×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 33. Ένα ξαφνικό επεισόδιο

33. Ένα ξαφνικό επεισόδιο

Ο Γεροθανάσης, φεύγοντας από τα παιδιά, πήγε στους λοτόμους. Το βράδυ, όταν γύριζε από ‘κεί, πέρασε πάλι από τις καλύβες των παιδιών.

Στάθηκε, άναψε την ίσκα του , το τσιγάρο του και μάλωσε τον σκύλο, που τον άφησε κι έφυγε. Αυτό στ' αστεία. Γιατί στα σοβαρά είπε στα παιδιά πως τους χάριζε τον Γκέκα. Ένας σκύλος, λέει, πάντα τους χρειάζεται.

---

Κατά τις εννιά το βράδυ ακούστηκαν βήματα ενός ανθρώπου.

Ο άνθρωπος πλησίασε και καλησπέρισε. Μα φαινόταν ανήμπορος.

Όταν ήρθε στο φως, τον είδαν ματωμένο. Αίματα είχαν τρέξει από το κεφάλι του στο ανοιχτό του στήθος, στο ρούχο του κι έτρεχαν ακόμη. Ο Γεροθανάσης τινάχτηκε απάνω.

—Εσύ 'σαι, Κώστα; φώναξε.

—Εγώ, είπε εκείνος αδύνατα. Βάλτε μου κανένα πανί. Κι έγειρε κι ακούμπησε στο δέντρο.

—Όχι εδώ, είπε ο Γεροθανάσης, στην καλύβα πάμε. Και ζήτησε γρήγορα νερό και πανί.

Τα παιδιά είχαν δειλιάσει και πολλά χλόμιασαν· δεν είχαν δει άλλη φορά πληγωμένο. Όλη τους η σημερινή χαρά χάθηκε ξαφνικά.

Ο Αντρέας όμως δεν έχασε καιρό. Σε τέτοιες στιγμές ενεργούν αμέσως. Άρπαξε το φανάρι κι έφεξε στον Γεροθανάση και στον πληγωμένο για να μπούνε στην καλύβα.

Παράγγειλε στους άλλους να τρέξουν στη βρύση για νερό. Έπειτα πήρε δεύτερο φανάρι αναμμένο, έτρεξε στην καλύβα με τα τρόφιμα, έσκισε ένα δέμα κι έβγαλε από ‘κεί μέσα μερικά πράματα.

Ήταν επίδεσμοι, μπαμπάκι και αντισηπτικό, τα πρώτα που πρέπει να έχουν όσοι πάνε να ζήσουν στην ερημιά. Μ' αυτά γύρισε στην καλύβα του αρρώστου.

Ο Αντρέας κι ο Δημητράκης είχαν μάθει να δένουν επιδέσμους. Ο Γεροθανάσης το ήξερε πρακτικά, μόνο αντισηπτικό δεν καταλάβαινε τι θα πει.

Οι τρεις τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, έδεσαν καλά το κεφάλι του χτυπημένου. Ο Γεροθανάσης τού έδωσε λίγο νερό να πιει και τον πλάγιασε στο στρώμα.

---

Τώρα κατάλαβαν ποιος είναι. Είναι εκείνος που γυρίζει κάτω στην πόλη και πουλάει ρίγανη, κάππαρη, βότανα κι ελατόπισσα. Είτε από την ταραχή τους είτε από το λίγο φως, τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει αμέσως τον καημένο τον Κώστα τον Κορφολόγο!

—Τ' είναι, Κώστα, ποιος το 'κανε; ρώτησε ο Γεροθανάσης.

—Να, αυτά τα θηρία οι Πουρναρίτες. Ήταν και πάλι δυο απ' αυτούς και χτυπούσαν με το τσεκούρι ένα θεόρατο πεύκο.

«Γιατί, πατριώτη;» λέω στον έναν. «Τι σου φταίει το πεύκο;»

«Τα βοτάνια σου να κοιτάζεις εσύ», μ' απάντησε.

«Μα καλά», του λέω, «καταστρέφετε ένα πράμα του Θεού, που θέλει πενήντα χρόνια να ξαναγίνει. Εσείς οι Πουρναρίτες θα φάτε το δάσος. Δε λογαριάζετε τουλάχιστον την εξουσία;»

«Εξουσία», απάντησε, «είναι κείνο που μας αρέσει. Να πας από ‘δώ και συ κι αυτή».

Λέγοντας αυτά, ο ένας με φοβέριζε με το τσεκούρι. Ο άλλος σήκωσε από κάτω ένα ξύλο και με χτύπησε.

Όταν ξεζαλίστηκα και κοίταξα γύρω μου, είχαν γίνει κι οι δυο άφαντοι. Έτσι μου 'μελλε να πάθω.

—Τα θηρία, φώναξε ο Γεροθανάσης, ως τώρα χτυπούσαν το κλαρί, τώρα θα μας φάνε και τους ανθρώπους.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

33. Ένα ξαφνικό επεισόδιο A|sudden|episode 33. Eine plötzliche Episode 33. A sudden episode 33. Un episodio repentino 33. Nagły epizod 33. Um episódio súbito

Ο Γεροθανάσης, φεύγοντας από τα παιδιά, πήγε στους λοτόμους. ||leaving||||went||the lobotomists Gerothanasis, leaving the children, went to the lotto men. Το βράδυ, όταν γύριζε από ‘κεί, πέρασε πάλι από τις καλύβες των παιδιών. |evening||returning|||passed|again|||the huts|| In the evening, when he came back from there, he passed by the children's huts again.

Στάθηκε, άναψε την ίσκα του , το τσιγάρο του και μάλωσε τον σκύλο, που τον άφησε κι έφυγε. Stood|lit up||lighter|||cigarette|||scolded||dog|||left||left He stood, lit his shadow, his cigarette and scolded the dog, who left him and went away. Αυτό στ' αστεία. ||jokes That's a joke. Γιατί στα σοβαρά είπε στα παιδιά πως τους χάριζε τον Γκέκα. because||seriously|said|||||was giving away||Geka Because he seriously told the kids he was giving them Gekka. Ένας σκύλος, λέει, πάντα τους χρειάζεται. |||always||needs A dog, he says, always needs them.

---

Κατά τις εννιά το βράδυ ακούστηκαν βήματα ενός ανθρώπου. ||nine||evening|were heard|steps||of a man About nine o'clock in the evening a man's footsteps were heard.

Ο άνθρωπος πλησίασε και καλησπέρισε. ||approached||greeted good evening The man approached and said hello. Μα φαινόταν ανήμπορος. |seemed|helpless But he seemed helpless.

Όταν ήρθε στο φως, τον είδαν ματωμένο. |he came||||saw|bleeding When he came to light, he was seen bleeding. Αίματα είχαν τρέξει από το κεφάλι του στο ανοιχτό του στήθος, στο ρούχο του κι έτρεχαν ακόμη. blood||run||||||open||chest||clothes|||were running|still Blood had run from his head to his open chest, to his clothes and was still running. Ο Γεροθανάσης τινάχτηκε απάνω. ||shook off|upwards Gerothanasis was shaken up.

—Εσύ 'σαι, Κώστα; φώναξε. You|are|Kostas|shout -"Is that you, Kostas?" he shouted.

—Εγώ, είπε εκείνος αδύνατα. I||he|weakly -I did, he said weakly. Βάλτε μου κανένα πανί. put|||cloth Give me a cloth. Κι έγειρε κι ακούμπησε στο δέντρο. |leaned||leaned against||tree And he leaned against the tree.

—Όχι εδώ, είπε ο Γεροθανάσης, στην καλύβα πάμε. ||||Elder Thanasis||hut|let's go -Not here, said the old man, we are going to the hut. Και ζήτησε γρήγορα νερό και πανί. |asked for|quickly|||cloth or rag And he quickly asked for water and a cloth.

Τα παιδιά είχαν δειλιάσει και πολλά χλόμιασαν· δεν είχαν δει άλλη φορά πληγωμένο. |||faltered|||turned pale||||another||wounded The children were cowed and many turned pale; they had never seen a wounded man before. Όλη τους η σημερινή χαρά χάθηκε ξαφνικά. |||today's|joy|was lost|suddenly All their present joy was suddenly gone.

Ο Αντρέας όμως δεν έχασε καιρό. ||however||didn't waste| But Andreas did not waste time. Σε τέτοιες στιγμές ενεργούν αμέσως. |such|moments|act|immediately At such times they act immediately. Άρπαξε το φανάρι κι έφεξε στον Γεροθανάση και στον πληγωμένο για να μπούνε στην καλύβα. grabbed||lantern||shone||old man Thanasis|||wounded|||go in||cabin He grabbed the lantern and brought it to Gerothanasi and the wounded man to enter the hut.

Παράγγειλε στους άλλους να τρέξουν στη βρύση για νερό. Ordered||||run||faucet|| He ordered the others to run to the tap for water. Έπειτα πήρε δεύτερο φανάρι αναμμένο, έτρεξε στην καλύβα με τα τρόφιμα, έσκισε ένα δέμα κι έβγαλε από ‘κεί μέσα μερικά πράματα. Then|took|second|lantern|lit up|ran|||||food|tore open||bundle||took out|||||things Then he got a second lantern lit, ran to the food hut, tore open a bundle and took out some things.

Ήταν επίδεσμοι, μπαμπάκι και αντισηπτικό, τα πρώτα που πρέπει να έχουν όσοι πάνε να ζήσουν στην ερημιά. |bandages|cotton||antiseptic|||||||those who|go||live||wilderness It was bandages, cotton and antiseptic, the first things that those who go to live in the wilderness must have. Μ' αυτά γύρισε στην καλύβα του αρρώστου. ||returned||||sick With this he returned to the sick man's hut.

Ο Αντρέας κι ο Δημητράκης είχαν μάθει να δένουν επιδέσμους. ||||||learned how to||tie up|bandages Andreas and Dimitrakis had learned to tie bandages. Ο Γεροθανάσης το ήξερε πρακτικά, μόνο αντισηπτικό δεν καταλάβαινε τι θα πει. |||knew|practically||antiseptic||understood|||say Gerothanasis knew it practically, only antiseptic did not understand what it meant.

Οι τρεις τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, έδεσαν καλά το κεφάλι του χτυπημένου. |||helping each other|||||bandaged|well||head||injured The three of them, helping each other, tied the head of the wounded man securely. Ο Γεροθανάσης τού έδωσε λίγο νερό να πιει και τον πλάγιασε στο στρώμα. |Old Man Thanasis||gave||||drink|||laid||mattress Gerothanasis gave him some water to drink and laid him down on the mattress.

---

Τώρα κατάλαβαν ποιος είναι. |they understand|| Now they understood who he is. Είναι εκείνος που γυρίζει κάτω στην πόλη και πουλάει ρίγανη, κάππαρη, βότανα κι ελατόπισσα. |||turns|down||||sells|oregano|capers|herbs||fir tree tips He's the one who goes down to town and sells oregano, capers, herbs and fir nuts. Είτε από την ταραχή τους είτε από το λίγο φως, τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει αμέσως τον καημένο τον Κώστα τον Κορφολόγο! Either|||disturbance||either||||light|||||recognized|immediately||poor||||Korfologos Either from their agitation or from the little light, the children had not immediately met poor Kostas the Corphologist!

—Τ' είναι, Κώστα, ποιος το 'κανε; ρώτησε ο Γεροθανάσης. |is||||did it|asked|| -"Is it, Kostas, who did it?" asked the old man.

—Να, αυτά τα θηρία οι Πουρναρίτες. |||beasts||Purnarites -These beasts, the Purnarites. Ήταν και πάλι δυο απ' αυτούς και χτυπούσαν με το τσεκούρι ένα θεόρατο πεύκο. it was||again|two||||were hitting|||axe||huge| There were two of them again, and they were striking a huge pine tree with an axe.

«Γιατί, πατριώτη;» λέω στον έναν. |patriot||| "Why, patriot?" I say to one of them. «Τι σου φταίει το πεύκο;» ||blame it|| "What's wrong with the pine tree?"

«Τα βοτάνια σου να κοιτάζεις εσύ», μ' απάντησε. |herbs|||looking at|||she replied "You look after your herbs," he replied.

«Μα καλά», του λέω, «καταστρέφετε ένα πράμα του Θεού, που θέλει πενήντα χρόνια να ξαναγίνει. But||||destroy||thing||of God||wants|fifty years|||become again "But well," I say, "you are destroying a thing of God that takes fifty years to be redone. Εσείς οι Πουρναρίτες θα φάτε το δάσος. ||||eat|| You Purnarites will eat the forest. Δε λογαριάζετε τουλάχιστον την εξουσία;» |consider|||authority Don't you at least account for the power?"

«Εξουσία», απάντησε, «είναι κείνο που μας αρέσει. Power|answered|||||like "Power," he replied, "is what we like. Να πας από ‘δώ και συ κι αυτή». ||from|||||she You go this way and you and her."

Λέγοντας αυτά, ο ένας με φοβέριζε με το τσεκούρι. saying this|||||was frightening|||axe Saying this, one of them was bullying me with an axe. Ο άλλος σήκωσε από κάτω ένα ξύλο και με χτύπησε. ||lifted||under||wood|and||hit The other one picked up a stick from underneath and hit me.

Όταν ξεζαλίστηκα και κοίταξα γύρω μου, είχαν γίνει κι οι δυο άφαντοι. |got dizzy||looked|around|||had become||||invisible When I disrobed and looked around, they were both gone. Έτσι μου 'μελλε να πάθω. ||it was destined|to|suffer experience That's what I'm supposed to get.

—Τα θηρία, φώναξε ο Γεροθανάσης, ως τώρα χτυπούσαν το κλαρί, τώρα θα μας φάνε και τους ανθρώπους. |wild animals|shouted||Old Thanasis|as|now|were hitting||branch||||eat|||people -"The beasts," cried Gerothanasi, "have been beating the branch, now they will eat us and the people.