×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3)

- Η άλλη είναι κλειστή.

- Όχι, ξεφώνισα, ψέματα, δεν είναι κλειστή.

- Τότε, εσείς το ξέρετε καλύτερα.

- Ένα πράμα ξέρω καλά, πως λέτε ψέματα.

Ο θυρωρός έκανε να γυρίσει από την άλλη μεριά.

- Ε, ας μη μιλάμε τώρα, μουρμούρισε.

- Όχι «ας μη μιλάμε τώρα», ξεφώνισα πάλι, παρά να μας περάστε αμέσως στην άλλη σάλα!

Και χωρίς να δώσω προσοχή στις συμβουλές της λαντζέρισσας και στα παρακάλια του τραγουδιστή να το διαλύσουμε, απαίτησα να δω το βοηθό του maitre d'hôtel και ζήτησα απ' αυτόν να μας περάσει στην άλλη σάλα. Η φωνή μου φανέρωνε τόση οργή και το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο ταραγμένο, που αυτός δίχως συζήτηση παρά με μια περιφρονητική ευγένεια μου απάντησε πως μπορώ να πάω να καθίσω όπου θέλω. Στο θυρωρό δε μπόρεσα ν' αποδείξω το ψέμα του γιατί εξαφανίστηκε προτού περάσω στη σάλα. Η σάλα ήτανε πραγματικά ανοιχτή, φωτισμένη και σ' ένα από τα τραπέζια της καθόταν και δειπνούσαν ένας Εγγλέζος με μια κυρία. Παρότι μας έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο τραπεζάκι, εγώ με τον κακοντυμένο τραγουδιστή πήγα και κάθισα κοντά στον Εγγλέζο και διέταξα να μας φέρουν εκεί τη μισοπιωμένη σαμπάνια μας.

Οι Εγγλέζοι κοίταξαν στην αρχή με απορία κι ύστερα με κακία τον ανθρωπάκο που μισοπεθαμένος από τη σαστιμάρα του καθόταν δίπλα μου. Κάτι είπαν αναμεταξύ τους, μετά η κυρία απόσπρωξε το πιάτο της, σηκώθηκε και σέρνοντας το μεταξωτό φόρεμά της εξαφανίστηκε με τον άντρα της. Από τη τζαμόπορτα είδα τον Εγγλέζο να λέει κάτι με θυμό στο γκαρσόνι και να του δείχνει κατά το μέρος μας. Το γκαρσόνι έσκυψε και κοίταξε. Περίμενα με χαρά πως θα έρχονταν να μας βγάλουν έξω κι έτσι θα μπορούσα επιτέλους να ξεθυμάνω για καλά. Ευτυχώς όμως, μ' όλο που αυτό με δυσαρέστησε, μας άφησαν στην ησυχία μας.

Ο τραγουδιστής που πρωτύτερα έπινε με το ζόρι, τώρα βιαζόταν ν' αδειάσει τη μποτίλια μόνο και μόνο για να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα από δω μέσα. Ωστόσο μ' ευχαρίστησε θερμά όπως μου φάνηκε, για το τραταμέντο. Τα υγρά μάτια του δάκρυσαν και γυάλισαν ακόμα πιο πολύ και μου είπε την πιο παράξενη και την πιο μπερδεμένη φράση για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Όσο να 'ναι η φράση αυτή που εννοούσε πως αν όλοι εκτιμούσαν τους καλλιτέχνες, σαν και μένα θα ήταν πάρα πολύ ευχάριστο γι' αυτόν και μου ευχόταν κάθε δυνατή ευτυχία, η φράση λέγω αυτή, μ' ευχαρίστησε πολύ.

Βγήκα μαζί του στην είσοδο. Εκεί πέρα στέκονταν τα γκαρσόνια κι ο εχθρός μου ο θυρωρός, που φαίνεται πως έλεγε σ' αυτά τα παράπονά του για μένα. Και, θαρρώ, πως όλοι τους με βλέπανε σαν ένα τρελό. Όταν ο ανθρωπάκος έφτασε κοντά σε κείνη την ομήγυρη σταμάτησα και με το μεγαλύτερο σεβασμό και τη βαθύτερη εκτίμηση που θα μπορούσα να φανερώσω με την όλη στάση και το ύφος μου, έβγαλα το καπέλο μου και του έσφιξα το χέρι με το απονεκρωμένο δάχτυλο. Τα γκαρσόνια καμώθηκαν πως δε μου έδιναν την παραμικρότερη προσοχή. Μονάχα ένας απ' όλους γέλασε σαρδόνια.

Όταν ο τραγουδιστής μ' αποχαιρέτισε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι του δρόμου, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου θέλοντας με τον ύπνο να ηρεμήσω και να ξεχάσω όλες αυτές τις εντυπώσεις και την ανόητη παιδιάστικη οργή μου, που τόσο απροσδόκητα με κυρίεψε. Όμως νιώθοντας πως ήμουν υπερβολικά ταραγμένος για να μπορέσω να κοιμηθώ, ξαναβγήκα στο δρόμο, με την πρόθεση να κάνω βόλτες, ώσπου να μου περάσει η ταραχή και, δεν το κρύβω, εκτός απ' αυτό, με την ακαθόριστη ελπίδα να βρω κάποια ευκαιρία για να τσακωθώ με το θυρωρό, με ένα γκαρσόνι ή με το Εγγλέζο και να τους αποδείξω όλη τους την ανθρωπιά και, το κυριότερο, πόσο άδικο είχαν. Μα εκτός από το θυρωρό, που μόλις με είδε, μου γύρισε την πλάτη, δεν αντάμωσα κανέναν άλλον, κι έτσι κατάμονος έκανα τις βόλτες μου στην προκυμαία.

«Να την ποια είναι η παράξενη μοίρα της ποίησης, σκεφτόμουν κάπως πιο ήρεμα. Όλοι τη λατρεύουν, την αποζητάνε, αυτήν μονάχα επιθυμούν. Και ψάχνουν να τη βρούνε στη ζωή κι ωστόσο κανένας δεν αναγνωρίζει τη δύναμη της, κανένας δεν εκτιμάει όσο πρέπει αυτό, το καλύτερο αγαθό του κόσμου, δεν εκτιμάει και δεν ευγνωμονεί εκείνους που το προσφέρουν στους συνανθρώπους τους. Ρωτήστε όποιον θέλετε απ' όλους αυτούς που κατοικούν στο Σβέιτσεργοφ, ποιο είναι το μεγαλύτερο αγαθό στον κόσμο; Κι όλοι τους ή οι ενενήντα εννιά στους εκατό, θα σας αποκριθούν μ' ένα σαρδόνιο ύφος, πως το μεγαλύτερο αγαθό είναι τα λεφτά.

"Μπορεί να μη σας αρέσει αυτή η σκέψη και να μην ταιριάζει με τις ανώτερες ιδέες τις δικές σας, θα σας πουν, μα τι να γίνει αφού η ζωή των ανθρώπων είναι έτσι φτιαγμένη που μονάχα τα λεφτά να την κάνουν ευτυχισμένη. Και δε μπορώ ν' απαγορέψω στο μυαλό μου να βλέπει τον κόσμο -θα προσθέσουν- τέτοιο που είναι, να βλέπει δηλαδή την αλήθεια".

Αξιοθρήνητο και το μυαλό σας κι η ευτυχία που ποθείτε. Και εσείς δεν είσαστε παρά όντα δυστυχισμένα που κι οι ίδιοι δεν ξέρετε τι σας χρειάζεται... Για ποιο λόγο όλοι σας παρατήσατε την πατρίδα σας, τους δικούς σας, τις δουλειές σας και τις οικονομικές επιχειρήσεις σας και κουβαληθήκατε σε τούτη τη μικρή ελβετική πολιτεία, τη Λουκέρνη; Για ποιο λόγο όλοι σας συγκεντρωθήκατε το βραδινό στα μπαλκόνια και με σιωπηλό σεβασμό ακούγατε το τραγούδι του μικρού ζητιάνου; Κι αν αυτός ήθελε να τραγουδήσει ακόμα, θα εξακολουθούσατε και σεις να στέκεστε σιωπηλοί και να τον ακούτε. Τάχα τα λεφτά, τα εκατομμύρια, θα μπορούσαν να σας διώξουν από τη πατρίδα σας και να σας μαζέψουν σε τούτη τη μικρή γωνίτσα, τη Λουκέρνη; Τάχα τα λεφτά θα μπορούσαν να σας συγκεντρώσουν όλους στα μπαλκόνια και να σας αναγκάσουν μισή ώρα να στέκεστε ακίνητοι και σιωπηλοί; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ένα είναι εκείνο που σας αναγκάζει να ενεργείτε έτσι, κι αυτό θα σας παρακινεί πάντα εντονότερα απ' όλα τ' άλλα κίνητρα της ζωής: η ανάγκη της ποίησης, που δεν την ομολογείτε, μα την αισθανόσαστε και θα την αισθανόσαστε αιώνια, όσο απομένει μέσα σας κάτι το ανθρώπινο. Η λέξη «ποίηση» σας φαίνεται γελοία, τη μεταχειρίζεστε σαν κοροϊδευτικό μάλωμα, και την αγάπη της ποίησης την επιτρέπετε σαν κάτι που ταιριάζει μονάχα στα παιδιά και στα ανόητα δεσποινίδια, και πάλι κι αυτά τα κοροϊδεύετε. Για τον εαυτό σας αποζητάτε κάτι το θετικό.

Κι ωστόσο τα παιδάκια αντικρίζουν με γερό μάτι τη ζωή, αυτά αγαπούν και ξέρουν τι πρέπει ν' αγαπάει ο άνθρωπος και τι δίνει την ευτυχία, ενώ εσάς η ζωή τόσο σας έχει μπερδέψει, τόσο σας έχει διαφθείρει, που καταντήσατε να κοροϊδεύετε εκείνο ακριβώς που αγαπάτε, και κυνηγάτε να βρείτε εκείνο που μισείτε και που αυτό δημιουργεί τη δυστυχία σας.

Σαστίσατε σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντιλαμβάνεστε την υποχρέωση που έχετε απέναντι στο φτωχό Τυρολέζο ο οποίος σας πρόσφερε μια αγνή απόλαυση και ταυτόχρονα θεωρείτε τον εαυτό σας υποχρεωμένο αφιλοκερδώς και δίχως κανένα κέρδος ή καμιά ευχαρίστηση να ταπεινώνεστε μπροστά σ' έναν λόρδο και να θυσιάζετε άσκοπα την ησυχία σας και το κέφι σας. Τι ανοησία, τι ανεξήγητος παραλογισμός!

Όμως δεν ήταν αυτό που μου έκανε την πιο έντονη εντύπωση απόψε. Αυτήν την άγνοια του τι είναι εκείνο που δίνει την ευτυχία, αυτήν την αναισθησία για κάποια ποιητική απόλαυση σχεδόν την καταλαβαίνω ή μάλλον την συνήθισα, γιατί συχνά την έχω συναντήσει στη ζωή. Και η χυδαία, η ασυναίσθητη απανθρωπιά του πλήθους επίσης δεν ήτανε κάτι καινούριο για μένα. Όσα κι αν θελήσουν να πούνε οι υποστηριχτές της αντίθετης γνώμης, για μένα ο όχλος, το πλήθος, είναι η συγκέντρωση ανθρώπων, που μπορεί να 'ναι καλοί, όμως συνταυτίζονται μονάχα με τη κτηνώδικη, τη σιχαμερή μεριά τους και δεν εκφράζει παρά την αδυναμία και τη σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης.

Όμως πώς εσείς, παιδιά ενός ελεύθερου, ανθρωπισμένου λαού, χριστιανοί, άνθρωποι τέλος πάντων, πώς μπορέσατε, λέγω, στην αγνή απόλαυση που σας πρόσφερε ένας φτωχός συνάνθρωπος σας, ν' αποκριθείτε με τόση ψυχρότητα και κοροϊδεύοντας; Μα όχι, στην πατρίδα σας υπάρχουν άσυλα για τους ζητιάνους. Ζητιάνοι δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να υπάρχουν και δεν υπάρχει το συναίσθημα της συμπόνιας που πάνω σ' αυτό στηρίζεται η ζητιανιά.

Τούτος όμως ο τραγουδιστής κουράστηκε, σας διασκέδασε, σας παρακάλεσε κάτι να του δώσετε από το περίσσευμά σας για τον κόπο του που εκμεταλλευτήκατε. Μα σεις τον παρακολοθούσατε σαν περίεργο φαινόμενο, με το ψυχρό σας χαμόγελο, από τα λαμπρά σας διαμερίσματα κι απ' όλους εσάς, τους ευτυχισμένους, τους πάμπλουτους, δεν βρέθηκε ένας ή μια που να του ρίξει κάτι! Καταντροπιασμένος έφυγε από μπροστά σας και το ανόητο πλήθος, γελώντας τον παρακολούθησε και έβριζε όχι εσάς, μα αυτόν γιατί δειχθήκατε ψυχροί, απάνθρωποι και άτιμοι, γιατί του κλέψατε την απόλαυση που σας πρόσφερε αυτός.

«Στις 7 Ιουλίου 1857 στη Λουκέρνη μπροστά στο ξενοδοχείο Σβέιστεργοφ, που σ' αυτό έρχονται οι πλουσιότεροι του κόσμου, ένας πλανόδιος τραγουδιστής επί μισή ώρα τραγούδησε κι έπαιξε κιθάρα. Κάπου εκατό άνθρωποι τον άκουγαν. Ο τραγουδιστής τρεις φορές τους παρακάλεσε να του δώσουν κάτι. Μα κανένας δεν του έριξε ούτε μια πεντάρα και πολλοί τον κορόιδευαν».

Αυτό δεν είναι φανταστικό, μα ένα πραγματικό γεγονός που μπορεί όποιος θέλει να το εξακριβώσει από τους μόνιμους κατοίκους του Σβέιτσεργοφ, πληροφορούμενος από τις εφημερίδες ποιοι ήτανε οι ξένοι που έμεναν στο Σβέιτσεργοφ στις 7 Ιουλίου.

Ορίστε ένα γεγονός που οι ιστορικοί της εποχής μας οφείλουν να το σημειώσουν με πύρινα γράμματα. Αυτό το γεγονός είναι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο σοβαρό κι έχει σημασία πολύ βαθύτερη απ' όλα κείνα που δημοσιεύουν οι εφημερίδες και που περιγράφουν οι ιστορίες. Πώς οι Εγγλέζοι σκότωσαν άλλους χίλιους Κινέζους γιατί δεν αγοράζουν τίποτα με λεφτά και το κράτους το δικό τους απορροφάει όλα τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, πώς οι Γάλλοι σκότωσαν άλλους χίλιους Αφρικανούς γιατί η Αφρική έχει εύφορες εκτάσεις και γιατί ο διαρκής πόλεμος συντελεί στην καλή εξάσκηση των στρατευμάτων, πως ο Τούρκος πρέσβης στην Νεάπολη δεν μπορεί να είναι Εβραίος και πως ο Αυτοκράτορας Ναπολέων σεργιανάει πεζός στις Plombieres και βεβαιώνει διά του τύπου τον λαό του πως βασιλεύει μονάχα σύμφωνα με τη θέληση του λαού - ολ' αυτά είναι λόγια που κρύβουν ή αποκαλύπτουν πράγματα γνωστά από καιρό. Μα το γεγονός που συνέβηκε στην Λουκέρνη στις 7 Ιουλίου, μου φαίνεται πως είναι εντελώς καινούριο και παράξενο κι έχει σχέση όχι με τις αιώνιες κακές όψεις της ανθρώπινης φύσης μα με ορισμένη εποχή της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι γεγονός όχι για την ιστορία της προόδου και του πολιτισμού.

Για ποιο λόγο αυτό το απάνθρωπο γεγονός, που είναι αδύνατο να συμβεί σ' ένα οποιοδήποτε χωριό της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας, μπορεί να συμβαίνει εδώ πέρα, που ο πολιτισμός, η ελευθερία κι η ισότητα έχουν αναχθεί στον υπέρτατο βαθμό και συγκεντρώνονται σαν περιηγητές οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι των πιο πολιτισμένων χωρών; Γιατί αυτοί οι εξελιγμένοι, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που δείχνονται τόσο ανεξάρτητοι για το κάθε κοινό, τίμιο και φιλανθρωπικό έργο, δεν έχουν κείνο το ανθρώπινο συναίσθημα που πηγάζει από την καρδιά για μια προσωπική αγαθή πράξη; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που νοιάζονται με τόσο ένθερμο ζήλο στα Κοινοβούλιά τους και στις συγκεντρώσεις τους για την κατάσταση των άγαμων Κινέζων στις Ινδίες, για η διάδοση του χριστιανισμού και της μόρφωσης στην Αφρική, για τη συγκρότηση κάποιου συνασπισμού που να φτιάξει ριζικά την ανθρωπότητα ολόκληρη, δε βρίσκουν μέσα στην ψυχή τους το απλό, το πρωτόγονο συναίσθημα του ανθρώπου για τον όμοιό του;

Να μην υπάρχει τάχα το συναίσθημα αυτό και να πήρε τη θέση του η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία κι ο κορεσμός που τους καθοδηγούν στα Κοινοβούλιά τους, στις συγκεντρώσεις τους και στις συναναστροφές τους; Η διάδοση τάχα αυτού του λογικού, του εγωιστικού συνδέσμου ανθρώπων που τον αποκαλούν πολιτισμό, καταστρέφει τάχα την ανάγκη του ενστικτώδικου συνδέσμου που πηγάζει από την αγάπη κι είναι τάχα ενάντιός τους; Κι αυτή είναι τάχα κείνη η ισότητα, που γι' αυτήν έχει χυθεί τόσο αθώο αίμα κι έχουν γίνει τόσα και τόσα εγκλήματα; Μπορούν τάχα κι οι λαοί, σαν τα παιδάκια, να 'ναι ευτυχισμένοι ακούγοντας μονάχα τη λέξη ισότης;

Ισότης μπροστά στο νόμο; Μα μήπως ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων κυλάει μέσα στην σφαίρα του νόμου; Το ένα της χιλιοστημόριο μονάχα υπόκειται στο νόμο κι η υπόλοιπη κυλάει έξω απ' αυτόν μέσα στη σφαίρα από τα ήθη και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. Και μέσα στην κοινωνία ένας λακές είναι ντυμένος καλύτερα από έναν τραγουδιστή και τον βρίζει ατιμώρητα. Ο θυρωρός θεωρεί εμένα ανώτερό του και τον τραγουδιστή κατώτερο απ' αυτόν. Κι όταν έκανα παρέα μου τον τραγουδιστή, θεώρησε τον εαυτό του ίσον με μας κι έγινε θρασύς. Εγώ δείχθηκα απότομος στο θυρωρό και κείνος θεώρησε το εαυτό του κατώτερό μου. Το γκαρσόνι δείχθηκε θρασύς στον τραγουδιστή κι ο τραγουδιστής θεώρησε το εαυτό του κατώτερό του.

Κι είναι τάχα αυτό το κράτος, κείνο που ο κόσμος τ' αποκαλεί θετικά - ελεύθερο κράτος, όταν τα όργανά του πιάνουν και φυλακίζουν έναν πολίτη με μοναδικό λόγο πώς δίχως να ενοχλεί κανένα κάνει εκείνο που μπορεί, για να μην πεθάνει από την πείνα; Δυστυχισμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα ο άνθρωπος με τις ανάγκες του για θετικές αποφάσεις, καθώς είναι ριγμένος μέσα σ' αυτόν τον απέραντο και αδιάκοπα κινούμενο ωκεανό από καλό και κακό, από γεγονότα, από υπολογισμούς και αντιθέσεις!

Αιώνες ολόκληρους παλεύουν οι άνθρωποι και μοχθούν για να συγκεντρώσουν σε μια μεριά κάθε τι καλό, και σ' άλλη κάθε τι μη καλό. Οι αιώνες περνάνε κι οπουδήποτε κι ο,τιδήποτε κι αν ρίξει το αντικειμενικό και χωρίς πάθος μυαλό πάνω στη ζυγαριά του καλού και του κακού, η ζυγαριά δεν ταλαντεύεται και στην κάθε της μεριά το βάρος του καλού και του κακού είναι το ίδιο. Να μπορούσε μονάχα ο άνθρωπος να μάθει να μην κατακρίνει και να μην σκέφτεται απότομα και θετικά και να μην δίνει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δόθηκαν μονάχα για να μείνουν αιώνια αναπάντητα! Να μπορούσε μονάχα να καταλάβει πως η κάθε του σκέψη είναι και ψεύτικη και ταυτόχρονα σωστή! Ψεύτικη για το μονόπλευρό της, για την αδυναμία του ανθρώπου να αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια και σωστή όσο για την έκφραση μιας όψης των ανθρωπίνων τάσεων.

Φτιάξανε υποδιαιρέσεις μέσα σ' αυτό το αιώνια κινούμενο, το απέραντο, το απέραντα μπερδεμένο χάος του καλού και του κακού, χάραξαν φανταστικές γραμμές πάνω σ' αυτήν τη θάλασσα και περιμένουν πως η θάλασσα θα χωριστεί κιόλας. Σάμπως να μην υπάρχουν εκατομμύρια άλλες υποδιαιρέσεις από εντελώς άλλη άποψη και σ' άλλο επίπεδο. Ειν' αλήθεια πως η επεξεργασία των υποδιαιρέσεων αυτών διεξάγεται επί αιώνες ολόκληρους, μα και αιώνες πέρασαν και θα περάσουν εκατομμύρια.

Ο πολιτισμός είναι καλό, η βαρβαρότητα κακό, η ελευθερία είναι καλό, η σκλαβιά κακό. Να, αυτή ακριβώς η γνώση που φανταζόμαστε πως κατέχουνε είναι που καταστρέφει τις ενστικτώδικες, τις αγνότερες, τις πρωτόγονες ανάγκες του καλού μέσα στην ανθρώπινη φύση.

Και ποιος θα μου προσδιορίσει ξεκάθαρα τι είναι η ελευθερία, τι είναι ο δεσποτισμός, τι είναι ο πολιτισμός, τι είναι η βαρβαρότητα; Και πού είναι τα όρια του ενός και του άλλου; Ποιος ειν' εκείνος που κατέχει μέσα στην ψυχή του τόσο ακλόνητα το μέτρο του καλού και του κακού, ώστε να μπορέσει να μετρήσει μ' αυτό τα τρέχοντα μπερδεμένα γεγονότα; Ποιος έχει τόσο μεγάλο μυαλό, ώστε τουλάχιστον μέσα στο ακίνητο παρελθόν ν' αγκαλιάσει όλα τα γεγονότα και να τα ζυγίσει; Και ποιος είδε μια κατάσταση που να μην περιέχει το καλό και το κακό ταυτόχρονα; Και πώς μπορώ να ξέρω εγώ πως βλέπω παραπάνω τον ένα απ' το άλλο, όχι γιατί δε στέκομαι στη θέση που πρέπει; Και ποιος μπορεί τόσο απόλυτα ν' αποσπαστεί νοερά, έστω και για μια φευγαλέα στιγμή από τη ζωή, ώστε να την ατενίσει από ψηλά πλέον ανεξάρτητα;

Ένα, μονάχα ένα, έχουμε αλάθητο κυβερνήτη το παγκόσμιο πνεύμα, που μας διαπερνάει όλους μαζί και τον καθένα σα χωριστή μονάδα και εμπνέει στον καθένα την τάση για κείνο που πρέπει, κείνο το ίδιο πνεύμα που προστάζει το δέντρο να μεγαλώνει προς τον ήλιο, που προστάζει τα λουλούδια να πετάνε τους σπόρους τους το φθινόπωρο και μας να σφιγγόμαστε ασυναίσθητα ο ένας πάνω στον άλλο. Κι αυτή η μόνη αλάθητη κι ευλογημένη φωνή, καταπνίγει όλη τη θορυβώδικη και βιαστική εξέλιξη του πολιτισμού.

Ποιος είναι πιότερο άνθρωπος και ποιος πιότερο βάρβαρος; Κείνος τάχα ο λόρδος, που άμα είδε τα τριμμένα ρούχα του τραγουδιστή έφυγε μανιασμένος από το τραπέζι, που δεν του έδωσε για τον κόπο του μήτε ένα εκατοστημόριο της περιουσίας του και τώρα χορτάτος, κάθεται σ' ένα ολόφωτο και πολυτελέστατο δωμάτιο και συζητεί ατάραχα για την υπόθεση της Κίνας, βρίσκοντας πολύ δίκαιους τους σκοτωμούς που γίνονται εκεί πέρα, ο μικρόσωμος τραγουδιστής, που με κίνδυνο να φυλακιστεί μ' ένα φράγκο στη τσέπη του, κάπου είκοσι χρόνια τώρα, δίχως να βλάψει κανένα, γυρίζει βουνά και κάμπους, διασκεδάζοντας τον κόσμο με το τραγούδι του και τον περιφρόνησαν, μόνο που δεν τον έβγαλαν έξω με τις κλωτσιές, και κουρασμένος, πεινασμένος, καταντροπιασμένος, πήγε να ξαπλώσει για ύπνο κάπου πάνω σε τίποτα σαπισμένα άχυρα; Κείνη τη στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας άκουσα μακριά, μακριά από την πολιτεία, την κιθάρα του μικρόσωμου Τυρολέζου και το τραγούδι του.

Όχι, είπα μέσα μου άθελά μου, δεν έχεις το δικαίωμα να λυπάσαι αυτόν και να εξοργίζεσαι για την ευδαιμονία του λόρδου. Ποιος ζύγισε την εσωτερική ευτυχία που φωλιάζει μέσα στην ψυχή του καθενός από τους ανθρώπους αυτούς; Να τώρα ο Τυρολέζος κάθεται, πάνω σ' ένα βρόμικο κατώφλι, κοιτάζει τον λαμπερό φεγγαροφώτιστο ουρανό και τραγουδάει χαρούμενα μέσα σ' αυτή τη σιγαλιά της γεμάτης αρώματα νύχτας και στην ψυχή του δεν υπάρχει μήτε παράπονο, μήτε οργή, μήτε μεταμέλεια.

Και ποιος ξέρει τι γίνεται τώρα μέσα στην ψυχή όλων αυτών των ανθρώπων πίσω απ' αυτούς τους αρχοντικούς, ψηλούς τοίχους. Ποιος ξέρει, έχουν τάχα μέσα τους τόση ξέγνοιαστη, απλή χαρά της ζωής και αρμονία με τον κόσμο, όση βρίσκεται μέσα στη ψυχή αυτού του ανθρωπάκου; Είναι απέραντη η αγαθότητα κι η σοφία κείνου που επέτρεψε και διέταξε να υπάρχουν όλες αυτές οι αντιθέσεις. Μονάχα σε σένα, το ασήμαντο σκουλήκι, που με το θράσος κι ολότελα παράνομα επιχειρείς να εισχωρήσεις στους νόμους του, στις προθέσεις του, μονάχα σε σένα φαίνονται σαν αντιθέσεις. Κείνος με ηρεμία ατενίζει από τα απέραντα φωτεινά ύψη του και χαίρεται την ασύλληπτη αρμονία, που μέσα σ' αυτήν όλοι σας αντίθετα και αδιάκοπα κινείστε. Φαντάστηκες μέσα στην περηφάνια σου ν' αποσπαστείς από τους νόμους του γενικού. Μα όχι. Και συ με τη μικρή και αθλιούτσικη οργή σου για τα γκαρσόνια και συ, το ίδιο ανταποκρίθηκες στην αρμονική ανάγκη του αιώνιου και του απέραντου...

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3) From the notes of Prince D. Nehliutov (3) De las notas del príncipe D. Nehliutov (3)

- Η άλλη είναι κλειστή. - The other one is closed.

- Όχι, ξεφώνισα, ψέματα, δεν είναι κλειστή. - No, I shouted, it's a lie, it is not closed.

- Τότε, εσείς το ξέρετε καλύτερα. - Then, you know better.

- Ένα πράμα ξέρω καλά, πως λέτε ψέματα. - One thing I know well, that you are lying.

Ο θυρωρός έκανε να γυρίσει από την άλλη μεριά. The doorman was about to turn to the other side.

- Ε, ας μη μιλάμε τώρα, μουρμούρισε. - Well, let's not talk now, he muttered.

- Όχι «ας μη μιλάμε τώρα», ξεφώνισα πάλι, παρά να μας περάστε αμέσως στην άλλη σάλα! - No 'let's not talk now', I shouted again, instead, you should take us immediately to the other hall!

Και χωρίς να δώσω προσοχή στις συμβουλές της λαντζέρισσας και στα παρακάλια του τραγουδιστή να το διαλύσουμε, απαίτησα να δω το βοηθό του maitre d'hôtel και ζήτησα απ' αυτόν να μας περάσει στην άλλη σάλα. ||||||||of the dishwasher||||||||||||||||of the hotel|||||||||| And without paying attention to the advice of the dishwasher and the singer's pleas to disband, I demanded to see the assistant of the maitre d'hôtel and asked him to take us to the other hall. Η φωνή μου φανέρωνε τόση οργή και το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο ταραγμένο, που αυτός δίχως συζήτηση παρά με μια περιφρονητική ευγένεια μου απάντησε πως μπορώ να πάω να καθίσω όπου θέλω. My voice revealed so much rage and my face must have been so disturbed that he, without discussion, but with a disdainful politeness, replied that I could go and sit wherever I wanted. Στο θυρωρό δε μπόρεσα ν' αποδείξω το ψέμα του γιατί εξαφανίστηκε προτού περάσω στη σάλα. I couldn't prove the doorman's lie because he disappeared before I entered the hall. Η σάλα ήτανε πραγματικά ανοιχτή, φωτισμένη και σ' ένα από τα τραπέζια της καθόταν και δειπνούσαν ένας Εγγλέζος με μια κυρία. The hall was really open, lit, and at one of its tables, an Englishman was seated having dinner with a lady. Παρότι μας έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο τραπεζάκι, εγώ με τον κακοντυμένο τραγουδιστή πήγα και κάθισα κοντά στον Εγγλέζο και διέταξα να μας φέρουν εκεί τη μισοπιωμένη σαμπάνια μας. |||some|||||||||||||||||||||half-drunk|| Although they showed us a special little table, I, along with the poorly dressed singer, went and sat close to the Englishman and ordered them to bring us our half-drunk champagne there.

Οι Εγγλέζοι κοίταξαν στην αρχή με απορία κι ύστερα με κακία τον ανθρωπάκο που μισοπεθαμένος από τη σαστιμάρα του καθόταν δίπλα μου. The Englishmen looked at first with surprise and then with malice at the little man who, half dead from his bewilderment, was sitting next to me. Κάτι είπαν αναμεταξύ τους, μετά η κυρία απόσπρωξε το πιάτο της, σηκώθηκε και σέρνοντας το μεταξωτό φόρεμά της εξαφανίστηκε με τον άντρα της. They said something among themselves, then the lady pushed her plate away, stood up, and dragging her silk dress disappeared with her husband. Από τη τζαμόπορτα είδα τον Εγγλέζο να λέει κάτι με θυμό στο γκαρσόνι και να του δείχνει κατά το μέρος μας. Through the glass door, I saw the Englishman saying something angrily to the waiter and pointing in our direction. Το γκαρσόνι έσκυψε και κοίταξε. The waiter bent down and looked. Περίμενα με χαρά πως θα έρχονταν να μας βγάλουν έξω κι έτσι θα μπορούσα επιτέλους να ξεθυμάνω για καλά. I was happily waiting for them to come and take us outside so I could finally vent properly. Ευτυχώς όμως, μ' όλο που αυτό με δυσαρέστησε, μας άφησαν στην ησυχία μας. |||||||upset||||| Fortunately, even though this displeased me, they left us in peace.

Ο τραγουδιστής που πρωτύτερα έπινε με το ζόρι, τώρα βιαζόταν ν' αδειάσει τη μποτίλια μόνο και μόνο για να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα από δω μέσα. The singer who previously drank with difficulty was now eager to empty the bottle just to get out of here an hour sooner. Ωστόσο μ' ευχαρίστησε θερμά όπως μου φάνηκε, για το τραταμέντο. |||||||||treatment However, he warmly thanked me, or so it seemed, for the treat. Τα υγρά μάτια του δάκρυσαν και γυάλισαν ακόμα πιο πολύ και μου είπε την πιο παράξενη και την πιο μπερδεμένη φράση για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. His watery eyes teared up and shone even more, and he uttered the strangest and most confusing phrase to express his gratitude. Όσο να 'ναι η φράση αυτή που εννοούσε πως αν όλοι εκτιμούσαν τους καλλιτέχνες, σαν και μένα θα ήταν πάρα πολύ ευχάριστο γι' αυτόν και μου ευχόταν κάθε δυνατή ευτυχία, η φράση λέγω αυτή, μ' ευχαρίστησε πολύ. After all, this phrase meant that if everyone appreciated artists, like me, it would be very pleasant for him, and he wished me every possible happiness; this phrase, I say, pleased me very much.

Βγήκα μαζί του στην είσοδο. I went out with him to the entrance. Εκεί πέρα στέκονταν τα γκαρσόνια κι ο εχθρός μου ο θυρωρός, που φαίνεται πως έλεγε σ' αυτά τα παράπονά του για μένα. There stood the waiters and my enemy, the doorman, who seemed to be telling them his complaints about me. Και, θαρρώ, πως όλοι τους με βλέπανε σαν ένα τρελό. And, I suppose, they all saw me as a madman. Όταν ο ανθρωπάκος έφτασε κοντά σε κείνη την ομήγυρη σταμάτησα και με το μεγαλύτερο σεβασμό και τη βαθύτερη εκτίμηση που θα μπορούσα να φανερώσω με την όλη στάση και το ύφος μου, έβγαλα το καπέλο μου και του έσφιξα το χέρι με το απονεκρωμένο δάχτυλο. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||dead| When the little man approached that gathering, I stopped and, with the utmost respect and the deepest appreciation that I could express with my whole demeanor and manner, I took off my hat and shook his hand with my lifeless finger. Τα γκαρσόνια καμώθηκαν πως δε μου έδιναν την παραμικρότερη προσοχή. The waiters pretended that they didn't pay me the slightest attention. Μονάχα ένας απ' όλους γέλασε σαρδόνια. Only one among them laughed sardonic.

Όταν ο τραγουδιστής μ' αποχαιρέτισε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι του δρόμου, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου θέλοντας με τον ύπνο να ηρεμήσω και να ξεχάσω όλες αυτές τις εντυπώσεις και την ανόητη παιδιάστικη οργή μου, που τόσο απροσδόκητα με κυρίεψε. |||||||||||I withdrew||||||||||||||||||||||||||| When the singer bid me farewell and disappeared into the darkness of the road, I retreated to my room wanting to calm down and forget all these impressions and my silly childish anger that had so unexpectedly overtaken me. Όμως νιώθοντας πως ήμουν υπερβολικά ταραγμένος για να μπορέσω να κοιμηθώ, ξαναβγήκα στο δρόμο, με την πρόθεση να κάνω βόλτες, ώσπου να μου περάσει η ταραχή και, δεν το κρύβω, εκτός απ' αυτό, με την ακαθόριστη ελπίδα να βρω κάποια ευκαιρία για να τσακωθώ με το θυρωρό, με ένα γκαρσόνι ή με το Εγγλέζο και να τους αποδείξω όλη τους την ανθρωπιά και, το κυριότερο, πόσο άδικο είχαν. |||||||||||I went out again||||||||||||||||||||||||||||||||fight|||||||||||||||||||||||| However, feeling that I was too agitated to be able to sleep, I went back out into the street, intending to stroll until my agitation passed and, I won't hide it, besides that, with the vague hope of finding some opportunity to pick a fight with the doorman, a waiter, or the Englishman and prove them all their humanity and, most importantly, how unjust they were. Μα εκτός από το θυρωρό, που μόλις με είδε, μου γύρισε την πλάτη, δεν αντάμωσα κανέναν άλλον, κι έτσι κατάμονος έκανα τις βόλτες μου στην προκυμαία. But apart from the doorman, who turned his back on me as soon as he saw me, I did not encounter anyone else, and so I walked alone on the promenade.

«Να την ποια είναι η παράξενη μοίρα της ποίησης, σκεφτόμουν κάπως πιο ήρεμα. "This is what the strange fate of poetry is, I thought somewhat more calmly. Όλοι τη λατρεύουν, την αποζητάνε, αυτήν μονάχα επιθυμούν. ||they adore||they seek||| Everyone adores it, seeks it, desires only it. Και ψάχνουν να τη βρούνε στη ζωή κι ωστόσο κανένας δεν αναγνωρίζει τη δύναμη της, κανένας δεν εκτιμάει όσο πρέπει αυτό, το καλύτερο αγαθό του κόσμου, δεν εκτιμάει και δεν ευγνωμονεί εκείνους που το προσφέρουν στους συνανθρώπους τους. And they search to find it in life, yet no one recognizes its power, no one appreciates as they should this, the greatest good in the world, they do not appreciate and do not thank those who offer it to their fellow human beings. Ρωτήστε όποιον θέλετε απ' όλους αυτούς που κατοικούν στο Σβέιτσεργοφ, ποιο είναι το μεγαλύτερο αγαθό στον κόσμο; Κι όλοι τους ή οι ενενήντα εννιά στους εκατό, θα σας αποκριθούν μ' ένα σαρδόνιο ύφος, πως το μεγαλύτερο αγαθό είναι τα λεφτά. ||||||||||||||||||||||||||||answer||||||||||| Ask anyone you want among all those who live in Switzerland, what is the greatest good in the world? And all of them, or ninety-nine out of a hundred, will respond to you with a sardonic expression, that the greatest good is money.

"Μπορεί να μη σας αρέσει αυτή η σκέψη και να μην ταιριάζει με τις ανώτερες ιδέες τις δικές σας, θα σας πουν, μα τι να γίνει αφού η ζωή των ανθρώπων είναι έτσι φτιαγμένη που μονάχα τα λεφτά να την κάνουν ευτυχισμένη. "You may not like this thought and it may not match your higher ideals, they will tell you, but what can be done since the lives of people are made in such a way that only money can make them happy. Και δε μπορώ ν' απαγορέψω στο μυαλό μου να βλέπει τον κόσμο -θα προσθέσουν- τέτοιο που είναι, να βλέπει δηλαδή την αλήθεια". ||||forbid||||||||||||||||| And I can't forbid my mind from seeing the world - they will add - such as it is, to see the truth.

Αξιοθρήνητο και το μυαλό σας κι η ευτυχία που ποθείτε. Pitiable is both your mind and the happiness you seek. Και εσείς δεν είσαστε παρά όντα δυστυχισμένα που κι οι ίδιοι δεν ξέρετε τι σας χρειάζεται... Για ποιο λόγο όλοι σας παρατήσατε την πατρίδα σας, τους δικούς σας, τις δουλειές σας και τις οικονομικές επιχειρήσεις σας και κουβαληθήκατε σε τούτη τη μικρή ελβετική πολιτεία, τη Λουκέρνη; Για ποιο λόγο όλοι σας συγκεντρωθήκατε το βραδινό στα μπαλκόνια και με σιωπηλό σεβασμό ακούγατε το τραγούδι του μικρού ζητιάνου; Κι αν αυτός ήθελε να τραγουδήσει ακόμα, θα εξακολουθούσατε και σεις να στέκεστε σιωπηλοί και να τον ακούτε. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||you were carried|||||Swiss|||||||||you gathered|||||||||||||||||||||||you were continuing||||you stand||||| And you are nothing but unhappy beings who do not even know what you need... Why did all of you abandon your homeland, your loved ones, your jobs, and your economic enterprises to come to this small Swiss town, Lucerne? Why did all of you gather in the evening on the balconies and listen in silent respect to the song of the little beggar? And if he wanted to sing more, would you still stand silently and listen to him? Τάχα τα λεφτά, τα εκατομμύρια, θα μπορούσαν να σας διώξουν από τη πατρίδα σας και να σας μαζέψουν σε τούτη τη μικρή γωνίτσα, τη Λουκέρνη; Τάχα τα λεφτά θα μπορούσαν να σας συγκεντρώσουν όλους στα μπαλκόνια και να σας αναγκάσουν μισή ώρα να στέκεστε ακίνητοι και σιωπηλοί; Όχι! ||||||||||||||||||||||||||||||||gather||||||||||||||| Could money, millions, drive you away from your homeland and gather you in this little corner, Lucerne? Could money gather you all on the balconies and force you to stand still and silent for half an hour? No! Χίλιες φορές όχι! A thousand times no! Ένα είναι εκείνο που σας αναγκάζει να ενεργείτε έτσι, κι αυτό θα σας παρακινεί πάντα εντονότερα απ' όλα τ' άλλα κίνητρα της ζωής: η ανάγκη της ποίησης, που δεν την ομολογείτε, μα την αισθανόσαστε και θα την αισθανόσαστε αιώνια, όσο απομένει μέσα σας κάτι το ανθρώπινο. |||||||act||||||||more intensely|||||||||||||||you admit||||||||||||||| There is one thing that compels you to act this way, and that will always motivate you more intensely than all the other incentives in life: the need for poetry, which you do not confess, but you feel it and will feel it eternally, as long as there remains something human within you. Η λέξη «ποίηση» σας φαίνεται γελοία, τη μεταχειρίζεστε σαν κοροϊδευτικό μάλωμα, και την αγάπη της ποίησης την επιτρέπετε σαν κάτι που ταιριάζει μονάχα στα παιδιά και στα ανόητα δεσποινίδια, και πάλι κι αυτά τα κοροϊδεύετε. |||||||you treat|||||||||||||||||||||young ladies|||||| The word 'poetry' seems ridiculous to you, you treat it as a mock reprimand, and you allow the love of poetry as something that suits only children and foolish young ladies, and you mock them too. Για τον εαυτό σας αποζητάτε κάτι το θετικό. ||||you seek||| You seek something positive for yourself.

Κι ωστόσο τα παιδάκια αντικρίζουν με γερό μάτι τη ζωή, αυτά αγαπούν και ξέρουν τι πρέπει ν' αγαπάει ο άνθρωπος και τι δίνει την ευτυχία, ενώ εσάς η ζωή τόσο σας έχει μπερδέψει, τόσο σας έχει διαφθείρει, που καταντήσατε να κοροϊδεύετε εκείνο ακριβώς που αγαπάτε, και κυνηγάτε να βρείτε εκείνο που μισείτε και που αυτό δημιουργεί τη δυστυχία σας. ||||gaze at||||||||||||||||||||||||||||||||||you have become|||||||||||||||||||| And yet, children look at life with a keen eye, they love and know what one should love and what brings happiness, while life has so confused you, so corrupted you, that you have come to mock exactly what you love, and you pursue to find what you hate, which creates your unhappiness.

Σαστίσατε σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντιλαμβάνεστε την υποχρέωση που έχετε απέναντι στο φτωχό Τυρολέζο ο οποίος σας πρόσφερε μια αγνή απόλαυση και ταυτόχρονα θεωρείτε τον εαυτό σας υποχρεωμένο αφιλοκερδώς και δίχως κανένα κέρδος ή καμιά ευχαρίστηση να ταπεινώνεστε μπροστά σ' έναν λόρδο και να θυσιάζετε άσκοπα την ησυχία σας και το κέφι σας. You were startled|||||||||||||||||||||||||||||selflessly|||||||||you humble||||||||||||||| You are astonished to such an extent that you do not realize the obligation you have towards the poor Tyrolean who offered you a pure delight and at the same time you consider yourself compelled altruistically and without any profit or pleasure to humiliate yourself in front of a lord and to unnecessarily sacrifice your peace and joy. Τι ανοησία, τι ανεξήγητος παραλογισμός! What nonsense, what inexplicable absurdity!

Όμως δεν ήταν αυτό που μου έκανε την πιο έντονη εντύπωση απόψε. However, that was not what made the strongest impression on me tonight. Αυτήν την άγνοια του τι είναι εκείνο που δίνει την ευτυχία, αυτήν την αναισθησία για κάποια ποιητική απόλαυση σχεδόν την καταλαβαίνω ή μάλλον την συνήθισα, γιατί συχνά την έχω συναντήσει στη ζωή. ||||||||||||||||poetic||||||||||||||| I almost understand this ignorance of what brings happiness, this insensitivity to some poetic enjoyment, or rather I have grown accustomed to it, because I have often encountered it in life. Και η χυδαία, η ασυναίσθητη απανθρωπιά του πλήθους επίσης δεν ήτανε κάτι καινούριο για μένα. ||||unconscious|||||||||| And the vulgar, the unconscious inhumanity of the crowd was also not something new to me. Όσα κι αν θελήσουν να πούνε οι υποστηριχτές της αντίθετης γνώμης, για μένα ο όχλος, το πλήθος, είναι η συγκέντρωση ανθρώπων, που μπορεί να 'ναι καλοί, όμως συνταυτίζονται μονάχα με τη κτηνώδικη, τη σιχαμερή μεριά τους και δεν εκφράζει παρά την αδυναμία και τη σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης. |||||||||opposite||||||||||||||||||||||brutality|||||||||||||||| No matter what supporters of the opposing view may want to say, for me, the mob, the crowd, is the gathering of people who may be good, but they only identify with their bestial, disgusting side and express nothing but the weakness and cruelty of human nature.

Όμως πώς εσείς, παιδιά ενός ελεύθερου, ανθρωπισμένου λαού, χριστιανοί, άνθρωποι τέλος πάντων, πώς μπορέσατε, λέγω, στην αγνή απόλαυση που σας πρόσφερε ένας φτωχός συνάνθρωπος σας, ν' αποκριθείτε με τόση ψυχρότητα και κοροϊδεύοντας; Μα όχι, στην πατρίδα σας υπάρχουν άσυλα για τους ζητιάνους. ||||||humanized|people|||||||||||||||||||respond||||||||||||||| But how could you, children of a free, humanitarian people, Christians, human beings after all, how could you respond with such coldness and mockery to the pure enjoyment offered to you by a poor fellow human being? No, there are shelters for the beggars in your homeland. Ζητιάνοι δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να υπάρχουν και δεν υπάρχει το συναίσθημα της συμπόνιας που πάνω σ' αυτό στηρίζεται η ζητιανιά. ||||||||||||||||||||begging There are no beggars, there should not be any, and there is no feeling of compassion on which begging relies.

Τούτος όμως ο τραγουδιστής κουράστηκε, σας διασκέδασε, σας παρακάλεσε κάτι να του δώσετε από το περίσσευμά σας για τον κόπο του που εκμεταλλευτήκατε. |||||||||||||||surplus||||||| However, this singer has grown tired; he entertained you, he pleaded with you to give him something from your surplus for the labor you exploited. Μα σεις τον παρακολοθούσατε σαν περίεργο φαινόμενο, με το ψυχρό σας χαμόγελο, από τα λαμπρά σας διαμερίσματα κι απ' όλους εσάς, τους ευτυχισμένους, τους πάμπλουτους, δεν βρέθηκε ένας ή μια που να του ρίξει κάτι! |||were following|||||||||||||||||||||rich|||||||||| But you watched him like a strange phenomenon, with your cold smile, from your brilliant apartments, and among all of you, the happy, the wealthy, not a single one found the courage to toss him something! Καταντροπιασμένος έφυγε από μπροστά σας και το ανόητο πλήθος, γελώντας τον παρακολούθησε και έβριζε όχι εσάς, μα αυτόν γιατί δειχθήκατε ψυχροί, απάνθρωποι και άτιμοι, γιατί του κλέψατε την απόλαυση που σας πρόσφερε αυτός. humiliated|||||||||||||||||||||||dishonorable||||||||| Ashamed, he left in front of you and the foolish crowd, laughing, followed him and cursed not you, but him, because you showed yourselves cold, inhuman, and dishonorable, for you stole the joy he offered you.

«Στις 7 Ιουλίου 1857 στη Λουκέρνη μπροστά στο ξενοδοχείο Σβέιστεργοφ, που σ' αυτό έρχονται οι πλουσιότεροι του κόσμου, ένας πλανόδιος τραγουδιστής επί μισή ώρα τραγούδησε κι έπαιξε κιθάρα. |||||||Svestergof||||||richest||the world|||||||||| "On July 7, 1857, in Lucerne in front of the Switzerhof hotel, where the richest people in the world come, a street singer sang and played the guitar for half an hour. Κάπου εκατό άνθρωποι τον άκουγαν. About a hundred people were listening to him. Ο τραγουδιστής τρεις φορές τους παρακάλεσε να του δώσουν κάτι. The singer begged them three times to give him something. Μα κανένας δεν του έριξε ούτε μια πεντάρα και πολλοί τον κορόιδευαν». But no one threw him even a penny and many mocked him.

Αυτό δεν είναι φανταστικό, μα ένα πραγματικό γεγονός που μπορεί όποιος θέλει να το εξακριβώσει από τους μόνιμους κατοίκους του Σβέιτσεργοφ, πληροφορούμενος από τις εφημερίδες ποιοι ήτανε οι ξένοι που έμεναν στο Σβέιτσεργοφ στις 7 Ιουλίου. |||||||||||||||||permanent||||informed||||||||||||| This is not fictional, but a real event that anyone who wishes can verify from the permanent residents of Schwetzingen, informed by the newspapers about who the foreigners were that stayed in Schwetzingen on July 7.

Ορίστε ένα γεγονός που οι ιστορικοί της εποχής μας οφείλουν να το σημειώσουν με πύρινα γράμματα. |||||||||must|||||| Here is an event that the historians of our time must note in fiery letters. Αυτό το γεγονός είναι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο σοβαρό κι έχει σημασία πολύ βαθύτερη απ' όλα κείνα που δημοσιεύουν οι εφημερίδες και που περιγράφουν οι ιστορίες. ||||||||||||||||||||publish||||||| This event is much more significant and much more serious, and it holds much deeper meaning than all those things published by the newspapers and described by the stories. Πώς οι Εγγλέζοι σκότωσαν άλλους χίλιους Κινέζους γιατί δεν αγοράζουν τίποτα με λεφτά και το κράτους το δικό τους απορροφάει όλα τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, πώς οι Γάλλοι σκότωσαν άλλους χίλιους Αφρικανούς γιατί η Αφρική έχει εύφορες εκτάσεις και γιατί ο διαρκής πόλεμος συντελεί στην καλή εξάσκηση των στρατευμάτων, πως ο Τούρκος πρέσβης στην Νεάπολη δεν μπορεί να είναι Εβραίος και πως ο Αυτοκράτορας Ναπολέων σεργιανάει πεζός στις Plombieres και βεβαιώνει διά του τύπου τον λαό του πως βασιλεύει μονάχα σύμφωνα με τη θέληση του λαού - ολ' αυτά είναι λόγια που κρύβουν ή αποκαλύπτουν πράγματα γνωστά από καιρό. ||||||Chinese|||||||||||||absorbs|||||silver||||||||Africans|||||fertile|||||||contributes|||||of the troops||||ambassador|in|Neapolis|||||||||Emperor||it wanders|pedestrian||Plombières||||||||||||||||||||||||||||| How the English killed another thousand Chinese because they do not buy anything with money and their state absorbs all gold and silver coins, how the French killed another thousand Africans because Africa has fertile lands and because the constant war contributes to the good training of the troops, how the Turkish ambassador in Naples cannot be Jewish and how Emperor Napoleon strolls on foot in Plombières and assures his people through the press that he reigns solely according to the will of the people - all these are words that hide or reveal things known for a long time. Μα το γεγονός που συνέβηκε στην Λουκέρνη στις 7 Ιουλίου, μου φαίνεται πως είναι εντελώς καινούριο και παράξενο κι έχει σχέση όχι με τις αιώνιες κακές όψεις της ανθρώπινης φύσης μα με ορισμένη εποχή της κοινωνικής εξέλιξης. But the fact that happened in Lucerne on July 7th seems to me to be completely new and strange and has to do not with the eternal bad aspects of human nature but with a certain stage of social development. Είναι γεγονός όχι για την ιστορία της προόδου και του πολιτισμού. |||||||progress||| It is a fact not for the history of progress and civilization.

Για ποιο λόγο αυτό το απάνθρωπο γεγονός, που είναι αδύνατο να συμβεί σ' ένα οποιοδήποτε χωριό της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας, μπορεί να συμβαίνει εδώ πέρα, που ο πολιτισμός, η ελευθερία κι η ισότητα έχουν αναχθεί στον υπέρτατο βαθμό και συγκεντρώνονται σαν περιηγητές οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι των πιο πολιτισμένων χωρών; Γιατί αυτοί οι εξελιγμένοι, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που δείχνονται τόσο ανεξάρτητοι για το κάθε κοινό, τίμιο και φιλανθρωπικό έργο, δεν έχουν κείνο το ανθρώπινο συναίσθημα που πηγάζει από την καρδιά για μια προσωπική αγαθή πράξη; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που νοιάζονται με τόσο ένθερμο ζήλο στα Κοινοβούλιά τους και στις συγκεντρώσεις τους για την κατάσταση των άγαμων Κινέζων στις Ινδίες, για η διάδοση του χριστιανισμού και της μόρφωσης στην Αφρική, για τη συγκρότηση κάποιου συνασπισμού που να φτιάξει ριζικά την ανθρωπότητα ολόκληρη, δε βρίσκουν μέσα στην ψυχή τους το απλό, το πρωτόγονο συναίσθημα του ανθρώπου για τον όμοιό του; |||||||||||||||||||of France|||of Italy|||||||||||||||arise||||||||||||||civilized|||||advanced||good-natured|||are shown||independent|||||||||||||||||||||||||||||||||enthusiasm|||Parliaments||||||||||of the unmarried|of the Chinese||India|||spread||||||||||organization||of the coalition||||radically|||||||||||||||||||| For what reason can this inhuman event, which is impossible to happen in any village in Germany, France, or Italy, occur here, where culture, freedom, and equality have been raised to the highest degree and the most cultured people from the most civilized countries gather like tourists? Why do these evolved, well-meaning people, who appear so independent in every public, honest, and philanthropic work, lack that human emotion that springs from the heart for a personal good deed? Why do these people, who care with such fervent zeal in their Parliaments and meetings about the condition of unmarried Chinese in India, about the spread of Christianity and education in Africa, about the formation of some coalition to radically change all of humanity, not find within their souls the simple, primitive emotion of man for his fellow man?

Να μην υπάρχει τάχα το συναίσθημα αυτό και να πήρε τη θέση του η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία κι ο κορεσμός που τους καθοδηγούν στα Κοινοβούλιά τους, στις συγκεντρώσεις τους και στις συναναστροφές τους; Η διάδοση τάχα αυτού του λογικού, του εγωιστικού συνδέσμου ανθρώπων που τον αποκαλούν πολιτισμό, καταστρέφει τάχα την ανάγκη του ενστικτώδικου συνδέσμου που πηγάζει από την αγάπη κι είναι τάχα ενάντιός τους; Κι αυτή είναι τάχα κείνη η ισότητα, που γι' αυτήν έχει χυθεί τόσο αθώο αίμα κι έχουν γίνει τόσα και τόσα εγκλήματα; Μπορούν τάχα κι οι λαοί, σαν τα παιδάκια, να 'ναι ευτυχισμένοι ακούγοντας μονάχα τη λέξη ισότης; |||||||||||||||||||satisfaction|||guide|||||||||social interactions|||||||||selfish||||||||||need||instinct||||||||||against|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||equality Is it not the case that this emotion is absent and has been replaced by vanity, ambition, and the saturation that guide them in their Parliaments, their gatherings, and their associations? Does the spread of this rational, selfish bond among people, which they call culture, destroy the need for the instinctive bond that springs from love and is somehow opposed to it? And is this equality the one for which so much innocent blood has been shed and so many crimes committed? Can people, like little children, be happy just hearing the word equality?

Ισότης μπροστά στο νόμο; Μα μήπως ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων κυλάει μέσα στην σφαίρα του νόμου; Το ένα της χιλιοστημόριο μονάχα υπόκειται στο νόμο κι η υπόλοιπη κυλάει έξω απ' αυτόν μέσα στη σφαίρα από τα ήθη και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. ||||||||||||||||||||milepost|||||||||||||||||||||| Equality before the law? But does the whole life of people flow within the sphere of the law? Only a tiny part of it is subject to the law, while the rest flows outside of it within the sphere of customs and the perceptions of society. Και μέσα στην κοινωνία ένας λακές είναι ντυμένος καλύτερα από έναν τραγουδιστή και τον βρίζει ατιμώρητα. And in society, a lackey is dressed better than a singer and insults him without consequence. Ο θυρωρός θεωρεί εμένα ανώτερό του και τον τραγουδιστή κατώτερο απ' αυτόν. ||||superior||||||| The doorman considers himself superior to me and the singer inferior to him. Κι όταν έκανα παρέα μου τον τραγουδιστή, θεώρησε τον εαυτό του ίσον με μας κι έγινε θρασύς. |||||||||||equal||||| And when I hung out with the singer, he considered himself equal to us and became brazen. Εγώ δείχθηκα απότομος στο θυρωρό και κείνος θεώρησε το εαυτό του κατώτερό μου. |was||||||||||| I was abrupt with the doorman, and he considered himself beneath me. Το γκαρσόνι δείχθηκε θρασύς στον τραγουδιστή κι ο τραγουδιστής θεώρησε το εαυτό του κατώτερό του. |||||||||||||inferior| The waiter was brazen with the singer, and the singer considered himself beneath him.

Κι είναι τάχα αυτό το κράτος, κείνο που ο κόσμος τ' αποκαλεί θετικά - ελεύθερο κράτος, όταν τα όργανά του πιάνουν και φυλακίζουν έναν πολίτη με μοναδικό λόγο πώς δίχως να ενοχλεί κανένα κάνει εκείνο που μπορεί, για να μην πεθάνει από την πείνα; Δυστυχισμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα ο άνθρωπος με τις ανάγκες του για θετικές αποφάσεις, καθώς είναι ριγμένος μέσα σ' αυτόν τον απέραντο και αδιάκοπα κινούμενο ωκεανό από καλό και κακό, από γεγονότα, από υπολογισμούς και αντιθέσεις! |||||||||||||||||its organs||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||thrown||||||||||||||||||| And is this state, that the world calls positively - a free state, when its organs catch and imprison a citizen for the sole reason that, without disturbing anyone, he does what he can to avoid starving to death? A miserable, pitiable creature is man with his needs for positive decisions, as he is thrown into this vast and constantly moving ocean of good and evil, of events, of calculations and contradictions!

Αιώνες ολόκληρους παλεύουν οι άνθρωποι και μοχθούν για να συγκεντρώσουν σε μια μεριά κάθε τι καλό, και σ' άλλη κάθε τι μη καλό. ||||||to toil|||||||||||||||| For whole centuries, people have struggled and toiled to gather in one place everything good, and in another place everything not good. Οι αιώνες περνάνε κι οπουδήποτε κι ο,τιδήποτε κι αν ρίξει το αντικειμενικό και χωρίς πάθος μυαλό πάνω στη ζυγαριά του καλού και του κακού, η ζυγαριά δεν ταλαντεύεται και στην κάθε της μεριά το βάρος του καλού και του κακού είναι το ίδιο. |||||||anything|||||objective||||||||||||||||||||||||||||||| Centuries pass, and wherever and whatever the objective and passionless mind weighs on the scale of good and evil, the scale does not waver, and on each side, the weight of good and evil is the same. Να μπορούσε μονάχα ο άνθρωπος να μάθει να μην κατακρίνει και να μην σκέφτεται απότομα και θετικά και να μην δίνει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δόθηκαν μονάχα για να μείνουν αιώνια αναπάντητα! |||||||||judges|||||||||||||||||||||||| If only man could learn not to judge, not to think abruptly and positively, and not to provide answers to various questions that were given solely to remain forever unanswered! Να μπορούσε μονάχα να καταλάβει πως η κάθε του σκέψη είναι και ψεύτικη και ταυτόχρονα σωστή! If only he could understand that every thought of his is both false and at the same time correct! Ψεύτικη για το μονόπλευρό της, για την αδυναμία του ανθρώπου να αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια και σωστή όσο για την έκφραση μιας όψης των ανθρωπίνων τάσεων. |||||||||||||||||||||||||tendencies False for its one-sidedness, for the human's inability to embrace the whole truth and correct as an expression of one aspect of human tendencies.

Φτιάξανε υποδιαιρέσεις μέσα σ' αυτό το αιώνια κινούμενο, το απέραντο, το απέραντα μπερδεμένο χάος του καλού και του κακού, χάραξαν φανταστικές γραμμές πάνω σ' αυτήν τη θάλασσα και περιμένουν πως η θάλασσα θα χωριστεί κιόλας. |subdivisions|||||||||||mixed|||||||||||||||||||||| They created subdivisions within this eternally moving, vast, infinitely tangled chaos of good and evil, drawing imaginary lines on this sea and waiting for the sea to be separated already. Σάμπως να μην υπάρχουν εκατομμύρια άλλες υποδιαιρέσεις από εντελώς άλλη άποψη και σ' άλλο επίπεδο. Is it not true that there are millions of other subdivisions from a completely different perspective and on another level? Ειν' αλήθεια πως η επεξεργασία των υποδιαιρέσεων αυτών διεξάγεται επί αιώνες ολόκληρους, μα και αιώνες πέρασαν και θα περάσουν εκατομμύρια. ||||||subdivisions||||||||||||| It is true that the processing of these subdivisions has been going on for whole centuries, but centuries have passed and millions will pass.

Ο πολιτισμός είναι καλό, η βαρβαρότητα κακό, η ελευθερία είναι καλό, η σκλαβιά κακό. |||||barbarism|||||||| Culture is good, barbarism is bad, freedom is good, slavery is bad. Να, αυτή ακριβώς η γνώση που φανταζόμαστε πως κατέχουνε είναι που καταστρέφει τις ενστικτώδικες, τις αγνότερες, τις πρωτόγονες ανάγκες του καλού μέσα στην ανθρώπινη φύση. ||||||||they possess|||||instinctive||purest||primitive||||||| Behold, this very knowledge that we imagine they possess is what destroys the instinctive, the purest, the primal needs of good within human nature.

Και ποιος θα μου προσδιορίσει ξεκάθαρα τι είναι η ελευθερία, τι είναι ο δεσποτισμός, τι είναι ο πολιτισμός, τι είναι η βαρβαρότητα; Και πού είναι τα όρια του ενός και του άλλου; Ποιος ειν' εκείνος που κατέχει μέσα στην ψυχή του τόσο ακλόνητα το μέτρο του καλού και του κακού, ώστε να μπορέσει να μετρήσει μ' αυτό τα τρέχοντα μπερδεμένα γεγονότα; Ποιος έχει τόσο μεγάλο μυαλό, ώστε τουλάχιστον μέσα στο ακίνητο παρελθόν ν' αγκαλιάσει όλα τα γεγονότα και να τα ζυγίσει; Και ποιος είδε μια κατάσταση που να μην περιέχει το καλό και το κακό ταυτόχρονα; Και πώς μπορώ να ξέρω εγώ πως βλέπω παραπάνω τον ένα απ' το άλλο, όχι γιατί δε στέκομαι στη θέση που πρέπει; Και ποιος μπορεί τόσο απόλυτα ν' αποσπαστεί νοερά, έστω και για μια φευγαλέα στιγμή από τη ζωή, ώστε να την ατενίσει από ψηλά πλέον ανεξάρτητα; |||||||||||||despotism|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||current||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||detached||||||||||||||will determine|||| And who will clearly define for me what freedom is, what despotism is, what civilization is, what barbarism is? And where are the boundaries of one and the other? Who is the one who possesses so steadfastly within their soul the measure of good and evil, that they can weigh the current tangled events against it? Who has such a great mind, that at least within the immobile past can embrace all events and weigh them? And who has seen a situation that does not simultaneously contain good and evil? And how can I know that I see one more than the other, not because I am not standing in the position that I should be? And who can so completely detach mentally, even for a fleeting moment from life, so as to gaze at it from above, independently?

Ένα, μονάχα ένα, έχουμε αλάθητο κυβερνήτη το παγκόσμιο πνεύμα, που μας διαπερνάει όλους μαζί και τον καθένα σα χωριστή μονάδα και εμπνέει στον καθένα την τάση για κείνο που πρέπει, κείνο το ίδιο πνεύμα που προστάζει το δέντρο να μεγαλώνει προς τον ήλιο, που προστάζει τα λουλούδια να πετάνε τους σπόρους τους το φθινόπωρο και μας να σφιγγόμαστε ασυναίσθητα ο ένας πάνω στον άλλο. ||||infallible||||||||||||||separate|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||we tighten|||||| There is only one, an infallible ruler, the world spirit, which permeates us all together and each individual as a separate unit and inspires in each the tendency towards what ought to be; that very spirit which commands the tree to grow towards the sun, which commands the flowers to shed their seeds in autumn, and us to cling unconsciously to one another. Κι αυτή η μόνη αλάθητη κι ευλογημένη φωνή, καταπνίγει όλη τη θορυβώδικη και βιαστική εξέλιξη του πολιτισμού. ||||||||suppresses|||||||| And this one infallible and blessed voice stifles all the noisy and hasty development of civilization.

Ποιος είναι πιότερο άνθρωπος και ποιος πιότερο βάρβαρος; Κείνος τάχα ο λόρδος, που άμα είδε τα τριμμένα ρούχα του τραγουδιστή έφυγε μανιασμένος από το τραπέζι, που δεν του έδωσε για τον κόπο του μήτε ένα εκατοστημόριο της περιουσίας του και τώρα χορτάτος, κάθεται σ' ένα ολόφωτο και πολυτελέστατο δωμάτιο και συζητεί ατάραχα για την υπόθεση της Κίνας, βρίσκοντας πολύ δίκαιους τους σκοτωμούς που γίνονται εκεί πέρα, ο μικρόσωμος τραγουδιστής, που με κίνδυνο να φυλακιστεί μ' ένα φράγκο στη τσέπη του, κάπου είκοσι χρόνια τώρα, δίχως να βλάψει κανένα, γυρίζει βουνά και κάμπους, διασκεδάζοντας τον κόσμο με το τραγούδι του και τον περιφρόνησαν, μόνο που δεν τον έβγαλαν έξω με τις κλωτσιές, και κουρασμένος, πεινασμένος, καταντροπιασμένος, πήγε να ξαπλώσει για ύπνο κάπου πάνω σε τίποτα σαπισμένα άχυρα; |||||||barbarian||||||||||||||||||||||||||||centimeter||||||||||all-light|||room||discusses|||||||||just||killings|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||rotten| Who is more of a human and who is more of a barbarian? That lord who, when he saw the tattered clothes of the singer, left the table in a rage, who did not give him even a fraction of his wealth for his efforts, and now, full, sits in a brightly lit and luxurious room and discusses calmly about the case of China, finding the killings occurring there very just, or the small-statured singer, who, at the risk of being imprisoned with a franc in his pocket, has been wandering the mountains and plains for about twenty years now, without harming anyone, entertaining the world with his song and was scorned, only that they didn't kick him out, and exhausted, hungry, humiliated, went to lay down to sleep somewhere on some rotten straw? Κείνη τη στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας άκουσα μακριά, μακριά από την πολιτεία, την κιθάρα του μικρόσωμου Τυρολέζου και το τραγούδι του. |||||||||||||||||||Tyrolean|||| At that moment, in the absolute silence of the night, I heard far away, far away from the city, the guitar of the small-statured Tyrolean and his song.

Όχι, είπα μέσα μου άθελά μου, δεν έχεις το δικαίωμα να λυπάσαι αυτόν και να εξοργίζεσαι για την ευδαιμονία του λόρδου. |||||||||||||||get angry||||| No, I said to myself unintentionally, you do not have the right to pity him and to be enraged by the lord's happiness. Ποιος ζύγισε την εσωτερική ευτυχία που φωλιάζει μέσα στην ψυχή του καθενός από τους ανθρώπους αυτούς; Να τώρα ο Τυρολέζος κάθεται, πάνω σ' ένα βρόμικο κατώφλι, κοιτάζει τον λαμπερό φεγγαροφώτιστο ουρανό και τραγουδάει χαρούμενα μέσα σ' αυτή τη σιγαλιά της γεμάτης αρώματα νύχτας και στην ψυχή του δεν υπάρχει μήτε παράπονο, μήτε οργή, μήτε μεταμέλεια. ||||happiness||||||||||||||||||||||||||||||||||||of fullness|||||||||||||| Who has weighed the inner happiness that dwells within the soul of each of these people? Now the Tyrolean is sitting on a dirty threshold, looking at the bright moonlit sky and singing joyfully in this tranquility of the fragrant night, and in his soul, there is neither complaint, nor anger, nor regret.

Και ποιος ξέρει τι γίνεται τώρα μέσα στην ψυχή όλων αυτών των ανθρώπων πίσω απ' αυτούς τους αρχοντικούς, ψηλούς τοίχους. |||||||||||||||||mansion|| And who knows what is happening now in the souls of all these people behind those grand, high walls. Ποιος ξέρει, έχουν τάχα μέσα τους τόση ξέγνοιαστη, απλή χαρά της ζωής και αρμονία με τον κόσμο, όση βρίσκεται μέσα στη ψυχή αυτού του ανθρωπάκου; Είναι απέραντη η αγαθότητα κι η σοφία κείνου που επέτρεψε και διέταξε να υπάρχουν όλες αυτές οι αντιθέσεις. |||||||carefreeness||||||||||||||||||||||||||||||||||| Who knows, do they perhaps have inside them so much carefree, simple joy of life and harmony with the world, as is found in the soul of this little man? The goodness and wisdom of the one who allowed and commanded all these contradictions to exist is boundless. Μονάχα σε σένα, το ασήμαντο σκουλήκι, που με το θράσος κι ολότελα παράνομα επιχειρείς να εισχωρήσεις στους νόμους του, στις προθέσεις του, μονάχα σε σένα φαίνονται σαν αντιθέσεις. |||||||||||||you attempt||to infiltrate|||||||||||| Only in you, the insignificant little worm, who arrogantly and entirely unlawfully attempts to penetrate his laws, his intentions, do they seem like contradictions. Κείνος με ηρεμία ατενίζει από τα απέραντα φωτεινά ύψη του και χαίρεται την ασύλληπτη αρμονία, που μέσα σ' αυτήν όλοι σας αντίθετα και αδιάκοπα κινείστε. ||||||||||||||||||||||||move He calmly gazes from his vast bright heights and delights in the incomprehensible harmony within which you all move in opposition and continuously. Φαντάστηκες μέσα στην περηφάνια σου ν' αποσπαστείς από τους νόμους του γενικού. Did you imagine, in your pride, to detach yourself from the laws of the general? Μα όχι. But no. Και συ με τη μικρή και αθλιούτσικη οργή σου για τα γκαρσόνια και συ, το ίδιο ανταποκρίθηκες στην αρμονική ανάγκη του αιώνιου και του απέραντου... |you|||||miserable|||||||||||||||||| And you, with your little and somewhat pathetic anger towards the waiters, you too responded in the same way to the harmonious need of the eternal and the infinite...