×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 07. Ζ'. Πραματευτής και παραγιός

07. Ζ'. Πραματευτής και παραγιός

Ως τη Θεσσαλονίκη το ταξίδι πέρασε σαν ωραίο όνειρο για τον Αλέξιο και τη γυναίκα του. Το καράβι αρμένιζε ήσυχα στα γαλάζια κύματα της Προποντίδας και της Άσπρης Θάλασσας, το αεράκι ούριο φυσούσε στα πανιά και, χωρίς επεισόδιο, χωρίς αργοπορία, έφθασαν ένα πρωί στη Θεσσαλονίκη χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, πλέκοντας χίλια όνειρα για το μέλλον όταν θα τελείωνε η αποστολή τους και θα γύριζαν στη Βασιλεύουσα.

Στη Θεσσαλονίκη, τους άφησε η συνοδεία τους. Κανένας άλλος από τον Αλέξιο και τη Θέκλα δε γνώριζε το σκοπό του ταξιδιού.

— Εδώ αρχίζουν τα σοβαρά, είπε ο Αλέξιος στη γυναίκα του. Δεν πρέπει να χάσομε ούτε μια ώρα γιατί η διαταγή του Βασιλέα πρέπει να φθάσει στα χέρια του Χρυσήλιου όσο μπορεί γρηγορότερα.

— Είμαι έτοιμη να φύγω αμέσως, είπε εκείνη. Πες μου τι θέλεις να κάνω;

— Πρώτα - πρώτα ν' αλλάξεις ρούχα. Νομίζω φρονιμότερο να είσαι ντυμένη αντρίκεια, να περνάς για άντρας.

Η Θέκλα γέλασε.

— Δώσε μου μια δική σου φορεσιά, είπε. Θα γίνομε αδέλφια.

— Ούτε αυτό δεν κάνει. Από δω κι εμπρός δε θα είμαι ο εταιριάρχης Αλέξιος Αργυρός, ούτε έρχομαι από την Πόλη. Πρέπει να γίνω πραματευτής που ταξιδεύει για τις δουλειές του. Εμένα με λένε Γαβριήλ Νικολίτση, όπως μ' έχουν γραμμένο στα βουλγάρικα μου γράμματα, κι εσύ είσαι ο παραγιός μου ο Γρηγόρης. Πρέπει να πάμε ευθύς στα εμπορικά και ν' αγοράσομε φορεσιές.

— Πρέπει να κόψω πρώτα τα μαλλιά μου, πρότεινε η Θέκλα ξεκαρφώνοντας τις χρυσές κορδέλες που τα βαστούσαν.

Χύθηκαν στους ώμους της, καστανά, σγουρά, περιτυλίγοντας την ολόκληρη με την πλούσια τους ζεστασιά.

— Αχ, όχι! Μην το κάνεις! είπε ο Αλέξιος και με αγάπη χάιδεψε τα πυκνά της κατσαρά. Είναι τόσο όμορφα! Θα βρούμε κανένα σκούφο που να τα κρύβει όλα με τρόπο που να μη σε προδώσει η ομορφιά τους.

Πήγαν μαζί στη χώρα κι αγόρασαν ο καθένας μια φορεσιά ανάλογη με την καινούρια τους δουλειά.

Όταν ο Αλέξιος είδε τη Θέκλα ντυμένη με τα φτωχικά αγορίστικα ρούχα που ταίριαζαν σ' έναν παραγιό Βουλγάρου πραματευτή, και το κεφάλι της σκεπασμένο μ' ένα κίτρινο σκούφο που έκρυβε τα μαλλιά της, τον πήραν τέτοια γέλια, που ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε.

— Τι νόστιμη που είσαι! της είπε αφού ησύχασε λίγο. Μοιάζεις δώδεκα χρόνων αγοράκι.

Τη γύρισε απ' όλες τις μεριές για να τη δει και γελούσαν κι οι δυο σαν παιδιά.

Τ' άλογα ήταν έτοιμα. Καβαλίκεψαν και βγήκαν από τη Θεσσαλονίκη.

Ο Αλέξιος θυμήθηκε τη μάχη που είχε γίνει τρία χρόνια πρωτύτερα, όπου σκοτώθηκε ο Ταρωνίτης κι αιχμαλωτίσθηκε ο Ασώτης κι εκείνος. Έδειξε της Θέκλας το μέρος, και της διηγήθηκε πως πεθαίνοντας ο Ταρωνίτης του είχε δώσει για τον Ασώτη το ίδιο αυτό διαμαντοστόλιστο μαχαίρι που ήταν κρυμμένο τώρα στον κόρφο του.

Πήγαιναν τ' άλογα με τακτικό βήμα, ακολουθώντας το φαρδύ στρατιωτικό δρόμο, την Εγνατία οδό, όπως ονομάζουνταν από τον καιρό των Ρωμαίων που τον είχαν κατασκευάσει και που διέσχιζε όλη τη χερσόνησο, από τον Έβρο ως το Δυρράχιο.

Για να κρατήσουν το δρόμο αυτό, Βυζαντινοί και Βούλγαροι πολέμησαν άγρια σ' όλη τη διάρκεια του ατέλειωτου αυτού πολέμου, και από τα δύο μέρη χύθηκε ποτάμι το αίμα.

Ο Αλέξιος και η Θέκλα κουβέντιαζαν μεταξύ τους ζωηρά.

Όλα τούς φαίνουνταν ρόδινα. Η μέρα ήταν ωραία, και παντού γύρω τους χαμογελούσε η άνοιξη και μοσχοβολούσε η γη.

— Αφού πηγαίνει ο δρόμος ως το Δυρράχιο, το ταξίδι μας δε θα είναι και τόσο δύσκολο, είπε η Θέκλα.

— Δυστυχώς δε θα μπορέσομε να τον ακολουθήσομε παρά πολύ λίγο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Τα Βοδενά είναι στα χέρια των Βουλγάρων, και από κει θ' αναγκαστούμε να πάρομε τα βουνά. Αν έχουν προχωρήσει οι Βούλγαροι ως την Πέλλα θ' αναγκαστούμε και πριν από τα Βοδενά ν' αφήσομε το μεγάλο δρόμο.

Αλλά με το ηλιοβασίλεμα, όταν έφθασαν στην Πέλλα, δεν είχαν απαντήσει ακόμα κανένα Βούλγαρο στρατιωτικό, ούτε είδαν τίποτα που να πρόδινε την άμεση γειτονιά τους.

Πήγαν σ' έναν ξενώνα για να περάσουν τη νύχτα.

Ο ξενοδόχος ήταν από τη Θεσσαλονίκη και μ' ενδιαφέρον τους ρώτησε τι νέα έφερναν.

Δεν ήξεραν τίποτα, αποκρίθηκαν. Και ρώτησε ο Αλέξιος αν βρίσκουνταν Βούλγαροι στα γειτονικά μέρη.

Ο ξενοδόχος σήκωσε ψηλά τα χέρια του με ύφος απελπισμένο.

— Ποτέ δεν ξέρεις πού είναι! αποκρίθηκε. Για μέρες κι εβδομάδες, και κάποτε και μήνες, δεν τους βλέπει κανείς. Κι έξαφνα, την ώρα που νομίζεις πως τους ξεφορτωθήκαμε για καλά, να σου τους πάλι που πέφτουν σαν κοράκια στα χωριά, ρημάζουν ό,τι βρουν, σκοτώνουν γυναικόπαιδα και γέρους, κλέβουν ό,τι μπορούν να σηκώσουν και να πάρουν, και ξαναφεύγουν μόλις αντικρίσουν το πρώτο Ελληνικό σώμα! Αλίμονο μας! Πόσα έχομε ακόμα να τραβήξομε οι κακόμοιροι!

Γύρευε ο Αλέξιος να μάθει σε ποια γειτονικά μέρη είχαν φανεί για τελευταία φορά, μα δεν ήξεραν να του πουν. Το πήρε για καλό σημάδι.

— Αν ήταν εδώ κοντά θα το ήξεραν, είπε της γυναίκας του σα βρέθηκαν μόνοι. Όπου και αν περάσουν οι Βούλγαροι αφήνουν πίσω τους σημάδια τέτοια που το μαθαίνει γρήγορα η γειτονιά.

Πρωί-πρωί την άλλη μέρα καβαλίκεψαν πάλι και πήραν το μεγάλο δρόμο που πήγαινε στα Βοδενά, πόλη γερά οχυρωμένη και χτισμένη ψηλά, σε βράχο τόσο απότομο που τα τρία του πλευρά ήταν γκρεμνοί, και μόνο από το ένα μέρος είχε δρόμο που ανέβαινε στη χώρα.

Τα Βοδενά και η Βέρροια ήταν από τα δυνατότερα φρούρια στο Θέμα της Θεσσαλονίκης. Τα είχε κυριεύσει ο Σαμουήλ στα 989, και από τότε έμειναν στα χέρια του. Εκεί μαζεύουνταν και οχυρώνουνταν τα βουλγαρικά σώματα, όταν παρουσιάζουνταν ο Βυζαντινός στρατός. Μόλις όμως απομακρύνουνταν πάλι, κατέβαιναν στους κάμπους της Μακεδονίας και κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν.

Πού και πού, στο δρόμο, ο Αλέξιος και η Θέκλα απαντούσαν κανένα χωρικό. Αντάλλαζαν ένα χαιρετισμό κι εξακολουθούσαν το δρόμο τους.

— Αν πάμε έτσι ως το τέλος καλά την έχομε, είπε η Θέκλα. Παντού μοναξιά. Άνθρωπος δεν ταράζει την ηρεμία της εξοχής, και μόνοι μας χαιρόμαστε την ομορφιά της.

— Ναι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Μα μπροστά μας στέκει το βουνό, και πίσω από το βουνό στέκουν οι Βούλγαροι. Ώς τα Βοδενά είμαστε κάπως ασφαλισμένοι. Από τα Βοδενά όμως και πέρα θ' αναγκαστούμε ν' αφήσομε το μεγάλο δρόμο.

Όταν το απόγεμα έφθασαν στον Λουδία, το ποτάμι που περνά από την ομώνυμη λίμνη, άφησαν το μεγάλο δρόμο και πήραν βόρεια τα μονοπάτια μες στα δέντρα. Σε λίγο έφθασαν σ' ένα χωριό, όπου σταμάτησαν να ξεκουραστούν. Από το πρωί ταξίδευαν. Ο Αλέξιος και η Θέκλα, καθώς και τα ζώα τους, είχαν ανάγκη από ανάπαυση.

Σταμάτησαν στον ξενώνα του χωριού και ρώτησε ο Αλέξιος αν είχαν να τους δώσουν καμιά κάμαρα για κείνον και τον παραγιό του, να περάσουν τη νύχτα.

Ο ξενοδόχος, καθώς άκουσε ομιλίες, βγήκε στην πόρτα και κοίταξε τον Αλέξιο με ύφος υποψιάρικο.

Τον ρώτησε τι είναι και πώς τον λένε.

Αποκρίθηκε ο Αλέξιος πως τον έλεγαν Γαβριήλ Νικολίτση, και πως ήταν πραματευτής που επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη και πήγαινε στο Βουτέλιο.

- Και πού το ξέρω εγώ αν είσαι αληθινά ο Γαβριήλ Νικολίτσης; είπε απότομα ο ξενοδόχος. Δώσε μου μιαν απόδειξη ή τράβα το δρόμο σου.

Το αίμα του Αλέξιου έβραζε. Ήταν ασυνήθιστος ν' ακούει να του μιλούν με τέτοιον τρόπο. Αριστοκράτης και αξιωματικός, ήταν μαθημένος να διατάζει, όχι να τον διατάζουν.

Του ήλθε δυνατή διάθεση να κατεβάσει το ραβδί του στη ράχη του ξενοδόχου. Μα βαστάχθηκε.

Έβγαλε από τον κόρφο του τα βουλγάρικα γράμματα και του τα έδωσε. Ο ξενοδόχος τα κοίταξε μα έμεινε κατσουφιασμένος.

— Πότε ξαναφεύγεις; ρώτησε.

— Αύριο τα ξημερώματα.

— Έμπα μέσα λοιπόν. Μα κοίταξε, πριν φανεί ο ήλιος να μου έχεις αδειάσει την κάμαρα.

Ο Αλέξιος έσφιξε τα δόντια του. Τον είχε πιάσει δυνατός πειρασμός να τον σπάσει στο ξύλο.

«Ένας πραματευτής πρέπει να ξέρει να καταπίνει πολλά», σκέφθηκε.

Και χωρίς άλλο λόγο ξεκαβαλίκεψε και άφησε τον παραγιό του να πάει τ' άλογα στο στάβλο.

Όταν μπήκε η Θέκλα στο μαγειριό που ήταν και τραπεζαρία, και όπου την περίμενε ο Αλέξιος, είδε πως ήταν και άλλος κόσμος μαζεμένος εκεί. Κοντοστάθηκε ντροπαλή.

Ο Αλέξιος την είδε με την άκρη του ματιού του, γύρισε και τη φώναξε:

— Γρηγόρη, έλα δω! Μια ώρα σε περιμένω και κρυώνει το φαγί… είπε μαλωσιάρικα.

Κάθισε η Θέκλα στο ξύλινο σκαμνί που της έδειχνε ο άντρας της σιμά του, παίζοντας καλά το ρόλο του παραγιού που πρέπει να φροντίζει να μη θυμώνει τον αφέντη.

Χαμηλόφωνα της είπε ο Αλέξιος:

— Κοίταζε χωρίς να σε βλέπουν και πρόσεχε όλους χωρίς εξαίρεση. Δεν ξέρω μέσα σε τι ανθρώπους βρισκόμαστε.

Στην άκρη του τραπεζιού, μια στενόμακρη σανίδα στηριγμένη σε δυο στρίποδα, τρεις χωρικοί έπιναν και τραγουδούσαν νυσταγμένα, μισομεθυσμένοι. Πλάγι τους, ένας καλόγερος με πολύ μαύρα γένια και μικρά μαύρα μάτια είχε βγάλει από ένα μπογαλάκι κόκκινο λίγο ψωμί κι ελιές κι έμοιαζε πολύ προσηλωμένος στο φαγί του.

Μπροστά στο τζάκι, μια δούλα με αχτένιστα μαλλιά και φόρεμα λαδοπεριχυμένο τηγάνιζε ψάρια και κουβέντιαζε μ' ένα ξανθό παλικάρι που κάρφωνε το σπασμένο παραθυρόφυλλο. Κάθε λίγο παρατούσε τα ψάρια της κι έσκυβε έξω από το παράθυρο για να δει ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε στην αυλή.

Παρακάτω, δυο γυναίκες τσίριζαν συζητώντας με τον ξενοδόχο για την τιμή του δείπνου. Κι ένα παιδί, κρεμασμένο στη φούστα της μάνας του γκρίνιαζε κι έκλαιγε αδιάκοπα.

— Χειρότερα είναι δω μέσα παρά στη χάβρα των Εβραίων! είπε η Θέκλα.

Έξαφνα ακούστηκε έξω σάλαγος μεγάλος, ποδοβολητά αλόγων, κλαγγή όπλων, τρομαγμένες γυναικείες φωνές, και πάνω απ' όλα διακρίνουνταν μια προσταχτική αντρίκεια φωνή που έδινε παραγγέλματα.

Ο ξενοδόχος σήκωσε με απελπισία τα χέρια του στο ταβάνι.

— Να τους πάλι! φώναξε.

Και βγήκε τρεχάτος από το μαγειριά. Όλοι είχαν σηκωθεί, και τρομαγμένοι σκουντουφλούσαν ποιος να πρωτοπροφθάσει να δει τι τρέχει στην αυλή. Ο Αλέξιος σηκώθηκε όπως και οι άλλοι.

Η Θέκλα όμως είχε μείνει πίσω, και παρατήρησε πως μόνο ο καλόγερος με τα μαύρα γένια δεν είχε κουνήσει από τη θέση του παρά κοίταζε επίμονα την πόρτα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

07. Ζ'. Πραματευτής και παραγιός |Merchant||apprentice text07

Ως τη Θεσσαλονίκη το ταξίδι πέρασε σαν ωραίο όνειρο για τον Αλέξιο και τη γυναίκα του. As|to|Thessaloniki|the|journey|passed|like|beautiful|dream|for|the|Alexios|and|his|wife|his The journey to Thessaloniki passed like a beautiful dream for Alexios and his wife. Το καράβι αρμένιζε ήσυχα στα γαλάζια κύματα της Προποντίδας και της Άσπρης Θάλασσας, το αεράκι ούριο φυσούσε στα πανιά και, χωρίς επεισόδιο, χωρίς αργοπορία, έφθασαν ένα πρωί στη Θεσσαλονίκη χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, πλέκοντας χίλια όνειρα για το μέλλον όταν θα τελείωνε η αποστολή τους και θα γύριζαν στη Βασιλεύουσα. ||sailed||||waves||Propontis|||||||favorable|was blowing||sails|||||delay|||||||||||||||||||||||| The ship sailed smoothly on the blue waves of the Sea of Marmara and the White Sea, the favorable breeze blew into the sails, and without incident, without delay, they arrived one morning in Thessaloniki happy, content, weaving a thousand dreams for the future when their mission would be over and they would return to the Capital.

Στη Θεσσαλονίκη, τους άφησε η συνοδεία τους. In|Thessaloniki|them|left|the|escort|their In Thessaloniki, they were left by their escort. Κανένας άλλος από τον Αλέξιο και τη Θέκλα δε γνώριζε το σκοπό του ταξιδιού. No one|else|from|the|Alexios|and|the|Thekla|not|knew|the|purpose|of the|journey No one else besides Alexios and Thekla knew the purpose of the journey.

— Εδώ αρχίζουν τα σοβαρά, είπε ο Αλέξιος στη γυναίκα του. Here|begin|the|serious things|said|the|Alexios|to|wife|his — This is where the serious matters begin, Alexios said to his wife. Δεν πρέπει να χάσομε ούτε μια ώρα γιατί η διαταγή του Βασιλέα πρέπει να φθάσει στα χέρια του Χρυσήλιου όσο μπορεί γρηγορότερα. Not|should|(infinitive marker)|lose|not even|one|hour|because|the|order|of|King|must|(infinitive marker)|arrive|to the|hands|of|Chrysilios|as much as|possible|faster We must not lose a single hour because the King's order must reach Chrysilios as quickly as possible.

— Είμαι έτοιμη να φύγω αμέσως, είπε εκείνη. I am|ready|to|leave|immediately|she said|she — I am ready to leave immediately, she said. Πες μου τι θέλεις να κάνω; Tell|me|what|you want|to|do Tell me what you want me to do?

— Πρώτα - πρώτα ν' αλλάξεις ρούχα. First|first||change|clothes — First of all, you need to change clothes. Νομίζω φρονιμότερο να είσαι ντυμένη αντρίκεια, να περνάς για άντρας. I think|wiser|to|be|dressed|like a man|to|pass|as|man I think it's wiser for you to dress like a man, to pass as a man.

Η Θέκλα γέλασε. The|Thekla|laughed Thekla laughed.

— Δώσε μου μια δική σου φορεσιά, είπε. Give|me|a|your|own|outfit|he/she said — Give me one of your outfits, she said. Θα γίνομε αδέλφια. We will|become|siblings We will become brothers.

— Ούτε αυτό δεν κάνει. Neither|this|not|does — Not even that works. Από δω κι εμπρός δε θα είμαι ο εταιριάρχης Αλέξιος Αργυρός, ούτε έρχομαι από την Πόλη. From|here|and|forward|not|will|I will be|the|company owner|Alexios|Argyras|nor|I come|from|the|City From now on, I will not be the businessman Alexios Argyras, nor do I come from the City. Πρέπει να γίνω πραματευτής που ταξιδεύει για τις δουλειές του. I must|(subjunctive particle)|become|merchant|who|travels|for|the|business|his I must become a merchant who travels for his business. Εμένα με λένε Γαβριήλ Νικολίτση, όπως μ' έχουν γραμμένο στα βουλγάρικα μου γράμματα, κι εσύ είσαι ο παραγιός μου ο Γρηγόρης. me|me|they call|Gabriel|Nikolitzi|as||they have|written|in|Bulgarian|my|letters|and|you|are|the|apprentice|my|the|Grigoris My name is Gabriel Nikolitsis, as it is written in my Bulgarian letters, and you are my apprentice Grigoris. Πρέπει να πάμε ευθύς στα εμπορικά και ν' αγοράσομε φορεσιές. We must|to|go|straight|to the|stores|and||buy|costumes We must go straight to the stores and buy outfits.

— Πρέπει να κόψω πρώτα τα μαλλιά μου, πρότεινε η Θέκλα ξεκαρφώνοντας τις χρυσές κορδέλες που τα βαστούσαν. I must|(particle for subjunctive)|cut|first|the|hair|my|suggested|the|Thekla|unpinning|the|golden|ribbons|that|the|held — I need to cut my hair first, suggested Thekla, unfastening the golden ribbons that held it.

Χύθηκαν στους ώμους της, καστανά, σγουρά, περιτυλίγοντας την ολόκληρη με την πλούσια τους ζεστασιά. They spilled|on her|shoulders|her|brown|curly|wrapping|her|whole|with|their|rich|their|warmth They spilled over her shoulders, brown and curly, wrapping her entirely in their rich warmth.

— Αχ, όχι! Oh|no — Oh, no! Μην το κάνεις! Don't|it|do Don't do it! είπε ο Αλέξιος και με αγάπη χάιδεψε τα πυκνά της κατσαρά. said|the|Alexios|and|with|love|stroked|the|thick|her|curly Alexios said and lovingly caressed her thick curls. Είναι τόσο όμορφα! It is|so|beautiful They are so beautiful! Θα βρούμε κανένα σκούφο που να τα κρύβει όλα με τρόπο που να μη σε προδώσει η ομορφιά τους. We will|find|any|hat|that|to|them|hides|everything|in a|way|that|to|not|you|betray|the|beauty|them We will find a hat that hides them all in a way that does not betray their beauty.

Πήγαν μαζί στη χώρα κι αγόρασαν ο καθένας μια φορεσιά ανάλογη με την καινούρια τους δουλειά. They went|together|to the|country|and|they bought|each|one|a|outfit|appropriate|to|the|new|their|job They went together to the town and each bought an outfit suitable for their new job.

Όταν ο Αλέξιος είδε τη Θέκλα ντυμένη με τα φτωχικά αγορίστικα ρούχα που ταίριαζαν σ' έναν παραγιό Βουλγάρου πραματευτή, και το κεφάλι της σκεπασμένο μ' ένα κίτρινο σκούφο που έκρυβε τα μαλλιά της, τον πήραν τέτοια γέλια, που ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε. When|the|Alexios|saw|the|Thekla|dressed|in|the|poor|boyish|clothes|that|suited||a|servant|Bulgarian|merchant|and|the|head|her|covered||a|yellow|cap|that|hid|the|hair|her|him|took|such|laughter|that|not even|to|speak|not|could When Alexios saw Thekla dressed in the poor boy's clothes that suited a Bulgarian merchant's apprentice, and her head covered with a yellow hat that hid her hair, he burst into such laughter that he couldn't even speak.

— Τι νόστιμη που είσαι! how|tasty|that|you are — How delicious you are! της είπε αφού ησύχασε λίγο. to her|said|after|calmed down|a little he said to her after she calmed down a bit. Μοιάζεις δώδεκα χρόνων αγοράκι. You look|twelve|years|little boy You look like a twelve-year-old boy.

Τη γύρισε απ' όλες τις μεριές για να τη δει και γελούσαν κι οι δυο σαν παιδιά. She|turned||all|the|sides|to|(particle for subjunctive)|her|see|and|laughed|and|the|two|like|children He turned her around from all sides to see her and they both laughed like children.

Τ' άλογα ήταν έτοιμα. |horses|were|ready The horses were ready. Καβαλίκεψαν και βγήκαν από τη Θεσσαλονίκη. They mounted|and|they left|from|the|Thessaloniki They mounted and left Thessaloniki.

Ο Αλέξιος θυμήθηκε τη μάχη που είχε γίνει τρία χρόνια πρωτύτερα, όπου σκοτώθηκε ο Ταρωνίτης κι αιχμαλωτίσθηκε ο Ασώτης κι εκείνος. The|Alexios|remembered|the|battle|that|had|taken place|three|years|earlier|where|was killed|the|Taronites|and|was captured|the|Asotis|and|he Alexios remembered the battle that had taken place three years earlier, where Taroniotis was killed and Asotis was captured along with him. Έδειξε της Θέκλας το μέρος, και της διηγήθηκε πως πεθαίνοντας ο Ταρωνίτης του είχε δώσει για τον Ασώτη το ίδιο αυτό διαμαντοστόλιστο μαχαίρι που ήταν κρυμμένο τώρα στον κόρφο του. He showed|to her|Thekla|the|place|and|to her|told|that|dying|the|Taronite|to him|had|given|for|the|Asoti|the|same|this|diamond-studded|knife|which|was|hidden|now|in the|bosom|of him He showed Thekla the place and recounted how, dying, Taroniotis had given him the same diamond-studded knife that was now hidden in his bosom for Asotis.

Πήγαιναν τ' άλογα με τακτικό βήμα, ακολουθώντας το φαρδύ στρατιωτικό δρόμο, την Εγνατία οδό, όπως ονομάζουνταν από τον καιρό των Ρωμαίων που τον είχαν κατασκευάσει και που διέσχιζε όλη τη χερσόνησο, από τον Έβρο ως το Δυρράχιο. The horses were going||horses|with|regular|pace|following|the|wide|military|road|the|Egnatia|road|as|it was called|from|the|time|of the|Romans|who|it|had|constructed|and|who|crossed|all|the|peninsula|from|the|Evros|to|the|Dyrrachium The horses were moving at a steady pace, following the wide military road, the Egnatia Road, as it was called since the time of the Romans who built it, which crossed the entire peninsula from the Evros to Dyrrachium.

Για να κρατήσουν το δρόμο αυτό, Βυζαντινοί και Βούλγαροι πολέμησαν άγρια σ' όλη τη διάρκεια του ατέλειωτου αυτού πολέμου, και από τα δύο μέρη χύθηκε ποτάμι το αίμα. To|(particle for infinitive)|keep|the|road|this|Byzantines|and|Bulgarians|fought|fiercely||all|the|duration|of|endless|this|war|and|from|the|two|sides|was shed|river|the|blood To maintain this road, Byzantines and Bulgarians fought fiercely throughout this endless war, and a river of blood was shed from both sides.

Ο Αλέξιος και η Θέκλα κουβέντιαζαν μεταξύ τους ζωηρά. The|Alexios|and|The|Thekla|were chatting|between|them|lively Alexios and Thekla were chatting animatedly with each other.

Όλα τούς φαίνουνταν ρόδινα. Everything|to them|seemed|rosy Everything seemed rosy to them. Η μέρα ήταν ωραία, και παντού γύρω τους χαμογελούσε η άνοιξη και μοσχοβολούσε η γη. The|day|was|beautiful|and|everywhere|around|them|smiled|the|spring|and|fragrant|the|earth The day was beautiful, and all around them, spring was smiling and the earth was fragrant.

— Αφού πηγαίνει ο δρόμος ως το Δυρράχιο, το ταξίδι μας δε θα είναι και τόσο δύσκολο, είπε η Θέκλα. Since|goes|the|road|as far as|the|Durrës|the|journey|our|not|will|is|and|so|difficult|said|the|Thekla — Since the road goes to Durrës, our journey won't be too difficult, said Thekla.

— Δυστυχώς δε θα μπορέσομε να τον ακολουθήσομε παρά πολύ λίγο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Unfortunately|not|will|we will be able|to|him|we will follow|except|very|little|replied|the|Alexios — Unfortunately, we won't be able to follow it for very long, replied Alexios. Τα Βοδενά είναι στα χέρια των Βουλγάρων, και από κει θ' αναγκαστούμε να πάρομε τα βουνά. The|Vodena|are|in the|hands|of the|Bulgarians|and|from|there||be forced|to|take|the|mountains The Vodena are in the hands of the Bulgarians, and from there we will be forced to take to the mountains. Αν έχουν προχωρήσει οι Βούλγαροι ως την Πέλλα θ' αναγκαστούμε και πριν από τα Βοδενά ν' αφήσομε το μεγάλο δρόμο. If|have|advanced|the|Bulgarians|as far as|to|Pella||be forced|and|before|from|the|Vodena||leave|the|main|road If the Bulgarians have advanced to Pella, we will have to leave the main road even before Vodena.

Αλλά με το ηλιοβασίλεμα, όταν έφθασαν στην Πέλλα, δεν είχαν απαντήσει ακόμα κανένα Βούλγαρο στρατιωτικό, ούτε είδαν τίποτα που να πρόδινε την άμεση γειτονιά τους. But|with|the|sunset|when|they arrived|at|Pella|not|had|answered|yet|any|Bulgarian|soldier|nor|saw|anything|that|to|indicated|the|immediate|neighborhood|their But at sunset, when they arrived in Pella, they had not encountered any Bulgarian soldiers, nor did they see anything that indicated their immediate presence.

Πήγαν σ' έναν ξενώνα για να περάσουν τη νύχτα. They went||a|hostel|to|(particle for infinitive)|spend|the|night They went to an inn to spend the night.

Ο ξενοδόχος ήταν από τη Θεσσαλονίκη και μ' ενδιαφέρον τους ρώτησε τι νέα έφερναν. The|hotelier|was|from|the|Thessaloniki|and||interest|them|asked|what|news|they brought The innkeeper was from Thessaloniki and asked them with interest what news they brought.

Δεν ήξεραν τίποτα, αποκρίθηκαν. They didn't|know|anything|they replied They knew nothing, they replied. Και ρώτησε ο Αλέξιος αν βρίσκουνταν Βούλγαροι στα γειτονικά μέρη. And|asked|the|Alexios|if|were|Bulgarians|in the|neighboring|areas And Alexios asked if there were Bulgarians in the neighboring areas.

Ο ξενοδόχος σήκωσε ψηλά τα χέρια του με ύφος απελπισμένο. The|innkeeper|raised|high|the|hands|his|with|expression|desperate The innkeeper raised his hands high with a desperate look.

— Ποτέ δεν ξέρεις πού είναι! Never|not|you know|where|is — You never know where they are! αποκρίθηκε. he/she/it answered he replied. Για μέρες κι εβδομάδες, και κάποτε και μήνες, δεν τους βλέπει κανείς. For|days|and|weeks|and|sometimes|and|months|not|them|sees|anyone For days and weeks, and sometimes even months, no one sees them. Κι έξαφνα, την ώρα που νομίζεις πως τους ξεφορτωθήκαμε για καλά, να σου τους πάλι που πέφτουν σαν κοράκια στα χωριά, ρημάζουν ό,τι βρουν, σκοτώνουν γυναικόπαιδα και γέρους, κλέβουν ό,τι μπορούν να σηκώσουν και να πάρουν, και ξαναφεύγουν μόλις αντικρίσουν το πρώτο Ελληνικό σώμα! And|suddenly|the|time|when|you think|that|them|we got rid of|for|good|to|you|them|again|who|fall|like|crows|in the|villages|ravage|whatever|they find|they kill|women and children|and|old men|they steal|whatever|they can|to|lift|and|to|take|and|they leave again|as soon as|they see|the|first|Greek|body And suddenly, at the moment you think we have gotten rid of them for good, there they are again, falling like crows on the villages, ravaging everything they find, killing women and children and the elderly, stealing whatever they can lift and take, and leaving as soon as they see the first Greek body! Αλίμονο μας! Woe|to us Woe to us! Πόσα έχομε ακόμα να τραβήξομε οι κακόμοιροι! How many|we have|still|to|pull through|the|poor ones How much more do we have to endure, the poor souls!

Γύρευε ο Αλέξιος να μάθει σε ποια γειτονικά μέρη είχαν φανεί για τελευταία φορά, μα δεν ήξεραν να του πουν. He sought|the|Alexios|to|learn|in|which|neighboring|areas|had|appeared|for|last|time|but|not|they knew|to|to him|tell Alexios tried to find out in which neighboring areas they had last appeared, but they did not know how to tell him. Το πήρε για καλό σημάδι. It|took|for|good|sign He took it as a good sign.

— Αν ήταν εδώ κοντά θα το ήξεραν, είπε της γυναίκας του σα βρέθηκαν μόνοι. If|were|here|nearby|would|it|knew|he said|to his|wife|his|as|they found|alone — If it were nearby, they would know, he said to his wife as they found themselves alone. Όπου και αν περάσουν οι Βούλγαροι αφήνουν πίσω τους σημάδια τέτοια που το μαθαίνει γρήγορα η γειτονιά. Wherever|and|if|pass|the|Bulgarians|leave|behind|them|signs|such|that|it|learns|quickly|the|neighborhood Wherever the Bulgarians pass, they leave behind signs that the neighborhood learns quickly.

Πρωί-πρωί την άλλη μέρα καβαλίκεψαν πάλι και πήραν το μεγάλο δρόμο που πήγαινε στα Βοδενά, πόλη γερά οχυρωμένη και χτισμένη ψηλά, σε βράχο τόσο απότομο που τα τρία του πλευρά ήταν γκρεμνοί, και μόνο από το ένα μέρος είχε δρόμο που ανέβαινε στη χώρα. ||the|next|day|mounted|again|and|took|the|main|road|that|led|to the|Vodena|city|strongly|fortified|and|built|high|on|rock|so|steep|that|the|three|its|sides|were|cliffs|and|only|from|the|one|side|had|road|that|ascended|to the|land Early the next morning, they mounted again and took the main road that led to Vodena, a city well fortified and built high, on a cliff so steep that its three sides were cliffs, and only one side had a road that ascended to the land.

Τα Βοδενά και η Βέρροια ήταν από τα δυνατότερα φρούρια στο Θέμα της Θεσσαλονίκης. The|Vodena|and|the|Verroia|were|among|the|strongest|fortresses|in the|Theme|of the|Thessalonica Vodena and Veria were among the strongest fortresses in the Theme of Thessalonica. Τα είχε κυριεύσει ο Σαμουήλ στα 989, και από τότε έμειναν στα χέρια του. They|had|conquered|the|Samuel|in|and|since|then|remained|in|hands|his They were seized by Samuel in 989, and since then they remained in his hands. Εκεί μαζεύουνταν και οχυρώνουνταν τα βουλγαρικά σώματα, όταν παρουσιάζουνταν ο Βυζαντινός στρατός. There|gathered|and|fortified|the|Bulgarian|troops|when|were appearing|the|Byzantine|army There, the Bulgarian forces gathered and fortified themselves when the Byzantine army appeared. Μόλις όμως απομακρύνουνταν πάλι, κατέβαιναν στους κάμπους της Μακεδονίας και κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν. As soon as|but|they were moving away|again|they descended|into the|plains|of|Macedonia|and|they destroyed|whatever|they found However, as soon as they moved away again, they descended into the plains of Macedonia and destroyed everything they found.

Πού και πού, στο δρόμο, ο Αλέξιος και η Θέκλα απαντούσαν κανένα χωρικό. Where|and|occasionally|on the|road|the|Alexios|and|the|Thekla|would answer|any|villager Now and then, on the road, Alexios and Thekla would encounter a villager. Αντάλλαζαν ένα χαιρετισμό κι εξακολουθούσαν το δρόμο τους. They exchanged|a|greeting|and|they continued|their|path| They exchanged a greeting and continued on their way.

— Αν πάμε έτσι ως το τέλος καλά την έχομε, είπε η Θέκλα. If|we go|like this|until|the|end|well|her|we have|said|the|Thekla — If we go like this to the end, we are fine, said Thekla. Παντού μοναξιά. Everywhere|loneliness Loneliness everywhere. Άνθρωπος δεν ταράζει την ηρεμία της εξοχής, και μόνοι μας χαιρόμαστε την ομορφιά της. Man|does not|disturb|the|tranquility|of the|countryside|and|alone|us|enjoy|the|beauty|of the No one disturbs the tranquility of the countryside, and we alone enjoy its beauty.

— Ναι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Yes|replied|the|Alexios — Yes, replied Alexios. Μα μπροστά μας στέκει το βουνό, και πίσω από το βουνό στέκουν οι Βούλγαροι. But|in front of|us|stands|the|mountain|and|behind|from|the|mountain|stand|the|Bulgarians But in front of us stands the mountain, and behind the mountain stand the Bulgarians. Ώς τα Βοδενά είμαστε κάπως ασφαλισμένοι. As|the|Bodeana|we are|somewhat|insured As far as Vodena, we are somewhat safe. Από τα Βοδενά όμως και πέρα θ' αναγκαστούμε ν' αφήσομε το μεγάλο δρόμο. From|the|Vodena|but|and|beyond||be forced||leave|the|big|road But beyond Vodena, we will have to leave the main road.

Όταν το απόγεμα έφθασαν στον Λουδία, το ποτάμι που περνά από την ομώνυμη λίμνη, άφησαν το μεγάλο δρόμο και πήραν βόρεια τα μονοπάτια μες στα δέντρα. When|the|afternoon|they arrived|at the|Loudia|the|river|that|passes|from|the|eponymous|lake|they left|the|main|road|and|they took|north|the|paths|through|in the|trees When they reached Louidia in the afternoon, the river that flows from the lake of the same name, they left the main road and took the northern paths through the trees. Σε λίγο έφθασαν σ' ένα χωριό, όπου σταμάτησαν να ξεκουραστούν. In|a little|they arrived||a|village|where|they stopped|to|rest Soon they arrived at a village, where they stopped to rest. Από το πρωί ταξίδευαν. From|the|morning|they traveled They had been traveling since morning. Ο Αλέξιος και η Θέκλα, καθώς και τα ζώα τους, είχαν ανάγκη από ανάπαυση. The|Alexios|and|the|Thekla|as|and|the|animals|their|had|need|for|rest Alexios and Thekla, as well as their animals, needed rest.

Σταμάτησαν στον ξενώνα του χωριού και ρώτησε ο Αλέξιος αν είχαν να τους δώσουν καμιά κάμαρα για κείνον και τον παραγιό του, να περάσουν τη νύχτα. They stopped|at the|inn|of the|village|and|asked|the|Alexios|if|they had|to|them|give|any|room|for|him|and|the|assistant|of|to|spend|the|night They stopped at the village inn, and Alexios asked if they had a room to give him and his assistant to spend the night.

Ο ξενοδόχος, καθώς άκουσε ομιλίες, βγήκε στην πόρτα και κοίταξε τον Αλέξιο με ύφος υποψιάρικο. The|innkeeper|as|he heard|conversations|he went out|to the|door|and|he looked|at Alexios|Alexios|with|expression|suspicious The innkeeper, upon hearing the conversation, came to the door and looked at Alexios with a suspicious expression.

Τον ρώτησε τι είναι και πώς τον λένε. Him|asked|what|he is|and|how|him|they call He asked him who he was and what his name was.

Αποκρίθηκε ο Αλέξιος πως τον έλεγαν Γαβριήλ Νικολίτση, και πως ήταν πραματευτής που επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη και πήγαινε στο Βουτέλιο. replied|the|Alexios|that|him|called|Gabriel|Nikolitzi|and|that|was|merchant|who|was returning|from|the|Thessaloniki|and|was going|to|Voutelio Alexios replied that his name was Gabriel Nikolitsis, and that he was a merchant returning from Thessaloniki and going to Voutelio.

- Και πού το ξέρω εγώ αν είσαι αληθινά ο Γαβριήλ Νικολίτσης; είπε απότομα ο ξενοδόχος. And|where|it|I know|I|if|you are|truly|the|Gabriel|Nikolitssis|said|abruptly|the|innkeeper - And how do I know if you are really Gabriel Nikolitssis? the innkeeper said abruptly. Δώσε μου μιαν απόδειξη ή τράβα το δρόμο σου. Give|me|a|receipt|or|go|your|way| Give me some proof or go your own way.

Το αίμα του Αλέξιου έβραζε. The|blood|of|Alexios|boiled Alexios's blood was boiling. Ήταν ασυνήθιστος ν' ακούει να του μιλούν με τέτοιον τρόπο. It was|unusual||hear|to|him|speak|to|such|way He was unaccustomed to being spoken to in such a manner. Αριστοκράτης και αξιωματικός, ήταν μαθημένος να διατάζει, όχι να τον διατάζουν. Aristocrat|and|officer|was|accustomed|to|command|not|to|him|command An aristocrat and an officer, he was used to giving orders, not being ordered around.

Του ήλθε δυνατή διάθεση να κατεβάσει το ραβδί του στη ράχη του ξενοδόχου. To him|came|strong|disposition|to|lower|the|stick|his|on|back|of|innkeeper He felt a strong urge to bring down his stick on the back of the innkeeper. Μα βαστάχθηκε. But|was held But he held back.

Έβγαλε από τον κόρφο του τα βουλγάρικα γράμματα και του τα έδωσε. He took out|from|the|bosom|his|the|Bulgarian|letters|and|to him|the|he gave He took the Bulgarian letters out of his bosom and gave them to him. Ο ξενοδόχος τα κοίταξε μα έμεινε κατσουφιασμένος. The|innkeeper|them|looked|but|remained|sulky The innkeeper looked at them but remained sulky.

— Πότε ξαναφεύγεις; ρώτησε. When|are you leaving again|he/she asked — When are you leaving again? he asked.

— Αύριο τα ξημερώματα. Tomorrow|the|morning — Tomorrow morning.

— Έμπα μέσα λοιπόν. Come in|inside|then — Come inside then. Μα κοίταξε, πριν φανεί ο ήλιος να μου έχεις αδειάσει την κάμαρα. But|look|before|appears|the|sun|to|me|you have|emptied|the|room But look, before the sun rises, make sure you have emptied the room.

Ο Αλέξιος έσφιξε τα δόντια του. The|Alexios|clenched|the|teeth|his Alexios clenched his teeth. Τον είχε πιάσει δυνατός πειρασμός να τον σπάσει στο ξύλο. Him|had|caught|strong|temptation|to|him|break|in the|wood He was strongly tempted to break him with a stick.

«Ένας πραματευτής πρέπει να ξέρει να καταπίνει πολλά», σκέφθηκε. A|merchant|must|to|know|to|swallow|many|thought "A merchant must know how to swallow a lot," he thought.

Και χωρίς άλλο λόγο ξεκαβαλίκεψε και άφησε τον παραγιό του να πάει τ' άλογα στο στάβλο. And|without|another|reason|dismounted|and|let|the|assistant|his|to|take||horses|to the|stable And without further ado, he dismounted and let his apprentice take the horses to the stable.

Όταν μπήκε η Θέκλα στο μαγειριό που ήταν και τραπεζαρία, και όπου την περίμενε ο Αλέξιος, είδε πως ήταν και άλλος κόσμος μαζεμένος εκεί. |||||kitchen|||||||||||||||||gathered| When Thekla entered the kitchen, which also served as a dining room, and where Alexios was waiting for her, she saw that there were other people gathered there. Κοντοστάθηκε ντροπαλή. She stood still|shy She hesitated, feeling shy.

Ο Αλέξιος την είδε με την άκρη του ματιού του, γύρισε και τη φώναξε: The|Alexios|her|saw|with|the|corner|of|eye|his|turned|and|her|called Alexios saw her out of the corner of his eye, turned, and called to her:

— Γρηγόρη, έλα δω! Gregory|come|here — Grigori, come here! Μια ώρα σε περιμένω και κρυώνει το φαγί… είπε μαλωσιάρικα. One|hour|at|I wait|and|gets cold|the|food|she said|quarrelsomely I've been waiting for you for an hour and the food is getting cold... she said in a scolding tone.

Κάθισε η Θέκλα στο ξύλινο σκαμνί που της έδειχνε ο άντρας της σιμά του, παίζοντας καλά το ρόλο του παραγιού που πρέπει να φροντίζει να μη θυμώνει τον αφέντη. Thekla sat|the|Thekla|on the|wooden|stool|that|to her|was showing|the|husband|her|close|to him|playing|well|the|role|of the|servant|who|must|to|ensure|to|not|anger|the|master Thekla sat on the wooden stool that her husband pointed to nearby, playing the role of the servant who must ensure that he doesn't anger the master.

Χαμηλόφωνα της είπε ο Αλέξιος: softly|to her|said|the|Alexios Alexios said to her quietly:

— Κοίταζε χωρίς να σε βλέπουν και πρόσεχε όλους χωρίς εξαίρεση. He was looking|without|to|you|see|and|he was paying attention|everyone|without|exception — Look without being seen and pay attention to everyone without exception. Δεν ξέρω μέσα σε τι ανθρώπους βρισκόμαστε. I do not|know|inside|in|what|people|we are I don't know what kind of people we are among.

Στην άκρη του τραπεζιού, μια στενόμακρη σανίδα στηριγμένη σε δυο στρίποδα, τρεις χωρικοί έπιναν και τραγουδούσαν νυσταγμένα, μισομεθυσμένοι. At|edge|of|table|a|narrow|board|supported|on|two|stools|three|villagers|drank|and|sang|sleepily|half-drunk At the edge of the table, a long board supported by two trestles, three villagers were drinking and singing drowsily, half-drunk. Πλάγι τους, ένας καλόγερος με πολύ μαύρα γένια και μικρά μαύρα μάτια είχε βγάλει από ένα μπογαλάκι κόκκινο λίγο ψωμί κι ελιές κι έμοιαζε πολύ προσηλωμένος στο φαγί του. Next to|them|a|monk|with|very|black|beard|and|small|black|eyes|had|taken out|from|a|small bag|red|little|bread|and|olives|and|seemed|very|focused|on|food|his Beside them, a monk with very black beard and small black eyes had taken out some bread and olives from a red bag and seemed very focused on his food.

Μπροστά στο τζάκι, μια δούλα με αχτένιστα μαλλιά και φόρεμα λαδοπεριχυμένο τηγάνιζε ψάρια και κουβέντιαζε μ' ένα ξανθό παλικάρι που κάρφωνε το σπασμένο παραθυρόφυλλο. In front of|at the|fireplace|a|maid|with|uncombed|hair|and|dress|stained with oil|was frying|fish|and|was chatting||a|blond|young man|who|was fixing|the|broken|window shutter In front of the fireplace, a maid with uncombed hair and an oil-stained dress was frying fish and chatting with a blond young man who was fixing the broken window shutter. Κάθε λίγο παρατούσε τα ψάρια της κι έσκυβε έξω από το παράθυρο για να δει ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε στην αυλή. Every|little|would abandon|the|fish|her|and|would lean|outside|from|the|window|to|(particle for subjunctive)|see|who|entered|and|who|exited|in the|yard Every now and then she would leave her fish and lean out of the window to see who was coming in and who was going out in the yard.

Παρακάτω, δυο γυναίκες τσίριζαν συζητώντας με τον ξενοδόχο για την τιμή του δείπνου. Below|two|women|were chirping|discussing|with|the|innkeeper|about|the|price|of the|dinner Below, two women were shrieking while discussing with the innkeeper about the price of dinner. Κι ένα παιδί, κρεμασμένο στη φούστα της μάνας του γκρίνιαζε κι έκλαιγε αδιάκοπα. And|one|child|hanging|on|skirt|of|mother|its|whined|and|cried|incessantly And a child, hanging from his mother's skirt, was whining and crying incessantly.

— Χειρότερα είναι δω μέσα παρά στη χάβρα των Εβραίων! Worse|are|here|inside|than|in the|ghetto|of|Jews — It's worse in here than in the Jewish ghetto! είπε η Θέκλα. said|the|Thekla said Thekla.

Έξαφνα ακούστηκε έξω σάλαγος μεγάλος, ποδοβολητά αλόγων, κλαγγή όπλων, τρομαγμένες γυναικείες φωνές, και πάνω απ' όλα διακρίνουνταν μια προσταχτική αντρίκεια φωνή που έδινε παραγγέλματα. Suddenly|was heard|outside|commotion|great|hoofbeats|of horses|clanging|of weapons|frightened|women's|voices|and|above||all|could be distinguished|a|commanding|manly|voice|that|was giving|orders Suddenly, a great commotion was heard outside, the pounding of horses' hooves, the clanging of weapons, terrified women's voices, and above all, a commanding masculine voice could be distinguished giving orders.

Ο ξενοδόχος σήκωσε με απελπισία τα χέρια του στο ταβάνι. The|innkeeper|raised|with|despair|his|hands|his|to the|ceiling The innkeeper raised his hands to the ceiling in despair.

— Να τους πάλι! Here are|them|again — Here they are again! φώναξε. shouted he shouted.

Και βγήκε τρεχάτος από το μαγειριά. And|he/she/it ran out|in a hurry|from|the|kitchen And he rushed out of the kitchen. Όλοι είχαν σηκωθεί, και τρομαγμένοι σκουντουφλούσαν ποιος να πρωτοπροφθάσει να δει τι τρέχει στην αυλή. Everyone|had|gotten up|and|frightened|stumbled|who|to|be the first to see|to|see|what|is happening|in the|yard Everyone had gotten up, and frightened, they stumbled over each other to see what was happening in the yard. Ο Αλέξιος σηκώθηκε όπως και οι άλλοι. The|Alexios|got up|as|and|the|others Alexios got up just like the others.

Η Θέκλα όμως είχε μείνει πίσω, και παρατήρησε πως μόνο ο καλόγερος με τα μαύρα γένια δεν είχε κουνήσει από τη θέση του παρά κοίταζε επίμονα την πόρτα. The|Thekla|but|had|remained|behind|and|noticed|that|only|the|monk|with|the|black|beard|not|had|moved|from|the|position|his|except|was looking|intently|the|door However, Thekla had stayed behind and noticed that only the monk with the black beard had not moved from his spot but was staring intently at the door.