×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 13. ΙΓ'. «Για την πατρίδα»

13. ΙΓ'. «Για την πατρίδα»

Όταν έφθασε η βουλγαρική περιπολία στο φρούριο της Σκάμπας με τον Αλέξιο, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά. Περνώντας την πόρτα, ο Αλέξιος έριξε μια τελευταία ματιά πίσω στην κοιμισμένη φύση και στον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού, και ακολούθησε τους στρατιώτες στη φυλακή.

Ήξερε πως δε θα ξανάβλεπε πια ποτέ τα βουνά της Ηπείρου, ούτε τα σκοτεινά της δάση, ούτε τα ηλιόλουστα λιβάδια, ούτε το αγαπημένο πρόσωπο της Θέκλας. Μ' εκείνο το τελευταίο του βλέμμα είχε στείλει στην ανοιξιάτικη φύση τον τελευταίο του αποχαιρετισμό.

Τον κατέβασαν οι στρατιώτες από μια στενή σκάλα και τον έσπρωξαν μέσα σ' ένα μαύρο κατώγι, όπου τον άφησαν μονάχο και αμπάρωσαν την πόρτα.

Μύριζε μούχλα, και η υγρασία, κρύα και διαπεραστική, πήγαινε ως τα κόκαλα. Το φως δεν έμπαινε ποτέ ως εκεί μέσα, ούτε είχε καν παράθυρο. Και οι στρατιώτες δεν είχαν αφήσει το φανάρι τους.

Ο Αλέξιος θέλησε να περπατήσει απάνω - κάτω, να ζεσταθεί λίγο. Μα το μέρος ήταν τόσο στενό, που παραιτήθηκε, και, πασπατεύοντας, ζήτησε να βρει ένα σκαμνί να καθίσει.

Δε βρίσκουνταν όμως κανένα έπιπλο στη σκοτεινή εκείνη τρύπα. Μόνο μερικά παλιάχυρα ήταν ριγμένα σε μια γωνιά. Κι εκεί ξαπλώθηκε ο Αλέξιος.

Τα μάτια του έκαιαν από την αγρυπνία, το κεφάλι του ήταν βαρύ. Προσπάθησε να κοιμηθεί, μα το μυαλό του ήταν πάρα πολύ ταραγμένο για να μπορέσει να βρει ησυχία. Τη ζωή του την είχε θυσιάσει, δεν τον έμελε. Μα έμενε η αποστολή του ανεκπλήρωτη. Θα κατόρθωνε άραγε η Θέκλα, γυναίκα αδύνατη και τόσο νέα, να φθάσει μόνη στο Δυρράχιο, χωρίς βοήθεια και χωρίς χρήματα;

Τη συλλογίζουνταν μόνη στα βουνά, στον τρόμο της νύχτας, απροστάτευτη μέσα σε τόσους κινδύνους, εκτεθειμένη στην αγριότητα των ζώων και των ανθρώπων.

Η σκέψη αυτή τον τρέλαινε, γύρευε να τη διώξει, μα έρχουνταν και ξανάρχουνταν αδιάκοπα, και μεγάλωνε ολοένα το μαρτύριο του. Και η ώρα περνούσε…

Θα ήθελε να έσβηνε από τη μνήμη του τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Θα ήθελε να ξεχνούσε πως ο Αυτοκράτορας του εμπιστεύθηκε μια δύσκολη δουλειά, πως του είπε: «Δεν αρκεί να πεθάνεις για μένα, πρέπει και να φθάσεις.»

Κι εκείνος είχε υποσχεθεί. Και όμως δεν έφθασε. Δεν επέτυχε. Έπεσε στο δρόμο, ανάξιος της εμπιστοσύνης του Βασιλέα του… ανάξιος… ανάξιος… ανάξιος!…

Έσφιξε το κεφάλι του στα δυο του χέρια: «Ω! λίγον ύπνο!… Λίγον ύπνο!… Να ξεχάσω!…» Η ώρα περνούσε μα ο ύπνος δεν ήρχουνταν.

Αυτόν θα τον σκότωναν, το ήξερε, θα τον βασάνιζαν ίσως, κι αυτό το ήξερε. Μα τι ήταν αυτά τα βασανιστήρια, εμπρός στην αγωνία της ψυχής του, που τον θέριζε και τον τρέλαινε;

Έξαφνα άκουσε βήματα. Ήρχουνταν βέβαια να τον πάρουν για να τον βασανίσουν.

Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι ακούμπησε στον τοίχο. Δεν ήθελε να τον δουν καταγής, θα τους ακολουθούσε με το κεφάλι ψηλά και με σταθερό βλέμμα.

Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα. Άκουσε το κλειδί που γύριζε μέσα στην κλειδαριά, και τις αμπάρες που έπεφταν. Η πόρτα άνοιξε σιγά, και φως χύθηκε μέσα στο κατώγι του.

Ένα λιγνό αγορίσιο κορμί, μ' ένα φανάρι στο χέρι, μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε βιαστικά.

Το αγόρι σήκωσε το φανάρι και κοίταξε γύρω. Η τρεμουλιάρικη φλόγα φώτισε το χλωμό άσαρκο πρόσωπο του, μισοκρυμμένο από πλήθος καστανά μαλλιά.

Ο Αλέξιος έβγαλε μια φωνή.

— Θέκλα.

Την άρπαξε στην αγκαλιά του, την έσφιξε στο στήθος του… δυο ραγισμένες καρδιές που χτυπούσαν πλάι - πλάι, για τελευταία φορά…

Κάμποση ώρα, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να βγάλει μιλιά.

— Θέκλα… γυναίκα μου, μουρμούρισε ο Αλέξιος. Γιατί ήλθες εδώ!

— Για να σε σώσω, είπε σιγά η Θέκλα.

— Για να με σώσεις;

Την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.

— Πώς θα με σώσεις; Πώς ήλθες; Πώς μπήκες μέσα;

— Με το γράμμα του μικρού καλόγερου.

Και καθισμένη στ' άχυρα σιμά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, του διηγήθηκε πώς πήρε το άλογο, πώς βρήκε το μαχαίρι του Ασώτη, πώς της ήλθε τρελός ο πόθος να τρέξει στη Σκάμπα να τον ξαναδεί, πώς θυμήθηκε το γράμμα και πώς έπεισε το δεσμοφύλακα να την αφήσει να μπει στο κατώγι του.

— Και τώρα, Αλέξιε, θα φύγεις μαζί μου, εξακολούθησε. Σαν είναι ώρα, θα έλθει ο Παγράτης να σ' ετοιμάσει να βγεις από δω.

Και του εξήγησε το σχέδιο.

Ο δεσμοφύλακας θα έφερνε φορέματα της γυναίκας του, θα έντυνε τον Αλέξιο και θα έβγαιναν μαζί από τη φυλακή, χωρίς να τον γνωρίσουν οι στρατιώτες που ήδη περίμεναν απέξω να έλθει η ώρα να τον παραλάβουν για την εκτέλεση της ποινής του.

— Ποια είναι η ποινή μου; ρώτησε ο Αλέξιος.

Η Θέκλα ανατρίχιασε.

— Η πιο ντροπιασμένη και η πιο φοβερή απ' όλες, το παλούκωμα, με όλα τα βασανιστήρια που κάνουν στους κλέφτες και στους φονιάδες.

— Το περίμενα πως θα με βασανίσουν, είπε ο Αλέξιος. Μα όταν μ' έπιασαν, δεν είχα πια το μαχαίρι του Ασώτη, που θα μ' έσωζε τουλάχιστον από τη ντροπή της άτιμης εκτελέσεως.

— Σου το έφερα, είπε η Θέκλα, βγάζοντας το από τον κόρφο της. Καλό είναι να το έχεις. Αν σε πιάσουν στο δρόμο, θα έχεις ένα όπλο.

Το άρπαξε ο Αλέξιος με χαρά.

— Θ' αληθέψουν τα λόγια που μου είπε ο Ασώτης, όταν μου το έδωσε, είπε. Τώρα ήλθε η ώρα που ο φίλος αυτός θα με σώσει από τη ντροπή. Άκουσε, Θέκλα, κι απάντησε μου με ειλικρίνεια. Θα ήθελε ο δεσμοφύλακας να σε βοηθήσει να πας στο Δυρράχιο;

— Ναι! Η γυναίκα του μου πρότεινε να με πάγει η ίδια, σα συγγένισσά της. Πηγαίνει, λέγει, συχνά εκεί για να δει την αδελφή της.

— Λοιπόν να φύγεις αμέσως και να παρατήσεις κάθε προσπάθεια να με σώσεις εμένα.

— Αλέξιε, όχι, φώναξε η Θέκλα. Θα φύγομε μαζί! Πήρε τα δυο της χέρια, που ήταν γύρω στο λαιμό του, και τα έσφιξε δυνατά στα δικά του.

— Θέκλα, άκουσε, της είπε με συγκινημένη βαθιά φωνή. Σου μιλώ σα να ήσουν άντρας, γιατί ξέρω πως είσαι άξια να με καταλάβεις. Μου εμπιστεύθηκε ο Βασιλέας μου μιαν αποστολή που ορκίστηκα να την εκτελέσω. Για να βαστάξω την υπόσχεση μου θα θυσίαζα και την τιμή μου και την αγάπη μου και σένα ακόμα. Τώρα ήλθε η ώρα που θα δείξομε αν αξίζομε την εμπιστοσύνη του Βασιλέα. Αν φύγεις μόνη σου, τίποτα δε θα σ' εμποδίσει πια να φθάσεις στο Δυρράχιο σα συγγένισσά της Παγράταινας. Ο δρόμος σου είναι τώρα ανοιχτός. Αν δοκιμάσεις όμως να με σώσεις, θα μας πιάσουν και τους δυο.

Η Θέκλα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της.

— Αλέξιε, Αλέξιε, γόγγυσε, δεν μπορώ να σ' αφήσω! Γιατί να πας στο θάνατο, αν υπάρχει μια ελπίδα να σωθείς;

— Γιατί είναι αδύνατο αυτό που μου προτείνεις, Θέκλα, είπε ο Αλέξιος. Μεγαλόσωμος όπως είμαι, δε μπορώ να περάσω για γυναίκα. Θα δουν αμέσως την απάτη. Μα και αν υποθέσεις πως θα γελαστούν οι πρώτοι στρατιώτες, έξω, στην πύλη της πόλης φυλάγουν κι άλλοι φρουροί που εξετάζουν όλους εκείνους που μπαίνουν και βγαίνουν. Με το φως της ημέρας πώς μπορείς να φανταστείς πως θα τους γελάσομε;… Θέκλα μου, το μήνυμα που αναλάβαμε να πάμε μεις στον Χρυσήλιο έχει τόση μεγάλη σπουδαιότητα, που κι αν ήταν μια ελπίδα σωτηρίας για μένα, πάλι θα έπρεπε να πας μόνη σου, αφού αυτός είναι ο μόνος βέβαιος τρόπος να φθάσει το μήνυμα στα χέρια του. Εσύ, σα γυναίκα που είσαι, περνάς εύκολα, και δεν είναι καν ανάγκη να φύγεις αμέσως. Μπορείς να ξεκινήσεις τη νύχτα. Ενώ εγώ δεν μπορώ να περιμένω το σκοτάδι, αφού πρόκειται να εκτελεστεί η ποινή μου πριν βραδιάσει.

Η Θέκλα κρεμάστηκε στο λαιμό του.

— Αλέξιε, είπε με αγωνία, γιατί δε θέλεις να δοκιμάσεις αν υπάρχει ελπίδα;

— Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα αγαπημένη μου, δεν το βλέπεις; Εσύ η ίδια μου είπες πως οι στρατιώτες περιμένουν κιόλας απέξω, δηλαδή πως κοντεύει η ώρα. Εάν έλθουν και δε με βρουν, θα μας κυνηγήσουν. Πώς μπορείς να ελπίζεις πως, έστω κι αν περάσομε από μέσα από τόσους φρουρούς, δε θα μας ξαναπιάσουν στο δρόμο, πριν κάνομε εκατό βήματα; Και τότε ούτε συ δε θα φθάσεις στο Δυρράχιο.

Και θα ματαιωθεί το μεγάλο στρατιωτικό σχέδιο του Αυτοκράτορα.

Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε.

Κρεμασμένη στο λαιμό του τον άκουε. Είχε κρύψει το πρόσωπο της στο στήθος του κι έμενε ακίνητη κι αποθαρρυμένη.

Ήξερε πως ήταν σωστά τα λόγια του Αλέξιου. Την ώρα ακόμα που με το δεσμοφύλακα κατέστρωναν το σχέδιο της φυγής, είχε κάνει τη σκέψη πως ήταν αδύνατο να επιτύχει. Μόνο ο τίμιος αλλ' απλός αυτός άνθρωπος, τυφλωμένος από τον πατριωτικό ενθουσιασμό, που ύστερα από τόσα χρόνια είχε ξανανάψει πάλι στα στήθια του, μπορούσε να το θεωρήσει κατορθωτό. Κι εκείνη, από την πολλή της αγάπη, είχε παραδεχθεί το ανόητο αυτό σχέδιο, γιατί δεν έβρισκε κανένα άλλο. Και τώρα ακόμα, με όλ' αυτά που της έλεγε ο άντρας της και που τα ήξερε σωστά, πάλι δεν αποφάσιζε να τον εγκαταλείψει.

— Αλέξιε, είπε με σβησμένη φωνή, σκέψου κι ένα άλλο! Σε κατηγορούν πως είσαι κλέφτης και φονιάς, και συ, για να μην προδώσεις την αποστολή σου δε θέλησες να τους πεις ποιος είσαι. Θα πεθάνεις ατιμασμένος, ντροπιασμένος…

Η φωνή της έσβησε σ' ένα αναφιλητό. Ο Αλέξιος χάιδεψε τα μαλλιά της, τ' αγαπημένα καστανά μαλλιά που τη στόλιζαν τόσο πλούσια.

— Για την πατρίδα πρέπει να ξέρει κανείς και την τιμή του να θυσιάζει, είπε σιγά. Η τιμή μου έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μου, Θέκλα. Κι εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ. Η πατρίδα όμως θα μείνει, και η πατρίδα είναι όλες οι γενιές που πέρασαν και οι γενιές που είναι, και κείνες που θα έλθουν. Το σκοπό μου μόνο βλέπω. Δε σημαίνει τι στοιχίζει η εκτέλεση του, φθάνει που εκτελείται…

Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα όνειρα και σκέψεις. Ήταν σα να έβλεπε πέρα από τη Θέκλα, σε άλλους κόσμους.

— Το άτομο που χάνεται είναι τόσο ασήμαντο… εξακολούθησε συλλογισμένος. Όταν σκεφθεί κανείς το μεγαλείο του έργου που είναι να γίνει, η θυσία ενός ή δυο ή δέκα ανθρώπων δε λογαριάζει. Φτάνει που γίνεται η δουλειά…

Η Θέκλα τον άκουε συλλογισμένη κι αυτή. Τα λόγια του έμπαιναν βαθιά στην καρδιά της, κι αισθάνουνταν όλο τους το βάθος.

Μα έξαφνα θυμήθηκε την ποινή του, το άτιμο παλούκωμα, το μαρτυρικό θάνατο, κι ανατρίχιασε.

— Αλέξιε, θα σε βασανίσουν!… μουρμούρισε.

— Όχι, αγάπη μου. Μου έφερες ένα φίλο που θα με σώσει από τον αργό και ντροπιασμένο θάνατο.

— Σκότωσε με πρώτα λοιπόν και σκοτώσου ύστερα. Δε θέλω να σ' αφήσω! Δε θέλω να ζήσω χωρίς εσένα.

— Θέκλα, θα ζήσεις! είπε με δύναμη ο Αλέξιος. Θα ζήσεις για να εκτελέσεις τη δική μου αποστολή! Το θέλω! Ορκίσου!

Δεν απαντούσε. Κρεμασμένη στο λαιμό του έκλαιγε με λυγμούς.

— Θέκλα, ορκίσου! ξαναείπε ο Αλέξιος. Ορκίσου πως, ό,τι και να γίνει, θα πας στο Δυρράχιο!

Βήματα ακούστηκαν απέξω. Το κλειδί έτριξε στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε.

Ο Παγράτης μπήκε μέσα. Το πρόσωπο του ήταν ωχρό και τρομαγμένο. Έβαλε καταγής ένα μικρό δέμα.

— Γρήγορα, είπε του Αλέξιου, ντύσου, φόρεσε αυτά τα φορέματα. Αν αργήσεις, δεν το παίρνω πια απάνω μου να σε σώσω. Οι στρατιώτες ξεκινούν!

— Σώσε τη γυναίκα μου, πάρε την και φύγετε, είπε ο Αλέξιος, και ο Θεός να σου το πληρώσει, καλέ μου άνθρωπε! Εγώ δε φεύγω.

— Όχι, όχι! φώναξε η Θέκλα. Έλα και συ! Έλα, Αλέξιε!

— Φύγε, Θέκλα! Σου το προστάζω!

— Έλα και συ! Ή μένω μαζί σου κι ας με βασανίσουν και μένα…

Ο δεσμοφύλακας βγήκε να βεβαιωθεί πως έμενε ακόμα ελεύθερος ο διάδρομος.

— Θα μείνω εδώ κι ό,τι γίνει ας γίνει, είπε η Θέκλα κι έτρεξε να κλείσει την πόρτα.

Ο Αλέξιος κατάλαβε πως όσο ζει τίποτα δε θα πείσει τη γυναίκα του να φύγει.

Τη στιγμή που γύρισε η Θέκλα, άρπαξε κείνος το μαχαίρι του Ασώτη και το έμπηξε ολόκληρο στο στήθος του.

Έπεσε χωρίς να βγάλει ούτε αναστεναγμό. Η Θέκλα τον είδε, όρμησε σιμά του κι έπεσε στα γόνατα.

— Αλέξιε!… φώναξε.

Της φάνηκε πως τρελαίνουνταν, δεν καταλάβαινε πια. Έσφιξε το μέτωπο της στα χέρια της.

— Θεέ μου! Θεέ μου, ψιθύρισε.

Έσκυψε πάνω του και πέρασε το χέρι της στο μέτωπο του.

— Αλέξιε… μ' ακούς;…

Άνοιξε τα μάτια του και την αναγνώρισε. Έκανε μια κίνηση για να σηκωθεί. Μα δεν μπόρεσε.

— Θέκλα!…

Έσκυψε πολύ κοντά του. Η φωνή του πνίγουνταν. Μόλις τον άκουε πια.

— Θέκλα… ορκίσου…

— Ορκίζομαι, του αποκρίθηκε.

— Θα ζήσεις… για την πατρίδα…

— Ορκίζομαι, είπε πάλι η Θέκλα.

Έκανε να σηκώσει το κεφάλι του να τη φιλήσει.

Κοχλακιστό χύθηκε το αίμα από το στόμα του. Τα μάτια του έκλεισαν, το κεφάλι του έγειρε πίσω, νεκρό.

Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα.

— Γρήγορα, γρήγορα! φώναξε. Ελάτε, ο διάδρομος είναι ελεύθερος από δω…

Σταμάτησε βλέποντας τον Αλέξιο καταγής.

— Ναι! είπε η Θέκλα με άτονη φωνή. Έρχομαι.

Έσκυψε και φίλησε τον άντρα της για τελευταία φορά, και του έκλεισε τα μάτια. Ύστερα σηκώθηκε, μάζεψε το φανάρι και το μπογαλάκι με τα γυναικεία ρούχα και γύρισε κατά την πόρτα.

— Πάμε, είπε.

Ο δεσμοφύλακας την κοίταξε αποβλακωμένος.

— Πού πάμε; ρώτησε.

— Στο Δυρράχιο, αποκρίθηκε εκείνη σαν υπνωτισμένη.

Και μαζί βγήκαν στο σκοτεινό διάδρομο.

Όταν λίγα λεπτά αργότερα μπήκαν οι στρατιώτες στο κατώγι του φυλακισμένου, τον βρήκαν ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στα αίματα, και μ' ένα διαμαντοστόλιστο μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά.

Ο αξιωματικός που τους διοικούσε έσκυψε και τον εξέτασε.

Τράβηξε το μαχαίρι από την πληγή και το κοίταξε στο φως του φαναριού.

— Περίεργο τρόπο έχετε να ψάχνετε τους κακούργους που συνοδεύετε στη φυλακή, είπε απότομα. Να ένας κατάδικος που μπήκε δω χωρίς καν να δείτε πως ήταν οπλισμένος.

Ένας στρατιώτης πλησίασε το άγριο τριχωτό πρόσωπο του και κοίταξε με λαίμαργα μάτια το πολύτιμο όπλο.

— Εγώ μόνος μου τον έψαξα, είπε, και μπορώ να σε βεβαιώσω πως δεν είχε αυτό το μαχαίρι απάνω του.

— Και ‘γω σε βεβαιώνω πως είσαι βλάκας, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με θυμό. Δε μου λες, πού θα έβρισκε ένα τέτοιο μαχαίρι, αν δεν ήταν στην τσέπη κανενός δυστυχισμένου διαβάτη που τον έκλεψε αφού τον σκότωσε; Η τέχνη του άλλωστε το απαιτούσε κι αυτό, εξακολούθησε παίζοντας τη λαβή στο φως της φλόγας. Να ξέρει δηλαδή να κρύβει καλά τέτοια πολύτιμα παιχνιδάκια. Τώρα ό,τι έγινε έγινε. Σηκώστε τον και ρίξτε τον έξω να τον φαν τα σκυλιά.

Ένας στρατιώτης πήρε τ' όπλο, με πρόφαση να το σκουπίσει, και απομακρύνουνταν.

— Φέρτο δω! Πού πας! φώναξε άγρια ο αξιωματικός.

Πήρε πίσω το μαχαίρι, ξανάριξε μια ματιά στα πολύτιμα πετράδια της λαβής, και, ύστερα, ήσυχα το έχωσε στη ζώνη του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

13. ΙΓ'. «Για την πατρίδα» text13

Όταν έφθασε η βουλγαρική περιπολία στο φρούριο της Σκάμπας με τον Αλέξιο, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά. When|arrived|the|Bulgarian|patrol|to the|fortress|of|Skampas|with|the|Alexios|the|moon|was|still|high When the Bulgarian patrol arrived at the fortress of Skampas with Alexios, the moon was still high. Περνώντας την πόρτα, ο Αλέξιος έριξε μια τελευταία ματιά πίσω στην κοιμισμένη φύση και στον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού, και ακολούθησε τους στρατιώτες στη φυλακή. Passing|the|door|the|Alexios|cast|a|last|glance|back|at the|sleeping|nature|and|at the||disk|of the|moon|and|followed|the|soldiers|to the|prison As he passed through the door, Alexios took one last look back at the sleeping nature and the silver disk of the moon, and followed the soldiers into the prison.

Ήξερε πως δε θα ξανάβλεπε πια ποτέ τα βουνά της Ηπείρου, ούτε τα σκοτεινά της δάση, ούτε τα ηλιόλουστα λιβάδια, ούτε το αγαπημένο πρόσωπο της Θέκλας. He knew|that|not|would|see again|ever|never|the|mountains|of|Epirus|nor|the|dark|of|forests|nor|the|sunny|meadows|nor|the|beloved|face|of|Thekla He knew that he would never see the mountains of Epirus again, nor its dark forests, nor its sunny meadows, nor the beloved face of Thekla. Μ' εκείνο το τελευταίο του βλέμμα είχε στείλει στην ανοιξιάτικη φύση τον τελευταίο του αποχαιρετισμό. |that|the|last|his|glance|had|sent|to the|spring|nature|the|last|his|farewell With that last glance, he had sent his final farewell to the spring nature.

Τον κατέβασαν οι στρατιώτες από μια στενή σκάλα και τον έσπρωξαν μέσα σ' ένα μαύρο κατώγι, όπου τον άφησαν μονάχο και αμπάρωσαν την πόρτα. Him|lowered|the|soldiers|from|a|narrow|ladder|and|him|pushed|inside||a|black|cellar|where|him|left|alone|and|bolted|the|door The soldiers brought him down a narrow ladder and pushed him into a black cellar, where they left him alone and barred the door.

Μύριζε μούχλα, και η υγρασία, κρύα και διαπεραστική, πήγαινε ως τα κόκαλα. smelled|mold|and|the|humidity|cold|and|penetrating|went|to|the|bones It smelled of mold, and the dampness, cold and penetrating, went to the bones. Το φως δεν έμπαινε ποτέ ως εκεί μέσα, ούτε είχε καν παράθυρο. The|light|not|entered|ever|as|there|inside|nor|had|even|window The light never entered there, nor did it even have a window. Και οι στρατιώτες δεν είχαν αφήσει το φανάρι τους. And|the|soldiers|not|had|left|the|lantern|their And the soldiers had not left their lantern.

Ο Αλέξιος θέλησε να περπατήσει απάνω - κάτω, να ζεσταθεί λίγο. The|Alexios|wanted|to|walk|up|down|to|warm up|a little Alexios wanted to walk up and down, to warm himself a little. Μα το μέρος ήταν τόσο στενό, που παραιτήθηκε, και, πασπατεύοντας, ζήτησε να βρει ένα σκαμνί να καθίσει. But|the|place|was|so|narrow|that|he gave up|and|groping|he asked|to|find|a|stool|to|sit But the place was so narrow that he gave up, and, feeling around, he asked to find a stool to sit on.

Δε βρίσκουνταν όμως κανένα έπιπλο στη σκοτεινή εκείνη τρύπα. Not|were found|but|no|furniture|in the|dark|that|hole However, there was no furniture in that dark hole. Μόνο μερικά παλιάχυρα ήταν ριγμένα σε μια γωνιά. Only|a few|old toys|were|thrown|in|a|corner Only some old rags were thrown in a corner. Κι εκεί ξαπλώθηκε ο Αλέξιος. And|there|lay down|the|Alexios And there Alexios lay down.

Τα μάτια του έκαιαν από την αγρυπνία, το κεφάλι του ήταν βαρύ. The|eyes|his|burned|from|the|sleeplessness|the|head|his|was|heavy His eyes burned from sleeplessness, his head was heavy. Προσπάθησε να κοιμηθεί, μα το μυαλό του ήταν πάρα πολύ ταραγμένο για να μπορέσει να βρει ησυχία. He tried|to|sleep|but|his|mind|him|was|very|much|troubled|to|to|be able|to|find|peace He tried to sleep, but his mind was too troubled to find peace. Τη ζωή του την είχε θυσιάσει, δεν τον έμελε. The|life|his|it|had|sacrificed|not|him|cared He had sacrificed his life, he did not care. Μα έμενε η αποστολή του ανεκπλήρωτη. But|remained|the|mission|his|unfulfilled But his mission remained unfulfilled. Θα κατόρθωνε άραγε η Θέκλα, γυναίκα αδύνατη και τόσο νέα, να φθάσει μόνη στο Δυρράχιο, χωρίς βοήθεια και χωρίς χρήματα; Would|manage|I wonder|the|Thekla|woman|weak|and|so|young|to|arrive|alone|in|Dyrrachium|without|help|and|without|money Would Thekla, a frail and so young woman, manage to reach Durrës alone, without help and without money?

Τη συλλογίζουνταν μόνη στα βουνά, στον τρόμο της νύχτας, απροστάτευτη μέσα σε τόσους κινδύνους, εκτεθειμένη στην αγριότητα των ζώων και των ανθρώπων. She|was thinking|alone|in the|mountains|in the|terror|of the|night|unprotected|inside|in|so many|dangers|exposed|to the|savagery|of the|animals|and|of the|humans He imagined her alone in the mountains, in the terror of the night, unprotected amidst so many dangers, exposed to the wildness of animals and humans.

Η σκέψη αυτή τον τρέλαινε, γύρευε να τη διώξει, μα έρχουνταν και ξανάρχουνταν αδιάκοπα, και μεγάλωνε ολοένα το μαρτύριο του. The|thought|this|him|drove crazy|sought|to|it|drive away|but|kept coming|and|kept returning|incessantly|and|grew|ever more|the|torment|his This thought drove him mad; he sought to drive it away, but it kept coming back incessantly, and his torment grew ever greater. Και η ώρα περνούσε… And|the|hour|was passing And time passed...

Θα ήθελε να έσβηνε από τη μνήμη του τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. would|like|to|could erase|from|the|memory|his|the|thoughts|that|him|tormented He wished he could erase from his memory the thoughts that tormented him. Θα ήθελε να ξεχνούσε πως ο Αυτοκράτορας του εμπιστεύθηκε μια δύσκολη δουλειά, πως του είπε: «Δεν αρκεί να πεθάνεις για μένα, πρέπει και να φθάσεις.» would|like|to|forget|that|the|Emperor|to him|entrusted|a|difficult|job|that|to him|said|Not|enough|to|die|for|me|must|also|to|arrive He would like to forget that the Emperor entrusted him with a difficult task, that he said to him: "It is not enough to die for me, you must also arrive."

Κι εκείνος είχε υποσχεθεί. And|he|had|promised And he had promised. Και όμως δεν έφθασε. And|yet|not|arrived And yet he did not arrive. Δεν επέτυχε. Not|succeeded He did not succeed. Έπεσε στο δρόμο, ανάξιος της εμπιστοσύνης του Βασιλέα του… ανάξιος… ανάξιος… ανάξιος!… He fell|in the|street|unworthy|of the|trust|of the|King|his|unworthy|unworthy|unworthy He fell on the road, unworthy of the trust of his King... unworthy... unworthy... unworthy!...

Έσφιξε το κεφάλι του στα δυο του χέρια: «Ω! He squeezed|the|head|his|in|two|his|hands|Oh He clenched his head in his hands: "Oh! λίγον ύπνο!… Λίγον ύπνο!… Να ξεχάσω!…» Η ώρα περνούσε μα ο ύπνος δεν ήρχουνταν. little|sleep|||to|forget|The|hour|was passing|but|the|sleep|not|was coming a little sleep!… A little sleep!… To forget!…" Time was passing but sleep was not coming.

Αυτόν θα τον σκότωναν, το ήξερε, θα τον βασάνιζαν ίσως, κι αυτό το ήξερε. Him|would|him|kill|it|knew|would|him|torture|perhaps|and|this|it|knew He knew they would kill him, he knew they might torture him. Μα τι ήταν αυτά τα βασανιστήρια, εμπρός στην αγωνία της ψυχής του, που τον θέριζε και τον τρέλαινε; But|what|were|these|the|tortures|in front of|in the|agony|of the|soul|his|that|him|reaped|and|him|drove mad But what were these tortures, compared to the agony of his soul, which was reaping him and driving him mad?

Έξαφνα άκουσε βήματα. Suddenly|he/she heard|footsteps Suddenly he heard footsteps. Ήρχουνταν βέβαια να τον πάρουν για να τον βασανίσουν. They were coming|of course|to|him|take|in order to||him|torture They were indeed coming to take him to torture him.

Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι ακούμπησε στον τοίχο. He got up||one|jump|and|he leaned|on the|wall He jumped up and leaned against the wall. Δεν ήθελε να τον δουν καταγής, θα τους ακολουθούσε με το κεφάλι ψηλά και με σταθερό βλέμμα. Not|wanted|to|him|see|on the ground|would|them|follow|with|the|head|high|and|with|steady|gaze He didn't want them to see him on the ground; he would follow them with his head held high and a steady gaze.

Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα. The|footsteps|stopped|in front of|at the|door The footsteps stopped in front of the door. Άκουσε το κλειδί που γύριζε μέσα στην κλειδαριά, και τις αμπάρες που έπεφταν. He heard|the|key|that|turned|inside|in the|lock|and|the|bolts|that|were falling He heard the key turning in the lock and the bolts falling. Η πόρτα άνοιξε σιγά, και φως χύθηκε μέσα στο κατώγι του. The|door|opened|slowly|and|light|poured|inside|into|basement|his The door opened slowly, and light poured into the basement.

Ένα λιγνό αγορίσιο κορμί, μ' ένα φανάρι στο χέρι, μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε βιαστικά. A|slender|boy's|body||a|lantern|in the|hand|entered|inside|and|the|door|closed|hurriedly A slender boy's body, with a lantern in hand, entered and the door closed hastily.

Το αγόρι σήκωσε το φανάρι και κοίταξε γύρω. The|boy|lifted|the|lantern|and|looked|around The boy raised the lantern and looked around. Η τρεμουλιάρικη φλόγα φώτισε το χλωμό άσαρκο πρόσωπο του, μισοκρυμμένο από πλήθος καστανά μαλλιά. The|flickering|flame|illuminated|the|pale|fleshless|face|his|half-hidden|by|mass|brown|hair The flickering flame illuminated his pale, emaciated face, half-hidden by a mass of brown hair.

Ο Αλέξιος έβγαλε μια φωνή. The|Alexios|let out|a|scream Alexios let out a voice.

— Θέκλα. Thecla — Thekla.

Την άρπαξε στην αγκαλιά του, την έσφιξε στο στήθος του… δυο ραγισμένες καρδιές που χτυπούσαν πλάι - πλάι, για τελευταία φορά… Her|grabbed|in|embrace|his|her|squeezed|to|chest|his|two|broken|hearts|that|beat|side|by|for|last|time He grabbed her in his arms, he held her tight to his chest... two broken hearts beating side by side, for the last time...

Κάμποση ώρα, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να βγάλει μιλιά. Quite a bit|hour|nor|the|one|nor|the|other|not|was able|to|utter|word For quite a while, neither of them could utter a word.

— Θέκλα… γυναίκα μου, μουρμούρισε ο Αλέξιος. Thekla|wife|my|murmured|the|Alexios — Thekla... my wife, Alexios murmured. Γιατί ήλθες εδώ! Why|did you come|here Why did you come here!

— Για να σε σώσω, είπε σιγά η Θέκλα. To|(subjunctive particle)|you|save|said|quietly|the|Thekla — To save you, Thekla said softly.

— Για να με σώσεις; — To save me?

Την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Her|was looking|without|(particle for subjunctive)|understanding He looked at her without understanding.

— Πώς θα με σώσεις; Πώς ήλθες; Πώς μπήκες μέσα; How|will|me|save|How|did you come|How|did you enter|inside — How will you save me? How did you come? How did you get inside?

— Με το γράμμα του μικρού καλόγερου. With|the|letter|of|little|monk — With the letter from the little monk.

Και καθισμένη στ' άχυρα σιμά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, του διηγήθηκε πώς πήρε το άλογο, πώς βρήκε το μαχαίρι του Ασώτη, πώς της ήλθε τρελός ο πόθος να τρέξει στη Σκάμπα να τον ξαναδεί, πώς θυμήθηκε το γράμμα και πώς έπεισε το δεσμοφύλακα να την αφήσει να μπει στο κατώγι του. And|sitting||straw|close|to him|with|the|head|resting|on his|shoulder|him|to him|she told|how|he took|the|horse|how|he found|the|knife|of|Asoti|how|to her|came|crazy|the|desire|to|run|to|Skamba|to|him|see again|how|he remembered|the|letter|and|how|he convinced|the|jailer|to|her|let|to|enter|in the|cellar|of And sitting on the straw next to him, with her head resting on his shoulder, she told him how she got the horse, how she found the knife of Asotis, how she was overcome with a mad desire to run to Skampa to see him again, how she remembered the letter and how she convinced the jailer to let her into his cell.

— Και τώρα, Αλέξιε, θα φύγεις μαζί μου, εξακολούθησε. And|now|Alexei|will|leave|together|with me|continued — And now, Alexios, you will leave with me, she continued. Σαν είναι ώρα, θα έλθει ο Παγράτης να σ' ετοιμάσει να βγεις από δω. When|is|time|will|come|the|Pagratis|to||prepare|to|leave|from|here When the time comes, Pagratios will come to prepare you to leave here.

Και του εξήγησε το σχέδιο. And|to him|explained|the|plan And she explained the plan to him.

Ο δεσμοφύλακας θα έφερνε φορέματα της γυναίκας του, θα έντυνε τον Αλέξιο και θα έβγαιναν μαζί από τη φυλακή, χωρίς να τον γνωρίσουν οι στρατιώτες που ήδη περίμεναν απέξω να έλθει η ώρα να τον παραλάβουν για την εκτέλεση της ποινής του. The|prison guard|would|bring|dresses|of|wife|his|would|dress|him|Alexios|and|would|leave|together|from|the|prison|without|to|him|recognize|the|soldiers|who|already|were waiting|outside|to|come|the|time|to|him|pick up|for|the|execution|of|sentence|his The jailer would bring women's clothes, would dress Alexios, and they would leave the prison together, without the soldiers who were already waiting outside recognizing him when the time came to take him for the execution of his sentence.

— Ποια είναι η ποινή μου; ρώτησε ο Αλέξιος. What|is|the|penalty|my|asked|the|Alexios — What is my punishment? asked Alexios.

Η Θέκλα ανατρίχιασε. The|Thekla|shivered Thekla shuddered.

— Η πιο ντροπιασμένη και η πιο φοβερή απ' όλες, το παλούκωμα, με όλα τα βασανιστήρια που κάνουν στους κλέφτες και στους φονιάδες. ||||||||||impalement||||tortures||||||| The most humiliating and the most terrifying of all, impalement, with all the tortures they inflict on thieves and murderers.

— Το περίμενα πως θα με βασανίσουν, είπε ο Αλέξιος. It|I expected|that|would|me|torture|said|the|Alexios — I expected that they would torture me, said Alexios. Μα όταν μ' έπιασαν, δεν είχα πια το μαχαίρι του Ασώτη, που θα μ' έσωζε τουλάχιστον από τη ντροπή της άτιμης εκτελέσεως. But|when||caught|not|I had|anymore|the|knife|of|Asoti|which|would||would save|at least|from|the|shame|of|dishonorable|execution But when they caught me, I no longer had the knife of the Outlaw, which would have at least saved me from the shame of the disgraceful execution.

— Σου το έφερα, είπε η Θέκλα, βγάζοντας το από τον κόρφο της. to you|it|I brought|said|the|Thekla|taking out|it|from|the|bosom|her — I brought it to you, said Thekla, taking it out from her bosom. Καλό είναι να το έχεις. Good|is|to|it|have It's good to have it. Αν σε πιάσουν στο δρόμο, θα έχεις ένα όπλο. If|you|catch|on|the road|will|have|a|weapon If you get caught on the road, you'll have a weapon.

Το άρπαξε ο Αλέξιος με χαρά. The|grabbed|the|Alexios|with|joy Alexios grabbed it with joy.

— Θ' αληθέψουν τα λόγια που μου είπε ο Ασώτης, όταν μου το έδωσε, είπε. |be true|the|words|that|to me|said|the|Asotis|when|to me|it|gave|he said — The words that the Outcast told me when he gave it to me will come true, he said. Τώρα ήλθε η ώρα που ο φίλος αυτός θα με σώσει από τη ντροπή. Now|has come|the|time|that|the|friend|this|will|me|save|from|the|shame Now the time has come for this friend to save me from shame. Άκουσε, Θέκλα, κι απάντησε μου με ειλικρίνεια. Listen|Thekla|and|answer|to me|with|honesty Listen, Thekla, and answer me honestly. Θα ήθελε ο δεσμοφύλακας να σε βοηθήσει να πας στο Δυρράχιο; would|like|the|guard|to|you|help|to|go|to|Durrës Would the jailer like to help you go to Durrës?

— Ναι! — Yes! Η γυναίκα του μου πρότεινε να με πάγει η ίδια, σα συγγένισσά της. The|woman|his|to me|suggested|to|me|take|the|same|as|relative|her His wife suggested that she take me herself, as a relative of hers. Πηγαίνει, λέγει, συχνά εκεί για να δει την αδελφή της. She goes|she says|often|there|to|(subjunctive particle)|see|the|sister|her She goes, she says, often there to see her sister.

— Λοιπόν να φύγεις αμέσως και να παρατήσεις κάθε προσπάθεια να με σώσεις εμένα. Well|to|leave|immediately|and|to|give up|every|effort|to|me|save|me — Well, you should leave immediately and give up any attempt to save me.

— Αλέξιε, όχι, φώναξε η Θέκλα. — Alexei, no, Thekla shouted. Θα φύγομε μαζί! We will|leave|together We will leave together! Πήρε τα δυο της χέρια, που ήταν γύρω στο λαιμό του, και τα έσφιξε δυνατά στα δικά του. He took|the|two|her|hands|which|were|around|on|neck|his|and|them|he squeezed|tightly|to the|his|own She took her two hands, which were around his neck, and squeezed them tightly against his.

— Θέκλα, άκουσε, της είπε με συγκινημένη βαθιά φωνή. Thekla|she listened|to her|said|with|emotional|deep|voice — Thekla, listen, he said with a deeply emotional voice. Σου μιλώ σα να ήσουν άντρας, γιατί ξέρω πως είσαι άξια να με καταλάβεις. to you|I speak|as|to|you were|man|because|I know|that|you are|worthy|to|me|understand I speak to you as if you were a man, because I know you are worthy of understanding me. Μου εμπιστεύθηκε ο Βασιλέας μου μιαν αποστολή που ορκίστηκα να την εκτελέσω. to me|entrusted|the|King|my|a|mission|that|I swore|to|it|execute My King entrusted me with a mission that I swore to carry out. Για να βαστάξω την υπόσχεση μου θα θυσίαζα και την τιμή μου και την αγάπη μου και σένα ακόμα. To|(particle for subjunctive)|keep|the|promise|my|(future tense marker)|would sacrifice|and|the|honor|my|and|the|love|my|and|you|even To keep my promise, I would sacrifice my honor, my love, and even you. Τώρα ήλθε η ώρα που θα δείξομε αν αξίζομε την εμπιστοσύνη του Βασιλέα. Now|has come|the|time|when|will|show|if|deserve|the|trust|of|King Now the time has come to show whether we are worthy of the King's trust. Αν φύγεις μόνη σου, τίποτα δε θα σ' εμποδίσει πια να φθάσεις στο Δυρράχιο σα συγγένισσά της Παγράταινας. If|you leave|alone|you|nothing|not|will||stop|anymore|to|arrive|in|Durrës|as|relative|of her|Pogradec If you leave on your own, nothing will stop you from reaching Durrës as a relative of Pagratina. Ο δρόμος σου είναι τώρα ανοιχτός. The|road|your|is|now|open Your path is now clear. Αν δοκιμάσεις όμως να με σώσεις, θα μας πιάσουν και τους δυο. If|you try|however|to|me|save|will|us|catch|and|us|both But if you try to save me, they will catch us both.

Η Θέκλα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της. The|Thekla|hid|the|face|her|in the|hands|her Thekla hid her face in her hands.

— Αλέξιε, Αλέξιε, γόγγυσε, δεν μπορώ να σ' αφήσω! Alexi||whined|not|I can|to||leave — Alexei, Alexei, she moaned, I can't leave you! Γιατί να πας στο θάνατο, αν υπάρχει μια ελπίδα να σωθείς; Why|to|go|to the|death|if|there is|a|hope|to|be saved Why go to death if there is a hope to be saved?

— Γιατί είναι αδύνατο αυτό που μου προτείνεις, Θέκλα, είπε ο Αλέξιος. — Because what you are suggesting is impossible, Μεγαλόσωμος όπως είμαι, δε μπορώ να περάσω για γυναίκα. Big-bodied|as|I am|not|I can|to|pass|as|woman As big as I am, I cannot pass for a woman. Θα δουν αμέσως την απάτη. They will|see|immediately|the|fraud They will immediately see the deception. Μα και αν υποθέσεις πως θα γελαστούν οι πρώτοι στρατιώτες, έξω, στην πύλη της πόλης φυλάγουν κι άλλοι φρουροί που εξετάζουν όλους εκείνους που μπαίνουν και βγαίνουν. But|and|if|you assume|that|will|be deceived|the|first|soldiers|outside|at the|gate|of the|city|guard|and|other|guards|who|examine|all|those|who|enter|and|exit But even if you assume that the first soldiers will be deceived, outside, at the city gate, there are other guards who examine all those who come in and out. Με το φως της ημέρας πώς μπορείς να φανταστείς πως θα τους γελάσομε;… Θέκλα μου, το μήνυμα που αναλάβαμε να πάμε μεις στον Χρυσήλιο έχει τόση μεγάλη σπουδαιότητα, που κι αν ήταν μια ελπίδα σωτηρίας για μένα, πάλι θα έπρεπε να πας μόνη σου, αφού αυτός είναι ο μόνος βέβαιος τρόπος να φθάσει το μήνυμα στα χέρια του. With|the|light|of|day|how|can you|to|imagine|how|will|them|deceive|Thekla|my|the|message|that|we undertook|to|go|we|to|Chrysolios|has|such|great|importance|that|even|if|were|a|hope|of salvation|for|me|again|would|have to|to|go|alone|your|since|he|is|the|only|certain|way|to|reach|the|message|into the|hands|of him In the light of day, how can you imagine that we will deceive them?… Thekla, the message we have taken to deliver to Chrysilios is of such great importance that even if it were a hope of salvation for me, you would still have to go alone, since that is the only sure way to get the message into his hands. Εσύ, σα γυναίκα που είσαι, περνάς εύκολα, και δεν είναι καν ανάγκη να φύγεις αμέσως. You|as|woman|who|you are|you pass|easily|and|not|is|even|need|to|leave|immediately You, as a woman, can pass easily, and there is no need for you to leave immediately. Μπορείς να ξεκινήσεις τη νύχτα. You can|to|start|the|night You can start at night. Ενώ εγώ δεν μπορώ να περιμένω το σκοτάδι, αφού πρόκειται να εκτελεστεί η ποινή μου πριν βραδιάσει. While|I|not|can|to|wait|the|darkness|since|is going|to|be executed|the|sentence|my|before|night falls While I cannot wait for darkness, since my sentence is to be carried out before nightfall.

Η Θέκλα κρεμάστηκε στο λαιμό του. ||hung||| Thekla hung around his neck.

— Αλέξιε, είπε με αγωνία, γιατί δε θέλεις να δοκιμάσεις αν υπάρχει ελπίδα; Alexis, she said anxiously, why don't you want to try if there is hope?

— Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα αγαπημένη μου, δεν το βλέπεις; Εσύ η ίδια μου είπες πως οι στρατιώτες περιμένουν κιόλας απέξω, δηλαδή πως κοντεύει η ώρα. Why|not|is|hope|beloved|my|not|it|you see|You|the|same|my|told|that|the|soldiers|are waiting|already|outside|that is|that|is nearing|the|hour — Because there is no hope my beloved, can't you see? You yourself told me that the soldiers are already waiting outside, which means the time is near. Εάν έλθουν και δε με βρουν, θα μας κυνηγήσουν. If|they come|and|not|me|they find|will|us|chase If they come and don't find me, they will hunt us down. Πώς μπορείς να ελπίζεις πως, έστω κι αν περάσομε από μέσα από τόσους φρουρούς, δε θα μας ξαναπιάσουν στο δρόμο, πριν κάνομε εκατό βήματα; Και τότε ούτε συ δε θα φθάσεις στο Δυρράχιο. How|can|to|hope|that|even|and|if|we pass|through|inside|from|so many|guards|not|will|us|catch again|on the|road|before||one hundred|steps|And|then|neither|you|not|will|reach|to the|Dyrrachium How can you hope that, even if we pass through so many guards, they won't catch us again on the way, before we take a hundred steps? And then you won't even reach Durrës.

Και θα ματαιωθεί το μεγάλο στρατιωτικό σχέδιο του Αυτοκράτορα. And|will|be thwarted|the|great|military|plan|of the|Emperor And the Emperor's grand military plan will be thwarted.

Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε. The|Thekla|not|answered Thekla did not respond.

Κρεμασμένη στο λαιμό του τον άκουε. Hanging around his neck, she listened to him. Είχε κρύψει το πρόσωπο της στο στήθος του κι έμενε ακίνητη κι αποθαρρυμένη. She had|hidden|the|face|her|on|chest|his|and|remained|motionless|and|discouraged She had hidden her face in his chest and remained still and discouraged.

Ήξερε πως ήταν σωστά τα λόγια του Αλέξιου. He knew|that|were|correct|the|words|of|Alexios She knew that Alexios's words were correct. Την ώρα ακόμα που με το δεσμοφύλακα κατέστρωναν το σχέδιο της φυγής, είχε κάνει τη σκέψη πως ήταν αδύνατο να επιτύχει. The|hour|even|when|with|the|prison guard|were devising|the|plan|of|escape|had|made|the|thought|that|was|impossible|to|succeed At the very moment when they were devising the escape plan with the jailer, he had thought that it was impossible to succeed. Μόνο ο τίμιος αλλ' απλός αυτός άνθρωπος, τυφλωμένος από τον πατριωτικό ενθουσιασμό, που ύστερα από τόσα χρόνια είχε ξανανάψει πάλι στα στήθια του, μπορούσε να το θεωρήσει κατορθωτό. Only|the|honest||simple|this|man|blinded|by|the|patriotic|enthusiasm|who|after|from|so many|years|had|reignited|again|in the|chest|his|could|to|it|consider|achievable Only this honest yet simple man, blinded by patriotic enthusiasm, which had reignited in his chest after so many years, could consider it achievable. Κι εκείνη, από την πολλή της αγάπη, είχε παραδεχθεί το ανόητο αυτό σχέδιο, γιατί δεν έβρισκε κανένα άλλο. And|she|from|the|much|her|love|had|accepted|the|foolish|this|plan|because|not|found|any|other And she, out of her great love, had accepted this foolish plan, because she could find no other. Και τώρα ακόμα, με όλ' αυτά που της έλεγε ο άντρας της και που τα ήξερε σωστά, πάλι δεν αποφάσιζε να τον εγκαταλείψει. And|now|still|with||these|that|to her|was saying|the|husband|her|and|that|them|knew|correctly|again|not|decided|to|him|leave And even now, with all that her husband was telling her and which he knew well, she still did not decide to leave him.

— Αλέξιε, είπε με σβησμένη φωνή, σκέψου κι ένα άλλο! Alexi|he said|with|extinguished|voice|think|and|one|other — Alexei, she said in a subdued voice, think of another one! Σε κατηγορούν πως είσαι κλέφτης και φονιάς, και συ, για να μην προδώσεις την αποστολή σου δε θέλησες να τους πεις ποιος είσαι. You|accuse|that|you are|thief|and|murderer|and|you|for|to|not|betray|the|mission|your|not|wanted|to|them|tell|who|you are They accuse you of being a thief and a murderer, and you, in order not to betray your mission, did not want to tell them who you are. Θα πεθάνεις ατιμασμένος, ντροπιασμένος… You will|die|dishonored|ashamed You will die dishonored, ashamed…

Η φωνή της έσβησε σ' ένα αναφιλητό. The|voice|her|faded||a|sob Her voice faded into a sob. Ο Αλέξιος χάιδεψε τα μαλλιά της, τ' αγαπημένα καστανά μαλλιά που τη στόλιζαν τόσο πλούσια. The|Alexios|stroked|the|hair|her||beloved|brown|hair|that|her|adorned|so|richly Alexios caressed her hair, the beloved chestnut hair that adorned her so richly.

— Για την πατρίδα πρέπει να ξέρει κανείς και την τιμή του να θυσιάζει, είπε σιγά. For|the|homeland|must|to|know|one|and|the|honor|of him|to|sacrifice|said|quietly — For the homeland, one must know to sacrifice their honor, he said softly. Η τιμή μου έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μου, Θέκλα. The|price|my|has|significance|only|for|the|self|my|Thekla My worth matters only to myself, Thekla. Κι εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ. And|I|am|one|will|pass|and|will|be forgotten And I am one, I will pass and be forgotten. Η πατρίδα όμως θα μείνει, και η πατρίδα είναι όλες οι γενιές που πέρασαν και οι γενιές που είναι, και κείνες που θα έλθουν. The|homeland|but|will|remain|and|the|homeland|is|all|the|generations|that|passed|and|the|generations|that|are|and|those|that|will|come But the homeland will remain, and the homeland is all the generations that have passed and the generations that are, and those that will come. Το σκοπό μου μόνο βλέπω. The|goal|my|only|I see I only see my purpose. Δε σημαίνει τι στοιχίζει η εκτέλεση του, φθάνει που εκτελείται… Not|means|what|costs|the|execution|of it|it is enough|that|is executed It doesn't matter what it costs to execute it, it is enough that it is executed...

Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα όνειρα και σκέψεις. The|eyes|his|were|flooded|dreams|and|thoughts His eyes were flooded with dreams and thoughts. Ήταν σα να έβλεπε πέρα από τη Θέκλα, σε άλλους κόσμους. It was|as|to|saw|beyond|from|the|Thekla|in|other|worlds It was as if he could see beyond Thecla, into other worlds.

— Το άτομο που χάνεται είναι τόσο ασήμαντο… εξακολούθησε συλλογισμένος. The|person|that|is lost|is|so|insignificant|continued|thoughtful — The person who is lost is so insignificant… he continued thoughtfully. Όταν σκεφθεί κανείς το μεγαλείο του έργου που είναι να γίνει, η θυσία ενός ή δυο ή δέκα ανθρώπων δε λογαριάζει. When|one thinks|no one|the|greatness|of the|work|that|is|to|be done|the|sacrifice|one|or|two|or|ten|people|not|counts When one thinks of the greatness of the work that is to be done, the sacrifice of one or two or ten people does not matter. Φτάνει που γίνεται η δουλειά… It is enough|that|is done|the|work It is enough that the work gets done…

Η Θέκλα τον άκουε συλλογισμένη κι αυτή. The|Thekla|him|listened|thoughtful|and|she Thekla listened to him thoughtfully. Τα λόγια του έμπαιναν βαθιά στην καρδιά της, κι αισθάνουνταν όλο τους το βάθος. The|words|his|entered|deep|in the|heart|her|and|felt|all|their|the|depth His words penetrated deep into her heart, and she felt their full depth.

Μα έξαφνα θυμήθηκε την ποινή του, το άτιμο παλούκωμα, το μαρτυρικό θάνατο, κι ανατρίχιασε. But|suddenly|remembered|the|punishment|his|the|dishonorable|impalement|the|martyr's|death|and|shuddered But suddenly she remembered his punishment, the shameful impalement, the martyr's death, and shuddered.

— Αλέξιε, θα σε βασανίσουν!… μουρμούρισε. Alexei|will|you|torture|murmured — Alexei, they will torture you!… she murmured.

— Όχι, αγάπη μου. No|my love|my — No, my love. Μου έφερες ένα φίλο που θα με σώσει από τον αργό και ντροπιασμένο θάνατο. to me|you brought|a|friend|who|will|me|save|from|the|slow|and|shameful|death You brought me a friend who will save me from a slow and shameful death.

— Σκότωσε με πρώτα λοιπόν και σκοτώσου ύστερα. |||||kill yourself| So kill me first and then kill yourself. Δε θέλω να σ' αφήσω! I don't|want|to||leave I don't want to leave you! Δε θέλω να ζήσω χωρίς εσένα. I don't|want|to|live|without|you I don't want to live without you.

— Θέκλα, θα ζήσεις! Thecla|will|live — Thecla, you will live! είπε με δύναμη ο Αλέξιος. said|with|strength|the|Alexios Alexios said with strength. Θα ζήσεις για να εκτελέσεις τη δική μου αποστολή! You will|live|to|(particle for infinitive)|execute|the|own|my|mission You will live to carry out my mission! Το θέλω! The|I want I want it! Ορκίσου! Swear Swear!

Δεν απαντούσε. Not|was answering He did not answer. Κρεμασμένη στο λαιμό του έκλαιγε με λυγμούς. Hanging around his neck, she cried with sobs.

— Θέκλα, ορκίσου! Thekla|swear — Thekla, swear! ξαναείπε ο Αλέξιος. said again|the|Alexios Alexios said again. Ορκίσου πως, ό,τι και να γίνει, θα πας στο Δυρράχιο! Swear|that|whatever|and|to|happens|will|go|to|Durrës Swear that, no matter what happens, you will go to Dyrrachium!

Βήματα ακούστηκαν απέξω. Steps|were heard|from outside Footsteps were heard outside. Το κλειδί έτριξε στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε. The|key|squeaked|in the|lock|and|the|door|opened The key creaked in the lock and the door opened.

Ο Παγράτης μπήκε μέσα. The|Pagratēs|entered|inside Pagrat entered. Το πρόσωπο του ήταν ωχρό και τρομαγμένο. The|face|his|was|pale|and|frightened His face was pale and frightened. Έβαλε καταγής ένα μικρό δέμα. He put|on the ground|a|small|package He placed a small bundle on the ground.

— Γρήγορα, είπε του Αλέξιου, ντύσου, φόρεσε αυτά τα φορέματα. Quickly|he said|to|Alexios|get dressed|wear|these|the|dresses — Hurry, he said to Alexios, get dressed, wear these clothes. Αν αργήσεις, δεν το παίρνω πια απάνω μου να σε σώσω. If|you are late|not|it|I take|anymore|upon|myself|to|you|save If you are late, I won't take it upon myself to save you anymore. Οι στρατιώτες ξεκινούν! The|soldiers|start The soldiers are starting!

— Σώσε τη γυναίκα μου, πάρε την και φύγετε, είπε ο Αλέξιος, και ο Θεός να σου το πληρώσει, καλέ μου άνθρωπε! Save|the|woman|my|take|her|and|leave|said|the|Alexios|and|the|God|to|you|it|repay|good|my|man — Save my wife, take her and leave, said Alexios, and may God repay you, my good man! Εγώ δε φεύγω. I|not|leave I am not leaving.

— Όχι, όχι! No|no — No, no! φώναξε η Θέκλα. shouted|the|Thekla Thekla shouted. Έλα και συ! Come|and|you Come too! Έλα, Αλέξιε! Come|Alexi Come, Alex!

— Φύγε, Θέκλα! Leave|Thekla — Go away, Thekla! Σου το προστάζω! to you|it|I command I command you!

— Έλα και συ! Come|and|you — Come on! Ή μένω μαζί σου κι ας με βασανίσουν και μένα… Or|I stay|with|you|and|let them|me|torment|and|me Either I stay with you and let them torture me too…

Ο δεσμοφύλακας βγήκε να βεβαιωθεί πως έμενε ακόμα ελεύθερος ο διάδρομος. The|prison guard|went out|to|ensure|that|remained|still|clear|the|corridor The jailer went out to make sure the corridor was still clear.

— Θα μείνω εδώ κι ό,τι γίνει ας γίνει, είπε η Θέκλα κι έτρεξε να κλείσει την πόρτα. |||||||happens|||||ran|||| I will stay here and whatever happens, happens, said Thekla and ran to close the door.

Ο Αλέξιος κατάλαβε πως όσο ζει τίποτα δε θα πείσει τη γυναίκα του να φύγει. The|Alexios|understood|that|as long as|lives|nothing|will not|will|convince|the|wife|his|to|leave Alexios realized that as long as he lived, nothing would convince his wife to leave.

Τη στιγμή που γύρισε η Θέκλα, άρπαξε κείνος το μαχαίρι του Ασώτη και το έμπηξε ολόκληρο στο στήθος του. The|moment|when|turned|the|Thekla|grabbed|he|the|knife|of|Asotis|and|it|stabbed|whole|in the|chest|of him The moment Thekla turned around, he grabbed Asotis' knife and plunged it completely into his chest.

Έπεσε χωρίς να βγάλει ούτε αναστεναγμό. He fell|without|to|let out|not even|sigh He fell without making a sound. Η Θέκλα τον είδε, όρμησε σιμά του κι έπεσε στα γόνατα. The|Thekla|him|saw|rushed|close|to him|and|fell|on|knees Thekla saw him, rushed to him, and fell to her knees.

— Αλέξιε!… φώναξε. Alexi|shouted — Alexei!… she shouted.

Της φάνηκε πως τρελαίνουνταν, δεν καταλάβαινε πια. To her|seemed|that|were going crazy|not|understood|anymore It seemed to her that he was going crazy, she could no longer understand. Έσφιξε το μέτωπο της στα χέρια της. She tightened|the|forehead|her|in the|hands|her She tightened her forehead in her hands.

— Θεέ μου! God|my — My God! Θεέ μου, ψιθύρισε. God|my|whispered My God, she whispered.

Έσκυψε πάνω του και πέρασε το χέρι της στο μέτωπο του. She leaned over|over|him|and|passed|the|hand|her|on the|forehead|his She leaned over him and ran her hand across his forehead.

— Αλέξιε… μ' ακούς;… Alexi||you hear — Alex… can you hear me?…

Άνοιξε τα μάτια του και την αναγνώρισε. He opened|the|eyes|his|and|her|recognized He opened his eyes and recognized her. Έκανε μια κίνηση για να σηκωθεί. He made|a|movement|to|(particle for subjunctive)|rise He made a move to get up. Μα δεν μπόρεσε. But|not|was able to But he couldn't.

— Θέκλα!… Thecla — Thecla!…

Έσκυψε πολύ κοντά του. He/She bent down|very|close|to him She leaned in very close to him. Η φωνή του πνίγουνταν. The|voice|his|was drowning His voice was drowning. Μόλις τον άκουε πια. As soon as|him|heard|anymore She could barely hear him anymore.

— Θέκλα… ορκίσου… Thecla|swear — Thekla… swear to me…

— Ορκίζομαι, του αποκρίθηκε. I swear|to him|replied — I swear, she replied.

— Θα ζήσεις… για την πατρίδα… You will live… for the homeland…

— Ορκίζομαι, είπε πάλι η Θέκλα. I swear|she said|again|the|Thekla "I swear," Thekla said again.

Έκανε να σηκώσει το κεφάλι του να τη φιλήσει. He tried|to|lift|the|head|his|to|her|kiss He tried to lift his head to kiss her.

Κοχλακιστό χύθηκε το αίμα από το στόμα του. gurgling|spilled|the|blood|from|the|mouth|his Blood gushed from his mouth in a bubbling flow. Τα μάτια του έκλεισαν, το κεφάλι του έγειρε πίσω, νεκρό. The|eyes|his|closed|the|head|his|tilted|back|dead His eyes closed, his head tilted back, dead.

Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα. The|same|moment|opened|the|door|and|the|jailer|entered|inside At that moment, the door opened and the jailer entered.

— Γρήγορα, γρήγορα! Quickly|quickly — Hurry, hurry! φώναξε. shouted he shouted. Ελάτε, ο διάδρομος είναι ελεύθερος από δω… Come|the|hallway|is|clear|from|here Come on, the corridor is clear this way…

Σταμάτησε βλέποντας τον Αλέξιο καταγής. He stopped|seeing|the|Alexios|on the ground He stopped seeing Alexios on the ground.

— Ναι! Yes — Yes! είπε η Θέκλα με άτονη φωνή. said|the|Thekla|with|weak|voice Thekla said in a faint voice. Έρχομαι. I am coming I am coming.

Έσκυψε και φίλησε τον άντρα της για τελευταία φορά, και του έκλεισε τα μάτια. She bent down|and|kissed|the|man|her|for|last|time|and|his|closed|the|eyes She bent down and kissed her husband for the last time, and closed his eyes. Ύστερα σηκώθηκε, μάζεψε το φανάρι και το μπογαλάκι με τα γυναικεία ρούχα και γύρισε κατά την πόρτα. Then|he got up|he gathered|the|lantern|and|the|small bag|with|the|women's|clothes|and|he turned|towards|the|door Then she got up, gathered the lantern and the bag with the women's clothes, and turned towards the door.

— Πάμε, είπε. Let's go|he said — Let's go, she said.

Ο δεσμοφύλακας την κοίταξε αποβλακωμένος. The|jailer|her|looked|dumbfounded The jailer looked at her blankly.

— Πού πάμε; ρώτησε. Where|are we going|he asked — Where are we going? he asked.

— Στο Δυρράχιο, αποκρίθηκε εκείνη σαν υπνωτισμένη. In|Durrës|she replied|she|as|hypnotized — To Durrës, she replied as if in a trance.

Και μαζί βγήκαν στο σκοτεινό διάδρομο. And|together|they went out|in the|dark|corridor And together they stepped into the dark corridor.

Όταν λίγα λεπτά αργότερα μπήκαν οι στρατιώτες στο κατώγι του φυλακισμένου, τον βρήκαν ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στα αίματα, και μ' ένα διαμαντοστόλιστο μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά. When|few|minutes|later|entered|the|soldiers|into|cellar|of|prisoner|him|found|lying||straw|soaked|in|blood|and||a|diamond-studded|knife|stabbed|in the|heart When a few minutes later the soldiers entered the prisoner’s cellar, they found him lying in the straw, soaked in blood, with a diamond-studded knife plunged into his heart.

Ο αξιωματικός που τους διοικούσε έσκυψε και τον εξέτασε. The|officer|who|them|commanded|bent down|and|him|examined The officer who was in charge of them bent down and examined him.

Τράβηξε το μαχαίρι από την πληγή και το κοίταξε στο φως του φαναριού. He pulled|the|knife|from|the|wound|and|it|looked|in the|light|of the|lantern He pulled the knife from the wound and looked at it in the light of the lantern.

— Περίεργο τρόπο έχετε να ψάχνετε τους κακούργους που συνοδεύετε στη φυλακή, είπε απότομα. strange|way|you have|to|search|the|criminals|whom|you escort|to|prison|he said|abruptly — You have a strange way of searching the criminals you escort to prison, he said abruptly. Να ένας κατάδικος που μπήκε δω χωρίς καν να δείτε πως ήταν οπλισμένος. Here is|a|convict|who|entered|here|without|even|to|see|how|was|armed Here is a convict who entered here without you even seeing how he was armed.

Ένας στρατιώτης πλησίασε το άγριο τριχωτό πρόσωπο του και κοίταξε με λαίμαργα μάτια το πολύτιμο όπλο. A|soldier|approached|the|wild|hairy|face|his|and|looked|with|greedy|eyes|the|precious|weapon A soldier approached his wild, hairy face and looked with greedy eyes at the precious weapon.

— Εγώ μόνος μου τον έψαξα, είπε, και μπορώ να σε βεβαιώσω πως δεν είχε αυτό το μαχαίρι απάνω του. I|alone|myself|him|searched|he said|and|I can|to|you|assure|that|not|had|this|the|knife|on|him — I searched for him by myself, he said, and I can assure you that he didn't have that knife on him.

— Και ‘γω σε βεβαιώνω πως είσαι βλάκας, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με θυμό. And||you|assure|that|you are|fool|replied|the|officer|with|anger — And I assure you that you are an idiot, the officer replied angrily. Δε μου λες, πού θα έβρισκε ένα τέτοιο μαχαίρι, αν δεν ήταν στην τσέπη κανενός δυστυχισμένου διαβάτη που τον έκλεψε αφού τον σκότωσε; Η τέχνη του άλλωστε το απαιτούσε κι αυτό, εξακολούθησε παίζοντας τη λαβή στο φως της φλόγας. not|to me|you tell|where|will|he would find|a|such|knife|if|not|was|in the|pocket|of no|unfortunate|traveler|who|him|stole|after|him|killed|The|art|of him|after all|it|required|and|this|he continued|playing|the|grip|in the|light|of the|flame Tell me, where would he find such a knife, if it wasn't in the pocket of some unfortunate traveler whom he robbed after killing him? After all, his craft required that too, he continued, playing with the handle in the light of the flame. Να ξέρει δηλαδή να κρύβει καλά τέτοια πολύτιμα παιχνιδάκια. To|know|that is|to|hide|well|such|precious|toys He should know how to hide such precious little toys well. Τώρα ό,τι έγινε έγινε. Now|whatever|happened| Now whatever happened, happened. Σηκώστε τον και ρίξτε τον έξω να τον φαν τα σκυλιά. Lift|him|and|throw|him|outside|to|him|eat|the|dogs Lift him up and throw him outside for the dogs to eat.

Ένας στρατιώτης πήρε τ' όπλο, με πρόφαση να το σκουπίσει, και απομακρύνουνταν. A|soldier|took||weapon|with|pretext|to|it|clean|and|was moving away A soldier took the weapon, under the pretext of cleaning it, and was moving away.

— Φέρτο δω! Bring it|here — Bring it here! Πού πας! Where|are you going Where are you going! φώναξε άγρια ο αξιωματικός. shouted|fiercely|the|officer the officer shouted fiercely.

Πήρε πίσω το μαχαίρι, ξανάριξε μια ματιά στα πολύτιμα πετράδια της λαβής, και, ύστερα, ήσυχα το έχωσε στη ζώνη του. He took|back|the|knife|cast|a|glance|at the|precious|jewels|of the|handle|and|then|quietly|it|tucked|in the|belt|his He took back the knife, glanced again at the precious gems of the handle, and then quietly tucked it into his belt.