10. Μέρος δεύτερο
Προχώρησαν σιωπηλοί άλλες δυο μέρες. Ο αλχημιστής ήταν τώρα πιο προσεκτικός, γιατί πλησίαζαν την περιοχή των πιο σκληρών μαχών. Και το αγόρι προσπαθούσε ν' ακούσει την καρδιά του.
Ήταν μια δύσκολη καρδιά· μέχρι τώρα είχε συνηθίσει να φεύγει πάντα, από δω και πέρα ήθελε να επιστρέψει πάση θυσία. Μερικές φορές, η καρδιά του διηγιόταν με τις ώρες ιστορίες νοσταλγίας, άλλες φορές συγκινούνταν με την ανατολή του ήλιου στην έρημο, κάτι που έκανε το αγόρι να δακρύζει κρυφά. Η καρδιά χτυπούσε πιο γρήγορα όταν έλεγε στο αγόρι για το θησαυρό, χτυπούσε όμως πιο αργά όταν το βλέμμα του αγοριού χανόταν στον απέραντο ορίζοντα της ερήμου. Ποτέ όμως δε σιωπούσε, ακόμη κι αν το αγόρι δεν αντάλλαζε λέξη με τον αλχημιστή.
- Γιατί πρέπει ν' ακούμε την καρδιά; ρώτησε το αγόρι εκείνη τη μέρα, καθώς έστηναν τη σκηνή.
- Γιατί όπου είναι η καρδιά σου, εκεί είναι και ο θησαυρός σου.
- Η καρδιά μου είναι ταραγμένη, είπε το αγόρι. Βλέπει όνειρα, συγκινείται, είναι ερωτευμένη με μια γυναίκα της ερήμου. Μου ζητά πράγματα και, πολλές νύχτες, όταν τη σκέφτομαι, δε μ' αφήνει να κοιμηθώ.
- Αυτό είναι καλό. Η καρδιά σου είναι ζωντανή. Συνέχιζε ν' ακούς αυτά που έχει να σου πει.
Τις επόμενες τρεις μέρες συνάντησαν πολλούς πολεμιστές και διέκριναν άλλους στον ορίζοντα. Η καρδιά του αγοριού άρχισε να μιλάει για το φόβο. Διηγιόταν στο αγόρι ιστορίες που είχε ακούσει από την Ψυχή του Κόσμου, ιστορίες ανθρώπων που είχαν ξεκινήσει μάταια σε αναζήτηση θησαυρών. Μερικές φορές τρόμαζε το αγόρι με τη σκέψη ότι δε θα κατάφερνε να βρει το θησαυρό ή ότι θα πέθαινε στην έρημο. Άλλες φορές έλεγε στο αγόρι ότι αισθανόταν ήδη ικανοποιημένη, αφού είχε βρει κιόλας μια αγάπη και πολλά χρυσά νομίσματα.
- Η καρδιά μου με προδίδει, είπε το αγόρι στον αλχημιστή, όταν έκαναν στάση για να ξεκουραστούν τα άλογα. Δε θέλει να συνεχίσω.
- Αυτό είναι καλό. Αποδεικνύει ότι η καρδιά σου είναι ζωντανή. Είναι φυσικό να φοβάσαι να ανταλλάξεις μ' ένα όνειρο όσα έχεις καταφέρει μέχρι τώρα.
- Τότε γιατί πρέπει ν' ακούω την καρδιά μου;
- Γιατί ποτέ δε θα καταφέρεις να την κάνεις να βουβαθεί. Ακόμη κι αν προσποιηθείς ότι δεν ακούς τι σου λέει, αυτή θα είναι μέσα στο στήθος σου, επαναλαμβάνοντας πάντα αυτό που σκέφτεται για τη ζωή και τον κόσμο.
- Ακόμη κι αν με προδώσει;
- Προδοσία είναι το απροσδόκητο χτύπημα. Αν γνωρίζεις καλά την καρδιά σου, δε θα σε αιφνιδιάσει ποτέ. Γιατί θα γνωρίζεις τα όνειρα και τις επιθυμίες σου και θα ξέρεις πώς ν' αντιδράσεις. Κανείς δεν μπορεί ν' αγνοήσει την καρδιά του. Επομένως, είναι καλύτερα ν' ακούς τι σου λέει. Για να μην καταφέρει ποτέ να σε αιφνιδιάσει.
Το αγόρι εξακολουθούσε ν' ακούει την καρδιά του, ενώ προχωρούσαν στην έρημο. Σιγά σιγά έμαθε τις πονηριές και τα κόλπα της, έμαθε να τη δέχεται όπως ήταν. Τότε το αγόρι έπαψε να φοβάται κι έπαψε και η επιθυμία του να γυρίσει πίσω, γιατί κάποιο απόγευμα η καρδιά του του είπε ότι ήταν ευχαριστημένη. «Μπορεί να διαμαρτύρομαι μερικές φορές», έλεγε η καρδιά του, «επειδή είμαι μια καρδιά ανθρώπου και οι καρδιές των ανθρώπων είναι έτσι. Φοβούνται να πραγματοποιήσουν τα μεγαλύτερά τους όνειρα, επειδή νομίζουν ότι δεν το αξίζουν ή ότι δε θα τα καταφέρουν. Εμείς οι καρδιές πεθαίνουμε από το φόβο, μόνο και μόνο που σκεφτόμαστε αγάπες που έφυγαν για πάντα, στιγμές που θα μπορούσαν να είναι καλές και δεν ήταν, θησαυρούς που θα μπορούσαν να είχαν ανακαλυφθεί και όμως έμειναν για πάντα θαμμένοι στην άμμο. Γιατί όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, στο τέλος υποφέρουμε πολύ».
- Η καρδιά μου φοβάται τον πόνο, είπε το αγόρι στον αλχημιστή μια νύχτα που κοιτούσαν τον αφέγγαρο ουρανό.
- Πες της ότι ο φόβος του πόνου είναι χειρότερος κι από τον ίδιο τον πόνο. Και ότι καμιά καρδιά δεν υπέφερε ποτέ όταν ξεκίνησε να αναζητήσει τα όνειρα της, γιατί κάθε στιγμή αναζήτησης είναι μια στιγμή συνάντησης με το Θεό και την αιωνιότητα.
«Κάθε στιγμή αναζήτησης είναι μια στιγμή συνάντησης», είπε το αγόρι στην καρδιά του. «Ενώ αναζητούσα το θησαυρό μου, η κάθε μέρα ήταν φωτεινή, γιατί ήξερα ότι η κάθε ώρα της ήταν μέρος του ονείρου μου να τον ανακαλύψω. Ενώ αναζητούσα αυτό το όνειρο, στην πορεία, ανακάλυψα πράγματα που ποτέ δεν έλπιζα ότι θα τα βρω, αν δεν είχα βρει το θάρρος να αποτολμήσω πράγματα αδύνατα για τους βοσκούς».
Τότε η καρδιά του ηρέμησε για ένα ολόκληρο απόγευμα. Τη νύχτα το αγόρι κοιμήθηκε ήσυχα κι όταν ξύπνησε η καρδιά του βάλθηκε να του διηγείται τα πράγματα της Ψυχής του Κόσμου. Του είπε ότι κάθε ευτυχισμένος άνθρωπος κουβαλούσε το Θεό μέσα του. Και ότι την ευτυχία μπορούμε να τη βρούμε σ' έναν απλό κόκκο άμμου της ερήμου, όπως είχε πει ο αλχημιστής. Γιατί ένας κόκκος άμμου είναι μια στιγμή της δημιουργίας και το σύμπαν χρειάστηκε χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια για να τον δημιουργήσει.
«Ο κάθε άνθρωπος πάνω στη γη έχει ένα θησαυρό που τον περιμένει», του είπε η καρδιά του. «Εμείς οι καρδιές, συνήθως, μιλάμε σπάνια γι' αυτούς τους θησαυρούς, γιατί οι άνθρωποι δε θέλουν πια να τους βρουν. Μόνο στα μικρά παιδιά μιλάμε. Μετά αφήνουμε τη ζωή να οδηγήσει τον καθένα στον προορισμό του. Αλλά, δυστυχώς, λίγοι είναι εκείνοι που ακολουθούν το δρόμο που είναι χαραγμένος γι' αυτούς, το δρόμο του Προσωπικού Μύθου και της ευτυχίας. Νιώθουν τον κόσμο σαν κάτι το απειλητικό και γι' αυτό γίνεται ο κόσμος κάτι το απειλητικό.
»Τότε εμείς οι καρδιές μιλάμε όλο και πιο σιγά, αλλά ποτέ δε σιωπούμε. Και ευχόμαστε για να μην ακουστούν τα λόγια μας: δε θέλουμε να υποφέρουν οι άνθρωποι επειδή δεν ακολούθησαν τις καρδιές τους».
- Γιατί δε λένε οι καρδιές στους ανθρώπους ότι πρέπει να συνεχίσουν την πορεία προς τα όνειρά τους; ρώτησε το αγόρι τον αλχημιστή.
- Γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, η καρδιά υποφέρει πιο πολύ απ' όλους. Και στις καρδιές δεν αρέσει να υποφέρουν.
Από κείνη τη μέρα, το αγόρι κατάλαβε την καρδιά του. Την παρακάλεσε να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Κι αν κάποτε εκείνος απομακρυνόταν από τα όνειρά του, να του σφίξει το στήθος και να κρούσει τον κώδωνα του κίνδυνου. Το αγόρι ορκίστηκε να προσέχει πάντα αυτό το σημάδι, θα το υπάκουε.
Εκείνη τη νύχτα εκμυστηρεύτηκε τα πάντα στον αλχημιστή. Και ο αλχημιστής κατάλαβε ότι η καρδιά του αγοριού είχε επιστρέψει στην Ψυχή του Κόσμου.
- Τι να κάνω τώρα; ρώτησε το αγόρι.
- Κατευθύνσου προς τις πυραμίδες, είπε ο αλχημιστής. Και εξακολούθησε να προσέχεις τα σημάδια. Η καρδιά σου είναι πια ικανή να σου δείξει το θησαυρό. - Αυτό είναι που μου απέμενε να μάθω;
- Όχι, απάντησε ο αλχημιστής. Αυτό που ακόμη πρέπει να μάθεις είναι το εξής:
«Πάντα, πριν πραγματοποιήσει ένα όνειρο, η Ψυχή του Κόσμου αποφασίζει να ελέγξει τι μαθεύτηκε κατά την πορεία. Και αυτό, όχι επειδή είναι κακιά, αλλά για να μπορέσουμε, μαζί με το όνειρο μας, να κάνουμε κτήμα και αυτά που μάθαμε κατά την πορεία μας προς τα εκεί. Αυτή είναι η στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι τα παρατάνε. Είναι αυτό που στη γλώσσα της ερήμου το λέμε: "Να πεθάνεις από τη δίψα, ενώ οι φοινικιές φαίνονται πια στον ορίζοντα".
»Μια αναζήτηση αρχίζει πάντα με την τύχη του πρωτάρη. Και τελειώνει πάντα με τη δοκιμασία του κατακτητή.
Το αγόρι θυμήθηκε μια παλιά παροιμία της χώρας του. Έλεγε ότι η πιο σκοτεινή ώρα ήταν εκείνη πριν από την ανατολή.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ εμφανίστηκε το πρώτο συγκεκριμένο σημάδι κίνδυνου. Τρεις πολεμιστές πλησίασαν και τους ρώτησαν τι γύρευαν οι δυο τους εκεί πέρα.
- Βγήκα για κυνήγι με το γεράκι μου, απάντησε ο αλχημιστής.
- Πρέπει να σας ψάξουμε για να σιγουρευτούμε ότι δεν κουβαλάτε όπλα, είπε ένας από τους πολεμιστές.
Ο αλχημιστής κατέβηκε απ' το άλογο. Το ίδιο και το αγόρι.
- Γιατί τόσο πολλά λεφτά; ρώτησε ο πολεμιστής ψάχνοντας το δισάκι του αγοριού.
- Για να φτάσουμε μέχρι την Αίγυπτο, είπε εκείνος.
Ο φρουρός που έψαξε τον αλχημιστή βρήκε ένα κρυστάλλινο μπουκαλάκι γεμάτο υγρό κι ένα γυάλινο κιτρινωπό αβγό, λίγο πιο μεγάλο από ένα αβγό κότας.
- Τι είναι αυτά τα πράγματα; ρώτησε ο φρουρός.
- Η φιλοσοφική λίθος και το ελιξήριο μακροζωίας. Είναι το μεγάλο έργο των αλχημιστών. Όποιος πιει αυτό το ελιξήριο δε θα αρρωστήσει ποτέ κι ένα θρύψαλο απ' αυτό το λίθο μετατρέπει οποιοδήποτε μέταλλο σε χρυσάφι.
Οι φρουροί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και ο αλχημιστής γέλασε μαζί τους. Είχαν βρει την απάντηση πολύ αστεία και τους άφησαν να φύγουν χωρίς άλλες φασαρίες, μ' όλα τα υπάρχοντα τους.
- Τρελαθήκατε; ρώτησε το αγόρι τον αλχημιστή, αφού οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Γιατί το κάνατε αυτό;
- Για να σου δείξω έναν απλό νόμο του κόσμου, απάντησε ο αλχημιστής. Όταν έχουμε τους μεγάλους θησαυρούς μπροστά μας, δεν το παίρνουμε είδηση. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε θησαυρούς.
Συνέχισαν την πορεία τους στην έρημο. Με την κάθε μέρα που περνούσε, η καρδιά του αγοριού γινόταν όλο και πιο σιωπηλή. Δε νοιαζόταν πια για το παρελθόν ή για το μέλλον. Της ήταν αρκετό ν' αγναντεύει κι εκείνη την έρημο και να πίνει μαζί με το αγόρι από την Ψυχή του Κόσμου. Εκείνος και η καρδιά του έγιναν στενοί φίλοι, δε χωρούσε πια η προδοσία ανάμεσα τους.
Όταν η καρδιά μιλούσε, ήταν για να ενθαρρύνει το αγόρι, το οποίο καμιά φορά, τις σιωπηλές μέρες, βαριόταν φοβερά. Η καρδιά του του μίλησε για πρώτη φορά για τα μεγάλα προσόντα του: για το θάρρος του να εγκαταλείψει τα πρόβατά του για να ζήσει τον Προσωπικό του Μύθο και για τον ενθουσιασμό του στο μαγαζί κρυστάλλων.
Του μίλησε επίσης για κάτι άλλο, που το αγόρι δεν είχε προσέξει ποτέ: για τους κινδύνους που τον είχαν αγγίξει χωρίς αυτός καν να τους πάρει είδηση. Η καρδιά του είπε ότι μια μέρα είχε κρύψει το πιστόλι που αυτός είχε κλέψει από τον πατέρα του, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να αυτοτραυματιστεί. Και του υπενθύμισε ότι μια μέρα που είχε αισθανθεί αδιάθετος στη μέση της πεδιάδας, είχε κάνει εμετό και μετά τον είχε πάρει ο ύπνος για λίγο: λίγο πιο πέρα στέκονταν δυο ληστές που είχαν σχεδιάσει να του κλέψουν τα πρόβατα και να τον δολοφονήσουν. Επειδή όμως το αγόρι αργούσε να εμφανιστεί, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είχε πάρει άλλο δρόμο κι έφυγαν.
- Οι καρδιές βοηθούν πάντα τους ανθρώπους; ρώτησε το αγόρι τον αλχημιστή.
- Μόνο εκείνους που ζουν τον Προσωπικό τους Μύθο. Αλλά βοηθούν πολύ τα παιδιά, τους μεθύστακες και τους ηλικιωμένους.
- Αυτό θα πει ότι δε διατρέχουν κίνδυνο;
- Αυτό θα πει απλούστατα ότι οι καρδιές κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, απάντησε ο αλχημιστής.
Κάποιο απόγευμα, πέρασαν από την κατασκήνωση μιας από τις φυλές. Παντού υπήρχαν πάνοπλοι Άραβες με εντυπωσιακά άσπρα ρούχα. Οι άντρες κάπνιζαν ναργιλέ και συζητούσαν για τις μάχες. Κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στους δύο ταξιδιώτες.
- Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, είπε το αγόρι, αφού είχαν απομακρυνθεί λίγο από την κατασκήνωση.
Ο αλχημιστής έγινε έξαλλος.
- Να εμπιστεύεσαι την καρδιά σου, είπε, μην ξεχνάς όμως ότι βρίσκεσαι στην έρημο. Όταν οι άνθρωποι κάνουν πόλεμο, αισθάνεται και η Ψυχή του Κόσμου τις κραυγές της μάχης. Κανείς δε γλιτώνει τις συνέπειες από το παραμικρό που συμβαίνει κάτω από τον ήλιο.
«Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», σκέφτηκε το αγόρι.
Λες και ήθελε η μοίρα ν' αποδείξει ότι ο αλχημιστής είχε δίκιο, δύο πολεμιστές εμφανίστηκαν πίσω από τους ταξιδιώτες.
- Δεν επιτρέπεται να συνεχίσετε, είπε ο ένας. Βρίσκεστε στην περιοχή όπου γίνονται οι μάχες.
- Δε θα πάω πολύ μακριά, απάντησε ο αλχημιστής κοιτάζοντας τους δυο πολεμιστές βαθιά στα μάτια. Αυτοί έμειναν σιωπηλοί λίγα λεπτά και μετά τους άφησαν να συνεχίσουν το ταξίδι.
Το αγόρι τα παρακολουθούσε μαγεμένο όλα αυτά.
- Αιχμαλωτίσατε τους δυο φρουρούς με το βλέμμα, σχολίασε.
- Τα μάτια καθρεφτίζουν τη δύναμη της ψυχής, απάντησε ο αλχημιστής.
«Σωστά», σκέφτηκε το αγόρι. Είχε αντιληφθεί ότι μέσα στο πλήθος των πολεμιστών στον καταυλισμό, ένας απ' αυτούς τους είχε καρφώσει με το βλέμμα του. Και στεκόταν τόσο μακριά, που ούτε καν το πρόσωπό του δεν μπορούσε να διακρίνει. Αλλά ήταν σίγουρος ότι τους κοιτούσε.
Τελικά, όταν άρχισαν να διασχίζουν μια οροσειρά που εκτεινόταν σ' όλο τον ορίζοντα, ο αλχημιστής είπε ότι σε δύο μόνο μέρες θα είχαν φτάσει στις πυραμίδες.
- Αν είναι να χωριστούμε μετά, απάντησε το αγόρι, μάθετέ με αλχημεία.
- Την έμαθες κιόλας. Θα πει να διεισδύεις στην Ψυχή του Κόσμου και ν' ανακαλύπτεις το θησαυρό που εκείνη κράτησε για τον καθέναν.
- Δεν είναι αυτό που θέλω να μάθω. Εννοώ το να μετατρέπω μολύβι σε χρυσάφι.
Ο αλχημιστής σεβάστηκε τη σιωπή της ερήμου κι απάντησε στο αγόρι μόνο όταν έκαναν στάση για φαγητό.
- Όλα στο σύμπαν εξελίσσονται, είπε εκείνος. Και για τους σοφούς το χρυσάφι είναι το πιο εξελιγμένο μέταλλο. Μη με ρωτάς γιατί· δεν το ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η παράδοση έχει πάντα δίκιο.
»Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που δεν ερμηνεύουν σωστά τα λόγια των σοφών. Και από σύμβολο της εξέλιξης, το χρυσάφι μετατράπηκε σε αιτία πολέμων.
- Τα πράγματα μιλάνε πολλές γλώσσες, είπε το αγόρι. Άκουσα το χλιμίντρισμα της καμήλας σαν απλό χλιμίντρισμα, εξελίχτηκε μετά σε σήμα κίνδυνου και ξανάγινε τελικά χλιμίντρισμα.
Και σιώπησε. Ο αλχημιστής μάλλον τα ήξερε όλα αυτά.
- Γνώρισα αληθινούς αλχημιστές, συνέχισε. Κλειδώνονταν στο εργαστήριό τους και προσπαθούσαν να εξελιχτούν κι εκείνοι μαζί με το χρυσάφι. ανακάλυψαν τη φιλοσοφική λίθο. Γιατί είχαν καταλάβει ότι, όταν κάτι εξελίσσεται, εξελίσσεται μαζί και ό,τι είναι γύρω του.
«Άλλοι ανακάλυψαν τυχαία τη λίθο. Ήταν κιόλας προικισμένοι, οι ψυχές τους ήταν πιο αφυπνισμένες από τις ψυχές των άλλων ανθρώπων. Αυτοί όμως δε λογαριάζονται, γιατί είναι ελάχιστοι.
»Άλλοι, τέλος, έψαχναν μόνο χρυσάφι. Αυτοί δεν ανακάλυψαν ποτέ το μυστικό. Ξέχασαν ότι το μολύβι, ο χαλκός, το σίδερο έχουν κι αυτά έναν Προσωπικό Μύθο να πραγματοποιήσουν. Όποιος επεμβαίνει στον Προσωπικό Μύθο των άλλων ποτέ δε θα ανακαλύψει τον δικό του.
Τα λόγια του αλχημιστή ακούστηκαν σαν κατάρα.
Έσκυψε και έπιασε ένα κοχύλι από κάτω.
- Εδώ υπήρχε κάποτε θάλασσα, είπε.
- Το είχα προσέξει, απάντησε το αγόρι.
- Η θάλασσα φυλάγεται μέσα σ' αυτό το κοχύλι, γιατί είναι ο Προσωπικός Μύθος του. Ποτέ δε θα το εγκαταλείψει, μέχρι να καλυφθεί ξανά η έρημος από νερό.
Στη συνέχεια, ανέβηκαν στα άλογά τους και τράβηξαν προς τις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, όταν η καρδιά του αγοριού τον προειδοποίησε ότι κινδύνευαν. Βρίσκονταν ανάμεσα σε γιγαντιαίους αμμόλοφους και το αγόρι κοίταξε τον αλχημιστή, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να έχει προσέξει τίποτε. Πέντε λεπτά αργότερα, το αγόρι διέκρινε δυο καβαλάρηδες μπροστά του· οι σιλουέτες τους διαγράφονταν αντίθετα στον ήλιο. Πριν προλάβει να μιλήσει με τον αλχημιστή, οι δυο καβαλάρηδες έγιναν δέκα, μετά εκατό, μέχρι που κάλυψαν τους γιγαντιαίους αμμόλοφους.
Ήταν πολεμιστές ντυμένοι στα μπλε, με μια μαύρη ταινία γύρω από τα τουρμπάνια τους. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους μ' ένα άλλο μπλε πέπλο, που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια.
Ακόμη κι από μακριά τα μάτια τους φανέρωναν τη δύναμη της ψυχής τους. Και τα μάτια αυτά μιλούσαν για θάνατο.
ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΗΣΑΝ σε ένα στρατόπεδο εκεί κοντά. Ένας στρατιώτης έσπρωξε το αγόρι και τον αλχημιστή μέσα σε μια σκηνή. Ήταν μια σκηνή διαφορετική από τις άλλες που το αγόρι είχε γνωρίσει στην όαση· εκεί μέσα ένας αρχιστράτηγος έκανε σύσκεψη με τους αξιωματικούς του επιτελείου του.
- Είναι οι κατάσκοποι, είπε ένας από τους άντρες.
- Είμαστε απλοί ταξιδιώτες, απάντησε ο αλχημιστής.
- Σας είδαν στον καταυλισμό του εχθρού πριν από τρεις μέρες. Και μιλήσατε μ' έναν από τους πολεμιστές.
- Είμαι ένας άνθρωπος που βαδίζει στην έρημο και γνωρίζει τα αστέρια, είπε ο αλχημιστής. Δεν έχω πληροφορίες για στρατούς ή για κίνηση των φυλών. Απλώς οδηγούσα το φίλο μου μέχρι εδώ.
- Ποιος είναι ο φίλος σας; ρώτησε ο αρχιστράτηγος.
- Ένας αλχημιστής, είπε ο αλχημιστής. Έμαθε τις δυνάμεις της φύσης. Και επιθυμεί να δείξει στο διοικητή τις εξαιρετικές του δυνατότητες.
Το αγόρι άκουγε σιωπηλό. Και φοβισμένο.
- Τι γυρεύει ένας ξένος σε ξένη χώρα; είπε ένας άλλος άντρας.
- Έφερε λεφτά για να τα προσφέρει στη φυλή σας, απάντησε ο αλχημιστής πριν προλάβει το αγόρι να πει λέξη. Και πιάνοντας το δισάκι του αγοριού, παρέδωσε τα χρυσά νομίσματα στον αρχιστράτηγο.
Ο Άραβας τα δέχτηκε σιωπηλός. Θα μπορούσαν μ' αυτά ν' αγοραστούν πολλά όπλα.
- Και τι είναι ένας αλχημιστής; ρώτησε τελικά.
- Είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει τη φύση και τον κόσμο. Αν ήθελε, θα κατέστρεφε αυτή την κατασκήνωση μόνο με τη δύναμη του ανέμου.
Οι άντρες γέλασαν. Γνώριζαν τη βία του πολέμου και ήξεραν ότι ο άνεμος δεν μπορεί να καταφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα. Στα στήθια τους όμως οι καρδιές σφίχτηκαν. Ήταν άντρες της ερήμου και φοβόνταν τους μάγους.
- Για να δούμε, είπε ο αρχιστράτηγος.
- Χρειαζόμαστε τρεις μέρες, απάντησε ο αλχημιστής. Και τούτος θα μεταμορφωθεί σε άνεμο, μόνο και μόνο για ν' αποδείξει πόσο ισχυρή είναι η δύναμή του. Αν δεν το καταφέρει, εμείς προσφέρουμε ταπεινά τις ζωές μας για την τιμή της φυλής σας.
- Δεν μπορείτε να μου προσφέρετε κάτι που μου ανήκει ήδη, είπε με υπεροψία ο αρχιστράτηγος.
Αλλά χάρισε στους ταξιδιώτες τις τρεις μέρες.
Το αγόρι έμεινε πετρωμένο από τον τρόμο. Κι αν κατάφερε να βγει από τη σκηνή, ήταν επειδή ο αλχημιστής τον έπιασε από τα χέρια.
- Μην τους αφήσεις ν' αντιληφθούν το φόβο σου, είπε ο αλχημιστής. Πρόκειται για γενναίους άντρες και περιφρονούν τους δειλούς.
Το αγόρι όμως είχε μείνει άφωνο. Μόνο ύστερα από λίγο κατόρθωσε να μιλήσει, καθώς περπατούσαν στη μέση του στρατοπέδου. Ήταν άσκοπο να τους βάλουν φυλακή: οι Άραβες απλώς τους πήραν τα άλογα. Κι άλλη μια φορά ο κόσμος φανέρωνε τις πολλές του γλώσσες: η έρημος, πιο πριν ένα ελεύθερο απέραντο έδαφος, ήταν τώρα ένα απροσπέλαστο τείχος.
- Τους δώσατε όλο μου το θησαυρό! είπε το αγόρι. Όσα είχα κερδίσει σ' όλη μου τη ζωή!
- Και τι θα σου χρησίμευε, αν επρόκειτο να πεθάνεις; απάντησε ο αλχημιστής. Ο θησαυρός σου σε έσωσε για τρεις μέρες. Σπάνια τα λεφτά συμβάλλουν στην αναβολή του θανάτου.
Το αγόρι όμως παραήταν τρομοκρατημένο για ν' ακούσει τα σοφά λόγια. Δεν ήξερε πώς να μεταμορφωθεί σε άνεμο. Δεν ήταν αλχημιστής.
Ο αλχημιστής ζήτησε τσάι από έναν πολεμιστή και έχυσε λίγο πάνω στους καρπούς του αγοριού. Ένα κύμα ηρεμίας απλώθηκε στο σώμα του, ενώ ο αλχημιστής του έλεγε λόγια που εκείνο δεν μπορούσε να καταλάβει.
- Να μην παραδοθείς στην απελπισία, είπε ο αλχημιστής με μια παράξενα γλυκιά φωνή. Αυτό σ' εμποδίζει να μιλήσεις με την καρδιά σου.
- Μα δεν ξέρω πώς θα μεταμορφωθώ σε άνεμο.
- Όποιος ζει τον Προσωπικό Μύθο του ξέρει ό,τι χρειάζεται να ξέρει. Μόνο ένα πράγμα καταντά απραγματοποίητο όνειρο: ο φόβος της αποτυχίας.
- Δε φοβάμαι την αποτυχία. Απλούστατα δεν ξέρω πώς να μεταμορφωθώ σε άνεμο.
- Ας το μάθεις, λοιπόν. Απ' αυτό εξαρτάται η ζωή σου.
- Κι αν δεν το καταφέρω;
- Θα πεθάνεις έχοντας ζήσει τον Προσωπικό Μύθο σου. Καλύτερα έτσι παρά να πεθάνεις σαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν έμαθαν ότι υπάρχει ο Προσωπικός Μύθος. Μην ανησυχείς όμως.
»Ο θάνατος κάνει τους ανθρώπους να ευαισθητοποιούνται για τη ζωή.