×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Τράπεζα κειμένων B1, 26. Στη γειτονιά των Πετραλώνων

26. Στη γειτονιά των Πετραλώνων

Ήταν φθινόπωρο του 1938. Ένα μεσημέρι, μαζί με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου φύγαμε από την παλιά μας γειτονιά στο Θησείο. Στα χέρια κρατούσαμε τις τελευταίες βαλίτσες. Γύρω η περιοχή μύριζε χώμα. Αποχαιρετήσαμε το σπίτι μας που βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό λόφο.

Θα πηγαίναμε σε μιαν άλλη γειτονιά, τα Άνω Πετράλωνα. Τώρα το σπίτι μας έμεινε σιωπηλό μέσα στην ερημιά του. Έζησε και αυτό μαζί με μας κάποιες μικρές χαρές αλλά και πολλές άσχημες μέρες εξαιτίας θανάτων. Πρώτα του μικρότερου αδελφού μας και μετά του πατέρα. Τώρα ήρθε και η δική του σειρά. Φεύγοντας αφήσαμε ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες του.

Το παλιό μας σπίτι έμοιαζε με άνθρωπο που έχει το στόμα και τα μάτια ανοιχτά. Η μητέρα με δάκρυα στα μάτια γύρισε πίσω και τα έκλεισε βιαστικά. Ήμουν τότε δώδεκα χρόνων παιδί. Ακόμα και σήμερα, μόλις κλείσω τα μάτια μου ‘βλέπω' την τελευταία εικόνα του σπιτιού, όπως το έλουζαν οι ακτίνες του ηλίου.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

26. Στη γειτονιά των Πετραλώνων |Nachbarschaft||Petralona-Viertel In the|Neighborhood|of the|Petralona neighborhood |||ペトラローニャ 26. In der Umgebung von Petralona 26. In the neighbourhood of Petralona 26. En los alrededores de Petralona 26. Nei dintorni di Petralona 26. ペトラーロンスの近所 26. In de buurt van Petralona 26. no bairro de Petralona 26. У районі Петралона

Ήταν φθινόπωρο του 1938. |Herbst| It was|autumn| Es war der Herbst 1938. It was the autumn of 1938. Era l'autunno del 1938. 1938年の秋でした。 Ένα μεσημέρι, μαζί με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου φύγαμε από την παλιά μας γειτονιά στο Θησείο. |||||||||||wir gingen|||||||Thissio |one afternoon||||||||brother||we left||the|old||neighborhood||Thiseio neighborhood |||||||||||出発した||||||| |pewnego południa||||||||||||||||| Eines Nachmittags verließen wir zusammen mit meiner Mutter und meinem Bruder unser altes Viertel in Thiseio. One afternoon, together with my mother and my brother, we left our old neighbourhood in Thiseio. Un pomeriggio, insieme a mia madre e a mio fratello, lasciammo il nostro vecchio quartiere di Thiseio. ある昼下がり、母と兄と一緒に、ティセイオの古い近所を出発しました。 Στα χέρια κρατούσαμε τις τελευταίες βαλίτσες. ||hielten fest|||Koffer |hands|were holding||last|suitcases ||||最後の| |rękach|||| In unseren Händen hielten wir die letzten Koffer. In our hands we held the last suitcases. Nelle nostre mani tenevamo le ultime valigie. 私たちは最後のスーツケースを手に持っていました。 Γύρω η περιοχή μύριζε χώμα. Umgebung|||roch nach Erde|Erde "Around"||area|smelled of|soil |||匂っていた|土 Überall in der Umgebung roch es nach Schmutz. All around the area smelled of dirt. Tutto intorno l'area puzzava di sporco. 周りは土の香りがしました。 Αποχαιρετήσαμε το σπίτι μας που βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό λόφο. Wir verabschiedeten uns|das|||||||||Hügel We left|||||was located||||small|hill さよならを言った|||||||||| Wir verabschiedeten uns von unserem Haus, das auf einem kleinen Hügel gelegen war. We said goodbye to our house which was situated on a small hill. Abbiamo salutato la nostra casa che si trovava su una piccola collina. 丘の上にある私たちの家に別れを告げました。

Θα πηγαίναμε σε μιαν άλλη γειτονιά, τα Άνω Πετράλωνα. |||eine||||Ober-|Die oberen Petralona |we would go||another||neighborhood||Upper|Upper Petralona |||ある|||||ペトラローナ Wir wollten in ein anderes Stadtviertel, Ano Petralona. We were going to another neighborhood, Ano Petralona. Stavamo andando in un altro quartiere, Ano Petralona. 私たちは別の近所、アノ・ペトラロナに行くつもりでした。 Τώρα το σπίτι μας έμεινε σιωπηλό μέσα στην ερημιά του. ||||blieb|still|||Einsamkeit| now||house||remained|silent|in||desolation|of it ||||||||荒れ地| Jetzt ist unser Haus still in seiner Verwüstung. Now our house is silent in its desolation. Ora la nostra casa è silenziosa nella sua desolazione. 今、私たちの家はその荒れ果てた中で静寂のまま残っています。 Έζησε και αυτό μαζί με μας κάποιες μικρές χαρές αλλά και πολλές άσχημες μέρες εξαιτίας θανάτων. Er lebte|||||||kleinen|||||schlechte||wegen der|Todesfälle "Lived"||||||||"joys"||||bad|days|"because of"|deaths |||||||小さな|喜び||||悪い||| Sie hat mit uns einige kleine Freuden, aber auch viele schlechte Tage wegen Todesfällen erlebt. It has lived with us some small joys but also many bad days because of deaths. Ha vissuto con noi alcune piccole gioie ma anche molti giorni brutti a causa delle morti. それも私たちと共にいくつかの小さな喜びを経験しましたが、多くの悲惨な日々も死のために過ごしました。 Πρώτα του μικρότερου αδελφού μας και μετά του πατέρα. ||kleineren|jüngeren Bruders|unseres|||| First||"younger"|younger brother|||||father ||小さい|||||| Zuerst die unseres jüngeren Bruders und dann die unseres Vaters. First our younger brother's and then our father's. Prima quella di nostro fratello minore e poi quella di nostro padre. 最初は私たちの小さな兄弟の番で、その後父の番です。 Τώρα ήρθε και η δική του σειρά. "Now"|it is||||his|turn Jetzt ist er an der Reihe. Now it's his turn. Ora è il suo turno. 今、彼の番が来ました。 Φεύγοντας αφήσαμε ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες του. Beim Verlassen|ließen|offen||Fenster|||die Türen| "Leaving"|left|open||windows|||doors| |私たちは||||||| Auf dem Weg nach draußen ließen wir die Fenster und Türen offen. On the way out we left the windows and doors open. All'uscita abbiamo lasciato le finestre e le porte aperte. 出発する際、私たちは窓とドアを開けたままにしておきました。

Το παλιό μας σπίτι έμοιαζε με άνθρωπο που έχει το στόμα και τα μάτια ανοιχτά. ||||ähnelte||einem Menschen||||Mund|||| |old|||looked||person||||mouth||||open ||||似ていた|||||||||| Unser altes Haus sah aus wie ein Mann mit offenem Mund und offenen Augen. Our old house looked like a man with his mouth and eyes open. La nostra vecchia casa sembrava un uomo con la bocca e gli occhi aperti. 古い私たちの家は、口と目を開けた人のようだった。 Η μητέρα με δάκρυα στα μάτια γύρισε πίσω και τα έκλεισε βιαστικά. |||Tränen|||||||sie schloss sie|eilig ||"with"|tears|in the|eyes|turned||||them quickly|hurriedly |||||||||||急いで Die Mutter drehte sich mit Tränen in den Augen um und schloss sie eilig. The mother with tears in her eyes turned back and hurriedly closed them. La madre, con le lacrime agli occhi, si voltò indietro e li chiuse frettolosamente. 母は涙を浮かべて振り返り、慌てて目を閉じた。 Ήμουν τότε δώδεκα χρόνων παιδί. |||Jahre alt| ||twelve|years old| |||年| Ich war damals zwölf Jahre alt. I was then a twelve-year-old boy. All'epoca ero un ragazzo di dodici anni. 私は当時12歳の子供だった。 Ακόμα και σήμερα, μόλις κλείσω τα μάτια μου ‘βλέπω' την τελευταία εικόνα του σπιτιού, όπως το έλουζαν οι ακτίνες του ηλίου. ||||||Augen|||||Bild|||||badeten in Licht||Strahlen||Sonne |||just||||||||||house|||bathed in||rays of sunlight||sun ||||||||||||||||洗っていた|||| Sogar heute, sobald ich meine Augen schließe, 'sehe' ich das letzte Bild des Hauses, wie es von den Sonnenstrahlen gewaschen wird. Even today, as soon as I close my eyes, I can still see the last image of the house as it was bathed in the sun's rays. Ancora oggi, appena chiudo gli occhi, riesco a vedere l'ultima immagine della casa mentre è immersa nei raggi del sole. 今日も、目を閉じると‘見る’最後の家のイメージ、太陽の光がそれを照らしていたように。 Навіть сьогодні, як тільки я закриваю очі, я все ще бачу останній образ будинку, коли він купався в сонячних променях.