×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί.

— Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. Μα δεν έχω πια σίδερο. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματά της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελπίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του.

— Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε.

— Δεν το αγόραζα εγώ. Το παλάτι μου το προμήθευε.

— Και το παλάτι από πού το έπαιρνε;

— Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. Παν και παν αυτοί οι καιροί! στέναξε ο Κακομοιρίδης.

— Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες;

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε:

— Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. Ούτε να φάγει πια δεν έχει.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο. Φλουριά του χρειάζουνταν! Πού να βρει φλουριά;

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του.

— Έλα, είπε της Ειρηνούλας. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο.

— Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. Για πού;

— Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου.

— Κρίμα! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο;

— Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε. Έχω μια πρόταση να σου κάνω. Θέλω να μάθω γράμματα. Με μαθαίνεις εσύ;

— Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω…

— Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά…

— Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. Ειδεμή μου τα κλέβουν.

— Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. Δέχεσαι;

— Ακούς λέει! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος. Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του.

Περνούσαν από το δάσος.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. Ύστερα κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του.

— Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα.

Τ' αδέλφια κάθισαν κοντά του και το μάθημα άρχισε.

Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις.

— Καλά, είπε ο δάσκαλος. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα. Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας.

Πήραν πάλι το δρόμο της χώρας. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν.

— Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος.

— Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο…

— Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο.

— Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι. Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί.

— Πώς τον λένε;

— Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος.

— Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο.

— Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί.

— Καλά, θα έρθω.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. Όλοι κοιμούνταν.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε.

— Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. Έμπα στην τραπεζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθισαν τ' αδέλφια να φάγουν.

Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασι- λόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! Μόνος ο Πολύκαρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα.

— Δε θ' αργήσω, είπε. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα.

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές.

— Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια.

— Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά.

— Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα.

— Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες;

— Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει.

Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια

Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά.

— Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης.

— Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του;

— Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.

— Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο.

— Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης.

Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση.

— Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι. Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία.

— Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω;

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.

— Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δάσκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου.

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος.

— Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς.

— Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος.

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε.

— Αφέντη; επανέλαβε.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.

— Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε.

— Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δε σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες. Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρον σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

— Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω2.

Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή. Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει.

Αποσταίνω: κουράζομαι

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2) Ζ'. NEW REVELATIONS (2) Ζ'. NOWE OBJAWIENIA (2)

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί. ||||||||||||||||||||||iron|tray So when they entered the house, Kakomiridis' daughter made coffee, served it in iron cups, and laid it before them in an iron pan.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί. Vassilopoulos noticed that all the furniture was also iron, and asked why.

— Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. |blacksmithing||||||||| - "Yes, blacksmith is my trade, my lad," replied Kakomiridis. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. ||||||made|||swords||arrows|||armor||||covered|||||big|||filled||||they terrified|| Once upon a time, I made all the swords, shuttles and armour of the kingdom, I covered with iron and the rough ships that filled the river and terrorized the neighbourhood. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. ||||||||gone|||||||orders|||||||||| But the good years are gone, the ships are gone, the weapons are gone, and the palace no longer orders new ones, so my hands are useless. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. |||||||I used||||||||||||||I sit Whatever iron was in my warehouse, I used it and made my furniture, so that I could have a job and not sit around. Μα δεν έχω πια σίδερο. But I don't have an iron anymore. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματά της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. ||ambidextrous|smoking||||||||sells||embroidery|||||||| And I sit double-handed, smoking my blow job while my daughter sells her embroidery to bring home some bread. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου! |upside down|| All upside down, lad!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελπίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του. ||||were shining||||||||| Vassilopoulos' eyes sparkled with new hopes that had been born in his heart.

— Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε. - And first, in the days when the palace ordered swords, where did you buy the iron? he asked.

— Δεν το αγόραζα εγώ. - I wasn't buying it. Το παλάτι μου το προμήθευε. ||||supplied The palace supplied it to me.

— Και το παλάτι από πού το έπαιρνε; ||||||was getting - And where did he get the palace from?

— Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! ||||||||were thriving| - Ah, my child, it was the time when everything was going well here! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. |boys||family men||lived|||mines|| So many lads and famished people lived off the State's mines. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. |||ants||||||wells||they were taking out||||||||workshops||they separated||||| You could see them like ants, and every day they went down to the wells and pulled out the stones, and as many more worked in the workshops where they separated the metal from the stone. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. ||managed||workers|||plenty of||||||||||||||boiled||||chicken||| I was then running a hundred working artisans, we earned our bread and butter, there was not one of us who did not have his stew or his chicken on Sunday. Παν και παν αυτοί οι καιροί! All is well in these times! στέναξε ο Κακομοιρίδης. sighed|| Kakomiridis groaned.

— Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. - And why shouldn't the good days come again?said Vassilopoulos enthusiastically. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες; ||||||||||||make||||||spears Why shouldn't the work begin again, and they get iron again, and you make swords and shafts and spears?

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε: Kakomiridis smiled:

— Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. ||||||||muffed - And who's going to pay the congressmen? The King is muffled. Ούτε να φάγει πια δεν έχει. He doesn't even have anything to eat anymore.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο. Vassilopoulos bowed his head, dejected. Φλουριά του χρειάζουνταν! He needed coin! Πού να βρει φλουριά; Where to find coins?

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. ||lost|||tightened||| He remembered the lost treasure and his heart tightened. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του. He got up and said goodbye to Kakomiridis and his daughter.

— Έλα, είπε της Ειρηνούλας. - Come on, he said to Irene. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Let's go straight to the teacher's. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο. ||||go||||||they met|| But they didn't have time to get to his house, they met him in the street.

— Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. |good|||||teacher|recognizing|| - Good times, my child, said the teacher, recognizing the brothers. Για πού; for|where Where to?

— Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. |I was looking for||| - I was looking for you, said Vassilopoulos. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου. |||||||I was coming||| I have a favor to ask you, and I was coming to your house.

— Κρίμα! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. I barely go to my brother's sitting in the country. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο; I wonder if you'd mind telling me on the way.

— Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε. - Why not? And I have to go back to the country with my sister, so I'll see you on the way. Έχω μια πρόταση να σου κάνω. ||proposal||| I have a proposition to make to you. Θέλω να μάθω γράμματα. I want to learn letters. Με μαθαίνεις εσύ; Are you teaching me?

— Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. |||you pay||||| But how much are you paying me? You know I'm a poor man. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω… I cannot charisma teach...

— Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. - I have no coins, nor anything else, interrupted Vassilopoulos, but I'll make you a deal. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά… ||||||||vegetables||||| You have nothing to live on but a few herbs grown by your children...

— Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. - No herbs, only roots, the teacher interrupted. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. |I plant||||onions||||||||| I no longer plant anything but carrots, onions and such things, whose fruit is not visible. Ειδεμή μου τα κλέβουν. my Eidemé||| They are especially stealing from me.

— Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. ||||||||||hare||bunny|||||||||||| So I suggest that I bring you a bird or a rabbit or a hare or a rabbit, or whatever other game I kill, for every lesson you give me. Δέχεσαι; you accept Do you accept?

— Ακούς λέει! - Are you listening! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος. |very happy|| said the teacher, delighted. Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του. I haven't eaten meat in so many years, I forgot how it tastes.

Περνούσαν από το δάσος. They were passing through the forest.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. |||||||||||squares||carved||||| The teacher took a thick dry branch, cut it into small squares and carved a letter on each one. Ύστερα κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του. Then he sat down at the root of a tree and spread it out in front of him.

— Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα. ||||||numbers|| - Come, he said, let me teach you the digits first.

Τ' αδέλφια κάθισαν κοντά του και το μάθημα άρχισε. The brothers sat down with him and the lesson began.

Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. |||||||zeal||desire|| The teacher had patience and the students had eagerness and desire to learn. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις. ||||set (or had set)||||||||||mixing||reselecting||little sticks||||| So the sun had set, and the three of them were still sitting at the foot of the tree, shuffling and re-shuffling the sticks and forming syllables and words.

— Καλά, είπε ο δάσκαλος. - Well, said the teacher. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα. ||we go||||||||| If we always go on like this, you'll soon learn more than me. Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας. In a little while I will give you books to read as monks.

Πήραν πάλι το δρόμο της χώρας. They went the way of the country again. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν. They were chatting as they went.

— Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος. |||Socrates|||you passed||||||||||||factory||| - "In the time of Synetus I, if you passed by here, you would have said that the whole country was one big factory," said the teacher.

— Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What were they doing? asked Vassilopoulos.

— Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. - "Ships," replied the teacher. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. |master builder|||| And my brother was the pioneer. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο… They were cutting||||they were lowering|||were being built|||||||| They cut down the trees, brought them down to the river, built the royal ships there and entered the naval station...

— Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο. - Where is your brother now?" asked Vassilopoulos wistfully.

— Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. - It's in the country, that's where I'm going tonight. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι. |makes a living||poor man|||day's work| But the poor man is gossiping, with his poor-meal-meal. Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί. |misfortune||||||get sick||be|| One wrong turn, one sick turn, and he will find himself without bread.

— Πώς τον λένε; - What's his name?

— Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος. Amirakos||||||||||| - Amoeba the first-master, to distinguish him from me, who am Amoeba the teacher.

— Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο. - I wanted to meet him, said Vassilopoulos.

— Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. - Why not? Instead of running to the State School, come to his house tomorrow and do your homework. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί. If you come early, you'll find me there.

— Καλά, θα έρθω. - Okay, I'll be there.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό. At the door of the first master's house the teacher bade them farewell, and Vassilopoulos and Irinula went up the mountain.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. It was late by the time they reached the palace. Όλοι κοιμούνταν. Everyone was asleep.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε. |||||||||||||||they arrive|||||bench||||||||||||||||| Polycarp alone waited for them with anxiety, and one went out to see if they arrived, and one went back to the bench where Polydoros was lying asleep, and told him his worries, which the other did not even hear.

— Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. - I have saved food for you and your brother's mistress," he said cheerfully to Irene, as soon as he saw her. Έμπα στην τραπεζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι. come in||||Lady Basiopoula||set|| Come on into the dining room, Mrs. Sourpuss, I've got the table set.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. ||||||||||torch||||light them||| Polydoros, however, had been awakened by the speeches and was lighting a torch to bring them to the dining-room. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. ||||light|||||oil lamp||||| A lantern could not be lit, because neither a candle nor an alchemy candle was found in the palace. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθισαν τ' αδέλφια να φάγουν. |stuck|||||jug|||||||||| So he thrust the heifer into a pitcher, and by that light the brothers sat down to eat.

Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασι- λόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα. ||||||||||||||||rabbits||||was collecting||||fruits|| The next day, first thing in the morning, they went to the forest again, where Vassilopoulos killed wild birds and rabbits, while Irene was peeling eggs and gathering fruit and grass.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! When they came back, no one had gotten up yet! Μόνος ο Πολύκαρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα. Polycarp alone was again preparing the kitchen for Irene alone.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα. |||||bunch||piece|||||| Vassilopoulos took the teacher's meridian from the bunch and said goodbye to Irinula.

— Δε θ' αργήσω, είπε. - I won't be long, he said. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα. The first mason's house is almost at the root of the mountain, and I'll be back as soon as class is over.

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές. |||||||sitting||veranda|||||||olives He found the teacher and his brother sitting in the crib of the house, eating bread and olives.

— Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του. ||||||||introduced||| - "Good for the lad," said the teacher, and introduced his brother to him.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια. ||||||||asking|||details|||||built|||||||||remembered||||||||||told||||||||||||||||||||| Vassilopoulos immediately began talking to the master builder, asking a thousand and two details about the way he used to build the royal ships, and the master builder melancholically reminisced about his old days, and with tears in his eyes told of the emotion he felt every time he saw a new ship on the river, built by his own hands.

— Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Wouldn't you like to build ships again? he asked Vassilopoulos.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά. The first mason smiled bitterly.

— Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα. |||jokes||||taste - Don't make such spaghetti, he said, it's not tasty.

— Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες; |||||||||||reordered|||| - If someone came along... let's say the King again... and ordered you ships again, would you do it?

— Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. ||||order||||||||||contempt - "The King will not order them for me, and not for you," said the first-master with contempt. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. |||||||thought|||peace| The King all his life has thought nothing but his quiet. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. Now it's too late to wake up.

Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια Sakhnisi|covered|balcony|||| Shahnisi: covered balcony closed all around with glazing

Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά. ||||||||||||admirals||company There is no more food to eat either, so may the chancellors, generals-in-chief, stalllords and company be well.

— Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. |||general|||| - What did the commander-in-chief do, do you know? he asked Vassilopoulos.

— Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! ||Maskaropoulos|||who||| - Are you asking about Mascaropoulos? Who doesn't know! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. He did the things that everyone in the palace does. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. |||||||army|||| He had the army's warehouses in his hands and emptied them all. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. |||||tents|||outfits||a fortune||||||||||| As he sold his weapons, tents and costumes, made a fortune and fled to foreign lands, without the Master even knowing it. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. And the stones know what I'm telling you. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. ||||horn The world has gone mad. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. The King alone is found not to hear it, added the master builder.

— Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. |is wrong||||||||supposedly|||||||||||||||| - What is the King's fault, said the King's boy, turning to see what was happening on the road, but more to hide the redness of his face. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του; ||||||||||rascals|| What is the King's fault, if he has nothing but thieves and thieves around him?

— Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. |||meet||employees||||entrust||interests||||||| - He should have made sure he knew his employees before entrusting them with the interests of the State, said the first mason angrily. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. ||they were coming out||||he/she/it punished And if they turned out to be troublemakers, let him punish them. Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! ||cared|||||||pity But when did he ever care about anything? Then we're eaten up by the pain! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. ||punish|||||||unconscious||poor|||||||be destroyed||||||| How to punish a thief or a traitor, or whatever else is unconscious? "The poor man," they say to you, "why should he be destroyed? So many others do worse!" And so on. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί! |||honest||find|| And only the honest can't find bread here!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του. Vassilopoulos interrupted him so that he would not hear any more against his father.

— Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό. ||||||||||villagers|||||||||| - Why are people running in the street?He asked, pointing to two or three villagers, who were hurrying away with their wives towards the mountain.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο. ||Amirakos||| The two Amorites leaned against the window.

— Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. No|fight|||again|||| - No fighting will be again, said the first mason quietly.

Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση. ||we are|used to|||||||impression We here are used to that, it doesn't surprise us anymore.

— Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Are there||fights||| - Are there many fights? asked Vassilopoulos.

— Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. |||after|relaxed|||||||||||||||||take revenge||||harmed|||||| - Of course they do, because after justice has been relaxed and lost, everyone seeks on his own to find his own justice and to take revenge on the one who has harmed him or who he thinks has harmed him. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. ||||falls|||country|||villages And so every day there is a beating in the country and in the villages. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι. ||||murders Many times there are murders. Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! ||||||justice But where can justice feel it! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει! |policeman||| There's not even a gendarme anymore!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. |||||||||||||miseries||| Vassilopoulos listened, and his soul grew sadder and sadder for the misfortunes of his country. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία. ||||||complaint||| No matter what he said, the speech always turned to complaining.

— Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. ||lesson||||interrupting|| - What about the lesson?The teacher said, interrupting the conversation. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω; ||||appetizer|bunny||||||||below How did you bring me such an appetizing rabbit if you're not going to learn anything further?

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε. ||||sticks|||||||| Vassilopoulos took the sticks out of his pocket and the lesson began.

— Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δάσκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου. ||||||||||||||||||I promised|||||| - "If you learn so little every day," said the teacher, pleased, "I will soon give you the books I promised you, and you will read them yourself.

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. ||||||||||||||dusty Suddenly the door opened with a rush and the adjutant Polyodoros entered, panting and dusty.

— Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. - 'Master,' he said, his voice trembling, 'the King asks for you at once. Έφθασαν κακές ειδήσεις. ||news Bad news has arrived. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς. ||||lost|||||||||Princess|||||| His mistress is out of her mind, she cries and calls for you, and Queenie sent me to tell you to come straight away.

— Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος. |exclaimed|dazed|| - Master?The teacher exclaimed in a daze.

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε. |master builder| The first mason bounced.

— Αφέντη; επανέλαβε. - Master? he repeated.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Vassilopoulos was up. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο. ||||pale His face was pale.

— Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε. |divine|| - Uncle King... mumbled.

— Ποιος είσαι! who|you are - Who are you! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα. |||||||||||uttered|earlier cried the foremaster, who remembered with horror the words he had uttered earlier.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. ||||||||extending||| - "I am the King's son," said the King's son, holding out his hand. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. ||||I order|||leave||||||build||fleet And now I'm ordering you to leave your job and build a new fleet. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δε σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. ||||||||||||||||||||||be covered||||| And if I have no coins, and if years pass and I don't pay you, still don't stop, but work until the river is covered with boats again. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες. The time has come when we will make sacrifices. Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρον σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. ||person||||interest||||||||| Forget your own person and your own interest, work only for the common good of the country. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα. |demands||Motherland|||||| It is what the Fatherland demands, and I will give you an example.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε. |master builder||||||||||| The master builder dropped to his knees, grabbed the boy's hand and kissed it.

— Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω2. ||rebuild|||||||work|until||sail - I will build you a fleet again, he said with power, and I will work till I am distant2.

Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή. ||||||disturbed|| And out came Vassilopoulos with a troubled soul. Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε. Polydoros followed him.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει. ||those||||inflamed|||||was swelling|||||||||||||spoken Those last words had excited him and his heart was swelling with love and admiration for his new Master who had uttered them.

Αποσταίνω: κουράζομαι I get tired|I get tired Distance: to be tired