σαν φουσκωμένη ανάμεσα στις πολυποίκιλες παρόχθιες πρασινάδες. ||||||all-blue|||sulfur||||||||||greeneries The lake stretched out before the windows, completely emerald like a flame of sulfur, motionless and somewhat swollen among the various riverside greenery. Εξαφανιζόταν στο στενό πέρασμα, που σχημάτιζαν δυο τεράστιες απόκρημνες όχθες και, σκουραίνοντας, πήγαινε κι ακουμπούσε και χανόταν μέσα στον όγκο από όλα εκείνα τα άταχτα σωριασμένα το ένα πάνω στ' άλλο κοιλάδες, βουνά, σύννεφα και πάγους. ||||||||steep|||darkening|||||||||||||||||on||||||| It disappeared into the narrow passage formed by two enormous steep banks and, darkening, went and leaned and disappeared into the mass of all those chaotic piled up valleys, mountains, clouds, and ice. Τα νερά της φάνταζαν πέρα για πέρα ακίνητα, γιατί τα μικροσκοπικά βαρκάκια που τα διέσχιζαν δεν άφηναν ίχνη πίσω τους. |||||||||||little boats|||||||| The waters seemed completely still, as the tiny little boats crossing them left no trace behind. Αυτά σχηματίζονταν κι έσβηναν την ίδια στιγμή. |were forming||||| They formed and disappeared at the same moment.

Στο πρώτο πλάνο πρόβαλαν υγρές ανοιχτοπράσινες, σκόρπιες δεξιά κι αριστερά όχθες με τους καλαμιώνες, τα λιβάδια, τα περιβόλια και τις βίλες. |||||light green||||||||||||||| In the foreground, moist light green, scattered banks appeared to the right and left with the reed beds, the meadows, the orchards, and the villas. Παραπέρα οι σκουροπράσινες χορταριασμένες ανώμαλες εκτάσεις με τα ερείπια των πύργων. ||dark green||uneven|||||| Beyond, the dark green grassy uneven stretches with the ruins of the towers. Στο βάθος τσαλακωμένη η ασπρομενεξελιά θέα των βουνών με τις θαμπές άσπρες βουνοκορφές τις τόσο παράξενα βραχώδικες. ||||||||||||mountain tops|||| In the distance, the crumpled white and mauve view of the mountains with the dull white peaks so strangely rocky. Κι ολ' αυτά περιχυμένα με κείνο το γλυκό, το διάφανο γαλανό της ατμόσφαιρας και φωτισμένα με τις θερμές ηλιαχτίδες της δύσης, που πρόβαλαν μεσ' απ' τις σχισμάδες που άφηναν τα σύννεφα που διαλύονταν. |||spilled|||||||||atmosphere|||||||||||in the middle|||||||||were dissolving And all of this drenched in that sweet, translucent blue of the atmosphere and illuminated by the warm rays of the setting sun that filtered through the cracks left by the dissipating clouds. Ούτε πάνω στη λίμνη, ούτε πάνω στα βουνά, ούτε πάνω στον ουρανό θα μπορούσε να έβρισκε κάποιος μια ατόφια γραμμή, ένα πλέριο χρώμα, μια στιγμή όμοια με την άλλη. ||||||||||||||||||pure|||||||||| Neither on the lake, nor on the mountains, nor in the sky could someone find a pure line, a full color, a moment similar to the other. Παντού κίνηση, ασυμμετρία, παραξενιά, ένα ανακάτωμα και ποικιλία από σκιές και γραμμές και παντού και σ' όλα γαλήνη, απαλότητα, ενότητα, ομορφιά. ||asymmetry|||||||||||||||||| Everywhere movement, asymmetry, peculiarity, a mixing and variety of shadows and lines and everywhere and in everything serenity, softness, unity, beauty. Και ανάμεσα σ' όλη εκείνη την ακαθόριστη, τη μπερδεμένη, την πέρα για πέρα ελεύθερη ομορφιά, ακριβώς μπροστά στο παράθυρό μου, ορθωνόταν γελοιωδέστατα, σαν παιχνίδι ταχυδακτυλουργού, το άσπρο μπαστούνι της προκυμαίας, οι μικρές φιλύρες με τα στηρίγματά τους και τα πράσινα παγκάκια - φτωχά, τιποτένια ανθρώπινα έργα, που δεν εξαφανίζονταν σαν εκείνες τις μακρινές βίλες και τα ερείπια των πύργων μέσα στη γενική αρμονία της ομορφιάς παρά, απεναντίας, πρόβαλαν σαν μια χυδαία αντίθεση. |||||||||||||||||||||ridiculously|||of a magician|||||||||||support||||||||||||||||||||||||||||||||||| And amidst all that indefinite, confused, utterly free beauty, right in front of my window, stood absurdly, like a magician's trick, the white cane of the promenade, the small piles with their supports and the green benches - poor, insignificant human works, which did not disappear like those distant villas and the ruins of towers within the general harmony of beauty but, on the contrary, stood out as a vulgar contrast.

Αδιάκοπα και άθελά μου η ματιά μου τρακάριζε μ' εκείνη τη φριχτά ολόισια γραμμή της προκυμαίας και νοερά ήθελα να μπορούσα να την αποσπρώξω, να την καταστρέψω, έτσι σαν κάποιο μαύρο σκουπιδάκι που έχει καθίσει στη μύτη μου κάτω από το μάτι. |||||||was crashing||||||||||||||||push away||||||||little piece of trash|||||||||| Unceasingly and unintentionally, my gaze collided with that horrifyingly straight line of the promenade, and in my mind, I wished I could push it away, destroy it, just like a black speck of dust that has settled on my nose beneath my eye. Μια η προκυμαία με τους Εγγλέζους περιπατητές εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση της κι εγώ μάταια προσπαθούσα να βρω ένα σημείο, απ' όπου θα μπορούσα να μην τη βλέπω. ||||||walkers|||||||||||||||||||||| The promenade with the English walkers continued to remain in its place, and I was vainly trying to find a point from which I could not see it. Τέλος το κατάφερα κι ίσαμε το γεύμα απολάβαινα κατάμονος εκείνο το όχι πλέριο, μα για τούτο πολύ γλυκύτερα εξαντλητικό συναίσθημα που δοκιμάζομε όταν κατάμονοι αντικρίζουμε τις ομορφιές της φύσης. ||||||meal|I was enjoying|||||||||||exhausting|||||alone|||beauties|| Finally, I succeeded, and until lunch, I enjoyed that solitary, not abundant, but for that reason, much sweeter exhausting feeling that we experience when we face the beauties of nature alone.

Στις εφτάμιση με κάλεσαν για το γεύμα. At seven thirty they called me for lunch. Στη μεγάλη αίθουσα με την πολυτελέστατη επίπλωση, στο κάτω πάτωμα, ήτανε στρωμένα δυο μακριά τραπέζια τουλάχιστο για εκατό ανθρώπους. In the large hall with luxurious furnishings, on the lower floor, there were set up two long tables for at least a hundred people. Κάπου τρία λεπτά της ώρας συνεχίστηκε η σιωπηλή συγκέντρωση της πελατείας: σύρσιμο των γυναικείων φορεμάτων, ανάλαφρα βήματα, συνεννοήσεις με τα γκαρσόνια που όλα είναι ευγενέστατα και με στολές της ώρας. ||||||||||customers||||of dresses|||conversations|||||||||||| The silent gathering of the clientele continued for about three minutes: the rustling of women's dresses, light footsteps, conversations with the waiters who were all very polite and in fashionable uniforms. Σε λίγο οι διάφορες θέσεις καταλήφθηκαν από άντρες και κυρίες ντυμένες πλούσια και γενικά εξαιρετικά καθαρά. |||||were occupied|||||||||| Soon the various seats were occupied by men and ladies dressed lavishly and generally exceptionally clean. Όπως γενικά στην Ελβετία, οι πιο πολλοί ξένοι είναι Εγγλέζοι και για τούτο το κυριότερο χαρακτηριστικό που παρουσιάζουν τα γεύματα στα μεγάλα ξενοδοχεία και που σαν νόμος έχει επικρατήσει, είναι ο αυστηρότατος καθωσπρεπισμός, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων που δεν προέρχεται από υπεροψία, μα γιατί λείπει η ανάγκη της κι είναι υπεραρκετή η μονήρης ατομική απόλαυση από την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. |||Switzerland||||||||||||||||||||||||||||strictest|decency|||||||dinner companions||||||||||||||superabundant||solitary|||||||of requirements| As is generally the case in Switzerland, most foreigners are English, and for this reason, the main characteristic that meals in the large hotels present, and which has become a law, is the strictest propriety, the lack of any communication between the diners, which does not come from arrogance, but because the need for it is absent and solitary individual enjoyment is more than sufficient to satisfy their requirements.

Παντού λάμπουν οι κάτασπρες νταντέλες, τα κάτασπρα κολάρα, τα κάτασπρα φυσικά και τεχνητά δόντια, τα κάτασπρα πρόσωπα και χέρια. |||snow-white||||||||||||||| Everywhere shine the white lace, the white collars, the white natural and artificial teeth, the white faces and hands. Μα τα πρόσωπα, που απ' αυτά πολλά είναι πολύ όμορφα, εκφράζουν μοναχά την πλέρια συναίσθηση του πλούτου τους και την απόλυτη έλλειψη προσοχής για όλα γύρω τους, όσα είναι άσχετα με το άτομό τους. But the faces, many of which are very beautiful, express only their complete awareness of their wealth and their absolute lack of attention to everything around them that is unrelated to their own selves. Και κείνα τα κάτασπρα χέρια τα στολισμένα με τόσα δαχτυλίδια και βραχιόλια κουνούνται μονάχα για να σιάχνουν τα γιακαδάκια, για να κόβουν το κρέας και να βάνουν κρασί στα ποτήρια τους. ||||||||||||move||||make|||||||||||||| And those snow-white hands adorned with so many rings and bracelets move only to fix the collars, to cut the meat, and to pour wine into their glasses. Στις κινήσεις τους δεν διακρίνεται η παραμικρότερη ψυχική ταραχή. ||||is discernible|||| In their movements, not the slightest emotional disturbance can be discerned. Οι οικογένειες κάπου- κάπου ανταλλάζουν με χαμηλή φωνή τη γνώμη τους για την ευχάριστη γεύση κάποιου φαγητού ή κρασιού και για την όμορφη θέα που ξανοίγεται από το βουνό Righi. Families occasionally exchange their opinions in low voices about the pleasant taste of some food or wine and about the beautiful view that unfolds from Mount Righi.

Όσοι από τους περιηγητές ή τις περιηγήτριες ταξιδεύουν ασυντρόφευτοι κάθονται κλεισμένοι στον εαυτό τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, σιωπηλοί και δίχως καν ν' αλλάζουν έστω και μια ματιά. ||||||female travelers||alone|||||||||||||||||||| Those among the travelers who are journeying alone sit enclosed in themselves, one next to the other, silent and without even changing a glance. Αν συμβεί κάποτε, και σπανιότατα, δύο απ' αυτούς τους εκατό ανθρώπους να κουβεντιάσουν αναμεταξύ τους, σίγουρα το θέμα τους θα είναι ο καιρός κι η ανάβαση στο βουνό Righi. ||||very rarely|||||||||||||||||||||||| If it ever happens, and very rarely, that two of those hundred people converse among themselves, surely their topic will be the weather and the ascent to Mount Righi. Τα μαχαίρια και τα πιρούνια κουνούνται αθόρυβα μέσα στα πιάτα, το φαγητό σερβίρεται σε μικρές ποσότητες, τα όσπρια και τα χορταρικά τρώγονται αποκλειστικά με το πιρούνι και τα γκαρσόνια, υποτασσόμενα άθελά τους στη γενική σιωπή, ρωτάνε ψιθυριστά τι κρασί προτιμάτε. |||||||||||||||||||||||||||||submissive|||||||||| The knives and forks move silently within the plates, the food is served in small portions, legumes and greens are eaten exclusively with a fork, and the waiters, unwittingly subservient to the general silence, ask in whispers what wine you prefer. Σε παρόμοια γεύματα, πάντα με κυριεύει μια τρομερή βαρυθυμία, βαριέμαι αφάνταστα και στο τέλος μελαγχολώ. ||||||||gloom|||||| At similar meals, I am always overcome by a terrible melancholy, I am immensely bored and in the end, I feel melancholic. Πάντα είναι σαν να μου φαίνεται πως έχω κάποιο φταίξιμο, πως είμαι τιμωρημένος, όπως όταν ήμουν παιδί και για κάποια αταξία μου με κάθιζαν σε μια καρέκλα και μου έλεγαν ειρωνικά: «Ξεκουράσου τώρα φιλαράκο μου!». ||||||||||||punished|||||||||||they would sit||||||||||| It always seems to me that I have some fault, that I am being punished, as when I was a child and for some mischief, I was made to sit on a chair and they would sarcastically tell me: "Rest now, my little friend!". Ενώ εγώ ένιωθα μέσα στις φλέβες μου να σφύζει το νεανικό αίμα κι άκουγα τις χαρούμενες φωνές που έβγαζαν τ' αδέλφια μου, παίζοντας στο άλλο δωμάτιο. ||||||||throb||||||||||||||||| While I felt the youthful blood thumping in my veins and heard the joyful voices of my siblings playing in the other room.

Αρχικά προσπαθούσα ν' αντιδράσω στο συναίσθημα αυτό, το τόσο καταπιεστικό, που δοκίμαζα σε τέτοια γεύματα, μα μάταια. |||react||||||||||||| At first, I tried to react to this feeling, so oppressive that I experienced at such meals, but in vain. Ολ' αυτά τα νεκρά πρόσωπα ασκούν μιαν ακαταμάχητη επίδραση πάνω μου και καταντώ και γω το ίδιο νεκρός. ||||||||||||I become||||| All these dead faces exert an irresistible effect on me, and I end up becoming just as dead. Και τότε τίποτα δεν θέλω, τίποτα δε σκέφτομαι, ακόμα και μήτε παρατηρώ τίποτα. And then I want nothing, I think nothing, nor do I observe anything. Στην αρχή δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τους γείτονές μου. At first I tried to strike up a conversation with my neighbors. Μα εκτός από κάποιες φράσεις, που, προφανώς, θα έχουν επαναληφθεί εκατό χιλιάδες φορές στο ίδιο μέρος κι άλλες τόσες από το ίδιο πρόσωπο, δεν κατάφερα ν' ακούσω τίποτα περισσότερο. But apart from a few phrases, which, obviously, must have been repeated a hundred thousand times in the same place and just as many by the same person, I couldn't hear anything more. Κι ωστόσο όλοι τούτοι οι άνθρωποι ούτε ηλίθιοι είναι, μήτε αναίσθητοι και σίγουρα κάτω από το φαινομενικό πάγο, που πίσω απ' αυτόν κρύβονται, θα υφίσταται μια εσωτερική ζωή, σαν και εκείνην που νιώθω εγώ μέσα μου, και ίσως-ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πιο πολυσύνθετη. ||||||||||||||||apparent||||||||underlies|||||||||||||||||||| And yet all these people are neither foolish nor insensitive, and surely beneath the apparent ice, behind which they hide, there exists an inner life, like the one I feel within myself, and perhaps- perhaps much more interesting and more complex. Γιατί λοιπόν να στερούν τον εαυτό τους μια από τις πιο καλύτερες απολαύσεις της ζωής, όπως είναι όταν απολαμβάνει ο ένας τον άλλον, όταν απολαμβάνει ένας άνθρωπος άλλον όμοιό του; |||deprive|||||||||||||||||||||||||| Why then should they deprive themselves of one of the greatest pleasures of life, such as when one enjoys the presence of another, when one person enjoys another who is similar to him?

Πώς να μην αναπολήσω το Παρισινό οικοτροφείο μας που εκεί πέρα όλοι μας, καμιά εικοσαριά άνθρωποι από τις διάφορες εθνικότητες, τα πιο διάφορα επαγγέλματα και τους πιο διάφορους χαρακτήρες, κάτω από την επίδραση της Γαλλικής κοινωνικότητας, μαζευόμασταν στην τραπεζαρία για φαγητό με ένα κέφι σαν να επρόκειτο για γλέντι. |||reminisce|||boarding house|||||||||||||nationalities|||||||||||||||||we gathered|||||||||||| How can I not reminisce about our Parisian boarding house where all of us, about twenty people from various nationalities, with the most different professions and characters, gathered in the dining room for meals with a joy as if it were a celebration, under the influence of French social interaction. Εκεί πέρα η κουβέντα την ίδια στιγμή γενικευόταν από την μιαν άκρη του τραπεζιού ίσαμε την άλλη, διανθισμένη με διάφορα καλαμπούρια και αστειότητες, έστω και σε λανθασμένα Γαλλικά πολλές φορές. |||||||was generalizing|||||||||||||||foolishness||||||| Over there the conversation was simultaneously spreading from one end of the table to the other, embellished with various jokes and silliness, even in incorrect French many times. Εκεί πέρα ο καθένας, δίχως να νοιάζεται καθόλου, ξεφούρνιζε το κάθε τι που του ερχόταν στο μυαλό. ||||||||baked|||||||| Over there, each person, without caring at all, was blurting out everything that came to their mind. Εκεί πέρα είχαμε το δικό μας φιλόσοφο, το δικό μας συζητητή, το δικό μας bell esprit. ||||||||||||||bell| Over there we had our own philosopher, our own debater, our own bell esprit. Όλα ήτανε κοινά. Everything was common. Εκεί πέρα αμέσως μετά το φαγητό αποτραβούσαμε το τραπέζι και χορεύαμε la polka στραβά-κουτσά, όπως μας κάπνιζε, ίσαμε το βράδυ. ||||||||||||||lame|||||| Right after eating over there, we would pull the table aside and dance la polka in a crooked and limping way, as the mood struck us, until evening. Εκεί πέρα παρ' όλη την κοκεταρία μας, μπορεί να μην ήμαστε πολύ μυαλωμένοι και αξιοσέβαστοι άνθρωποι, όμως είμαστε άνθρωποι. ||||||||||||||respectable|||| Over there, despite our vanity, we may not have been very wise and respectable people, but we were people. Κι η ισπανίδα κοντέσα με τις ρομαντικές περιπέτειες, κι ο ιταλός αββάς που απάγγελλε την «Θεία Κωμωδία», μετά το φαγητό κι ο αμερικανός γιατρός που είχε ελεύθερη είσοδο στο Τιουλιερί, κι ο νεαρός δραματουργός με τα μακριά μαλλιά, κι η πιανίστα που είχε συνθέσει, όπως έλεγε η ίδια, την καλύτερη πόλκα κι η δυστυχισμένη όμορφη χήρα με τα τριπλά δαχτυλίδια στο κάθε της δάχτυλο, όλοι μας δίχως εξαίρεση, συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας, μπορεί κάπως επιπόλαια, μα αναμφισβήτητα με την καλύτερη διάθεση και διατηρήσαμε άλλος ελαφρές κι άλλος ειλικρινά εγκάρδιες αναμνήσεις. ||Spanish woman|countess||||||||abbot||recited|||||||||American|||||||Tuileries||||dramatist|||||||pianist||||||||||polka||||||||triple||||||||||we behave|||||||||||||we maintained||||||| And the Spanish countess with her romantic adventures, and the Italian abbot who recited the 'Divine Comedy' after dinner, and the American doctor who had free access to the Tuileries, and the young playwright with long hair, and the pianist who had composed, as she said herself, the best polka, and the unhappy beautiful widow with triple rings on each of her fingers, all of us without exception, behaved among each other, perhaps somewhat frivolously, but undoubtedly with the best intentions, and we retained some light and others sincerely heartfelt memories.

Μα όταν βρίσκομαι σ' αυτά τα Εγγλέζικα tables d'hotes, συχνά σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω όλες αυτές τις νταντέλες, τις κορδέλες, τα δαχτυλίδια, τα πομαδιασμένα μαλλιά και τα μεταξωτά φορέματα, πόσες ζωντανές γυναίκες θα ήταν πανευτυχείς και θα έδιναν και σ' όλους ευτυχία αν τα είχαν. |||||||tables|of hosts||||||||||||||pomaded||||||||||||||||||||| But when I find myself in these English tables d'hotes, I often think, as I look at all these laces, ribbons, rings, pomaded hair, and silk dresses, how many livelong women would be absolutely happy and would bring happiness to everyone if they had them. Είναι παράξενο να σκέφτεσαι κάποιος πόσοι φίλοι κι εραστές, από τους πιο ευτυχισμένους που θα μπορούσαν να είναι, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον μπορεί δίχως να το υποπτεύονται. It is strange to think how many friends and lovers, among the happiest that they could be, sit next to each other perhaps without suspecting it. Και ποιος ξέρει γιατί δεν θα το μάθουν ποτέ και ποτέ δε θα δώσουν ο ένας στον άλλον εκείνη την ευτυχία που τόσο εύκολα μπορούν να τη δώσουν και που τόσο την ποθούν. ||||||||||||||||||||||||||||||||desire

Μελαγχόλησα, όπως πάντα το παθαίνω σε παρόμοια γεύματα, και για τούτο, δίχως ν' αποτελειώσω το γλυκό μου, σηκώθηκα βαρύθυμος και πήγα να τριγυρίσω άσκοπα στην πολιτεία. I became melancholic||||||||||||||||||||||wander||| I became melancholic, as I always do during similar meals, and for this reason, without finishing my dessert, I got up heavy-hearted and went to wander aimlessly in the city. Οι στενοί βρώμικοι δρόμοι δίχως φωτισμό, τα μαγαζιά που έκλειναν κείνη τη βραδινή ώρα, οι μεθυσμένοι εργάτες που αντάμωνα, οι γυναίκες που πήγαιναν για νερό ή εκείνες οι καπελωμένες που βάδιζαν κολλητά στους τοίχους και αφού γύριζαν και κοίταζαν τους διαβάτες χώνονταν στα στενάκια, ολ' αυτά όχι μόνο δεν διέλυσαν τη μελαγχολία μου, μα την έκαναν πιο έντονη. |||||lighting|||||||||||||||||||||||hatted|||||||||||||||narrow streets||||||they dissolved|||||||| The narrow dirty streets without lighting, the shops that were closing that evening, the drunken workers I encountered, the women who were going for water or those clad in hats who walked close to the walls and after turning and looking at the passersby slipped into the alleys, all of these not only did not dissolve my melancholy, but made it more intense.

Είχε πια εντελώς σκοτεινιάσει στους δρόμους, όταν δίχως να κοιτάζω γύρω μου, δίχως καμιά σκέψη στο κεφάλι, τράβηξα για το ξενοδοχείο μου ελπίζοντας με τον ύπνο να διασκεδάσω τη βαρυθυμία μου. |||||||||||||||||||||||||||amuse||| It had already completely darkened in the streets, when without looking around me, without any thought in my head, I headed for my hotel hoping that sleep would distract me from my gloom. Αισθανόμουνα μια φριχτή ψυχική κρυάδα, απομόνωση και βαριά καρδιά, όπως συμβαίνει κάποτε δίχως πραγματική αιτία, όταν βρεθούμε σ' έναν ξένο τόπο. I felt a dreadful psychological chill, isolation, and a heavy heart, as happens sometimes without real cause, when we find ourselves in a foreign place. Βάδιζα έτσι άσκοπα με το βλέμμα χαμηλωμένο, και τραβούσα από την προκυμαία στο ξενοδοχείο μου, όταν ξαφνικά έπληξαν την ακοή μου οι ήχοι κάποιας παράξενης μα εξαιρετικά ευχάριστης και γλυκιάς μουσικής. I was walking|||||||||||||||||struck||||||||||||| I walked aimlessly with my gaze lowered, and I was heading from the pier to my hotel when suddenly the sounds of some strange yet extremely pleasant and sweet music struck my hearing. Οι ήχοι αυτοί μονομιάς επέδρασαν ζωογονικά στην ψυχή μου. |||||revitalizing||| These sounds instantly had a rejuvenating effect on my soul. Ήταν σαν να τη διαπέρασε κάποιο ζωηρό και χαρούμενο φως. It was as if a lively and cheerful light had penetrated her. Η διάθεσή μου άλλαξε την ίδια στιγμή. My mood changed at that very moment. Ένιωθα ευχαριστημένος, χαρούμενος. I felt content, happy. Η αποκοιμισμένη προσοχή μου ξύπνησε και στράφηκε πάλι στα τριγυρινά πράγματα. |||||||||surrounding| My drowsy attention woke up and turned again to the surrounding things. Κι η ομορφιά της νύχτας και της λίμνης, που πρωτύτερα μου ήτανε ολότελα αδιάφορη, ξαφνικά, μου έκανε εντύπωση, σαν κάτι καινούριο. And the beauty of the night and the lake, which had previously been completely indifferent to me, suddenly struck me, like something new.

Άθελά μου πρόφτασα ακαριαία να δω και να υπογραμμίσω και τον ουρανό που απλωνόταν συννεφιασμένος τμηματικά και τα γκρίζα συννεφάκια που τον σκέπαζαν κι άφηναν να διαφαίνεται τόπους-τόπους το γαλανό φόντο του που άρχισε να φωτίζεται από το φεγγάρι που υψωνόταν αργά-αργά. |||||||||||||||in parts|||||||||||was visible||||||||||||||||| Unintentionally, I immediately caught a glimpse and emphasized the sky that stretched out partially cloudy and the gray little clouds that covered it, allowing the blue background to be glimpsed here and there, beginning to be illuminated by the slowly rising moon. Και τη βαθυπράσινη, λίμνη με τα άπειρα φωτάκια που αντιφέγγιζαν μέσα στην ατάραχη επιφάνειά της. |||||||||reflected||||| And the deep green lake with the countless lights that reflected in its serene surface. Και μακριά, πέρα, στο βάθος τα βουνά που αχνά διακρίνονταν, και τα βατράχια που χαλούσαν τον κόσμο στο Φριόσενμπουργ και τα δροσερά σφυρίγματα των ορτυκιών από την αντικρινή όχθη. ||||||||||||||||||Friosenburg|||||||||| And far away, beyond, in the distance the mountains that faintly appeared, and the frogs that were making a ruckus in Friesenburg and the cool whistles of the quails from the opposite bank. Και κατά μπροστά μου, σε κείνο ακριβώς το σημείο, απ' όπου ακουγόταν η μουσική και που σ' αυτό ήτανε κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένη όλη μου η προσοχή, ξεχώρισα στο μισοσκόταδο στο κέντρο του δρόμου πλήθος κόσμου να σχηματίζει ένα ημικύκλιο ασφυχτικό και πιο πέρα, σε μικρή απόσταση, ένα μικρόσωμο ανθρωπάκο με μαύρα ρούχα. ||||||||||||||||||||||concentrated|||||||||||||||it forms||||||||||||||| And right in front of me, at that exact spot where the music was heard and where primarily all my attention was focused, I distinguished in the half-darkness in the center of the road a crowd forming a tight semicircle and further away, at a short distance, a tiny little man in black clothes. Παραπίσω από το μαζεμένο εκείνο πλήθος και τον ανθρωπάκο, στο φόντο του τμηματικά συννεφιασμένου ουρανού υψώνονταν επιβλητικά και μεγαλόπρεπα οι δυο αυστηροί τρούλοι του καθεδρικού ναού κι οι δεντροκορφές του κήπου που τον τριγύριζε. Behind|||||||||||||cloudy|||||||||||cathedral||||||||| Behind that gathered crowd and the little man, towering majestically and grandly in the backdrop of the partly cloudy sky were the two stern domes of the cathedral and the treetops of the garden surrounding it.

Όσο κοντοζύγωνα στο σημείο αυτό, τόσο άκουγα πιο ξεκάθαρα τη μουσική. As I drew closer to this point, I could hear the music more clearly. Μπορούσα πια να ξεχωρίσω, καθώς γλυκά ταλαντευόταν μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα τις μακρινές, πλέριες συγχορδίες κιθάρας και διάφορες φωνές, που διαδεχόμενες η μια την άλλη δεν τραγουδούσαν πλέριο θέμα, παρά μονάχα υπογραμμίζοντας τα πιο χτυπητά σημεία του έκαναν τον ακροατή να το αισθανθεί. ||||||||||||||||||||succeeding||||||||||||||striking|||||||| I could now distinguish, as it sweetly swayed in the evening atmosphere, the distant, full guitar chords and various voices, which, succeeding one another, did not sing a full theme, but merely highlighting the most striking points made the listener feel it. Το θέμα ήτανε κάτι που έμοιαζε με γλυκύτατη και χαριτωμένη μαζούρκα. |||||||sweetest||| The theme was something that resembled a very sweet and charming mazurka. Οι φωνές ακούγονταν πότε κοντινές, πότε απόμακρες. ||||||distant The voices were sometimes heard nearby, sometimes far away. Πότε φωνή τενόρου, πότε φωνή μπάσου, πότε κείνοι οι Τυρολέζικοι λαρυγγισμοί με τις εναλλαγές τους. |||||||||||||alternations| Sometimes a tenor's voice, sometimes a bass's voice, sometimes those Tyrolean throat sounds with their alternations. Αυτό δεν ήτανε ένα τραγούδι, παρά μια ανάλαφρη, μα τεχνικότατη άσκηση τραγουδιού. |||||||||very technical|| This wasn't a song, but a light, yet extremely technical exercise in singing.

Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε, όμως ήτανε περίφημο. I couldn't understand what it was, but it was magnificent. Αυτές οι γιομάτες ηδυπάθεια συγχορδίες της κιθάρα, οι τόσο σιγανές, αυτή η γλυκύτατη, ανάλαφρη μελωδία, κι αυτή η κατάμονη σιλουέτα του μαυροντυμένου ανθρωπάκου μέσα στο φαντασμαγορικό πλαίσιο που σχημάτιζε η σκοτεινόχρωμη λίμνη, το σκόρπιο φεγγαρόφωτο, οι τεράστιοι τρούλοι του ναού κι οι πανύψηλες δεντροκορφές που υψώνονταν σιωπηλά κι ολόμαυρα, όλα τούτα ήτανε παράξενα, μα στον υπέρτατο βαθμό όμορφα ή τουλάχιστον τέτοια μου φάνηκαν. ||full of|||||||quiet|||||||||solitude|||of the man in black|little man|||fantasmagoric|||||dark-colored||||||||||||very tall|||||||||||||||||||| These full, sweet-sounding chords of the guitar, so soft, this sweetest, light melody, and this dark silhouette of the little man in black amidst the dazzling setting formed by the dark lake, the scattered moonlight, the gigantic domes of the temple, and the towering treetops that rose up silently and pitch black, all of these were strange, but in the utmost degree beautiful or at least that’s how they appeared to me.

Όλες οι μπερδεμένες, οι αθέλητες εντυπώσεις της ζωής, πήραν ξαφνικά για μένα σημασία και θέλγητρο. ||||||||||||||charm All the confused, unintentional impressions of life suddenly took on significance and allure for me. Ήτανε σάμπως μέσα στη ψυχή μου να άνθισε μονομιάς ένα ολόδροσο, μοσχοβολητό λουλούδι. |||||||||||fragrant| It was as if a fresh, fragrant flower had bloomed all at once within my soul. Εκεί που ένα λεπτό πρωτύτερα, ένιωθα κούραση, αφηρημάδα και πλέρια αδιαφορία για όλα στον κόσμο, αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει μια ανάγκη για αγάπη, μια πληρότητα ελπίδας και μια αναίτια χαρά της ζωής. Just a minute earlier, I felt fatigue, absent-mindedness, and complete indifference towards everything in the world; suddenly, I felt overwhelmed by a need for love, a fullness of hope, and a baseless joy of life. Σαν τι να θέλεις; Σαν τι να ποθείς; - αναρωτήθηκα άθελά μου. |||||||desire||| Να την η ποίηση κι η ομορφιά που σε κυκλώνει ολούθε. |||||||||surrounds| Ρούφηξε την μέσα σου με βαθιές εισπνοές, μ' όλη σου τη δύναμη, απόλαυσέ την. Τι άλλο θέλεις; Όλα είναι δικά σου, όλα τα αγαθά...

Κοντοζύγωσα ακόμα πιο πολύ. I leaned in even closer. Ο μικρόσωμος ανθρωπάκος φαινόταν να είναι πλανόδιος Τυρολέζος. The small-statured little man seemed to be a wandering Tyrolean. Στεκόταν μπρος στα παράθυρα του ξενοδοχείου μου, με το ένα ποδαράκι τεντωμένο, με το κεφάλι ψηλά και, παίζοντας την κιθάρα του, τραγουδούσε σε διάφορες φωνές το χαριτωμένο τραγουδάκι του. He stood in front of my hotel windows, with one little leg stretched out, head held high, and, playing his guitar, sang his charming little song in various voices. Αισθάνθηκα παρευθύς μια τρυφερότητα για τον άνθρωπον αυτόν και ταυτόχρονα ευγνωμοσύνη για κείνη την απότομη εσωτερική μεταβολή που μου προξένησε. |||||||||||||||||||caused Ο τραγουδιστής, όσο μπόρεσα να διακρίνω, φορούσε ένα παλιούτσικο μαύρο σουρτούκο, είχε κοντά μαύρα μαλλιά που τα σκέπαζε ένα απλούστατο και αρκετά φθαρμένο κασκέτο. The singer, as much as I could discern, was wearing an old black coat, had short black hair covered by a simple and quite worn cap. Το ντύσιμό του δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό, μα κείνο το παιδιάστικο χαρούμενο ύφος του, η ασίκικη στάση κι οι κινήσεις μαζί με το μικροσκοπικό ανάστημά του αποτελούσαν ένα θέαμα συγκινητικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα. His outfit had nothing artistic, but that childlike happy demeanor of his, the casual stance and movements along with his petite height made for a spectacle that was both touching and entertaining at the same time.

Στην είσοδο στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του λαμπροφωτισμένου ξενοδοχείου στέκονταν φαντάζοντας με τις πλούσιες τουαλέτες τους οι κυρίες και οι κύριοι με τα κάτασπρα κολάρα, ο θυρωρός κι ένας υπηρέτης με τις χρυσοστόλιστες λιβρέες τους. ||||||balconies||brightly lit||||||||||||||||||||||||||librettes| At the entrance, at the windows and balconies of the brightly lit hotel stood the ladies and gentlemen in their lavish dresses, with their white collars, the doorman, and a servant in their gold-trimmed liveries. Στο δρόμο μέσα στο ημικύκλιο, που σχημάτιζε το μαζεμένο πλήθος και παραπέρα ανάμεσα στη δεντροστοιχία είχανε συγκεντρωθεί και χάζευαν τα κομψοντυμένα γκαρσόνια, οι μάγειροι με τους κάτασπρους σκούφους και τα σακάκια τους, κοπέλες αγκαλιασμένες και διάφοροι περιπατητές. On the road within the semicircle formed by the gathered crowd, and further down between the line of trees, the elegantly dressed waiters, the chefs in their white hats and jackets, girls embracing each other, and various walkers had gathered and were admiring. Όλοι φαίνονταν να 'ναι κυριευμένοι από το ίδιο με μένα συναίσθημα. Everyone seemed to be overwhelmed by the same feeling as I was. Όλοι στέκονταν σιωπηλοί γύρω στον τραγουδιστή κι άκουγαν προσεχτικά. Everyone stood quietly around the singer and listened carefully. Σιγαλιά απόλυτη ήτανε απλωμένη γύρω και μονάχα στα διαλείμματα του τραγουδιού κάπου μακριά ακουγόταν κάποιος κανονικός χτύπος πάνω στα νερά κι από το Φριόσενμπουργκ οι σκόρπιοι λαρυγγισμοί των βατραχιών κι ανάμεσά τους τα δροσερά μονότονα σφυρίγματα των ορτυκιών.

Ο ανθρωπάκος, ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι εκεί δα στο δρόμο, χαλούσε τον κόσμο τραγουδώντας τη μια στροφή πισ' απ' την άλλη και το ένα τραγούδι πισ' απ' τ' άλλο. Παρ' όλο που βρέθηκα πολύ-πολύ κοντά του, το τραγούδι του εξακολουθούσε να μου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση. Η μικρή φωνή του ήτανε εξαιρετικά ευχάριστη. Κι η λεπτότητα, το γούστο και το αίσθημα του μέτρου που μ' αυτά την κυβερνούσε, ήτανε σπάνια κι έδειχναν πως ήτανε προικισμένος πλούσια από τη φύση. Τα ρεφρέν τα τραγουδούσε διαφορετικά κάθε φορά κι ήτανε φανερό πως όλες κείνες οι χαριτωμένες αλλαγές του έρχονταν άκοπα και αυτοστιγμεί. ||||||||||||||||||effortlessly|| He sang the refrains differently each time and it was clear that all those charming changes came to him effortlessly and instantly.

Και μέσα στο πλήθος και πάνω στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, και στον περίπατο ακούγονταν συχνά επιδοκιμαστικοί ψίθυροι και βασίλευε μια σιωπή γεμάτη σεβασμό. In the crowd, above the windows and balconies of the hotel, and along the promenade, approving whispers were often heard and a silence filled with respect prevailed. Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα αύξαιναν ολοένα και πιο πολύ οι θεατές, λαμπροντυμένοι άντρες και γυναίκες που φάνταζαν γραφικότατα, καθώς στέκονταν μέσα σε εκείνον τον άπλετο φωτισμό. |||||were increasing|||||||dressed brightly||||||picturesquely|||||||| On the balconies and windows, the spectators were continually increasing, elegantly dressed men and women who looked picturesque as they stood in that ample lighting. Κοντά μου, καπνίζοντας πούρα, είδα να στέκονται κάπως απομακρυσμένοι απ' όλο το πλήθος ο αριστοκρατικός λακές κι ο μάγειρος. ||||||||distant||||||||||cook Near me, smoking cigars, I saw the aristocratic footman and the chef standing somewhat apart from the crowd. Ο μάγειρος αισθανόταν έντονα τη γοητεία της μουσικής και στην κάθε υψηλή νότα κινούσε μ' ενθουσιασμό και κατάπληξη το κεφάλι, γνέφοντας του λακέ και τον σκουντούσε με τον αγκώνα του με μιαν έκφραση σαν να ήθελε να του πει: τραγούδι μια φορά! The cook felt intensely the charm of the music, and with every high note, he moved his head with enthusiasm and amazement, nodding to the servant and nudging him with his elbow with an expression as if he wanted to say: sing it once! Ε; Ο λακές που από το πλατύ του χαμόγελο καταλάβαινε όλη την ευχαρίστηση που αισθανόταν, στα σκουντήματα του μάγειρα αποκρινόταν κινώντας τις πλάτες του, πως κείνος δηλαδή έχει ακούσει πολύ καλύτερα απ' αυτό το τραγούδι και δεν τον ξιπάζει τίποτα. |||||||||||||||to the|||||||||||||||||||||||he boasts| The servant, who understood all the pleasure he felt from his broad smile, responded to the cook's nudges by moving his shoulders, indicating that he had heard much better than this song and that nothing could impress him.

Σ' ένα διάλειμμα που ο τραγουδιστής ξερόβηχε, ρώτησα το λακέ ποιος να 'τανε κι αν ερχότανε συχνά στη Λουκέρνη αυτός ο μουσικός. During a break when the singer cleared his throat, I asked the servant who he might be and if this musician came to Lucerne often.

- Ναι, τα καλοκαίρια έρχεται μια-δυο φορές, μου αποκρίθηκε, είναι από την Αργοβή. ||||||||||||Argoví - Yes, he comes one or two times during the summers, he replied to me, he is from Argovi. Έτσι, ζητιανεύει. So, he begs.

- Και περνάνε πολλοί τέτοιοι από δω; - ρώτησα. - And do many of such people pass by here? - I asked.

- Ναι, ναι, αποκρίθηκε ο λακές, που δεν καλοκατάλαβε στην αρχή εκείνο που τον ρώτησα, και αμέσως ύστερα πρόσθεσε. |||||||understood|||||||||| - Yes, yes, replied the servant, who didn't quite understand at first what I asked him, and immediately afterwards added. Ω, όχι πέρα! Oh, no way! Εδώ πέρα αυτόν μονάχα βλέπουμε. Here we see only him. Άλλοι δεν έχουν φανεί.

Εκείνη τη στιγμή ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος είχε τελειώσει το πρώτο τραγούδι, αναποδογύρισε μ' ένα σκέρτσο την κιθάρα του και κάτι είπε σα να μονολογούσε, με κείνα τα Γερμανικά που συνηθίζει ο λαός της περιοχής του, και που εγώ δε μπόρεσα να καταλάβω, μα προξένησαν τα χάχανα του πλήθους. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||they provoked|||| At that moment, the tiny little man had finished the first song, flipped his guitar in a playful manner, and said something as if he were monologuing, in that German dialect customary for the people in his region, which I couldn't understand, but it caused the audience to giggle.

- Τι λέει; ρώτησα. - What is he saying? I asked.

- Λέει, πως στέγνωσε ο λαιμός του και θα έπινε λίγο κρασάκι, μου μετέφρασε ο λακές που στεκόταν δίπλα μου. ||||||||||||translated|||||| - He says his throat is dry and he would like to drink a little wine, translated the servant who was standing next to me.

- Θα του αρέσει φαίνεται να το τσούζει, ε; - He seems to like to tease it, doesn't he?

- Μα όλοι αυτοί τέτοιοι είναι, χαμογέλασε ο λακές με μια περιφρονητική χειρονομία προς το μέρος του τραγουδιστή. - But all of them are like that, the footman smiled with a contemptuous gesture towards the singer.

Ο ανθρωπάκος στο αναμεταξύ έβγαλε το κασκέτο του και κρατώντας πάντα την κιθάρα πλησίασε στο ξενοδοχείο. Meanwhile, the little man took off his cap and, still holding the guitar, approached the hotel. Με το κεφάλι τεντωμένο στράφηκε στον κόσμο που γέμιζε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια:

«Messieurs et madames -είπε με προφορά μισοϊταλική και μισογερμανική και με κείνο το ύφος που οι ταχυδακτυλουργοί απευθύνονται στο κοινό- si vous croyez que je gague quelque chosse, vous vous trompez; je ne suis qu' un bauvre tiaple. Sirs||ladies||||half-Italian||half-German|||||||||||||||||||chose|||||||||gague|gague

(Κύριοι και κυρίες αν πιστεύετε πως κερδίζω κάτι, απατάσθε, εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός διάβολος. - Έχει τηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, γιατί υποτίθεται πως έτσι λανθασμένα μιλούσε ο πλανόδιος μουσικός.). ||||||||you are mistaken|||||||||maintained||||||||||||| (Ladies and gentlemen, if you believe that I earn anything, you are mistaken; I am nothing but a poor devil. - The spelling of the original has been retained, as it is assumed that this is how the street musician spoke incorrectly.)

Σταμάτησε, σώπασε για λίγο, και καθώς κανένας δεν του έδινε τίποτα, αγκάλιασε την κιθάρα του και είπε: He stopped, fell silent for a moment, and as no one was giving him anything, he hugged his guitar and said:

«Α prisent messieurs et medames, je vous chanterai l'air du Righi» |||||||will sing||| "A prisent messieurs et medames, je vous chanterai l'air du Righi"

(Και τώρα, κύριοι και κυρίες θα σας τραγουδήσω τον αέρα του βουνού Righi). (And now, ladies and gentlemen, I will sing you the air of the Righi mountain).

Ο πλουσιόκοσμος σώπαινε στα ύψη του, μα εξακολουθούσε να στέκεται, περιμένοντας ίσως ν' ακούσει το τραγούδι. |the rich world|||||||||||||| The rich folk fell silent in their heights, but they continued to stand, perhaps waiting to hear the song. Κάτω, ακούστηκαν κάποια γέλια ανάμεσα στο πλήθος. Down below, some laughter was heard among the crowd. Φαίνεται να κορόιδευαν τα παραφθαρμένα γερμανικά του, καθώς και που δεν του έδωκαν πεντάρα οι Εγγλέζοι του ξενοδοχείου. ||||||||||||gave||||| They seemed to mock his broken German, as well as the fact that the English at the hotel didn't give him a penny. Του έβαλαν μερικές δεκάρες μέσα στο κασκέτο που κρατούσε που αυτός αφού τις έπαιξε με επιδεξιότητα στις φούχτες του, τις έχωσε στην τσέπη του, ύστερα φόρεσε το κασκέτο κι άρχισε να τραγουδάει το γλυκύτατο Τυρολέζικο τραγούδι που το έλεγε «l'air du Righi». |||dimes|||||||||||||||||||||||||||||||Tyrolean||||||| They put some coins inside the cap he was holding, and after he skillfully played with them in his palms, he stuffed them into his pocket, then put on the cap and began to sing the sweetest Tyrolean song, which he referred to as 'l'air du Righi.' Το τραγουδά κι αυτό που τ' άφηνε για κατακλείδα ήτανε ωραιότερο απ' όλα τ' άλλα κι ολούθε μεσ' από το πλήθος, που είχε σημαντικά πολλαπλασιαστεί, ακουγόταν επιδοκιμαστικά επιφωνήματα. ||||||||conclusion|||||||||||||||||were heard|| The song he sang as a finale was more beautiful than all the others, and throughout the crowd, which had significantly multiplied, approving exclamations could be heard.

Κάποια στιγμή το τραγούδι τέλειωσε. At some point, the song ended. Ξανακρέμασε στον ώμο την κιθάρα, έβγαλε το κασκέτο και κρατώντας το με το χέρι τεντωμένο, προχώρησε δυο βήματα πιο κοντά κατά τα παράθυρα του ξενοδοχείου, επαναλαμβάνοντας την ακατανόητη φράση του: «Messieurs et medames si vous croyez que je gague quelque chosse», που τη θεωρούσε φαίνεται, πολύ έξυπνη και πολύ πετυχημένη, μα στη φωνή του και στις κινήσεις του παρατήρησα τώρα κάποιο δισταγμό και κάποια δειλία παιδιάστικη, που, καθώς ήτανε τόσο μικροσκοπικός, χτυπούσαν αμέσως στο μάτι. re-hung|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| He hung the guitar back on his shoulder, took off his cap, and holding it with his outstretched hand, moved two steps closer to the hotel windows, repeating his incomprehensible phrase: 'Messieurs et mesdames si vous croyez que je gague quelque chose', which he apparently considered very clever and very successful, but in his voice and movements I now noticed some hesitation and a childish timidity, which, given that he was so tiny, immediately caught the eye. Ο κομψός κόσμος εξακολουθούσε το ίδιο γραφικά να φαντάζει καθώς στεκόταν στα φωτοπεριχυμένα παράθυρα, και να θαμπώνει τα μάτια με το πλούσιο ντύσιμό του. |||||||||||at the|photo-tinged||||||||||| The elegant world continued to seem just as picturesque as it stood at the light-filled windows, dazzling the eyes with its rich attire. Μερικοί απ' αυτούς κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή αναμεταξύ τους και με ύφος άψογο, σίγουρα σχετικά με τον τραγουδιστή που μ' απλωμένο το χέρι στεκόταν μπροστά τους. ||||||||||||flawless||||||||||||| Some of them were conversing in low voices among themselves with impeccable demeanor, certainly about the singer who stood in front of them with outstretched hand. Άλλοι κοίταζαν προσεχτικά και με περιέργεια κάτω, τη μικρή εκείνη μαύρη σιλουέτα. Others were looking carefully and with curiosity down at that small black silhouette. Σ' ένα μπαλκόνι ακούστηκε το ηχηρό και χαρούμενο γέλιο κάποιας νέας κοπέλας. From a balcony, the loud and cheerful laughter of a young girl was heard. Ανάμεσα στο πλήθος, κάτω, ακούγονταν ολοένα πιο δυνατά ομιλίες και γέλια. Among the crowd, down below, the speeches and laughter were growing louder.

Ο τραγουδιστής επανάλαβε για τρίτη φορά τη φράση του, μα με φωνή ακόμα πιο αδύναμη και, μάλιστα προτού την αποτελειώσει, άπλωσε ξανά το χέρι του με το αναποδογυρισμένο κασκέτο και την ίδια στιγμή το κατέβασε. The singer repeated his phrase for the third time, but with an even weaker voice, and even before he finished it, he reached out again with his turned-up cap and at the same moment lowered it. Και πάλι απ' όλους εκείνους τους εκατό λαμπροντυμένους ανθρώπους δε βρέθηκε ένας να του ρίξει κάποιο νόμισμα. |||||||well-dressed||||||||| And again, out of all those hundred elegantly dressed people, not one was found to throw him a coin. Το πλήθος χαχάνισε αλύπητα. The crowd chuckled mercilessly. Ο μικρόσωμος τραγουδιστής, μου φάνηκε σαν να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, πήρε στ' άλλο χέρι την κιθάρα, κίνησε πάνω από το κεφάλι του το κασκέτο λέγοντας: «Messieurs et madames, je vous remercie et je vous souhaite une bonne nuit» (Κύριοι και κυρίες σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καληνύχτα.) |||||||||||||||||||||||||||||||||||||<bonne>|||||||||| The small-statured singer seemed to shrink even more, took the guitar in his other hand, moved the cap over his head saying: "Messieurs et madames, je vous remercie et je vous souhaite une bonne nuit" (Gentlemen and ladies, I thank you and wish you a good night.) και το ξαναφόρεσε. and put it back on.

Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια δυνατά και χαρούμενα. The crowd burst into loud and joyful laughter. Από τα μπαλκόνια άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά όλες εκείνες οι όμορφες κυρίες με τους άντρες τους, κουβεντιάζοντας ήσυχα αναμεταξύ τους. From the balconies, all those beautiful ladies began to leave slowly with their men, chatting quietly among themselves. Στην προκυμαία ξανάρχισε ο περίπατος. On the promenade, the walk began anew. Ο δρόμος, που είχε σωπάσει την ώρα της μουσικής, ξαναπήρε την αρχική ζωηρότητά του. The road, which had fallen silent during the music, regained its original liveliness. Μονάχα μερικοί άνθρωποι απόμειναν να στέκονται κάπως απόμερα κοιτάζοντας τον τραγουδιστή και γελώντας. Only a few people remained standing somewhat apart, watching the singer and laughing. Άκουσα που αυτός κάτι μουρμούρισε μονολογώντας, στράφηκε και, σάμπως να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, με γρήγορα βήματα τράβηξε κατά την πολιτεία. |||||muttering||||||||||||||| I heard him mumble something to himself, he turned and, as if shrinking even more, he hurriedly walked towards the town. Οι γλεντζέδες που τον παρακολουθούσαν γελώντας, στράφηκαν κι αυτοί και τον πήραν από πίσω με αργό βήμα, σκασμένα στα γέλια... The party-goers who were watching him laughing turned around and followed him slowly, bursting with laughter...

Εγώ τα είχα χάσει ολότελα. I had completely lost it. Δεν μπορούσε να καταλάβω τι σήμαιναν ολ' αυτά. I couldn't understand what all this meant. Και, καρφωμένος στη θέση που βρέθηκα, κοίταζα άσκοπα το μικροσκοπικό ανθρωπάκο που με βήματα σερνόμενα βάδιζε γρήγορα μέσα στο σκοτάδι τραβώντας για την πολιτεία, και τους γλεντζέδες που, γελώντας, τον ακολουθούσαν από μακριά. |||||I found myself|||||||||dragging|||||||||||||||||| And, pinned in the place where I found myself, I was aimlessly watching the tiny little man who was dragging his steps quickly into the darkness, heading for the city, and the merry-makers who, laughing, were following him from afar. Πόνεσα και πικράθηκα και, το κυριότερο, ντράπηκα για λογαριασμό του πλανόδιου τραγουδιστή, για το πλήθος, για μένα τον ίδιο, σάμπως εγώ να είχα ζητήσει λεφτά και δε μου δώσανε και σ' επίμετρο γελούσαν σε βάρος μου. ||I was saddened||||I was ashamed||||itinerant|||||||||||||||||||||as a tip|||| I felt pain and bitterness, and, most importantly, I was ashamed on behalf of the street singer, for the crowd, for myself, as if I had asked for money and they did not give it to me, while they laughed at my expense. Και δίχως να γυρίσω να δω τίποτ' άλλο με την καρδιά σφιγμένη μπήκα βιαστικά στην είσοδο του Σβέιτσεργοφ. And without turning to see anything else, with my heart tight, I hurriedly entered the entrance of Sveytshergof. Δεν καταλάβαινα τι αισθανόμουν, μα κάποιο βάρος ανεξήγητο πλημμύριζε την ψυχή μου και την πίεζε οδυνηρά. I didn't understand what I was feeling, but some inexplicable weight was flooding my soul and painfully pressing on it.