VII. Για τον νάνο Μιμ (3)
Εκείνη τη νύχτα έμειναν στην αίθουσα της σπηλιάς και κοιμήθηκαν ανήσυχα από τους θρήνους του Μιμ και του Ίμπουν, του άλλου γιου του. Πότε σταμάτησαν οι θρήνοι δεν κατάλαβαν, αλλά όταν ξύπνησαν επιτέλους, οι Νάνοι δεν ήταν εκεί και ο θάλαμος ήταν κλειστός με μια πέτρα. Η μέρα ήταν καλή πάλι και μέσα στην πρωινή λιακάδα οι παράνομοι πλύθηκαν στη λίμνη και έφτιαξαν ό,τι βρήκαν για φαγητό, Και καθώς έτρωγαν, ήρθε ο Μιμ. Υποκλίθηκε στον Τούριν.
“Έφυγε και όλα τέλειωσαν”, είπε. “Είναι με τους προγόνους του. Τώρα θα στραφούμε στην όποια ζωή μάς έχει απομείνει, αν και οι μέρες που μας μένουν μπορεί να είναι λιγοστές. Σε ικανοποιεί το σπίτι του Μιμ; Πληρώθηκαν τα λύτρα και έγιναν αποδεκτά;”
“Ναι”, είπε ο Τούριν.
“Τότε είναι δικό σου, για να κατοικείς εδώ όπου θέλεις, εκτός από το θάλαμο που είναι κλειστός, κανείς δεν θα τον ανοίγει εκτός από μένα”.
“Σε ακούμε”, είπε ο Τούριν, “Αλλά όσο για τη ζωή μας εδώ, είμαστε ασφαλείς, ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Όμως χρειαζόμαστε τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα. Πώς θα βγαίνουμε έξω και, ακόμη πιο σημαντικό, πώς θα επιστρέφουμε;”
Άκουσαν ανήσυχοι τον Μιμ να γελά.
“Φοβάστε μήπως ακολουθήσατε την αράχνη στην καρδιά του ιστού της;” είπε, “Όχι, ο Μιμ δεν τρώει ανθρώπους. Και η αράχνη δύσκολα θα τα έβγαζε πέρα με τριάντα σφήκες μαζί. Βλέπετε, εσείς είστε οπλισμένοι κι εγώ είμαι εδώ άοπλος. Όχι, πρέπει να μοιραστούμε εσείς κι εγώ: σπίτι, τρόφιμα και φωτιά, και ίσως άλλα κέρδη. Το σπίτι, φαντάζομαι, θα το φρουρείτε και θα το κρατάτε μυστικό για δικό σας καλό, ακόμη και όταν μάθετε τις εισόδους και τις εξόδους. Θα τις μάθετε με τον καιρό. Αλλά στο μεταξύ θα πρέπει να σας οδηγεί ο Μιμ, ή ο Ίμπουν ο γιος του, όταν βγαίνετε έξω. Και αυτός θα πηγαίνει όπου πηγαίνετε και θα επιστρέφει όταν επιστρέφετε -ή θα σας περιμένει σε κάποιο σημείο που θα γνωρίζετε και θα μπορείτε να το βρείτε χωρίς οδηγό. Όλο και πιο κοντά θα είναι αυτό το σημείο, φαντάζομαι”.
Ο Τούριν συμφώνησε σε αυτό και ευχαρίστησε τον Μιμ, και οι περισσότεροι άντρες του χάρηκαν, γιατί κάτω από τον πρωινό ήλιο, ενώ το καλοκαίρι ήταν ακόμη στο ζενίθ του, έδειχνε ωραίο μέρος για να ζήσεις. Μόνο ο Αντρόγκ ήταν δυσαρεστημένος,
“Όσο πιο γρήγορα κανονίζουμε μόνοι μας τις κινήσεις μας, τόσο το καλύτερο”, είπε, “Δεν έχουμε ξαναπάρει ποτέ ως τώρα μαζί στις επιχειρήσεις μας έναν αιχμάλωτο που να μας μισεί”.
--
Εκείνη τη μέρα ξεκουράστηκαν και καθάρισαν τα όπλα τους και επιδιόρθωσαν τα πράγματά τους. Γιατί είχαν τρόφιμα για μια-δυο μέρες ακόμη και ο Μιμ πρόσθεσε κι άλλα σε αυτά που είχαν. Τους δάνεισε τρεις μεγάλες χύτρες και ξύλα για τη φωτιά. Κι έβγαλε έξω ένα σάκο.
“Σκουπίδια”, είπε, “Δεν αξίζει τον κόπο να τα κλέψεις. Σκέτες άγριες ρίζες”.
Αλλά όταν πλύθηκαν οι ρίζες, έγιναν λευκές και σαρκώδεις με τις φλούδες τους, και όταν τις έβρασαν, ήταν καλό φαγητό, έμοιαζαν λίγο με ψωμί. Και οι παράνομοι χάρηκαν, γιατί τους έλειπε πολύν καιρό το ψωμί, είχαν μόνο όταν κατάφερναν να το κλέψουν.
“Τα Άγρια Ξωτικά δεν τις ξέρουν, Τα Γκρίζα Ξωτικά δεν τις έχουν βρει. Οι περήφανοι πέρα από την Θάλασσα είναι πολύ περήφανοι για να σκαλίσουν”, είπε ο Μιμ.
“Πώς λέγονται;” ρώτησε ο Τούριν.
Ο Μιμ τον κοίταξε λοξά.
“Δεν έχουν όνομα παρά μόνο στη γλώσσα των Νάνων και δεν το λέμε”, είπε. “Και δεν μαθαίνουμε στους Ανθρώπους να τις βρίσκουν, γιατί οι Άνθρωποι είναι άπληστοι και σπάταλοι και δεν θα σταματήσουν μέχρι να εξοντώσουν όλα τα φυτά. Ενώ τώρα τις προσπερνούν καθώς τριγυρίζουν σαν βλάκες μέσα στις ερημιές. Δεν θα μάθεις τίποτε άλλο από μένα. Μπορείς όμως να πάρεις τις δικές μου, φτάνει να μιλάς δίκαια και να μην κατασκοπεύεις ούτε να κλέβεις”, μετά γέλασε πάλι, “Έχουν μεγάλη αξία”, είπε, “Πιο πολύ κι από χρυσάφι τον πεινασμένο χειμώνα, γιατί μπορείς να τις αποθηκεύσεις όπως ο σκίουρος τα καρύδια, και είχαμε αρχίσει να συγκεντρώνουμε το απόθεμά μας από τότε που ωρίμασαν. Αλλά είστε ανόητοι αν νομίζατε ότι δεν θα απαρνιόμουν ένα μικρό φορτίο και μάλιστα για να σώσω τη ζωή μου”.
“Ακούω τι λες”, είπε ο Ούλραντ, που είχε κοιτάξει μέσα στο σάκο όταν έπιασαν τον Μιμ. “Όμως δεν ήθελες να τον απαρνηθείς και τα λόγια σου με κάνουν να απορώ ακόμη πιο πολύ”.
Ο Μιμ γύρισε και τον κοίταξε σκοτεινά.
“Είσαι ένας από τους ανόητους που δεν θα τους θρηνούσε η άνοιξη αν χάνονταν το χειμώνα”, του είπε, “Είχα δώσει το λόγο μου κι έτσι έπρεπε να επιστρέψω, είτε το ήθελα είτε όχι, είτε με σάκο είτε χωρίς, ώστε να μη σκεφτεί ό,τι θέλει ένας άνομος και άπιστος άνθρωπος! Αλλά δεν μου αρέσει να με χωρίζει απ' ό,τι είναι δικό μου η βία των φαύλων, έστω κι αν δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα λουρί παπουτσιών. Καλά δεν θυμάμαι πως τα χέρια σου ήταν ανάμεσα σ' εκείνα που με έδεσαν και έτσι με εμπόδισαν να ξαναμιλήσω με το γιο μου; Όταν θα μοιράζω το ψωμί της γης από το απόθεμά μου, εσένα δεν θα σε μετρήσω, και αν το φας, θα το φας από γενναιοδωρία των συντρόφων σου, όχι δική μου”.
Και ο Μιμ έφυγε, αλλά ο Ούλραντ, που είχε τρομάξει με το θυμό του, είπε πίσω απ' την πλάτη του:
“Περήφανα λόγια! Παρ' όλα αυτά, ο γερο-μασκαράς είχε άλλα πράγματα στο σάκο του, με παρόμοιο σχήμα αλλά πιο σκληρά και βαριά. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα πράγματα στις ερημιές εκτός από το ψωμί της γης, που δεν τα βρήκαν τα Ξωτικά και δεν πρέπει να τα ξέρουν οι Άνθρωποι!”.
“Μπορεί να είναι έτσι”, είπε ο Τούριν, “Όμως ο Νάνος είπε την αλήθεια σ' ένα σημείο τουλάχιστον, όταν σε αποκάλεσε ανόητο. Γιατί πρέπει να εκφράζεις τις σκέψεις σου; Αν τα καλά λόγια σκαλώνουν στο λαιμό σου, η σιωπή θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς όλων μας καλύτερα”.
--
Η μέρα πέρασε ήσυχα και κανείς από τους παρανόμους δεν ήθελε να κατεβεί από το λόφο. Ο Τούριν περπάτησε πολύ στην πράσινη χλόη, από τη μια άκρη του γείσου ως την άλλη, και κοίταξε γύρω, ανατολικά, δυτικά και βόρεια, και θαύμασε που έβλεπε τόσο μακριά στην καθαρή ατμόσφαιρα. Στα βόρεια, σε παράξενα κοντινή φαινομενικά απόσταση, διέκρινε το δάσος του Μπρέθιλ ν' ανεβαίνει καταπράσινο γύρω από το Άμον Όμπελ. Έβλεπε πως τα μάτια του στρέφονταν πιο συχνά απ' όσο θα ήθελε προς τα κει, αν και δεν ήξερε για ποιο λόγο -γιατί η καρδιά του στρεφόταν μάλλον προς τα βορειοδυτικά, όπου πολλές λεύγες μακριά στις παρυφές του ουρανού του φαινόταν ότι διακρίνει τα Όρη της Σκιάς και τα σύνορα της πατρίδας του. Όμως το βράδυ ο Τούριν κοίταζε δυτικά, το ηλιοβασίλεμα, καθώς ο ήλιος χαμήλωνε κόκκινος μέσα στην ομίχλη, πάνω από μακρινές ακτές, και ανάμεσα απλωνόταν η Κοιλάδα του Νάρογκ βουλιαγμένη στις σκιές.
Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν, γιου του Χούριν, στην κατοικία του Μιμ, το Μπαρ-Εντάιν-Ντάνγουεδ, το Σπίτι των Λύτρων.
--
Για ένα μεγάλο διάστημα η ζωή των παρανόμων κυλούσε έτσι όπως ήθελαν. Η τροφή δεν τους έλειπε και είχαν καλό καταφύγιο, ζεστό και στεγνό, και ο χώρος έφτανε και περίσσευε, γιατί ανακάλυψαν ότι οι σπηλιές θα μπορούσαν να στεγάσουν εκατό ή και παραπάνω άτομα αν χρειαζόταν. Υπήρχε άλλη μια μικρότερη αίθουσα πιο βαθιά προς τα μέσα. Στη μια πλευρά είχε ένα τζάκι με καπνοδόχο που ανέβαινε περνώντας μέσα από το βράχο σ' ένα άνοιγμα καλά κρυμμένο μέσα σε μια ρωγμή στη λοφοπλαγιά. Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι θάλαμοι που ξεκινούσαν από τις κύριες αίθουσες ή από το πέρασμα ανάμεσά τους, μερικοί για διαμονή και άλλοι για εργαστήρια ή αποθήκες. Ο Μιμ ήξερε την τέχνη της αποθήκευσης καλύτερα απ' αυτούς και είχε πολλά δοχεία και κιβώτια από πέτρα και ξύλο που έδειχναν πολύ παλιά. Όμως οι περισσότεροι θάλαμοι ήταν τώρα άδειοι: στα οπλοστάσια κρέμονταν τσεκούρια και άλλα όπλα σκουριασμένα και σκονισμένα, τα ράφια και οι σκευοθήκες ήταν άδεια και τα καμίνια σβηστά. Εκτός από ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στην εσωτερική αίθουσα με ένα τζάκι που έβγαινε στο ίδιο άνοιγμα με το τζάκι της αίθουσας. Εκεί ο Μιμ δούλευε μερικές φορές, αλλά δεν άφηνε άλλους να μπουν. Και δεν τους είπε το μυστικό μιας κρυφής σκάλας που οδηγούσε από το σπίτι του στην επίπεδη κορυφή του Άμον Ρουδ. Αυτή την ανακάλυψε ο Αντρόγκ όταν έψαχνε πεινασμένος για τις αποθήκες τροφίμων του Μιμ και χάθηκε μέσα στις σπηλιές. Αλλά κράτησε την ανακάλυψη για τον εαυτό του.
Όλη την υπόλοιπη χρονιά δεν έκαναν άλλες επιδρομές και αν κατέβαιναν από το λόφο για κυνήγι ή για να μαζέψουν τρόφιμα, το έκαναν συνήθως σε μικρές ομάδες. Όμως για αρκετό καιρό τούς ήταν δύσκολο να βρουν το δρόμο της επιστροφής και, εκτός από τον Τούριν, δεν ήταν πάνω από έξι οι άντρες του που τον έμαθαν με σιγουριά. Παρ' όλα αυτά, βλέποντας ότι όσοι ήταν επιδέξιοι μπορούσαν να φτάσουν στο κρησφύγετό τους χωρίς τη βοήθεια του Μιμ, είχαν έναν φρουρό μέρα και νύχτα κοντά στη ρωγμή του βόρειου τοιχώματος. Από το νότο δεν περίμεναν εχθρούς, ούτε υπήρχε φόβος να αναρριχηθεί κανείς στο Άμον Ρουδ από αυτή την κατεύθυνση. Αλλά τη μέρα είχαν τις περισσότερες φορές στην κορυφή του λόφου έναν φρουρό που μπορούσε να δει γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις. Όσο απότομες κι αν ήταν οι λοφοπλαγιές, ήταν δυνατό να ανεβεί κανείς στην κορυφή, γιατί στα ανατολικά από το στόμιο της σπηλιάς υπήρχαν πελεκημένα σκαλοπάτια μέχρι τις πλαγιές απ' όπου μπορούσε να φτάσει χωρίς βοήθεια.
Έτσι προχωρούσε η χρονιά χωρίς δεινά ή ανησυχίες. Όμως καθώς περνούσαν οι μέρες και η λίμνη γινόταν γκρίζα και κρύα και οι σημύδες γυμνές και ξαναγύρισαν οι μεγάλες βροχές, ήταν αναγκασμένοι να περνούν πιο πολύ χρόνο μέσα στην σπηλιά. Τότε κουράστηκαν γρήγορα από το σκοτάδι κάτω από το λόφο ή από το αμυδρό μισόφωτο στις αίθουσες. Και οι περισσότεροι πίστευαν ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη αν δεν τη μοιράζονταν με τον Μιμ. Πολύ συχνά ο Νάνος εμφανιζόταν από κάποια σκοτεινή γωνιά ή από κάποια πόρτα ενώ νόμιζαν ότι βρίσκεται αλλού. Και όσο ήταν κοντά τους ο Μιμ, τους έπιανε μια ανησυχία. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους ψιθυριστά.
Όμως, -κι αυτό τους φαινόταν παράξενο--, με τον Τούριν γινόταν το αντίθετο. Ήταν όλο και πιο φιλικός με το γερο-Νάνο και άκουγε όλο και πιο πολύ τις συμβουλές του. Το χειμώνα που ακολούθησε καθόταν πολλές ώρες με τον Μιμ και άκουγε τις γνώσεις του και τις ιστορίες της ζωής του. Και ο Τούριν δεν τον επέπληττε αν μιλούσε άσχημα για τους Έλνταρ. Ο Μιμ έδειχνε ικανοποιημένος και σε αντάλλαγμα έδειχνε μεγάλη εύνοια στον Τούριν. Μόνο αυτόν άφηνε να μπει στο θάλαμο του σιδηρουργείου κι εκεί κάθονταν και μιλούσαν σιγανά.
--
Αλλά όταν πέρασε το φθινόπωρο, ο χειμώνας τους πίεσε σκληρά. Πριν από το χειμερινό ηλιοστάσιο το χιόνι κατέβηκε από το Βορρά βαρύτερο από όσο το είχαν ζήσει στις κοιλάδες των ποταμών. Εκείνη την εποχή, και όλο και περισσότερο όσο μεγάλωνε η δύναμη της Άνγκμπαντ, οι χειμώνες χειροτέρευαν στο Μπελέριαντ. Το Άμον Ρουδ σκεπάστηκε από παχύ στρώμα χιονιού και μόνο οι πιο ανθεκτικοί τολμούσαν να κατεβούν από το λόφο. Μερικοί αρρώστησαν και όλοι υπέφεραν από την πείνα.
Μια μέρα μέσα στο σούρουπο στη μέση του χειμώνα εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά τους ένας Άνθρωπος, όπως φαινόταν, ψηλός και ογκώδης, ντυμένος με λευκό μανδύα και κουκούλα. Είχε ξεφύγει από τους φρουρούς τους και ήρθε περπατώντας ως τη φωτιά τους αμίλητος. Πετάχτηκαν όλοι πάνω, κι αυτός γέλασε κι έριξε πίσω την κουκούλα και είδαν ότι ήταν ο Μπέλεγκ ο Τοξότης. Κάτω από το φαρδύ μανδύα του είχε ένα μεγάλο σακίδιο με πολλά πράγματα για τη βοήθεια των ανθρώπων.
Έτσι ο Μπέλεγκ γύρισε κοντά στον Τούριν, υπακούοντας στην αγάπη του αντί για τη σύνεσή του. Ο Τούριν χάρηκε πραγματικά, γιατί είχε μετανιώσει για το πείσμα του. Και τώρα είχε πραγματοποιηθεί η επιθυμία της καρδιάς του χωρίς να χρειαστεί να ταπεινωθεί ή να υποχωρήσει. Αλλά αν ο Τούριν χάρηκε, δεν έγινε το ίδιο με τον Αντρόγκ και με μερικούς άλλους της συμμορίας. Αυτοί πίστευαν ότι είχε υπάρξει προσυνεννόηση ανάμεσα στον Μπέλεγκ και τον αρχηγό τους, που την είχε κρατήσει κρυφή. Και ο Αντρόγκ τους παρακολουθούσε με ζήλια καθώς κάθονταν ξέχωρα και μιλούσαν οι δυο τους.
Ο Μπέλεγκ είχε φέρει μαζί του το Κράνος του Χάντορ, γιατί πίστευε ότι μπορεί να 'κανε πάλι τη σκέψη του Τούριν ν' αψηφήσει αυτήν τη ζωή που έκανε στις ερημιές σαν αρχηγός μιας ασήμαντης συμμορίας.
“Αυτό που σου φέρνω πίσω είναι δικό σου”, είπε στον Τούριν, βγάζοντας το κράνος, “Το άφησες στη φύλαξή μου στους βόρειους βάλτους, αλλά δεν το ξέχασες, ελπίζω”.
“Σχεδόν”, απάντησε ο Τούριν, “Δεν θα ξαναγίνει όμως αυτό”. Και απόμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας μακριά με τα μάτια της σκέψης του, μέχρι που ξαφνικά είδε να γυαλίζει κάτι άλλο στα χέρια του Μπέλεγκ. Ήταν το δώρο της Μέλιαν. Αλλά τα ασημένια φύλλα έδειχναν κόκκινα στο φως της φωτιάς και όταν ο Τούριν είδε τη σφραγίδα, τα μάτια του σκοτείνιασαν.
“Τι έχεις εκεί;” είπε.
“Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να δώσει κάποια που σ' αγαπά πολύ”, απάντησε ο Μπέλεγκ. “Αυτό είναι λέμπας ιν Έλιδ, το ψωμί των Έλνταρ, που κανείς άνθρωπος δεν έχει γευτεί ως τώρα”.
“Το κράνος των πατέρων μου το παίρνω με καλή διάθεση αφού το φύλαξες”, είπε ο Τούριν. “Αλλά δεν θα δεχτώ δώρα από το Ντόριαθ”.
“Τότε στείλε πίσω το σπαθί και τα όπλα σου”, είπε ο Μπέλεγκ, “Στείλε πίσω επίσης τη διδασκαλία και την ανατροφή της νιότης σου. Και άφησε τους άντρες σου, που, όπως λες, ήταν πιστοί, να πεθάνουν στην ερημιά για να ικανοποιηθεί το πείσμα σου! Όμως, αυτό το ψωμί των Έλνταρ ήταν δώρο όχι σ' εσένα αλλά σ' εμένα και μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω. Μην το φας αν σκαλώνει στον λαιμό σου, άλλοι όμως μπορεί να είναι πιο πεινασμένοι και λιγότερο περήφανοι”.
Τα μάτια του Τούριν άστραψαν, αλλά μόλις κοίταξε τον Μπέλεγκ καταπρόσωπο, η φωτιά μέσα τους έσβησε και έγιναν γκρίζα και με φωνή που μόλις ακουγόταν είπε:
“Απορώ, φίλε, πώς καταδέχεσαι να γυρίζεις πίσω σ' έναν τόσο άξεστο. Από σένα θα πάρω ό,τι κι αν δώσεις, ακόμη και επίπληξη. Στο εξής θα με συμβουλεύεις σε όλα, εκτός από το δρόμο για το Ντόριαθ”.