×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

► 009 - Τα ρήματα - verbs, 5 - κάνω

5 - κάνω

► εγώ κάνω

► εσύ κάνεις

► αυτός κάνει / αυτή κάνει / αυτό κάνει

► εμείς κάνουμε

► εσείς κάνετε

► αυτοί κάνουν / αυτές κάνουν / αυτά κάνουν

► κάνω μάθημα στα ελληνικά

► κάνω βόλτα

► κάνω μπάνιο

► κάνω ντους

► κάνω σπορ

► κάνω σκι

► κάνω ποδήλατο

► κάνω πλάκα

► κάνω ψώνια

► κάνω παρέα

► κάνω βλακεία

► κάνω ηλιοθεραπεία

► κάνω κέφι

► κάνω τσιγάρο

► κάνω υπομονή

► κάνω δίαιτα

► κάνω λάθος

► Σήμερα δεν κάνω δουλειές στο σπίτι.

το σπίτι.

► κάνω τον κινέζο

► Κάνεις δώρα στους φίλους;

τα δώρα

ο φίλος

► Τι κάνεις;

► Τι δουλειά κάνεις; Είμαι δασκάλα.

► κάνει ζέστη

► κάνει κρύο

► Πόσο κάνει;

► Κάνει 35 (τριάντα πέντε) ευρώ

ο άνθρωπος

► Τι κάνει ο άνθρωπος;

ο κήπος - τον κήπο

(σε + τον - στον)

στον κήπο

► Τι κάνει ο άνθρωπος στον κήπο;

ο φοιτητής Τι κάνει ο φοιτητής;

η αυλή - την αυλή

(σε + την - στην)

στην αυλή

► Τι κάνει ο φοιτητής στην αυλή;

ο άντρας ► Τι κάνει ο άντρας;

η γυναίκα ► Τι κάνει η γυναίκα;

το παιδί ► Τι κάνει το παιδί;

το σχολείο (σε + το - στο)

► Τι κάνει το παιδί στο σχολείο;

► Τι κάνετε;

► Είμαστε στην Αθήνα.

► η Αθήνα

► Τι κάνουν τα παιδιά;

► Τα παιδιά είναι στην θάλασσα

► Τα παιδιά είναι στην παραλία

η παραλία

η θάλασσα

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

5 - κάνω I do 5 - Das tue ich 5 - I do 5 - lo hago 5 - je fais 5 - fare 5 - doen 5 - fazer 5 - делать 5 - 我做

► εγώ κάνω Ich mache es.|Ich mache es. |I do ► das tue ich ► I do Ou je fais ► 我做

► εσύ κάνεις ► you do Ou tu fais ► 你做

► αυτός κάνει / αυτή κάνει / αυτό κάνει |he does / she does|||| ► er macht / sie macht / es macht ► he / she does / he / she does Ou il fait / elle fait / il fait ► 他做/她做/它做

► εμείς κάνουμε |nous faisons wir| "We"|We do. ► wir machen ► we do ► hacemos Ou nous faisons ► 我们做

► εσείς κάνετε ► ihr macht ► you do Ou tu fais ► 你们做

► αυτοί κάνουν / αυτές κάνουν / αυτά κάνουν |they do|||| ► they do / they do / they do Ou ils font / ils font / ils font

► κάνω μάθημα στα ελληνικά machen|Unterricht|in den| I do|lesson||in Greek ► ich mache Unterricht auf Griechisch ► I have a lesson in Greek ► Estoy tomando una lección de griego Ou je fais une leçon de grec ► seguire un corso di greco

► κάνω βόλτα |faire une promenade mache|einen Spaziergang machen |take a walk ► ich mache einen Spaziergang ► I walk Ou faire une promenade ► fare una passeggiata

► κάνω μπάνιο machen| take a bath|take a bath ► ich gehe baden I'm bathing Ou je prends un bain

► κάνω ντους machen| take|take a shower ► ich dusche ► I shower ► me ducho Ou je prends une douche

► κάνω σπορ |faire du sport machen|Sport treiben |play sports ► ich mache Sport ► Do sports Ou je fais du sport

► κάνω σκι |ski ► ich gehe Skifahren ► I make skiing Ou je skie

► κάνω ποδήλατο |faire du vélo fahren|Fahrrad fahren |ride a bike ► I make a bicycle ► ando en bicicleta Ou je fais du vélo

► κάνω πλάκα |faire une blague machen|Scherz machen |joke around ► Ich mache Witze ► I'm kidding ► estoy bromeando Ou est-ce que je plaisante Sto scherzando

► κάνω ψώνια |faire du shopping machen|einkaufen gehen |Go shopping ► Ich gehe einkaufen ► shopping ► estoy de compras Ou est-ce que je fais des emplettes

► κάνω παρέα |passer du temps machen|Gesellschaft leisten |hang out with ► Ich hänge ab ► hang out ► salgo Ou je traîne ► frequentare

► κάνω βλακεία |Faire une bêtise. mache|Dummheit machen |do something stupid ► Ich bin dumm I make stupidity ► estoy siendo estúpido Ou est-ce que je fais des choses stupides ► fare qualcosa di stupido

► κάνω ηλιοθεραπεία |Prendre un bain de soleil mache|Sonnenbaden |sunbathe ► ich mache Sonnenbaden ► I sunbathe ► tomo el sol Ou prendre un bain de soleil

► κάνω κέφι |avoir envie de machen|Spaß haben |Have fun ► ich habe Spaß I am cheerful ► me estoy divirtiendo ► je m'amuse

► κάνω τσιγάρο |fumer une cigarette machen|Zigarette rauchen |have a cigarette ► ich rauche eine Zigarette I make a cigarette ► fumo un cigarrillo Ou est-ce que je fume une cigarette

► κάνω υπομονή |Prendre patience machen|Geduld haben |Be patient ► Ich bin geduldig ► I'm patient ► soy paciente Ou je suis patient

► κάνω δίαιτα |Diät machen |on a diet ► Ich bin auf Diät I have a diet ► estoy a dieta Ou dois-je suivre un régime

► κάνω λάθος |faire une erreur mache|falsch |wrong ► Ich liege falsch ► I am wrong ► estoy equivocado Ou ai-je tort

► Σήμερα δεν κάνω δουλειές στο σπίτι. Today|||chores|| ► Ich mache heute keine Hausarbeit. ► Today I don't do any housework. ► Hoy no hago las tareas del hogar. ► Aujourd'hui, je ne fais pas de corvées à la maison.

το σπίτι. the house. domicile.

► κάνω τον κινέζο ||faire l'innocent mache||den Ahnungslosen play dumb||play dumb ► Ich mache Chinesisch I make the Chinese ► hago el chino Ou je fais le chinois

► Κάνεις δώρα στους φίλους; |cadeaux|| machst|Geschenke|| |gifts||friends ► Gibst du Geschenken an Freunde? ► Do you give gifts to friends? ► ¿Le das regalos a tus amigos? ► Offrez-vous des cadeaux à des amis?

τα δώρα |Geschenke |gifts die Geschenke the gifts los regalos les cadeaux

ο φίλος |Freund der Freund the friend l'ami

► Τι κάνεις; |Was machst du? ► Was machst du? ► What are you doing? ► Que fais-tu?

► Τι δουλειά κάνεις; Είμαι δασκάλα. ||||institutrice |||ich bin|Lehrerin ||||teacher ► Welchen Job machst du? Ich bin ein Lehrer. ► What work do you do? I'm a teacher. ► ¿Qué trabajo haces? Yo soy un profesor. Δουλειά Quel travail faites-vous? Je suis un enseignant.

► κάνει ζέστη es ist|Es ist heiß. |it's hot ► es ist heiß ► It's hot ► hace calor Ou il fait chaud

► κάνει κρύο es ist|es ist kalt |it's cold ► Es ist kalt ► It's cold Ou il fait froid

► Πόσο κάνει; ► Wie viel kostet es? ► How much does it do? ► ¿Cuánto gana? Κάνει Combien gagne-t-il?

► Κάνει 35 (τριάντα πέντε) ευρώ |dreißig||Euro costs||five|euros ► Es kostet 35 (fünfunddreißig) Euro ► Makes 35 (thirty-five) euros ► Donne 35 (trente-cinq) euros

ο άνθρωπος |l'homme |der Mensch Menschlich Human Humain

► Τι κάνει ο άνθρωπος; was|||Mensch What|"is doing"|| ► Was macht der Mensch? ► What does man do? ► ¿Qué hace el hombre? ► Que fait l'homme? Cosa fa l'uomo?

ο  κήπος - τον κήπο der|der Garten - den Garten|den|der Garten |the garden||the garden der Garten - der Garten the garden - the garden el jardín - el jardín le jardin - le jardin

(σε +  τον - στον) (bis + bis - bis) (to + the - to) (a + a - a) (en + lui - en)

στον κήπο im|Garten im Garten in the garden dans le jardin

► Τι κάνει ο άνθρωπος στον κήπο; |||Mensch|| ► Was macht der Mann im Garten? ► What does man do in the garden? ► Que fait l'homme dans le jardin?

ο φοιτητής |L'étudiant |The student |Student der Student the student l'étudiant Τι κάνει ο φοιτητής; |||der Student What does the student do? ¿Qué hace el estudiante? Que fait l'élève?

η αυλή - την αυλή |der Hof - den Hof||den Hof the|the yard||yard der Hof - der Hof the courtyard - the courtyard el patio - el patio la cour - la cour

(σε + την - στην) (at + the - on) (en + sur - en)

στην αυλή |dans la cour in dem| |In the yard auf dem Hof in the yard dans la cour

► Τι κάνει ο φοιτητής στην αυλή; |||||Hof ► Was macht der Student auf dem Hof? ► What does the student do in the yard? ► Que fait l'élève dans la cour ?

ο άντρας |Mann der Mann the man el hombre l'homme ► Τι κάνει ο άντρας; |||homme ||the| ► Was macht der Mann? ► What does the man do? ► Que fait l'homme?

η γυναίκα the woman la femme ► Τι κάνει η γυναίκα; |||Frau ► What does the woman do? ► Que fait la femme ?

το παιδί the child l'enfant ► Τι κάνει το παιδί; ► What does the child do? ► Que fait l'enfant ?

το σχολείο die Schule the school la escuela l'école (σε + το - στο) (in + das - im) (at + the - at) (dans + le - dans) (w + w - w)

► Τι κάνει το παιδί στο σχολείο; was||||| ► Was macht das Kind in der Schule? ► What does the child do at school? ► Que fait l'enfant à l'école ?

► Τι κάνετε; |Was machen Sie? ► Was machst du? ► What do you do? ► Que fais-tu?

► Είμαστε στην Αθήνα. ||Athènes Wir sind||Athen "We are"||Athens ► Wir sind in Athen. ► We are in Athens. ► Estamos en Atenas. ► Nous sommes à Athènes.

► η Αθήνα ► Athen ► Athens Ou Athènes

► Τι κάνουν τα παιδιά; ► Was machen die Kinder? ► What do children do? ► ¿Qué están haciendo los niños? ► Que font les enfants ?

► Τα παιδιά είναι στην θάλασσα die|||im|dem Meer ||||the sea ► Die Kinder sind auf See ► Children are at sea Les enfants sont en mer

► Τα παιδιά είναι στην παραλία die||||Strand Die Kinder sind am Strand ► Children are on the beach ► Les enfants sont sur la plage ► Dzieci są na plaży

η παραλία der Strand the beach la plage

η θάλασσα das Meer the sea la mer