The two faces of Greece | Alexis Papahelas | TEDxAcademy
Μεταγραφή: Mary Keramida Επιμέλεια: Natalia Savvidi
Πρέπει να πω ότι όταν πήρα την πρόσκληση από το TEDx για να μιλήσω εδώ
αγχώθηκα, μου 'ρθε έτσι μια στιγμή από τα παιδικά μου χρόνια
- να το εξομολογηθώ αυτό -
όπου έπρεπε να μιλήσω σ' ένα θέατρο για μια εργασία
- πολύ πιο μικρό θέατρο -
αγχώθηκα τόσο πολύ που στην αρχή τραύλιζα
και μετά άρχισαν να βγαίνουν διάφοροι περίεργοι ήχοι, εν πάσει περιπτώσει,
μέσα απ' τη φωνή μου.
Πέρασε ο καιρός, το ξέχασα αυτό
και κάποια στιγμή μου προτάθηκε να βγω στην τηλεόραση.
Ομολογώ ότι μ' έπιασε κρύος ιδρώτας.
Είπα όμως ότι ρε παιδί μου, αυτό που σε αγχώνει πρέπει να το δαμάζεις.
Τελικά δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή απ' αυτό.
Αποφάσισα, λοιπόν, να βγω στην τηλεόραση.
Πρώτη φορά βγήκα ζωντανά από τον Λευκό Οίκο.
Έκανα μια καταπληκτική γεωπολιτική ανάλυση,
ιδιοφυή κατά τη γνώμη μου για την εποχή εκείνη,
αλλά είχα φοβερό τρακ, δεν ήξερα τι είπα, πώς τα είπα, κτλ.
Παίρνω τη μάνα μου στην Αθήνα λοιπόν, της λέω:
«Ρε μάνα, πώς σου φάνηκαν αυτά που είπα;»
«Ρε παιδί μου τι καπαρντίνα είναι αυτή που φορούσες;» μου λέει.
(Γέλια)
Κατάλαβα λοιπόν με τα χρόνια ότι πολλές φορές
έχει πολύ λιγότερη σημασία το τι λες,
αλλά το τι θέλει ν' ακούσει ο άλλος, τι θέλει να δει, τι θέλει να συγκρατήσει.
Για να μιλήσω σοβαρά, όμως, όταν καθόμουνα να γράψω γι' αυτό το θέμα
που πολύ μ' αρέσε όταν το άκουσα,
«Το μέλλον που μοιραζόμαστε»
ήταν ένα περίεργο πράγμα, ένιωθα μια δύναμη της αδράνειας
την ώρα που καθόμουνα να το σκεφτώ, να δω τι θα ήθελα να πω,
με τραβούσε ένα χέρι συνεχώς,
να δω το τελευταίο κουτσομπολιό για κάποιον πολιτικό,
να μπω κάπου να δω τη δήλωση βόμβα του τάδε,
ν' ανοίξω την τηλεόραση να δω έναν ακόμα τηλεκαβγά
που μοιάζει με χιλιοπαιγμένη επιθεώρηση.
Και λέω τι έχουμε πάθει όλοι εμείς που υποτίθεται ότι ασχολούμαστε
με τα δημόσια πράγματα στη χώρα, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες.
Πόσο μας τρώει αυτή η καθημερινότητα αν θέλετε το κουτσομπολιό,
αυτό το πράγμα που δεν βγάζει πουθενά.
Και σας διαβεβαιώ γιατί το ζω καθημερινά
δεν υπάρχει κανείς που σκέφτεται ή σχεδιάζει
ούτε δεξιός ούτε αριστερός ούτε κεντρώος, κανείς,
πέρα από τις επόμενες κάλπες,
πέρα από την επόμενη δόση της Τρόικας
ή πέρα απ' τις επόμενες προσλήψεις.
Κι αυτό είναι κάτι που τουλάχιστον εμένα με φοβίζει,
πόσο περισσότερο όμως να φοβίζει μια κοινωνία
που έχει νιώσει ότι έχει χάσει πραγματικά το έδαφος κάτω απ' τα πόδια της.
Μια κοινωνία που αισθάνθηκε ότι ό,τι είχε συνηθίσει σαν βιωτικό επίπεδο
πραγματικά καταστράφηκε μέσα σε λίγα χρόνια.
Μια κοινωνία η οποία πραγματικά φοβάται και δεν βλέπει φως,
γιατί κατά τη γνώμη μου ο μόνος τρόπος ν' αντιμετωπίσεις τον φόβο
είναι με την αλήθεια και με όραμα ή ακόμα καλύτερο σχέδιο.
Καθώς λοιπόν τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, σκεφτόμουνα ότι
ένα μεγάλο θέμα που έχουμε είναι ότι - κι αυτό το έχει δείξει η ιστορία -
ότι όταν περνάει μια χώρα μια τόσο μεγάλη κρίση,
ανοίγουν αν θέλετε βαθύτερα ρήγματα,
πράγματα τα οποία είναι γνωρίσματα ενός λαού
έρχονται στο προσκήνιο μ' έναν πιο έντονο τρόπο.
Και τώρα έχουν έρθει στο προσκήνιο
και απειλούν τον τρόπο που σκεφτόμαστε μερικές φορές.
Ένα σύνδρομο που έχουμε πάθει τώρα, κοιτάμε συνέχεια προς τα πίσω,
συνέχεια, συνέχεια είναι σαν να είμαστε καρφωμένοι στον πίσω καθρέφτη.
Κι όποιος το κάνει αυτό είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα τρακάρει.
Δεν μπορείς να έχεις ούτε ορατότητα, ούτε όραμα.
Δεν λέω για να μην παρεξηγηθώ ότι δεν πρέπει να υπάρξει κάθαρση
για όσα γίνανε, τα πολλά που γίνανε και δεν λέω ότι δεν φταίμε όλοι,
ότι δεν στηρίξαμε πράγματα που δεν στηρίζονταν μες την απελπισία μας,
ότι βολευτήκαμε όταν δεν έπρεπε να βολευτούμε
ή ότι δεν μιλήσαμε όταν έπρεπε να μιλήσουμε.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ.
Όμως το κοίταγμα προς τα πίσω, πρέπει να 'χει κι ένα όριο.
Ένα δεύτερο πράγμα το οποίο βγαίνει πολύ στην επιφάνεια
είναι αυτή η μανία καταδίωξης, αυτό το περίφημο στερεότυπο
που λέει ότι είμαστε ένας λαός περιούσιος, μοναδικός, που όλοι τον κυνηγάνε.
Δεν διαφωνώ ότι είμαστε ένας λαός μοναδικός,
προφανώς έχουμε μια πολύ μεγάλη ιστορία,
αλλά δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που μας κυνηγάνε
πάντως δεν έχουνε κάνει πολύ καλή δουλειά.
(Γέλια)
Κοιτάξτε γύρω σας και δείτε ότι η Ελλάδα μετά απ' αυτή την κρίση
είναι ακόμα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου.
Κοιτάξτε να δείτε ότι είμαστε στα πιο κλειστά κλαμπ της δύσης.
Κοιτάξτε να δείτε τη μόρφωση που έχει η νέα ελληνική γενιά
και κοιτάξτε να δείτε ότι ο υπόλοιπος πλανήτης θα κοιτούσε με πολλή ζήλεια
το πού είναι η Ελλάδα ακόμα σήμερα.
Και για μένα η πρόκληση είναι το να κρατήσουμε αυτό το επίπεδο,
να μείνουμε εδώ πού είμαστε και να πάμε μπροστά.
Τώρα να σας πω κι ένα τρίτο σύνδρομο
το οποίο επειδή το 'χω ζήσει στο πετσί μου έχει γίνει αγαπημένο μου θέμα,
που είναι οι θεωρίες συνωμοσίας.
Μπορώ να σας μιλήσω για ώρες για θεωρίες συνωμοσίας,
και θα σας πω και μια ιστορία γιατί πραγματικά είναι απ' αυτές
που με κάνουν μερικές φορές να γελάω μόνος μου
όταν σκέφτομαι το πόσο μπερδεμένα τα 'χουμε στο μυαλό μας.
Πριν από 3-4 χρόνια πήρα μια πρόσκληση
από την καταραμένη αυτή Λέσχη Μπίλντερμπεργκ
για να πάω σε μια συνεδρίασή της.
Ήταν η δεύτερη φορά και κάλεσα ένα φίλο μου και τον ρώτησα τι να κάνω.
Να σας πω ότι αυτός ο φίλος μου είναι τόσο λάτρης των θεωριών συνωμοσίας που μπορεί να του κάνεις το καλύτερο δώρο, το καλύτερο ταξίδι, την πιο ωραία γυναίκα
δεν τον νοιάζει,
δωσ' του μια θεωρία συνωμοσίας και ζει κι αναπνέει γι' αυτό.
Του λέω λοιπόν: «Ρε παιδί μου τι να κάνω;» Του λέω: «Να πάω;»
Με κοίταξε έτσι μ' ένα ύφος σαν να 'μαι λίγο τρελός,
λίγο, «τώρα τι πάει να κάνει αυτός», με ρώτησε γιατί θέλω να πάω
του λέω, «Θέλω να πάω πρώτα για ν' ανοίξει το μυαλό μου,
γιατί θα ακούσω πράγματα που δεν μπορώ να τα ακούσω εδώ,
δεύτερον γιατί πάνε όλοι οι μεγάλοι διευθυντες εφημερίδων απ' την Ευρώπη και την Αμερική
και τρίτον» του λέω, «γιατί μπορεί να ακουστεί κάτι για την Ελλάδα εκεί,
δεν ξέρεις ποτέ» - δεν ακούστηκε -
(Γέλια)
«και καλό είναι να υπάρχει κι ένας Έλληνας να υποστηρίξει την ελληνική άποψη».
Άντε πήγαινε μου είπε.
Γύρισα πίσω, αυτός είχε μπει στο σάιτ εντωμεταξύ της λέσχης
είχε δει τα θέματα προς συζήτηση είναι όλα εκεί, το ποιοι πήγαν, τα πάντα.
Έρχεται η πρώτη μέρα, τι έγινε του λέω:
«Σε παρακαλώ αυτά είναι σοβαρά πράγματα».
Ήρθε τη δεύτερη μέρα, την τρίτη μέρα,
του λέω την τρίτη μέρα: «Κοίταξε να δεις θα πάρεις έναν όρκο Μπίλντερμπεργκ».
Μου λέει: «Τι είναι αυτός ο όρκος;»
Του λέω: «Δεν έχω ιδέα τι είναι, αλλά ξέρω ότι αν τον παραβείς την έχεις βάψει».
Για να μην παρεξηγηθούμε και μεταξύ μας, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Αφού λοιπόν του το είπα αυτό, του λέω:
«Κοίταξε να δεις, έγινε μια ψηφοφορία»
ούτε ψηφοφορίες γίνονται, σας το λέω για να μην επίσης παραξηγηθούμε,
του λέω: «Έγινε μια ψηφοφορία και αποφασίσαμε με 149 ψήφους
έναντι 14 ότι το 2013 θα ξαναχαρακτούν τα σύνορα της Τουρκίας».
«Το 'ξερα» μου λέει, «το 'ξερα, το 'ξερα».
(Γέλια)
Αντιλαμβάνεστε ότι από τότε προσεύχομαι κάθε μέρα μην διαλυθεί η Τουρκία,
γιατί την έχω βάψει.
(Γέλια)
Αλλά για να μιλήσω και πάλι σοβαρά.
Τι μαθαίνω εγώ όταν πηγαίνω τουλάχιστον και όλοι μας όταν πηγαίνουμε
σε τέτοιου είδους διεθνή φόρα.
Πρώτα απ' όλα ένα πράγμα που σου κάνει εντύπωση
είναι πόσο τρομαγμένοι είναι οι ηγέτες, οι τραπεζίτες,
όλοι οι υπόλοιποι που ασχολούνται μ' αυτά τα θέματα.
Είναι τρομαγμένοι, γιατί έχει φτιαχτεί ένα πράγμα που λέγεται παγκοσμιοποίηση
που είναι άγριο, που είναι απρόβλεπτο,
που ούτε οι ίδιοι ξέρουν πώς να το χειριστούν, κανείς δεν ξέρει.
Το δεύτερο είναι που σου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση
είναι πόσο μεγάλες είναι οι προκλήσεις που έχει ειδικά η Δύση
και πόσο μικροί είναι αυτοί οι ηγέτες.
Δεν ξέρω πού οφείλεται αυτό αλλά είναι γνώρισμα της εποχής μας.
Το τελευταίο βέβαια που κατάλαβα, και για μένα αυτό είναι σημαντικό
και πάει σ' αυτό που έλεγα ότι πρέπει πάντα να λες την αλήθεια,
είναι όσο και να θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου
δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, δεν είμαστε ο ομφαλός της γης.
Έχουμε την ιστορία μας, έχουμε μια μοναδική γεωπολιτική θέση
είμαστε ένας λαός, ένας τόπος ευλογημένος, από όλα αυτά που έχουμε γύρω μας,
δεν είμαστε όμως το κέντρο του κόσμου, κι όχι μόνο αυτό.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι είμαστε μια μικρή ψηφίδα σ' έναν πολύ ταραγμένο κόσμο.
Δεν είναι πια η Ευρώπη που ξέραμε,
δεν είναι η γειτονιά μας, η Αλβανία, η Βουλγαρία.
Έχουνε μπει χώρες στην Ευρώπη, απ' το ανατολικό μπλοκ
που έχουν περάσει δύσκολα, έχουνε πεινάσει.
Βλέπουν το δικό μας βιωτικό επίπεδο και πραγματικά το ζηλεύουν.
Έχει μπει μια Τουρκία σ' αυτόν τον νέο, τον άγριο καπιταλισμό.
Έχει μπει η Ρωσία, έχει μπει η Κίνα, θα μπει μια Αφρική,
η οποία θα φτιάξει μια καινούργια μεσαία τάξη, κοντά στο ένα δισ. τα επόμενα δέκα είκοσι χρόνια.
Αυτόν τον κόσμο έχουμε απέναντί μας,
μ' αυτόν τον κόσμο πρέπει να ανταγωνιστούμε και πρέπει να το πάρουμε απόφαση, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση,
αλλά μ' αυτούς πρέπει να τα βγάλουμε πέρα.
Τώρα, υπάρχουνε κάποιοι μες το φόβο που λένε το κλασικό:
- Τι κάνεις όταν φοβάσαι, όταν απειλείσαι; - Φτιάχνεις γύρω σου ξύλινα τείχη.
Να πάμε πίσω στην ιστορία μας να θυμηθούμε τι είναι τα ξύλινα τείχη;
Οι Βάρβαροι είναι έξω από την Αττική
και κάποιοι ανήμποροι, τους παίρνουν κάποιοι στο λαιμό τους
και πάνε και κρύβονται στον Παρθενώνα, πίσω απ' αυτά τα ξύλινα τείχη.
Δεν επιβίωσαν.
Κάποιοι άλλοι Έλληνες με τον Θεμιστοκλή μπαίνουν στη θάλασσα,
σ' ένα πολύ απρόβλεπτο περιβάλλον, δίνουν με την ελληνική δημιουργικότητα,
γενναιότητα, αποφασιστικότητα, τη μάχη εκεί και την κερδίζουν.
Και σώζουν και την Ευρώπη και την Ελλάδα από τους Βαρβάρους.
Αν βλέπω τον Θεμιστοκλή και τους υπόλοιπους πουθενά γύρω μου;
Τους βλέπω, καταρχήν να σας πω ότι έχοντας ζήσει στο εξωτερικό
βλέπω πόσο ο Έλληνας μπορεί να επιβιώσει, σε ταραγμένες θάλασσες
όταν ο Έλληνας είναι εξωστρεφής, όταν παίρνει το ρίσκο του
όταν όμως δουλεύει με κανόνες.
Έχω νιώσει πολύ μεγάλη υπερηφάνεια όταν πήγα στο Λος Άντζελες, στο Χόλιγουντ,
στο Σίλικον Βάλεϊ, στον Λευκό Οίκο, σε μίντια παντού
και έβλεπα Έλληνες χαρισματικούς, παντού σε καίριες θέσεις.
Δεν χρειάζεται όμως να μείνω στον ελληνισμό της διασποράς.
Πάρτε αυτή τη γενιά η οποία με γεμίζει και ελπίδα εμένα και στενοχώρια.
Ο Μιχάλης ο Μπαχτής είναι μια... εκπροσωπεί αυτή τη γενιά. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι φύγανε έξω γιατί δεν άντεχαν αυτό το κουκούλι
της μιζέριας, της αναξιοκρατίας, που έχουμε φτιάξει εδώ στην Ελλάδα.
Και είναι πολλοί αυτοί οι άνθρωποι. Τους συναντούμε παντού.
Βλέπω το παιδί που έχει τελειώσει το πολυτεχνείο
να δουλεύει σαν μάνατζερ σ' ένα ξενοδοχείο στη Σκωτία,
κάποιον άλλο που είναι στο Μόναχο που έχει ανοίξει ένα μαγαζί, κάποια παιδιά από τη Θεσσαλονίκη που έχουν ανοίξει κάτι άλλο στο Λονδίνο.
Νέους επιστήμονες στην Αμερική.
Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι κι αυτή η γενιά του Erasmus,
η γενιά αν θέλετε της ευκαιρίας που κυνηγάει σ' όλον τον κόσμο
θα γυρίσει σ' αυτόν τον τόπο, είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει
σ' αυτόν τον τόπο, πάντα γυρνάει
και πιστεύω θα είναι η μαγιά κάτι καινούργιου κάτι πολύ καλού
το οποίο θα ξημερώσει και δεν θα αργήσει να ξημερώσει.
Βλέπω όμως πολλά σημάδια ελπίδας και μέσα στην Ελλάδα, και δεν πρέπει να μας πιάνει απελπισία.
Βλέπω τα παιδιά που κρατήσαν ανοιχτά τα πανεπιστήμια, κόντρα στη μιζέρια,
δεν ήταν εύκολη ιστορία γι΄αυτούς.
Βλέπω ακόμα δημόσιους υπαλλήλους, αστυνομικούς
οι οποίοι κάνουν τη δουλειά τους με πολύ λίγα λεφτά, με επαγγελματισμό
που δεν θυμίζει άλλες εποχές.
Βλέπω πενηντάρηδες οι οποίοι έμειναν στον άσσο,
αλλά προσπαθούν και τώρα να φτιάξουν επιχειρηματικά δικτυα
για να επιβιώσουν.
Βλέπω τον Μύρωνα τον Μιχαηλίδη, ο οποίος φτιάχνει μια Λυρική
που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άλλες στον κόσμο.
Βλέπω την κυρία Σταυροπούλου που παίρνει μια διαλυμένη υπηρεσία, των προσφύγων, και μέσα σε λίγους μήνες την κάνει κάτι άλλο.
Δεν είναι τίποτα φοβερό, θέλει οργάνωση και σχέδιο
και μπορούμε να το κάνουμε.
Γιατί δε γίνεται τώρα αυτό, κατά τη γνώμη μου;
Μας λείπουν δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι ότι αυτή η Ελλάδα η οποία είναι δημιουργική,
πληρώνει τους φόρους της πληρώνει πολλά λεφτά
για να στέλνει τα παιδιά σε φροντιστήρια και σε πανεπιστήμια,
δεν εκπροσωπείται πολιτικά,
και πρέπει αυτό το πράγμα κάποια στιγμή ν' αλλάξει.
Με τον θυμό δεν μπορούμε ούτε να ταΐσουμε στόματα ούτε να αλλάξουμε τίποτα.
Με την αποχή, με το σνομπάρισμα της πολιτικής επίσης δε βγαίνει τίποτα.
Η δικιά μου γνώμη είναι ότι πρέπει
όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν σε τέτοιες αξίες, που πιστεύουν ότι υπάρχει αυτή η άλλη Ελλάδα,
να μπούνε στον δημόσιο διάλογο, στο καινούργιο καφενείο,
που είναι τα κοινωνικά μέσα,
να μπούνε σε κόμματα παλιά, καινούργια, ή να φτιάξουν και δικά τους, αλλά δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία, για κανέναν να μείνει έξω
απ' αυτό το καμίνι του δημόσιου διαλόγου, καμία δικαιολογία.
Όποιος νομίζει, όπως νόμιζε η ελληνική ελίτ για πολλά χρόνια
ότι μπορεί να μένει στο όμορφο σπίτι του στο τακτικό, το απόλυτα κανονισμένο
και γύρω-γύρω να υπάρχει αυθαιρεσία και σκουπίδια, είναι γελασμένος,
αυτό δεν βγάζει πουθενά.
Το δεύτερο που για μένα πρέπει να αλλάξει, είναι να είμαστε πιο πρακτικοί.
Νομίζω ότι ένα πράγμα απ' το οποίο πάσχουμε στην Ελλάδα είναι η υπερανάλυση.
Τα πάντα τα αναγάγουμε σε θέματα, ιδεολογίας, πολιτικής, αξιών
και δεν ξέρω τι άλλο.
Δεν είναι έτσι, θυμάμαι πάντα έναν Ελληνοαμερικάνο που είχα
γνωρίσει πολύ πετυχημένο στην Καλιφόρνια, ο οποίος μου έλεγε ότι ένα πράγμα
που τον τρέλαινε όταν ήτανε μικρός στο χωριό του
ήταν ότι είχε σπάσει η βρύση στο χωριό.
Δεκαπέντε μέρες καθόντουσαν όλοι οι άντρες στο καφενείο και τσακωνόντουσαν.
Ποιος φταίει, ο νομάρχης, ο βουλευτής, το κράτος, εσύ, εγώ.
Δεν έβρισκαν άκρη, την ίδια στιγμή οι γυναίκες του χωριού
φορτωνόντουσαν τις στάμνες και πηγαίνανε για πολλά χιλιόμετρα για να γεμίσουνε νερό από μια άλλη βρύση.
Μερικές φορές πραγματικά, νιώθω ότι αυτή η κοινωνια
που τόσα έχει υποφέρει πληρώνει την αδυναμία
ενός πολιτικού συστήματος, ενός γενικότερου συστήματος,
να φτιάξει τη βρύση, να ασχοληθεί με πρακτικά θέματα
όπως είναι τα νοσοκομεία, όπως είναι η παιδεία,
όπως είναι η δικαιοσύνη, δεν θέλει πάρα πολύ φαντασία,
είναι πραγματικά θέματα διοίκησης, μάνατζμεντ, πρακτικά θέματα.
Θέλω να καταλήξω λέγοντάς σας ότι υπάρχουν πολλοί σ' αυτούς τους καιρούς
οι οποίοι όπως είπα θέλουν να φτιάξουν ξύλινα τείχη,
άλλοι νομίζουν ότι πίσω απ' αυτά τα τείχη θα προστατεύσουν τα κεκτημένα τους
ή και τα συμφέροντά τους.
Δεν πρόκειται να καταφέρουν τίποτα, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες,
το παλιό θα σαρωθεί,
η Ελλάδα είναι σε ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο δεν μπορεί να ξανακλειστεί,
δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε η Ελλαδίτσα η οποία θα ζει μόνη της.
Έχουμε όλοι ευθύνη γι' αυτά που έρχονται και γι' αυτά που θα γίνουν,
και οι επώνυμοι και οι ανώνυμοι και οι βολεμένοι, αυτοί που έχουν υποφέρει.
Όλοι.
Και νομίζω ότι αυτό που είναι πάρα πολύ σημαντικό
είναι να σταματήσουμε το κοίταγμα προς τα πίσω
και να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά και πρακτικά
πώς θα αλλάξουμε όλα αυτά.
Και θα καταλήξω με μια φράση που μου είπε ένας φίλος που νομίζω τελικά
ότι έχει το νόημά της.
Μου λέει κοίταξε να δεις το παράπηγμα το οποίο έχουμε φτιάξει δεν αντέχει άλλο, γκρεμίζεται, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.
Αλλά μου λέει, αυτό που είναι πιο σημαντικό και το πιστεύω κι εγώ
είναι ότι δεν αξίζουμε να ζήσουμε σε ένα επισκευασμένο παράπηγμα.
Ευχαριστώ πολύ.
(Χειροκρότημα)