×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 15. ΙΕ'. Στο Δυρράχιο

15. ΙΕ'. Στο Δυρράχιο

Όταν πια νύχτα όταν ο δεσμοφύλακας της Σκάμπας με την ψυχοκόρη του έφθασαν σ' ένα χωριουδάκι, όπου ξεπέζεψαν και κόνεψαν σ' ένα χωριατόσπιτο.

Πρωί-πρωί, πάλι καβαλίκεψαν και πήραν το δρόμο προς το Δυρράχιο όπου έφθασαν κατά το μεσημέρι.

Μπήκαν στην ψηλοχτισμένη πόλη χωρίς καμιά δυσκολία και πήγαν σ' ένα πανδοχείο να φάγουν.

Ο Παγράτης φώναξε τον ξενοδόχο και τον ρώτησε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

— Τώρα ο Χρυσήλιος! είπε ο ξενοδόχος με μια γυριστή κίνηση του χεριού, που μπορούσε να σημαίνει πολλά πράματα ή και τίποτα. Δεν είσαι καλά, γέρο μου ή έρχεσαι από πολύ μακριά!

— Γιατί;… Τι τρέχει; ρώτησε με ανησυχία ο Παγράτης.

Μα κάποιος άλλος ταξιδιώτης φώναξε, από την άκρη του τραπεζιού, πως τα μπαρμπούνια του ήταν άψητα και η χήνα τσικνωμένη.

Ο ξενοδόχος έτρεξε να του εξηγήσει, με πολλές χειρονομίες, πως στους καλούς ξενώνες σαν το δικό του δεν έκαναν πια ψάρια καλοψημένα και πουλερικά ατσίκνωτα, πως αυτά ήταν καλά για τις ταβέρνες.

Και η εξήγηση βάσταξε τόσο πολύ, που ο Παγράτης και η Θέκλα δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα άλλο για τον Δυνάστη Χρυσήλιο.

Αποφάσισαν να βγουν πεζή και να ρωτήσουν κανέναν περαστικό.

Απάντησαν ένα χωρικό καθισμένο στο γαϊδουράκι του, με τα δυο του πόδια κρεμασμένα από το ένα μέρος του ζώου, και τον ρώτησαν αν ήξερε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο χωρικός χωρίς να σταματήσει. Δεν είμαι του τόπου, κάθομαι στον κάμπο…

Κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας ακόμα εξηγήσεις που δεν άκουσαν.

Ρώτησαν μια γυναίκα που ψούνιζε λυχνάρια από έναν πραματευτή στην πόρτα της.

— Χρυσήλιος; αποκρίθηκε αυτή. Δεν τον άκουσα ποτέ. Μα είμαι νιόπαντρη, παν μόνο δυο φεγγάρια που στεφανώθηκα και ήλθα εδώ.

Ετοιμάζουνταν να φύγουν, όταν τους σταμάτησε ο πραματευτής.

— Μη γυρεύετε τον Χρυσήλιο, στρατηγό του Δυρραχίου; ρώτησε.

— Ναι, αποκρίθηκε με ανακούφιση ο Παγράτης, μήπως τον γνωρίζεις;

— Ούτε τον γνωρίζω ούτε τον γνώρισα ποτέ. Ζωή σε λόγου σου, πέθανε δω και τρεις μήνες, είπε ο πραματευτής.

Και γύρισε πάλι στα λυχνάρια του και στα παζάρια. Ο Παγράτης κοίταξε τη Θέκλα απελπισμένος.

— Και τώρα τι θα γίνει; της είπε αφού απομακρύνθηκαν λίγο.

— Να πάμε πίσω στο ξενοδοχείο και να ρωτήσομε τον ξενοδόχο ποιος είναι στρατηγός τώρα εδώ, αποκρίθηκε η Θέκλα με το ίδιο άψυχο ύφος της.

Γύρισαν στο ξενοδοχείο και βρήκαν τον ξενοδόχο στρωμένο μ' ένα του φίλο μπροστά σ' ένα κανάτι κρασί μισαδειασμένο.

Ο Παγράτης σίμωσε και τον ρώτησε, αν ήταν αλήθεια πως πέθανε ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

— Καλά είσαι; είπε ο ξενοδόχος. Δε σου το είπα πρωτύτερα, πως πέθανε δω και τόσους μήνες;

— Και ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε ο Παγράτης.

— Στρατηγός; Στρατηγό δεν έχομε τώρα, όλοι αυτοί είναι περαστικοί. Ο στρατηγός μας, μας άφησε. Γυρνά, λένε, από φρούριο σε φρούριο τόσον καιρό τώρα, που ξεχάσαμε και τι λογής είναι το παρουσιαστικό του.

Η Θέκλα είχε καθίσει στο πεζούλι του παραθύρου κι αφηρημένη κοίταζε την απέραντη θάλασσα, που απλώνουνταν ήρεμη και γαλάζια στα πόδια του βράχου όπου ήταν το ξενοδοχείο.

Ο Παγράτης κάθισε κοντά της αποθαρρυμένος.

— Δε θα κάνομε τίποτα, της είπε. Δεν μπορώ να μάθω καμιά πληροφορία που να μας βοηθήσει.

— Να ρωτήσομε άλλους, είπε η Θέκλα.

— Δε βαρέθηκες ακόμα, κόρη μου; είπε ο γέρος. Παράτησε τα, πίστεψε με, κι έλα πίσω στη Σκάμπα μαζί μου. Θα καθίσεις στο σπίτι μας και θα σ' αγαπούμε σαν παιδί μας. Τα λόγια αυτά ξύπνησαν τη Θέκλα.

— Σώπα! είπε με αγανάκτηση. Θα ήταν έγκλημα να σ' άκουα!

— Κόρη μου, συμπάθησε με… άρχισε ο Παγράτης. Μα η Θέκλα σηκώθηκε.

— Όχι, καλέ μου Παγράτη, διέκοψε. Δε θα σ' ακούσω, γιατί ήλθα με μιαν αποστολή. Και αν δεν την εκτελούσα, θα παρέβαινα τον όρκο μου… και τον δικό του…

Πήγε στη γωνιά όπου κάθουνταν ο ξενοδόχος με το φίλο του.

— Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε.

— Τι σε νοιάζει, όμορφο μου κορίτσι; είπε ζωηρά ο ξενοδόχος. Κάθισε τώρα να πιείς μαζί μας ένα κρασάκι…

— Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; επανέλαβε η Θέκλα και η φωνή της και το πρόσωπο της ήταν τέτοια που ο ξενοδόχος ζάρωσε.

Ο φίλος του σηκώθηκε και, με σεβασμό, χαιρετώντας την βαθιά, της είπε:

— Κυρά μου, στρατηγό τακτικό δεν έχομε από τότε που έφυγε ο Ασώτης Ταρωνίτης. Ο Δυνάστης Χρυσήλιος είχε πάρει τη διοίκηση προσωρινά, ώσπου να γυρίσει ο Ασώτης. Μα πέθανε. Και τώρα, προσωρινά πάντα, διοικεί ο γιός του, ο Δυνάστης Θεόδωρος. Αν θέλεις να τον δεις, πήγαινε στο παλάτι του, το μεγάλο άσπρο σπίτι που είναι δεξιά, στην άκρη του δρόμου που ανεβαίνει στο βουνό.

Η Θέκλα ευχαρίστησε με τον ήσυχο περίλυπο τρόπο της και γύρισε κοντά στον Παγράτη.

— Πάμε, του είπε, έμαθα εκείνο που ήθελα.

Ο ξενοδόχος κι ο φίλος του την ακολούθησαν με τα μάτια, καθώς έφευγε.

— Είσαι ζώο, είπε ο φίλος. Δε ντράπηκες να της προσφέρεις κρασί; Μόνο τη φωνή της που άκουες, έπρεπε να νιώσεις πως είναι αρχόντισσα, κι ας φορεί χωριάτικα ρούχα. Μα σεις οι νεοφερμένοι εδώ δε νιώθετε από ευγένεια. Είστε μαθημένοι από τα βουνά σας. Και πατρίκιο να σε κάνουν, πάλι Βούλγαρος θα μείνεις.

— Εκτός αν με τον καιρό μ' εξευγενίσετε σεις οι Δυρραχιώτες με την ψηλή σας μύτη, πως είστε τάχα από τζάκι, είπε κοροϊδευτικά ο ξενοδόχος. Δεν μπορώ να σ' ακούω! Έλα, πιάσε το ποτήρι σου. Στην υγειά σου!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

15. ΙΕ'. Στο Δυρράχιο text15

Όταν πια νύχτα όταν ο δεσμοφύλακας της Σκάμπας με την ψυχοκόρη του έφθασαν σ' ένα χωριουδάκι, όπου ξεπέζεψαν και κόνεψαν σ' ένα χωριατόσπιτο. When|finally|night|when|the|jailer|of|Skampas|with|the|psychokore|his|arrived||a|small village|where|dismounted|and|settled||a|village house When it was night and the jailer of Skampa arrived with his daughter at a small village, they dismounted and settled in a village house.

Πρωί-πρωί, πάλι καβαλίκεψαν και πήραν το δρόμο προς το Δυρράχιο όπου έφθασαν κατά το μεσημέρι. ||again|they mounted|and|they took|the|road|towards|the|Durrës|where|they arrived|around|the|noon Early in the morning, they mounted again and took the road to Dyrrachium, where they arrived around noon.

Μπήκαν στην ψηλοχτισμένη πόλη χωρίς καμιά δυσκολία και πήγαν σ' ένα πανδοχείο να φάγουν. They entered|into the|high-built|city|without|any|difficulty|and|they went||a|inn|to|eat They entered the high-built city without any difficulty and went to an inn to eat.

Ο Παγράτης φώναξε τον ξενοδόχο και τον ρώτησε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος. The|Pagratis|called|the|innkeeper|and|him|asked|where|was sitting|the|Tyrant|Chrysilios Pagratios called the innkeeper and asked him where the Tyrant Chrysilios was sitting.

— Τώρα ο Χρυσήλιος! Now|the|Chrysilios — Now Chrysilios! είπε ο ξενοδόχος με μια γυριστή κίνηση του χεριού, που μπορούσε να σημαίνει πολλά πράματα ή και τίποτα. said|the|innkeeper|with|a|dismissive|gesture|of|hand|that|could|to|mean|many|things|or|and|nothing said the innkeeper with a twisting motion of his hand, which could mean many things or nothing at all. Δεν είσαι καλά, γέρο μου ή έρχεσαι από πολύ μακριά! Not|you are|well|old man|my|or|you come|from|very|far You are not well, my old man, or you come from very far away!

— Γιατί;… Τι τρέχει; ρώτησε με ανησυχία ο Παγράτης. Why|What|is wrong|he asked|with|concern|the|Pagratis — Why?… What's wrong? asked Pagratios with concern.

Μα κάποιος άλλος ταξιδιώτης φώναξε, από την άκρη του τραπεζιού, πως τα μπαρμπούνια του ήταν άψητα και η χήνα τσικνωμένη. But|someone|other|traveler|shouted|from|the|edge|of|table|that|the|red mullets|his|were|undercooked|and|the|goose|greasy But another traveler shouted from the end of the table that his red mullets were undercooked and the goose was greasy.

Ο ξενοδόχος έτρεξε να του εξηγήσει, με πολλές χειρονομίες, πως στους καλούς ξενώνες σαν το δικό του δεν έκαναν πια ψάρια καλοψημένα και πουλερικά ατσίκνωτα, πως αυτά ήταν καλά για τις ταβέρνες. The|innkeeper|ran|to|him|explain|with|many|gestures|that|in the|good|inns|like|his|own|him|not|served|anymore|fish|well-cooked|and|poultry|without bones|that|these|were|good|for|the|taverns The innkeeper rushed to explain to him, with many gestures, that in good inns like his, they no longer served well-cooked fish and non-greasy poultry, as those were suitable for taverns.

Και η εξήγηση βάσταξε τόσο πολύ, που ο Παγράτης και η Θέκλα δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα άλλο για τον Δυνάστη Χρυσήλιο. And|the|explanation|lasted|so|long|that|the|Pagratis|and|the|Thekla|not|were able|to|learn|anything|else|about|the|Tyrant|Chrysilios And the explanation lasted so long that Pagratios and Thekla could not learn anything else about the Tyrant Chrysilius.

Αποφάσισαν να βγουν πεζή και να ρωτήσουν κανέναν περαστικό. They decided|to|go out|on foot|and|to|ask|no one|passerby They decided to go out on foot and ask a passerby.

Απάντησαν ένα χωρικό καθισμένο στο γαϊδουράκι του, με τα δυο του πόδια κρεμασμένα από το ένα μέρος του ζώου, και τον ρώτησαν αν ήξερε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος. They answered|a|villager|sitting|on|donkey|his|with|the|two|his|legs|hanging|from|the|one|side|of|animal|and|him|they asked|if|he knew|where|was sitting|the|Ruler|Chrysilios They asked a peasant sitting on his donkey, with his two legs hanging off one side of the animal, if he knew where the Ruler Chrysilius was sitting.

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο χωρικός χωρίς να σταματήσει. Not|I know|he replied|the|villager|without|to|stop — I don't know, replied the peasant without stopping. Δεν είμαι του τόπου, κάθομαι στον κάμπο… I am not|from|the|place|I sit|in the|plain I am not from here, I live in the plain…

Κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας ακόμα εξηγήσεις που δεν άκουσαν. And|he/she/it moved away|murmuring|still|explanations|that|not|they heard And he moved away, still mumbling explanations that they did not hear.

Ρώτησαν μια γυναίκα που ψούνιζε λυχνάρια από έναν πραματευτή στην πόρτα της. They asked|a|woman|who|was polishing|lamps|from|a|merchant|at the|door|her They asked a woman who was polishing lamps from a merchant at her door.

— Χρυσήλιος; αποκρίθηκε αυτή. Chrysilios|replied|she — Chrysilios? she replied. Δεν τον άκουσα ποτέ. I did not|him|heard|ever I have never heard of him. Μα είμαι νιόπαντρη, παν μόνο δυο φεγγάρια που στεφανώθηκα και ήλθα εδώ. But|I am|newlywed|married|only|two|months|that|I got married|and|I came|here But I am newlywed, I have only been married for two months since I came here.

Ετοιμάζουνταν να φύγουν, όταν τους σταμάτησε ο πραματευτής. They were getting ready|to|leave|when|them|stopped|the|merchant They were getting ready to leave when the merchant stopped them.

— Μη γυρεύετε τον Χρυσήλιο, στρατηγό του Δυρραχίου; ρώτησε. Do not|seek|the|Chrysilios|general|of|Dyrrachium|he asked — Are you not looking for Chrysilios, the general of Dyrrachium? he asked.

— Ναι, αποκρίθηκε με ανακούφιση ο Παγράτης, μήπως τον γνωρίζεις; Yes|replied|with|relief|the|Pagratis|perhaps|him|you know — Yes, replied Pagratis with relief, do you know him?

— Ούτε τον γνωρίζω ούτε τον γνώρισα ποτέ. Neither|him|know|nor|him|recognized|ever — I neither know him nor have I ever met him. Ζωή σε λόγου σου, πέθανε δω και τρεις μήνες, είπε ο πραματευτής. Life|in|your|speech|died||and|three|months|said|the|merchant God bless you, he died here three months ago, said the merchant.

Και γύρισε πάλι στα λυχνάρια του και στα παζάρια. And|returned|again|to the|lanterns|his|and|to the|markets And he turned back to his lamps and his markets. Ο Παγράτης κοίταξε τη Θέκλα απελπισμένος. The|Pagratis|looked|the|Thekla|desperately Pagratis looked at Thekla in despair.

— Και τώρα τι θα γίνει; της είπε αφού απομακρύνθηκαν λίγο. And|now|what|will|happen|to her|said|after|they moved away|a little — And now what will happen? she said after they moved away a little.

— Να πάμε πίσω στο ξενοδοχείο και να ρωτήσομε τον ξενοδόχο ποιος είναι στρατηγός τώρα εδώ, αποκρίθηκε η Θέκλα με το ίδιο άψυχο ύφος της. Let's|go|back|to the|hotel|and|to|ask|the|hotelier|who|is|general|now|here|replied|the|Thekla|with|the|same|lifeless|demeanor|her — Let's go back to the hotel and ask the innkeeper who the general is here now, replied Thekla with her same lifeless tone.

Γύρισαν στο ξενοδοχείο και βρήκαν τον ξενοδόχο στρωμένο μ' ένα του φίλο μπροστά σ' ένα κανάτι κρασί μισαδειασμένο. They returned|to|hotel|and|they found|the|hotelier|seated||one|of|friend|in front of||one|jug|wine|half-empty They returned to the hotel and found the innkeeper sprawled out with a friend in front of a half-empty jug of wine.

Ο Παγράτης σίμωσε και τον ρώτησε, αν ήταν αλήθεια πως πέθανε ο Δυνάστης Χρυσήλιος. The|Pagratēs|approached|and|him|asked|if|was|true|that|died|the|Tyrant|Chrysilios Pagratios approached and asked him if it was true that the Tyrant Chrysilios had died.

— Καλά είσαι; είπε ο ξενοδόχος. Well|are you|said|the|innkeeper — Are you okay? said the innkeeper. Δε σου το είπα πρωτύτερα, πως πέθανε δω και τόσους μήνες; Not|to you|it|I told|earlier|that|he died|here|and|so many|months Did I not tell you earlier that he died here months ago?

— Και ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε ο Παγράτης. And|who|is|now|general|in the|Dyrrachium|asked|the|Pagratis — And who is the general in Durrës now? asked Pagratis.

— Στρατηγός; Στρατηγό δεν έχομε τώρα, όλοι αυτοί είναι περαστικοί. General|General|not|have|now|all|they|are|temporary — General? We don't have a general now, all of them are just passing through. Ο στρατηγός μας, μας άφησε. The|general|our||left Our general has left us. Γυρνά, λένε, από φρούριο σε φρούριο τόσον καιρό τώρα, που ξεχάσαμε και τι λογής είναι το παρουσιαστικό του. He returns|they say|from|fortress|to|fortress|so long|time|now|that|we forgot|and|what|kind|is|the|appearance|his They say he has been going from fortress to fortress for so long now that we have forgotten what he looks like.

Η Θέκλα είχε καθίσει στο πεζούλι του παραθύρου κι αφηρημένη κοίταζε την απέραντη θάλασσα, που απλώνουνταν ήρεμη και γαλάζια στα πόδια του βράχου όπου ήταν το ξενοδοχείο. The|Thekla|had|sat|on the|ledge|of the|window|and|absent-mindedly|was looking at|the|vast|sea|that||calm|and|blue|at the|feet|of the|rock|where|was|the|hotel Thethekla had sat on the windowsill and absentmindedly gazed at the vast sea, which stretched calm and blue at the feet of the rock where the hotel was.

Ο Παγράτης κάθισε κοντά της αποθαρρυμένος. The|Pagratīs|sat|near|her|discouraged Pagratios sat close to her, discouraged.

— Δε θα κάνομε τίποτα, της είπε. Not|will||anything|to her|said — We won't do anything, he told her. Δεν μπορώ να μάθω καμιά πληροφορία που να μας βοηθήσει. I do not|can|to|learn|any|information|that|to|us|help I can't find any information that would help us.

— Να ρωτήσομε άλλους, είπε η Θέκλα. To|ask|others|said|the|Thekla — Let's ask others, Thethekla said.

— Δε βαρέθηκες ακόμα, κόρη μου; είπε ο γέρος. Not|you got tired|yet|daughter|my|said|the|old man — Aren't you tired yet, my daughter? said the old man. Παράτησε τα, πίστεψε με, κι έλα πίσω στη Σκάμπα μαζί μου. Leave|them|believe|me|and|come|back|to|Skamba|together|with me Leave it all behind, believe me, and come back to Skamba with me. Θα καθίσεις στο σπίτι μας και θα σ' αγαπούμε σαν παιδί μας. You will|sit|in|house|our|and|we will||love|like|child|our You will stay in our house and we will love you like our own child. Τα λόγια αυτά ξύπνησαν τη Θέκλα. The|words|these|awakened|the|Thekla These words awakened Thekla.

— Σώπα! — Be quiet! είπε με αγανάκτηση. he said|with|indignation he said with indignation. Θα ήταν έγκλημα να σ' άκουα! ||crime|||I heard It would be a crime to listen to you!

— Κόρη μου, συμπάθησε με… άρχισε ο Παγράτης. Daughter|my|have pity on|me|began|the|Pagratis — My daughter, have mercy on me… began Pagratios. Μα η Θέκλα σηκώθηκε. But|the|Thekla|got up But Thekla stood up.

— Όχι, καλέ μου Παγράτη, διέκοψε. No|dear|my|Pagratis|interrupted — No, my dear Pagratios, she interrupted. Δε θα σ' ακούσω, γιατί ήλθα με μιαν αποστολή. Not|will||listen|because|I came|with|a|mission I will not listen to you, because I came with a mission. Και αν δεν την εκτελούσα, θα παρέβαινα τον όρκο μου… και τον δικό του… And|if|not|her|executed|would|violated|the|oath|my|and|the|own|his And if I did not carry it out, I would be breaking my oath... and his...

Πήγε στη γωνιά όπου κάθουνταν ο ξενοδόχος με το φίλο του. He went|to the|corner|where|were sitting|the|innkeeper|with|his|friend| He went to the corner where the innkeeper was sitting with his friend.

— Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε. Who|is|now|general|in|Durrës|asked — Who is the general in Durrës now? he asked.

— Τι σε νοιάζει, όμορφο μου κορίτσι; είπε ζωηρά ο ξενοδόχος. What|to you|concerns|beautiful|my|girl|said|lively|the|innkeeper — What do you care, my beautiful girl? said the innkeeper lively. Κάθισε τώρα να πιείς μαζί μας ένα κρασάκι… Sit|now|to|drink|with|us|a|little glass of wine Sit down now and have a glass of wine with us...

— Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; επανέλαβε η Θέκλα και η φωνή της και το πρόσωπο της ήταν τέτοια που ο ξενοδόχος ζάρωσε. Who|is|now|general|in|Durrës|repeated|the|Thekla|and|the|voice|her|and|the|face|her|was|such|that|the|innkeeper|winced — Who is the general in Durrës now? Thekla repeated, and her voice and her face were such that the innkeeper shrank back.

Ο φίλος του σηκώθηκε και, με σεβασμό, χαιρετώντας την βαθιά, της είπε: The|friend|his|stood up|and|with|respect|greeting|her|deeply|to her|said Her friend stood up and, respectfully bowing deeply to her, said:

— Κυρά μου, στρατηγό τακτικό δεν έχομε από τότε που έφυγε ο Ασώτης Ταρωνίτης. My lady|to me|general|tactical|not|we have|since|then|when|left|the|Asotis|Taronitis — My lady, we have not had a regular general since the departure of the Asoti Taroni. Ο Δυνάστης Χρυσήλιος είχε πάρει τη διοίκηση προσωρινά, ώσπου να γυρίσει ο Ασώτης. The|Tyrant|Chrysilios|had|taken|the|command|temporarily|until|to|return|the|Asotis The Tyrant Chrysilios had taken over the command temporarily, until the Asoti returned. Μα πέθανε. But|he/she died But he died. Και τώρα, προσωρινά πάντα, διοικεί ο γιός του, ο Δυνάστης Θεόδωρος. And|now|temporarily|always|rules|the|son|his|the|Tyrant|Theodore And now, temporarily at least, his son, the Ruler Theodore, is in charge. Αν θέλεις να τον δεις, πήγαινε στο παλάτι του, το μεγάλο άσπρο σπίτι που είναι δεξιά, στην άκρη του δρόμου που ανεβαίνει στο βουνό. If|you want|to|him|see|go|to the|palace|his|the|big|white|house|that|is|right|at the|edge|of the|road|that|goes up|to the|mountain If you want to see him, go to his palace, the big white house on the right, at the end of the road that goes up the mountain.

Η Θέκλα ευχαρίστησε με τον ήσυχο περίλυπο τρόπο της και γύρισε κοντά στον Παγράτη. The|Thekla|thanked|with|the|quiet|sorrowful|manner|her|and|turned|close|to the|Pagratis Thekla thanked him in her quiet, sorrowful way and turned back to Pagratios.

— Πάμε, του είπε, έμαθα εκείνο που ήθελα. Let's go|to him|he said|I learned|that|which|I wanted — Let's go, she said to him, I learned what I wanted.

Ο ξενοδόχος κι ο φίλος του την ακολούθησαν με τα μάτια, καθώς έφευγε. The|innkeeper|and|the|friend|his|her|followed|with|the|eyes|as|she was leaving The innkeeper and his friend followed her with their eyes as she left.

— Είσαι ζώο, είπε ο φίλος. You are|animal|said|the|friend — You are an animal, said the friend. Δε ντράπηκες να της προσφέρεις κρασί; Μόνο τη φωνή της που άκουες, έπρεπε να νιώσεις πως είναι αρχόντισσα, κι ας φορεί χωριάτικα ρούχα. not|you were ashamed|to|her|offer|wine|Only|her|voice|her|that|you heard|should|to|feel|that|she is|noblewoman|and|even if|wears|traditional|clothes Weren't you ashamed to offer her wine? Just the sound of her voice should have made you feel that she is a lady, even if she wears peasant clothes. Μα σεις οι νεοφερμένοι εδώ δε νιώθετε από ευγένεια. But|you|the|newcomers|here|not|feel|about|politeness But you newcomers here don't understand courtesy. Είστε μαθημένοι από τα βουνά σας. You are|accustomed|to|the|mountains|your You are used to your mountains. Και πατρίκιο να σε κάνουν, πάλι Βούλγαρος θα μείνεις. And|patrician|to|you|make|again|Bulgarian|will|remain And even if they make you a patrician, you will still remain a Bulgarian.

— Εκτός αν με τον καιρό μ' εξευγενίσετε σεις οι Δυρραχιώτες με την ψηλή σας μύτη, πως είστε τάχα από τζάκι, είπε κοροϊδευτικά ο ξενοδόχος. Unless|if|by|the|time||refine||the|people of Dyrrachium|with|the|high|your|nose|how|you are|supposedly|of|noble lineage|said|mockingly|the|innkeeper — Unless over time you Durrachites refine me with your high nose, pretending that you are from a noble family, the innkeeper said mockingly. Δεν μπορώ να σ' ακούω! I do not|can|to||hear I can't stand to hear you! Έλα, πιάσε το ποτήρι σου. Come|grab|the|glass|your Come on, grab your glass. Στην υγειά σου! To the|health|your To your health!