×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 3. Το ξεκίνημα

3. Το ξεκίνημα

Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε τον λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνει νέα τους συχνά, όταν θα κατεβαίνει στην πόλη.

Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και, τέλος, ένα πρωί, το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε.

Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι είκοσι πέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζά. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες

Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του.

Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια.

Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν.

Τι απλά παιδιά που έγιναν!

---

Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν στους μαστόρους και στους πραματευτάδες, που έρχονται κάτω στην πόλη.

Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν έναν έναν όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν.

Ο Δημητράκης κάνει τον χαλκωματά και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...».

Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «παπούτσια να μπαλώνω...».

Ο Γιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι' ακόοο...».

Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. Πουλάει τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά· τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάππαρη, καλή κάπ...».

---

Μέσα σ' αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδάει. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη:

Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι...

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό.

Εχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές, κι είχαν γέλια και χαρές,

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό.

Πόπο πόπο σε μια ρώγα φαγοπότι και φωνή!

Την αφήκαν αδειανή...

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό.

Και μεθύσαν κι όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα τραγουδώντας στον αέρα

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό…

---

Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλάει· έμεινε τελευταίος. Ο καημένος, ο παχύς, ο στρογγυλός, ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό· δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον φόρτωσαν σ' αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει;

O Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ' αφτιά. «Μήπως κατά λάθος» συλλογίζεται «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;».

Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάνουν να το πιστέψει.

«Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αφτιά!»

—Περίμενε, Φουντούλη, και θ' ακούσεις και τη φωνή του!

Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους.

Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

3. Το ξεκίνημα |The beginning 3. Der Anfang 3\. The beginning 3. El comienzo 3. le début 3. Początek 3. O início 3\. Начало 3. Başlangıç 3. 开始

Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. To Mr.|Mr|Stefanos||owe it||"they started" ||スティファノさん|||| Dass sie angefangen haben, verdanken sie Mr. Stefanos. They owe it to Mr. Stefanos that they started. Lo devono al signor Stefanos che hanno iniziato. 彼らは、ステファノ氏に借りがあることを認めています。 Они обязаны мистеру Стефаносу тем, что начали. 斯特凡先生欠他们一开始的一切。 Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε τον λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. |||好人|||||||||||父母|他们的||||||| |||man||"came back"|||forest|gave his word||word||to the|parents||||||||children |||||帰った||||||||||||||||| Als dieser gute Mann aus dem Wald zurückkehrte, gab er den Eltern sein Wort, dass er mit den Kindern gehen würde. This good man, when he returned from the forest, promised his parents that he would take the children with him. Questo brav'uomo, quando tornò dalla foresta, diede la parola ai genitori che sarebbe andato con i bambini. この善良な人は、森から帰ると、子供たちと一緒に行くと両親に約束しました。 Этот добрый человек, когда вернулся из леса, дал слово их родителям, что пойдет с детьми. 这位善良的人从森林回来后,向他们的父母许诺会和孩子们一起去。 Είπε πως θα τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνει νέα τους συχνά, όταν θα κατεβαίνει στην πόλη. |||||||位于|||||尽可能多的|||||||||经常||||| ||||"take care of"|||"are located"|||||as many as|accommodations|||||bring them news|news||"frequently"|||comes down|| ||||注意する|||いる||||||||||||||||||| Er sagte, er würde auf sie aufpassen, wo sie seien, er würde es ihnen so angenehm wie möglich machen und ihnen oft Neuigkeiten über sie bringen, wenn er in die Stadt käme. He said he would take care of them wherever they were, provide them with all the conveniences he could, and bring them news often when he went down to the city. Disse che li avrebbe vegliati dov'erano, che li avrebbe messi il più comodi possibile e che avrebbe portato loro spesso notizie quando sarebbe sceso in città. 彼は、子供たちがいるところを気をつけ、できる限りの便宜を図り、町に降りるときには頻繁に彼らのニュースを届けると話しました。 Он сказал, что будет присматривать за ними, где бы они ни находились, что он сделает их настолько удобными, насколько сможет, и что он будет часто приносить им новости о них, когда будет спускаться в город. 他说他会照顾他们在那里,尽力为他们提供便利,并经常带他们来城里。

Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. ||"succeeded"||obtain||permit ||成功した|||| Only in this way did they manage to get the permission. Questo è l'unico modo in cui sono riusciti a ottenere il permesso. そうやってだけで、許可を得ることができました。 Только так им удалось получить разрешение. 他们只能这样才能获得许可。 Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και, τέλος, ένα πρωί, το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε. "Passed"|two|three|days|until||"get ready"||finally|||the|||lively|caravan|set off ||||||準備が整う|||||||||| Two or three days passed, until they got ready, and finally, one morning, the great and lively caravan started. Passarono due o tre giorni, finché non si prepararono, e finalmente, una mattina, partì la grande e vivace carovana. 数日が過ぎ、準備が整い、ついにある朝、大きく活気のあるキャラバンが出発しました。 Прошло два-три дня, пока они собрались, и, наконец, однажды утром большой и оживленный караван тронулся. 过了两三天,他们准备好了,终于在一个早上,大型而生气勃勃的队伍出发了。

Πάνε στα ψηλά βουνά. they go||high| Sie gehen ins Hochgebirge. They go to the high mountains. Vanno in alta montagna. 彼らは高い山々に向かっています。 去高山。 Είναι είκοσι πέντε παιδιά. There are twenty-five children. 25人の子供たちです。 Детей двадцать пять. 有二十五个孩子。 Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζά. |fifteen||on foot Fünfzehn ging vorbei. Fifteen was walking by. Quindici stava camminando. 15人は徒歩で行きました。 Пятнадцатый шел мимо. 十五个步行。 Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες |ten|"riding on"||loaded|mules|||lead||Mule drivers ||||||||||運搬者 Die zehn stiegen auf die beladenen Maultiere, angetrieben von drei Schaffnern The ten mounted on the loaded mules, driven by three conductors I dieci montavano sui muli carichi, guidati da tre conduttori 10人は荷物を積んだラバに乗っていて、3人の運び屋がそれを導いています。 Десятка верхом на нагруженных мулах, ведомая тремя кондукторами. 十个骑着装满货物的骡子,由三个牧民驱使。

Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του. "Followed"||||on horseback||red|mare| ||||馬に乗って||赤い|| Herr Stefanos folgte ihm auf seiner roten Stute. Mr. Stefanos followed, riding his red mare. Il signor Stefanos lo seguì, cavalcando la sua cavalla rossa. スティファノスさんが赤い馬に乗ってついてきた。 Мистер Стефанос последовал за ним верхом на своей рыжей кобыле. 随后是斯特凡先生,骑在他的红色马上。

Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. |||twenty-five||became|unrecognizable Alle fünfundzwanzig Kinder wurden unkenntlich. All twenty-five children became unrecognizable. Tutti i venticinque bambini sono diventati irriconoscibili. 25人の子供たちはみんなわからなくなった。 Все двадцать пять детей стали неузнаваемы. 二十五个孩子都认不出来了。 Κρατούν από ένα ραβδί. Hold|||a stick |||杖 Sie halten einen Stock. They hold a stick. Tengono un bastone. それぞれが杖を持っている。 Они держат палку. 他们每人拿着一根棍子。 Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Bags||water bottles|their|hang||back サクーリア|||||| Auf dem Rücken hängen Taschen und Beutel. Bags and pouches hang on their backs. Borse e marsupi pendono sulla schiena. 背中には袋や水筒がぶら下がっている。 Сумки и сумки висят на спине. 他们背着袋子和水壶。 Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια. They wear|large|straw hats||thick|shoes Sie tragen große Matten und dicke Schuhe. They wear large mats and thick shoes. Indossano grandi stuoie e scarpe spesse. 大きな麦わら帽子と厚い靴を履いている。 Они носят большие коврики и толстую обувь. 他们戴着大草帽和厚重鞋子。

Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. |dressed|||live||mountain |服を着て|||生きる|| Sie sind für das Leben in den Bergen gekleidet. They are dressed for mountain living. 山で生活するために着ている。 Они одеты для жизни в горах. 他们穿着为了在山上生存。 Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. ||Clothing||be worn|Evening||||struggle||thorns|||stones||will tear|||be patched up |||||||||||||||||||修繕される Dasselbe Gewand wird Nacht und Morgen getragen, es wird mit Dornen und Steinen kämpfen, es wird zerrissen und geflickt werden. The same garment will be worn night and morning, it will struggle with thorns and stones, it will be torn and mended. La stessa veste sarà indossata notte e mattina, lotterà con spine e pietre, sarà strappata e rammendata. 同じ服が夜と朝に着られ、棘や石と戦い、裂けては補修されることになる。 Одна и та же одежда будет носиться ночью и утром, она будет бороться с терниями и камнями, будет разорвана и зашита. 同一件衣服将会在晚上和早上穿,它会与荆棘和石头作斗争,它会被撕裂和缝补。 Τίποτα καινούριο δε φορούν. |new|not|wear Sie tragen nichts Neues. They don't wear anything new. Non indossano niente di nuovo. 新しいものは何も着ていない。 Они не носят ничего нового. 他们穿的都是旧衣服。

Τι απλά παιδιά που έγιναν! ||||变得 |simply|kids|that|they became Was für einfache Kinder sind sie geworden! What simple children they have become! Che bambini semplici sono diventati! なんて単純な子供たちになったのだ! Какими простыми детьми они стали! 这些简单的孩子们!

--- --- ---

Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν στους μαστόρους και στους πραματευτάδες, που έρχονται κάτω στην πόλη. ||||||||||商贩||||| ||heavy|sacks||resemble||craftsmen|||tradesmen||are coming||| ||||||||||商人||||| Mit ihren schweren Säcken sehen sie aus wie die Maurer und Hausierer, die in die Stadt kommen. With their heavy bags they look like the masons and touts who come down to town. Con le loro borse pesanti sembrano i muratori e i bagarini che scendono in città. 彼らの重い袋は、街に降りてくる職人や行商人のように見える。 Со своими тяжелыми сумками они похожи на каменщиков и зазывал, приехавших в город.

Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν έναν έναν όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν. |||||这一刻|||||||||||喊叫 all||remember them||||all of them||portray|one by one|one|"as they"|they are|"as they"|are walking|as|they shout ||||||||||||||歩いている|| An alle wird in diesem Moment erinnert, sie alle werden einzeln dargestellt, wie sie sind, wie sie gehen, wie sie schreien. All of them are remembered at this moment, they are all represented one by one as they are, as they walk, as they shout. Tutti loro sono ricordati in questo momento, sono tutti rappresentati uno ad uno così come sono, mentre camminano, mentre gridano. 彼らはこの瞬間、全員を思い出し、一人一人をどのように歩き、どのように叫ぶかをそのまま描写する。 Все они вспоминаются в этот момент, все они представляются один за другим такими, какие они есть, как ходят, как кричат. Hepsi şu anda hatırlanıyor, hepsi oldukları gibi, yürüdükleri gibi, haykırdıkları gibi tek tek temsil ediliyor.

Ο Δημητράκης κάνει τον χαλκωματά και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...». |||||||铜器修理||镀锡 |Little Dimitris|||tinsmith|||Tinker||tinware to tin |||||||||コーティングする Dimitrakis macht ihm einen Kupferstich und schreit: "Ich mache Kupferstiche...". Dimitrakis makes him a coppersmith and shouts: "I'm making coppersmiths...". Dimitrakis fa di lui un ramaio e grida: "Sto facendo ramai...". ディミトラキスは金物屋の真似をして叫ぶ:「金物を鍛えますよ・・・」。 Димитракис делает ему медную пластину и кричит: "Я делаю медные пластины...". 迪米特拉基斯正在进行镀铜工作,并大喊:“让我镀铜...”。

Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «παπούτσια να μπαλώνω...». |||cobbler|shoes to patch||"to mend" ||||||靴を修理する Kostakis der Flicker: "Schuhe zum Flicken...". Kostakis the patcher: "shoes to patch...". Kostakis il patcher: "scarpe da rattoppare...". コスタキスは嫌がって言った:「靴を修理しているだけだ...」。 Костакис-патчер: "Ботинки латать...". 科斯塔基斯在织补:“织补鞋子...”。

Ο Γιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι' ακόοο...». ||||||刀具||折叠刀|为...磨刀|磨刀石 |George||"pretends to be"||grinder or sharpener|Knives|scissors|pocket knives||sharpening Giorgos stellt wieder die Schubkarre vor: „Messer, Scheren, Messer, für sogar...“. Giorgos again presents the wheelbarrow: "Knives, scissors, knives, for even...". Giorgos presenta ancora la carriola: "Coltelli, forbici, coltelli, per anche...". ヨルゴスはまた研磨師の真似をして言った:「ナイフ、ハサミ、ナイフ、どうだって...」。 Гиоргос снова представляет тачку: «Ножи, ножницы, ножи, даже для…». 乔治则扮演着车轮工人:“刀具,剪刀,小刀,为了......”。

Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. |范尼斯||||||| ||remembered||peddler||||forgotten ||||||||忘れられた Fanis erinnerte sich an einen Retter, der vergessen worden war. Fanis remembered a savior, who had been forgotten. Fanis si ricordò di un salvatore, che era stato dimenticato. ファニスは忘れられた商人のことを思い出した。 Фанис вспомнил о забытом спасителе. Πουλάει τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά· τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάππαρη, καλή κάπ...». 卖||草药||牛至|||||||||刺山柑|优质的|刺山柑 "Sells"||herbs||oregano|||greens|||Top picker|||Capers|good|Capers good cap ||||オレガノ||||||ハーブの専門家|||ケッパー|| Er verkauft Kräuter, Oregano und Kräuter, heißt Korfologus und schreit: "Kappari, good kapp...". He sells herbs, oregano and herbs; his name is Korfologus and he shouts: "Kappari, good kapp...". Vende erbe, origano ed erbe aromatiche, si chiama Korfologus e grida: "Cappero, buon cappero...". 彼はハーブ、オレガノ、野菜を売っている。彼は「コルフォロゴ」と呼ばれ、「カッパリ、いいカッ...」と叫んでいる。 Он продает травы, душицу и травы, его зовут Корфологус, и он кричит: "Каппари, хороший капп...". 他正在卖草药、迷迭香和绿叶菜;他被称为草药医生,大声喊道:「小刺花,好小刺花...」。

--- --- ---

Μέσα σ' αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδάει. |||||||想起了||尖叫声|||||唱歌 ||||laughter||Kalogiannis|remembered||"Tsiritro"|||||sing it ||||||カロギアニス||||||||歌う Inmitten dieses Gelächters erinnerte sich Kalogiannis an „Tsiritro“ und begann es zu singen. Amidst this laughter, Kalogiannis remembered "Tsiritro" and began to sing it. In mezzo a questa risata, Kalogiannis si ricordò di "Tsiritro" e iniziò a cantarlo. これらの笑いの中でカロギアニスは「チリトロ」を思い出し、それを歌い始めた。 Среди этого смеха Калогианнис вспомнил «Циритро» и начал ее петь. 在这些笑声中,卡洛焦安尼想起了「奇里乌迪斯」,开始唱起来。 Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη: ||随行人员|||||||唱着|敲打||||地面 all||entourage|took||cheerful|song|||was singing|striking||sticks||ground ||一行|||||||||||| Der ganze Zug nahm das Lachlied auf und sang es mit den Stöcken auf den Boden schlagend: The whole procession took up the laughing song and sang it beating the sticks on the ground: Tutto il corteo prese il canto ridente e lo cantò battendo i bastoni per terra: 全員が笑顔の歌を歌いながら、地面に杖を打ち鳴らした。 Вся процессия подхватила веселую песню и запела ее, стуча палками о землю: 整个队伍唱着欢快的歌曲,一边敲着棍子在地上说:

Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι... ||葡萄粒|||||||||朋友们 On||grape berry||grape|fell on||sparrows||were eating and drinking||the friends Acht Spatzen fielen in eine Weintraube und die Freunde aßen... Eight sparrows fell into a bunch of grapes and the friends were eating... Otto passeri caddero in un grappolo d'uva e gli amici mangiarono e bevvero... ブドウの一粒に八羽のスズメが降り立ち、友達が食べたり飲んだりしていた... Восемь воробьев упали в гроздь винограда, и друзья ели и пили... 八只麻雀掉在葡萄中吃喝,朋友们...

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. 叽叽喳喳|嘀哩||| chirp|chirp|chirp-chirp, chirp|chirp-chirp, chirp|chirp |||チリトリ| chiri-tiri, chiritro, chiritri, chiritro. squeal, squeal, squeal, squeal. strillare, strillare, strillare, strillare. チリ-ティリ、チリトロ、チリトリ、チリトロ。 визжать, визжать, визжать, визжать. 吱吱-嘀咕,吱吱吱,吱吱吱,吱吱吱。

Εχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές, κι είχαν γέλια και χαρές, |||a|||||||| 他们敲打|她们的||||||||笑声||欢乐 They wagged|the|noses||were wagging||tails|||||"joys" ||||||尻尾||||| Sie klopften sich an die Nase und wedelten mit dem Schwanz und hatten Gelächter und Freude, They tapped their noses and wagged their tails, and had laughter and joy, Battevano il naso e agitavano la coda, e avevano risate e gioia, 彼らは鼻を叩き、尻尾を振り、笑いと喜びがあった。 Они хлопали носами и виляли хвостами, и смеялись, и радовались, 它们敲打着鼻子,摇摆着尾巴,开心欢笑着,

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. squeal, squeal, squeal, squeal. チリー・ティリー、チリトロ、チリトリ、チリトロ。 嘟叽-嘟叽,嘟叽嘟,嘟叽嘟。

Πόπο πόπο σε μια ρώγα φαγοπότι και φωνή! Oh my|Oh my|||grape|Feast||voice, sound, noise おお||||||| Popo popo in einem Schluck Essen und Stimme! Popo popo in a mouthful of food and voice! Popo popo in un boccone di cibo e voce! ぽぽ、ぽぽ、一粒の宴と声! Попо-попо с набитым ртом еды и голоса! 啊呀,在一个泥巴洞里又吃又喝,又叫又闹!

Την αφήκαν αδειανή... ||空荡荡的 "Her"|left|left empty |彼女を| Sie ließen es leer... They left it empty... L'hanno lasciato vuoto... 彼らは彼女を空っぽにした... Оставили пустым... 把她留在那里空荡荡的……

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. チリ-ティリ、チリトロ、チリトリ、チリトロ。 吱-咻,吱咻儿,吱咻,吱咻娜。

Και μεθύσαν κι όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα τραγουδώντας στον αέρα a||||||||||| |got drunk|and||day|they go|"here and there"|they go|back and forth|singing in the|in the air|the air |||||||||歌いながら||空気 Und sie haben sich betrunken und gehen den ganzen Tag hin und her und singen in der Luft And they got drunk and all day they go back and forth, singing in the air E si sono ubriacati e tutto il giorno vanno avanti e indietro, cantando nell'aria そして彼らは酔っ払って、一日中あちらこちらに行きながら、空を歌いながら進んでいる И они напились и весь день ходят туда-сюда, поют в эфире

τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό… chirp|||chirp|chirp

--- ---

Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλάει· έμεινε τελευταίος. ||冯杜利斯||说话||最后的 "Only"||Fountoulis|not||he remained|last in line ||||||最後 Nur Fundoulis spricht nicht, er war der Letzte. Only Fundoulis doesn't speak; he was last. Solo Fundoulis non parla, era l'ultimo. Не говорит только Фундулис, он был последним. 只有富杜利斯没说话;他留在最后。 Ο καημένος, ο παχύς, ο στρογγυλός, ο μικρός Φουντούλης! |可怜的||||圆滚滚的|||可怜的胖胖的圆圆的小福图利斯 |Poor little thing||fat||round||little|little round Fountoul |||||||小さな| Arme, dicke, runde, kleine Hazel! Poor, fat, round, little Fundoulis! Povero, grasso, tondo, piccolo Fundoulis! かわいそうな、太った、丸い、小さなフントゥリス! Бедный, толстый, круглый, маленький Фундулис! 可怜的、胖胖的、圆圆的、小富杜利斯! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό· δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. |His mule||||stubborn||obey||voice|and||blow Sein Maultier ist sehr dünn; er hört weder Stimme noch Geräusche. His mule is very lazy; he does not hear a voice or a beat. Il suo mulo è molto pigro, non sente una voce né un colpo. 彼のラバはとても鈍い;声や叩き音には反応しない。 Его мул очень ленив, он не слышит ни голоса, ни ударов. 它的骡子非常顽固;不管是声音还是敲打都听不进去。 Γιατί τον φόρτωσαν σ' αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει; ||装载||||动物|||不要|滚下来 ||loaded him onto||||animal|"For"|||roll away ||||||||||転がる Warum haben sie ihn diesem Tier angeklagt? Damit es nicht rollt? Why did they charge him to this animal? To keep it from rolling? Perché l'hanno accusato di questo animale? Per impedirgli di rotolare? なぜ彼はこの動物に荷物を載せられたのか?転がらないために? Почему они приписали его этому животному? Чтобы не прокатило? 他们为什么要把他装载到这个动物上?为了不滚倒吗?

O Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. |冯图利斯努力|努力奋斗||||||||最后的 |Fountoulis|struggles|||bring|in front|but|||last |フンドゥリス|戦っている|||||||| Fundoulis bemüht sich, es voranzubringen, aber es bleibt das Letzte. Fundoulis struggles to bring it forward, but it remains last. Fundoulis fatica a portarlo avanti, ma rimane ultimo. フントゥリスは前に持ってくるために戦っていますが、それは最後のままです。 Фундулис изо всех сил пытается вывести его вперед, но он остается последним. 弗恩图利斯努力把它拉到前面,但那只留在最后。 Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. ||||开始|||||||||骡子 |the end||Fountoulis|begins||he fears||||||| Am Ende beginnt Fundoulis zu fürchten, dass sein Tier kein Maultier ist. In the end, Fundoulis begins to fear that his animal is not a mule. Alla fine, Fundoulis inizia a temere che il suo animale non sia un mulo. 最後にフントゥリスは自分の動物がラバでないことを恐れ始めます。 В конце концов Фундулис начинает опасаться, что его животное не мул. 最后,弗恩图利斯开始担心他的动物不是骡子。 Το κοιτάζει καλά στ' αφτιά. ||||ears ||||耳 Er schaut ihm genau in die Ohren. He takes a good look at it in the ears. Lo guarda bene nelle orecchie. 彼はそれの耳をよく見ます。 Он внимательно смотрит ему в уши. «Μήπως κατά λάθος» συλλογίζεται «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;». |||思考||给了||驴子 "By any chance"||by mistake|"wonders"||gave me|any|donkey |||考えている||||ロバ „Haben sie mir aus Versehen einen Esel gegeben?“, grübelt er. "Did they accidentally give me a donkey?" he ponders. "Mi hanno dato per sbaglio un asino?" riflette. 「もしかしたら間違って、私に何かロバをくれたのだろうか?」と考えている。 «Неужели мне случайно не дали осла?» — размышляет он.

Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάνουν να το πιστέψει. ||||||让他安静|安静||||||||| ||||||leave him|"at peace"|||||||||"believe it" |||||||||||||する||| Aber die anderen lassen ihn nicht in Ruhe und werden ihn am Ende glauben machen. But the others don't leave him alone and in the end they will make him believe it. Ma gli altri non lo lasciano solo e alla fine glielo faranno credere. しかし、他の人たちも彼を静かにさせず、最終的には彼にそれを信じさせることになるだろう。 Но другие не оставляют его в покое и в конце концов заставят поверить в это.

«Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αφτιά!» |||你的马, 大耳朵!|||耳朵 |steed||Fountouli||big|ears |||フンドゥーリ||| "Dein Auge, Funduli, hat große Ohren!" "Your eye, Funduli, has big ears!" "Il tuo occhio, Funduli, ha grandi orecchie!" 「君の馬、フントゥーリ、耳が大きいね!」 «У твоего глаза, Фундули, большие уши!» “你的耳朵很大,弗拉特!”

—Περίμενε, Φουντούλη, και θ' ακούσεις και τη φωνή του! |等一下,榛子||||||| Wait|||you||||voice| |フンドゥーリ||||||| – Warte, Funduli, und du wirst auch seine Stimme hören! —Wait, Funduli, and you will hear his voice too! —Aspetta, Funduli, e sentirai anche la sua voce! 待って、フンドゥリ、そして彼の声も聞こえるよ! — Подожди, Фундули, и ты услышишь и его голос! ——Περίμενε, Φουντούλη, και θ' ακούσεις και τη φωνή του!

Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους. |||||||||笑声|||| |||||gets angry||"bursts into"|||||| |||||怒る||笑う||笑い|||| Aber Fundoulis, der nie wütend wird, lacht mit den anderen. But Fundoulis, who never gets angry, laughs along with the others. Ma Fundoulis, che non si arrabbia mai, ride insieme agli altri. でも、フンドゥリは決して怒らないので、他の人たちと一緒に笑っている。 Но Фундулис, который никогда не злится, смеется вместе с остальными. Ama asla sinirlenmeyen Hazel diğerleriyle birlikte güler. Αλλά ο Φουντούλης, που ποτέ δεν θυμώνει, γελάει μαζί με τους άλλους.

Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους. |商队|上升||三峰山||||||笑声|||||||||||石质的|石路 |Caravan|was climbing|||waking up||valleys|||laughter|||voices|||||footsteps|||rocky|rocky roads ||上っていた|||||||||||||||||||岩だらけの| Die Karawane zog die Trikorfa hinauf und erweckte die Täler mit ihrem Lachen, ihren Stimmen und ihren Schritten auf den gepflasterten Straßen. The caravan was going up the Trikorfas, waking up the lagadies with its laughter, its voices and its walking on the stony roads. La carovana risaliva il Trikorfas, svegliando i lagadies con le sue risate, le sue voci e il suo camminare sulle strade sassose. キャラバンはトリコルファを登りながら、笑い声や声、石畳の道を歩く足音で渓谷を目覚めさせていた。 Караван шел вверх по Трикорфасу, будя лагадий своим смехом, голосами и походкой по каменистым дорогам. Kervan Trikorfa'ya doğru ilerliyor, kahkahaları, sesleri ve asfalt sokaklarda yürüyüşüyle vadileri uyandırıyordu. 大篷车上升到特里科尔法,用他的笑声,声音和在岩石道路上的步行声唤醒草地。