12. Μέρος δεύτερο
Όταν το σκεύος κρύωσε τελείως, ο μοναχός και το αγόρι κοίταξαν έκθαμβοι. Το μολύβι είχε πήξει στον κυκλικό πάτο της χύτρας, αλλά δεν ήταν πια μολύβι. Ήταν χρυσάφι.
- Θα μάθω κάποτε να το κάνω αυτό; ρώτησε το αγόρι.
- Αυτό ήταν ο Προσωπικός Μύθος μου, όχι ο δικός σου, απάντησε ο αλχημιστής. Ήθελα όμως να σου δείξω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό.
Κατευθύνθηκαν πάλι προς την πόρτα του μοναστηριού. Εκεί ο αλχημιστής χώρισε το δίσκο σε τέσσερα μέρη.
- Αυτό είναι για σας, είπε προσφέροντας το ένα μέρος στον μοναχό. Για τη γενναιοδωρία σας προς τους προσκυνητές.
- Η πληρωμή που δέχομαι είναι μεγαλύτερη από τη γενναιοδωρία μου.
- Μην το ξαναπείτε αυτό ποτέ. Η ζωή μπορεί να το ακούσει και να σας δώσει λιγότερα την επόμενη φορά.
Μετά πλησίασε το αγόρι.
- Αυτό είναι για σένα. Για αποζημίωση όσων άφησες στον αρχιστράτηγο.
Το αγόρι πήγε να πει ότι ήταν περισσότερα απ' ό,τι είχε αφήσει στον αρχιστράτηγο. Δε μίλησε όμως, γιατί είχε ακούσει το σχόλιο του αλχημιστή προς τον μοναχό...
- Αυτό είναι για μένα, είπε ο αλχημιστής κρατώντας το ένα μέρος. Επειδή πρέπει να επιστρέψω μέσα από την έρημο και γίνεται πόλεμος μεταξύ των φυλών.
Έπιασε τότε το τέταρτο κομμάτι και το παρέδωσε κι αυτό στον μοναχό.
- Αυτό είναι για το αγόρι. Αν το χρειαστεί.
- Μα εγώ πάω να ψάξω το θησαυρό μου, είπε το αγόρι. Τώρα βρίσκομαι κοντά του.
- Και είμαι σίγουρος ότι θα τον βρεις, είπε ο αλχημιστής.
- Γιατί αυτό, τότε;
- Γιατί ήδη έχασες δύο φορές, μία με τον κλέφτη και άλλη μία με τον αρχιστράτηγο, τα λεφτά που είχες κερδίσει στο ταξίδι σου. Εγώ είμαι ένας προληπτικός γέρος Άραβας και πιστεύω στις παροιμίες της χώρας μου. Υπάρχει μια παροιμία που λέει: «Ό,τι συμβεί μία φορά, μπορεί να μην ξανασυμβεί. Αλλά ό,τι συμβεί δύο φορές θα τριτώσει οπωσδήποτε». Ανέβηκαν στα άλογά τους.
- Θα σου διηγηθώ μια ιστορία για όνειρα, είπε ο αλχημιστής.
Το αγόρι ζύγωσε με το άλογό του.
- Στην αρχαία Ρώμη, την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου, ζούσε ένας πολύ καλός άνθρωπος, που είχε δυο γιους: ο ένας ήταν στρατιωτικός· όταν κατατάχτηκε στο στρατό, στάλθηκε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο άλλος γιος ήταν ποιητής και μάγευε όλη τη Ρώμη με τους ωραίους του στίχους. Κάποια νύχτα, ο γέρος είδε ένα όνειρο. Ένας άγγελος εμφανίστηκε για να του πει ότι τα λόγια του ενός γιου του θα γίνονταν γνωστά και θα απαγγέλλονταν σ' όλο τον κόσμο, από όλες τις μελλοντικές γενιές. Ο γέρος ξύπνησε γεμάτος ευγνωμοσύνη κι εκείνη τη νύχτα έκλαψε, γιατί η ζωή ήταν γενναιόδωρη και του είχε αποκαλύψει κάτι που ο κάθε γονιός θα άκουγε με υπερηφάνεια. Λίγο αργότερα, ο γέρος σκοτώθηκε, προσπαθώντας να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε να τσακιστεί κάτω από τις ρόδες μιας άμαξας. Επειδή σ' όλη του τη ζωή είχε συμπεριφερθεί σωστά και δίκαια, πήγε κατευθείαν στον παράδεισο και συνάντησε τον άγγελο που είχε εμφανιστεί στο όνειρο του.
»"Ήσουν καλός άνθρωπος", του είπε ο άγγελος. "Έζησες τη ζωή σου με αγάπη και πέθανες με αξιοπρέπεια. Μπορώ τώρα να ικανοποιήσω την κάθε σου επιθυμία".
»"Ήταν και η ζωή πολύ καλή με μένα", απάντησε ο γέρος. "Όταν εμφανίστηκες στ' όνειρο μου, αισθάνθηκα ότι όλες οι προσπάθειες μου είχαν δικαιωθεί. Γιατί οι στίχοι του γιου μου θα μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων στους μελλοντικούς αιώνες. Δε ζητάω τίποτε για μένα· παρ' όλα αυτά ο κάθε γονιός θα αισθανόταν υπερήφανος να μάθει ότι εκείνος τον οποίο μεγάλωσε και ανέθρεψε έγινε διάσημος. Θα ήθελα να ξέρω ότι τα λόγια του γιου μου θ' ακουστούν στο μακρινό μέλλον".
»Ο άγγελος άγγιξε τον ώμο του γέροντα και οι δυο τους μεταφέρθηκαν σ' ένα μακρινό μέλλον. Γύρω τους εμφανίστηκε ένας απέραντος χώρος, με χιλιάδες ανθρώπους, που μιλούσαν μια παράξενη γλώσσα.
»Ο γέρος έκλαψε απ' τη χαρά του.
»"Το ήξερα ότι οι στίχοι του γιου μου, του ποιητή, ήταν καλοί και αθάνατοι", είπε στον άγγελο. "Θα ήθελα να μάθω ποια ποιήματά του απαγγέλλουν αυτοί οι άνθρωποι".
»Τότε ο άγγελος πλησίασε το γέρο με στοργή και κάθισαν σ' ένα από τα καθίσματα που υπήρχαν σ' εκείνο τον απέραντο χώρο.
»"Οι στίχοι του γιου σας, του ποιητή, ήταν πολύ δημοφιλείς στη Ρώμη", είπε ο άγγελος. "Σε όλους άρεσαν και τους διασκέδαζαν. Όταν όμως τέλειωσε η περίοδος διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Τιβέριου, ξεχάστηκαν οι στίχοι του. Αυτά τα λόγια ανήκουν στο γιο σας, εκείνον που κατατάχτηκε στο στρατό".
»Ο γέρος κοίταξε τον άγγελο έκπληκτος.
»"Ο γιος σας πήγε και υπηρέτησε σ' ένα μακρινό τόπο κι έγινε εκατόνταρχος. Ήταν κι εκείνος δίκαιος και καλός. Κάποιο απόγευμα ένας δούλος του αρρώστησε και ήταν ετοιμοθάνατος. Τότε ο γιος σας άκουσε για ένα ραβίνο που θεράπευε τους αρρώστους και περπάτησε μέρες ολόκληρες σε αναζήτηση αυτού του ανθρώπου. Στο δρόμο ανακάλυψε ότι ο άνθρωπος που αναζητούσε ήταν ο Γιος του Θεού. Συνάντησε άλλους ανθρώπους που είχαν θεραπευτεί από εκείνον, ασπάστηκε τα διδάγματά του και, παρόλο που ήταν εκατόνταρχος, αγκάλιασε την πίστη του. Ώσπου ένα πρωί έφτασε κοντά στο ραβίνο.
»"Του είπε ότι ο δούλος του ήταν άρρωστος. Και ο ραβίνος προθυμοποιήθηκε να πάει ως το σπίτι του. Αλλά ο εκατόνταρχος ήταν άνθρωπος με πίστη και κοιτάζοντας το ραβίνο βαθιά στα μάτια κατάλαβε ότι πραγματικά βρισκόταν μπροστά στο Γιο του Θεού.
»"Εκείνη τη στιγμή ο κόσμος γύρω τους σηκώθηκε.
»"Αυτά είναι τα λόγια του γιου σου", είπε ο άγγελος στο γέρο. "Είναι τα λόγια που είπε στο ραβίνο εκείνη τη στιγμή και ποτέ δεν ξεχάστηκαν. Λένε: "Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου. Αλλά διάταξε με ένα μόνο λόγο και ο δούλος μου θα θεραπευτεί".
Ο αλχημιστής σπιρούνισε το άλογο.
- Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος πάνω στη γη, παίζει πάντα τον κύριο ρόλο στην ιστορία του κόσμου, είπε. Και συνήθως δεν το ξέρει.
Το αγόρι χαμογέλασε. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντική για ένα βοσκό.
- Γεια σου, είπε ο αλχημιστής.
- Γεια σας, απάντησε το αγόρι.
Το ΑΓΟΡΙ προχώρησε δυόμισι ώρες στην έρημο, προσπαθώντας να ακούσει προσεκτικά τι του έλεγε η καρδιά του. Εκείνη θα του αποκάλυπτε το ακριβές σημείο όπου ήταν κρυμμένος ο θησαυρός του.
«Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι και η καρδιά σου», είχε πει ο αλχημιστής.
Αλλά η καρδιά του μιλούσε για άλλα πράγματα. Διηγιόταν με υπερηφάνεια την ιστορία ενός βοσκού, που είχε αφήσει τα πρόβατα του για να ακολουθήσει ένα όνειρο που είχε δει δυο φορές. Έλεγε για τον Προσωπικό Μύθο και για όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχαν κάνει το ίδιο, που είχαν ξεκινήσει αναζητώντας μακρινές χώρες ή όμορφες γυναίκες, αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους της εποχής τους με τις προκαταλήψεις και τις αντιλήψεις τους. Σε όλη αυτή την πορεία, του μίλησε για ταξίδια, για ανακαλύψεις, για βιβλία και για μεγάλες μεταβολές.
Καθώς ανηφόριζε έναν αμμόλοφο -και μόνο τότε η καρδιά του του ψιθύρισε στο αφτί: «Το νου σου στο σημείο όπου θα κλάψεις. Γιατί σ' εκείνο το σημείο θα είμαι εγώ και σ' εκείνο το σημείο θα είναι και ο θησαυρός σου».
Άρχισε ν' ανεβαίνει την ανηφόρα. Είχε πανσέληνο. Η σελήνη φώτιζε και τον αμμόλοφο, μ' ένα παιχνίδι σκιών που έκανε την έρημο να φαίνεται σαν τρικυμισμένη θάλασσα και θύμιζε στο αγόρι τη μέρα που είχε αφήσει το άλογο του να βαδίσει ελεύθερο μέσα στην έρημο, δείχνοντας στον αλχημιστή το σημάδι που περίμενε. Τέλος, η σελήνη φώτιζε τη σιωπή της ερήμου και την πορεία των ανθρώπων που ψάχνουν θησαυρούς.
Όταν, ύστερα από λίγο, έφτασε στην κορυφή του αμμόλοφου, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Μέσα από την πλημμύρα του φεγγαρόφωτου και τις αντανακλάσεις της άσπρης άμμου υψώνονταν μεγαλόπρεπα και επιβλητικά οι πυραμίδες της Αιγύπτου.
Το αγόρι έπεσε στα γόνατα κι έκλαψε. Ευχαριστούσε το Θεό γιατί είχε πιστέψει στον Προσωπικό Μύθο του και γιατί κάποια μέρα είχε συναντήσει ένα βασιλιά, έναν έμπορο, έναν Άγγλο κι έναν αλχημιστή. Προπαντός, επειδή είχε συναντήσει μια γυναίκα στην έρημο, η οποία του είχε μάθει ότι η αγάπη δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Προσωπικό Μύθο του.
Οι αιώνες των πυραμίδων της Αιγύπτου αγνάντευαν από ψηλά το αγόρι. Αν εκείνος ήθελε, θα μπορούσε τώρα να επιστρέψει στην όαση, να πάρει τη Φατιμά και να ζήσει σαν απλός βοσκός. Γιατί ο αλχημιστής ζούσε στην έρημο, παρόλο που καταλάβαινε τη Γλώσσα του Κόσμου, παρόλο που ήξερε να μετατρέπει μολύβι σε χρυσάφι. Το αγόρι δεν είχε να δείξει σε κανέναν την επιστήμη και την τέχνη του. Κατά τη διάρκεια της πορείας προς τον Προσωπικό Μύθο του, είχε μάθει ό,τι χρειαζόταν και είχε ζήσει όσα είχε ονειρευτεί να ζήσει.
Είχε όμως φτάσει μέχρι το θησαυρό του και ένα έργο μόνο τότε είναι ολοκληρωμένο, όταν φτάνουμε στο στόχο μας. Εκεί, σ' εκείνο τον αμμόλοφο, το αγόρι είχε κλάψει. Κοίταξε κάτω και είδε ένα σκαραβαίο να κινείται στο σημείο όπου είχαν πέσει τα δάκρυα του. Στο διάστημα που είχε περάσει στην έρημο, είχε μάθει ότι στην Αίγυπτο οι σκαραβαίοι ήταν το σύμβολο του Θεοί.
Ήταν ακόμη ένα σημάδι. Και το αγόρι βάλθηκε να σκάβει, αφού θυμήθηκε τα λόγια του εμπόρου των κρυστάλλων κανείς δε θα κατάφερνε να χτίσει μια πυραμίδα στον κήπο του, ακόμη κι αν συσσώρευε πέτρες σ' όλη του τη ζωή.
Όλη τη νύχτα το αγόρι έσκαβε στο σημείο που υπέδειξε το σημάδι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από την κορυφή των πυραμίδων οι αιώνες τον ατένιζαν σιωπηλοί. Αλλά το αγόρι δεν τα παρατούσε: έσκαβε ασταμάτητα, παλεύοντας με τον άνεμο, ο οποίος συχνά ξαναπετούσε την άμμο μέσα στο λάκκο. Τα χέρια του κουράστηκαν, μετά πληγώθηκαν, αλλά το αγόρι πίστευε στην καρδιά του. Και η καρδιά του του είχε πει να σκάψει εκεί όπου είχαν πέσει τα δάκρυα.
Ξαφνικά, καθώς προσπαθούσε να βγάλει μερικές πέτρες, το αγόρι άκουσε βήματα. Κάποιοι πλησίαζαν προς το μέρος του. Είχαν την πλάτη γυρισμένη προς το φεγγάρι και το αγόρι δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε τα μάτια ούτε τα πρόσωπα τους.
- Τι κάνεις εκεί; ρώτησε μια από τις σιλουέτες.
Το αγόρι δεν απάντησε. Τρόμαξε όμως. Τώρα είχε να σκάψει για ένα θησαυρό, γι' αυτό φοβόταν.
- Είμαστε πρόσφυγες του πολέμου των φυλών, είπε μια άλλη σιλουέτα. Πρέπει να μάθουμε τι κρύβεις εκεί.
Χρειαζόμαστε λεφτά.
- Τίποτε δεν κρύβω, απάντησε το αγόρι.
Αλλά ένας από τους νεοφερμένους τον άρπαξε και τον τράβηξε έξω από το λάκκο. Ο άλλος βάλθηκε να του ψάχνει τις τσέπες. Και βρήκε το κομμάτι το χρυσάφι.
- Αυτός έχει χρυσάφι, είπε ένας από τους ληστές.
Το φεγγάρι φώτιζε το πρόσωπο εκείνου που τον έψαχνε και το αγόρι είδε το θάνατο στα μάτια του.
- Θα υπάρχει κι άλλο χρυσάφι κρυμμένο στο χώμα, είπε ένας άλλος.
Και ανάγκασαν το αγόρι να σκάψει. Το αγόρι συνέχισε το σκάψιμο, δεν υπήρχε όμως τίποτε. Τότε άρχισαν να τον χτυπάνε. Τον ξυλοκόπησαν μέχρι να εμφανιστούν στον ουρανό οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τα ρούχα του είχαν γίνει κουρέλια και αισθάνθηκε το θάνατο κοντά.
«Τι να τα κάνω τα λεφτά, αν πρόκειται να πεθάνω; Σπάνια τα λεφτά γλιτώνουν άνθρωπο από το θάνατο», είχε πει ο αλχημιστής.
- Ψάχνω ένα θησαυρό! κραύγασε τελικά το αγόρι. Παρόλο που το στόμα του είχε πληγωθεί και πρηστεί από τα χτυπήματα, διηγήθηκε στους ληστές ότι δυο φορές είχε δει στο όνειρό του έναν κρυμμένο θησαυρό, κοντά στις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Εκείνος που φαινόταν για αρχηγός, έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός. Μετά είπε:
- Αφήστε τον. Δεν έχει τίποτε άλλο. Θα το έκλεψε αυτό το χρυσάφι.
Το αγόρι έπεσε μπρούμυτα κάτω. Δυο μάτια έψαξαν τα δικά του: ήταν ο αρχιληστής. Το αγόρι κοιτούσε τις πυραμίδες.
- Πάμε να φύγουμε, είπε ο αρχιληστής στους άλλους.
Πριν φύγει στράφηκε προς το αγόρι:
- Δε θα πεθάνεις, είπε. Θα ζήσεις και θα μάθεις ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι τόσο ανόητος. Εκεί, στο σημείο όπου βρίσκεσαι, είδα κι εγώ ένα όνειρο κατ' επανάληψη, εδώ και σχεδόν δυο χρόνια. Ονειρεύτηκα ότι έπρεπε να πάω μέχρι τους κάμπους της Ισπανίας, να βρω μια ερειπωμένη εκκλησία όπου κοιμόνταν συνήθως οι βοσκοί με τα πρόβατά τους. Μέσα στο παρεκκλήσι της φύτρωνε μια συκομουριά, κι αν εγώ έσκαβα στη ρίζα αυτής της συκομουριάς, θα έβρισκα έναν κρυμμένο θησαυρό. Δεν είμαι όμως τόσο ανόητος να διασχίσω μια έρημο, μόνο και μόνο επειδή είδα απανωτά ένα όνειρο.
Κατόπιν έφυγε.
Το αγόρι σηκώθηκε με δυσκολία και κοίταξε τις πυραμίδες άλλη μια φορά. Οι πυραμίδες του χαμογέλασαν και χαμογέλασε κι εκείνο ως απάντηση, με την καρδιά του να ξεχειλίζει από ευτυχία.
Είχε βρει το θησαυρό.