Milestones in the History of the Language Issue (1)
Καλώς ήρθατε και πάλι στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη.
Καλώς ήρθατε στην τελευταία διάλεξη του πρώτου κύκλου ομιλιών με τίτλο "Διαμάχες Παιδείας και Γλώσσας" "στην Περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού".
Στις προηγούμενες διαλέξεις ασχοληθήκαμε με διαμάχες στον τομέα της τυπογραφίας, της παιδείας, των επιστημών.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με την ελληνική γλώσσα και έχουμε την τιμή να έχουμε κοντά μας τον καθηγητή Γλωσσολογίας κύριο Γεώργιο Μπαμπινιώτη ο οποίος ήταν και πρώην πρύτανης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Θα μας μιλήσει για τους σταθμούς στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και θα ταξιδέψουμε μαζί του ιστορικά από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έως και τις μέρες μας.
Μαζί του θα προσπαθήσουμε Να απαντήσουμε σε κάποια ερωτήματα όπως πότε εμφανίζεται ακριβώς το γλωσσικό ζήτημα και πώς εξελίσσεται σε γλωσσικό εμφύλιο.
Πόσο διαρκεί αυτή τη διαμάχη και πότε γίνεται επιτέλους αυτή η άρση του διχασμού.
Τέλος, ποια είναι τα προβλήματα που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στη γλώσσα μας, και ποιες δυνατότητες, ποιες προοπτικές υπάρχουν για την ελληνική γλώσσα.
Καλωσορίζουμε τον κ.
Μπαμπινιώτη και τον καλούμε στο βήμα.
Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα.
Απόψε έχω την τιμή να βρίσκεται στο ακροατήριο ο Παύλος Ιωαννίδης ένα σύμβολο του Ωνασείου και το θεωρώ τιμή μου που ήρθε εδώ να είναι παρόν σε αυτή την ομιλία.
Βρισκόμαστε σε έναν ιερό χώρο για το βιβλίο.
Αυτή τη βιβλιοθήκη η οποία έχει συγκροτηθεί με πρωτοβουλία του Διοικητικού Συμβουλίου του Ωνασείου του προέδρου, του Αντώνη Παπαδημητρίου τον οποίον δημόσια συγχαίρω και από αυτή τη θέση όπως και όλο το Συμβούλιο που πήρε αυτές τις αποφάσεις να έρθει εδώ να αποκτηθεί η συλλογή του Κώστα Στάικου ενός ανθρώπου που ξέρει το βιβλίο όσο κανείς άλλος και επίσης η συλλογή των περιηγητών που πάλι έχει συγκροτηθεί από τον Κώστα Στάικο.
Έτσι βρισκόμαστε σε έναν χώρο που δεν ξέρω αν τον έχετε επισκεφθεί άλλη φορά.
Κα Γεροντοπούλου, μπορεί κανείς να δει τον χώρο, τα βιβλία πέρα από τις διαλέξεις; Πώς έχει το θέμα; Γιατί είναι κάτι που θεωρώ σημαντικό.
Βέβαια και μπορεί.
Γίνονται οργανωμένες επισκέψεις και ξεναγήσεις στον χώρο από τον ίδιο τον κ.
Στάικο -αλλά θέλει πάντα οργανωμένο ραντεβού.
-Μάλιστα.
Παρ' όλα αυτά, επειδή από πέρυσι που ξεκινήσαμε τον προγραμματισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων κάνουμε αρκετές δράσεις έρχεται πάρα πολύς κόσμος ξανά και ξανά του αρέσει να επισκέπτεται τον χώρο κι εμείς χαιρόμαστε πολύ που έρχονται ακόμα και μικρά παιδιά έξι ετών.
Πολύ ωραία.
Η κα Γεροντοπούλου έχει την ευθύνη αυτού του χώρου και άλλες ευθύνες, και άλλες δραστηριότητες.
Θέλω να πω ότι αν μπορεί κανείς να δει από κοντά αυτά τα βιβλία είναι η διαδρομή του ελληνικού πνεύματος ζωντανή μέσα από πολύτιμα, σπάνια ενίοτε και μοναδικά αντίτυπα στον χώρο.
Και αξίζει επειδή ξέρω ότι όταν φτάνετε μέχρι εδώ είστε άνθρωποι που ενδιαφέρεστε να βρει κανείς την ευκαιρία να περιδιαβάσει τον χώρο να κατεβάσει βιβλία, να τα ανοίξει, να τα δει.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τον χώρο ανήκει και το θέμα που θα συζητήσουμε απόψε που είναι το γλωσσικό μας ζήτημα οι σταθμοί, γιατί δεν μπορούμε να το δούμε σε όλη του την έκταση που πέρασε πια από το 1976.
Τελείωσε με πολιτική παρέμβαση και πλέον τι; Είμαστε χωρίς κανένα θέμα; Χωρίς ζήτημα; Τελείωσαν τα πάντα; Ναι, το ζήτημα τελείωσε.
Υπάρχει πάντοτε ένα πρόβλημα γλώσσας όπως το περιγράφω.
Ένα πρόβλημα ποιότητας στη χρήση της γλώσσας στα ελληνικά που μιλούμε και γράφουμε.
Αυτό το πρόβλημα δεν λύθηκε μαζί με το γλωσσικό ζήτημα γιατί είναι άλλης τάξεως θέμα.
Θα κλείσουμε με αυτό τη συζήτησή μας, την ομιλία μας απόψε αφού δούμε την πορεία, τη διαδρομή του γλωσσικού ζητήματος.
Έχει λεχθεί από τον μελετητή του γλωσσικού ζητήματος τον Αναστάσιο Μέγα Ο Αναστάσιος Μέγας ήταν πατέρας του Γεωργίου Μέγα του λαογράφου.
Ο Αναστάσιος Μέγας λοιπόν έχει γράψει την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος μέχρι το 1927 σε δύο τόμους.
Λέει, λοιπόν, και αρχίζω με αυτό "Ουδέν αληθώς άλλο παρ' ημίν ζήτημα" "µετά το 'Ανατολικόν' το της Εθνικής ηµών ενώσεως" "κατέστη τόσον πολύκροτον" "όσον το περί µορφώσεως της Εθνικής ηµών γλώσσης".
Άρα ο Μέγας συνδέει όπως συνδέθηκε στην πράξη το γλωσσικό με τη λέξη-έννοια ζήτημα κατά συνειρμική σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα το οποίο βέβαια ήταν ανοιχτό από τον 18ο αιώνα.
Στο βιβλίο του Μέγα μπορεί να βρει κανείς ό,τι έχει γράφει μέχρι το 1926.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό συγκεντρωμένο υλικό αυτό.
Μπορεί να μην υπάρχει πάντοτε εύστοχη αποτίμηση αλλά υπάρχει το υλικό.
Και βιβλιογραφικά, θα ήθελα να πω ότι το 2011 ανέλαβα, μου το ανέθεσε η Βουλή των Ελλήνων, το ίδρυμα και συντάξαμε έναν συλλογικό τόμο "Το Γλωσσικό Ζήτημα: Σύγχρονες Προσεγγίσεις".
Έχει 620 σελίδες.
Εκεί είναι γραμμένα άρθρα από ανθρώπους που έχουν συνδεθεί με το θέμα.
Γλωσσολόγους, φιλολόγους, ερευνητές, ακόμη και ιστορικούς που ξέρουν το θέμα εις βάθος και ορισμένες πλευρές του.
Ο ίδιος έχω γράψει μία σειρά από άρθρα που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο.
Θα το συνιστούσα, είναι από το ίδρυμα της Βουλής.
Είναι πραγματικά σύγχρονες προσεγγίσεις γιατί γράφοντας σήμερα, το 2011 το θέμα έχει αποφορτιστεί από αυτόν τον φανατισμό που υπήρχε και που φόρτιζε τις γραφίδες των ανθρώπων που ασχολούνται με το θέμα.
Τώρα αποφορτισμένο το θέμα, έχει τεθεί στις σωστές του διαστάσεις.
Επομένως είναι ένα έργο το οποίο είναι καλό να ξέρει κανείς όταν θέλει να δει το θέμα του γλωσσικού ζητήματος μαζί με όλα τα προβλήματα, φιλολογικά, κοινωνικά, πολιτικά που συνδέθηκαν με το θέμα αυτό.
Θα ήθελα από την αρχή να τονίσω κάτι που συνήθως δεν έχει γίνει συνειδητό.
Δηλαδή τι.
Από τον 1ο π.Χ.
αιώνα, δηλαδή με τον αττικισμό γεννάται μία διάσπαση της γλώσσας σε μίμηση της κλασικής αρχαίας γλώσσας αυτό είναι ο αττικισμός που στη συνέχεια θα γίνει η λόγια γλώσσα, η καθαρεύουσα όλη αυτή η διαδρομή και στη γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι στην απλή τους επικοινωνία που είναι γνωστή ως αλεξανδρινή κοινή, κοινή δημώδης, δημοτική.
Αυτό που θέλω να τονίσω και θα ήθελα να μείνει στο μυαλό μας είναι ότι επί 20 περίπου αιώνες αυτή η διμορφία γιατί δεν πρόκειται για διγλωσσία, δεν είχαμε δύο γλώσσες δύο μορφές της ίδιας γλώσσας είχαμε.
Αυτή λοιπόν η γλωσσική διμορφία ή διφυΐα ήταν αποδεκτή από τους Έλληνες τους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας επί 20 περίπου αιώνες.
Πέρασαν πολλοί αιώνες για να δημιουργηθεί ζήτημα να δημιουργηθεί σύγκρουση, να υπάρξει φανατισμός να υπάρξουν στρατόπεδα, να υπάρξει εμφύλιος γλωσσικός.
Επί αιώνες οι άνθρωποι δέχονταν τη γλωσσική διμορφία.
Ότι η επίσημη γλώσσα ήταν αυτή δηλαδή, ας πούμε χονδρικά για να συνεννοούμεθα η καθαρεύουσα ή λόγια γλώσσα η συνέχεια και εξέλιξη της αττικιστικής και η προφορική των ανθρώπων γλώσσα όχι επίσημη προφορική, αλλά η καθημερινή γλώσσα.
Ήταν μία απλούστερη μορφή γλώσσας αυτό που χονδρικά λέμε δημοτική.
Άρα όταν λέμε "γλωσσικό ζήτημα" μην το συνδέουμε με τον αττικισμό.
Με τον αττικισμό έχουμε τη διάσχιση τη διάσπαση της γλώσσας σε δύο μορφές.
Ζήτημα, δηλαδή σύγκρουση έχουμε πολλούς αιώνες μετά με τρεις συγκρούσεις.
Η μία είναι του Μοισιόδακος του Ιωσήπου Μοισιόδακος με τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Η άλλη είναι του Αδαμάντιου Κοραή με τον Παναγιωτάκη Κοδρικά.
Η τρίτη η μεγάλη και επιστημονική πια είναι μεταξύ του Γιάννη Ψυχάρη και του Γεωργίου Χατζηδάκη.
Βέβαια γύρω από τον Ψυχάρη και μετά τον Ψυχάρη ήταν ο Τριανταφυλλίδης, για να μιλάω για γλωσσολόγους πάντα αλλά οι μορφές, οι ηρωικές μορφές οι ιστορικές μορφές είναι Ψυχάρης και Χατζηδάκης.
Άρα όταν μιλάμε για γλωσσικό ζήτημα μιλάμε για αυτές τις τρεις εμφυλιακές συγκρούσεις οι οποίες ξεκινούν κάπου μετά το 1760.
Μέχρι τότε σποραδικά υπάρχουν κάποιες κινήσεις.
Μιλούν και νοιάζονται να χρησιμοποιηθεί η απλή γλώσσα με τον πρώιμο Ελληνικό Διαφωτισμό.
Αλλά το κύριο ρεύμα της αλλαγής γίνεται με την ηγετική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον Αδαμάντιο Κοραή.
Άρα το πρώτο που θα έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας, είναι αυτό.
Μία παρατήρηση για την ορολογία που χρησιμοποιείται στη διαδρομή του θέματος.
Τι συμβαίνει με τη γλώσσα την ελληνική.
Στα χρόνια του Αλέξανδρου γίνεται η κοινή.
Τι σημαίνει "κοινή".
Μέχρι τότε η ελληνική γλώσσα ήταν διασπασμένη σε διαλέκτους.
Ο αρχαίος ελληνικός λόγος, κυρίες και κύριοι ήταν λόγος διαλεκτικός.
Κοινή γλώσσα δεν υπάρχει πριν από τον Αλέξανδρο.
Πλην, οι διαφορές αυτές οι διαλεκτικές δεν είναι τέτοιες που να συνιστούν μία άλλη γλώσσα ή να μπορούν να εξελιχθούν σε άλλη γλώσσα όπως συνέβη με τις νεολατινικές που γίναν εν συνεχεία εθνικές γλώσσες.
Ήταν παραλλαγές γεωγραφικές της ελληνικής γλώσσας.
Υπήρχε η αττική και ιωνική.
Υπήρχε η αχαϊκή.
Υπήρχε η δωρική.
Λέω τις διαλέκτους.
Και οι διάλεκτοι είχαν ιδιώματα.
Δηλαδή είχαν επιμέρους μορφές, ανάλογα με την περιοχή.
Αυτό το οποίο ίσχυε στην κλασική στην πρώτη περίοδο μέχρι τα χρόνια του Αλεξάνδρου αλλάζει όταν η ελληνική γίνεται παγκόσμια γλώσσα με τον Αλέξανδρο.
Αρχίζει και μιλιέται από μη ελληνόφωνους εννοώ ότι δεν είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα.
Και τότε αρχίζουν οι αλλαγές όχι μόνο γιατί ομιλείται από ξένους αλλά γιατί και η εξέλιξη της γλώσσας η οποία έχει αρχίσει νωρίς, και πριν από τον Αλέξανδρο αλλά από τα χρόνια του Αλέξανδρου, από τον 3ο αιώνα δηλαδή συνεχώς υπάρχουν αλλαγές επί το απλούστερων.
Πρώτα-πρώτα στην προφορά αλλά και στη γραμματική, και στη σύνταξη.
Έτσι έχουμε την αλεξανδρινή κοινή, μία κοινή γλώσσα πια στην οποίαν έχει επικρατήσει η αττική στην οποία έχουν μείνει στοιχεία από την ιωνική και τη δωρική κυρίως από την ιωνική.
αυτή λοιπόν, η αλεξανδρινή κοινή γλώσσα είναι μία γλώσσα που αν θέλαμε να την δείξουμε πως περίπου ήταν θα λέγαμε ότι είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης ιδίως.
Αυτή η γλώσσα ήταν.
Με τον αττικισμό όμως γίνεται η επιστροφή.
Δηλαδή δεν πάει καλά η πνευματική παραγωγή γιατί, σκέφτονται οι λόγιοι της εποχής γραμματικοί και άλλοι δεν έχουμε μία δυνατή γλώσσα.
Αν γράψουμε όπως έγραφαν οι κλασικοί θα παραγάγουμε και μεγάλο πνευματικό έργο.
Πρόκειται για μία παρεξήγηση διότι άλλα ήταν τα αίτια που δεν παράγονταν τότε μεγάλα έργα.
Αλλά εν πάση περιπτώσει, υπερίσχυσε αυτό και διασπάστηκε η γλώσσα, διασχίστηκε σε προφορική και γραπτή.
Η γραπτή να είναι αττικιστική η προφορική να είναι πιο απλή, η εξελιγμένη, απλοποιημένη γλώσσα.
Άρα τη λέμε αλεξανδρινή κοινή, τη λέμε προφορική τη λέμε λαλουμένη, τη λέμε διάλεκτο.
Οι όροι για την προφορική είναι πάρα πολλοί.
Τη λέμε κοινή, τη λέμε νέα, τη λέμε απλή διάλεκτο τη λέμε γλώσσα τής συνήθειας και τελικά είναι η δημώδης γλώσσα, η δημοτική γλώσσα που ξέρουμε.
Από την άλλη μεριά έχουμε την αττικιστική η οποία είναι η γραπτή, η οποία είναι η λόγια γλώσσα.
Εδώ έχουμε το περίεργο που θέλω να πω να επισημάνω και να κρατήσουμε στο μυαλό μας.
Η κοινή γλώσσα κεκαθαρμένη, δηλαδή καθαριζομένη έρχεται και αποτελεί την καθαρεύουσα.
Δηλαδή η καθαρεύουσα είναι η κοινή γλώσσα η άλλη πλευρά δηλαδή, καθαρμένη.
Καθαρισμένη από τι; Από τις ξένες λέξεις, το δόγμα του Κοραή.
Και διορθωμένη, δηλαδή με πολλά λόγια στοιχεία.
Άρα έχουμε το περίεργο ότι η λεγόμενη καθαρεύουσα δεν είναι απλώς μία εξέλιξη της αττικιστικής είναι μορφή της κοινής, καθαρισμένη το λέω απλά, "κεκαθαρμένη" θα έπρεπε να πούμε και "διορθωμένη", οι όροι είναι του Κοραή.
Έχουμε το περίεργο η καθαρεύουσα λοιπόν να μην είναι το παιδί της αττικής, αλλά να είναι το παιδί της κοινής με λόγια στοιχεία, με καθαρμό και με διόρθωση.
Βεβαίως υπήρχε και η χυδαία γλώσσα.
Κοιτάξτε, πολιτική ορθότητα δεν υπήρχε τότε.
Ο Κοραής, δηλαδή ο μέγας υποστηρικτής της απλής προφορικής γλώσσας την καλεί ενίοτε "χυδαϊκή" που είναι η λαϊκή γλώσσα του χύδην λαού των λαϊκών μαζών δηλαδή.
Και κάτι ακόμα που ξενίζει.
Ότι όταν μιλάμε για ελληνική γλώσσα λέει ο Κοραής και οι άλλοι πριν ότι δεν γράφαν ελληνικά.
Και λες "τι γράφεις, ξένη γλώσσα"; Όταν λένε ελληνικά εννοούν την αρχαΐζουσα την αττικιστική γλώσσα.