1.6 Ο Τομπάιας Γκρέγκσον μας δείχνει τι είναι ικανός να επιτύχει (2)
«'Ο Κος Ντρέμπερ έμεινε μαζί μας για σχεδόν τρεις εβδομάδες. Μαζί με τον γραμματέα του, τον Κο Στάνγκερσον, ταξίδευαν στην Ήπειρο. Πρόσεξα μια ετικέτα που πάνω της έγραφε ‘Κοπεγχάγη' πάνω σε όλα τους τα μπαούλα, δείχνοντας πως επρόκειτο για την τελευταία τους στάση. Ο Στάνγκερσον ήταν σιωπηλός, συγκρατημένος άνθρωπος, αλλά ο εργοδότης του, λυπάμαι που το λέω, διέφερε κατά πολύ. Ήταν τραχύς στις συνήθειες του και κτηνώδης στους τρόπους του. Την ίδια νύχτα της άφιξης του ήπιε τόσο πολύ που μέθυσε, και όντως, από τις δώδεκα και μετά κατά τη μέρα μετά δυσκολίας ήταν νηφάλιος. Η συμπεριφορά του προς τις υπηρέτριες ήταν αισχρά φιλελεύθερη και όλο οικειότητα. Το χειρότερο από όλα, δίχως να χάσει χρόνο εφήρμοσε την ίδια συμπεριφορά προς την κόρη μου, την Άλις, και της μίλησε σε αρκετές περιστάσεις κατά τρόπο τον οποίο, ευτυχώς, είναι αρκετά αθώα για να κατανοήσει. Σε μια περίπτωση την έπιασε κυριολεκτικά στα χέρια του και την αγκάλιασε—ένα αίσχος το οποίο έκανε τον ίδιο του τον γραμματέα να τον επιπλήξει για την αναξιοπρεπή διαγωγή του.
«'Εντούτοις ποιος ο λόγος που τα ανεχτήκατε όλα αυτά», την ρώτησα. ‘Υποθέτω πως έχετε την δυνατότητα να διώξετε τους ενοικιαστές όποτε το επιθυμείτε.'
«'Η Κα Σαρπεντιέ κοκκίνισε στην σχετική ερώτηση μου. ‘Μα τον Θεό θα τον είχα ειδοποιήσει την ίδια μέρα που ήρθε», είπε. ‘Όμως αποτελούσε έναν βασανιστικό πειρασμό. Πλήρωναν μια λίρα την ημέρα καθένας τους—δεκατέσσερις λίρες την εβδομάδα, και μάλιστα σε μια περίοδο ύφεσης. Είμαι χήρα, και το αγόρι μου στο Ναυτικό μου έχει κοστίσει πολλά. Μου κακοφαινόταν να χάσω τα χρήματα. Ενήργησα προς το καλύτερο. Το τελευταίο πήγαινε πολύ, εντούτοις, και τον ειδοποίησα να φύγει εξαιτίας του. Αυτός ήταν ο λόγος της αναχώρησης του.'
«'Λοιπόν;'
«'Η καρδιά μου ελάφρυνε μόλις τον είδα να φεύγει. Ο γιος μου έχει άδεια αυτήν την περίοδο, όμως δεν του ανέφερα τίποτα από όλα αυτά, γιατί έχει την τάση να αγριεύει, και λατρεύει την αδελφή του. Όταν έκλεισα την πόρτα πίσω τους ένα βάρος σαν να σηκώθηκε από το μυαλό μου. Αλίμονο, σε λιγότερο από μια ώρα ήρθε να χτυπήσει το κουδούνι, και έμαθα πως ο Κος Ντρέμπερ είχε επιστρέψει. Ήταν εξαιρετικά αναστατωμένος, και εμφανώς υπερβολικά μεθυσμένος.
Μπήκε δια της βίας στο δωμάτιο, όπου καθόμουν με την κόρη μου, και προέβη σε κάποιο ακατάληπτο σχόλιο πως είχε χάσει το τραίνο του. Τότε στράφηκε στην Άλις, και μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, της πρότεινε να φύγει μαζί του. «Είσαι ενήλικη», είπε, «και δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε εμποδίζει. Τα χρήματα μου φτάνουν και περισσεύουν. Μην σκέφτεσαι τη μεγαλοκοπέλα από εδώ, μα έλα μαζί μου τώρα αμέσως. Θα ζήσεις σαν πριγκίπισσα.» Η φτωχιά η Άλις ήταν τόσο τρομαγμένη που ζάρωσε μακριά του, όμως εκείνος την έπιασε από τον καρπό και επιχείρησε να την τραβήξει προς την πόρτα. Εγώ έβαλα τις φωνές, και εκείνη την στιγμή ο γιος μου ο Άρθουρ μπήκε στο δωμάτιο. Τι συνέβη τότε δεν έχω ιδέα. Άκουσα βλαστήμιες και την αναμπουμπούλα της πάλης. Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη ακόμη και να σηκώσω το κεφάλι μου. Όταν κοίταξα πάνω είδα τον Άρθουρ να στέκεται στην πόρτα γελώντας, με ένα ραβδί στα χέρια του. «Δεν νομίζω ο φίνος αυτός τύπος να μας ενοχλήσει ξανά», είπε. «Θα τον ακολουθήσω για να δω τι θα κάνει.» Με αυτά τα λόγια πήρε το καπέλο του και κατηφόρισε τον δρόμο. Το επόμενο πρωί μάθαμε για τον μυστηριώδη θάνατο του Κου Ντρέμπερ.'
«Η προκειμένη κατάθεση ήρθε από τα χείλη της Κας Σαρπεντιέ εν μέσω παύσεων και αγκομαχητών. Κατά διαστήματα μιλούσε τόσο χαμηλά που μόλις άκουγα τα λόγια της. Κράτησα στενογραφικές σημειώσεις όλων όσων είπε, ωστόσο, έτσι ώστε να μην υπάρχει περίπτωση λάθους.»
«Αρκετά συναρπαστικό», είπε ο Σέρλοκ Χολμς, με ένα χασμουρητό. «Τι συνέβη κατόπιν;»
«Όταν η Κα Σαρπεντιέ σταμάτησε», συνέχισε ο ντετέκτιβ, «είδα πως ολόκληρη η υπόθεση κρεμόταν από ένα στοιχείο. Καρφώνοντας τη με τη ματιά μου κατά τρόπο τον οποίο πάντοτε βρίσκω αποτελεσματικό με τις γυναίκες, την ρώτησα τι ώρα επέστρεψε ο γιος της.
«'Δεν ξέρω,' απάντησε εκείνη. «'Δεν ξέρετε;' «'Όχι' έχει κλειδί για το μάνδαλο, και έτσι μπήκε μόνος του.'
«'Μετά την ώρα που είχατε ξαπλώσει;» «'Ναι.' «'Τι ώρα πήγατε για ύπνο;' «'Περί τις έντεκα.'
«'Οπότε ο γιος σας έλειψε τουλάχιστον δυο ώρες;' «'Ναι.» «'Ενδεχομένως τέσσερις ή πέντε;' «'Ναι.'
«'Τι έκανε κατά την διάρκεια αυτή;»
«'Δεν γνωρίζω,' απάντησε εκείνη, ασπρίζοντας μέχρι και τα χείλη της.
«Φυσικά κατόπιν αυτού δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο να γίνει. Ανακάλυψα που βρισκόταν ο ανθυποπλοίαρχος Σαρπεντιέ, πήρα δυο αξιωματικούς μαζί μου, και τον συνέλαβα. Όταν τον άγγιξα στον ώμο και τον προειδοποίησα να έρθει ήρεμα μαζί μας, μας απάντησε με τέτοιο θράσος, ‘Υποθέτω πως με συλλαμβάνετε ως ύποπτο για τον θάνατο εκείνου του μπαγαπόντη του Ντρέμπερ», είπε. Δεν του είχαμε αναφέρει τίποτα σχετικά, έτσι ώστε η αναφορά του υπέκρυπτε μια πλέον ύποπτη προοπτική.»
«Πολύ», είπε ο Χολμς.
«Κουβαλούσε ακόμη το βαρύ ραβδί το οποίο η μητέρα του είχε περιγράψει πως είχε όταν ακολούθησε τον Ντρέμπερ. Ήταν ένα γεροφτιαγμένο δρύινο ραβδί.
«Ποια είναι η θεωρία σου, λοιπόν;»
«Βασικά, η θεωρία μου είναι πως ακολούθησε τον Ντρέμπερ μέχρι την οδό Μπρίξτον. Φτάνοντας εκεί, ένας νέος διαπληκτισμός άρχισε μεταξύ τους, κατά την εξέλιξη του οποίου ο Ντρέμπερ δέχτηκε ένα χτύπημα από το ραβδί, στην βάση του στομαχιού, ίσως, το οποίο τον σκότωσε δίχως να αφήσει κάποιο σημάδι. Η νύχτα ήταν τόσο βροχερή ώστε δεν βρισκόταν κανείς τριγύρω, έτσι ο Σαρπεντιέ έσυρε το σώμα του θύματος στο κενό οίκημα. Όσο για το κερί, και το αίμα, και την γραφή στον τοίχο, και το δαχτυλίδι, είναι δυνατόν να αποτελούν τεχνάσματα για να απομακρύνουν την αστυνομία σε λάθος κατεύθυνση.»
«Πολύ καλά!» είπε ο Χολμς με μια ενθαρρυντική φωνή. «Αλήθεια, Γκρέγκσον, τα πας περίφημα. Υπάρχουν ελπίδες ακόμη για εσένα.»
«Κολακεύω τον εαυτό μου πως τα πήγα σχετικά καλά», απάντησε ο ντετέκτιβ περήφανα. «Ο νεαρός προέβη σε εθελουσία κατάθεση, στην οποία ανέφερε πως ακολουθώντας τον Ντρέμπερ για ένα διάστημα, εκείνος τον αντιλήφθηκε, και πήρε ένα αμάξι ώστε να του ξεφύγει. Επιστρέφοντας σπίτι του συνάντησε έναν παλιό συνάδελφο, και έκανε έναν μακρύ περίπατο μαζί του. Ερωτώμενος που έμενε εκείνος ο παλιός του συνάδελφος, απέτυχε να δώσει κάποια ικανοποιητική απάντηση. Θεωρώ πως όλη η υπόθεση ταιριάζει ασυνήθιστα καλά. Αυτό που με διασκεδάζει είναι όταν σκέφτομαι τον Λεστρέιντ, ο οποίος ξεκίνησε ακολουθώντας λάθος κατεύθυνση. Φοβούμαι πως δεν θα καταφέρει και πολλά. Κατά φωνή, μα τον Ιώβ, ορίστε αυτοπροσώπως!»
Επρόκειτο όντως για τον Λεστρέιντ, ο οποίος είχε ανέβει τα σκαλιά καθώς εμείς μιλούσαμε, και ο οποίος μόλις έμπαινε στο δωμάτιο. Η σιγουριά και η αυταρέσκεια η οποία γενικά επιδείκνυε η συμπεριφορά του και το ντύσιμο του, εντούτοις, έδειχναν να απουσιάζουν. Το πρόσωπο του ήταν αναστατωμένο και προβληματισμένο, ενώ τα ρούχα του ήταν αναστατωμένα και αφρόντιστα. Είχε προφανώς έρθει με την πρόθεση να συμβουλευτεί τον Σέρλοκ Χολμς, γιατί αντιλαμβανόμενος τον συνάδελφο του έδειξε να σαστίζει και να παραιτείται. Στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, στριφογυρίζοντας νευρικά το καπέλο του και αβέβαιος για το τι να κάνει. «Πρόκειται για μια εξαιρετικά ιδιαίτερη περίπτωση», είπε τελικά—«μια πλέον ασύλληπτη περίπτωση.»
«Αχά, έτσι πιστεύεις, Κε Λεστρέιντ!» αναφώνησε ο Γκρέγκσον, θριαμβευτικά. «Πίστευα πως θα κατέληγες σε αυτό το συμπέρασμα. Κατάφερες να εντοπίσεις τον Γραμματέα, τον Κο Τζόζεφ Στάνγκερσον;»
«Ο Γραμματέας, Κος Τζόζεφ Στάνγκερσον», είπε ο Λεστρέιντ βαρύθυμα», δολοφονήθηκε στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ στις έξι η ώρα σήμερα το πρωί.»