Τι ελέγχω στη ζωή όταν δεν ελέγχω τη ζωή μου; | Marilena Karamolegou | TEDxChania
Μετάφραση: Vasiliki Soultani Επιμέλεια: Maria Pericleous
Καλησπέρα, είμαι η Μαριλένα
και τον Οκτώβριο του 2015 διαγνώστηκα με καρκίνο του μαστού.
Δύο χειρουργεία, έξι μήνες χημειοθεραπειών,
μία μαστεκτομή και μία ανάπλαση αργότερα,
σήμερα είμαι υγιής και βρίσκομαι κοντά σας.
(Χειροκρότημα)
Όταν έμαθα τον Οκτώβριο του 2015, ότι έχω καρκίνο του μαστού
και ότι θα πρέπει να κάνω χημειοθεραπείες,
το πρώτο πράγμα που ρώτησα κι εγώ,
όπως τα περισσότερα κορίτσια στη θέση μου είναι:
«Θα πέσουν τα μαλλιά μου;»
Δηλαδή, αυτό ήταν που πρωτίστως μ' ένοιαζε.
Η απάντηση ήταν πάρα πολύ κοφτή και κατηγορηματική, ήτανε: «Ναι.»
Οπότε, πάρα πολύ σύντομα, είπα: «Εντάξει, πάμε να τα ξυρίσουμε».
Τα ξύρισα λοιπόν εγώ,
κι επειδή η δουλειά μου ήταν να έρχομαι σε επαφή με πολύ κόσμο,
γιατί βρίσκομαι στον εκδοτικό χώρο,
αποφάσισα ότι θα αγοράσω κι εγώ μια περούκα,
ακριβώς, γιατί ήθελα να αποφύγω αυτές τις συχνές ερωτήσεις, δεδομένου ότι δεν είχα ούτε φρύδια, ούτε βλεφαρίδες,
όποτε έπρεπε, ανά πάσα στιγμή
να πρέπει να απαντάω στα περίεργα βλέμματα ή στις ερωτήσεις και όχι να μιλάμε για δουλειά.
Αγόρασα λοιπόν μία περούκα με φυσική τρίχα, που ήταν το καλύτερο που μπορούσα να πάρω, έκανε 1.500 ευρώ
και ήταν τελευταίας τεχνολογίας και τεχνικής,
ήταν αυτές που χρησιμοποιούν στο Χόλιγουντ,
γιατί είναι αυτές που κολλάνε στο κεφάλι, στο δέρμα του κεφαλιού, όπου μπορείς να κάνεις μπάνιο και να κοιμάσαι με αυτές,
δεν είναι ανάγκη να τη βγάζεις.
Και οι κατασκευαστές της θεωρούν ότι είναι κάτι καλό,
γιατί λένε ότι μια γυναίκα δεν είναι ανάγκη
να αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη καθημερινά
βάζοντας και βγάζοντας την περούκα.
Τέσσερις μέρες την κράτησα,
την τέταρτη μέρα την ξεκόλλησα,
και μαζί μ' αυτή πέταξα και τα 1.500 ευρώ απ' το παράθυρο,
και μετά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα
την έβαζα, φορούσα ένα σκουφί λίγο περίεργο από πάνω,
πετάγανε λίγα μαλλιά από δω, πετάγανε λίγα από κει.
Εντάξει, την κάναμε τη δουλειά.
Έτσι κι αλλιώς τη χρησιμοποιούσα μόνο όταν βρισκόμουν σε χώρο
που δεν ήμουν σπίτι μου, με τους φίλους μου, ή στο νοσοκομείο,
όπου δεν ήμουνα με δικούς μου ανθρώπους, να νιώθω απόλυτα άνετα.
Βρίσκομαι λοιπόν κάποια στιγμή και κάνω την τέταρτη χημειοθεραπεία,
και τη θυμάμαι, μπορώ να σας την πω με τον αριθμό της, γιατί οι καρκινοπαθείς είναι λίγο σαν τους φαντάρους, μετράς αντίστροφα μέχρι πότε θα απολυθείς. Οπότε έκανα λοιπόν την τέταρτη χημειοθεραπεία και βρίσκομαι σε ένα δίκλινο δωμάτιο,
στο νοσοκομείο όπου έκανα τις θεραπείες μου, είμαι ξαπλωμένη, διαβάζω το βιβλίο μου ως συνήθως. Διάβαζα «Το όνειρο ενός γελοίου», που μου είχε φέρει δώρο ο Θάνος,
που τώρα κάθεται κάπου εκεί.
Κι εκείνη την στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο μια άλλη κοπέλα. Δείχνει αμήχανη, καταλαβαίνω ότι θα κάνει την πρώτη της θεραπεία και ότι δεν είναι εξοικειωμένη ακόμα με τον χώρο. Οπότε της πιάνω την κουβέντα.
Της λέω: «Γεια, είμαι η Μαριλένα. Το όνομα σου;» Μου λέει: «Ειρήνη».
Της λέω: «Γεια σου Ειρήνη, είναι η πρώτη σου θεραπεία;» Μου λέει: «Ναι», κοφτά.
Λέω εντάξει, θα περάσουμε μαζί τις επόμενες ώρες
οπότε ας σπάσω λίγο τον πάγο, να μιλήσουμε λίγο περισσότερο.
Της λέω, «Ξέρεις, Ειρήνη, οι θεραπείες αυτές καθεαυτές δεν πονάνε, οι παρενέργειες είναι όλο και λιγότερες, τα φάρμακα έχουν εξελιχθεί πολύ,
και γενικά οι μέρες περνάνε γρήγορα.
Εγώ, δηλαδή βρίσκομαι ήδη στην τέταρτη και μόλις που το 'χω καταλάβει.»
Κατάλαβα, ότι η συζήτηση δεν ήταν αυτό που ήθελε,
οπότε κι εγώ δεν ήθελα να είμαι ενοχλητική. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, συνέχισα το βιβλίο μου. Κάποια στιγμή, επειδή στο νοσοκομείο η θερμοκρασία ήταν υψηλή και είχε ζέστη
ασυναίσθητα έβγαλα την περούκα από το κεφάλι
που ακόμα την είχα και την ακούμπησα δίπλα μου. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι ότι η Ειρήνη γύρισε και με κοίταξε απότομα
και άκουσα μόνο να μου λέει το εξής:
«Εγώ δε θέλω να γίνω ποτέ σαν εσένα.»
Η αλήθεια είναι ότι σάστισα, ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές, γιατί ήταν ίσως η στιγμή που με ξάφνιασε
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, μέσα σε αυτή την εμπειρία.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν:
«Τι απαίσιος άνθρωπος, ποιος λέει αυτό το πράγμα;»
Βλέπεις έναν άνθρωπο, ο οποίος κάνει θεραπείες, δεν έχει μαλλιά, φρύδια, βλεφαρίδες
είναι ξαπλωμένος, ευγενικός, φιλικός μαζί σου, και του λες αυτό;
Προσπάθησα αν όχι να την δικαιολογήσω,
να την καταλάβω, και είπα: Φοβάται; Ναι, φοβάται.
Είναι θυμωμένη με αυτό που της συμβαίνει;
Είναι σίγουρα θυμωμένη με αυτό που της συμβαίνει, είναι επιθετική στους δικούς της ανθρώπους τους γιατρούς, το περιβάλλον, με όλους.
Μήπως δεν έχει αποδεχτεί αυτό που της συμβαίνει;
Δεν το είχε αποδεχτεί.
Παρόλ' αυτά όλες αυτές οι απαντήσεις δεν μου ήταν αρκετές,
γιατί ακολούθησαν οι επόμενες ερωτήσεις, που ήταν οι εξής: Κάτσε, είναι η μόνη που βρίσκεται σε αυτή τη θέση; Όχι.
Αυτός δεν είναι όροφος χημειοθεραπειών;
Δεν κάνουν πολλοί άνθρωποι χημειοθεραπείες γύρω μας;
Δεν κάνουν όλοι όσοι είναι σε αυτό τον όροφο; Ναι. Δε φοβούνται όλοι; Όλοι φοβούνται.
Δεν είναι πάρα πολλοί από αυτούς πολύ ευγενικοί, φιλικοί, κάποιοι --
πραγματικά μου προκαλούσε δέος,
το ότι άνθρωποι που βρισκόντουσαν σε τελικό στάδιο -- ήταν ευδιάθετοι. Ναι.
Επομένως, δεν είμαστε υπεύθυνοι για το τι λέμε; Ναι.
Δεν είμαστε υπεύθυνοι για το τι βγαίνει από το στόμα μας; Ναι.
Για το ποιοι είμαστε; Φυσικά και είμαστε.
Η αλήθεια είναι ότι επιλέγουμε τις αντιδράσεις μας τόσο στα εύκολα, όσο και στα δύσκολα.
Μια τέτοια δοκιμασία είναι και ο καρκίνος. Έχουμε πολλά ονόματα γι' αυτήν,
«κακοήθης όγκος», «καρκίνωμα», «νεοπλασία»
και το υπέροχο «επάρατη νόσος», δηλαδή, καταραμένη.
Και μπορεί να βρισκόμαστε στο 2017,
όπου στο 2017 ο καρκίνος είναι στα πάνω του, αλλά στην πραγματικότητα
θα μπορούσαμε να είμαστε σε μια άλλη εποχή, κάποιες δεκαετίες πίσω και να μιλάμε για τον HIV.
Θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμα πιο πίσω και να μιλάμε για τη φυματίωση,
και τη χολέρα.
Διαφορετικές περιπτώσεις, ένας κοινός παρανομαστής,
μια ασθένεια.
Αυτό το οποίο είναι αξιοσημείωτο με εμάς τους ανθρώπους
είναι ότι όταν μιλάμε για ασθένειες τρέμουμε τόσο πολύ με την ιδέα τους, δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να τη συζητήσουμε που η καλύτερη ευχή, πηγαία και αυθόρμητα έχουμε για να πούμε στον διπλανό μας είναι:
«Πάνω απ' όλα υγεία!», αυτό λέμε κατ΄ευθείαν. «Όλα τα άλλα έρχονται», συνεχίζουμε.
Και μάλιστα, το λέμε με ιδιαίτερη έμφαση για να ξορκίσουμε το κακό.
Η ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου είναι:
«Έρχονται όλα τα άλλα;»
Και τι γίνεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υγεία; Μπορούν να έρθουν όλα τα άλλα, χωρίς να υπάρχει υγεία στην εξίσωση;
Συχνά επαναλαμβάνουμε αυτη την ευχή --
πολλές φορές υπάρχουν και αυτά τα υπέροχα: «Φτου φτου φτου, πάνω απ' όλα υγεία».
Τι κάνουμε;
Πρώτον, επαναπαυόμαστε, δεν κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας
για να έχουμε την υγεία μας.
Δεύτερον και κυριότερο για μένα τουλάχιστον, κλείνουμε τα μάτια σε μια αδιαμφισβήτητη παραδοχή σε μια πολλή σκληρή, αλλά αδιαμφισβήτητη παραδοχή, που είναι αυτή εδώ.
Ότι μια μέρα θα πεθάνω.
Καταλαβαίνω ότι δεν είναι η πιο ευχάριστη σκέψη
ή η πιο ευχάριστη διαφάνεια για ένα απόγευμα Σαββάτου --
έχετε δει και καλύτερα.
Πάρτε αν θέλετε λίγο χρόνο να κοιτάξετε αυτή την παραδοχή, με την πολυτέλεια του ανθρώπου που δεν έχει στον ορίζοντά του
μια ορατή απειλή -- που εύχομαι να είστε όλοι υγιείς εδώ.
Γιατί είναι μία από τις λίγες δηλώσεις
που ξέρουμε ότι δεν είναι ψέμα.
Είμαστε βέβαιοι γι' αυτό.
Εγώ όταν έμαθα ότι έχω καρκίνο πριν από δύο χρόνια, δεν σκέφτηκα:
«Θα πεθάνω.»
Τα αντανακλαστικά μου ήταν σε εγρήγορση.
Το πρώτο πράγμα που είπα ήταν: «'Οχι ρε συ, στα 33; Νωρίς ήρθε. Εντάξει, συνέβη, πάμε να δούμε τι κάνουμε.»
Αν ήταν για κάποιο δικό μου άνθρωπο, αν ήταν για την αδελφή μου,
δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια ψυχραιμία.
Δε ξέρω πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν για την μητέρα μου. Ήμουν όμως ψύχραιμη.
Είπα: «Εντάξει, πάμε να δούμε τι κάνουμε.» Δεν είχα ίδια ψυχραιμία όλες τις στιγμές,
γιατί όταν κάποια στιγμή περίμενα τις εξετάσεις -- ήξερα ότι είχα καρκίνο στο στήθος, περίμενα εξετάσεις για το υπόλοιπο σώμα
όπως κάνουν, έπρεπε να ελέγξουν τους πνεύμονες, τα οστά, άνω και κάτω κοιλία.
Ξαφνικά παίρνω μια εξέταση, Παρασκευή απόγευμα,
όπου υπάρχει μια σκιά στο συκώτι, κι εκεί λέω: «Ώπα!» «Εντάξει το στήθος αλλά και το συκώτι, δυσκολεύουν τα πράγματα.»
Εκεί με έλουσε ο φόβος.
Κι επειδή θα έπρεπε να περιμένω ολόκληρο Σαββατοκύριακο μέχρι να κάνω μαγνητική εξέταση την Δευτέρα και να μάθω αν το συκώτι μου ήταν καλά,
συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να περάσω ένα Σαββατοκύριακο αγωνίας, όπου ουσιαστικά είχα δύο επιλογές.
Η μία ήταν να αφήσω τον φόβο να με κυριεύσει και τελικά να τρελαθώ.
Δεν μπορείς να περάσεις έτσι 48 ώρες.
Η δεύτερη εναλλακτική που είχα ήταν να συμφιλιωθώ με τη θνητότητά μου. Μπορεί να ακούγεται κάτι εύκολο και σαν φράση απλό, αλλά δεν είναι.
Αυτό όμως που μου ήρθε σαν σκέψη εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν:
«Κάτσε Μαριλένα, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πεθάνει πριν από σένα πριν φτάσουν τα 33 τους.»
Κάθε μέρα πεθαίνουν παιδιά.
Δεν έχω υπογράψει συμβόλαιο, ότι εγώ θα ζήσω μέχρι τα 90 ή 100.
Είναι κάτι που το ευχόμουν, είναι κάτι που εξακολουθώ να εύχομαι,
κάτι που το ευχόμαστε όλοι,
αλλά κανείς δεν μας έχει δώσει αυτή την βεβαιότητα. Και το γεγονός ότι αυτό δεν είναι δεδομένο είναι κάτι που είναι καλό κάποιος να το αποδεχτεί. Εγώ εκείνο το Σαββατοκύριακο, έστω για μερικές ώρες το αποδέχτηκα.
Όταν έμαθα την Δευτέρα, ότι όλα ήταν καλά είπα: «Πφφ! συνεχίζουμε».
Πώς συνεχίζουμε;
Συνεχίζουμε ενώ δεν ελέγχουμε όλα όσα μας συμβαίνουν. Συνεχίζουμε χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε το τυχαίο. Συνεχίζουμε χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε την εμφάνιση της ασθένειας
-- προφανώς δεν είναι στο χέρι μας.
Και συνεχίζουμε σίγουρα χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε την έκβαση μιας ασθένειας.
Τότε τι είναι αυτό που μένει να ελέγξουμε;
Τι ελέγχουμε τελικά;
Θέλω να σταθώ σε αυτό το σημείο για πολύ λίγο και να πω το εξής, λέμε για κάποιον: «Κέρδισε τη μάχη» ή «Έχασε τη μάχη» «...με τον καρκίνο».
Δεν καταλαβαίνουμε τι λέμε εκείνη την στιγμή.
Δε συνειδητοποιούμε ότι χωρίζουμε τους ανθρώπους και τους ασθενείς
σε νικητές και ηττημένους.
Είναι σα να έχουμε ικανούς μαχητές και αδύναμους ανθρώπους.
Και να που η ατομική ευθύνη έχει μπει πάνω στον ασθενή και πάνω στον άνθρωπο
για κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται.
Στην πραγματικότητα, είμαστε μόνο τυχεροί και άτυχοι. Ίσως κάποιοι πιο επιμελείς και προνοητικοί
για να προλάβουν κάποια πράγματα
αλλά και πάλι τυχεροί.
Αν όμως η τυχαιότητα φέρνει τα καλά και φέρνει και κάποια κακά
και φέρνει και πράγματα που δεν ελέγχουμε, τότε γυρνάμε στο ίδιο ερώτημα:
«Τι ελέγχουμε τελικά;»
Εγώ μπορώ να σας πω πώς απάντησα εγώ σε αυτό το ερώτημα, γιατί αυτό είναι ένα ερώτημα που ο καθένας απαντάει για τον εαυτό του.
Εγώ αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σας πω μέσα από τη δική μου ιστορία, τις δύο εναλλακτικές που πάντα έβλεπα μπροστά μου,
σε διαφορετικά σημεία στην ιστορία μου.
Αυτές ήταν οι εξής:
[Σκηνή #1, «Η ψηλάφηση»] Αύγουστος του 2015,
είμαι ξαπλωμένη, βλέπω μια ταινία στον καναπέ μου και κάποια στιγμή όλως τυχαίως
με το ένα μου χέρι πιάνω ένα καρουμπαλάκι στο δεξί μου στήθος, το οποίο δεν υπήρχε εκεί.
Δύο εναλλακτικές.
«Δε θα 'ναι κάτι, θα φύγει μόνο του.»
Εντάξει συμβαίνουν αυτά.
Το γυναικείο στήθος εμφανίζει διάφορα, θα φύγει. Δεύτερη εναλλακτική.
«Κάτσε, αυτό δεν υπήρχε εκεί. Θα κλείσω αύριο ραντεβού για υπέρηχο.»
Έκανα το δεύτερο.
Δεν ήταν στον δικό μου έλεγχο το αν είχα καρκίνο. Είχα!
Τι ήταν στον έλεγχό μου;
Ήταν στον έλεγχό μου να το μάθω το συντομότερο δυνατό. [Σκηνή #2, «Η εξέταση»]
Ο υπέρηχος λέει πώς κάτι βλέπει.
Κάτι υπάρχει, αλλά δεν είναι κάτι κακό.
Ο μαστολόγος όταν έκανε την παρακέντηση μου λέει
ότι ήταν καλοήθεια, «Κάποια στιγμή βγάλ' το,
μη το αφήσεις εκεί, αλλά εντάξει, μη βιαστείς.» Δύο εναλλακτικές.
«Εντάξει, κάποια στιγμή θα το βγάλω.»
Κάτσε να περάσουν τα Χριστούγεννα, να πάω και κείνο το ταξίδι, το Πάσχα,
κάποια στιγμή θα πάω να το βγάλω.
Δεύτερη εναλλακτική.
«Κάτσε δεν είναι κάτι, αλλά η γιαγιά και η θεία μου έχουν νοσήσει.» Η γιαγιά μου πέθανε από αυτό στα 33 της.
Μήπως να το βγάλω το συντομότερο δυνατό;
Και έκανα το δεύτερο.
Δεν ήταν στον έλεγχό μου να μάθω πως είχα κακοήθεια
και μάλιστα, με 95% δείκτη πολλαπλασιασμού. Όταν μετά το έμαθαν και οι δικοί μου γιατροί έτσι αντέδρασαν -- που μου έλεγαν ότι δεν ήταν κάτι.
Αυτό που ήταν στον έλεγχό μου όμως,
ήταν να επιμείνω στην άμεση αφαίρεσή του,
να προλάβω, εγώ, την μετάσταση του
και τελικά αυτό που ήταν στον έλεγχό μου ήταν να μην το ρισκάρω
και τελικά να με σώσω.
[Σκηνή #3, «Η γονιδιακή μετάλλαξη»]
Μαθαίνω πώς όντως έχω καρκίνο στο στήθος,
πώς είναι επιθετικός και πιθανότατα είναι και σπάνιος,
καθώς μπορεί να πρόκειται και να οφείλεται σε γονιδιακή μετάλλαξη. Δύο εναλλακτικές.
Αγνοώ το γονιδιακό έλεγχο. «Όχι, δε θέλω να ξέρω.» Έχω κάνει χημειοθεραπείες και χειρουργεία. Το έχω αφαιρέσει, όλα καλά. Δε θέλω να ξέρω περισσότερα από αυτά.
Αυτά είναι περίεργα πράγματα, να μάθω όλα μου τα γονίδια...
Άσε, άσε καλύτερα όχι.
Δεύτερη εναλλακτική, «Θα κάνω γονιδιακό έλεγχο.»
Θα μάθω ότι ανήκω σε αυτή τη σπάνια κατηγορία, στο 5%, και θα κάνω και τρίτο χειρουργείο, που θα αποφασίσω μόνη μου ότι θα το κάνω,
και αυτή είναι προληπτική μαστεκτομή.
Θα κάνω ανάπλαση για να προφυλάξω τον εαυτό μου για το μέλλον. Μόλις το 44% των γυναικών γνωρίζει
ότι ο καρκίνος του μαστού και των ωοθηκών, ο γονιδιακός, μπορεί να κληρονομηθεί τόσο από την μεριά της μητέρας, όσο και από του πατέρα.
Αυτό που λένε πάρα πολλοί γυναικολόγοι και μαστολόγοι,
μου έτυχε και στις δύο περιπτώσεις:
«Θεία και γιαγιά από την μεριά του μπαμπά; Δε μας νοιάζει.» - δεν ισχύει. Η πραγματικότητα είναι, ότι το 95% των καρκίνων του μαστού
οφείλονται σε κάποια τυχαία μετάλλαξη.
Δεν ξέρουμε πώς προέκυψαν.
To 5% όμως οφείλεται σε γονιδιακή βλάβη.
Δηλαδή σε μία γονιδιακή μετάλλαξη, η οποία κληρονομείται.
Επομένως αν μία γυναίκα έχει πάνω από δύο γυναίκες σε μία από τις δύο πλευρές της οικογένειας της
που έχουν νοσήσει κάτω από τα 40,
έχει πολύ καλό λόγο για να κάνει τον γονιδιακό έλεγχο να μάθει αν και εκείνη κουβαλάει το γονίδιο.
[Σκηνή #4, «Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας].
Φτάνουμε στην σκηνή #4, μου λένε ότι θα κάνω χημειοθεραπείες,
θα πέσουν τα μαλλιά μου
και λέω: «Εντάξει, θα πέφτουν λίγα λίγα, είναι μακριά, θα τα παρακολουθώ.» Ή «Όχι, θα τα ξυρίσω εγώ, αφού θα πέσουν.»
Δεν ήταν στον έλεγχό μου αν τα φάρμακα θα έριχναν τα μαλλιά μου. Αυτό δεν περνάει από το χέρι μου.
Ήταν στον έλεγχο μου όμως, το πότε θα πέσουν. Αφού θα πέσουν θα τα ρίξω εγώ,
θα αποφασίσω εγώ ποιος θα τα ξυρίσει, πότε, με ποιους παρόντες
και σε τι κλίμα.
Εδώ είναι στις χημειοθεραπείες.
[Σκηνή #5, «Πόλεμος και Ειρήνη»]
Η Ειρήνη μπαίνει στο δωμάτιο που θα κάνει την πρώτη της χημειοθεραπεία, συναντά μία άλλη κοπέλα, που είναι με τους ορούς στα χέρια και η δεύτερη κοπέλα βγάζει την περούκα της. Εναλλακτικές.
Η Ειρήνη την κοιτάζει και την ρωτάει περισσότερα, για να μάθει, να καταλάβει, να τη γνωρίσει, να κάνει φίλους, να μοιραστεί τον φόβο της.
Η δεύτερη εναλλακτική είναι η Ειρήνη να λέει ότι δε θέλει ποτέ να μοιάσει ποτέ σε εκείνη. Δεν ήταν στον έλεγχό της αν θα έρθει αντιμέτωπη με τον φόβο της, αν θα δει έναν άνθρωπο ξαφνικά χωρίς μαλλιά. Αυτό συνέβη, ήταν ακαριαίο.
Ήταν όμως στον έλεγχό της το πώς θα αντιδράσει σε αυτό το θέμα, ποιες λέξεις θα διαλέξει, πώς θα εκφραστεί ποιος άνθρωπος θα είναι.
Κανένας καρκινοπαθής ή άλλος ασθενής δεν μπορεί να ελέγξει σε ποιον λαβύρινθο θα μπει.
Σίγουρα δε μπορεί να ελέγξει πότε θα βγει. Δεν εξαρτάται από εμάς, εξαρτάται από τους γιατρούς,
από την επιστήμη, από πολλά άλλα.
Δεν εξαρτάται από τον ασθενή πότε θα βγεις από την ασθένεια.
Μπορεί όμως να ελέγξει κάτι.
Κι αυτό που μπορεί ελέγξει είναι το πώς θα κινηθεί μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο.
Κι αυτό έχω την εντύπωση ότι δεν ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις των ασθενών ή του καρκίνου, εν προκειμένω. Ισχύει για κάθε ανυπέρβλητη δυσκολία στη ζωή.
Ισχύει μάλιστα τόσο πολύ που για μένα το μόνο ερώτημα
που αξίζει να σταθεί δίπλα σε αυτή την ανελέητη παραδοχή, είναι αυτό:
[«Ποιος/ποια θέλω να είμαι όσο ζω;»]
Ναι, μια μέρα θα πεθάνω,
αλλά ποια θέλω να είμαι όσο ζω;
Αυτό το αποφασίζω μόνο εγώ.
Σας ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)