×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), V. Ο Ποληκούσκα

V. Ο Ποληκούσκα

Σ' αυτό το αναμεταξύ, η συνέλευση χαλούσε κόσμο έξω από το γραφείο. Οι μουζίκοι ήταν σχεδόν όλοι παρόντες, κι όταν ο επιστάτης επήγε για την εισήγησή του στην κυρία, φόρεσαν τους σκούφους τους, και πιότερες φωνές ανακατώθηκαν στη συζήτηση, που ολοένα δυνάμωνε και πιο πολύ. Ένα αγκομαχητό από βαθιές φωνές, που κάπου-κάπου διακοπτόταν με πνιχτά, βραχνά ξεφωνητά, γέμιζε τον αέρα και το αγκομαχητό αυτό έφτανε, σαν τη βουή της θαλασσοταραχής, ίσαμε τα παράθυρα της κυρίας, προξενώντας της μια νευρική ταραχή, όμοια με κείνη που νιώθει κάποιος, με το κοντοζύγωμα της μπόρας.

Η κυρία αισθανόταν κάτι σαν φόβο και σαν ενόχληση. Όλο της φαινόταν πως όπου να 'ναι οι φωνές θα γινόταν πιο έντονες και πιο πολλές και κάτι θα συνέβαινε. «Σάμπως να μην μπορούν να γίνουν ολ' αυτά ήσυχα-ήσυχα, ειρηνικά, δίχως καυγάδες, δίχως ξεφωνητά, σκεφτόταν, σύμφωνα με το χριστιανικό νόμο, που διδάσκει την αδελφική αγάπη και την πραότητα».

Πολλές φωνές μίλησαν μεμιάς, μα πιότερο απ' όλους ξεφώνιζε ο Φεντόρ Ρεζούν, ο μαραγκός. Αυτός είχε δυο γιους και τα έβαζε με τους Ντουτλόβ. Ο γέρος Ντουτλόβ προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. Προχώρησε λιγάκι ανάμεσα στο πλήθος, ενώ πρωτύτερα ήταν χωμένος κάπως παράμερα, και κινώντας πλατιά τα χέρια του, τραβώντας το γενάκι του μιλούσε με κόπο τόσο πολύ, που σίγουρα, κι ο ίδιος θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει τα λεγόμενά του. Οι γιοι κι οι ανιψιοί, όλοι παλικάρια ένα κι ένα στέκονταν κοντά του έτσι που το έκαναν να μοιάζει με την κλώσα που προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της από το γεράκι που τριγυρίζει.

Το γεράκι παράσταινε σε τούτη την περίσταση ο Ρεζούν, κι όχι μονάχα αυτός μα κι όλοι όσοι είχαν δυο ή και ένα, σχεδόν όλη η συνέλευση που χιμούσε να ριχτεί στα πουλιά της κλώσας. Το ζήτημα ήταν πως εδώ και τριάντα χρόνια πήραν στο στρατό τον αδελφό του Ντουτλόβ και για τούτο ο γέρος υποστήριζε τώρα, πως δεν έπρεπε να τον λογαριάζουν μ' αυτούς που είχαν τρεις γιους, παρά υπολογίζοντας τη στρατιωτική υπηρεσία του αδελφού του, να τον βάλουν μ' αυτούς που είχαν δυο γιους κι απ' αυτούς να τραβήξουν κλήρο, για τον τρίτο κληρωτό.

Άλλοι τέσσερεις ήταν της κατηγορίας του Ντουτλόβ, με τρεις γιους. Μα ο ένας ήταν πρόεδρος του χωριού κι αυτόν η κυρία τον απάλλαξε από τούτη την υποχρέωση. Από την άλλη οικογένεια πήγε κληρωτός την περασμένη επιστράτευση. Από τους άλλους δύο ορίστηκαν κιόλας ποιοι θα πήγαιναν κι ο ένας μάλιστα, μήτε καν ήρθε στη συνέλευση και μονάχα η γυναίκα του στεκόταν πικραμένη σε μια γωνιά, με την ακαθόριστη ελπίδα πως μπορούσε κάπως στο τέλος κάτι να γινόταν και να γλίτωνε από τούτη την κακοτυχία. Μα ο άλλος ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, με κουρελιασμένο σακάκι, παρ' όλο που δεν ήταν φτωχός, στεκόταν κολλημένος στον εξώστη και με σκυμμένο το κεφάλι σώπαινε όλη την ώρα, μονάχα κάπου-κάπου γύριζε και κοίταζε προσεχτικά κείνο που μιλούσε πιο δυνατά, ύστερα πάλι ξανάσκυβε το κεφάλι τους. Κι όλη του η στάση, όλο του το ύφος έμοιαζαν σαν να τον βρήκε κιόλας συμφορά. Ο γέρος Σιεμιόν Ντουτλόβ ήταν ένας άνθρωπος που ο καθένας που τον ήξερε λιγάκι θα μπορούσε πρόθυμα να του εμπιστευτεί και εκατοντάδες ρούβλια. Ήταν ένας άνθρωπος μετρημένος, θεοφοβούμενος, καλός νοικοκύρης, και σ' επίμετρο, χρόνια τώρα, επίτροπος στην εκκλησία. Κι' αυτό αύξαινε το κύρος του.

Απεναντίας ο Ρεζούν ο μαραγκός, ήταν ένας άντρας ψηλός, μαύρος, καβγατζής, μεθύστακας, τολμηρός κι εξαιρετικά επιδέξιος στους καυγάδες και στις συζητήσεις όπου κι αν τύχαινε: μα στη συνέλευση, μα στην αγορά, και μ' οποιονδήποτε, τόσο με τους εργάτες και τους εμπόρους, όσο και με τους μουζίκους και τ' αφεντικά. Τώρα ήταν ήρεμος, δηκτικός κι απ' όλο το ύψος της κορμοστασιάς του, μ' όλη την ένταση της ηχηρής φωνής του και το ρητορικό ταλέντο του, πίεζε τον εκκλησιαστικό επίτροπο που μασούσε τα λόγια του και πνιγόταν και καταντούσε να τα χάνει κυριολεκτικά.

Στη συζήτηση έπαιρναν μέρος ακόμα ο Γαράσκα Καπίλοβ ένας από τους οπαδούς του Ρεζούν που άνηκε στην νεότερη γενιά και διακρινόταν πάντα για την τολμηρή του φράση, που χάρη σ' αυτή είχε κιόλας αποχτήσει κύρος στις συνελεύσεις του χωριού. Καθώς κι Φεντόρ Μελνίτσνι, ένας κιτρινιάρης, λιγνός, ψηλός με κυρτωμένες πλάτες μουζίκος, μάλλον νέος, μ' ανάρια γένια και μικρά ματάκια, πάντα γκρινιάρης πάντα κατσούφης, που σ' όλα εύρισκε αδιάκοπα την κακή άποψη και συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τη συνέλευση με τις απίθανες και απότομες ερωτήσεις του και τις παράξενες παρατηρήσεις του. Κι οι δυο αυτοί ομιλητές ήταν με το μέρος του Ρεζούν.

Εκτός απ' αυτούς ανακατωνόταν κάπου-κάπου και δυο φαφλατάδες: ο Χριπκόβ, με την καλόκαρδη φάτσα του και το στρογγυλό γενάκι του, που συνήθιζε να λέει ολοένα «έτσι που λες φίλε μου αγαπητέ» κι ο κοντούλης, με το πουλίσιο μουτράκι Ζιτκόβ, που συνήθιζε να λέει «και βγαίνει, αδερφάκια μου» καθώς αποτείνονταν γενικά και μιλούσε όμορφα, μα ολότελα αταίριαχτα με την περίπτωση.

Αυτοί οι δύο πότε-πότε έπαιρνα το μέρος του Ρεζούν, όμως κανένας δεν τους έδινε σημασία. Ήταν κι άλλοι σαν κι αυτούς, μα αυτοί οι δυο τρύπωναν ολοένα ανάμεσα στο πλήθος, ξεφώνιζαν πιο πολύ απ' όλους, τρομάζοντας την κυρία, λιγότερο απ' όλους τραβούσαν την προσοχή και, μεθυσμένοι από τη φασαρία και τις φωνές, παραδίνονται ολότελα στην απόλαυση να ακονίζουν τη γλώσσα τους.

Ήταν κι άλλοι πολλοί μουζίκοι με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες: λ.χ. οι γκρινιάρηδες, οι αξιόπρεποι, οι αδιάφοροι, οι κατατρεγμένοι, καθώς και πολλές γυναίκες πίσω από τους άντρες με τα ραβδάκια τους. Όμως, για όλους αυτούς θα σας διηγηθώ, αν θέλει ο Θεός, κάποια άλλη φορά. Το δε πλήθος απαρτιζόταν γενικά από τους μουζίκους που στέκονταν στη συνέλευση όπως και στην εκκλησία και κουβέντιαζαν παραπίσω ψιθυριστά για διάφορα πράγματα που τους ενδιέφεραν, ή περίμεναν σιωπηλοί, πότε θα έπαυαν να γκαρίζουν οι φωνακλάδες.

Ήταν ακόμη και οι πλούσιοι, που η συνέλευση δεν μπορούσε μήτε να προσθέσει μήτε ν' αφαιρέσει το παραμικρό στην αρχοντιά τους. Τέτοιος ήταν ο Γιερμίλ, με το πλατύ γυαλιστερό πρόσωπο, που οι μουζίκοι τον έλεγαν «κοιλαρά», γιατί ήταν πλούσιος. Κι άλλος ένας ο Στάροστιν, που στο πρόσωπό του ήταν απλωμένη η γεμάτη αυτοευχαρίστηση έκφραση της δύναμης: «Λέτε σεις ό,τι θέτε, όμως εμένα κανένας δεν κοιτάει να μ' αγγίξει. Τέσσερεις γιους έχω, μα ούτε ένας δεν πάει στο στρατό». Κάπου-κάπου τους ενοχλούσαν κι αυτούς οι τολμηροί σαν τον Ρεζούν και τον Καπίλοβ κι αυτοί τους αποκρίνονταν ήρεμα και κοφτά μ' όλη τη συναίσθηση της ατομικής τους αξίας. Αν ο Ντουτλόβ θύμιζε την κλώσα που είναι γεμάτη αγωνία άμα ξεφανεί κάποιο γεράκι, τα παλικάρια του, δε θύμιζαν καθόλου τα κλωσόπουλα της περίπτωσης αυτής: μήτε ταράζονταν μήτε ξεφώνιζαν, παρά στέκονταν ήσυχα-ήσυχα πίσωθέ του. Ο πρώτος, ο Ιγνάτ ήταν πια τριαντάρης. Ο δεύτερος ο Βασίλη, ήταν κι αυτός παντρεμένος, μα δεν έκανε για στρατεύσιμος. Ο τρίτος, ο ανιψιός του Ηλιούσκα, που πριν από λίγο καιρό είχε παντρευτεί, ξανθός και ροδοκόκκινος, στεκόταν καλοντυμένος και κοίταζε τον κόσμο, έξυνε κάπου-κάπου το σβέρκο του κάτω απ' το καπέλο του με μια αδιαφορία, σάμπως και να μην επρόκειτο γι' αυτόν, μολονότι αυτόν ακριβώς μάτιαζαν ν' αποσπάσουν από την κλώσα τα γεράκια.

- Επειδή, δηλαδή, ο παππούλης μου πήγε στρατιώτης στον καιρό του, πρέπει τώρα κι εγώ να γυρέψω απαλλαγή, έλεγε ο Ρεζούν. Όχι, αδερφάκι, τέτοιος νόμος δεν έγινε ακόμα. Την περασμένη φορά πήρανε το Μιχέιτς, που ο μπάρμπας του, ωστόσο, ακόμα δε γύρισε σπίτι.

- Εσένα μήτε ο μπαμπάς σου, μήτε κανένας από τους μπαρμπάδες σου υπηρετήσανε τον τσάρο, έλεγε ταυτόχρονα ο Ντουτλόβ, μα και συ, μήτε στ' αφεντικά υπηρέτησες, μήτε πουθενά, μονάχα μεθοκοπάς και τα παιδιά σου πήραν το καθένα το μερτικό του και χώρισαν από σένα. Κανένας δε μπορεί να κάνει μαζί σου. Μονάχα να μιλάς ξέρεις και να ορμηνεύεις άλλους, και να έχεις γνώμη για όλα. Μα εγώ δέκα χρόνια έκανα στο στρατό, επίτροπος στην εκκλησία είμαι, δυο φορές κάηκα, χωρίς να δω την παραμικρή βοήθεια από κανένα. Και τώρα πάτε να με καταστρέψετε, γιατί βλέπετε το σπιτικό μου να 'ναι ειρηνικό και τιμημένο; Να μου φέρετε πίσω τον αδελφό μου. Μπορεί κιόλας, ποιος ξέρει να έχει πεθάνει πια. Να κρίνετε σύμφωνα με την αλήθεια, σύμφωνα με το δίκιο του Θεού, χριστιανοί μου, κι όχι ν' ακούτε τα ψέματα των μεθυσμένων.

Ταυτόχρονα ο Γαράσκα έλεγε στον Ντουτλόβ:

- Όλο για τον αδερφό σου μας κοπανάς, όμως αυτόν δεν τον έκλεξε η συνέλευση, μα για την κακοριζικιά του τον στείλανε στο στρατό τ' αφεντικά. Κι έτσι, πάψε να μας τον λες.

Ο Γαράσκα δεν είχε ακόμα αποτελειώσει, και προβάλλοντας μπροστά ο ψηλός και κιτρινιάρης Φεντόρ Μελνίτσνι, άρχισε κατσουφιασμένος να λέει:

- Πάντα κάπως έτσι γίνεται. Τ' αφεντικά στέλνουν στο στρατό όποιον τους καπνίσει κι ύστερα βρίσκει η συνέλευση το μπελά της. Τώρα που η συνέλευση όρισε να πάει ο γιος σου και συ δε θες, παρακάλεσε την κυρά και κείνη μπορεί να προστάξει να πάω εγώ στη θέση, που δεν έχω μήτε παιδί, μήτε σκυλί. Κι ύστερα, έχουμε το νόμο, σου λέει ο άλλος, πρόσθεσε με κακία, και με περιφρονητική κίνηση του χεριού, ξαναπήρε την πρώτη του θέση.

Ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, που θα έπαιρναν το γιο του, σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε:

- Σωστά, σωστά! Κι από τη φούρκα του κάθισε στο σκαλοπάτι.

Όμως αυτές δεν ήταν όλες οι φωνές που μιλούσαν ταυτόχρονα. Εξόν από κείνους που στέκονταν παραπίσω και κουβέντιαζαν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, κι οι φωνακλάδες δεν ξεχνούσαν το καθήκον τους.

- Ναι, ναι, χριστιανοί της συνέλευσης έλεγε ο κοντούλης Ζιτκόβ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ντουτλόβ, η απόφαση πρέπει να παρθεί χριστιανικά. Που θα πει, αδερφάκια μου, πρέπει χριστιανικά να κρίνετε.

- Σύμφωνα με τη συνείδηση πρέπει να κρίνει η συνέλευση, φιλαράκο μου, έλεγε ο καλόκαρδος Χριπκόβ, υποστηρίζοντας τα λεγόμενα του Καπίλοβ και τραβώντας το Ντουτλόβ από το μανίκι, κείνη τη φορά ήταν το έτσι θέλω των αφεντικών κι όχι απόφαση της συνέλευσης.

- Σωστά! Σωστά! - έλεγαν πολλοί.

- Ποιος ειν' ο μεθύστακας που τσαμπουνάει ψευτιές; - αντίλεγε ο Ρεζούν. Μπας και με κέρασε πιοτό εσύ, ή ο γιος σου, που τον μαζεύουν ψόφιο απ' τους δρόμους και τώρα με λες μεθύστακα; Να μη χάνουμε την ώρα μας, αδέρφια. Πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Αν θέλετε ν' απαλλάξετε το Ντουτλόβ, τότε ορίστε να πάει κάποιος από τους μοναχογιούς, κι ο γέρος θα τρίβει τα χεράκια του και θα κοροϊδεύει.

- Θα πάει ο Ντουτλόβ! Πάει τελείωσε!

- Σωστά! Κείνοι που έχουν τρεις γιους να τραβήξουν κλήρο, ακούστηκαν διάφορες φωνές.

- Να δούμε ακόμα τι θα πει η κυρά. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έλεγε πως μπορεί να δώσουν έναν από τους δουλοπάροικους, είπε κάποιος.

Η παρατήρηση αυτή σταμάτησε για λίγο τις λογομαχίες, μα σε λίγο ξανάρχισαν με πιότερη ορμή και κατάληξαν και πάλι στα προσωπικά.

Ο Ιγνάτ, που γι' αυτόν ο Ρεζούν είχε πει πως τον συμμάζευαν στουπί στο μεθύσι απ' τους δρόμους, άρχισε να κατηγορεί τον αντίπαλό του πως τάχα είχε κλέψει ένα πριόνι από περαστικούς μαραγκούς και πως ξυλοκοπούσε άγρια τη γυναίκα του, όντας μεθυσμένος, κάποτε μάλιστα κόντεψε να τη σκοτώσει.

Ο Ρεζούν αποκρίθηκε πως τη γυναίκα του τη δέρνει και νηστικός και μεθυσμένος και πάλι λίγο της είναι, και με τα λόγια του αυτά προκάλεσε τα γέλια ολονών. Μα όσο για το πριόνι, φουρκίστηκε απότομα, κοντοζύγωσε τον Ιγνάτ και του φώναξε:

- Ποιος το έκλεψε;

- Συ το έκλεψες, αποκρίθηκε θαρρετά ο γεροδεμένος Ιγνάτ σιμώνοντας τον πιότερο.

- Πώς είπες; Δεν ήσουνα συ; - ξελαρυγγιζόταν ο Ρεζούν.

- Α, μπα. Συ και πάλι συ! Επέμενε ο άλλος.

Μετά το πριόνι ακολούθησε φιλονικία για κάποιο κλεμμένο άλογο, για κάποια σακιά βρώμη, για κάποια λουρίδα λαχανόκηπου, για κάποιο νεκρό κορμί. Κι ήταν τόσο τρομερές οι κατηγορίες που ξεστόμιζαν οι δυο μουζίκοι, ο ένας στον άλλο, που και το ένα εκατοστό απ' όλες αν αλήθευε, θα έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο και τους δυο να τους είχαν καταδικάσει, το λιγότερο σε ισόβιο εκτοπισμό στη Σιβηρία.

Ο γερό-Ντουτλόβ, στο αναμεταξύ, βρήκε κάποιον άλλο τρόπο για να υποστηρίξει την άποψή του. Δεν του άρεσαν ο φωνές του γιου του. Προσπαθώντας να τον αναγκάσει να σωπάσει του έλεγε κάθε τόσο: «Πάψε, ειν' αμαρτία! Πάψε σου λέω!» και προσπαθούσε ν' αποδείξει πως δεν λογαριάζονται τρεις γιοι μονάχα κείνοι που μένουν μαζί με την πατρική οικογένεια, μα και κείνοι που έχουν χωρίσει το μερτικό τους. Και υπόδειξε σαν τέτοιον τον Στάροστιν.

Ο Στάροστιν χαμογέλασε ελαφρά, ξερόβηξε και χαϊδεύοντας τα γένια του, με το ύφος του πλούσιου μουζίκου, αποκρίθηκε πως όσο για το ζήτημα αυτό, είναι σεβαστή η θέληση της κυράς. Που για να δοθεί η διαταγή να μη μπει ο γιος του στον κατάλογο των κληρωτών, πάει να πει πως ήταν άξιος για τη χάρη αυτή.

Κι όσο για τις χωρισμένες οικογένειες, ο Γεράσιμ αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Ντουτλόβ με την παρατήρηση πως θα έπρεπε να μην επιτρέπεται η μοιρασιά, όπως δεν επιτρεπόταν την εποχή που ζούσε ο μακαρίτης ο αφέντης, αλλιώς θα καταντήσουν να παίρνουν στο στρατό και τα μοναχοπαίδια.

- Μα τάχατες μοιραστήκανε, έτσι δα για γούστο; Έπρεπε και το έκαναν. Για ποιο λόγο τώρα να πάμε να τους καταστρέψουμε; - ακούστηκαν διάφορες φωνές των ενδιαφερομένων και τότε οι καβγατζήδες γίνηκαν υποστηριχτές του.

- Και του λόγου σου εξαγόρασε τον κληρωτό, αν δε γουστάρεις να το δεις ντυμένο. Το πουγκί σου είναι γερό! Είπε ο Ρεζούν στο Ντουτλόβ.

Ο Ντουτλόβ διπλώθηκε με μια κίνηση απελπισίας στο καφτάνι του και είπε με κακία.

- Μέτρησες, πρέπει, τα λεφτά μου συ, για να το λες. Ας προσμείνουμε να δούμε τι θα πει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από μέρους της κυράς.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

V. Ο Ποληκούσκα V. Polikuska V. Polikuska

Σ' αυτό το αναμεταξύ, η συνέλευση χαλούσε κόσμο έξω από το γραφείο. In the meantime, the assembly was disturbing people outside the office. Οι μουζίκοι ήταν σχεδόν όλοι παρόντες, κι όταν ο επιστάτης επήγε για την εισήγησή του στην κυρία, φόρεσαν τους σκούφους τους, και πιότερες φωνές ανακατώθηκαν στη συζήτηση, που ολοένα δυνάμωνε και πιο πολύ. ||||||||||went|||||||||||||||||||||| The muzhiks were almost all present, and when the foreman went to present to the lady, they put on their caps, and more voices mixed in the discussion, which kept growing louder. Ένα αγκομαχητό από βαθιές φωνές, που κάπου-κάπου διακοπτόταν με πνιχτά, βραχνά ξεφωνητά, γέμιζε τον αέρα και το αγκομαχητό αυτό έφτανε, σαν τη βουή της θαλασσοταραχής, ίσαμε τα παράθυρα της κυρίας, προξενώντας της μια νευρική ταραχή, όμοια με κείνη που νιώθει κάποιος, με το κοντοζύγωμα της μπόρας. |||||||||||||||||||||||||stormy sea||||||procuring|||||||||||||close proximity||storm A heavy panting from deep voices, occasionally interrupted by muffled, husky shouts, filled the air, and this panting reached, like the roar of a stormy sea, up to the lady's windows, causing her a nervous agitation, similar to what one feels with the approaching storm.

Η κυρία αισθανόταν κάτι σαν φόβο και σαν ενόχληση. The lady felt something like fear and annoyance. Όλο της φαινόταν πως όπου να 'ναι οι φωνές θα γινόταν πιο έντονες και πιο πολλές και κάτι θα συνέβαινε. It seemed to her that the voices would become louder and more numerous at any moment, and something would happen. «Σάμπως να μην μπορούν να γίνουν ολ' αυτά ήσυχα-ήσυχα, ειρηνικά, δίχως καυγάδες, δίχως ξεφωνητά, σκεφτόταν, σύμφωνα με το χριστιανικό νόμο, που διδάσκει την αδελφική αγάπη και την πραότητα». ||||||||||||||||||||||||brotherly|||| "Could all this not happen quietly, peacefully, without fights, without shouting," she thought, according to the Christian law that teaches brotherly love and gentleness."

Πολλές φωνές μίλησαν μεμιάς, μα πιότερο απ' όλους ξεφώνιζε ο Φεντόρ Ρεζούν, ο μαραγκός. ||||||||||Fedor|Rezun|| Many voices spoke at once, but more than anyone else, Fedor Rezhun, the carpenter, shouted. Αυτός είχε δυο γιους και τα έβαζε με τους Ντουτλόβ. He had two sons and was at odds with the Dутлοv family. Ο γέρος Ντουτλόβ προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. Old Dutlov was trying to justify himself. Προχώρησε λιγάκι ανάμεσα στο πλήθος, ενώ πρωτύτερα ήταν χωμένος κάπως παράμερα, και κινώντας πλατιά τα χέρια του, τραβώντας το γενάκι του μιλούσε με κόπο τόσο πολύ, που σίγουρα, κι ο ίδιος θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει τα λεγόμενά του. He moved a little among the crowd, while earlier he was somewhat tucked away, and moving his arms widely, tugging at his beard, he spoke with such difficulty that certainly he himself would struggle to understand his words. Οι γιοι κι οι ανιψιοί, όλοι παλικάρια ένα κι ένα στέκονταν κοντά του έτσι που το έκαναν να μοιάζει με την κλώσα που προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της από το γεράκι που τριγυρίζει. ||||nephews|||||||||||||||||hen|||||||||||| The sons and nephews, all fine young men, stood close to him in a way that made him resemble a hen trying to protect her chicks from the hawk circling above.

Το γεράκι παράσταινε σε τούτη την περίσταση ο Ρεζούν, κι όχι μονάχα αυτός μα κι όλοι όσοι είχαν δυο ή και ένα, σχεδόν όλη η συνέλευση που χιμούσε να ριχτεί στα πουλιά της κλώσας. |||||||||||||||||||||||||||||||||hen In this case, the hawk was represented by Rezoun, and not only him but also all those who had two or even one, almost the entire assembly that rushed to pounce on the hen's chicks. Το ζήτημα ήταν πως εδώ και τριάντα χρόνια πήραν στο στρατό τον αδελφό του Ντουτλόβ και για τούτο ο γέρος υποστήριζε τώρα, πως δεν έπρεπε να τον λογαριάζουν μ' αυτούς που είχαν τρεις γιους, παρά υπολογίζοντας τη στρατιωτική υπηρεσία του αδελφού του, να τον βάλουν μ' αυτούς που είχαν δυο γιους κι απ' αυτούς να τραβήξουν κλήρο, για τον τρίτο κληρωτό. The issue was that for thirty years they had taken Dutlov's brother into the army, and for this reason the old man now insisted that he should not be counted among those who had three sons, but rather, taking into account his brother's military service, he should be placed among those who had two sons, and a lottery should be drawn from them for the third conscript.

Άλλοι τέσσερεις ήταν της κατηγορίας του Ντουτλόβ, με τρεις γιους. Another four were in Dutlov's category, with three sons. Μα ο ένας ήταν πρόεδρος του χωριού κι αυτόν η κυρία τον απάλλαξε από τούτη την υποχρέωση. But one was the village headman and the lady exempted him from this obligation. Από την άλλη οικογένεια πήγε κληρωτός την περασμένη επιστράτευση. |||||by lot||| From the other family, a conscript went during the last mobilization. Από τους άλλους δύο ορίστηκαν κιόλας ποιοι θα πήγαιναν κι ο ένας μάλιστα, μήτε καν ήρθε στη συνέλευση και μονάχα η γυναίκα του στεκόταν πικραμένη σε μια γωνιά, με την ακαθόριστη ελπίδα πως μπορούσε κάπως στο τέλος κάτι να γινόταν και να γλίτωνε από τούτη την κακοτυχία. ||||were decided|||||||||||||||||||||||corner||||||||||||||||||| From the other two, it was already decided who would go, and one of them didn't even come to the assembly, with only his wife standing sadly in a corner, with the vague hope that somehow in the end something might happen and they could escape this misfortune. Μα ο άλλος ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, με κουρελιασμένο σακάκι, παρ' όλο που δεν ήταν φτωχός, στεκόταν κολλημένος στον εξώστη και με σκυμμένο το κεφάλι σώπαινε όλη την ώρα, μονάχα κάπου-κάπου γύριζε και κοίταζε προσεχτικά κείνο που μιλούσε πιο δυνατά, ύστερα πάλι ξανάσκυβε το κεφάλι τους. |||||Roman|||||||||||||||||||||||||||||||||||||bent||| But the other one, the red-haired Roman, with his tattered jacket, although he wasn't poor, stood glued to the balcony, keeping his head down and remaining silent the whole time, only occasionally turning to look carefully at whoever was speaking louder, then again bowing his head. Κι όλη του η στάση, όλο του το ύφος έμοιαζαν σαν να τον βρήκε κιόλας συμφορά. And his whole demeanor, all his manner seemed as if misfortune had already found him. Ο γέρος Σιεμιόν Ντουτλόβ ήταν ένας άνθρωπος που ο καθένας που τον ήξερε λιγάκι θα μπορούσε πρόθυμα να του εμπιστευτεί και εκατοντάδες ρούβλια. Old Siemion Dutlov was a man whom anyone who knew him a little would willingly trust with hundreds of rubles. Ήταν ένας άνθρωπος μετρημένος, θεοφοβούμενος, καλός νοικοκύρης, και σ' επίμετρο, χρόνια τώρα, επίτροπος στην εκκλησία. |||measured||||||||||| He was a measured man, God-fearing, a good householder, and for years now, a church warden. Κι' αυτό αύξαινε το κύρος του. And this increased his prestige.

Απεναντίας ο Ρεζούν ο μαραγκός, ήταν ένας άντρας ψηλός, μαύρος, καβγατζής, μεθύστακας, τολμηρός κι εξαιρετικά επιδέξιος στους καυγάδες και στις συζητήσεις όπου κι αν τύχαινε: μα στη συνέλευση, μα στην αγορά, και μ' οποιονδήποτε, τόσο με τους εργάτες και τους εμπόρους, όσο και με τους μουζίκους και τ' αφεντικά. |||||||||||drunkard||||||||||||||||||||||||||workers||||||||||| On the contrary, Rezooun the carpenter was a tall, dark man, a brawler, a drunkard, daring and exceptionally skillful in fights and discussions wherever he happened to be: whether at the assembly, in the market, and with anyone, both with the workers and the merchants, as well as the peasants and the bosses. Τώρα ήταν ήρεμος, δηκτικός κι απ' όλο το ύψος της κορμοστασιάς του, μ' όλη την ένταση της ηχηρής φωνής του και το ρητορικό ταλέντο του, πίεζε τον εκκλησιαστικό επίτροπο που μασούσε τα λόγια του και πνιγόταν και καταντούσε να τα χάνει κυριολεκτικά. |||sarcastic|||||||of his stature|||||||loud|||||||||||the churchwarden||||||||||||loses| Now he was calm, sarcastic, and from the very height of his stature, with all the intensity of his loud voice and his rhetorical talent, he was pressuring the churchwarden who was mumbling his words and choking, literally losing them.

Στη συζήτηση έπαιρναν μέρος ακόμα ο Γαράσκα Καπίλοβ ένας από τους οπαδούς του Ρεζούν που άνηκε στην νεότερη γενιά και διακρινόταν πάντα για την τολμηρή του φράση, που χάρη σ' αυτή είχε κιόλας αποχτήσει κύρος στις συνελεύσεις του χωριού. ||||||Garaska|Kapilov||||||||belonged|the|younger|||||||||||||||||||assemblies|| In the discussion, there was also Garaska Kapilov, one of Rezoun's supporters who belonged to the younger generation and was always distinguished for his bold phrase, thanks to which he had already gained respect in the village assemblies. Καθώς κι Φεντόρ Μελνίτσνι, ένας κιτρινιάρης, λιγνός, ψηλός με κυρτωμένες πλάτες μουζίκος, μάλλον νέος, μ' ανάρια γένια και μικρά ματάκια, πάντα γκρινιάρης πάντα κατσούφης, που σ' όλα εύρισκε αδιάκοπα την κακή άποψη και συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τη συνέλευση με τις απίθανες και απότομες ερωτήσεις του και τις παράξενες παρατηρήσεις του. |||Melnitsky|||thin||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| As well as Fedor Melnitsni, a yellowish, lean, tall peasant with hunched shoulders, rather young, with scruffy beard and small eyes, always grumpy and sulky, who constantly found the bad side of everything and often put the assembly in a difficult position with his incredible and abrupt questions and strange remarks. Κι οι δυο αυτοί ομιλητές ήταν με το μέρος του Ρεζούν. Both of these speakers were on Rezoun's side.

Εκτός απ' αυτούς ανακατωνόταν κάπου-κάπου και δυο φαφλατάδες: ο Χριπκόβ, με την καλόκαρδη φάτσα του και το στρογγυλό γενάκι του, που συνήθιζε να λέει ολοένα «έτσι που λες φίλε μου αγαπητέ» κι ο κοντούλης, με το πουλίσιο μουτράκι Ζιτκόβ, που συνήθιζε να λέει «και βγαίνει, αδερφάκια μου» καθώς αποτείνονταν γενικά και μιλούσε όμορφα, μα ολότελα αταίριαχτα με την περίπτωση. |||mixed in|||||foolish talkers|||||||||||||||||||||||||||||||Zitkov|||||||brothers|||was saying|||||||incompatibly|||

Αυτοί οι δύο πότε-πότε έπαιρνα το μέρος του Ρεζούν, όμως κανένας δεν τους έδινε σημασία. These two occasionally took the side of Rezoun, but nobody paid them any attention. Ήταν κι άλλοι σαν κι αυτούς, μα αυτοί οι δυο τρύπωναν ολοένα ανάμεσα στο πλήθος, ξεφώνιζαν πιο πολύ απ' όλους, τρομάζοντας την κυρία, λιγότερο απ' όλους τραβούσαν την προσοχή και, μεθυσμένοι από τη φασαρία και τις φωνές, παραδίνονται ολότελα στην απόλαυση να ακονίζουν τη γλώσσα τους. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||they surrender|||||||| There were others like them, but these two constantly wormed their way into the crowd, shouting more than anyone else, frightening the lady, drawing less attention than anyone else, and, intoxicated by the noise and voices, they completely surrendered to the enjoyment of sharpening their tongues.

Ήταν κι άλλοι πολλοί μουζίκοι με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες: λ.χ. There were also many other peasants with many different characters: for example. οι γκρινιάρηδες, οι αξιόπρεποι, οι αδιάφοροι, οι κατατρεγμένοι, καθώς και πολλές γυναίκες πίσω από τους άντρες με τα ραβδάκια τους. |||dignified||||persecuted|||||||||||little sticks| the grumblers, the respectable ones, the indifferent ones, the persecuted ones, as well as many women behind the men with their little rods. Όμως, για όλους αυτούς θα σας διηγηθώ, αν θέλει ο Θεός, κάποια άλλη φορά. However, for all of them, I will tell you, if God wills, some other time. Το δε πλήθος απαρτιζόταν γενικά από τους μουζίκους που στέκονταν στη συνέλευση όπως και στην εκκλησία και κουβέντιαζαν παραπίσω ψιθυριστά για διάφορα πράγματα που τους ενδιέφεραν, ή περίμεναν σιωπηλοί, πότε θα έπαυαν να γκαρίζουν οι φωνακλάδες. |||||||||||||||||||||||||||||||||were talking|| The crowd was generally made up of the peasants who stood in the assembly as well as in church and whispered quietly behind about various things that interested them, or waited silently for the loudmouths to stop shouting.

Ήταν ακόμη και οι πλούσιοι, που η συνέλευση δεν μπορούσε μήτε να προσθέσει μήτε ν' αφαιρέσει το παραμικρό στην αρχοντιά τους. ||||||||||||add|||||||| Even the rich were such that the assembly could neither add nor take away the slightest from their nobility. Τέτοιος ήταν ο Γιερμίλ, με το πλατύ γυαλιστερό πρόσωπο, που οι μουζίκοι τον έλεγαν «κοιλαρά», γιατί ήταν πλούσιος. ||||||||||||||fatso||| Such was Yermil, with his broad shiny face, that the peasants referred to him as 'the pot-bellied one' because he was rich. Κι άλλος ένας ο Στάροστιν, που στο πρόσωπό του ήταν απλωμένη η γεμάτη αυτοευχαρίστηση έκφραση της δύναμης: «Λέτε σεις ό,τι θέτε, όμως εμένα κανένας δεν κοιτάει να μ' αγγίξει. |||||||||||||self-satisfaction|||||||||||||||| And another one was Starostin, whose face was spread with the self-satisfied expression of power: 'You can say whatever you want, but nobody looks to touch me.' Τέσσερεις γιους έχω, μα ούτε ένας δεν πάει στο στρατό». I have four sons, but not one of them goes to the army. Κάπου-κάπου τους ενοχλούσαν κι αυτούς οι τολμηροί σαν τον Ρεζούν και τον Καπίλοβ κι αυτοί τους αποκρίνονταν ήρεμα και κοφτά μ' όλη τη συναίσθηση της ατομικής τους αξίας. ||||||||||||||||||||||||||individual|| Now and then, they were disturbed by the bold ones like Rezoun and Kapilov, and they responded calmly and succinctly with the full understanding of their individual worth. Αν ο Ντουτλόβ θύμιζε την κλώσα που είναι γεμάτη αγωνία άμα ξεφανεί κάποιο γεράκι, τα παλικάρια του, δε θύμιζαν καθόλου τα κλωσόπουλα της περίπτωσης αυτής: μήτε ταράζονταν μήτε ξεφώνιζαν, παρά στέκονταν ήσυχα-ήσυχα πίσωθέ του. |||||||||||appears||||||||||chicks||case|||were disturbed|||||||| If Dutlov reminded one of a hen filled with anxiety when a hawk appears, his boys did not resemble the chicks in this case at all: they neither got upset nor shouted, but stood quietly behind him. Ο πρώτος, ο Ιγνάτ ήταν πια τριαντάρης. |||Ignat|||thirty-something The first, Ignat, was already in his thirties. Ο δεύτερος ο Βασίλη, ήταν κι αυτός παντρεμένος, μα δεν έκανε για στρατεύσιμος. ||||||||||||fit for military service The second, Vasilis, was also married, but he was not fit for military service. Ο τρίτος, ο ανιψιός του Ηλιούσκα, που πριν από λίγο καιρό είχε παντρευτεί, ξανθός και ροδοκόκκινος, στεκόταν καλοντυμένος και κοίταζε τον κόσμο, έξυνε κάπου-κάπου το σβέρκο του κάτω απ' το καπέλο του με μια αδιαφορία, σάμπως και να μην επρόκειτο γι' αυτόν, μολονότι αυτόν ακριβώς μάτιαζαν ν' αποσπάσουν από την κλώσα τα γεράκια. |||||||||||||||rosy|||||||||||||||||||||||||||||||was looking||||||| The third, the nephew of Iliouška, who had married not long ago, blond and rosy, stood well-dressed and looked at the crowd, occasionally scratching his neck under his hat with indifference, as if it were not about him, although it was exactly him that the hawks were eyeing to separate from the hen.

- Επειδή, δηλαδή, ο παππούλης μου πήγε στρατιώτης στον καιρό του, πρέπει τώρα κι εγώ να γυρέψω απαλλαγή, έλεγε ο Ρεζούν. ||||||||||||||||exemption||| - Because, you know, my grandfather went to war in his time, I also have to seek an exemption, said Rezoun. Όχι, αδερφάκι, τέτοιος νόμος δεν έγινε ακόμα. No, little brother, such a law has not been made yet. Την περασμένη φορά πήρανε το Μιχέιτς, που ο μπάρμπας του, ωστόσο, ακόμα δε γύρισε σπίτι. |||||Micheits||||||||| Last time they took Mihaits, whose uncle, however, still hasn't returned home.

- Εσένα μήτε ο μπαμπάς σου, μήτε κανένας από τους μπαρμπάδες σου υπηρετήσανε τον τσάρο, έλεγε ταυτόχρονα ο Ντουτλόβ, μα και συ, μήτε στ' αφεντικά υπηρέτησες, μήτε πουθενά, μονάχα μεθοκοπάς και τα παιδιά σου πήραν το καθένα το μερτικό του και χώρισαν από σένα. |||||||||uncles||||tsar|||||||||||served|||||||||||||||||| - Neither your father nor any of your uncles served the Tsar, Dutlov was saying at the same time, and neither have you served your masters, nor anywhere else, you only drink and your children have each taken their share and separated from you. Κανένας δε μπορεί να κάνει μαζί σου. No one can do anything with you. Μονάχα να μιλάς ξέρεις και να ορμηνεύεις άλλους, και να έχεις γνώμη για όλα. ||||||advise||||||| You only know how to talk and give advice to others, and to have an opinion on everything. Μα εγώ δέκα χρόνια έκανα στο στρατό, επίτροπος στην εκκλησία είμαι, δυο φορές κάηκα, χωρίς να δω την παραμικρή βοήθεια από κανένα. |||||||||||||I was burned|||||||| But I spent ten years in the army, I am a commissioner in the church, I have been burned twice, without seeing even the slightest help from anyone. Και τώρα πάτε να με καταστρέψετε, γιατί βλέπετε το σπιτικό μου να 'ναι ειρηνικό και τιμημένο; Να μου φέρετε πίσω τον αδελφό μου. |||||||||||||peaceful||||||||| And now you are going to destroy me, because you see my household is peaceful and honored? Bring my brother back to me. Μπορεί κιόλας, ποιος ξέρει να έχει πεθάνει πια. He may already be dead, who knows. Να κρίνετε σύμφωνα με την αλήθεια, σύμφωνα με το δίκιο του Θεού, χριστιανοί μου, κι όχι ν' ακούτε τα ψέματα των μεθυσμένων. Judge according to the truth, according to God's justice, my Christians, and do not listen to the lies of the drunkards.

Ταυτόχρονα ο Γαράσκα έλεγε στον Ντουτλόβ: At the same time, Garaska was saying to Doutlov:

- Όλο για τον αδερφό σου μας κοπανάς, όμως αυτόν δεν τον έκλεξε η συνέλευση, μα για την κακοριζικιά του τον στείλανε στο στρατό τ' αφεντικά. |||||||||||chose||||||||||||| - You keep hitting on your brother, but he wasn't chosen by the assembly; he was sent to the army by the bosses for his bad luck. Κι έτσι, πάψε να μας τον λες. And so, stop telling us about him.

Ο Γαράσκα δεν είχε ακόμα αποτελειώσει, και προβάλλοντας μπροστά ο ψηλός και κιτρινιάρης Φεντόρ Μελνίτσνι, άρχισε κατσουφιασμένος να λέει: Garaska had not yet finished, and stepping forward was the tall and yellowish Fedor Melnitsnyi, who started to say frowningly:

- Πάντα κάπως έτσι γίνεται. - It's always something like this. Τ' αφεντικά στέλνουν στο στρατό όποιον τους καπνίσει κι ύστερα βρίσκει η συνέλευση το μπελά της. The bosses send anyone who annoys them to the army, and then the assembly finds itself in trouble. Τώρα που η συνέλευση όρισε να πάει ο γιος σου και συ δε θες, παρακάλεσε την κυρά και κείνη μπορεί να προστάξει να πάω εγώ στη θέση, που δεν έχω μήτε παιδί, μήτε σκυλί. Now that the assembly has decided that your son should go and you don't want him to, plead with the lady and she might order me to go in his place, since I have neither child nor dog. Κι ύστερα, έχουμε το νόμο, σου λέει ο άλλος, πρόσθεσε με κακία, και με περιφρονητική κίνηση του χεριού, ξαναπήρε την πρώτη του θέση. And then, we have the law, another tells you, adding with malice, and with a contemptuous gesture of his hand, he took his original position again.

Ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, που θα έπαιρναν το γιο του, σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε: The redhead Roman, who would take his son, lifted his head and murmured:

- Σωστά, σωστά! - Right, right! Κι από τη φούρκα του κάθισε στο σκαλοπάτι. And from his spot, he sat on the step.

Όμως αυτές δεν ήταν όλες οι φωνές που μιλούσαν ταυτόχρονα. However, these were not all the voices that were speaking at the same time. Εξόν από κείνους που στέκονταν παραπίσω και κουβέντιαζαν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, κι οι φωνακλάδες δεν ξεχνούσαν το καθήκον τους. Aside from those who were standing behind and chatting about their private matters, the loudmouths did not forget their duty.

- Ναι, ναι, χριστιανοί της συνέλευσης έλεγε ο κοντούλης Ζιτκόβ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ντουτλόβ, η απόφαση πρέπει να παρθεί χριστιανικά. |||||||||||||||||||Christianly - Yes, yes, Christians of the assembly, said the short Zhitkov, repeating the words of Dutlov, the decision must be made Christianly. Που θα πει, αδερφάκια μου, πρέπει χριστιανικά να κρίνετε. ||||||Christianly|| Which means, my little brothers, you must judge Christianly.

- Σύμφωνα με τη συνείδηση πρέπει να κρίνει η συνέλευση, φιλαράκο μου, έλεγε ο καλόκαρδος Χριπκόβ, υποστηρίζοντας τα λεγόμενα του Καπίλοβ και τραβώντας το Ντουτλόβ από το μανίκι, κείνη τη φορά ήταν το έτσι θέλω των αφεντικών κι όχι απόφαση της συνέλευσης. - According to conscience, the assembly must judge, my buddy, said the kind-hearted Khripkov, supporting Kapilov's statements and pulling Dutlov by the sleeve; this time it was the bosses' wish and not the assembly's decision.

- Σωστά! - Correct! Σωστά! Correct! - έλεγαν πολλοί. - many said.

- Ποιος ειν' ο μεθύστακας που τσαμπουνάει ψευτιές; - αντίλεγε ο Ρεζούν. |||||is babbling|||| - Who is the drunkard that is spouting lies? - retorted Rezoun. Μπας και με κέρασε πιοτό εσύ, ή ο γιος σου, που τον μαζεύουν ψόφιο απ' τους δρόμους και τώρα με λες μεθύστακα; Να μη χάνουμε την ώρα μας, αδέρφια. Did you buy me a drink, or did your son, who they pick up dead off the streets, and now you're calling me a drunkard? Let's not waste our time, brothers. Πρέπει να παρθεί μια απόφαση. A decision must be made. Αν θέλετε ν' απαλλάξετε το Ντουτλόβ, τότε ορίστε να πάει κάποιος από τους μοναχογιούς, κι ο γέρος θα τρίβει τα χεράκια του και θα κοροϊδεύει. |||||||||||||only sons||||||||||| If you want to get rid of Dутлов, then let one of the only sons go, and the old man will rub his little hands and mock.

- Θα πάει ο Ντουτλόβ! - Дутлов will go! Πάει τελείωσε! It's done!

- Σωστά! Κείνοι που έχουν τρεις γιους να τραβήξουν κλήρο, ακούστηκαν διάφορες φωνές. Those who have three sons to draw lots, various voices were heard.

- Να δούμε ακόμα τι θα πει η κυρά. |let's see|||||| - Let's see what the lady will say. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έλεγε πως μπορεί να δώσουν έναν από τους δουλοπάροικους, είπε κάποιος. Yegor Mikhailovich said that they might give one of the serfs, someone said.

Η παρατήρηση αυτή σταμάτησε για λίγο τις λογομαχίες, μα σε λίγο ξανάρχισαν με πιότερη ορμή και κατάληξαν και πάλι στα προσωπικά. ||||||||||||||momentum||ended up||||

Ο Ιγνάτ, που γι' αυτόν ο Ρεζούν είχε πει πως τον συμμάζευαν στουπί στο μεθύσι απ' τους δρόμους, άρχισε να κατηγορεί τον αντίπαλό του πως τάχα είχε κλέψει ένα πριόνι από περαστικούς μαραγκούς και πως ξυλοκοπούσε άγρια τη γυναίκα του, όντας μεθυσμένος, κάποτε μάλιστα κόντεψε να τη σκοτώσει. |||||||||||gathered||||||||||||||||||saw||||||was chopping wood|||||||||||| Ignat, whom Rezoun had said was gathered up like a rag in his drunkenness from the streets, began to accuse his opponent of having allegedly stolen a saw from passing carpenters and of beating his wife violently while drunk, and at one point nearly killed her.

Ο Ρεζούν αποκρίθηκε πως τη γυναίκα του τη δέρνει και νηστικός και μεθυσμένος και πάλι λίγο της είναι, και με τα λόγια του αυτά προκάλεσε τα γέλια ολονών. Rezoun replied that he beats his wife both hungry and drunk, and it still isn't enough for her, and with these words he caused everyone to laugh. Μα όσο για το πριόνι, φουρκίστηκε απότομα, κοντοζύγωσε τον Ιγνάτ και του φώναξε: |||||||he approached||||| But as for the saw, he suddenly became furious, approached Ignat closely and shouted at him:

- Ποιος το έκλεψε; - Who stole it?

- Συ το έκλεψες, αποκρίθηκε θαρρετά ο γεροδεμένος Ιγνάτ σιμώνοντας τον πιότερο. - You stole it, replied the sturdy Ignat boldly, moving closer.

- Πώς είπες; Δεν ήσουνα συ; - ξελαρυγγιζόταν ο Ρεζούν. |||||was shouting|| - What did you say? Wasn't it you? - shouted Rezoun.

- Α, μπα. Συ και πάλι συ! You and you again! Επέμενε ο άλλος. The other insisted.

Μετά το πριόνι ακολούθησε φιλονικία για κάποιο κλεμμένο άλογο, για κάποια σακιά βρώμη, για κάποια λουρίδα λαχανόκηπου, για κάποιο νεκρό κορμί. ||||a dispute|||||||||||||||| After the saw, there was a quarrel over a stolen horse, over some sacks of oats, over a strip of vegetable garden, over a dead body. Κι ήταν τόσο τρομερές οι κατηγορίες που ξεστόμιζαν οι δυο μουζίκοι, ο ένας στον άλλο, που και το ένα εκατοστό απ' όλες αν αλήθευε, θα έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο και τους δυο να τους είχαν καταδικάσει, το λιγότερο σε ισόβιο εκτοπισμό στη Σιβηρία. |||||||uttered||||||||||||||||||||||||||||||||||exile|| And the accusations that the two peasants were throwing at each other were so terrifying that if even one centimeter of them were true, according to the law, both of them should have been condemned, at least to life banishment in Siberia.

Ο γερό-Ντουτλόβ, στο αναμεταξύ, βρήκε κάποιον άλλο τρόπο για να υποστηρίξει την άποψή του. Old Dutlov, in the meantime, found another way to support his opinion. Δεν του άρεσαν ο φωνές του γιου του. He did not like the voices of his son. Προσπαθώντας να τον αναγκάσει να σωπάσει του έλεγε κάθε τόσο: «Πάψε, ειν' αμαρτία! ||||||||||Stop||it's a sin Trying to make him stop, she kept saying: "Stop, it's a sin!" Πάψε σου λέω!» και προσπαθούσε ν' αποδείξει πως δεν λογαριάζονται τρεις γιοι μονάχα κείνοι που μένουν μαζί με την πατρική οικογένεια, μα και κείνοι που έχουν χωρίσει το μερτικό τους. "Stop, I tell you!" and she tried to prove that only those three sons who stay with their family are not counted, but also those who have separated their share. Και υπόδειξε σαν τέτοιον τον Στάροστιν. And she pointed out Staroštin as such.

Ο Στάροστιν χαμογέλασε ελαφρά, ξερόβηξε και χαϊδεύοντας τα γένια του, με το ύφος του πλούσιου μουζίκου, αποκρίθηκε πως όσο για το ζήτημα αυτό, είναι σεβαστή η θέληση της κυράς. Starostin smiled slightly, cleared his throat, and stroking his beard, in the manner of a wealthy muzhik, replied that as for this issue, the will of the lady is respected. Που για να δοθεί η διαταγή να μη μπει ο γιος του στον κατάλογο των κληρωτών, πάει να πει πως ήταν άξιος για τη χάρη αυτή. |||||||||||||||draftees|||||||||| That to give the order for his son not to be included in the list of draftees means that he was worthy of this grace.

Κι όσο για τις χωρισμένες οικογένειες, ο Γεράσιμ αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Ντουτλόβ με την παρατήρηση πως θα έπρεπε να μην επιτρέπεται η μοιρασιά, όπως δεν επιτρεπόταν την εποχή που ζούσε ο μακαρίτης ο αφέντης, αλλιώς θα καταντήσουν να παίρνουν στο στρατό και τα μοναχοπαίδια. |||||||Gerasim|refuted|||||||||||||||||||||||||||||end up|||||||only children And as for the separated families, Gerasim countered Dutlov's arguments with the observation that sharing should not be allowed, just as it was not allowed in the time of the late master, otherwise they would end up drafting only only children.

- Μα τάχατες μοιραστήκανε, έτσι δα για γούστο; Έπρεπε και το έκαναν. ||they shared|||||||| - Did they really divide it up just for fun? They had to do it, and they did. Για ποιο λόγο τώρα να πάμε να τους καταστρέψουμε; - ακούστηκαν διάφορες φωνές των ενδιαφερομένων και τότε οι καβγατζήδες γίνηκαν υποστηριχτές του. |||||||||||||||||quarrelers|became supporters|| Why now should we go and destroy them? - various voices from the interested parties were heard, and then the fighters became supporters of it.

- Και του λόγου σου εξαγόρασε τον κληρωτό, αν δε γουστάρεις να το δεις ντυμένο. |||||||||you like|||| - And you can buy off the drafted one if you don't want to see him dressed up. Το πουγκί σου είναι γερό! Your purse is strong! Είπε ο Ρεζούν στο Ντουτλόβ. Rezoun said to Doutlov.

Ο Ντουτλόβ διπλώθηκε με μια κίνηση απελπισίας στο καφτάνι του και είπε με κακία. Doutlov folded with a gesture of despair in his kaftan and spoke with malice.

- Μέτρησες, πρέπει, τα λεφτά μου συ, για να το λες. - You must have counted my money to say that. Ας προσμείνουμε να δούμε τι θα πει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από μέρους της κυράς. Let's wait and see what Yegor Mikhailovich has to say on behalf of the lady.