×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 9.3 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (747-802)

9.3 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (747-802)

(Αφού έφυγαν όλοι και έμεινε άδεια η ορχήστρα, έρχεται ο υπηρέτης που είχε οδηγήσει τον Ηρακλή μέσα στο παλάτι.)

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σε πλήθος ξένους που από πλήθος χώρες

ήρθαν σε τούτο του Άδμητου το σπίτι

έστρωσα εγώ τραπέζι, μα από τούτον,

τον τωρινό, χειρότερο δεν είδα.

Ενώ είδε τον αφέντη μου σε πένθος,

δε δίστασε να μπει μες στο παλάτι.

Για συμφορά ενώ του ᾽πανε κατόπι,

δε δέχτηκε όσα βάζαμε μπροστά του

με διάκριση, παρά απαιτούσε κι άλλα.

Μια κούπα από κισσόξυλο κρατώντας

πίνει χυμό βοτρυδομάνας μαύρης,

ώσπου καλά τον τύλιξε και μπήκε

μέσα του η φλόγα του κρασιού· στεφάνι

βάζει μυρτιάς στην κεφαλή, και τώρα

παράφωνα αλυχτά· κι ακούονταν δύο

λογιών φωνές· εκείνος τραγουδούσε,

χωρίς καμιάν ευλάβεια για το πένθος,

κι εμείς οι δούλοι κλαίαμε την κυρά μας,

μα τα δάκρυα τα κρύβαμε απ᾽ τον ξένο·

ο βασιλιάς μας έτσι είχε προστάξει.

Κι ενώ τραπέζι έκανα εγώ στον ξένο,

κάποιον ληστή παλιάνθρωπο και κλέφτη,

έφυγε κείνη· στην κηδεία δεν πήγα,

το χέρι δεν της έδωσα· και μόνο

κλαίω μια κυρά που μάνα ήταν για μένα

και για όλους του σπιτιού μας· απ᾽ του αφέντη

μας φύλαε το θυμό πραΰνοντάς τον.

Δεν έχω δίκιο να μισώ τον ξένο

που εδώ μας ήρθε μες στη συμφορά μας;

(Βγαίνει ο Ηρακλής με στεφάνι στο κεφάλι και μεγάλο κρασοπότηρο στο χέρι.)

ΗΡΑ. Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες;

Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι

κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.

Του αφέντη σου ένα φίλο εσύ ενώ βλέπεις,

τον δέχεσαι βαρύς, συννεφιασμένος

κι ο νους σου είναι στο πένθος για μια ξένη.

Κόπιασε εδώ, ένα μάθημα να πάρεις.

Ξέρεις τη θέση των θνητών στον κόσμο;

Θα πεις, πού να την ξέρεις; Άκου εμένα.

Όλ᾽ οι άνθρωποι μια μέρα θα πεθάνουν·

κανείς θνητός δεν ξέρει αν αύριο θα ᾽ναι

ζωντανός· μες στα σκότη προχωρούνε

τα βήματα της τύχης· δεν το βρίσκει

καμιά σοφία, κανείς δεν το διδάσκει.

Μάθε τα αυτά από μένα, κι έτσι, ευφραίνου

και πίνε· τη ζωή τής κάθε μέρας

πες τη δική σου· τ᾽ άλλα είναι της τύχης.

Τίμα την Αφροδίτη· η πιο γλυκιά ᾽ναι

θεότητα και θέλει το καλό μας.

Τις άλλες έγνοιες άσ᾽ τες κι ακολούθει

αυτά που λέω, σωστά αν τα κρίνεις. Όχι;

Οι υπερβολές λοιπόν του πόνου ας λείπουν,

ό,τι κακό έχει γίνει δάμασέ το,

βάλε στεφάνι κι έλα πιες μαζί μου·

κι απ᾽ το κατσούφιασμά σου, βέβαιος είμαι,

κι απ᾽ τις σκοτούρες, του κρασιού το κύμα

σ᾽ άλλο λιμάνι θα σε πάει ν᾽ αράξεις.

Σκέψη θνητού ο θνητός ταιριάζει να έχει·

αν με ρωτάς εμένα, όλων εκείνων (800)

των σοβαρών και των κατσουφιασμένων

η ζωή είναι συμφορά, ζωή δεν είναι.

9.3 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (747-802) 9.3 EPISODE FOUR (747-802) 9.3 EPISÓDIO QUATRO (747-802)

(Αφού έφυγαν όλοι και έμεινε άδεια η ορχήστρα, έρχεται ο υπηρέτης που είχε οδηγήσει τον Ηρακλή μέσα στο παλάτι.)

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σε πλήθος ξένους που από πλήθος χώρες

ήρθαν σε τούτο του Άδμητου το σπίτι

έστρωσα εγώ τραπέζι, μα από τούτον,

τον τωρινό, χειρότερο δεν είδα.

Ενώ είδε τον αφέντη μου σε πένθος,

δε δίστασε να μπει μες στο παλάτι.

Για συμφορά ενώ του ᾽πανε κατόπι,

δε δέχτηκε όσα βάζαμε μπροστά του

με διάκριση, παρά απαιτούσε κι άλλα.

Μια κούπα από κισσόξυλο κρατώντας

πίνει χυμό βοτρυδομάνας μαύρης,

ώσπου καλά τον τύλιξε και μπήκε

μέσα του η φλόγα του κρασιού· στεφάνι

βάζει μυρτιάς στην κεφαλή, και τώρα

παράφωνα αλυχτά· κι ακούονταν δύο

λογιών φωνές· εκείνος τραγουδούσε,

χωρίς καμιάν ευλάβεια για το πένθος,

κι εμείς οι δούλοι κλαίαμε την κυρά μας,

μα τα δάκρυα τα κρύβαμε απ᾽ τον ξένο·

ο βασιλιάς μας έτσι είχε προστάξει.

Κι ενώ τραπέζι έκανα εγώ στον ξένο,

κάποιον ληστή παλιάνθρωπο και κλέφτη,

έφυγε κείνη· στην κηδεία δεν πήγα,

το χέρι δεν της έδωσα· και μόνο

κλαίω μια κυρά που μάνα ήταν για μένα

και για όλους του σπιτιού μας· απ᾽ του αφέντη

μας φύλαε το θυμό πραΰνοντάς τον.

Δεν έχω δίκιο να μισώ τον ξένο

που εδώ μας ήρθε μες στη συμφορά μας;

(Βγαίνει ο Ηρακλής με στεφάνι στο κεφάλι και μεγάλο κρασοπότηρο στο χέρι.)

ΗΡΑ. Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες;

Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι

κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.

Του αφέντη σου ένα φίλο εσύ ενώ βλέπεις,

τον δέχεσαι βαρύς, συννεφιασμένος

κι ο νους σου είναι στο πένθος για μια ξένη.

Κόπιασε εδώ, ένα μάθημα να πάρεις.

Ξέρεις τη θέση των θνητών στον κόσμο;

Θα πεις, πού να την ξέρεις; Άκου εμένα.

Όλ᾽ οι άνθρωποι μια μέρα θα πεθάνουν·

κανείς θνητός δεν ξέρει αν αύριο θα ᾽ναι

ζωντανός· μες στα σκότη προχωρούνε

τα βήματα της τύχης· δεν το βρίσκει

καμιά σοφία, κανείς δεν το διδάσκει.

Μάθε τα αυτά από μένα, κι έτσι, ευφραίνου

και πίνε· τη ζωή τής κάθε μέρας

πες τη δική σου· τ᾽ άλλα είναι της τύχης.

Τίμα την Αφροδίτη· η πιο γλυκιά ᾽ναι

θεότητα και θέλει το καλό μας.

Τις άλλες έγνοιες άσ᾽ τες κι ακολούθει

αυτά που λέω, σωστά αν τα κρίνεις. Όχι;

Οι υπερβολές λοιπόν του πόνου ας λείπουν,

ό,τι κακό έχει γίνει δάμασέ το,

βάλε στεφάνι κι έλα πιες μαζί μου·

κι απ᾽ το κατσούφιασμά σου, βέβαιος είμαι,

κι απ᾽ τις σκοτούρες, του κρασιού το κύμα

σ᾽ άλλο λιμάνι θα σε πάει ν᾽ αράξεις.

Σκέψη θνητού ο θνητός ταιριάζει να έχει·

αν με ρωτάς εμένα, όλων εκείνων (800)

των σοβαρών και των κατσουφιασμένων

η ζωή είναι συμφορά, ζωή δεν είναι.