ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (3)
Λέει πως θα μπορέσεις κατόπιν να γίνεις βοηθός και συνεταίρος ακόμα του Πιότρ Πετρόβιτς, αφού μάλιστα σπουδάζεις και συ νομικά. Και γω συμφωνώ πέρα για πέρα μαζί της και δέχομαι όλες τις απόψεις κι όλες τις ελπίδες της. Δεν βλέπω τίποτα το απίθανο σ' αυτό και παρά τη σημερινή επιφυλακτικότητα του Πιότρ Πετρόβιτς (επιφυλακτικότητα πολύ δικαιολογημένη, μια και δε σε γνωρίζει ακόμα), η Ντουνιά είναι απόλυτα σίγουρη πως θα τα καταφέρει να πραγματοποιήσει τους σκοπούς της, με την καλή επίδραση που ξέρει να ασκεί στο μέλλοντα σύζυγο της.
Το πιστεύει. Φυσικά, αποφεύγουμε να μιλάμε για τα όνειρα μας μπροστά τον Πιότρ Πετρόβιτς, ιδίως για τη λαχτάρα μας να σε ιδούμε μια μέρα συνεταίρο του. Είναι άνθρωπος θετικός κι ίσως να το 'βλέπε άσχημα και να του φαίνονταν όλα αυτά χίμαιρες. Επίσης, ούτε η Ντουνιά, ούτε και γω του είπαμε τίποτα για την ελπίδα μας ότι θα σε βοηθήσει, δίνοντας σου τα χρήματα που θα σου χρειάζονται, όσον καιρό θα είσαι στο Πανεπιστήμιο. Δεν του μιλήσαμε καθόλου γι' αυτό, πρώτα-πρώτα γιατί είναι κάτι που θα γίνει μόνο του στο μέλλον και, ασφαλώς, θα στο προτείνει ο ίδιος δίχως ανώφελες εισηγήσεις (ό,τι και να κάνει δε μπορεί να τ' αρνηθεί αυτό στη Ντουνιά), πολύ περισσότερο μάλιστα αφού μπορείς να γίνεις το δεξί του χέρι. Δεν πρόκειται να σου δίνει καμμιά βοήθεια, ή να σου κάνει ρουσφέτι. Απλώς θα σου δίνει ένα μισθό που θα κερδίζεις με τον ιδρώτα σου.
"Να λοιπόν τί λογαριάζει να κάνει η Ντουνιά για σένα. Και γω είμαι πέρα για πέρα σύμφωνη μαζί της. Ο δεύτερος λόγος, που δεν του μιλήσαμε γι' αυτό, είναι ότι θέλαμε να είσαι μαζί του, σαν ίσος προς (σο, στην πρώτη σας συνάντηση που θα γίνει πολύ σύντομα. Όταν η Ντουνιά του μιλούσε για σένα με ενθουσιασμό, απάντησε, ότι για να κρίνει έναν άνθρωπο, έπρεπε πρώτα-πρώτα να τον ιδεί ο ίδιος από κοντά. Επιφυλάχτηκε λοιπόν να σχηματίσει τη γνώμη του για σένα, την ημέρα που θα σε γνωρίσει.
"Θα σου πω κάτι, πολυαγαπημένε μου Ρόντια. Για ορισμένους λόγους (που δεν έχουνε καμμιά σχέση με τον Πιότρ Πετρόβιτς, άλλο είναι εντελώς προσωπικοί μου, δηλαδή γεροντίστικες ιδιοτροπίες), πιστεύω πως θα είναι ίσως πολύ καλύτερα, μετά το γάμο τους, να μείνω στο σπίτι μας όπως και τώρα και να μην πάω μαζί τους. Είμαι απόλυτα σίγουρη πως θα είναι αρκετά ευγενικός και θα έχει τη λεπτότητα να με παρακαλέσει να μη χωριστώ από την κόρη μου. Είναι αυτονόητο, και γι' αυτό δεν έκανε καθόλου κουβέντα, ως τα σήμερα, εγώ όμως θ' αρνηθώ. Μου δόθηκε πολλές φορές στη ζωή μου η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι οι γαμπροί δε συμπαθούν και πολύ τις πεθερές τους. Δε θα 'θελα να τους στενοχωρήσω στο παραμικρό κι εννοώ να μείνω εντελώς ανεξάρτητη: Ένα κομμάτι ψωμί πάντοτε θα το 'χω εξασφαλισμένο με παιδιά σαν και σένα και τη Ντουνιά. Αν είναι δυνατό θα μείνω κάπου κοντά και στους δυο σας, γιατί, Ρόντια μου, σου φύλαξα για το τέλος το καλό νέο: Μάθε, λοιπόν, πολυαγαπημένο μου παιδί, ότι σε λίγο θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί και θ' αγκαλιαστούμε και οι τρεις, ύστερα από χωρισμό τριών χρόνων.
Από τώρα κιόλας, εγώ και η Ντουνιά τ' αποφασίσαμε να 'ρθούμε στην Πετρούπολη. Πότε; Δεν το ξέρω, πάντως όμως πολύ σύντομα, ίσως μάλιστα σε καμμιά βδομάδα. Εξαρτάται από τις διαθέσεις του Πιότρ Πετρόβιτς, που θα μας ανακοινώσει αμέσως μόλις εγκατασταθεί στην Πετρούπολη. Για ορισμένους λόγους θέλει να γίνει ο γάμος όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πριν απ' τη Σαρακοστή, αν γίνεται. Κι αν δεν προλαβαίνουμε, να γίνει αμέσως ύστερα απ' την Πεντηκοστή.
"Αχ! Με τί χαρά θα σε σφίξω στην αγκαλιά μου! Η Ντουνιά πετάει απ' τη χαρά της, που θα σε ξαναδεί και είπε μια φορά, στ' αστεία, πως και μονάχα γι' αυτό θα παντρευότανε τον Πιότρ Πετρόβιτς. Είναι άγγελος η Ντουνιά. Αυτή τη φορά δε σου γράφει κι αυτή τίποτα στο γράμμα μου. Με παρακάλεσε μόνο να σου πω πως έχει τόσα και τόσα να σου πει, ώστε δε τ' αποφασίζει να πιάσει την πέννα στο χέρι της.
Γιατί, μέσα σε λίγες γραμμές, δε μπορεί να πεί κανείς τίποτα, θα στενοχωρηθεί περισσότερο. Μου λέει να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω πολύ. "Αν και θ' ανταμώσουμε, σίγουρα, λογαριάζω να σου στείλω αυτές τις ημέρες όσο πιο πολλά λεφτά μπορέσω. Από τότε που έμαθαν όλοι ότι ο Πιότρ Πετρόβιτς θα παντρευτεί τη Ντουνιά, η φερεγγυότητα μου μεγάλωσε ξαφνικά. Από δω και μπρος ο Αθανάση Ιβάνοβιτς θα δέχεται να μου προκαταβάλει μέχρι εβδομηνταπέντε ρούβλια απ' τη σύνταξη μου. Έτσι, θα μπορέσω, ίσως, να σου στείλω εικοσιπέντε και τριάντα ακόμα ρούβλια, θα σου έστελνα περισσότερα, αν δεν φοβόμουνα τα έξοδα που έχουμε να κάνουμε στο ταξίδι. Ο Πιότρ Πετρόβιτς προσφέρθηκε ν' αναλάβει αυτός ένα μέρος απ' τα έξοδα του ταξιδιού, δηλαδή να μας μεταφέρει με κάτι γνωριμίες που έχει, τις αποσκευές μας, ωστόσο πρέπει να πληρώσουμε τα εισιτήρια μας ως την Πετρούπολη και δε μπορούμε να είμαστε χωρίς πεντάρα όταν θα φτάσουμε, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον. Καθίσαμε και κάναμε με τη Ντουνιά τους λογαριασμούς, όσο γινότανε λεπτομερέστερα: Το ταξίδι δε θα μας στοιχίσει πολύ ακριβά. Απ' την πόλη μας ως τον σιδηροδρομικό σταθμό έχουμε να κάνουμε μόνο ενενήντα βέρστια και συμφωνήσαμε μ' ένα γνωστό μας αγωγιάτη, που θα μας πάει ως το σταθμό. Από κει θα ταξιδέψουμε μια χαρά στην τρίτη θέση. Έτσι, λοιπόν, θα τα καταφέρω κατά πάσαν πιθανότητα να σου στείλω όχι εικοσιπέντε, αλλά τριάντα ρούβλια. "Φτάνουν όμως αυτά. Μουντζούρωσα δυο μεγάλες κόλλες χαρτί και δεν μου μένει άλλος χώρος. Σου είπα όλη μας την ιστορία κι ένας θεός ξέρει με πόσα γεγονότα είναι γεμάτη! Τώρα, πολυαγαπημένε μου Ρόντια, σε φιλώ ώσπου να συναντηθούμε και σου δίνω τη μητρική μου ευχή. Αγάπα την αδελφή σου Ντουνιά, Ρόντια μου, αγάπα τη όσο σ' αγαπάει κι εκείνη. Και να ξέρεις ότι σ' αγαπάει απέραντα, πολύ περισσότερο κι απ' τον εαυτό της τον ίδιο. Είναι άγγελος, σου λέω, και συ, Ρόντια μου, είσαι το παν για μας, η ελπίδα μας και η παρηγοριά μας για το μέλλον. Φτάνει να 'σαι ευτυχισμένος και θα 'μαστέ ευτυχισμένες και μεις.
Προσεύχεσαι πάντοτε στον καλό θεό, Ρόντια, όπως πρώτα, και πιστεύεις στη θεία Πρόνοια; Φοβάμαι μήπως τρύπωσε στην ψυχή σου η ασέβεια, που είναι τόσο πολύ της μόδας σήμερα. Αν είναι έτσι θα προσευχηθώ για σένα. θυμίσου, πολυαγαπημένο μου παιδί, πώς ψέλλιζες τις προσευχές σου, καθισμένος στα γόνατα μου, όταν ήσουνα μικρός, τότε που ζούσε ακόμα ο πατέρας σου, θυμίσου πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε τότε' Γεια σου, ή μάλλον καλή αντάμωση. Σε σφίγγω στην αγκαλιά μου και σου στέλνω χίλια φιλιά.
Δική σου ως τον τάφο
ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΒΑ
Απ' τις πρώτες γραμμές, κι όλη την ώρα που διάβαζε αυτό το γράμμα, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του Ρασκόλνικωφ. 'Όταν όμως το τέλειωσε, το πρόσωπο του χλώμιασε και συσπάστηκαν τα χαρακτηριστικά του από ένα τρεμούλιασμα, ενώ ένα βαρύ, χολερικό και γεμάτο κακία χαμόγελο, ζάρωσε τα χείλη του. Άφησε το κεφάλι του να πέσει στο βρώμικο και ισχνό μαξιλάρι του κι άρχισε να σκέφτεται. Χτύπαγε η καρδιά του δυνατά και οι σκέψεις στριφογύριζαν πυρετικά μες στο μυαλό του. Στο τέλος, ένιωσε ένα πνίξιμο και μια στενοχώρια μέσα σ' αυτό το κίτρινο δωμάτιο, που έμοιαζε με ντουλάπι ή μπαούλο. Το βλέμμα του και οι σκέψεις του αποζητούσαν ένα χώρο ανοιχτό.
Άρπαξε το καπέλο του και βγήκε χωρίς να φοβάται αυτή τη φορά μήπως συναντήσει κανένα στη σκάλα. Την είχε ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια. Τράβηξε κατά το νησί Βασιλιέφσκυ, μέσα απ' τη λεωφόρο Β..., σα να είχε εκεί πέρα κάποια δουλειά πολύ επείγουσα. Αλλά, κατά πως το συνήθιζε, περπατούσε χωρίς να προσέχει τίποτα στον δρόμο του, μονολογώντας από μέσα του ή και δυνατά καμμιά φορά, πράγμα που παραξένευε πολύ τους διαβάτες. Πολλοί τον έπαιρναν για μεθυσμένο.