6. Μέρος δεύτερο
Το ΚΑΡΑΒΑΝΙ άρχισε να προχωρά ακολουθώντας την κατεύθυνση του λεβάντε. Ταξίδευαν το πρωί, σταματούσαν όταν ο ήλιος μεσουρανούσε και ξεκινούσαν πάλι όταν άρχιζε να δύει. Το αγόρι μιλούσε ελάχιστα με τον Άγγλο, που ήταν απασχολημένος τον περισσότερο χρόνο με τα βιβλία του.
Άρχισε λοιπόν να παρατηρεί σιωπηλά την πορεία των ζώων και των ανθρώπων στην έρημο. Τώρα ήταν όλα πολύ διαφορετικά από τη μέρα που είχαν ξεκινήσει: εκείνη τη μέρα, το πανδαιμόνιο και οι φωνές, τα κλάματα των παιδιών και το χλιμίντρισμα των ζώων ανακατεύονταν με τις νευρικές διαταγές των οδηγών και των εμπόρων.
Στην έρημο όμως υπήρχε μόνο ο αιώνιος άνεμος, η σιωπή και οι οπλές των ζώων. Ακόμη και οι οδηγοί κουβέντιαζαν ελάχιστα μεταξύ τους.
- Έχω διασχίσει αυτή την άμμο πολλές φορές, είπε ένας καμηλιέρης κάποια νύχτα. Αλλά η έρημος είναι τόσο μεγάλη, οι ορίζοντες της τόσο μακρινοί, που αισθανόμαστε μικροί και παραμένουμε σιωπηλοί.
Το αγόρι κατάλαβε τι εννοούσε ο καμηλιέρης, παρόλο που μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί σε καμιά έρημο. Όποτε κοιτούσε τη θάλασσα ή τη φωτιά, μπορούσε να παραμείνει ώρες σιωπηλός, χωρίς σκέψεις, βυθισμένος στην απεραντοσύνη και τη δύναμη των στοιχείων της φύσης.
«Έμαθα από τα πρόβατα κι έμαθα από τα κρύσταλλα», σκέφτηκε. «Μπορώ επίσης να μάθω κι από την έρημο. Μου φαίνεται πιο ηλικιωμένη και πιο σοφή».
Ο άνεμος δε σταματούσε ποτέ να φυσάει. Το αγόρι θυμήθηκε εκείνη τη μέρα που ένιωσε τον ίδιο άνεμο, όταν καθόταν στο φρούριο στην Ταρίφα. Ίσως να χαϊδεύει τώρα το μαλλί των προβάτων του, που διέσχιζαν ψάχνοντας τροφή και νερό στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας.
«Δεν είναι πια δικά μου τα πρόβατα», είπε στον εαυτό του, χωρίς νοσταλγία. «Συνήθισαν μάλλον έναν άλλο βοσκό και με ξέχασαν. Καλό κι αυτό. Όποιος είναι συνηθισμένος στα ταξίδια, όπως τα πρόβατα, ξέρει πάντα ότι κάποια μέρα φτάνει η στιγμή που θα φύγει».
Θυμήθηκε μετά την κόρη του εμπόρου και ένιωσε σίγουρος ότι θα είχε κιόλας παντρευτεί. Ποιος ξέρει, μ' ένα μικροπωλητή ποπ κορν ή μ' ένα βοσκό που ήξερε κι εκείνος να διαβάζει και να διηγείται φανταστικές ιστορίες; Στο κάτω κάτω, δεν ήταν ο μοναδικός. Αλλά το προαίσθημά του τον προβλημάτισε: είχε αρχίσει να μαθαίνει την παγκόσμια γλώσσα, που γνωρίζει το παρελθόν και το μέλλον όλων των ανθρώπων; «Προαισθήματα», έλεγε συχνά η μητέρα του. Το αγόρι άρχισε να καταλαβαίνει ότι τα προαισθήματα ήταν οι γρήγορες βουτιές της ψυχής σ' αυτό το παγκόσμιο στρώμα ζωής, όπου οι ιστορίες όλων των ανθρώπων αλληλοσυνδέονται και μπορούμε να μάθουμε τα πάντα, γιατί τα πάντα είναι γραμμένα.
- Μακτούμπ, είπε το αγόρι, καθώς θυμήθηκε τον έμπορο κρυστάλλων.
Σε άλλα σημεία της ερήμου υπήρχε άμμος και σε άλλα το έδαφος ήταν πετρώδες. Όταν το καραβάνι συναντούσε πετρώδες έδαφος, το παρέκαμπτε. Όταν όμως συναντούσε ένα βράχο, έπρεπε να κάνει μια μεγάλη παράκαμψη. Όταν η άμμος ήταν υπερβολικά λεπτή για τις οπλές των καμηλών, έψαχνε για ένα μέρος με πιο στέρεη άμμο. Μερικές φορές το έδαφος ήταν στρωμένο με αλάτι, στο σημείο όπου κάποτε υπήρχε μια λίμνη. Τότε τα ζώα δυσανασχετούσαν και οι καμηλιέρηδες κατέβαιναν και τα βοηθούσαν. Κουβαλούσαν οι ίδιοι το φορτίο τους στους ώμους, περνούσαν το δύσκολο έδαφος και ξαναφόρτωναν τα ζώα. Όταν κάποιος οδηγός αρρώσταινε ή πέθαινε, οι καμηλιέρηδες έβγαζαν με κλήρο έναν καινούριο οδηγό.
Για όλα αυτά όμως υπήρχε ένας σκοπός: δεν είχαν σημασία οι παρακάμψεις που έκανε αναγκαστικά, το καραβάνι έπρεπε να φτάσει στο στόχο του. Όταν ξεπερνούσε τα εμπόδια, στρεφόταν ξανά προς το άστρο που έδειχνε την τοποθεσία της όασης. Και όταν οι άνθρωποι έβλεπαν το άστρο να λάμπει το πρωί, ήξεραν ότι έδειχνε ένα μέρος με γυναίκες, νερό, χουρμάδες και φοίνικες. Μόνο ο Άγγλος δεν το καταλάβαινε, καθώς ήταν βυθισμένος τον περισσότερο χρόνο στα βιβλία του.
Και το αγόρι είχε ένα βιβλίο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαβάσει τις πρώτες μέρες του ταξιδιού. Έβρισκε όμως πιο ενδιαφέρον να παρατηρεί το καραβάνι και ν' αφουγκράζεται τον άνεμο. Μόλις γνώρισε καλύτερα την καμήλα του και δέθηκε μαζί της, πέταξε το βιβλίο. Του ήταν ένα άχρηστο βάρος, αν και είχε την πρόληψη ότι κάθε φορά που άνοιγε το βιβλίο θα συναντούσε κάποιον σπουδαίο.
Τελικά έγινε φίλος με τον καμηλιέρη που ταξίδευε πάντα πλάι του. Τη νύχτα, όταν έκαναν στάση γύρω από τη φωτιά, συνήθως διηγιόταν στον καμηλιέρη τις περιπέτειές του όταν ήταν βοσκός. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κουβέντας άρχισε κι ο άλλος να μιλάει για τη ζωή του.
- Ζούσα σ' ένα μέρος κοντά στο Κάιρο, του διηγήθηκε. Είχα το λαχανόκηπο, τα παιδιά μου και μια ζωή που θα κυλούσε ίδια ως τη μέρα του θανάτου μου. Μια χρονιά που η σοδειά ήταν καλύτερη, τραβήξαμε όλοι για τη Μέκκα κι εγώ εκπλήρωσα τη μοναδική υποχρέωση που είχε απομείνει στη ζωή μου. Θα μπορούσα να πεθάνω ήσυχος κι αυτό μ' ευχαριστούσε.
«Κάποια μέρα, η γη άρχισε να τρέμει και η στάθμη των νερών του Νείλου ανέβηκε τόσο, που το ποτάμι ξεχείλισε. Αυτό που εγώ νόμιζα ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους συνέβη και σε μένα. Οι γείτονές μου φοβήθηκαν ότι θα χάσουν τις ελιές τους με τις πλημμύρες· η γυναίκα μου φοβήθηκε ότι τα νερά θα παρασύρουν τα παιδιά μου. Κι εγώ έτρεμα στην ιδέα ότι θα έβλεπα καταστραμμένα όσα είχα αποκτήσει.
»Δεν υπήρχε όμως καμιά διέξοδος. Η γη καταστράφηκε κι εγώ αναγκάστηκα να αναζητήσω ένα άλλο επάγγελμα. Σήμερα είμαι καμηλιέρης. Τότε όμως κατάλαβα το λόγο του Αλάχ: κανείς δε φοβάται το άγνωστο, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να κατακτήσει ό,τι επιθυμεί κι ό,τι χρειάζεται. Το μόνο που φοβόμαστε είναι μήπως χάσουμε αυτά που έχουμε, είτε πρόκειται για τη ζωή μας είτε για τις καλλιέργειές μας. Όμως ο φόβος αυτός παύει να υπάρχει όταν καταλάβουμε ότι η ιστορία μας και η ιστορία του κόσμου γράφτηκε από το ίδιο Χέρι.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ τα καραβάνια συναντιούνταν μεταξύ τους όταν στάθμευαν για τη νύχτα. Το ένα είχε κάτι που το άλλο χρειαζόταν, σαν πραγματικά όλα να είχαν γραφτεί από το ίδιο χέρι. Οι καμηλιέρηδες αντάλλαζαν πληροφορίες για τις ανεμοθύελλες και συγκεντρώνονταν γύρω από τη φωτιά λέγοντας ιστορίες της ερήμου.
Άλλες φορές έφταναν μυστηριώδεις άντρες με καλυμμένα τα πρόσωπα τους· ήταν βεδουίνοι που κατασκόπευαν την πορεία που ακολουθούσαν τα καραβάνια. Έφερναν νέα για ληστές και ανυπότακτες φυλές. Έρχονταν σιωπηλοί κι έφευγαν το ίδιο σιωπηλοί, τυλιγμένοι στις μαύρες κελεμπίες τους, απ' όπου φαίνονταν μόνο τα μάτια.
Μια τέτοια νύχτα, ο καμηλιέρης ήρθε κοντά στη φωτιά, όπου κάθονταν το αγόρι και ο Άγγλος.
-Υπάρχουν φήμες για πόλεμο μεταξύ των φυλών, είπε ο καμηλιέρης. Και οι τρεις έμειναν σιωπηλοί. Το αγόρι παρατήρησε ότι πλανιόταν ένας αόριστος φόβος, παρόλο που κανείς δεν είχε πει λέξη. Να που για μια φορά ακόμη καταλάβαινε τη γλώσσα χωρίς λέξεις, τη Γλώσσα του Κόσμου.
Ύστερα από λίγο, ο Άγγλος ρώτησε αν υπήρχε κίνδυνος.
-Όποιος μπαίνει στην έρημο δεν μπορεί να κάνει πίσω, είπε ο καμηλιέρης. Κι όταν δεν μπορεί να κάνει πίσω, το μόνο που απομένει είναι να βρει τον καλύτερο τρόπο να προχωρήσει. Για τα υπόλοιπα φροντίζει ο Αλάχ, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου.
- Πρέπει να προσέξετε περισσότερο τα καραβάνια, είπε το αγόρι στον Άγγλο μόλις έφυγε ο καμηλιέρης. Κάνουν πολλές παρακάμψεις, αλλά πορεύονται σταθερά προς το προκαθορισμένο σημείο.
- Κι εσύ έπρεπε να διαβάσεις πιο πολύ για τον κόσμο, απάντησε ο Άγγλος. Τα βιβλία είναι ίδια με τα καραβάνια.
Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΠΟΜΠΗ των ανθρώπων και των ζώων άρχισε πια να βαδίζει πιο γρήγορα. Εκτός από τη σιωπή κατά τη διάρκεια της μέρας, και οι νύχτες -όταν οι άνθρωποι συνήθως συγκεντρώνονταν για να κουβεντιάσουν γύρω από τη φωτιά- γίνονταν όλο και πιο σιωπηλές. Κάποια μέρα, ο αρχηγός του καραβανιού αποφάσισε ότι ούτε φωτιές δε θα άναβαν πια, για να μην τραβάνε την προσοχή.
Στο εξής, λοιπόν, οι ταξιδιώτες σχημάτιζαν έναν κύκλο με τα ζώα και κοιμόνταν όλοι στη μέση, προσπαθώντας να προφυλαχτούν από τη νυχτερινή ψύχρα. Ο αρχηγός τοποθετούσε μια ένοπλη φρουρά γύρω από τον καταυλισμό.
Μια από κείνες τις νύχτες, ο Άγγλος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Φώναξε το αγόρι και άρχισαν τις βόλτες στους αμμόλοφους γύρω από τον καταυλισμό. Ήταν πανσέληνος και το αγόρι διηγήθηκε στον Άγγλο όλη του την ιστορία.
Ο Άγγλος γοητεύτηκε με την πρόοδο του μαγαζιού από τότε που το αγόρι είχε αρχίσει να δουλεύει εκεί.
- Αυτή είναι η κινητήρια αρχή των πάντων, είπε. Στην αλχημεία τη λένε Ψυχή του Κόσμου. Όταν επιθυμούμε κάτι μ' όλη μας την καρδιά, προσεγγίζουμε πιο πολύ την Ψυχή του Κόσμου. Είναι πάντοτε μια θετική δύναμη. Είπε επίσης ότι αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ανθρώπων: όλα τα πράγματα πάνω στη γη έχουν ψυχή, είτε είναι ορυκτά είτε φυτά είτε ζώα είτε μια απλή σκέψη.
- Το παν, πάνω και κάτω από την επιφάνεια της γης, μεταβάλλεται, γιατί η γη είναι ζωντανό ον κι έχει μια ψυχή. Εμείς είμαστε ένα μέρος αυτής της ψυχής και σπάνια αντιλαμβανόμαστε ότι λειτουργεί πάντα προς όφελος μας. Πρέπει όμως να καταλάβεις ότι, στο μαγαζί κρυστάλλων, ακόμη και τα βάζα συνεισέφεραν στην επιτυχία σου. Το αγόρι έμεινε για λίγο σιωπηλό, κοιτάζοντας το φεγγάρι και την άσπρη άμμο.
- Έχω παρατηρήσει το καραβάνι να διασχίζει την έρημο, είπε τελικά. Εκείνο και η έρημος μιλάνε την ίδια γλώσσα, γι' αυτό και του επιτρέπει να τη διασχίσει. Ελέγχει το κάθε του βήμα, για να διαπιστώσει αν είναι τέλεια συντονισμένο μαζί της· κι αν είναι, τότε το καραβάνι θα φτάσει στην όαση. »Αν ένας από μας είχε φτάσει εδώ με πολύ θάρρος αλλά χωρίς να έχει καταλάβει αυτή τη γλώσσα, θα πέθαινε την πρώτη κιόλας μέρα.
Κοιτούσαν συνέχεια το φεγγάρι μαζί.
- Αυτή είναι η μαγεία των σημαδιών, είπε το αγόρι. Έχω παρατηρήσει πως οι οδηγοί διαβάζουν τα σημάδια της ερήμου και πως η ψυχή του καραβανιού κουβεντιάζει με την ψυχή της ερήμου. Έπειτα από λίγο ήρθε η σειρά του Άγγλου να μιλήσει.
- Πρέπει να δώσω πιο πολλή προσοχή στο καραβάνι, είπε τελικά.
- Κι εγώ πρέπει να διαβάσω τα βιβλία σου, είπε το αγόρι. Τα βιβλία ήταν πολύ παράξενα. Μιλούσαν για υδράργυρο και αλάτι, για δράκους και βασιλιάδες, αλλά το αγόρι δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Στο μεταξύ, μια ιδέα φαινόταν να επαναλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα βιβλία: ότι όλα τα πράγματα είναι εκδηλώσεις ενός και μοναδικού πράγματος.
Σ' ένα από τα βιβλία ανακάλυψε ότι το πιο σημαντικό κείμενο της αλχημείας αποτελούνταν από μερικές μόνο γραμμές και είχε γραφτεί σε ένα απλό σμαράγδι.
- Πρόκειται για το Σμαραγδένιο Πίνακα, είπε ο Άγγλος, υπερήφανος που μπορούσε να μάθει κάτι στο αγόρι.
- Και τότε γιατί τόσο πολλά βιβλία;
- Για να καταλάβουμε αυτές τις γραμμές, απάντησε ο Άγγλος, όχι και πολύ σίγουρος για την απάντησή του. Το βιβλίο που πιο πολύ ενδιέφερε το αγόρι διηγιόταν την ιστορία των διάσημων αλχημιστών. Επρόκειτο για ανθρώπους που είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στον εξαγνισμό μετάλλων στα εργαστήρια· πίστευαν ότι, αν ένα μέταλλο έβραζε για πολλά χρόνια, στο τέλος θα ελευθερωνόταν απ' όλα τα ατομικά του συστατικά και στη θέση του θα απόμενε μόνο η Ψυχή του Κόσμου. Αυτό το μοναδικό πράγμα θα επέτρεπε στους αλχημιστές να καταλάβουν ό,τι υπήρχε πάνω στη γη, γιατί ήταν η γλώσσα επικοινωνίας των πραγμάτων. Αποκαλούσαν αυτή την ανακάλυψη Μεγάλο Έργο, αποτελούμενο από ένα υγρό μέρος και από ένα στερεό μέρος.
- Δεν αρκεί να παρατηρήσεις τους ανθρώπους και τα σημάδια για να ανακαλύψεις αυτή τη γλώσσα; ρώτησε το αγόρι.
- Έχεις τη μανία ν' απλουστεύεις τα πάντα, απάντησε ο Άγγλος νευριασμένος. Η αλχημεία είναι σοβαρή υπόθεση. Το κάθε της βήμα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες των δασκάλων. Το αγόρι ανακάλυψε ότι το υγρό μέρος του μεγάλου έργου ονομαζόταν ελιξήριο μακροζωίας και αυτό το ελιξήριο όχι μόνο θεράπευε όλες τις ασθένειες, αλλά προστάτευε τον αλχημιστή κι από τα γηρατειά. Όσο για το στερεό μέρος λεγόταν φιλοσοφική λίθος.
- Δεν είναι εύκολο να ανακαλύψεις τη φιλοσοφική λίθο, είπε ο Άγγλος. Οι αλχημιστές περνούσαν πολλά χρόνια στα εργαστήρια παρατηρώντας εκείνη τη φωτιά που εξάγνιζε τα μέταλλα. Τόσο πολύ παρατηρούσαν τη φωτιά, που σιγά σιγά άρχιζαν ν' αδιαφορούν για τις ματαιότητες του κόσμου. Ώσπου τελικά, μία ωραία μέρα, ανακάλυψαν ότι ο εξαγνισμός των μετάλλων εξάγνισε και τους ίδιους. Το αγόρι θυμήθηκε τον έμπορο κρυστάλλων. Είχε πει ότι καλό ήταν που είχαν ξεσκονίσει τα βάζα, γιατί και οι δυο είχαν απαλλαγεί από τις κακές σκέψεις. Ήταν όλο και περισσότερο πεπεισμένος ότι την αλχημεία μπορούσες να τη μάθεις μέρα με τη μέρα.
- Άλλωστε, είπε ο Άγγλος, η φιλοσοφική λίθος έχει μια παράξενη ιδιότητα. Ένα μικρό θρύψαλο της μπορεί να μετατρέψει μεγάλες ποσότητες μετάλλου σε χρυσάφι. Αυτή η φράση, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του αγοριού για την αλχημεία. Νόμιζε ότι, με λίγη υπομονή, θα μπορούσε να μετατρέψει τα πάντα σε χρυσάφι. Διάβασε τη βιογραφία μερικών ανθρώπων που το είχαν καταφέρει: του Ελβέτιου, του Ελιάς, του Φουλκανέλι, του Γκεμπέρ. Ήταν συναρπαστικές ιστορίες: όλοι είχαν δοθεί ολόψυχα στον προσωπικό τους μύθο. Ταξίδευαν, συναντούσαν σοφούς, έκαναν θαύματα μπροστά στους επιφυλακτικούς, κατείχαν τη φιλοσοφική λίθο και το ελιξήριο της μακροζωίας.
Όταν όμως προσπάθησε να μάθει τον τρόπο να καταφέρει το μεγάλο έργο, δεν κατάλαβε τίποτα. Όλα ήταν σχέδια, κωδικοποιημένες οδηγίες, δυσκολονόητα κείμενα.
- Γιατί εκφράζονται έτσι στρυφνά; ρώτησε τον Άγγλο κάποια νύχτα. Παρατήρησε επίσης ότι ο Άγγλος φαινόταν στενοχωρημένος, του έλειπαν τα βιβλία του.
- Για να καταλαβαίνουν μόνο όσοι έχουν το αίσθημα ευθύνης, είπε εκείνος. Για φαντάσου όλος ο κόσμος να άρχιζε να μετατρέπει το μολύβι σε χρυσάφι. Σε λίγο, το χρυσάφι δε θα είχε καμιά αξία. »Μόνο όσοι επιμένουν, μόνο όσοι εξερευνούν πολύ, μόνο αυτοί καταφέρνουν το μεγάλο έργο. Γι' αυτό βρίσκομαι μέσα σ' αυτή την έρημο. Για να συναντήσω έναν αληθινό αλχημιστή, που θα με βοηθήσει να ξεδιαλύνω τους κώδικες.
- Πότε γράφτηκαν αυτά τα βιβλία; ρώτησε το αγόρι.
- Πριν από πολλούς αιώνες.
- Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τυπογραφία, επέμεινε το αγόρι. Δεν υπήρχαν δυνατότητες να μάθουν όλοι για την αλχημεία. Τότε γιατί αυτή η τόσο παράξενη γλώσσα και όλα αυτά τα σχέδια; Ο Άγγλος δεν απάντησε. Είπε ότι εδώ και πολλές μέρες παρατηρούσε το καραβάνι και δεν είχε ανακαλύψει τίποτε το καινούριο. Το μόνο που είχε προσέξει ήταν ότι τα σχόλια για τον πόλεμο όλο και πλήθαιναν.
Ένα πρωί, το αγόρι επέστρεψε τα βιβλία στον Άγγλο.
- Λοιπόν, έμαθες πολλά πράγματα; ρώτησε ο άλλος, γεμάτος προσδοκία. Είχε ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον για να διώξει το φόβο του πολέμου.
- Έμαθα ότι ο κόσμος έχει μια ψυχή και όποιος κατανοήσει αυτή την ψυχή θα καταλάβει τη γλώσσα των πραγμάτων. Έμαθα ότι πολλοί αλχημιστές βίωσαν τον Προσωπικό τους Μύθο και στο τέλος ανακάλυψαν την Ψυχή του Κόσμου, τη φιλοσοφική λίθο και το ελιξήριο της μακροζωίας. «Προπαντός, όμως, έμαθα ότι αυτά τα πράγματα είναι τόσο απλά, που μπορούν να γραφτούν σ' ένα σμαράγδι.
Ο Άγγλος απογοητεύτηκε. Τα χρόνια μελέτης, τα μαγικά σύμβολα, οι δύσκολες λέξεις, τα εργαστηριακά εργαλεία, τίποτε απ' αυτά δεν είχε εντυπωσιάσει το αγόρι. «Η ψυχή του θα είναι μάλλον πάρα πολύ πρωτόγονη, δεν είναι σε θέση να τα καταλάβει», σκέφτηκε.
Πήρε τα βιβλία του και τα φύλαξε μέσα στις βαλίτσες που κρέμονταν απ' την καμήλα.
- Γύρνα πίσω στο καραβάνι σου, είπε. Ούτε κι εγώ έμαθα τίποτε από εκείνο. Το αγόρι επέστρεψε στην παρατήρηση της σιωπής της ερήμου και της άμμου που σήκωναν τα ζώα. «Ο καθένας μαθαίνει με το δικό του τρόπο», επαναλάμβανε μέσα του. «Ο δικός του τρόπος δεν είναι ο δικός μου και ο δικός μου δεν είναι ο δικός του. Και οι δυο όμως ψάχνουμε για τον Προσωπικό μας Μύθο και γι' αυτό τον σέβομαι».
ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ, το καραβάνι προχωρούσε μέρα νύχτα. Όλη την ώρα έκαναν την εμφάνισή τους οι καλυμμένοι αγγελιαφόροι, και ο καμηλιέρης που είχε γίνει φίλος με το αγόρι εξήγησε ότι είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των φυλών, θα ήταν τυχεροί αν πρόφταιναν να φτάσουν στην όαση.
Τα ζώα ήταν εξαντλημένα και οι άντρες όλο και πιο σιωπηλοί. Η σιωπή ήταν πιο τρομερή στο παρελθόν τη νύχτα, όταν ένα απλό χλιμίντρισμα καμήλας -που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα χλιμίντρισμα καμήλας προξενούσε σε όλους το φόβο μην τυχόν και ήταν σημάδι εισβολής.
Ο καμηλιέρης όμως δεν έδειχνε να εντυπωσιάζεται πολύ από την απειλή του πολέμου.
- Είμαι ζωντανός, είπε στο αγόρι, τρώγοντας ένα πιάτο χουρμάδες κάποια νύχτα χωρίς φεγγάρι και φωτιές. Ενώ τρώω, δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τρώω. Αν βαδίζω, απλώς βαδίζω. Αν πρέπει να πολεμήσω, όποια μέρα κι αν είναι να πεθάνω θα είναι εξίσου καλή. Γιατί δε ζω ούτε στο παρελθόν μου ούτε στο μέλλον μου. Έχω μόνο το παρόν, αυτό μ' ενδιαφέρει. Αν μπορείς να μένεις πάντα στο παρόν, θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Θα καταλάβεις ότι στην έρημο υπάρχει ζωή, ότι ο ουρανός έχει αστέρια και ότι οι πολεμιστές πολεμούν γιατί αυτό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Η ζωή θα είναι μια γιορτή, ένα μεγάλο πανηγύρι, γιατί είναι πάντα και μόνο η στιγμή που ζούμε.
Δυο νύχτες αργότερα, ενώ ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο, το αγόρι κοίταξε προς το άστρο που ακολουθούσαν τη νύχτα. Του φάνηκε ότι ο ορίζοντας είχε χαμηλώσει λίγο, γιατί πάνω από την έρημο υπήρχαν εκατοντάδες αστέρια.
- Είναι η όαση, είπε ο καμηλιέρης.
- Και γιατί δεν πάμε εκεί αμέσως;
- Γιατί πρέπει να κοιμηθούμε.
Το ΑΓΟΡΙ άνοιξε τα μάτια του όταν ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει στον ορίζοντα. Μπροστά του, εκεί όπου, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ήταν τα μικρά αστέρια, εκτεινόταν μια ατέλειωτη σειρά φοινικιών, που κάλυπτε όλο τον ορίζοντα της ερήμου.
- Φτάσαμε! αναφώνησε ο Άγγλος, που μόλις είχε ξυπνήσει κι αυτός. Το αγόρι όμως παρέμεινε σιωπηλό. Είχε μάθει να αναγνωρίζει τη σιωπή της ερήμου και του αρκούσε να κοιτάζει τις φοινικιές μπροστά του. Είχε ακόμη πολύ δρόμο ως τις πυραμίδες και μια μέρα εκείνο το πρωινό δε θα ήταν παρά ανάμνηση. Τώρα όμως ήταν το παρόν, η γιορτή που είχε πει ο καμηλιέρης, κι αυτός προσπαθούσε να την απολαύσει με τα διδάγματα του παρελθόντος και τα όνειρα του μέλλοντος του. Μια μέρα, εκείνο το θέαμα των χιλιάδων φοινικιών θα ήταν απλή ανάμνηση. Γι' αυτόν, όμως, εκείνη τη στιγμή, σήμαινε σκιά, νερό κι ένα καταφύγιο από τον πόλεμο. Όπως ένα χλιμίντρισμα καμήλας μπορούσε να μετατραπεί σε σήμα κινδύνου, μια σειρά φοινικιών μπορούσε να σημαίνει ένα θαύμα.
«Ο κόσμος μιλά πολλές γλώσσες», σκέφτηκε το αγόρι.