Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής
Η ιστορία αγάπης του Θεού Έρωτα και της Ψυχής αποτελεί ίσως το ωραιότερο παραμύθι της μυθολογίας.
Πολλοί ήταν αυτοί που καταπιάστηκαν με το μύθο αυτό, Αρχαίοι Έλληνες, αλλά και Λατίνοι συγγραφείς, με κυριότερο το Ρωμαίο συγγραφέα, Λούκιο Απουλήιο.
Σε αυτό το βίντεο το οποίο δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το κανάλι μαθημάτων ελληνικής γλώσσας “Do you speak Greek?”
θα σας παρουσιάσουμε την εκδοχή του μύθου σύμφωνα με το έργο του.
Εσείς μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή στο κανάλι μας και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι
για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο. Τί λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Η Ψυχή ήταν κόρη ενός βασιλικού ζευγαριού, που κυβερνούσε σε μια μεγάλη, πλούσια και ισχυρή πόλη.
Είχε δύο μεγαλύτερες αδερφές. Αυτή ήταν η τρίτη, η πιο μικρή και η πιο όμορφη.
Η ομορφιά της ήταν τόσο εκθαμβωτική, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη θα μπορούσε κανείς να τη συγκρίνει.
Όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε, σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά.
Με τον καιρό, λοιπόν, όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα, που είχε κατεβεί στη γη.
Ακριβώς επειδή ο κόσμος είχε αυτήν την αντίληψη, σταμάτησαν να κάνουν θυσίες προς τιμήν της θεάς.
Η Θεά Αφροδίτη εξοργίστηκε και μην αντέχοντας την προσβολή έδωσε εντολή στο μονάκριβο της γιο, το φτερωτό Θεό Έρωτα,
να γίνει ο μεσολαβητής της εκδίκησης της.
Του πρόσταξε να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα
τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου.
Ο Έρωτας υπάκουσε την εντολή της μητέρας του, πήρε το τόξο και τα βέλη του και πήγε να σημαδέψει την Ψυχή.
Την πλησίασε απαρατήρητος.
Όταν την είδε όμως καταγοητεύτηκε και με μια απρόσεκτη κίνηση τραυματίστηκε από το ίδιο του το βέλος.
Την ερωτεύτηκε παράφορα.
Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας.
Όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του,
και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη.
Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί, ενώ εκείνη ήταν κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Στεναχωρημένος ο πατέρας της -μη μπορώντας να βλέπει τη θυγατέρα του σε αυτήν την κατάσταση-,
αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του.
Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή.
Έπρεπε να οδηγήσουν τη Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο,
στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού.
Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό.
Ένα πελώριο φίδι, φτερωτό, που προξενούσε το φόβο ακόμη και στο μεγάλο Δία.
Ο βασιλιάς τρόμαξε, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Αυτό ήταν το γραμμένο της κόρης του.
Τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησε και έφυγε.
Τότε ο άνεμος Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες,
την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Εκεί, η Ψυχή σαστισμένη, περιπλανιόταν,
έως ότου βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο.
Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή.
«Όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι!
Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου,
φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε.
Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου.
Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν.
Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει.
Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του,
προτού όμως ξημερώσει, χάθηκε από κοντά της.
Έτσι περνούσε ο καιρός.
Την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα
και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη.
Από την άλλη, οι γονείς της γερνούσαν μέσα στο πένθος,
ενώ κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες κόρες τους και προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν.
Σιγά σιγά όμως και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη και με δάκρυα και παρακάλια
καταφέρνει να πείσει τον άντρα της να επιτρέψει να έρθουν οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά.
Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως.
«Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού.
Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως.
Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη».
Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του.
Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει και δεν θέλει να τον χάσει.
Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της.
Αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θα είναι θνητό.
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν τη Ψυχή,
στους θρήνους τους όμως αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της.
Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι.
Η χαρά τους είναι ανείπωτη.
Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους
και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη,
καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους,
τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αναρίθμητους θησαυρούς.
Στους γέρους γονείς τους δε λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής.
Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη.
Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στη Ψυχή.
Δε σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της.
Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα,
πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος, όμορφος και δυνατός άντρας,
που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά, κυνηγώντας.
Εκείνες ζήλεψαν ακόμα περισσότερο,
γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες.
Όμως ο σύντροφος της Ψυχής ήξερε τις διαθέσεις που είχαν οι κακές αδερφές
και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή
που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του.
Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες
και έτσι η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της
είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία.
Εκείνες έπεσαν πάνω της και την ανάγκασαν να παραδεχτεί,
πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της.
Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της
δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα.
Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της.
Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο.
Μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση,
αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη.
Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά,
σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι.
Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε.
Μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ότι τον φανταζόταν.
Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του.
Το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη.
Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο.
Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα.
Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της, προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της.
Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Ξαφνικά, μια σταγόνα καυτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στο γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού.
Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του,
ανοίγει τα φτερά του για να φύγει.
Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα.
Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί.
Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού,
και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη.
Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί,
εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του.
Ο θεός Πάνας, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή, ένας είναι ο σκοπός της ζωής της. Να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία.
Πρώτα όμως πρέπει, να τιμωρήσει τις αδερφές της.
Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην.
Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της.
Την προέτρεψε να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια,
πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει ο Ζέφυρος.
Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες.
Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει.
Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν,
όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη,
που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της.
Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της.
Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή.
Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα.
Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα.
Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης
το κάθε είδος στάρι, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά.
Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών.
Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού,
και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι.
Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες.
Πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της
τις τούφες μαλλιού που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων
και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν.
Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς,
μια και η δική της είχε τελειώσει.
Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της
και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες.
Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τί είχε να αντιμετωπίσει εκεί.
Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια.
Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο,
ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη,
και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα.
Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους.
Αρκετά είχε δοκιμαστεί.
Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ λησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο, όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη,
τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει.
Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία,
που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο,
για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή.
Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία.
Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα. Την Ηδονή.