×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 23. Ο αποχαιρετισμός

23. Ο αποχαιρετισμός

Από το 1957, όπως είπαμε, δεν επιτηρούσαν πιά τον π. Αρσένιο. Του επέτρεπαν, μάλιστα, να βγαίνει αραιά και πού από τα όρια του στρατοπέδου. Όταν λοιπόν έφτανε η πολυπόθητη ‘'ημέρα εξόδου'', αφού τελείωνε τη δουλειά του, κινούσε για το δάσος ή για την όχθη ενός κοντινού βάλτου. Καθόταν πάνω σε κάποιο κούτσουρο και άρχιζε να προσεύχεται μεγαλόφωνα.

Η φωνή μου, έλεγε ο ίδιος αργότερα, απλωνόταν ολόγυρα, χωνόταν μέσα στα ξέφωτα, προχωρούσε στα μονοπάτια κι έσβηνε πάνω στις λυγερόκορμες σημύδες, στις γερμένες ιτιές, στα πανύψηλα έλατα, στα ταπεινά χορταράκια.

Εκεί, στην ερημιά, μπορούσα να προσευχηθώ μόνος και απερίσπαστος. Εκεί η σκληρότητα του στρατοπέδου έδινε τη θέση της στη γλυκύτητα της κοινωνίας με το Θεό. Εκεί θαρρείς και είχα ολόγυρά μου τα πνευματικά μου τέκνα και τους φίλους μου, πού ζούσαν ελεύθεροι. Εκεί επικοινωνούσα νοερά και με τους κεκοιμημένους αδελφούς από τις ενορίες μου ή τους τόπους των φυλακίσεων και των εξοριών μου.

Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του 1957. Έκανε ζέστη. Τα κουνούπια,ένα γκρίζο σύννεφο, ζουζούνιζαν μονότονα και απειλητικά ολόγυρά μου. Μια ξαφνική πνοή του ανέμου τα έδιωξε μακριά, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα με είχαν πολιορκήσει ξανά.

Το στρατόπεδο, ο θάλαμος, οι εγκληματίες, οι επόπτες, οι επιθεωρήσεις, τα βάσανα όλα είχαν ξεχαστεί. Υπήρχαν μόνον ο απέραντος γαλάζιος ουρανός, το πυκνό βαθυπράσινο δάσος, το θρόισμα των φύλλων, τα κελαδίσματα των πουλιών και η προσευχή της καρδιάς μου, πού αγκάλιαζε ολόκληρη τη θεόπλαστη φύση και μ' έφερνε κοντά στο Δημιουργό της.

Τράβηξα για τα ξέφωτα, όπου λίγο καιρό πριν, όταν το στρατόπεδο ήταν γεμάτο κρατουμένους, άνοιγαν λάκκους κι έθαβαν τους νεκρούς.

Η τεράστια έκταση του νεκροταφείου, περιφραγμένη κάποτε με συρματοπλέγματα και απροσπέλαστη, ήταν τώρα ανοιχτή: πολλοί πάσσαλοι είχαν πέσει και τα σύρματα κρέμονταν κομμένα. Η περιοχή έμοιαζε μ' ένα εγκαταλειμμένο περιβόλι γεμάτο ακανόνιστες βραγιές, όπου έβλεπες σκόρπια αναρίθμητα παλούκια με λαμαρινένιες πινακίδες – παλούκια όρθια, γερμένα ή πεσμένα καταγής. Πάνω στις πινακίδες ήταν γραμμένα τα ονόματα και τα νούμερα των κρατουμένων. Τώρα ήταν κι αυτά μισοσβησμένα, πού και πού διέκρινες κάποια γράμματα, κάποιους αριθμούς…

Προχώρησα. Τα πόδια μου βούλιαζαν μέσα στη γκρίζα λάσπη, την ανακατωμένη με σάπια φύλλα και χόρτα. Βάδιζα με δυσκολία, ξεκολλώντας τα πόδια μου σε κάθε βήμα, διασκελίζοντας τα πεσμένα παλούκια και τα χωμάτινα υψώματα των τάφων, πηδώντας πάνω από χαντάκια, παρακάμπτοντας μεγάλους λάκκους, αδράχνοντας τους κορμούς καχεκτικών δέντρων.

Ο ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος κατέβαινε αργά, τραβώντας για τη δύση του. Στάθηκα, γύρισα το βλέμμα μου σ' όλα τα σημεία, σταυροκοπήθηκα και ευλόγησα τον κάμπο εκείνο του θανάτου. Ζήτησα ολόψυχα του Θεού το έλεος για τις ψυχές των νεκρών. Η καρδιά μου ήταν βαρειά, με πλάκωνε η θλίψη.

Ο απαλός και δροσερός αέρας κόπηκε απότομα. Λες και κρύφτηκε μέσα στο δάσος, λες και χώθηκε μέσα στη γη, λες και κάτι φοβήθηκε. Ακίνητα σαν πέτρινα ήταν τώρα τα δέντρα, το χορτάρι, οι θάμνοι.

Έσπρωξα τα βήματά μου πιο πέρα, καθώς τα περασμένα έστηναν μέσα μου έναν κακόρρυθμο χορό μαζί με τα τωρινά και τα μελλούμενα.

Ζωντάνεψαν στη σκέψη μου άνθρωποι γνώριμοι και αγαπημένοι, πού απόθεσαν στα χέρια μου με την εξομολόγηση όλη τους τη ζωή. Ζωντάνεψαν πρόσωπα κουρασμένα, σκελετωμένα, χαραγμένα από τον πόνο και τις ταλαιπωρίες. Ζωντάνεψαν μάτια θλιμμένα, βαθουλωτά, θολά, μάτια γεμάτα νοσταλγία και προσευχή ή μάτια γεμάτα μίσος και απελπισία. Πόσα μάτια είχα κλείσει με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου!…

Στα χείλη μου είχα τις νεκρώσιμες ευχές. Φώναζα. Οι λέξεις και οι φράσεις έκαιγαν τη γλώσσα, συγκλόνιζαν το σώμα και τσάκιζαν την ψυχή, καθώς έπεφταν σαν ιλαστήρια και λυτρωτική βροχή πάνω απ' τα θαμμένα σώματα.

Χιλιάδες, χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί, κάτω απ' το χώμα, θανατωμένοι από συνανθρώπους τους – χιλιάδες ακόλουθοι του Χριστού, χιλιάδες υπερασπιστές της γης των πατέρων μας, χιλιάδες αγωνιστές της δικαιοσύνης, χιλιάδες μάρτυρες της ελευθερίας μα και χιλιάδες πολέμιοι της Εκκλησίας, χιλιάδες προδότες της πατρίδας, χιλιάδες δολοφόνοι και εγκληματίες.

Λίγο μακρύτερα ακουγόταν μονότονος και μελαγχολικός ο θόρυβος μιας μπολντόζας, πού χαλούσε τα υψώματα των τάφων και γέμιζε με χώματα τους άδειους λάκκους, ισοπεδώνοντας τη γη, ανακατεύοντας τη λάσπη με τ' ανθρώπινα οστά και εξαφανίζοντας κάθε ανάμνηση, κάθε στοιχείο, κάθε μαρτυρία για το απέραντο νεκροταφείο.

Μα εγώ θυμόμουν…

Εκεί, ανάμεσα στ' αναρίθμητα και ανώνυμα λείψανα, ήταν και τα τίμια σκηνώματα του επισκόπου Πέτρου, του αρχιμανδρίτη Ιωνά, του μοναχού Μιχαήλ, του μεγαλόσχημου Θεοφίλου από την έρημο της Όπτινα, ανθρώπων πού είχα γνωρίσει από κοντά, ανθρώπων αρετής και προσευχής. Και ακόμα του φιλανθρώπου γιατρού Λεβασώφ, του καθηγητή Γκλουχώφ, του καλοκάγαθου κλειδαρά Στέφανου…

Στη μύτη μου ήρθε μια χαρακτηριστική δυσοσμία – η φθορά της ύλης, η σήψη της σάρκας… οι τάφοι ήταν ρηχοί, σκαμμένοι βιαστικά. Το χειμώνα τα πτώματα καλύπτονταν όπως-όπως με χώμα και χιόνι. Και το καλοκαίρι, όταν το χιόνι έλιωνε, έβλεπες να ξεφυτρώνουν απ' τη γη χέρια και πόδια μισολιωμένα. Έστελνε τότε η διοίκηση μιάν ομάδα κρατουμένων για να σκεπάσουν με χώμα και να διορθώσουν τους τάφους. Φαίνεται πώς η μπολντόζα τώρα είχε ξεθάψει κάποια πτώματα, πού σκόρπιζαν στην ατμόσφαιρα τη σαπίλα τους.

Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έκαναν την υγρή γη ν' αχνίζει. Οι υδρατμοί έβγαιναν νωχελικά μέσ' από τη γη και ανέβαιναν αργά λίγο ψηλότερα, για να διαλυθούν έπειτα και να χαθούν απ' τα μάτια μου.

‘'Κύριε! Ψέλλισα αυθόρμητα. Κύριε! Μην είναι τάχα οι ψυχές των νεκρών, πού σηκώνονται πάνω απ' την κοιλάδα του κλαυθμώνος?''

Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό μου. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μια αβάσταχτη θλίψη με κυρίεψε, μια θλίψη πού μετουσιώθηκε σε θρηνητική κραυγή και πονεμένο ερώτημα:

''Κύριε, γιατί τα παραχώρησες όλ' αυτά?''

Ξαφνικά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα μακρόσυρτο και διαπεραστικό κλάμα ακούστηκε κάπου μακριά, και σχεδόν αμέσως απλώθηκε σ' όλο τον κάμπο. Στην αρχή ήταν σαν συγκρατημένο και τρεμουλιαστό ουρλιαχτό. Ύστερα έγινε μονότονο βογγητό με περιοδικά ξεσπάσματα, ένα βογγητό σαν από πληγωμένο άνθρωπο. Και τελικά μεταμορφώθηκε σε θρήνο γοερό, μελαγχολικό, ανατριχιαστικό, θρήνο πού θύμιζε επιτάφιο μοιρολόι.

Βάρυνε η καρδιά μου ακόμα πιό πολύ. Τεντώθηκαν οριακά τα νεύρα μου. Μου θέριζαν τα σπλάχνα η λύπη κι η απελπισία. Σκοτείνιασαν όλα γύρω μου. Ένιωθα συντριμμένος, εξουθενωμένος.

‘'Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!'' Αναφώνησα, κάνοντας το σημείο του σταυρού.

Και τότε ο άνεμος, πού ήταν ως τη στιγμή εκείνη κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους, όρμησε μπροστά με δύναμη, ασυμβίβαστος και ανυπόταχτος. Ταρακούνησε τις σημύδες, σάλεψε τα χαμόδεντρα, κυμάτισε το χορτάρι κι έπεσε δροσερός πάνω στο πρόσωπό μου.

Μονομιάς ο μελαγχολικός θρήνος εξαφανίστηκε, νικημένος απ' του ακαταμάχητου ανέμου τη βοή. Το στρώμα των αχνών, πού σκέπαζε τη γη, διαλύθηκε. Η μυρωδιά της χλόης κι η φρεσκάδα του δάσους έδιωξαν τη δυσοσμία του θανάτου. Το κελάδισμα των πουλιών, πού έσχιζαν ανέμελα τον ουρανό, σκόρπισε παντού τους ήχους της χαράς, τη μελωδία της ζωής, τη δοξολογία του Θεού.

Η λύπη εξατμίστηκε. Η καρδιά ξαλάφρωσε. Ο ζόφος της ψυχής εξορίστηκε από τη γλυκύτητα της θείας παρουσίας, από την ομορφιά της ‘'κεχαριτωμένης'' φύσης, από την πίστη και την ελπίδα στη μεταμορφωτική πρόνοια του Κυρίου.

Τότε μόνο κατάλαβα τι ήταν εκείνο το γοερό ‘'κλάμα''. Ο ήχος του μηχανικού πριονιού, πού έκοβε τους κορμούς των δέντρων στο υλοτόμιο του στρατοπέδου.

Το υπέροχο τραγούδι του κορυδαλλού μ' έκανε να συλλογιστώ και να συνειδητοποιήσω πώς η ζωή συνεχίζεται, θα συνεχίζεται ‘'έως της συντελείας του αιώνος''. Θα συνεχίζεται όσο και όπως θέλει ο Θεός, ο ποιητής τ' ουρανού και της γης. Ναι, θα συνεχίζεται η ζωή, παρά το θάνατο τόσων ανθρώπων, πού ήταν θαμμένοι κάτω απ' τα πόδια μου, στη λασπωμένη γη.

Γονάτισα σ' ένα ανάχωμα, ακούμπησα στον ξερό κορμό μιας πεσμένης σημύδας και ζήτησα συγχώρηση από το Θεό, γιατί λίγο πρωτύτερα είχα νικηθεί από τη λύπη και την απελπισία, από την ολιγοψυχία και την ολιγοπιστία. Σιγά-σιγά η προσευχή με συνεπήρε. Δεν ξέρω πόσην ώρα έμεινα εκεί, μα, σαν σηκώθηκα,ο ήλιος χανόταν πίσω απ' τον δασοσκέπαστο ορίζοντα.ο αγέρας είχε ξανακόψει. Η ησυχία θα ήταν απόλυτη, αν δεν την τάραζε ο ήχος της μπολντόζας, πού δούλευε ακόμα.

΄Αρχισα να ξεμακραίνω αργά, προχωρώντας προς το στρατόπεδο. Τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου διέκοπτε κάθε τόσο η φωνή του κούκου, που με γύριζε πολλά χρόνια πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της σε αξέχαστους περιπάτους μέσα στο δάσος. Εκεί μου μιλούσε για τα δέντρα και τα φυτά, για τα ζώα και τα πουλιά του δάσους. Έτσι άκουγα και τότε τον κούκο. Μα πώς μπορούσα να φανταστώ πώς θα τον άκουγα πάλι μετά από δεκαετίες σ'ένα τόπο σαν κι αυτόν, τόπο μαρτυρίου και θανάτου?

‘'Αχ! Γιατί, Θεέ μου? Γιατί βασανίστηκαν και χάθηκαν με τέτοιο τρόπο τόσοι άνθρωποι? Γιατί?''

‘'Ναι, ξέρω, είναι έν' από τα μυστήριά Σου, έν' από τα μυστήρια πού δεν μπορεί να συλλάβει ο μικρός ανθρώπινος νους, ο αιχμάλωτος του ορθολογισμού, ο δούλος της αμαρτίας. ‘'Ως ανεξερεύνητα τα κρίματά Σου και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Σου!'' (πρβλ. Ρωμ.11:33). Εσύ μόνον, πάνσοφε και πανάγαθε Κύριε, πού κρατάς το σύμπαν μέσα στα χέρια Σου, τα γνωρίζεις αλάθητα όλα.''Κύριε, συ πάντα οίδας'' (Ιω. 21:17). Το δικό μας χρέος δεν είναι παρά η επιτέλεση του αγαθού στο όνομά Σου, η τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου Σου, ο πνευματικός αγώνας για την είσοδο στη Βασιλεία Σου. Ελέησέ μας, Ιησού, Θεέ μας!…''

Στράφηκα πάλι διαδοχικά και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ευλόγησα τους γνωστούς και άγνωστους νεκρούς του απέραντου κοιμητηρίου. Τους αποχαιρέτησα όλους με μια βαθειά μετάνοια. Κι έφυγα βιαστικά, χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω.

Το 1957 πλησίαζε στο τέλος του. Το στρατόπεδο ολοένα και άδειαζε. Στο μεταξύ δημιουργήθηκε πολύ κοντά ένας συνοικισμός. Εκεί εγκαταστάθηκαν οικογενειακά οι εργαζόμενοι στο στρατόπεδο, όλοι πιά μισθωτοί. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγιναν δρόμοι, χτίστηκαν σπίτια, ανοίχτηκαν πλατείες και κατέφθασαν νέοι άνθρωποι, πολλοί νέοι άνθρωποι, πού τίποτα δεν γνώριζαν για το προηγούμενο ‘'ειδικό καθεστώς'' του στρατοπέδου και το ισοπεδωμένο πιά λασπερό νεκροταφείο του κάμπου.

Το παρελθόν έφευγε και ξεχνιόταν.

23. Ο αποχαιρετισμός 23. The farewell 23. La despedida

Από το 1957, όπως είπαμε, δεν επιτηρούσαν πιά τον π. Αρσένιο. Του επέτρεπαν, μάλιστα, να βγαίνει αραιά και πού από τα όρια του στρατοπέδου. Όταν λοιπόν έφτανε η πολυπόθητη ‘'ημέρα εξόδου'', αφού τελείωνε τη δουλειά του, κινούσε για το δάσος ή για την όχθη ενός κοντινού βάλτου. Καθόταν πάνω σε κάποιο κούτσουρο και άρχιζε να προσεύχεται μεγαλόφωνα.

Η φωνή μου, έλεγε ο ίδιος αργότερα, απλωνόταν ολόγυρα, χωνόταν μέσα στα ξέφωτα, προχωρούσε στα μονοπάτια κι έσβηνε πάνω στις λυγερόκορμες σημύδες, στις γερμένες ιτιές, στα πανύψηλα έλατα, στα ταπεινά χορταράκια.

Εκεί, στην ερημιά, μπορούσα να προσευχηθώ μόνος και απερίσπαστος. Εκεί η σκληρότητα του στρατοπέδου έδινε τη θέση της στη γλυκύτητα της κοινωνίας με το Θεό. Εκεί θαρρείς και είχα ολόγυρά μου τα πνευματικά μου τέκνα και τους φίλους μου, πού ζούσαν ελεύθεροι. Εκεί επικοινωνούσα νοερά και με τους κεκοιμημένους αδελφούς από τις ενορίες μου ή τους τόπους των φυλακίσεων και των εξοριών μου.

Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του 1957. Έκανε ζέστη. Τα κουνούπια,ένα γκρίζο σύννεφο, ζουζούνιζαν μονότονα και απειλητικά ολόγυρά μου. Μια ξαφνική πνοή του ανέμου τα έδιωξε μακριά, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα με είχαν πολιορκήσει ξανά.

Το στρατόπεδο, ο θάλαμος, οι εγκληματίες, οι επόπτες, οι επιθεωρήσεις, τα βάσανα όλα είχαν ξεχαστεί. Υπήρχαν μόνον ο απέραντος γαλάζιος ουρανός, το πυκνό βαθυπράσινο δάσος, το θρόισμα των φύλλων, τα κελαδίσματα των πουλιών και η προσευχή της καρδιάς μου, πού αγκάλιαζε ολόκληρη τη θεόπλαστη φύση και μ' έφερνε κοντά στο Δημιουργό της.

Τράβηξα για τα ξέφωτα, όπου λίγο καιρό πριν, όταν το στρατόπεδο ήταν γεμάτο κρατουμένους, άνοιγαν λάκκους κι έθαβαν τους νεκρούς.

Η τεράστια έκταση του νεκροταφείου, περιφραγμένη κάποτε με συρματοπλέγματα και απροσπέλαστη, ήταν τώρα ανοιχτή: πολλοί πάσσαλοι είχαν πέσει και τα σύρματα κρέμονταν κομμένα. Η περιοχή έμοιαζε μ' ένα εγκαταλειμμένο περιβόλι γεμάτο ακανόνιστες βραγιές, όπου έβλεπες σκόρπια αναρίθμητα παλούκια με λαμαρινένιες πινακίδες – παλούκια όρθια, γερμένα ή πεσμένα καταγής. Πάνω στις πινακίδες ήταν γραμμένα τα ονόματα και τα νούμερα των κρατουμένων. Τώρα ήταν κι αυτά μισοσβησμένα, πού και πού διέκρινες κάποια γράμματα, κάποιους αριθμούς…

Προχώρησα. Τα πόδια μου βούλιαζαν μέσα στη γκρίζα λάσπη, την ανακατωμένη με σάπια φύλλα και χόρτα. Βάδιζα με δυσκολία, ξεκολλώντας τα πόδια μου σε κάθε βήμα, διασκελίζοντας τα πεσμένα παλούκια και τα χωμάτινα υψώματα των τάφων, πηδώντας πάνω από χαντάκια, παρακάμπτοντας μεγάλους λάκκους, αδράχνοντας τους κορμούς καχεκτικών δέντρων.

Ο ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος κατέβαινε αργά, τραβώντας για τη δύση του. Στάθηκα, γύρισα το βλέμμα μου σ' όλα τα σημεία, σταυροκοπήθηκα και ευλόγησα τον κάμπο εκείνο του θανάτου. Ζήτησα ολόψυχα του Θεού το έλεος για τις ψυχές των νεκρών. Η καρδιά μου ήταν βαρειά, με πλάκωνε η θλίψη.

Ο απαλός και δροσερός αέρας κόπηκε απότομα. Λες και κρύφτηκε μέσα στο δάσος, λες και χώθηκε μέσα στη γη, λες και κάτι φοβήθηκε. Ακίνητα σαν πέτρινα ήταν τώρα τα δέντρα, το χορτάρι, οι θάμνοι.

Έσπρωξα τα βήματά μου πιο πέρα, καθώς τα περασμένα έστηναν μέσα μου έναν κακόρρυθμο χορό μαζί με τα τωρινά και τα μελλούμενα.

Ζωντάνεψαν στη σκέψη μου άνθρωποι γνώριμοι και αγαπημένοι, πού απόθεσαν στα χέρια μου με την εξομολόγηση όλη τους τη ζωή. Ζωντάνεψαν πρόσωπα κουρασμένα, σκελετωμένα, χαραγμένα από τον πόνο και τις ταλαιπωρίες. Ζωντάνεψαν μάτια θλιμμένα, βαθουλωτά, θολά, μάτια γεμάτα νοσταλγία και προσευχή ή μάτια γεμάτα μίσος και απελπισία. Πόσα μάτια είχα κλείσει με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου!…

Στα χείλη μου είχα τις νεκρώσιμες ευχές. Φώναζα. Οι λέξεις και οι φράσεις έκαιγαν τη γλώσσα, συγκλόνιζαν το σώμα και τσάκιζαν την ψυχή, καθώς έπεφταν σαν ιλαστήρια και λυτρωτική βροχή πάνω απ' τα θαμμένα σώματα.

Χιλιάδες, χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί, κάτω απ' το χώμα, θανατωμένοι από συνανθρώπους τους – χιλιάδες ακόλουθοι του Χριστού, χιλιάδες υπερασπιστές της γης των πατέρων μας, χιλιάδες αγωνιστές της δικαιοσύνης, χιλιάδες μάρτυρες της ελευθερίας μα και χιλιάδες πολέμιοι της Εκκλησίας, χιλιάδες προδότες της πατρίδας, χιλιάδες δολοφόνοι και εγκληματίες.

Λίγο μακρύτερα ακουγόταν μονότονος και μελαγχολικός ο θόρυβος μιας μπολντόζας, πού χαλούσε τα υψώματα των τάφων και γέμιζε με χώματα τους άδειους λάκκους, ισοπεδώνοντας τη γη, ανακατεύοντας τη λάσπη με τ' ανθρώπινα οστά και εξαφανίζοντας κάθε ανάμνηση, κάθε στοιχείο, κάθε μαρτυρία για το απέραντο νεκροταφείο.

Μα εγώ θυμόμουν…

Εκεί, ανάμεσα στ' αναρίθμητα και ανώνυμα λείψανα, ήταν και τα τίμια σκηνώματα του επισκόπου Πέτρου, του αρχιμανδρίτη Ιωνά, του μοναχού Μιχαήλ, του μεγαλόσχημου Θεοφίλου από την έρημο της Όπτινα, ανθρώπων πού είχα γνωρίσει από κοντά, ανθρώπων αρετής και προσευχής. Και ακόμα του φιλανθρώπου γιατρού Λεβασώφ, του καθηγητή Γκλουχώφ, του καλοκάγαθου κλειδαρά Στέφανου…

Στη μύτη μου ήρθε μια χαρακτηριστική δυσοσμία – η φθορά της ύλης, η σήψη της σάρκας… οι τάφοι ήταν ρηχοί, σκαμμένοι βιαστικά. Το χειμώνα τα πτώματα καλύπτονταν όπως-όπως με χώμα και χιόνι. Και το καλοκαίρι, όταν το χιόνι έλιωνε, έβλεπες να ξεφυτρώνουν απ' τη γη χέρια και πόδια μισολιωμένα. Έστελνε τότε η διοίκηση μιάν ομάδα κρατουμένων για να σκεπάσουν με χώμα και να διορθώσουν τους τάφους. Φαίνεται πώς η μπολντόζα τώρα είχε ξεθάψει κάποια πτώματα, πού σκόρπιζαν στην ατμόσφαιρα τη σαπίλα τους.

Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έκαναν την υγρή γη ν' αχνίζει. Οι υδρατμοί έβγαιναν νωχελικά μέσ' από τη γη και ανέβαιναν αργά λίγο ψηλότερα, για να διαλυθούν έπειτα και να χαθούν απ' τα μάτια μου.

‘'Κύριε! Ψέλλισα αυθόρμητα. Κύριε! Μην είναι τάχα οι ψυχές των νεκρών, πού σηκώνονται πάνω απ' την κοιλάδα του κλαυθμώνος?''

Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό μου. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μια αβάσταχτη θλίψη με κυρίεψε, μια θλίψη πού μετουσιώθηκε σε θρηνητική κραυγή και πονεμένο ερώτημα:

''Κύριε, γιατί τα παραχώρησες όλ' αυτά?''

Ξαφνικά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα μακρόσυρτο και διαπεραστικό κλάμα ακούστηκε κάπου μακριά, και σχεδόν αμέσως απλώθηκε σ' όλο τον κάμπο. Στην αρχή ήταν σαν συγκρατημένο και τρεμουλιαστό ουρλιαχτό. Ύστερα έγινε μονότονο βογγητό με περιοδικά ξεσπάσματα, ένα βογγητό σαν από πληγωμένο άνθρωπο. Και τελικά μεταμορφώθηκε σε θρήνο γοερό, μελαγχολικό, ανατριχιαστικό, θρήνο πού θύμιζε επιτάφιο μοιρολόι.

Βάρυνε η καρδιά μου ακόμα πιό πολύ. Τεντώθηκαν οριακά τα νεύρα μου. Μου θέριζαν τα σπλάχνα η λύπη κι η απελπισία. Σκοτείνιασαν όλα γύρω μου. Ένιωθα συντριμμένος, εξουθενωμένος.

‘'Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!'' Αναφώνησα, κάνοντας το σημείο του σταυρού.

Και τότε ο άνεμος, πού ήταν ως τη στιγμή εκείνη κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους, όρμησε μπροστά με δύναμη, ασυμβίβαστος και ανυπόταχτος. Ταρακούνησε τις σημύδες, σάλεψε τα χαμόδεντρα, κυμάτισε το χορτάρι κι έπεσε δροσερός πάνω στο πρόσωπό μου.

Μονομιάς ο μελαγχολικός θρήνος εξαφανίστηκε, νικημένος απ' του ακαταμάχητου ανέμου τη βοή. Το στρώμα των αχνών, πού σκέπαζε τη γη, διαλύθηκε. Η μυρωδιά της χλόης κι η φρεσκάδα του δάσους έδιωξαν τη δυσοσμία του θανάτου. Το κελάδισμα των πουλιών, πού έσχιζαν ανέμελα τον ουρανό, σκόρπισε παντού τους ήχους της χαράς, τη μελωδία της ζωής, τη δοξολογία του Θεού.

Η λύπη εξατμίστηκε. Η καρδιά ξαλάφρωσε. Ο ζόφος της ψυχής εξορίστηκε από τη γλυκύτητα της θείας παρουσίας, από την ομορφιά της ‘'κεχαριτωμένης'' φύσης, από την πίστη και την ελπίδα στη μεταμορφωτική πρόνοια του Κυρίου.

Τότε μόνο κατάλαβα τι ήταν εκείνο το γοερό ‘'κλάμα''. Ο ήχος του μηχανικού πριονιού, πού έκοβε τους κορμούς των δέντρων στο υλοτόμιο του στρατοπέδου.

Το υπέροχο τραγούδι του κορυδαλλού μ' έκανε να συλλογιστώ και να συνειδητοποιήσω πώς η ζωή συνεχίζεται, θα συνεχίζεται ‘'έως της συντελείας του αιώνος''. Θα συνεχίζεται όσο και όπως θέλει ο Θεός, ο ποιητής τ' ουρανού και της γης. Ναι, θα συνεχίζεται η ζωή, παρά το θάνατο τόσων ανθρώπων, πού ήταν θαμμένοι κάτω απ' τα πόδια μου, στη λασπωμένη γη.

Γονάτισα σ' ένα ανάχωμα, ακούμπησα στον ξερό κορμό μιας πεσμένης σημύδας και ζήτησα συγχώρηση από το Θεό, γιατί λίγο πρωτύτερα είχα νικηθεί από τη λύπη και την απελπισία, από την ολιγοψυχία και την ολιγοπιστία. Σιγά-σιγά η προσευχή με συνεπήρε. Δεν ξέρω πόσην ώρα έμεινα εκεί, μα, σαν σηκώθηκα,ο ήλιος χανόταν πίσω απ' τον δασοσκέπαστο ορίζοντα.ο αγέρας είχε ξανακόψει. Η ησυχία θα ήταν απόλυτη, αν δεν την τάραζε ο ήχος της μπολντόζας, πού δούλευε ακόμα.

΄Αρχισα να ξεμακραίνω αργά, προχωρώντας προς το στρατόπεδο. Τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου διέκοπτε κάθε τόσο η φωνή του κούκου, που με γύριζε πολλά χρόνια πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της σε αξέχαστους περιπάτους μέσα στο δάσος. Εκεί μου μιλούσε για τα δέντρα και τα φυτά, για τα ζώα και τα πουλιά του δάσους. Έτσι άκουγα και τότε τον κούκο. Μα πώς μπορούσα να φανταστώ πώς θα τον άκουγα πάλι μετά από δεκαετίες σ'ένα τόπο σαν κι αυτόν, τόπο μαρτυρίου και θανάτου?

‘'Αχ! Γιατί, Θεέ μου? Γιατί βασανίστηκαν και χάθηκαν με τέτοιο τρόπο τόσοι άνθρωποι? Γιατί?''

‘'Ναι, ξέρω, είναι έν' από τα μυστήριά Σου, έν' από τα μυστήρια πού δεν μπορεί να συλλάβει ο μικρός ανθρώπινος νους, ο αιχμάλωτος του ορθολογισμού, ο δούλος της αμαρτίας. ‘'Ως ανεξερεύνητα τα κρίματά Σου και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Σου!'' (πρβλ. Ρωμ.11:33). Εσύ μόνον, πάνσοφε και πανάγαθε Κύριε, πού κρατάς το σύμπαν μέσα στα χέρια Σου, τα γνωρίζεις αλάθητα όλα.''Κύριε, συ πάντα οίδας'' (Ιω. 21:17). Το δικό μας χρέος δεν είναι παρά η επιτέλεση του αγαθού στο όνομά Σου, η τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου Σου, ο πνευματικός αγώνας για την είσοδο στη Βασιλεία Σου. Ελέησέ μας, Ιησού, Θεέ μας!…''

Στράφηκα πάλι διαδοχικά και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ευλόγησα τους γνωστούς και άγνωστους νεκρούς του απέραντου κοιμητηρίου. Τους αποχαιρέτησα όλους με μια βαθειά μετάνοια. Κι έφυγα βιαστικά, χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω.

Το 1957 πλησίαζε στο τέλος του. Το στρατόπεδο ολοένα και άδειαζε. Στο μεταξύ δημιουργήθηκε πολύ κοντά ένας συνοικισμός. Εκεί εγκαταστάθηκαν οικογενειακά οι εργαζόμενοι στο στρατόπεδο, όλοι πιά μισθωτοί. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγιναν δρόμοι, χτίστηκαν σπίτια, ανοίχτηκαν πλατείες και κατέφθασαν νέοι άνθρωποι, πολλοί νέοι άνθρωποι, πού τίποτα δεν γνώριζαν για το προηγούμενο ‘'ειδικό καθεστώς'' του στρατοπέδου και το ισοπεδωμένο πιά λασπερό νεκροταφείο του κάμπου.

Το παρελθόν έφευγε και ξεχνιόταν.