2. Η κατάθεση της Υποθέσεως
Η Δεσποινίδα Μόρσταν μπήκε στο δωμάτιο με σταθερό βήμα και επιφανειακή αυτοκυριαρχία στη συμπεριφορά της. Επρόκειτο περί μιας ξανθής νεαρής, μικροκαμωμένης, κομψής, με όμορφα γάντια, και ντυμένης με το πλέον τέλειο γούστο. Υπήρχε, εντούτοις, μια λιτότητα και μια απλότητα όσον αφορά την περιβολή της οι οποίες άφηναν την εντύπωση περιορισμένων πόρων. Το φόρεμα ήταν ένα βαθύχρωμο γκριζωπό μπεζ, απεριποίητο και απέριττο και φορούσε ένα μικρό μαντήλι της ίδιας απόχρωσης, το οποίο αλάφραινε μοναχά από την υποψία ενός λευκού φτερού στο πλάι του. Το πρόσωπο της δεν είχε ούτε την συμμετρία των χαρακτηριστικών ούτε τη φυσική ομορφιά, όμως η έκφραση της ήταν συμπαθητική και προσηνής, και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν μοναδικής πνευματικότητας και κατανόησης. Από εμπειρία γυναικών που εκτείνεται σε πολλά έθνη και σε τρεις διαφορετικές ηπείρους, ποτέ μου δεν αντίκρισα πρόσωπο άλλο το οποίο να έδινε την σαφέστερη υπόσχεση μιας εκλεπτυσμένης κι ευαίσθητης φύσης. Δεν μπόρεσα παρά να παρατηρήσω, καθώς κάθισε στην καρέκλα την οποία της πρόσφερε ο Σέρλοκ Χολμς, πως τα χείλη της έτρεμαν, το χέρι της ριγούσε, κι άφηνε να διαφανεί κάθε σημάδι έντονης εσωτερικής ταραχής.
«Ήρθα σε εσάς, κ. Χολμς», είπε, «επειδή κάποτε συνδράματε την εργοδότρια μου, την κ. Σέσιλ Φόρεστερ, στην επίλυση μιας μικρής οικιακής επιπλοκής. Εντυπωσιάστηκε εξαιρετικά από την ευγένεια και το ταλέντο σας.»
«Η κ. Σέσιλ Φόρεστερ», επανέλαβε εκείνος συλλογισμένα. «Νομίζω πως της προσέφερα μια μικρή εξυπηρέτηση. Η υπόθεση, εντούτοις, καθώς τη θυμάμαι ήταν εξαιρετικά απλή.»
«Εκείνη δε θεωρούσε πως ήταν. Αλλά τουλάχιστον δε μπορείτε να πείτε το ίδιο στη δική μου περίπτωση. Δυσκολεύομαι να διανοηθώ κάτι περισσότερο παράξενο, τόσο απόλυτα ανεξήγητο, από την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.»
Ο Χολμς έτριψε τα χέρια του, και τα μάτια του έλαμψαν. Έγειρε εμπρός στην καρέκλα του με μια έκφραση εξαιρετικής συγκέντρωσης επί των αδρών, γερακίσιων χαρακτηριστικών του.
«Καταθέστε την ιστορία σας», είπε με κοφτό επαγγελματικό τόνο.
Αισθάνθηκα πως η θέση μου ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής.
«Είμαι βέβαιος πως θα μου επιτρέψετε», είπα, καθώς πήγα να σηκωθώ από την καρέκλα μου.
Προς έκπληξη μου, η νεαρή δεσποινίδα ανασήκωσε το γαντοφορεμένο της χέρι για να με κρατήσει.
«Αν ο φίλος σας», είπε, «θα είχε την καλοσύνη να σταματήσει, θα μου ήταν πολύτιμη η συμβολή του.»
Βούλιαξα και πάλι στην καρέκλα μου.
«Εν συντομία», συνέχισε, «τα γεγονότα έχουν ως εξής. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός σε ένα Ινδικό σύνταγμα, ο οποίος με έστειλε στην πατρίδα όταν ήμουν ακόμη παιδί. Η μητέρα μου είχε πεθάνει, και δεν είχα κανένα συγγενή στην Αγγλία. Με έβαλαν, ωστόσο, σε ένα άνετο οικοτροφείο στο Εδιμβούργο, κι εκεί παρέμεινα έως ότου έγινα δεκαεπτά ετών. Κατά το έτος 1878 ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ανώτατος διοικητής του συντάγματος του, έλαβε δωδεκάμηνη άδεια και ήρθε στην πατρίδα. Μου τηλεγράφησε από το Λονδίνο πως είχε φτάσει με ασφάλεια και με πρόσταξε να κατέβω αμέσως, δίνοντας το ξενοδοχείο Λάνγκχαμ ως διεύθυνση διαμονής του. Το μήνυμα του, καθώς θυμάμαι, ήταν γεμάτο από καλοσύνη κι αγάπη. Φτάνοντας στο Λονδίνο πήγα στο Λάνγκχαμ και πληροφορήθηκα πως ο Λοχαγός Μόρσταν διέμενε εκεί, αλλά πως είχε βγει την προηγούμενη νύχτα και δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Περίμενα όλη μέρα δίχως να έχω νέα του. Εκείνο το βράδυ, κατόπιν προτροπής του διευθυντή του ξενοδοχείου, επικοινώνησα με την αστυνομία, και το επόμενο πρωί το ανακοινώσαμε σε όλες τις εφημερίδες. Οι έρευνες μας δεν απέφεραν αποτελέσματα, κι από την μέρα εκείνη ως σήμερα ούτε λέξη δεν έχει ακουστεί για τον άμοιρο πατέρα μου. Επέστρεψε στην πατρίδα γεμάτος από την ελπίδα να βρει λίγη γαλήνη, λίγη ξενοιασιά, κι αντί αυτού—»
Έφερε το χέρι της στο λαιμό της, κι ένας πνιχτός λυγμός διέκοψε την πρόταση.
«Η ημερομηνία;» ρώτησε ο Χολμς, ανοίγοντας το σημειωματάριο του.
«Εξαφανίστηκε την τρίτη του Δεκεμβρίου, του 1878 – περίπου προ δέκα ετών.»
«Οι αποσκευές του;»
«Παρέμειναν στο ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα τους το οποίο να προσφέρει κάποιο στοιχείο —μερικά ρούχα, λίγα βιβλία, και ένας μεγάλος αριθμός αναμνηστικών από τα νησιά Andaman. Διετέλεσε αξιωματικός της φρουράς των κατάδικων.»
«Είχε κάποιους φίλους στην πόλη;»
«Μόνον έναν για τον οποίο γνωρίζουμε —τον ταγματάρχη Σόλτο, από το σύνταγμα του, της Τριακοστής- Τέταρτης μονάδας Πεζικού της Βομβάης. Ο ταγματάρχης είχε αποστρατευθεί πριν από λίγο καιρό και ζούσε στο Άνω Νόργουντ. Επικοινωνήσαμε μαζί του, φυσικά, όμως ούτε καν γνώριζε πως ο συνάδελφος αξιωματικός βρισκόταν στην Αγγλία.»
«Μια ξεχωριστή υπόθεση», σχολίασε ο Χολμς.
«Δεν σας περιέγραψα ακόμη το πλέον μοναδικό κομμάτι της. Πριν έξι περίπου χρόνια —για να είμαι ακριβής, κατά την τέταρτη του Μαΐου, του 1882— μια αγγελία εμφανίστηκε στους Times ζητώντας την διεύθυνση της Δεσποινίδος Μαίρης Μόρσταν, και δηλώνοντας πως ήταν προς όφελος της να παρουσιασθεί. Δεν υπήρχε όνομα είτε διεύθυνση από κάτω. Είχα προσληφθεί στην οικογένεια της κ. Σέσιλ Φόρεστερ κατά την περίοδο εκείνη με την ιδιότητα της τροφού. Κατόπιν της συμβουλής της έδωσα προς έκδοση την διεύθυνση μου στην στήλη των αγγελιών. Την ίδια μέρα αφίχθηκε μέσω ταχυδρομείου ένα μικρό χαρτονένιο κουτί απευθυνόμενο προς εμένα, το οποίο ανακάλυψα πως περιείχε ένα πολύ μεγάλο και στιλπνό μαργαριτάρι. Ούτε ιδέα κάποιου γράμματος δεν περικλειόταν εντός. Έκτοτε κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία έκανε πάντοτε την εμφάνιση του ένα παρόμοιο κουτί, περιέχοντας ένα παρόμοιο μαργαριτάρι, δίχως κάποιο στοιχείο ως προς τον αποστολέα. Έχουν εξετασθεί από έναν ειδικό κι έχει αποφανθεί πως πρόκειται περί μιας σπάνιας ποικιλίας κι εξαιρετικής αξίας. Δείτε και μόνος σας πόσο πολύ όμορφα είναι.»
Άνοιξε ένα μικρό κουτί τελειώνοντας την κουβέντα της και μου έδειξε έξι από τα πλέον όμορφα μαργαριτάρια που είχε ποτέ μου δει.
«Η κατάθεση σας είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα», είπε ο Σέρλοκ Χολμς. «Σας συνέβη κάτι άλλο;»
«Ναι, και μάλιστα σήμερα. Για το λόγο αυτό κι ήρθα σε σας. Σήμερα το πρωί έλαβα αυτό το γράμμα, το οποίο θα διαβάσετε κι ο ίδιος.»
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Χολμς. «Και τον φάκελο, παρακαλώ. Ταχυδρομική σήμανση, Λονδίνο, (S.W.) Ημερομηνία, 7 Ιουλίου. Χμ! Ανδρικό δακτυλικό αποτύπωμα — το σημάδι στην γωνία— πιθανόν του ταχυδρόμου. Χαρτί της καλύτερης ποιότητας. Φάκελοι των έξι πενών το πακέτο. Ιδιόρρυθμος άνθρωπος στην επιλογή των χαρτικών του. Άνευ διεύθυνσης.
«Να βρίσκεσαι στην τρίτη στήλη έξω από το Θέατρο Lyceum απόψε στις επτά η ώρα. Αν είσαι δύσπιστη φέρε μαζί σου δυο φίλους. Είσαι μια αδικημένη γυναίκα κι η δικαιοσύνη θα αποδοθεί. Μη φέρεις την αστυνομία. Αν το κάνεις, όλα θα είναι μάταια. Ο άγνωστος φίλος σου.»
«Μάλιστα, όντως, πρόκειται για ένα πολύ χαριτωμένο μυστηριάκι! Τι προτίθεστε να κάνετε, δεσποινίς Μόρσταν;»
«Αυτό ακριβώς ήρθα να σας ρωτήσω.»
«Τότε μετά βεβαιότητας θα πάμε —εσείς κι εγώ— μάλιστα. Μα ο Δρ Γουώτσον είναι ο άνθρωπος μας. Ο επιστολογράφος σας αναφέρει δυο φίλους. Εκείνος κι εγώ έχουμε επίσης εργαστεί παρέα κατά το παρελθόν.»
«Όμως θα έρθει;» ρώτησε με κάτι το παρακλητικό στην φωνή και την έκφραση της.
«Θα ήμουν περήφανος και περιχαρής», απάντησα ένθερμα, «αν θα μπορούσα να σας προσφέρω κάποια εξυπηρέτηση.»
«Είστε κι οι δυο πολύ ευγενικοί», απάντησε εκείνη. «Έζησα μια μοναχική ζωή και δεν έχω φίλους στους οποίους να μπορούσα να βασισθώ. Θα ήταν καλά αν ερχόμουν κατά τις έξι, να υποθέσω;»
«Δεν πρέπει να αργήσετε», είπε ο Χολμς. «Υπάρχει κι άλλο ένα στοιχείο, ωστόσο. Είναι ο γραφικός χαρακτήρας ο ίδιος με εκείνον των διευθύνσεων επί των κουτιών με τα μαργαριτάρια;»
«Τις έχω μαζί μου», απάντησε εκείνη, βγάζοντας έξι κομμάτια χαρτιού.
«Το σίγουρο είναι πως είστε υπόδειγμα πελάτη. Έχετε τα κατάλληλα ένστικτα. Ας δούμε, λοιπόν.» Άπλωσε τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και έριξε μερικές πεταχτές ματιές πότε στο ένα πότε στο άλλο. «Ο χαρακτήρας έχει παραλλαγές, εκτός του γράμματος», είπε λίαν συντόμως, «όμως δεν τίθεται θέμα όσον αφορά την προέλευση. Δείτε πως το ατίθασο Ελληνικό ε ξεχωρίζει και δείτε την συστροφή του τελικού ς. Προέρχονται αναμφίβολα από το ίδιο πρόσωπο. Δεν θα ήθελα να δημιουργήσω αβάσιμες ελπίδες, Δεσποινίς Μόρσταν, ωστόσο υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ του συγκεκριμένου γραφικού χαρακτήρα κι αυτού του πατέρα σας;»
«Τίποτα δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο.»
«Περίμενα πως θα το πείτε. Θα σας περιμένουμε, τότε, στις έξι. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να κρατήσω τα χαρτιά. Ίσως να επιληφθώ του ζητήματος πριν από την ώρα εκείνη. Είναι μόλις τρεις και μισή. Στο επανιδείν λοιπόν.»
«Στο επανιδείν», είπε η επισκέπτρια μας, με μια φωτεινή, καλοσυνάτη ματιά στους δυο μας, έβαλε ξανά στο κουτί με τα μαργαριτάρια στον κόρφο της κι έφυγε βιαστικά.
Στημένος στο παράθυρο, την παρακολούθησα να κατηφορίζει το δρόμο γοργά μέχρι που το γκρίζο της μαντήλι και το λευκό φτερό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σημαδάκι μέσα στο άχρωμο πλήθος.
«Πόσο ελκυστική γυναίκα!» Αναφώνησα, στρεφόμενος στον σύντροφο μου.
Είχε ανάψει και πάλι την πίπα του κι είχε γείρει πίσω με βαριά βλέφαρα. «Είναι;» είπε νωχελικά, «Δεν το παρατήρησα.»
«Είσαι πραγματικά ρομπότ —μια υπολογιστική μηχανή,» φώναξα. «Υπάρχει κάτι απολύτως απάνθρωπο πάνω σου κάποιες στιγμές.»
Χαμογέλασε ευγενικά.
«Αποτελεί θέμα πρωταρχικής σημασίας», αναφώνησε, «να μην επιτρέπεις στην κρίση σου να επηρεαστεί από προσωπικές αρετές. Μια πελάτισσα αποτελεί για μένα μια απλή μονάδα, ένα παράγοντα κάποιου προβλήματος. Οι συναισθηματικές αξίες καθίστανται ανταγωνιστικές της καθαρής λογικής. Σε διαβεβαιώνω πως η ομορφότερη γυναίκα που γνώρισα ποτέ κρεμάστηκε για την δηλητηρίαση τριών μικρών παιδιών για τα χρήματα της ασφάλειας τους, κι ο πλέον αποκρουστικός άντρας που γνωρίζω είναι ένας φιλάνθρωπος ο οποίος έχει αφιερώσει ένα τέταρτο του εκατομμυρίου στους άπορους του Λονδίνου.»
«Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο—»
«Δεν κάνω ποτέ εξαιρέσεις. Μια εξαίρεση αναιρεί τον κανόνα. Είχες ποτέ την ευκαιρία να μελετήσεις τον χαρακτήρα κάποιου από την γραφή του; Τι συμπεραίνεις από το γραφικό χαρακτήρα του τύπου;»
«Είναι ευανάγνωστος και κανονικός», απάντησα. «Άνθρωπος με τακτικές συνήθειες και κάποιο σθένος χαρακτήρα.»
Ο Χολμς κούνησε το κεφάλι του.
«Κοίταξε τα μακριά του γράμματα», είπε. «Μόλις και μετά βίας υψώνονται πάνω από το κοπάδι των υπολοίπων. Αυτό το d θα μπορούσε να είναι a, κι αυτό το I ένα e. Άνθρωποι με σθένος πάντοτε διαφοροποιούν τα μακριά τους γράμματα, όσο δυσανάγνωστα κι αν γράφουν. Υπάρχει μια αναποφασιστικότητα κι έλλειψη αυτοσεβασμού στα κεφαλαία του. Θα βγω έξω. Έχω να κάνω μερικές διασταυρώσεις. Επέτρεψε μου να σου συστήσω αυτό το βιβλίο —ένα από τα πλέον αξιόλογα που γράφθηκαν ποτέ. Πρόκειται για το «Μαρτύριο του Ανθρώπου» του Winwood Reade. Θα επιστρέψω σε μια ώρα.»
Κάθισα στο παράθυρο με το βιβλίο στα χέρια μου, όμως οι σκέψεις πετούσαν μακριά από τις τολμηρές εικασίες του συγγραφέα. Το μυαλό μου στριφογύριζε γύρω από την επισκέπτρια μας —τα χαμόγελα της, την βαθιά πλούσια χροιά της φωνής της, το παράξενο μυστήριο που επικρεμόταν πάνω από την ζωή της. Αν ήταν δέκα-επτά τον καιρό της εξαφάνισης του πατέρα της θα έπρεπε τώρα να είναι είκοσι- επτά—μια γλυκιά ηλικία, όταν η νιότη έχει χάσει την συστολή της κι έχει σοβαρέψει από τις εμπειρίες. Εκεί καθόμουν και συλλογιόμουν μέχρι που τόσο επικίνδυνες σκέψεις ήρθαν στο μυαλό μου ώστε γύρισα βιαστικά στο γραφείο μου και βούτηξα μανιωδώς σε μια πρόσφατη διατριβή επί της παθολογίας. Ποιος ήμουν εγώ, ένας στρατιωτικός χειρουργός με ένα αποδυναμωμένο πόδι κι έναν πενιχρό τραπεζικό λογαριασμό, που θα τολμούσα να κάνω τέτοιες σκέψεις; Ήταν μια μονάδα, ένας παράγοντας —τίποτα περισσότερο. Αν το μέλλον μου ήταν ζοφερό, το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να το αντικρίσω σαν άντρας παρά να επιχειρώ να το φωτίσω από απλά αποκυήματα της φαντασίας.