11.3 ΕΞΟΔΟΣ (1123-1163)
ΑΔΜ. Θεοί! Τί θάμα ανέλπιστο είναι τούτο!
Την Άλκηστή μου βλέπω, αλήθεια, ή πλάνα
θεϊκή χαρά το νου μου αναγελάει;
ΗΡΑ. Όχι· πλάνη καμιά· η γυναίκα σου είναι.
ΑΔΜ. Τήρα μην είναι φάντασμα απ᾽ τον Άδη.
ΗΡΑ. Δεν έχεις φίλο που ψυχές ξορκίζει.
ΑΔΜ. Ώστε είναι η ίδια που έβαλα στον τάφο;
ΗΡΑ. Δεν απορώ που δυσπιστείς· είν᾽ η ίδια.
ΑΔΜ. Μπορώ να της μιλώ, να την αγγίζω
σα ζωντανή; ΗΡΑ. Ναι· ό,τι ποθούσες το έχεις.
ΑΔΜ., αγκαλιάζοντας την Άλκηστη.
Ω πρόσωπο, ω κορμί της λατρευτής μου,
σας κρατώ, που δεν το ᾽λπιζα ποτέ μου.
ΗΡΑ. Ναι, και μακριά σας των θεών ο φθόνος.
ΑΔΜ. Γιε ευγενικέ του ύψιστου Δία, εκείνος
να σε φυλάει, και να ᾽σαι ευτυχισμένος·
μου αναστυλώνεις τη ζωή, εσύ μόνος.
Μα πώς στο φως την έφερες και πάλι;
ΗΡΑ. Πάλεψα με το Θάνατο, που ορίζει
τους πεθαμένους. ΑΔΜ. Πού έκαμες τη μάχη;
ΗΡΑ. Στον τάφο πλάι· κρυμμένος, καρτερούσα.
ΑΔΜ. Αμίλητη όμως στέκει· ποιός ο λόγος;
ΗΡΑ. Δε γίνεται ν᾽ ακούσεις τη λαλιά της,
την τρίτη μέρα πριν να φέρει ο ήλιος,
και, αφού ήταν στους θεούς του κάτω κόσμου
ταμένη, ν᾽ αγνιστεί απ᾽ αυτό. Έλα πάρ᾽ τη
σπίτι· και έτσι, όπως είσαι δίκαιος, πάντα
ευλαβικά να φέρνεσαι στους ξένους.
Τώρα, Άδμητε, έχε γεια· εγώ πάω να κάμω
τον άθλο που ο Τιρύνθιος βασιλιάς
μου ᾽χει αναθέσει. ΑΔΜ. Μείνε εδώ κοντά μας·
το παλάτι μου θα ᾽ναι και δικό σου.
ΗΡΑ. Άλλη φορά· τώρα είναι βία να φύγω.
Φεύγει.
ΑΔΜ. Με το καλό να πας και να γυρίσεις.
Στους ακολούθους του και στο Χορό.
Στην τετραρχία προστάζω και στην πόλη
χορούς γι᾽ αυτή την ευτυχία να στήσουν,
κι όλους μας τους βωμούς να ζώσει η κνίσα
από θυσίες βοδιών ευχαριστήριες.
Καλύτερη ζωή για μας αρχίζει·
είδα τύχη καλή και δεν τ᾽ αρνιέμαι.
Μπαίνει στο παλάτι κρατώντας την Άλκηστη.
--
ΧΟΡ. Πλήθος παίρνουν μορφές τα θεϊκά,
και πολλά κι απρομάντευτα φέρνουν σε τέρμα οι θεοί·
ό,τι πρόσμενες μένει ανεκτέλεστο, ενώ
στο αναπάντεχο δίνει μια λύση ο θεός.
Έτσι τέλειωσε τώρα κι αυτή μας εδώ η ιστορία.