IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (2)
Όσο περνούσε ο καιρός, η καρδιά της Μόργουεν σκοτείνιαζε για το γιο της τον Τούριν, τον διάδοχο του Ντορ-λόμιν και του Λάντρος. Γιατί δεν μπορούσε να ελπίζει γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από το να γίνει σκλάβος των Ανατολιτών.
Έτσι θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Χούριν και η σκέψη της γύρισε πάλι στο Ντόριαθ. Και αποφάσισε να στείλει εκεί τον Τούριν κρυφά, αν μπορούσε, και να παρακαλέσει το βασιλιά Θίνγκολ να του προσφέρει άσυλο. Και όσο σκεφτόταν πώς μπορεί να γίνει αυτό, άκουσε καθαρά μέσα της τη φωνή του Χούριν να της λέει: Φύγε γρήγορα! Μην περιμένεις για μένα!
Αλλά η γέννηση του παιδιού της πλησίαζε και ο δρόμος θα ήταν δύσκολος και επικίνδυνος. Όσο περισσότεροι έφευγαν, τόσο μικρότερη η ελπίδα της διάσωσης. Και ξεγελούσε τα μέσα της με ελπίδες που δεν τις παραδεχόταν ανοιχτά. Η πιο ενδόμυχη σκέψη της της έλεγε ότι ο Χούριν δεν ήταν νεκρός και αφουγκραζόταν ν' ακούσει τα βήματά του στις άγρυπνες ώρες της νύχτας, ή ξυπνούσε νομίζοντας ότι είχε ακούσει στην αυλή το χλιμίντρισμα του Άρροχ, του αλόγου του. Επί πλέον, αν και αποδεχόταν να μεγαλώσει ο γιος της στα διαμερίσματα κάποιου άλλου, όπως ήταν το έθιμο εκείνης της εποχής, δεν ήθελε ακόμη να ταπεινώσει την περηφάνια της και να τον στείλει φιλοξενούμενο από ελεημοσύνη, ούτε καν φιλοξενούμενο ενός βασιλιά. Έτσι αρνιόταν τη φωνή του Χούριν, ή την ανάμνηση της φωνής του, και έτσι υφάνθηκε το πρώτο νήμα της μοίρας του Τούριν.
Είχε μπει το φθινόπωρο της Χρονιάς του Θρήνου όταν η Μόργουεν πήρε την απόφασή της, και μόλις την πήρε, βιαζόταν να την εκτελέσει. Γιατί η διάρκεια για το ταξίδι ήταν μικρή, αλλά έτρεμε με τη σκέψη ότι θα πιάσουν τον Τούριν αν περίμενε όλον το χειμώνα. Οι Ανατολίτες τριγύριζαν γύρω από το σπίτι και την κατασκόπευαν. Αίφνης, λοιπόν, είπε στον Τούριν:
“Ο πατέρας σου δεν έρχεται. Γι' αυτό πρέπει να φύγεις, και γρήγορα. Αυτό θα 'θελε κι εκείνος”.
“Να φύγουμε;” φώναξε ο Τούριν. “Πού θα πάμε; Πέρα απ' τα Βουνά;”.
“Ναι”, είπε η Μόργουεν, “πέρα απ' τα βουνά, μακριά στο νότο. Νότια -εκεί μπορεί να υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα. Αλλά δεν είπα να φύγουμε, γιε μου. Εσύ πρέπει να φύγεις κι εγώ να μείνω”.
“Δεν μπορώ να πάω μόνος μου!” είπε ο Τούριν. “Δεν θα σ' αφήσω. Γιατί να μη φύγουμε μαζί; “
“Εγώ δεν μπορώ να έρθω”, του απάντησε η Μόργουεν. “Αλλά δεν θα 'σαι μόνος. Θα στείλω τον Γκέθρον μαζί σου ίσως και τον Γκρίθνιρ”.
“Δεν θα στείλεις τον Λάμπανταλ;” ρώτησε ο Τούριν.
“Όχι, γιατί ο Σάντορ είναι κουτσός”, είπε η Μόργουεν, “και ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Και επειδή είσαι γιος μου και οι μέρες είναι σκληρές, δεν θα σου κρύψω την αλήθεια: μπορεί να πεθάνεις σ' αυτόν το δρόμο. Το φθινόπωρο έχει προχωρήσει. Αν μείνεις όμως, θα 'χεις χειρότερο τέλος, θα γίνεις δούλος. Αν θέλεις να γίνεις άντρας όταν ενηλικιωθείς, θα κάνεις αυτό που σου λέω, γενναία”.
“Μα θα σ' αφήσω μόνη με τον Σάντορ και τον τυφλό Ράγκνιρ και τις γριές”, είπε ο Τούριν, “Δεν είπε ο πατέρας μου ότι είμαι ο διάδοχος του Χάντορ; Ο διάδοχος πρέπει να μείνει στον οίκο των Χάντορ και να τον υπερασπιστεί. Τώρα θα 'θελα να είχα ακόμη το μαχαίρι μου!”.
“Ο διάδοχος θα 'πρεπε να μείνει, αλλά δεν μπορεί”, απάντησε η Μόργουεν, “Μπορεί όμως μια μέρα να γυρίσει. Τώρα κάνε κουράγιο. Αν χειροτερέψουν τα πράγματα, θα σε ακολουθήσω. Αν μπορώ”.
“Μα πώς θα με βρεις, χαμένο στις ερημιές” , είπε ο Τούριν.
Και ξαφνικά η καρδιά του τον πρόδωσε κι έκλαψε φανερά.
“Αν κλαις, θα σε προλάβουν άλλα”, είπε η Μόργουεν, “Ξέρω όμως πού θα πας, και αν φτάσεις και μείνεις εκεί, εκεί θα σε βρω αν μπορώ, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Θίνγκολ στο Ντόριαθ, δεν προτιμάς να είσαι φιλοξενούμενος ενός βασιλιά παρά δούλος;”
“Δεν ξέρω”, είπε ο Τούριν, “Δεν ξέρω τι είναι δούλος”.
“Σε διώχνω για να μη χρειαστεί να μάθεις”. απάντησε η Μόργουεν. Μετά έβαλε τον Τούριν μπροστά της και τον κοίταξε στα μάτια σαν να προσπαθούσε να διαβάσει κάποιο γρίφο. “Είναι δύσκολο, Τούριν, γιε μου”, είπε τελικά, “Όχι δύσκολο για σένα μόνο. Είναι βαρύ και για μένα σε τέτοιες δύσκολες μέρες να κρίνω τι είναι καλύτερο να γίνει. Αλλά κάνω αυτό που νομίζω σωστό. Αλλιώς γιατί να αποχωριστώ ό,τι πιο αγαπητό μου 'χει απομείνει;”
Δεν ξαναμίλησαν, γι' αυτό και ο Τούριν απόμεινε θλιμμένος και σαστισμένος. Το πρωί πήγε να βρει τον Σάντορ, που έκοβε ξύλα για τη φωτιά, ξύλα που ήταν λιγοστά αφού δεν τολμούσαν να πάνε στο δάσος. Ο Σάντορ ακούμπησε στο δεκανίκι του και κοίταξε το μεγάλο κάθισμα του Χούριν που είχε απομείνει μισοτελειωμένο σε μια γωνιά, “Πρέπει να το διαλύσω”, είπε, “γιατί μόνο βασικές ανάγκες μπορούν να εξυπηρετηθούν τούτες τις μέρες”.
“Μην το σπάσεις ακόμη”, είπε ο Τούριν, “Μπορεί να γυρίσει πίσω και τότε θα χαρεί που θα δει τι του 'φτιαξες όσο έλειπε”.
“Οι ψεύτικες ελπίδες είναι πιο επικίνδυνες από τους φόβους”, είπε ο Σάντορ, “και ούτε θα μας ζεστάνουν το χειμώνα”.
Άγγιξε τα σκαλίσματα του καθίσματος και αναστέναξε. “Σπατάλησα το χρόνο μου”, είπε, “αν και οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Όμως όλα αυτά είναι εφήμερα. Και η χαρά της δημιουργίας είναι ο μοναδικός πραγματικός σκοπός του χρόνου, φαντάζομαι. Και τώρα καλά θα κάνω να σου δώσω πίσω το δώρο σου”.
Ο Τούριν άπλωσε το χέρι του, αλλά το τράβηξε αμέσως. “Ένας άντρας δεν παίρνει πίσω τα δώρα του”, είπε.
“Αν όμως είναι δικό μου, δεν μπορώ να το δώσω όπου θέλω;” είπε ο Σάντορ.
“Ναι”, απάντησε ο Τούριν, “σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα. Μα γιατί θέλεις να το δώσεις;”
“Δεν υπάρχει ελπίδα να το χρησιμοποιήσω για σημαντικούς σκοπούς”, είπε ο Σάντορ, “Τις μέρες που θα' ρθουν δεν θα υπάρχει δουλειά για τον Λάμπανταλ παρά μόνο η δουλειά του σκλάβου”.
“Τι είναι σκλάβος;” είπε ο Τούριν.
“Ένας άνθρωπος που είναι άνθρωπος, αλλά τον μεταχειρίζονται σαν ζώο”, απάντησε ο Τούριν. “Τον ταΐζουν μόνο όσο χρειάζεται για να μένει ζωντανός, τον κρατούν ζωντανό μόνο για να δουλεύει, τον βάζουν να δουλεύει μόνο με το φόβο του πόνου ή του θανάτου. Και αυτοί οι ληστές μπορεί να τον κάνουν να γνωρίσει είτε τον πόνο είτε το θάνατο μόνο και μόνο για διασκέδασή τους. Άκουσα ότι διαλέγουν μερικούς γοργοπόδαρους, τους αμολάνε και ύστερα τους κυνηγάνε με κυνηγόσκυλα. Μαθαίνουν από τους Ορκ πιο γρήγορα από ό,τι μαθαίναμε εμείς από τα Ξωτικά” .
“Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα”, είπε ο Τούριν.
“Είναι κρίμα που πρέπει να καταλάβεις τέτοια πράγματα τόσο γρήγορα”, είπε ο Σάντορ.
Και μετά βλέποντας την παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του Τούριν: “Τι καταλαβαίνεις τώρα;”
“Γιατί με στέλνει μακριά η μητέρα μου”, είπε ο Τούριν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
“Α!” είπε ο Σάντορ, αλλά σιγανομουρμούρισε μόνος του: “Γιατί όμως τόσο καθυστερημένα;” Μετά γυρίζοντας στον Τούριν του είπε: “Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται νέο για δάκρυα. Δεν πρέπει όμως να μιλάς για τα σχέδια της μητέρας σου στον Λάμπανταλ ούτε και σε κανέναν άλλο. Κι οι τοίχοι και οι φράχτες ακόμη έχουν αυτιά τούτες τις μέρες, αυτιά που δεν φυτρώνουν σε ξανθά κεφάλια”.
“Μα πρέπει να μιλώ με κάποιον!” είπε ο Τούριν. “Πάντα σου 'λεγα τόσα πράγματα. Δεν θέλω να σ' αφήσω, Λάμπανταλ. Δεν θέλω ν' αφήσω τούτο το σπίτι ούτε τη μητέρα μου”.
“Αν δεν τους αφήσεις όμως”, είπε ο Σάντορ, “θα εξαφανιστεί γρήγορα ο Οίκος του Χάντορ για πάντα, όπως τώρα πρέπει να καταλαβαίνεις. Ο Λάμπανταλ δεν θέλει να φύγεις. Αλλά ο Σάντορ, υπηρέτης του Χούριν, θα είναι πιο ευχαριστημένος όταν ο γιος του Χούριν θα φύγει μακριά από τους Ανατολίτες. Δεν γίνεται λοιπόν αλλιώς: πρέπει να αποχαιρετιστούμε. Και τώρα θα πάρεις το μαχαίρι μου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο; “
“Όχι!” είπε ο Τούριν, “Θα πάω στα Ξωτικά, στο βασιλιά του Ντόριαθ, λέει η μητέρα μου. Εκεί θα έχω κι άλλα σαν αυτό. Αλλά δεν θα μπορώ να σου στείλω δώρα, Λάμπανταλ. Θα είμαι πολύ μακριά και τελείως μόνος”. Τότε ο Τούριν έκλαψε. Αλλά ο Σάντορ του είπε:
“Έλα τώρα! Πού είναι ο γιος του Χούριν; Γιατί, όχι πριν από πολύν καιρό, τον άκουσα να λέει: Θα πάω να γίνω στρατιώτης σ' έναν βασιλιά των Ξωτικών μόλις μπορέσω”.
Τότε ο Τούριν έπαψε να κλαίει και είπε:
“Πολύ καλά. Αν αυτά ήταν τα λόγια του γιου του Χούριν, πρέπει να τα τηρήσει και να πάει. Αλλά κάθε φορά που λέω ότι θα κάνω τούτο ή εκείνο, το βλέπω πολύ διαφορετικό όταν έρθει η ώρα να γίνει. Τώρα δεν θέλω. Πρέπει να προσέχω να μην ξαναπώ τέτοια πράγματα”.
“Αυτό θα ήταν όντως το καλύτερο”, είπε ο Σάντορ. “Οι περισσότεροι διδάσκουν και αυτοί που μαθαίνουν είναι ελάχιστοι. Άσε τις άδηλες μέρες έτσι όπως είναι. Το σήμερα είναι παραπάνω από αρκετό”.