×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Conan Doyle, A. - Το Σημάδι Των Τεσσάρων, 5. Η τραγωδία της Οικίας Ποντιτσέρι

5. Η τραγωδία της Οικίας Ποντιτσέρι

Ήταν σχεδόν έντεκα η ώρα όταν φτάσαμε στην τελευταία φάση των νυχτερινών μας περιπετειών. Είχαμε αφήσει την πνιγηρή ομίχλη της μεγάλης πόλης πίσω μας κι η νύχτα ήταν αρκετά καλή. Ένας θερμός άνεμος φυσούσε από τα δυτικά και βαριά σύννεφα αργοδιάβαιναν τον ουρανό, με ένα μισοφέγγαρο να κρυφοκοιτάζει κατά καιρούς μέσα από τα διάκενα τους. Είχε καθαρίσει αρκετά ώστε να βλέπεις σε κάποια απόσταση, όμως ο Θαντέους Σόλτο πήρε μια από τις πλευρικές λάμπες της άμαξας για να φωτίσει καλύτερα τον δρόμο μας.

Η Οικία Ποντιτσέρι υψωνόταν εντός της ιδιόκτητης έκτασης της και περιβαλλόταν από έναν ψηλό τοίχο σκεπασμένο στην κορυφή με τριμμένο γυαλί. Μια μοναδική στενή πόρτα με σιδερένιο μάνταλο αποτελούσε τη μόνη μορφή εισόδου. Πλησιάζοντας τη ο οδηγός μας χτύπησε με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια τραχιά φωνή από μέσα.

«Εγώ είμαι, ΜακΜέρντο. Τώρα πια θα ́πρεπε να γνωρίζεις το χτύπημα μου.»

Ακούστηκε ένα έντονο μουγκρητό κι ένα κροτάλισμα κλειδιών. Η πόρτα άνοιξε βαριά, κι ένας κοντός άντρας με πλατύ στέρνο στάθηκε στο άνοιγμα, με το χλωμό φως της λάμπας να φέγγει πάνω στο προτεταμένο του πρόσωπο και στα γεμάτα δυσπιστία μάτια του.

«Εσείς είστε, Κε Θαντέους; Μα ποιοι είναι άλλοι; Δεν έλαβα κάποιες εντολές σχετικά με αυτούς από τον αφέντη.»

«Όχι, ΜακΜέρντο; Με ξαφνιάζεις! Είπα στον αδελφό μου χθες το βράδυ πως θα έφερνα μερικούς φίλους.»

«Δεν έχει βγει απ' το σπίτι σήμερα, Κε Θαντέους, και δεν έλαβα καθόλου εντολές. Γνωρίζετε πολύ καλά πως πρέπει να ακολουθήσω τον κανονισμό. Εσάς σας αφήνω να περάσετε, αλλά οι φίλοι σας θα πρέπει να μείνουν εκεί που είναι.»

Επρόκειτο περί ενός απρόσμενου εμπόδιου. Ο Θαντέους Σόλτο κοίταξε ολόγυρα του με ένα σαστισμένο και χαμένο βλέμμα.

«Άσχημο εκ μέρους σου, ΜακΜέρντο!» είπε. «Αν εγγυούμαι για αυτούς, σου αρκεί. Είναι κι η νεαρή κυρία, επίσης. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει σε ένα δημόσιο δρόμο τέτοια ώρα.»

«Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους», είπε ο πορτιέρης ανυποχώρητα. «Μπορεί να ‘ναι φίλοι δικοί σας, κι εντούτοις όχι φίλοι του αφέντη. Με πληρώνει καλά για να κάνω το καθήκον μου, και το καθήκον μου θα κάνω. Δεν γνωρίζω κανέναν από τους φίλους σας.»

«Ω, μα ναι γνωρίζεις, ΜακΜέρντο», φώναξε ο Σέρλοκ Χολμς εγκάρδια. «Δεν πιστεύω πως κατάφερες να με ξεχάσεις. Δεν θυμάσαι εκείνον τον ερασιτέχνη που πάλεψε τρεις γύρους μαζί σου στο διαμέρισμα του Άλισον τη νύχτα που είχες την τιμητική σου τέσσερα χρόνια πριν;»

«Όχι ο Κος Σέρλοκ Χολμς!» κραύγασε ο πρωταθλητής. «Μα το θεό είναι αλήθεια! Πως δε σας γνώρισα; Αν αντί να στέκεστε εκεί τόσο σιωπηλά είχατε έτσι απλά έρθει και μου ‘χατε ρίξει εκείνο το κροσέ σας κάτω από το σαγόνι, θα σας είχα γνωρίσει δίχως ρώτημα. Αχ, είστε εκείνος που χαράμισε τα χαρίσματα του! Θα μπορούσατε να ‘χετε βάλει πλώρη για ψηλά, αν είχατε ακολουθήσει την κλίση σας.»

«Βλέπεις, Γουώτσον, όταν όλα αποτυγχάνουν, έχω ένα ακόμη από τα επιστημονικά επαγγέλματα να με προσμένει», είπε ο Χολμς γελώντας. «Ο φίλος μας δεν θα μας αφήσει μέσα στο κρύο τώρα, είμαι βέβαιος.»

«Ελάτε μέσα, κύριε, ελάτε μέσα —εσείς κι οι φίλοι σας», απάντησε. «Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους, αλλά οι εντολές είναι πολύ αυστηρές. Έπρεπε να βεβαιωθώ για τους φίλους σας πριν τους αφήσω να περάσουν.»

Μέσα, ένα μονοπάτι από χαλίκι κατέληγε διαμέσου μιας χέρσας έκτασης σε ένα τεράστιο όγκο που αποτελούσε το σπίτι, τετράγωνο και στερούμενο φαντασίας, βυθισμένο ολότελα στις σκιές εκτός από ένα σημείο που το φεγγαρόφωτο έπεφτε σε κάποια γωνία και γυάλιζε σε ένα παράθυρο σοφίτας. Το τεράστιο μέγεθος του κτιρίου, με το σκοτάδι και την νεκρική σιωπή του, μου έφερε ένα ρίγος στην καρδιά μου. Ακόμη και ο Θαντέους Σόλτο φάνηκε να δυσανασχετεί, κι η λάμπα τρεμόπαιξε και κροτάλισε στο χέρι του.

«Δεν το καταλαβαίνω», είπε. «Θα πρέπει να έγινε κάποιο λάθος. Είπα κατηγορηματικά στον Μπαρθόλομιου πως θα ερχόμασταν, κι όμως δεν υπάρχει φως στο παράθυρο του. Δεν ξέρω τι να σκεφθώ.»

«Φυλάει πάντοτε τον χώρο καθαυτό τον τρόπο;» ρώτησε ο Χολμς.

«Ναι, έχει ακολουθήσει την συνήθεια του πατέρα μας. Ήταν ο αγαπημένος του γιος, ξέρετε, και μερικές φορές πιστεύω πως ίσως ο πατέρας μου να του είχε πει περισσότερα από όσα μου είπε ποτέ. Αυτό είναι το παράθυρο του Μπαρθόλομιου εκεί πάνω που χτυπά το φεγγαρόφωτο. Είναι αρκετά φωτισμένο, αλλά δεν υπάρχει φως από μέσα, θαρρώ.»

«Κανένα», είπε ο Χολμς. «Όμως διακρίνω μια υποψία από φως σε εκείνο το μικρό δωμάτιο πλάι στην πόρτα.»

«Α, αυτό είναι το δωμάτιο της οικονόμου. Εκεί κάθεται η γριά Κα Μπερνστόουν. Θα μας τα πει όλα σχετικά. Όμως δε θα σας πείραζε να σταθείτε εδώ για κάνα δυο λεπτά, γιατί αν μπούμε όλοι μαζί, και δεν είναι προειδοποιημένη για τον ερχομό μας, μπορεί να τρομάξει. Μα, σιωπή! Τι είναι αυτό;»

Σήκωσε την λάμπα του, και το χέρι του έτρεμε μέχρι που φωτεινοί κύκλοι τρεμόπαιζαν και κυμάτιζαν ολόγυρα μας. Η Δεσποινίδα Μόρσταν άδραξε τον καρπό μου και μείναμε όλοι εκεί, με τις καρδιές μας να πάλλονται, και στήνοντας αυτί. Από το μεγάλο σκοτεινό σπίτι ακούστηκε μέσα στην σιωπηλή νύχτα ο θλιβερός και πλέον οικτρός ήχος — το στριγκό, όλο αναφιλητά κλαψούρισμα μιας τρομοκρατημένης γυναίκας.

«Είναι η Κα Μπερνστόουν», είπε ο Σόλτο. «Είναι η μοναδική γυναίκα στο σπίτι. Περιμένετε εδώ. Θα επιστρέψω στη στιγμή.»

Βιάστηκε να πάει στην πόρτα και χτύπησε με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του. Είδαμε μια ψηλή ηλικιωμένη γυναίκα να τον δέχεται και να ταλαντεύεται από ευχαρίστηση στη θέα του και μόνο.

«Ω, κ. Θαντέους, κύριε, χαίρομαι τόσο που ήρθατε! Χαίρομαι τόσο που ήρθατε, κ. Θαντέους, κύριε!»

Ακούσαμε τα επαναλαμβανόμενα πανηγύρια της ώσπου η πόρτα έκλεισε κι η φωνή της έσβησε σε ένα πνιγμένο μουρμούρισμα.

Ο οδηγός μας είχε αφήσει την λάμπα του. Ο Χολμς την έστρεψε αργά ολόγυρα και παρατήρησε επίμονα το σπίτι και τους μεγάλους σωρούς μπαζών που γέμιζαν τον χώρο. Η Δεσποινίδα Μόρσταν κι εγώ στεκόμασταν μαζί, και το χέρι της βρισκόταν μέσα στο δικό μου. Ένα θαυμαστά λεπτό πράγμα είναι η αγάπη, γιατί να' μαστε οι δυο μας εδώ, που δεν είχαμε ποτέ πριν δει ο ένας τον άλλο πριν την μέρα εκείνη, μεταξύ των οποίων ούτε μια λέξη ή καν ένα βλέμμα στοργής δεν είχε υπάρξει, κι όμως τώρα σε μια ώρα δύσκολη τα χέρια μας ενστικτωδώς αναζήτησαν το ένα το άλλο. Απορώ για αυτό από τότε, όμως την ώρα εκείνη έμοιαζε το πλέον φυσικό πράγμα να κινηθώ έτσι απέναντι της, και, όπως συχνά μου ανέφερε, κι εκείνη ένοιωσε το ένστικτο να στραφεί σε μένα για παρηγοριά και προστασία. Έτσι στεκόμασταν χέρι-χέρι σα δυο παιδιά, κι υπήρχε γαλήνη στις καρδιές ενάντια σε όλα τα σκοτεινά πράγματα που μας περιέβαλαν.

«Τι παράξενο μέρος!» είπε εκείνη, κοιτώντας ολόγυρα.

«Μοιάζει λες κι όλοι οι τυφλοπόντικες της Αγγλίας αφέθηκαν ελεύθεροι εδώ. Έχω δει κάτι παρόμοιο στην πλαγιά ενός λόφου κοντά στο Μπάλαρατ, εκεί που δούλευαν οι μεταλλοδίφες.»

«Και από τον ίδιο λόγο», είπε ο Χολμς. «Αυτά είναι τα ίχνη εκείνων που αναζητούσαν τον θησαυρό. Θα θυμάστε πως έξι χρόνια έψαχναν για αυτόν. Καμία αμφιβολία γιατί η γη μοιάζει σα λατομείο.»

Τη στιγμή εκείνη η πόρτα του σπιτιού άνοιξε απότομα, κι ο Θαντέους Σόλτο ήρθε έξω τρέχοντας, με τα χέρια του προτεταμένα και με τρόμο στα μάτια του.

«Κάτι κακό τρέχει με τον Μπαρθόλομιου!» φώναξε. «Είμαι τρομοκρατημένος. Τα νεύρα αδυνατούν να το αντέξουν.»

Ήταν, όντως, μισό-τρελαμένος από φόβο, και το νευρικό, ασθενικό πρόσωπο του που ξεπρόβαλε από τον μεγάλο αστρακάν γιακά του είχε την απελπισμένη παρακλητική έκφραση ενός τρομοκρατημένου παιδιού.

«Ελάτε μέσα στο σπίτι», είπε ο Χολμς με τον κοφτό, σταθερό του τρόπο.

«Ναι, ελάτε!» εκλιπάρησε ο Θαντέους Σόλτο. «Πραγματικά δεν νοιώθω ικανός να δώσω οδηγίες.»

Τον ακολουθήσαμε όλοι μας στο δωμάτιο της οικονόμου, το οποίο ανοιγόταν επί της αριστερής πλευράς του διαδρόμου. Η ηλικιωμένη γυναίκα βημάτιζε πέρα δώθε έχοντας ένα τρομαγμένο βλέμμα και με τα χέρια να κινούνται ασταμάτητα, ανοιγοκλείνοντας, όμως η θέα της Δεσποινίδας Μόρσταν φάνηκε να έχει μια καθησυχαστική επιρροή πάνω της.

«Ο Θεός να ευλογεί το γλυκό, γαλήνιο σας πρόσωπο!» φώναξε με έναν υστερικό λυγμό. «Μου κάνει καλό που σας βλέπω. Ω, μα δοκιμάσθηκα βαρύτατα τούτη δω τη μέρα!»

Η σύντροφος μας χάιδεψε το λεπτό, γερασμένο από τη δουλειά χέρι και μουρμούρισε λίγα λόγια της ευγενικής, γυναικείας παρηγοριάς που έφεραν το χρώμα πίσω στα ωχρά μάγουλα της άλλης.

«Ο αφέντης έχει κλειδωθεί μέσα και δεν μου απαντάει», εξήγησε. «Όλη μέρα περίμενα να τον δω, γιατί συχνά του αρέσει να μένει μόνος του —όμως πριν μια ώρα φοβήθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έτσι ανέβηκα πάνω και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Πρέπει να ανεβείτε πάνω, Κε Θαντέους —πρέπει να πάτε να δείτε και μόνος σας. Έχω δει τον Κο Μπαρθόλομιου στην χαρά και την θλίψη για δέκα ολάκερα χρόνια, όμως ποτέ μου δεν τον είδα με τέτοια έκφραση όπως αυτή.»

Ο Σέρλοκ Χολμς πήρε την λάμπα και μπήκε μπροστά, γιατί τα δόντια του Θαντέους Σόλτο κροτάλιζαν αδιάκοπα. Τόσο ταραγμένος ήταν ώστε χρειάστηκε να τον στηρίξω με το χέρι μου κάτω από τον ώμο του όπως ανεβαίναμε, γιατί τα γόνατα του έτρεμαν. Δυο φορές καθώς ανεβαίναμε, ο Χολμς έβγαλε βιαστικά τον φακό του από την τσέπη του και εξέτασε προσεκτικά σημάδια τα οποία εμένα μου φαίνονταν σαν απλοί άμορφοι λεκέδες σκόνης πάνω στο ψάθινο χαλί το οποίο σκέπαζε την σκάλα. Βάδιζε αργά από βήμα σε βήμα, βαστώντας την λάμπα του χαμηλά, και ρίχνοντας επίμονες ματιές στα δεξιά και τα αριστερά. Η Δεσποινίδα Μόρσταν είχε παραμείνει πίσω με την τρομοκρατημένη οικονόμο.

Η τρίτη σκάλα κατέληγε σε έναν ίσιο διάδρομο μεγάλου μήκους, με μια μεγάλη εικόνα σε Ινδικό υφαντό στα δεξιά μας και τρεις πόρτες στα αριστερά. Ο Χολμς κινήθηκε διασχίζοντας τον με τον ίδιο και μεθοδικό τρόπο, ενώ εμείς κρατηθήκαμε στο κατόπι του, με τις μεγάλες σκοτεινές σκιές μας να πέφτουν πίσω στον διάδρομο. Η τρίτη πόρτα ήταν εκείνη την οποία αναζητούσαμε. Ο Χολμς χτύπησε δίχως να λάβει κάποια απάντηση, και κατόπιν επιχείρησε να στρίψει το χερούλι και να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη από μέσα, όμως, και με ένα πλατύ και γερό μάνδαλο, όπως κι είδαμε όταν φέραμε τη λάμπα κοντά της. Με το κλειδί να είναι γυρισμένο, όμως, η κλειδαρότρυπα δεν ήταν εντελώς καλυμμένη. Ο Σέρλοκ Χολμς έσκυψε και στην στιγμή σηκώθηκε ξανά παίρνοντας μια απότομη ανάσα.

«Υπάρχει κάτι το διαβολικό σχετικά, Γουώτσον», είπε, περισσότερο ταραγμένος από όσο τον είχα δει ποτέ μου. «Τι συμπεραίνεις εξ αυτού;»

Έσκυψα στην κλειδαρότρυπα και τινάχτηκα με τρόμο. Το φεγγαρόφωτο ξεχυνόταν μέσα στο δωμάτιο, και φωτίζοντάς το με ένα αχνό μεταβαλλόμενο φως. Κοιτώντας ίσια πάνω μου και μετέωρο, καθώς ήταν, στον αέρα, γιατί όλα από κάτω του βρίσκονταν στη σκιά, υπήρχε κρεμασμένο ένα πρόσωπο —το ίδιο το πρόσωπο του συντρόφου μας του Θαντέους. Είχε το ίδιο μακρύ, γυαλιστερό κεφάλι, το ίδιο κοκκινωπό ημικύκλιο μαλλιών, το ίδιο ωχρό παρουσιαστικό. Τα χαρακτηριστικά ήταν παγωμένα, εντούτοις, σε ένα φριχτό χαμόγελο, ένα παγωμένο κι αφύσικο μοχθηρό χαμόγελο, το οποίο μέσα σε εκείνο το σιωπηλό και φεγγαροφωτισμένο δωμάτιο ήταν περισσότερο ενοχλητικό για τα νεύρα από οποιοδήποτε κατσούφιασμα ή σύσπαση. Τόσο όμοιο ήταν το πρόσωπο εκείνο με αυτό του μικροκαμωμένου φίλου μας ώστε γύρισα και τον κοίταξα για να βεβαιωθώ πως ήταν όντως μαζί μας. Τότε θυμήθηκα πως μας είχε αναφέρει πως ο αδελφός του κι εκείνος ήταν δίδυμοι.

«Είναι τρομερό!» είπα στον Χολμς. «Τι θα γίνει;»

«Η πόρτα πρέπει να ανοίξει», απάντησε, και πηδώντας πάνω της, έβαλε όλο του το βάρος επί της κλειδαριάς.

Έτριξε και μούγκρισε μα δεν ενέδωσε. Πέσαμε μαζί πάνω της για άλλη μια φορά, και αυτή την φορά άνοιξε με ένα απότομο τρίξιμο, και βρεθήκαμε μέσα στο δωμάτιο του Μπαρθόλομιου Σόλτο.

Φαινόταν να έχει μεταβληθεί σε χημικό εργαστήριο. Μια διπλή σειρά από μπουκάλες με γυάλινα πώματα βρίσκονταν παραταγμένα στον τοίχο αντίκρυ της πόρτας, και το τραπέζι ήταν φορτωμένο με εστίες Bunsen, δοκιμαστικούς σωλήνες κι αποστακτήρες. Στις γωνίες βρίσκονταν νταμιτζάνες με οξύ σε ψάθινα καλάθια. Ένα από αυτά φαινόταν πως είχε κάποια διαρροή ή πως είχε σπάσει, γιατί μια ροή από σκουρόχρωμο υγρό είχε τρέξει, κι ο αέρας ήταν βαρύς από μια ιδιαίτερα αψιά οσμή που θύμιζε κατράμι. Μερικά σκαλοπάτια ξεχώριζαν στην μια πλευρά του δωματίου μεταξύ ενός σωρού σοβά και μπαγδατιών, κι από πάνω τους υπήρχε ένα άνοιγμα στην οροφή αρκετά μεγάλο για να χωράει άνθρωπο. Στα πόδια της σκάλας μια μακριά κουλούρα σχοινιού ήταν ριγμένη πρόχειρα.

Πλάι στο τραπέζι σε μια ξύλινη καρέκλα ο αφέντης του σπιτιού ήταν σωριασμένος, με το κεφάλι του βυθισμένο πάνω στον αριστερό του ώμο και με εκείνο το απαίσιο, ανεξιχνίαστο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ήταν κοκαλωμένος και κρύος και προφανώς είχε πεθάνει εδώ και πολλές ώρες. Είχα την εντύπωση πως δεν είχαν διαστρεβλωθεί μόνο τα χαρακτηριστικά του αλλά και τα μέλη του κατά έναν πλέον ασύλληπτο τρόπο. Πλάι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι κειτόταν ένα ιδιόρρυθμο αντικείμενο —ένα καφετί, συμπαγές ραβδί, με πέτρινο κεφάλι σαν σφυρί, χονδροειδώς δεμένο με ένα τραχύ σπάγκο. Δίπλα του βρισκόταν ένα χαρτί κομμένο από σημειωματάριο με μερικές λέξεις γραμμένες πάνω του. Ο Χολμς το κοίταξε και κατόπιν μου το έδωσε.

«Δες», είπε με ένα έντονο ανασήκωμα των φρυδιών του.

Στο φως της λάμπας διάβασα με αγωνία και τρόμο. «Το σημάδι των τεσσάρων.»

«Στο όνομα του Θεού, τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησα.

«Σημαίνουν φόνο,» είπε εκείνος, σκύβοντας πάνω από τον νεκρό. «Αχά! Το περίμενα. Κοίτα εδώ!»

Έδειξε προς ότι έμοιαζε σαν ένα μακρύ μαύρο αγκάθι χωμένο στο δέρμα πάνω από το αυτί.

«Μοιάζει με αγκάθι», είπα.

«Είναι. Μπορείς να το τραβήξεις. Όμως πρόσεξε, γιατί είναι δηλητηριασμένο.»

Το ‘πιασα ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη μου. Βγήκε από το δέρμα τόσο εύκολο που σχεδόν δεν άφησε καν σημάδι πίσω του. Μια μικρή κηλίδα αίματος φάνηκε εκεί που ήταν το τρύπημα.

«Όλα αυτά μου φαίνονται σαν ανεπίλυτο μυστήριο», είπα. «Γίνεται βαθύτερο αντί να ξεκαθαρίζει.»

«Αντιθέτως», απάντησε εκείνος, «ξεκαθαρίζει στιγμή τη στιγμή. Χρειάζομαι μόνον μερικούς απόντες κρίκους για να έχω στα χέρια μια απολύτως ολοκληρωμένη υπόθεση.»

Είχαμε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του συντρόφου μας από τη στιγμή που είχαμε εισέλθει στο δωμάτιο. Στεκόταν ακόμη στο κατώφλι, η προσωποποίηση του τρόμου, σφίγγοντας τα χέρια του και μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. Ξάφνου, εντούτοις, ξέσπασε σε μια διαπεραστική, κλαψιάρικη κραυγή.

«Ο θησαυρός χάθηκε!» είπε. «Του έκλεψαν τον θησαυρό! Υπάρχει μια τρύπα μέσα από την οποία τον κατεβάσαμε. Τον βοήθησα να το κάνει! Ήμουν το τελευταίο πρόσωπο που τον είδε! Τον άφησα εδώ χθες το βράδυ, και τον άκουσα να κλειδώνει την πόρτα καθώς κατέβαινα τις σκάλες.»

«Τι ώρα έγινε αυτό;»

«Ήταν δέκα η ώρα. Και τώρα είναι νεκρός, κι η αστυνομία πρέπει να κληθεί, και θα είμαι ύποπτος πως έβαλα το χέρι μου σε αυτό. Ω, ναι, είμαι σίγουρος πως θα ‘μαι. Όμως δεν το πιστεύετε, έτσι κύριοι; Σίγουρα δεν πιστεύετε πως το έκανα εγώ; Υπάρχει πιθανότητα να σας έφερνα εδώ αν ήμουν εγώ; Θεέ μου! Θεέ μου! Το ξέρω πως θα τρελαθώ!»

Τίναξε τα χέρια του και χτύπησε τα πόδια του σε ένα είδος σπασμωδικής παραφροσύνης.

«Δεν έχετε λόγο να φοβάστε, κ. Σόλτο», είπε ο Χολμς, ευγενικά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο του άλλου, «ακούστε την συμβουλή μου και πηγαίνετε με την άμαξα να αναφέρετε το ζήτημα στην αστυνομία. Προσφερθείτε να τους συνδράμετε με κάθε τρόπο. Θα περιμένουμε έως ότου επιστρέψετε.»

Ο ανθρωπάκος υπάκουσε με ένα μισο-αποβλακωμένο τρόπο, και τον ακούσαμε να κατηφορίζει σκουντουφλώντας στις σκάλες στα σκοτεινά.

5. Η τραγωδία της Οικίας Ποντιτσέρι 5\. The tragedy of the Pondicherry House

Ήταν σχεδόν έντεκα η ώρα όταν φτάσαμε στην τελευταία φάση των νυχτερινών μας περιπετειών. It was almost eleven o'clock when we reached the last phase of our night adventures. Είχαμε αφήσει την πνιγηρή ομίχλη της μεγάλης πόλης πίσω μας κι η νύχτα ήταν αρκετά καλή. We had left the suffocating fog of the big city behind us and the night was quite good. Ένας θερμός άνεμος φυσούσε από τα δυτικά και βαριά σύννεφα αργοδιάβαιναν τον ουρανό, με ένα μισοφέγγαρο να κρυφοκοιτάζει κατά καιρούς μέσα από τα διάκενα τους. A warm wind was blowing from the west and heavy clouds were slowly crossing the sky, with a crescent moon peeking from time to time through their gaps. Είχε καθαρίσει αρκετά ώστε να βλέπεις σε κάποια απόσταση, όμως ο Θαντέους Σόλτο πήρε μια από τις πλευρικές λάμπες της άμαξας για να φωτίσει καλύτερα τον δρόμο μας. It had cleared enough to see for some distance, but Thaddeus Solto took one of the carriage's side lamps to light our way better.

Η Οικία Ποντιτσέρι υψωνόταν εντός της ιδιόκτητης έκτασης της και περιβαλλόταν από έναν ψηλό τοίχο σκεπασμένο στην κορυφή με τριμμένο γυαλί. The Ponticeri House rose within its privately owned area and was surrounded by a high wall covered at the top with broken glass. Μια μοναδική στενή πόρτα με σιδερένιο μάνταλο αποτελούσε τη μόνη μορφή εισόδου. A single narrow door with an iron latch was the only form of entrance. Πλησιάζοντας τη ο οδηγός μας χτύπησε με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο. Approaching her the guide struck us in a peculiar way.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια τραχιά φωνή από μέσα. "Who is;" came a gruff voice from within.

«Εγώ είμαι, ΜακΜέρντο. “It's me, McMurdo. Τώρα πια θα ́πρεπε να γνωρίζεις το χτύπημα μου.» By now you should know my stroke.”

Ακούστηκε ένα έντονο μουγκρητό κι ένα κροτάλισμα κλειδιών. There was a loud moan and a rattling of keys. Η πόρτα άνοιξε βαριά, κι ένας κοντός άντρας με πλατύ στέρνο στάθηκε στο άνοιγμα, με το χλωμό φως της λάμπας να φέγγει πάνω στο προτεταμένο του πρόσωπο και στα γεμάτα δυσπιστία μάτια του. The door opened heavily, and a short, broad-chested man stood in the opening, the pale light of the lamp shining on his prostrate face and incredulous eyes.

«Εσείς είστε, Κε Θαντέους; Μα ποιοι είναι άλλοι; Δεν έλαβα κάποιες εντολές σχετικά με αυτούς από τον αφέντη.» "Are you, Ms. Thaddeus? But who are the others? I did not receive any instructions about them from the master. "

«Όχι, ΜακΜέρντο; Με ξαφνιάζεις! “No, McMurdo? You surprise me! Είπα στον αδελφό μου χθες το βράδυ πως θα έφερνα μερικούς φίλους.» I told my brother last night I was going to bring some friends."

«Δεν έχει βγει απ' το σπίτι σήμερα, Κε Θαντέους, και δεν έλαβα καθόλου εντολές. “He has not left the house to-day, Mr. Thaddeus, and I received no orders at all. Γνωρίζετε πολύ καλά πως πρέπει να ακολουθήσω τον κανονισμό. You know very well that I have to follow the rules. Εσάς σας αφήνω να περάσετε, αλλά οι φίλοι σας θα πρέπει να μείνουν εκεί που είναι.» I let you pass, but your friends should stay where they are.”

Επρόκειτο περί ενός απρόσμενου εμπόδιου. It was an unexpected obstacle. Ο Θαντέους Σόλτο κοίταξε ολόγυρα του με ένα σαστισμένο και χαμένο βλέμμα. Thaddeus Solto looked around with a puzzled and lost look.

«Άσχημο εκ μέρους σου, ΜακΜέρντο!» είπε. "Bad of you, McMurdo!" he said. «Αν εγγυούμαι για αυτούς, σου αρκεί. "If I guarantee for them, it is enough for you. Είναι κι η νεαρή κυρία, επίσης. So is the young lady, too. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει σε ένα δημόσιο δρόμο τέτοια ώρα.» It is not possible for him to be waiting on a public road at such an hour."

«Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους», είπε ο πορτιέρης ανυποχώρητα. "I am very sorry, Mr. Thaddeus," said the porter adamantly. «Μπορεί να ‘ναι φίλοι δικοί σας, κι εντούτοις όχι φίλοι του αφέντη. "They may be your friends, yet not the master's friends. Με πληρώνει καλά για να κάνω το καθήκον μου, και το καθήκον μου θα κάνω. Δεν γνωρίζω κανέναν από τους φίλους σας.»

«Ω, μα ναι γνωρίζεις, ΜακΜέρντο», φώναξε ο Σέρλοκ Χολμς εγκάρδια. "Oh, but you know, McMurdo," Sherlock Holmes shouted heartily. «Δεν πιστεύω πως κατάφερες να με ξεχάσεις. "I can't believe you managed to forget me. Δεν θυμάσαι εκείνον τον ερασιτέχνη που πάλεψε τρεις γύρους μαζί σου στο διαμέρισμα του Άλισον τη νύχτα που είχες την τιμητική σου τέσσερα χρόνια πριν;» "Don't you remember that amateur who fought three laps with you in Allison's apartment the night you had your honorary four years ago?"

«Όχι ο Κος Σέρλοκ Χολμς!» κραύγασε ο πρωταθλητής. "Not Mr. Sherlock Holmes!" shouted the champion. «Μα το θεό είναι αλήθεια! "But God is true! Πως δε σας γνώρισα; Αν αντί να στέκεστε εκεί τόσο σιωπηλά είχατε έτσι απλά έρθει και μου ‘χατε ρίξει εκείνο το κροσέ σας κάτω από το σαγόνι, θα σας είχα γνωρίσει δίχως ρώτημα. How did I not meet you? If instead of standing there so silently you had just come and thrown that crochet under your jaw, I would have met you without question. Αχ, είστε εκείνος που χαράμισε τα χαρίσματα του! Ah, you are the one who squandered his gifts! Θα μπορούσατε να ‘χετε βάλει πλώρη για ψηλά, αν είχατε ακολουθήσει την κλίση σας.» "You could have bowed high if you had followed your inclination."

«Βλέπεις, Γουώτσον, όταν όλα αποτυγχάνουν, έχω ένα ακόμη από τα επιστημονικά επαγγέλματα να με προσμένει», είπε ο Χολμς γελώντας. "You see, Watson, when all else fails, I have one more of the scientific professions waiting for me," said Holmes, laughing. «Ο φίλος μας δεν θα μας αφήσει μέσα στο κρύο τώρα, είμαι βέβαιος.» "Our friend won't leave us out in the cold now, I'm sure."

«Ελάτε μέσα, κύριε, ελάτε μέσα —εσείς κι οι φίλοι σας», απάντησε. "Come in, sir, come in—you and your friends," he answered. «Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους, αλλά οι εντολές είναι πολύ αυστηρές. “I am very sorry, Mr. Thaddeus, but the orders are very strict. Έπρεπε να βεβαιωθώ για τους φίλους σας πριν τους αφήσω να περάσουν.» I had to make sure of your friends before I let them through.”

Μέσα, ένα μονοπάτι από χαλίκι κατέληγε διαμέσου μιας χέρσας έκτασης σε ένα τεράστιο όγκο που αποτελούσε το σπίτι, τετράγωνο και στερούμενο φαντασίας, βυθισμένο ολότελα στις σκιές εκτός από ένα σημείο που το φεγγαρόφωτο έπεφτε σε κάποια γωνία και γυάλιζε σε ένα παράθυρο σοφίτας. Inside, a gravel path led through a barren expanse into a huge volume that made up the house, square and devoid of imagination, immersed entirely in the shadows except for a spot where the moonlight fell at a corner and gleamed in an attic window. Το τεράστιο μέγεθος του κτιρίου, με το σκοτάδι και την νεκρική σιωπή του, μου έφερε ένα ρίγος στην καρδιά μου. The sheer size of the building, with its darkness and deathly silence, sent a shiver down my spine. Ακόμη και ο Θαντέους Σόλτο φάνηκε να δυσανασχετεί, κι η λάμπα τρεμόπαιξε και κροτάλισε στο χέρι του. Even Thaddeus Solto seemed resentful, and the lamp flickered and rattled in his hand.

«Δεν το καταλαβαίνω», είπε. «Θα πρέπει να έγινε κάποιο λάθος. "Something must have gone wrong. Είπα κατηγορηματικά στον Μπαρθόλομιου πως θα ερχόμασταν, κι όμως δεν υπάρχει φως στο παράθυρο του. I told Bartholomew categorically that we would come, and yet there is no light in his window. Δεν ξέρω τι να σκεφθώ.» I don't know what to think."

«Φυλάει πάντοτε τον χώρο καθαυτό τον τρόπο;» ρώτησε ο Χολμς. "Does he always guard the space himself?" asked Holmes.

«Ναι, έχει ακολουθήσει την συνήθεια του πατέρα μας. "Yes; he has followed our father's custom. Ήταν ο αγαπημένος του γιος, ξέρετε, και μερικές φορές πιστεύω πως ίσως ο πατέρας μου να του είχε πει περισσότερα από όσα μου είπε ποτέ. He was his favorite son, you know, and sometimes I think my father might have told him more than he ever told me. Αυτό είναι το παράθυρο του Μπαρθόλομιου εκεί πάνω που χτυπά το φεγγαρόφωτο. This is the window of Bartholomew up there that strikes the moonlight. Είναι αρκετά φωτισμένο, αλλά δεν υπάρχει φως από μέσα, θαρρώ.» It is well lighted, but there is no light from within, I daresay.'

«Κανένα», είπε ο Χολμς. «Όμως διακρίνω μια υποψία από φως σε εκείνο το μικρό δωμάτιο πλάι στην πόρτα.» "But I discern a suspicion of light in that little room by the door."

«Α, αυτό είναι το δωμάτιο της οικονόμου. Εκεί κάθεται η γριά Κα Μπερνστόουν. There sits old Mrs. Burnstone. Θα μας τα πει όλα σχετικά. He will tell us everything about it. Όμως δε θα σας πείραζε να σταθείτε εδώ για κάνα δυο λεπτά, γιατί αν μπούμε όλοι μαζί, και δεν είναι προειδοποιημένη για τον ερχομό μας, μπορεί να τρομάξει. But you would not mind standing here for a couple of minutes, because if we all come in together, and she is not warned of our coming, it can be scary. Μα, σιωπή! Τι είναι αυτό;»

Σήκωσε την λάμπα του, και το χέρι του έτρεμε μέχρι που φωτεινοί κύκλοι τρεμόπαιζαν και κυμάτιζαν ολόγυρα μας. He raised his lamp, and his hand trembled until circles of light flickered and rippled around us. Η Δεσποινίδα Μόρσταν άδραξε τον καρπό μου και μείναμε όλοι εκεί, με τις καρδιές μας να πάλλονται, και στήνοντας αυτί. Miss Morstan seized my wrist, and we all stood there, our hearts beating, and listening. Από το μεγάλο σκοτεινό σπίτι ακούστηκε μέσα στην σιωπηλή νύχτα ο θλιβερός και πλέον οικτρός ήχος — το στριγκό, όλο αναφιλητά κλαψούρισμα μιας τρομοκρατημένης γυναίκας. From the big dark house was heard in the silent night the sad and most bitter sound - the stiff, all-loud whining of a terrified woman.

«Είναι η Κα Μπερνστόουν», είπε ο Σόλτο. "She's Ms. Burnstone," Solto said. «Είναι η μοναδική γυναίκα στο σπίτι. “She is the only woman in the house. Περιμένετε εδώ. Θα επιστρέψω στη στιγμή.»

Βιάστηκε να πάει στην πόρτα και χτύπησε με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του. He hurried to the door and knocked in his peculiar way. Είδαμε μια ψηλή ηλικιωμένη γυναίκα να τον δέχεται και να ταλαντεύεται από ευχαρίστηση στη θέα του και μόνο. We saw a tall old woman receive him and sway with pleasure at the mere sight of him.

«Ω, κ. Θαντέους, κύριε, χαίρομαι τόσο που ήρθατε! “Oh, Mr. Thaddeus, sir, I am so glad you have come! Χαίρομαι τόσο που ήρθατε, κ. Θαντέους, κύριε!»

Ακούσαμε τα επαναλαμβανόμενα πανηγύρια της ώσπου η πόρτα έκλεισε κι η φωνή της έσβησε σε ένα πνιγμένο μουρμούρισμα. We listened to her repeated revels until the door closed and her voice faded to a muffled murmur.

Ο οδηγός μας είχε αφήσει την λάμπα του. Our driver had left his light bulb. Ο Χολμς την έστρεψε αργά ολόγυρα και παρατήρησε επίμονα το σπίτι και τους μεγάλους σωρούς μπαζών που γέμιζαν τον χώρο. Holmes slowly turned her around and stared intently at the house and the large piles of rubble that filled the space. Η Δεσποινίδα Μόρσταν κι εγώ στεκόμασταν μαζί, και το χέρι της βρισκόταν μέσα στο δικό μου. Miss Morstan and I were standing together, and her hand was in mine. Ένα θαυμαστά λεπτό πράγμα είναι η αγάπη, γιατί να' μαστε οι δυο μας εδώ, που δεν είχαμε ποτέ πριν δει ο ένας τον άλλο πριν την μέρα εκείνη, μεταξύ των οποίων ούτε μια λέξη ή καν ένα βλέμμα στοργής δεν είχε υπάρξει, κι όμως τώρα σε μια ώρα δύσκολη τα χέρια μας ενστικτωδώς αναζήτησαν το ένα το άλλο. A wonderfully delicate thing is love, why should we both be here, that we had never seen each other before that day, between which there was not a word or even a look of affection, and yet now in a difficult hour our hands instinctively sought each other. Απορώ για αυτό από τότε, όμως την ώρα εκείνη έμοιαζε το πλέον φυσικό πράγμα να κινηθώ έτσι απέναντι της, και, όπως συχνά μου ανέφερε, κι εκείνη ένοιωσε το ένστικτο να στραφεί σε μένα για παρηγοριά και προστασία. I have wondered about it ever since, but at the time it seemed the most natural thing for me to act like this towards her, and, as she has often told me, she too felt the instinct to turn to me for comfort and protection. Έτσι στεκόμασταν χέρι-χέρι σα δυο παιδιά, κι υπήρχε γαλήνη στις καρδιές ενάντια σε όλα τα σκοτεινά πράγματα που μας περιέβαλαν. Thus we stood hand in hand like two children, and there was peace in the hearts against all the dark things that surrounded us.

«Τι παράξενο μέρος!» είπε εκείνη, κοιτώντας ολόγυρα. "What a strange place!" she said, looking around.

«Μοιάζει λες κι όλοι οι τυφλοπόντικες της Αγγλίας αφέθηκαν ελεύθεροι εδώ. “It seems as if all the moles of England have been let loose here. Έχω δει κάτι παρόμοιο στην πλαγιά ενός λόφου κοντά στο Μπάλαρατ, εκεί που δούλευαν οι μεταλλοδίφες.» "I have seen something similar on the slope of a hill near Ballarat, where the miners worked."

«Και από τον ίδιο λόγο», είπε ο Χολμς. "And by the same reason," said Holmes. «Αυτά είναι τα ίχνη εκείνων που αναζητούσαν τον θησαυρό. "These are the traces of those who were looking for treasure. Θα θυμάστε πως έξι χρόνια έψαχναν για αυτόν. You will remember that they have been looking for him for six years. Καμία αμφιβολία γιατί η γη μοιάζει σα λατομείο.» No doubt because the earth looks like a quarry. "

Τη στιγμή εκείνη η πόρτα του σπιτιού άνοιξε απότομα, κι ο Θαντέους Σόλτο ήρθε έξω τρέχοντας, με τα χέρια του προτεταμένα και με τρόμο στα μάτια του.

«Κάτι κακό τρέχει με τον Μπαρθόλομιου!» φώναξε. «Είμαι τρομοκρατημένος. "I'm terrified. Τα νεύρα αδυνατούν να το αντέξουν.» The nerves can't take it."

Ήταν, όντως, μισό-τρελαμένος από φόβο, και το νευρικό, ασθενικό πρόσωπο του που ξεπρόβαλε από τον μεγάλο αστρακάν γιακά του είχε την απελπισμένη παρακλητική έκφραση ενός τρομοκρατημένου παιδιού. He was, indeed, half-mad with fear, and his nervous, sickly face protruding from his large astrakhan collar had the desperate pleading expression of a terrified child.

«Ελάτε μέσα στο σπίτι», είπε ο Χολμς με τον κοφτό, σταθερό του τρόπο. "Come into the house," said Holmes in his sharp, firm way.

«Ναι, ελάτε!» εκλιπάρησε ο Θαντέους Σόλτο. "Yes, come on!" pleaded Thaddeus Solto. «Πραγματικά δεν νοιώθω ικανός να δώσω οδηγίες.» "I really do not feel capable of giving instructions."

Τον ακολουθήσαμε όλοι μας στο δωμάτιο της οικονόμου, το οποίο ανοιγόταν επί της αριστερής πλευράς του διαδρόμου. We all followed him into the housekeeper's room, which opened on the left side of the corridor. Η ηλικιωμένη γυναίκα βημάτιζε πέρα δώθε έχοντας ένα τρομαγμένο βλέμμα και με τα χέρια να κινούνται ασταμάτητα, ανοιγοκλείνοντας, όμως η θέα της Δεσποινίδας Μόρσταν φάνηκε να έχει μια καθησυχαστική επιρροή πάνω της. The old woman was walking back and forth with a frightened look and with her hands moving non-stop, opening and closing, but the sight of Miss Morstan seemed to have a reassuring effect on her.

«Ο Θεός να ευλογεί το γλυκό, γαλήνιο σας πρόσωπο!» φώναξε με έναν υστερικό λυγμό. "God bless your sweet, serene face!" he shouted with a hysterical sob. «Μου κάνει καλό που σας βλέπω. "It's good to see you. Ω, μα δοκιμάσθηκα βαρύτατα τούτη δω τη μέρα!» Oh, but I was severely tested this day! "

Η σύντροφος μας χάιδεψε το λεπτό, γερασμένο από τη δουλειά χέρι και μουρμούρισε λίγα λόγια της ευγενικής, γυναικείας παρηγοριάς που έφεραν το χρώμα πίσω στα ωχρά μάγουλα της άλλης. Our companion caressed the thin, work-worn hand, and murmured a few words of kind, feminine consolation which brought the color back to the other's pale cheeks.

«Ο αφέντης έχει κλειδωθεί μέσα και δεν μου απαντάει», εξήγησε. "The master is locked inside and won't answer me," he explained. «Όλη μέρα περίμενα να τον δω, γιατί συχνά του αρέσει να μένει μόνος του —όμως πριν μια ώρα φοβήθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έτσι ανέβηκα πάνω και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. “All day I have been waiting to see him, for he often likes to be alone—but an hour ago I feared something was wrong, so I went upstairs and looked through the keyhole. Πρέπει να ανεβείτε πάνω, Κε Θαντέους —πρέπει να πάτε να δείτε και μόνος σας. You must go up, Mr. Thaddeus—you must go and see for yourself. Έχω δει τον Κο Μπαρθόλομιου στην χαρά και την θλίψη για δέκα ολάκερα χρόνια, όμως ποτέ μου δεν τον είδα με τέτοια έκφραση όπως αυτή.» I have seen Mr. Bartholomew in joy and sorrow for ten whole years, but I have never seen him with such an expression as this."

Ο Σέρλοκ Χολμς πήρε την λάμπα και μπήκε μπροστά, γιατί τα δόντια του Θαντέους Σόλτο κροτάλιζαν αδιάκοπα. Sherlock Holmes took the lamp and stepped forward, for Thaddeus Solto's teeth were chattering incessantly. Τόσο ταραγμένος ήταν ώστε χρειάστηκε να τον στηρίξω με το χέρι μου κάτω από τον ώμο του όπως ανεβαίναμε, γιατί τα γόνατα του έτρεμαν. He was so agitated that I had to support him with my arm under his shoulder as we ascended, for his knees were shaking. Δυο φορές καθώς ανεβαίναμε, ο Χολμς έβγαλε βιαστικά τον φακό του από την τσέπη του και εξέτασε προσεκτικά σημάδια τα οποία εμένα μου φαίνονταν σαν απλοί άμορφοι λεκέδες σκόνης πάνω στο ψάθινο χαλί το οποίο σκέπαζε την σκάλα. Twice as we ascended Holmes hastily drew his flashlight from his pocket and carefully examined marks which appeared to me to be mere amorphous specks of dust on the straw carpet which covered the staircase. Βάδιζε αργά από βήμα σε βήμα, βαστώντας την λάμπα του χαμηλά, και ρίχνοντας επίμονες ματιές στα δεξιά και τα αριστερά. He walked slowly from step to step, holding his lamp low, and casting persistent glances to right and left. Η Δεσποινίδα Μόρσταν είχε παραμείνει πίσω με την τρομοκρατημένη οικονόμο. Miss Morstan had remained behind with the horrified housekeeper.

Η τρίτη σκάλα κατέληγε σε έναν ίσιο διάδρομο μεγάλου μήκους, με μια μεγάλη εικόνα σε Ινδικό υφαντό στα δεξιά μας και τρεις πόρτες στα αριστερά. The third staircase led to a long straight corridor, with a large picture of Indian woven fabric on our right and three doors on the left. Ο Χολμς κινήθηκε διασχίζοντας τον με τον ίδιο και μεθοδικό τρόπο, ενώ εμείς κρατηθήκαμε στο κατόπι του, με τις μεγάλες σκοτεινές σκιές μας να πέφτουν πίσω στον διάδρομο. Holmes moved across it in the same methodical manner, while we kept close behind him, our long dark shadows falling back down the corridor. Η τρίτη πόρτα ήταν εκείνη την οποία αναζητούσαμε. The third door was the one we were looking for. Ο Χολμς χτύπησε δίχως να λάβει κάποια απάντηση, και κατόπιν επιχείρησε να στρίψει το χερούλι και να την ανοίξει. Holmes knocked without receiving any answer, and then tried to turn the handle and open it. Ήταν κλειδωμένη από μέσα, όμως, και με ένα πλατύ και γερό μάνδαλο, όπως κι είδαμε όταν φέραμε τη λάμπα κοντά της. It was locked from the inside, however, and with a broad and strong latch, as we saw when we brought the lamp near it. Με το κλειδί να είναι γυρισμένο, όμως, η κλειδαρότρυπα δεν ήταν εντελώς καλυμμένη. With the key turned, however, the keyhole was not completely covered. Ο Σέρλοκ Χολμς έσκυψε και στην στιγμή σηκώθηκε ξανά παίρνοντας μια απότομη ανάσα. Sherlock Holmes bent down and instantly stood up again, taking a sharp breath.

«Υπάρχει κάτι το διαβολικό σχετικά, Γουώτσον», είπε, περισσότερο ταραγμένος από όσο τον είχα δει ποτέ μου. "There's something diabolical about it, Watson," he said, more upset than I had ever seen him. «Τι συμπεραίνεις εξ αυτού;» "What do you make of that?"

Έσκυψα στην κλειδαρότρυπα και τινάχτηκα με τρόμο. I leaned into the keyhole and shook with terror. Το φεγγαρόφωτο ξεχυνόταν μέσα στο δωμάτιο, και φωτίζοντάς το με ένα αχνό μεταβαλλόμενο φως. Moonlight was pouring into the room, illuminating it with a faint shifting light. Κοιτώντας ίσια πάνω μου και μετέωρο, καθώς ήταν, στον αέρα, γιατί όλα από κάτω του βρίσκονταν στη σκιά, υπήρχε κρεμασμένο ένα πρόσωπο —το ίδιο το πρόσωπο του συντρόφου μας του Θαντέους. Looking straight at me and the meteor, as it was, in the air, because everything below it was in the shadows, there was a face hanging — the very face of our companion Thaddeus. Είχε το ίδιο μακρύ, γυαλιστερό κεφάλι, το ίδιο κοκκινωπό ημικύκλιο μαλλιών, το ίδιο ωχρό παρουσιαστικό. He had the same long, shiny head, the same reddish half-circle of hair, the same pale appearance. Τα χαρακτηριστικά ήταν παγωμένα, εντούτοις, σε ένα φριχτό χαμόγελο, ένα παγωμένο κι αφύσικο μοχθηρό χαμόγελο, το οποίο μέσα σε εκείνο το σιωπηλό και φεγγαροφωτισμένο δωμάτιο ήταν περισσότερο ενοχλητικό για τα νεύρα από οποιοδήποτε κατσούφιασμα ή σύσπαση. The features were frozen, however, in a hideous smile, a frozen and unnaturally vicious smile, which in that silent and moonlit room was more unnerving than any grimace or twitch. Τόσο όμοιο ήταν το πρόσωπο εκείνο με αυτό του μικροκαμωμένου φίλου μας ώστε γύρισα και τον κοίταξα για να βεβαιωθώ πως ήταν όντως μαζί μας. That face was so similar to that of our petite friend that I turned and looked at him to make sure he was really with us. Τότε θυμήθηκα πως μας είχε αναφέρει πως ο αδελφός του κι εκείνος ήταν δίδυμοι. Then I remembered that he had told us that he and his brother were twins.

«Είναι τρομερό!» είπα στον Χολμς. "It is terrible!" I said to Holmes. «Τι θα γίνει;» "What is going to happen;"

«Η πόρτα πρέπει να ανοίξει», απάντησε, και πηδώντας πάνω της, έβαλε όλο του το βάρος επί της κλειδαριάς. "The door must be opened," he answered, and jumping upon it, he put his whole weight upon the lock.

Έτριξε και μούγκρισε μα δεν ενέδωσε. He screamed and growled but didn't give in. Πέσαμε μαζί πάνω της για άλλη μια φορά, και αυτή την φορά άνοιξε με ένα απότομο τρίξιμο, και βρεθήκαμε μέσα στο δωμάτιο του Μπαρθόλομιου Σόλτο. We fell together upon it once more, and this time it opened with a sharp creak, and we found ourselves in Bartholomew Solto's room.

Φαινόταν να έχει μεταβληθεί σε χημικό εργαστήριο. It seemed to have changed into a chemical laboratory. Μια διπλή σειρά από μπουκάλες με γυάλινα πώματα βρίσκονταν παραταγμένα στον τοίχο αντίκρυ της πόρτας, και το τραπέζι ήταν φορτωμένο με εστίες Bunsen, δοκιμαστικούς σωλήνες κι αποστακτήρες. A double row of glass-stoppered bottles lined the wall opposite the door, and the table was laden with Bunsen burners, test tubes, and distillers. Στις γωνίες βρίσκονταν νταμιτζάνες με οξύ σε ψάθινα καλάθια. In the corners were pickled damianks in straw baskets. Ένα από αυτά φαινόταν πως είχε κάποια διαρροή ή πως είχε σπάσει, γιατί μια ροή από σκουρόχρωμο υγρό είχε τρέξει, κι ο αέρας ήταν βαρύς από μια ιδιαίτερα αψιά οσμή που θύμιζε κατράμι. One of them appeared to have leaked or broken, for a stream of dark liquid had flowed out, and the air was heavy with a particularly pungent odor reminiscent of pitch. Μερικά σκαλοπάτια ξεχώριζαν στην μια πλευρά του δωματίου μεταξύ ενός σωρού σοβά και μπαγδατιών, κι από πάνω τους υπήρχε ένα άνοιγμα στην οροφή αρκετά μεγάλο για να χωράει άνθρωπο. Some steps stood out on one side of the room among a pile of plaster and plaster, and above them was an opening in the roof large enough for a man. Στα πόδια της σκάλας μια μακριά κουλούρα σχοινιού ήταν ριγμένη πρόχειρα. At the foot of the stairs a long rope bun was thrown casually.

Πλάι στο τραπέζι σε μια ξύλινη καρέκλα ο αφέντης του σπιτιού ήταν σωριασμένος, με το κεφάλι του βυθισμένο πάνω στον αριστερό του ώμο και με εκείνο το απαίσιο, ανεξιχνίαστο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Next to the table in a wooden chair the master of the house was cluttered, with his head sunk on his left shoulder and that awful, unsearchable smile on his face. Ήταν κοκαλωμένος και κρύος και προφανώς είχε πεθάνει εδώ και πολλές ώρες. He was bony and cold and had obviously been dead for many hours. Είχα την εντύπωση πως δεν είχαν διαστρεβλωθεί μόνο τα χαρακτηριστικά του αλλά και τα μέλη του κατά έναν πλέον ασύλληπτο τρόπο. I had the impression that not only his features but also his limbs had been distorted in a more inconceivable way. Πλάι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι κειτόταν ένα ιδιόρρυθμο αντικείμενο —ένα καφετί, συμπαγές ραβδί, με πέτρινο κεφάλι σαν σφυρί, χονδροειδώς δεμένο με ένα τραχύ σπάγκο. Next to his hand on the table lay a peculiar object — a brown, solid stick, with a stone head like a hammer, coarsely tied with a rough string. Δίπλα του βρισκόταν ένα χαρτί κομμένο από σημειωματάριο με μερικές λέξεις γραμμένες πάνω του. Next to him was a piece of paper cut from a notebook with a few words written on it. Ο Χολμς το κοίταξε και κατόπιν μου το έδωσε. Holmes looked at it and then handed it to me.

«Δες», είπε με ένα έντονο ανασήκωμα των φρυδιών του. "Look," he said, raising his eyebrows sharply.

Στο φως της λάμπας διάβασα με αγωνία και τρόμο. «Το σημάδι των τεσσάρων.»

«Στο όνομα του Θεού, τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησα. "In God's name, what does this all mean?" I asked.

«Σημαίνουν φόνο,» είπε εκείνος, σκύβοντας πάνω από τον νεκρό. "They mean murder," he said, bending over the dead man. «Αχά! Το περίμενα. I expected it. Κοίτα εδώ!»

Έδειξε προς ότι έμοιαζε σαν ένα μακρύ μαύρο αγκάθι χωμένο στο δέρμα πάνω από το αυτί. He pointed to what looked like a long black thorn embedded in the skin above the ear.

«Μοιάζει με αγκάθι», είπα. “It looks like a thorn,” I said.

«Είναι. Μπορείς να το τραβήξεις. You can pull it. Όμως πρόσεξε, γιατί είναι δηλητηριασμένο.» But be careful, because it is poisoned.”

Το ‘πιασα ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη μου. I held it between my thumb and forefinger. Βγήκε από το δέρμα τόσο εύκολο που σχεδόν δεν άφησε καν σημάδι πίσω του. It came off the skin so easily that it hardly even left a mark behind. Μια μικρή κηλίδα αίματος φάνηκε εκεί που ήταν το τρύπημα. A small spot of blood was seen where the puncture was.

«Όλα αυτά μου φαίνονται σαν ανεπίλυτο μυστήριο», είπα. "This all seems like an unsolved mystery to me," I said. «Γίνεται βαθύτερο αντί να ξεκαθαρίζει.» "It gets deeper instead of clearing up."

«Αντιθέτως», απάντησε εκείνος, «ξεκαθαρίζει στιγμή τη στιγμή. “On the contrary,” he replied, “it is becoming clearer moment by moment. Χρειάζομαι μόνον μερικούς απόντες κρίκους για να έχω στα χέρια μια απολύτως ολοκληρωμένη υπόθεση.» "I just need a few missing links to have a completely complete case in hand."

Είχαμε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του συντρόφου μας από τη στιγμή που είχαμε εισέλθει στο δωμάτιο. We had almost forgotten our companion's presence from the moment we entered the room. Στεκόταν ακόμη στο κατώφλι, η προσωποποίηση του τρόμου, σφίγγοντας τα χέρια του και μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. He still stood in the doorway, terror personified, wringing his hands and muttering to himself. Ξάφνου, εντούτοις, ξέσπασε σε μια διαπεραστική, κλαψιάρικη κραυγή. Suddenly, however, she burst into a piercing, wailing cry.

«Ο θησαυρός χάθηκε!» είπε. "The treasure is lost!" he said. «Του έκλεψαν τον θησαυρό! Υπάρχει μια τρύπα μέσα από την οποία τον κατεβάσαμε. There is a hole through which we lowered it. Τον βοήθησα να το κάνει! I helped him do it! Ήμουν το τελευταίο πρόσωπο που τον είδε! I was the last person to see him! Τον άφησα εδώ χθες το βράδυ, και τον άκουσα να κλειδώνει την πόρτα καθώς κατέβαινα τις σκάλες.» "I left him here last night, and I heard him lock the door as I went downstairs."

«Τι ώρα έγινε αυτό;» "What time did this happen?"

«Ήταν δέκα η ώρα. “It was ten o'clock. Και τώρα είναι νεκρός, κι η αστυνομία πρέπει να κληθεί, και θα είμαι ύποπτος πως έβαλα το χέρι μου σε αυτό. And now he's dead, and the police have to be called, and I'll be suspected of having a hand in it. Ω, ναι, είμαι σίγουρος πως θα ‘μαι. Oh yes, I'm sure I will. Όμως δεν το πιστεύετε, έτσι κύριοι; Σίγουρα δεν πιστεύετε πως το έκανα εγώ; Υπάρχει πιθανότητα να σας έφερνα εδώ αν ήμουν εγώ; Θεέ μου! But you do not believe it, do you gentlemen? Surely you do not believe that I did it? Is it possible to bring you here if it were me? Oh my god! Θεέ μου! Το ξέρω πως θα τρελαθώ!» I know I'm going crazy!"

Τίναξε τα χέρια του και χτύπησε τα πόδια του σε ένα είδος σπασμωδικής παραφροσύνης. He waved his arms and stamped his feet in a kind of convulsive insanity.

«Δεν έχετε λόγο να φοβάστε, κ. Σόλτο», είπε ο Χολμς, ευγενικά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο του άλλου, «ακούστε την συμβουλή μου και πηγαίνετε με την άμαξα να αναφέρετε το ζήτημα στην αστυνομία. “You have no reason to be afraid, Mr. Solto,” said Holmes, kindly, laying his hand on the other's shoulder; “take my advice, and go in the carriage to report the matter to the police. Προσφερθείτε να τους συνδράμετε με κάθε τρόπο. Offer to help them in any way you can. Θα περιμένουμε έως ότου επιστρέψετε.» We will wait until you return.”

Ο ανθρωπάκος υπάκουσε με ένα μισο-αποβλακωμένο τρόπο, και τον ακούσαμε να κατηφορίζει σκουντουφλώντας στις σκάλες στα σκοτεινά. The man obeyed in a half-crazy way, and we heard him stumble down the stairs in the dark.