×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 09. «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα»

09. «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα»

Ένας νέος κρατούμενος ήρθε στο θάλαμο, καταδικασμένος σε κάθειρξη είκοσι χρόνων βάσει του άρθρου 58. Ήταν φοιτητής, μόλις εικοστριών ετών, και τον έλεγαν Αλέξιο.

Με την απειρία και τη ζωηράδα της νιότης, δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με τους εγκληματίες. Δεν είχε κάνει ποτέ πριν σε φυλακές ή στρατόπεδα, κι έτσι αγνοούσε πώς αν δεν ήθελε να πεθάνει πολύ σύντομα, έπρεπε να σωπαίνει, να υποχωρεί, να συμβιβάζεται….

Τα ρούχα του ήταν σχεδόν καινούργια. Οι εγκληματίες αποφάσισαν να τον γδύσουν. Παλιό το «έθιμο»-έπαιζαν στα χαρτιά τα ρούχα των νεοφερμένων. Όποιος κέρδιζε, τα έπαιρνε δικαιωματικά. Κάθε αντίσταση ή αντίδραση ισοδυναμούσε με θάνατο.

Νικητής αναδείχθηκε ο Ιβάν Κάριι.

Πλησίασε το παλληκάρι και του είπε παγερά:

Βγάλε, φιλαράκο, τα κουρέλια σου!

Έτσι άρχισε το δράμα. Ο Αλέξιος τον κοίταξε σαν χαμένος. Μιλούσε σοβαρά; Ήταν δυνατό να του αρπάξει τα ρούχα με το έτσι θέλω και να τον αφήσει γυμνό; Μπά, θ' αστειευόταν… Όχι, δεν θα του τα δώσει. Όχι!

Έτσι, λοιπόν, ο Κάριι αποφάσισε να στήσει «κωμωδία» για να διασκεδάσει τους συντρόφους του.

Με χαϊδευτική φωνή και ειρωνικά γλυκόλογα προσπάθησε να «πείσει» τον Αλέξιο, ότι το συμφέρον του ήταν να υποκύψει χωρίς αντίσταση. Και ξάφνου, εντελώς απροσδόκητα, του κατάφερε το πρώτο χτύπημα.

Ο Αλέξιος προσπάθησε ν' αμυνθεί. Ήδη όμως όλοι μέσα στο θάλαμο γνώριζαν πώς ήταν ξεγραμμένος. Θα γινόταν μεγάλο «πανηγύρι». Κανείς δεν τολμούσε να μπεί στη μέση, να πεί έστω μια κουβέντα, ν' αποτρέψει την αιματοχυσία. Μήτε ο Σαζίκωφ. Ήταν νόμος. Γίνεται οποιοδήποτε ξεκαθάρισμα λογαρισμών; Σώπα μην ανακατεύεσαι. Ανακατεύτηκες; Θα σε σφάξουν!

Ο Κάριι χτυπάει τώρα αλύπητα τον αδύναμο νέο. Και όσο τον χτυπάει, τόσο εξαγριώνεται. Το πρόσωπο του Αλέξιου, πού μάταια πασχίζει να φυλαχθεί, είναι κατακόκκινο από το αίμα.

Ολόγυρα έχουν μαζευτεί πολλοί, που παρακολουθούν βουβά.. Οι εγκληματίες, για να διασκεδάσουν, έχουν χωριστεί σε δυό ομάδες, από τις οποίες η μία υποστηρίζει τάχα τον νεαρό φοιτητή.

Την ώρα πού άρχιζε η μακάβρια «παράσταση», ο π. Αρσένιος τακτοποιούσε τα ξύλα κοντά στις σόμπες, στην άλλη άκρη του θαλάμου. Έτσι δεν είδε πώς άρχισε το κακό. Όταν κατάλαβε πώς κάτι συμβαίνει και πήγε κοντά, αντίκρυσε τον Αλέξιο, πεσμένο και αιμόφυρτο, να έχει γίνει παιχνίδι στ' ατσαλένια χέρια του θηριώδους Ιβάν Κάριι.

Ο μπάτσουσκα δεν έχασε καιρό. Χωρίς δισταγμό, ήρεμα αλλά και επιτακτικά, παραμέρισε τους συγκεντρωμένους «θεατές» και βρέθηκε στη μέση της συμπλοκής. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, έπιασε σφιχτά και σταθερά τον Κάριι από το χέρι, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.

Ο εγκληματίας κοίταξε τον π. Αρσένιο με απορία. Πώς τόλμησε ο παπάς… Α, ήρθε, κι εκείνου η ώρα του! Χαμογέλασε ο Ιβάν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ξεφωνητό άγριας χαράς. Εξαρχής του καθόταν στο στομάχι αυτό το σιχαμερό γεροντάκι. Θα το είχε περιποιηθεί από καιρό, αν δεν φοβόταν τους άλλους. Τώρα όμως δεν θ' αντιδράσει κανείς. Εκείνος ήταν πού τον προκάλεσε. Και, σύμφωνα με το «νόμο», έπρεπε να πληρώσει.

Έ, λοιπόν, παπά!…., είπε μέσ' απ' τα δόντα του, σχεδόν μονολογώντας. Ήρθε η ώρα σου! Το τέλος σου! Πρώτα θα σφάξω το νεαρό, και μετά εσένα…

Όλοι στέκονταν σαν κοκαλωμένοι. Ποιός ν' ανακατευτεί; Θα πέσουν επάνω του οι εγκληματίες και θα τον λυντσάρουν σαν παραβάτη του «νόμου».

Ο Κάριι τράβηξε μαχαίρι και όρμησε στον Αλέξιο.

Αστραπιαία, με μια καταπληκτικά επιδέξια κίνηση, το χέρι του π. Αρσενίου -του μειλίχιου, του ανεξίκακου, του αδύναμου π. Αρσενίου- έπεσε βαρύ και αμείλικτο πάνω στο καρπό του Κάριι. Το χτύπημα ήταν τόσο τρομερό και τόσο μαστορικό, πού το οπλισμένο χέρι παρέλυσε και το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα. Ο π. Αρσένιος το κλώτσησε μακριά και ταυτόχρονα έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στον Κάριι. Ο εγκληματίας έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε κάτω. Πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι του στην κόχη ενός κρεβατιού και βόγγηξε από τον πόνο. Τότε κάποιοι γέλασαν.

Ο π.Αρσένιος πλησίασε τον Αλέξιο και του είπε:

Σήκω, Αλιόσα! Πλύσου! Δεν θα σε πειράξει πιά κανείς.

Και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, τράβηξε πάλι για τη δουλειά του.

Ο Κάριι σηκώθηκε αργά. Όλοι ήταν σιωπηλοί, καταλαβαίνοντας πώς ο παλληκαράς είχε ξεφτιλιστεί και είχε χάσει κάθε επιρροή πάνω στους συντρόφους του.

Κάποιος σκόρπισε με το πόδι του το αίμα πού είχε σχηματίσει μια μικρή λιμνούλα στο πάτωμα, και σήκωσε το μαχαίρι.

Το πρόσωπο του Αλέξιου ήταν μελανιασμένο, το δεξί αυτί του κομμένο, το ένα μάτι του κλεισμένο και το άλλο κατακόκκινο.

Ένας θανάσιμος φόβος πλανιόταν τώρα μέσα στο θάλαμο: Ο παπάς και ο φοιτητής ασφαλώς δεν θα ζούσαν για πολύ ακόμα. Θα τους ξέκαναν οι φίλοι του Ιβάν.

Παράδοξα και απρόσμενα, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Με τη γενναιότητά του, ο π. Αρσένιος κέρδισε την εκτίμηση και το θαυμασμό των εγκληματιών. Ως τότε είχαν γνωρίσει την καλοσύνη και την φιλανθρωπία του. Τώρα γνώρισαν το θάρρος και την αντρειοσύνη του, την τόλμη και την παλικαριά του. Όλ' αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητά του τους σαγήνευαν.

Στη μορφή του έβλεπαν έναν άνθρωπο ασυνήθιστο, έναν άνθρωπο πραγματικά μεγάλο.

Ο Κάριι αποτραβήχτηκε στο κρεββάτι του. Κάτι άρχισε να σιγομουρμουρίζει στους συντρόφους του, εκείνοι όμως -το ένιωθε κι ο ίδιος- τον άκουγαν μάλλον αδιάφορα. Αφού δεν τον υποστήριξαν την ώρα της συμπλοκής, δεν θα τον υποστήριζαν ποτέ πιά.

Το άλλο βράδυ, μόλις οι κρατούμενοι επέστρεφαν στο θάλαμο και λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, όρμησε μέσα ο διοικητής με μερικούς επόπτες.

Σηκωθείτε και στοιχηθείτε! Φώναξε έξαλλος.

Πετάχτηκαν όλοι επάνω και μπήκαν στη σειρά, μπροστά από τα κρεβάτια. Επιθεωρώντας τους ο διοικητής, έφτασε μέχρι τον π. Αρσένιο. Τον άρπαξε και άρχισε να τον χτυπάει σαν μανιακός. Την ίδια ώρα οι επόπτες έβγαλαν από τη γραμμή και τον Αλέξιο.

Για παράβαση του κανονισμού, και συγκεκριμένα για συμπλοκή και διατάραξη της τάξης, ο ΖΕΚ-18376 και ο Ρ-281 θα οδηγηθούν στο κρατητήριο Ν-1, όπου θα παρεμείνουν για σαρανταχτώ ώρες χωρίς φαγητό και νερό.

Η ανακοίνωση-εντολή έπεσε σαν κεραυνός μέσα στο θάλαμο. Όλοι κατάλαβαν: Ο Κάριι είχε καταδώσει… Αυτό όμως για τους κρατουμένους, και μάλιστα τους ποινικούς ήταν η πιό αισχρή, η πιό σιχαμερή πράξη.

Το κρατητήριο Ν-1 ήταν ένα σπιτάκι κοντά στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου, με πολύ μικρά κελλιά απομονώσεως ενός ή δύο ατόμων. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με φύλλα λαμαρίνας. Το ίδιο και το πάτωμα και η οροφή.

Εκεί λοιπόν έκλειναν, συνήθως για εικοσιτέσσερις ώρες, όσους έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα, με την προϋπόθεση ότι η θερμοκρασία δεν ήταν χαμηλότερη από -5ο C. Και σ' αυτή την περίπτωση, όμως, κατόρθωναν να επιζήσουν μόνο εκείνοι πού πηδούσαν επιτόπου ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.

Τώρα η θερμοκρασία ήταν -30ο C. Και όμως, έστειλαν εκεί τον π. Αρσένιο και τον Αλέξιο για σαρανταοχτώ ώρες!

Όλοι το κατάλαβαν: Το πολύ σ' ένα δίωρο θα ξεψυχούσαν απ' το κρύο.

Ο Αφσένκωφ και ο Σαζίκωφ βγήκαν μπροστά και τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν.

Κύριε διοικητά, μ' αυτόν τον καιρό τους στέλνετε στο Ν-1; Θα παγώσουν! Θα πεθάνουν!….

Έπεσαν επάνω τους οι επόπτες σαν τα θηρία. Με γροθιές και κλωτσιές τους ανάγκασαν να σωπάσουν.

Ο Ιβάν Κάριι είχε χώσει έντρομος το κεφάλι του στους ώμους. Ήταν κιόλας μετανιωμένος για την πράξη του. Ένιωθε έναν ασφυκτικό κλοιό θανάτου ολόγυρά του. Δεν είχε πιά θέση στο θάλαμο. Δεν είχε πιά θέση στη ζωή. Οι δικοί του θα τον έβγαζαν από τη μέση σύντομα.

Τους έσπρωξαν μέσα με δύναμη. Έπεσαν κι οι δύο σαν τα σακιά στο πάτωμα.

Η πόρτα…η αμπάρα….οι φωνές….τα βήματα…..κι επειτα ησυχία.

Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος έμειναν μόνοι στο σκοτάδι. Το λιγοστό φεγγαρόφωτο, πού έμπαινε μεσ' από το στενό παραθυράκι με τα σιδερένια κάγκελα, μόλις πού τους επέτρεπε να διακρίνουν τις σιλουέτες τους.

Ο π.Αρσένιος σηκώθηκα αργά.

– Να, λοιπόν, Αλέξιε, πού ο Κύριος μας έφερε εδώ, να μείνουμε μόνοι, οι δυό μας… Κάνει κρύο… Κρύο, Αλέξιε!

-Θα παγώσουμε, π. Αρσένιε! Θα παγώσουμε! Μας περιμένει ο θάνατος! Πρέπει να πηδάμε, να πηδάμε συνέχεια. Αλλά δεν έχω δυνάμεις… Και είναι τόσο στενά εδώ… Μας περιμένει ο θάνατος… Δεν είναι άνθρωποι αυτοί, π. Αρσένιε! Οι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοια πράγματα… Καλύτερος είναι ο τουφεκισμός!

Ο π. Αρσένιος σώπαινε.

Γιατί δεν μιλάτε; Γιατί, π. Αρσένιε;….

Ο Αλέξιος σχεδόν φώναζε. Η απάντηση ακούστηκε σαν να ερχόταν από μακριά, πολύ μακριά.

-Προσεύχομαι, Αλέξιε!

– Μα για ποιό πράγμα να προσευχηθούμε εδώ μέσα, όταν πιά παγώνουμε;

-Είμαστε μόνοι. Για σαρανταοχτώ ώρες δεν θα μας ενοχλήσει κανείς. Θα προσευχηθούμε, λοιπόν, Αλιόσα! Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στον Κύριο ελεύθερα, απερίσπαστα, φωναχτά-για πρώτη και ίσως μοναδική φορά μέσα σε τούτο το στρατόπεδο. Ας μη χάσουμε την ευκαιρία! Ας προσευχηθούμε… και έχει ο Θεός.

Ο π. Αρσένιος είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του, αυτή ήταν η μοναδική εξήγηση πού μπορούσε να δώσει ο Αλέξιος. Τον έβλεπε μέσα στο αμυδρό φως του φεγγαριού, πού εισχωρούσε από το παραθυράκι, να στέκεται όρθιος, να σταυροκοπιέται ακατάπαυστα και να ψιθυρίζει.

Το μόνο πού απασχολούσε τον Αλέξιο ήταν ότι πάγωνε. Πάγωνε!…. Τα χέρια και τα πόδια του είχαν κιόλας ξυλιάσει. Δεν τα ένιωθε. Δύναμη για να κινηθεί δεν είχε καμιά. Το καταλάβαινε, σιγοπέθαινε. Όλα πιά του ήταν αδιάφορα…

Ξάφνου άκουσε ολοκάθαρα τα λόγια της προσευχής πού έλεγε, δυνατά τώρα, ο π. Αρσένιος. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Στην εκκλησία είχε πάει μόνο μια φορά στη ζωή του, κι αυτή από περιέργεια. Η γιαγιά του πάντως τον είχε βαπτίσει. Η οικογένειά του ήταν άθεη, ή μάλλον εντελώς αδιάφορη για θρησκευτικά ζητήματα. Ο ίδιος ήταν κομσομόλος. Τι σχέση μπορούσε να έχει με την πίστη;

Μέσα στους πόνους και το μάργωμα, μέσα στο τρόμο από το φρικιαστικό άγγιγμα του θανάτου, ο Αλέξιος αφουγκραζόταν….

…….Κύριε και Θεέ μου! Ελέησέ μας, τους αμαρτωλούς! Πανάγαθε και πολυέλεε Ιησού! Η άπειρη αγάπη Σου για μας Σε κατέβασε από τους ουρανούς. Ήρθες στη γη και σαρκώθηκες για να μας σώσεις. Λύτρωσέ μας και τώρα, κατά το μέγα έλεός Σου, από τον σκληρό τούτο θάνατο. Βοήθησέ μας. Εσύ, πού είσαι ο Πλάστης και Ευεργέτης και Σωτήρας μας….

Κάθε λέξη πού έβγαινε από το στόμα του π.Αρσενίου ήταν ποτισμένη με την αγάπη, την ελπίδα και την ασάλευτη πίστη στο Θεό.

Στην αρχή ο Αλέξιος δεν μπορούσε να κατανοήσει όλα όσα άκουγε. Οι έννοιες της προσευχής του ήταν άγνωστες, και γι' αυτό τώρα τις έβρισκε παράξενες, δυσνόητες. Μα όσο περνούσε η ώρα, όσο το σώμα του πάγωνε, τόσο καλύτερα καταλάβαινε τη σημασία των λέξεων και των φράσεων. Στην ψυχή του απλώθηκε μια γλυκειά γαλήνη. Ο φόβος εξαφανίστηκε. Η καρδιά του ακολουθούσε σαν μαγνητισμένη τα λόγια της προσευχής του π. Αρσενίου, ακόμα κι εκείνα πού δεν πολυκαταλάβαινε.

……Κύριε Ιησού Χριστέ! Εσύ, με τα πανάχραντα χείλη Σου, μας βεβαίωσες «Εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς· ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18:19-20).

Ο Αλέξιος επαναλάμβανε τις λέξεις:

«…..γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς· ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών».

Ολόκληρο το σώμα του είχε πιά παγώσει.

Κι έξαφνα, μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μια μονάχα στιγμή, τα πάντα άλλαξαν. Το σκοτάδι, το κρύο, το μούδιασμα, οι πόνοι, ο φόβος, όλα εξαφανίστηκαν. Το χώρο γέμιζε η φωνή του π. Αρσενίου.

«….εκεί ειμι εν μέσω αυτών».

Ο Αλέξιος στράφηκε στον π. Αρσένιο. Και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι ήταν εκείνο πού έβλεπε;

‟Μου σάλεψε! Έχω παραισθήσεις! Ήρθε το τέλος. Πεθαίνω….'', συλλογίστηκε.

Το κρατητήριο είχε γίνει ευρύχωρο και φωτεινό, πολύ φωτεινό, σαν εκκλησία. Ο π.Αρσένιος ήταν ντυμένος με μια λαμπρή ιερατική στολή και προσευχόταν μεγαλόφωνα με τα χέρια υψωμένα. Τα λόγια του ήταν τώρα απόλυτα κατανοητά και οικεία στον Αλέξιο. Εισχωρούσαν μέσα στην ψυχή του κι έδιωχναν την αγωνία και τη θλίψη.

Αλλά να, πράγματι, κάποιος ήταν εκεί, δίπλα τους. Δεν τον έβλεπε, ένιωθε όμως ολοκάθαρα την παρουσία του.

Και οι άλλοι δύο πάλι, οι φωτόμορφοι νέοι με τις αστραφτερές φορεσιές, πού στέκονταν στα δεξιά και στ' αριστερά του π. Αρσενίου, από πού ξεπρόβαλαν;…..

Η προσευχή συνεπήρε τον Αλέξιο, πλημμύρισε όλη του την ύπαρξη. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα στον π. Αρσένιο. Το κορμί του ζεστάθηκε. Η ανάσα του έγινε ελαφριά. Ένα αίσθημα χαράς φτέρωνε την καρδιά του.

Προσευχόταν ο π.Αρσένιος. Προσευχόταν κι ο Αλέξιος μαζί του, με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Ναι, ο Θεός ήταν εκεί, μαζί τους, ζωντανός! Τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του, όπως έβλεπε κι εκείνους τους δύο απεσταλμένους Του, πού τους συμπαραστέκονταν.

Μια-δυό φορές του ήρθε η σκέψη, ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο π. Αρσένιος είχαν ήδη πεθάνει, ή ότι πέθαιναν και βρίσκονταν σε παραλήρημα. Όλα όμως του έδειχναν ότι ζούσε μια πραγματικότητα.

Πόση ώρα πέρασε έτσι; Δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σε μια στιγμή, πάντως, ο π. Αρσένιος στράφηκε και του είπε:

Πήγαινε, Αλιόσα! Κουράστηκες, πήγαινε να ξαπλώσεις. Εγώ θα προσεύχωμαι κι εσύ θα μ' ακούς.

Ο Αλέξιος ξάπλωσε στο πάτωμα, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να προσεύχεται.

«….Περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς».«……Συνηγμένοι, εις το εμόν όνομα….»

Ναι! Ναι! Δεν είμαστε μόνοι!…..

Ήταν ήσυχα, ζεστά, ευχάριστα.

Ξάφνου πρόβαλε από κάπου η μητέρα του. Ήρθε κοντά του και τον σκέπασε στοργικά -έτσι έκανε πάντα, ως τον περασμένο χρόνο, πού τον συνέλαβαν. Ύστερα έπιασε απαλά το κεφάλι του με τα δυό της χέρια και το έσφιξε στο στήθος της.

Ήθελε να της πεί:

Μητέρα, ακούς πώς προσεύχεται ο π.Αρσένιος; Γνώρισα το Θεό! Πιστεύω! ….

Το είπε; Δεν το είπε;…. Ωστόσο εκείνη σαν ν' αποκρίθηκε:

Αλιόσα, όταν σε πήρανε, βρήκα κι εγώ το Θεό! Εκείνος μου έδωσε το κουράγιο να ζω!….

Τώρα πιά ο Αλέξιος δεν ζητούσε τίποτα από τον Κύριο. Μόνο Τον δόξαζε και Τον ευχαριστούσε.

Πόσο κράτησαν όλα τούτα; Δεν ήξερε. Στη μνήμη του έμειναν μόνο τα λόγια της προσευχής, η γλυκειά θαλπωρή, το άπλετο φως, ο λαμπροφορεμένος π. Αρσένιος, οι δυό φωτόμορφοι νέοι, το αίσθημα της ανέκφραστης θέρμης….

Ακούστηκαν φωνές. Μετά χτυπήματα. Έβγαζαν την αμπάρα.

Ο Αλέξιος άνοιξε τα μάτια. Ο π. Αρσένιος ακόμα προσευχόταν. Οι δυό νέοι τους ευλόγησαν και εξαφανίστηκαν. Το φως σιγά-σιγά μειώθηκε και ο χώρος στένεψε. Να, ξαναβρέθηκαν μέσα στο σκοτεινό και παγωμένο κρατηρήριο…

Σήκω, Αλέξιε! Ήρθαν!

Ήταν ο διοικητής, ο γιατρός, ο υπεύθυνος της τάξης, ο προϊστάμενος του Ειδικού Τμήματος ταγματάρχης Αμπρόσιμωφ και δυό-τρεις επόπτες.

Ξεχώρισε κάποια φωνή πίσω από την πόρτα. :

Αυτό είναι απαράδεκτο! Υπάρχει κίνδυνος να ειδοποιηθεί η Μόσχα! Ποιός ξέρει πώς θα το δουν…. Οι καιροί μας δεν σηκώνουν κατεψυγμένα πτώματα!

Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο διοικητής.

Ζείτε;…..

Το ύφος του φανέρωνε κατάπληξη και απορία. Έβλεπε όρθιο μπροστά του το γέρο με το κοντό γενάκι και το μπαλωμένο μπουφάν· όρθιο και το νεαρό με το ξεσκισμένο πανωφόρι και το πληγωμένο πρόσωπο. Στα χείλη τους άνθιζαν συγκρατημένα χαμόγελα. Η όψη τους ήταν γαλήνια. Ένα παχύ στρώμα πάχνης σκέπαζε τα ρούχα τους.

-Ζείτε; Πώς επιζήσατε εδώ μέσα για δύο εικοσιτετράωρα;

-Είμαστε ζωντανοί, είπε απλά ο π. Αρσένιος, χωρίς να δώσει καμιάν εξήγηση.

Οι άλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους άφωνοι. Ήταν απίστευτο!

Εμπρός, έρευνα! πρόσταξε ο διοικητής.

Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος πέρασαν έξω. Οι επόπτες έβγαλαν τα γάντια και άρχισαν να ψάχνουν με προσοχή κάθε σημείο του κρατητηρίου.

Ο γιατρός έχωσε το χέρι του κάτω απ' τα ρούχα των δύο κρατουμένων.

Ανεξήγητο! Πώς έζησαν;….. Είναι πράγματοι ζεστοί!

Μπήκε στο κρατητήριο και το ερεύνησε προσεκτικά.

-Με τι ζεσταινόσασταν; ρώτησε όταν ξαναβγήκε.

-Με την πίστη στο Θεό και τη προσευχή, αποκρίθηκε ο π. Αρσένιος.

-Αφιονισμένοι! τσίριξε νευριασμένος ένας επόπτης. Γρήγορα στην παράγκα!

Σαν νεκραναστημένους τους δέχτηκαν στο θάλαμο.

-Πώς σωθήκατε; τους ρωτούσαν όλοι.

-Ο Θεός μας έσωσε, απαντούσαν κι οι δύο μ' ένα στόμα.

Μετά από μία εβδομάδα μετέφεραν τον Ιβάν Κάριι σε άλλη παράγκα. Και μετά από άλλη μία, καθώς δούλευε, πλακώθηκε από πέτρες και χώματα. Πέθανε βασανιστικά. Διαδόθηκε πώς τον έφαγαν οι σύντροφοί του μα δεν υπήρχε καμιά απόδειξη γι' αυτό.

Ο Αλέξιος, μετά το κρατητήριο, έγινε άλλος άνθρωπος. Αναγεννήθηκε. Σαν πατέρα και σύμβολο, σαν οδηγό και συμπαραστάτη είχε τον π.Αρσένιο. Και μ' όλους τους πιστούς του θαλάμου μιλούσε μόνο για το Θεό και την ορθόδοξη πίστη- για τίποτ' άλλο.

09. «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα» 09. "Thou shalt not be two or three in my name."

Ένας νέος κρατούμενος ήρθε στο θάλαμο, καταδικασμένος σε κάθειρξη είκοσι χρόνων βάσει του άρθρου 58. Ήταν φοιτητής, μόλις εικοστριών ετών, και τον έλεγαν Αλέξιο.

Με την απειρία και τη ζωηράδα της νιότης, δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με τους εγκληματίες. Δεν είχε κάνει ποτέ πριν σε φυλακές ή στρατόπεδα, κι έτσι αγνοούσε πώς αν δεν ήθελε να πεθάνει πολύ σύντομα, έπρεπε να σωπαίνει, να υποχωρεί, να συμβιβάζεται….

Τα ρούχα του ήταν σχεδόν καινούργια. Οι εγκληματίες αποφάσισαν να τον γδύσουν. Παλιό το «έθιμο»-έπαιζαν στα χαρτιά τα ρούχα των νεοφερμένων. Όποιος κέρδιζε, τα έπαιρνε δικαιωματικά. Κάθε αντίσταση ή αντίδραση ισοδυναμούσε με θάνατο.

Νικητής αναδείχθηκε ο Ιβάν Κάριι.

Πλησίασε το παλληκάρι και του είπε παγερά:

Βγάλε, φιλαράκο, τα κουρέλια σου!

Έτσι άρχισε το δράμα. Ο Αλέξιος τον κοίταξε σαν χαμένος. Μιλούσε σοβαρά; Ήταν δυνατό να του αρπάξει τα ρούχα με το έτσι θέλω και να τον αφήσει γυμνό; Μπά, θ' αστειευόταν… Όχι, δεν θα του τα δώσει. Όχι!

Έτσι, λοιπόν, ο Κάριι αποφάσισε να στήσει «κωμωδία» για να διασκεδάσει τους συντρόφους του.

Με χαϊδευτική φωνή και ειρωνικά γλυκόλογα προσπάθησε να «πείσει» τον Αλέξιο, ότι το συμφέρον του ήταν να υποκύψει χωρίς αντίσταση. Και ξάφνου, εντελώς απροσδόκητα, του κατάφερε το πρώτο χτύπημα.

Ο Αλέξιος προσπάθησε ν' αμυνθεί. Ήδη όμως όλοι μέσα στο θάλαμο γνώριζαν πώς ήταν ξεγραμμένος. Θα γινόταν μεγάλο «πανηγύρι». Κανείς δεν τολμούσε να μπεί στη μέση, να πεί έστω μια κουβέντα, ν' αποτρέψει την αιματοχυσία. Μήτε ο Σαζίκωφ. Ήταν νόμος. Γίνεται οποιοδήποτε ξεκαθάρισμα λογαρισμών; Σώπα μην ανακατεύεσαι. Ανακατεύτηκες; Θα σε σφάξουν!

Ο Κάριι χτυπάει τώρα αλύπητα τον αδύναμο νέο. Και όσο τον χτυπάει, τόσο εξαγριώνεται. Το πρόσωπο του Αλέξιου, πού μάταια πασχίζει να φυλαχθεί, είναι κατακόκκινο από το αίμα.

Ολόγυρα έχουν μαζευτεί πολλοί, που παρακολουθούν βουβά.. Οι εγκληματίες, για να διασκεδάσουν, έχουν χωριστεί σε δυό ομάδες, από τις οποίες η μία υποστηρίζει τάχα τον νεαρό φοιτητή.

Την ώρα πού άρχιζε η μακάβρια «παράσταση», ο π. Αρσένιος τακτοποιούσε τα ξύλα κοντά στις σόμπες, στην άλλη άκρη του θαλάμου. Έτσι δεν είδε πώς άρχισε το κακό. Όταν κατάλαβε πώς κάτι συμβαίνει και πήγε κοντά, αντίκρυσε τον Αλέξιο, πεσμένο και αιμόφυρτο, να έχει γίνει παιχνίδι στ' ατσαλένια χέρια του θηριώδους Ιβάν Κάριι.

Ο μπάτσουσκα δεν έχασε καιρό. Χωρίς δισταγμό, ήρεμα αλλά και επιτακτικά, παραμέρισε τους συγκεντρωμένους «θεατές» και βρέθηκε στη μέση της συμπλοκής. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, έπιασε σφιχτά και σταθερά τον Κάριι από το χέρι, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.

Ο εγκληματίας κοίταξε τον π. Αρσένιο με απορία. Πώς τόλμησε ο παπάς… Α, ήρθε, κι εκείνου η ώρα του! Χαμογέλασε ο Ιβάν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ξεφωνητό άγριας χαράς. Εξαρχής του καθόταν στο στομάχι αυτό το σιχαμερό γεροντάκι. Θα το είχε περιποιηθεί από καιρό, αν δεν φοβόταν τους άλλους. Τώρα όμως δεν θ' αντιδράσει κανείς. Εκείνος ήταν πού τον προκάλεσε. Και, σύμφωνα με το «νόμο», έπρεπε να πληρώσει.

Έ, λοιπόν, παπά!…., είπε μέσ' απ' τα δόντα του, σχεδόν μονολογώντας. Ήρθε η ώρα σου! Το τέλος σου! Πρώτα θα σφάξω το νεαρό, και μετά εσένα…

Όλοι στέκονταν σαν κοκαλωμένοι. Ποιός ν' ανακατευτεί; Θα πέσουν επάνω του οι εγκληματίες και θα τον λυντσάρουν σαν παραβάτη του «νόμου».

Ο Κάριι τράβηξε μαχαίρι και όρμησε στον Αλέξιο.

Αστραπιαία, με μια καταπληκτικά επιδέξια κίνηση, το χέρι του π. Αρσενίου -του μειλίχιου, του ανεξίκακου, του αδύναμου π. Αρσενίου- έπεσε βαρύ και αμείλικτο πάνω στο καρπό του Κάριι. Το χτύπημα ήταν τόσο τρομερό και τόσο μαστορικό, πού το οπλισμένο χέρι παρέλυσε και το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα. Ο π. Αρσένιος το κλώτσησε μακριά και ταυτόχρονα έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στον Κάριι. Ο εγκληματίας έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε κάτω. Πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι του στην κόχη ενός κρεβατιού και βόγγηξε από τον πόνο. Τότε κάποιοι γέλασαν.

Ο π.Αρσένιος πλησίασε τον Αλέξιο και του είπε:

Σήκω, Αλιόσα! Πλύσου! Δεν θα σε πειράξει πιά κανείς.

Και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, τράβηξε πάλι για τη δουλειά του.

Ο Κάριι σηκώθηκε αργά. Όλοι ήταν σιωπηλοί, καταλαβαίνοντας πώς ο παλληκαράς είχε ξεφτιλιστεί και είχε χάσει κάθε επιρροή πάνω στους συντρόφους του.

Κάποιος σκόρπισε με το πόδι του το αίμα πού είχε σχηματίσει μια μικρή λιμνούλα στο πάτωμα, και σήκωσε το μαχαίρι.

Το πρόσωπο του Αλέξιου ήταν μελανιασμένο, το δεξί αυτί του κομμένο, το ένα μάτι του κλεισμένο και το άλλο κατακόκκινο.

Ένας θανάσιμος φόβος πλανιόταν τώρα μέσα στο θάλαμο: Ο παπάς και ο φοιτητής ασφαλώς δεν θα ζούσαν για πολύ ακόμα. Θα τους ξέκαναν οι φίλοι του Ιβάν.

Παράδοξα και απρόσμενα, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Με τη γενναιότητά του, ο π. Αρσένιος κέρδισε την εκτίμηση και το θαυμασμό των εγκληματιών. Ως τότε είχαν γνωρίσει την καλοσύνη και την φιλανθρωπία του. Τώρα γνώρισαν το θάρρος και την αντρειοσύνη του, την τόλμη και την παλικαριά του. Όλ' αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητά του τους σαγήνευαν.

Στη μορφή του έβλεπαν έναν άνθρωπο ασυνήθιστο, έναν άνθρωπο πραγματικά μεγάλο.

Ο Κάριι αποτραβήχτηκε στο κρεββάτι του. Κάτι άρχισε να σιγομουρμουρίζει στους συντρόφους του, εκείνοι όμως -το ένιωθε κι ο ίδιος- τον άκουγαν μάλλον αδιάφορα. Αφού δεν τον υποστήριξαν την ώρα της συμπλοκής, δεν θα τον υποστήριζαν ποτέ πιά.

Το άλλο βράδυ, μόλις οι κρατούμενοι επέστρεφαν στο θάλαμο και λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, όρμησε μέσα ο διοικητής με μερικούς επόπτες.

Σηκωθείτε και στοιχηθείτε! Φώναξε έξαλλος.

Πετάχτηκαν όλοι επάνω και μπήκαν στη σειρά, μπροστά από τα κρεβάτια. Επιθεωρώντας τους ο διοικητής, έφτασε μέχρι τον π. Αρσένιο. Τον άρπαξε και άρχισε να τον χτυπάει σαν μανιακός. Την ίδια ώρα οι επόπτες έβγαλαν από τη γραμμή και τον Αλέξιο.

Για παράβαση του κανονισμού, και συγκεκριμένα για συμπλοκή και διατάραξη της τάξης, ο ΖΕΚ-18376 και ο Ρ-281 θα οδηγηθούν στο κρατητήριο Ν-1, όπου θα παρεμείνουν για σαρανταχτώ ώρες χωρίς φαγητό και νερό.

Η ανακοίνωση-εντολή έπεσε σαν κεραυνός μέσα στο θάλαμο. Όλοι κατάλαβαν: Ο Κάριι είχε καταδώσει… Αυτό όμως για τους κρατουμένους, και μάλιστα τους ποινικούς ήταν η πιό αισχρή, η πιό σιχαμερή πράξη.

Το κρατητήριο Ν-1 ήταν ένα σπιτάκι κοντά στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου, με πολύ μικρά κελλιά απομονώσεως ενός ή δύο ατόμων. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με φύλλα λαμαρίνας. Το ίδιο και το πάτωμα και η οροφή.

Εκεί λοιπόν έκλειναν, συνήθως για εικοσιτέσσερις ώρες, όσους έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα, με την προϋπόθεση ότι η θερμοκρασία δεν ήταν χαμηλότερη από -5ο C. Και σ' αυτή την περίπτωση, όμως, κατόρθωναν να επιζήσουν μόνο εκείνοι πού πηδούσαν επιτόπου ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.

Τώρα η θερμοκρασία ήταν -30ο C. Και όμως, έστειλαν εκεί τον π. Αρσένιο και τον Αλέξιο για σαρανταοχτώ ώρες!

Όλοι το κατάλαβαν: Το πολύ σ' ένα δίωρο θα ξεψυχούσαν απ' το κρύο.

Ο Αφσένκωφ και ο Σαζίκωφ βγήκαν μπροστά και τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν.

Κύριε διοικητά, μ' αυτόν τον καιρό τους στέλνετε στο Ν-1; Θα παγώσουν! Θα πεθάνουν!….

Έπεσαν επάνω τους οι επόπτες σαν τα θηρία. Με γροθιές και κλωτσιές τους ανάγκασαν να σωπάσουν.

Ο Ιβάν Κάριι είχε χώσει έντρομος το κεφάλι του στους ώμους. Ήταν κιόλας μετανιωμένος για την πράξη του. Ένιωθε έναν ασφυκτικό κλοιό θανάτου ολόγυρά του. Δεν είχε πιά θέση στο θάλαμο. Δεν είχε πιά θέση στη ζωή. Οι δικοί του θα τον έβγαζαν από τη μέση σύντομα.

Τους έσπρωξαν μέσα με δύναμη. Έπεσαν κι οι δύο σαν τα σακιά στο πάτωμα.

Η πόρτα…η αμπάρα….οι φωνές….τα βήματα…..κι επειτα ησυχία.

Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος έμειναν μόνοι στο σκοτάδι. Το λιγοστό φεγγαρόφωτο, πού έμπαινε μεσ' από το στενό παραθυράκι με τα σιδερένια κάγκελα, μόλις πού τους επέτρεπε να διακρίνουν τις σιλουέτες τους.

Ο π.Αρσένιος σηκώθηκα αργά.

– Να, λοιπόν, Αλέξιε, πού ο Κύριος μας έφερε εδώ, να μείνουμε μόνοι, οι δυό μας… Κάνει κρύο… Κρύο, Αλέξιε!

-Θα παγώσουμε, π. Αρσένιε! Θα παγώσουμε! Μας περιμένει ο θάνατος! Πρέπει να πηδάμε, να πηδάμε συνέχεια. Αλλά δεν έχω δυνάμεις… Και είναι τόσο στενά εδώ… Μας περιμένει ο θάνατος… Δεν είναι άνθρωποι αυτοί, π. Αρσένιε! Οι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοια πράγματα… Καλύτερος είναι ο τουφεκισμός!

Ο π. Αρσένιος σώπαινε.

Γιατί δεν μιλάτε; Γιατί, π. Αρσένιε;….

Ο Αλέξιος σχεδόν φώναζε. Η απάντηση ακούστηκε σαν να ερχόταν από μακριά, πολύ μακριά.

-Προσεύχομαι, Αλέξιε!

– Μα για ποιό πράγμα να προσευχηθούμε εδώ μέσα, όταν πιά παγώνουμε;

-Είμαστε μόνοι. Για σαρανταοχτώ ώρες δεν θα μας ενοχλήσει κανείς. Θα προσευχηθούμε, λοιπόν, Αλιόσα! Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στον Κύριο ελεύθερα, απερίσπαστα, φωναχτά-για πρώτη και ίσως μοναδική φορά μέσα σε τούτο το στρατόπεδο. Ας μη χάσουμε την ευκαιρία! Ας προσευχηθούμε… και έχει ο Θεός.

Ο π. Αρσένιος είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του, αυτή ήταν η μοναδική εξήγηση πού μπορούσε να δώσει ο Αλέξιος. Τον έβλεπε μέσα στο αμυδρό φως του φεγγαριού, πού εισχωρούσε από το παραθυράκι, να στέκεται όρθιος, να σταυροκοπιέται ακατάπαυστα και να ψιθυρίζει.

Το μόνο πού απασχολούσε τον Αλέξιο ήταν ότι πάγωνε. Πάγωνε!…. Τα χέρια και τα πόδια του είχαν κιόλας ξυλιάσει. Δεν τα ένιωθε. Δύναμη για να κινηθεί δεν είχε καμιά. Το καταλάβαινε, σιγοπέθαινε. Όλα πιά του ήταν αδιάφορα…

Ξάφνου άκουσε ολοκάθαρα τα λόγια της προσευχής πού έλεγε, δυνατά τώρα, ο π. Αρσένιος. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Στην εκκλησία είχε πάει μόνο μια φορά στη ζωή του, κι αυτή από περιέργεια. Η γιαγιά του πάντως τον είχε βαπτίσει. Η οικογένειά του ήταν άθεη, ή μάλλον εντελώς αδιάφορη για θρησκευτικά ζητήματα. Ο ίδιος ήταν κομσομόλος. Τι σχέση μπορούσε να έχει με την πίστη;

Μέσα στους πόνους και το μάργωμα, μέσα στο τρόμο από το φρικιαστικό άγγιγμα του θανάτου, ο Αλέξιος αφουγκραζόταν….

…….Κύριε και Θεέ μου! Ελέησέ μας, τους αμαρτωλούς! Πανάγαθε και πολυέλεε Ιησού! Η άπειρη αγάπη Σου για μας Σε κατέβασε από τους ουρανούς. Ήρθες στη γη και σαρκώθηκες για να μας σώσεις. Λύτρωσέ μας και τώρα, κατά το μέγα έλεός Σου, από τον σκληρό τούτο θάνατο. Βοήθησέ μας. Εσύ, πού είσαι ο Πλάστης και Ευεργέτης και Σωτήρας μας….

Κάθε λέξη πού έβγαινε από το στόμα του π.Αρσενίου ήταν ποτισμένη με την αγάπη, την ελπίδα και την ασάλευτη πίστη στο Θεό.

Στην αρχή ο Αλέξιος δεν μπορούσε να κατανοήσει όλα όσα άκουγε. Οι έννοιες της προσευχής του ήταν άγνωστες, και γι' αυτό τώρα τις έβρισκε παράξενες, δυσνόητες. Μα όσο περνούσε η ώρα, όσο το σώμα του πάγωνε, τόσο καλύτερα καταλάβαινε τη σημασία των λέξεων και των φράσεων. Στην ψυχή του απλώθηκε μια γλυκειά γαλήνη. Ο φόβος εξαφανίστηκε. Η καρδιά του ακολουθούσε σαν μαγνητισμένη τα λόγια της προσευχής του π. Αρσενίου, ακόμα κι εκείνα πού δεν πολυκαταλάβαινε.

……Κύριε Ιησού Χριστέ! Εσύ, με τα πανάχραντα χείλη Σου, μας βεβαίωσες «Εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς· ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18:19-20).

Ο Αλέξιος επαναλάμβανε τις λέξεις:

«…..γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς· ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών».

Ολόκληρο το σώμα του είχε πιά παγώσει.

Κι έξαφνα, μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μια μονάχα στιγμή, τα πάντα άλλαξαν. Το σκοτάδι, το κρύο, το μούδιασμα, οι πόνοι, ο φόβος, όλα εξαφανίστηκαν. Το χώρο γέμιζε η φωνή του π. Αρσενίου.

«….εκεί ειμι εν μέσω αυτών».

Ο Αλέξιος στράφηκε στον π. Αρσένιο. Και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι ήταν εκείνο πού έβλεπε;

‟Μου σάλεψε! Έχω παραισθήσεις! Ήρθε το τέλος. Πεθαίνω….'', συλλογίστηκε.

Το κρατητήριο είχε γίνει ευρύχωρο και φωτεινό, πολύ φωτεινό, σαν εκκλησία. Ο π.Αρσένιος ήταν ντυμένος με μια λαμπρή ιερατική στολή και προσευχόταν μεγαλόφωνα με τα χέρια υψωμένα. Τα λόγια του ήταν τώρα απόλυτα κατανοητά και οικεία στον Αλέξιο. Εισχωρούσαν μέσα στην ψυχή του κι έδιωχναν την αγωνία και τη θλίψη.

Αλλά να, πράγματι, κάποιος ήταν εκεί, δίπλα τους. Δεν τον έβλεπε, ένιωθε όμως ολοκάθαρα την παρουσία του.

Και οι άλλοι δύο πάλι, οι φωτόμορφοι νέοι με τις αστραφτερές φορεσιές, πού στέκονταν στα δεξιά και στ' αριστερά του π. Αρσενίου, από πού ξεπρόβαλαν;…..

Η προσευχή συνεπήρε τον Αλέξιο, πλημμύρισε όλη του την ύπαρξη. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα στον π. Αρσένιο. Το κορμί του ζεστάθηκε. Η ανάσα του έγινε ελαφριά. Ένα αίσθημα χαράς φτέρωνε την καρδιά του.

Προσευχόταν ο π.Αρσένιος. Προσευχόταν κι ο Αλέξιος μαζί του, με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Ναι, ο Θεός ήταν εκεί, μαζί τους, ζωντανός! Τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του, όπως έβλεπε κι εκείνους τους δύο απεσταλμένους Του, πού τους συμπαραστέκονταν.

Μια-δυό φορές του ήρθε η σκέψη, ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο π. Αρσένιος είχαν ήδη πεθάνει, ή ότι πέθαιναν και βρίσκονταν σε παραλήρημα. Όλα όμως του έδειχναν ότι ζούσε μια πραγματικότητα.

Πόση ώρα πέρασε έτσι; Δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σε μια στιγμή, πάντως, ο π. Αρσένιος στράφηκε και του είπε:

Πήγαινε, Αλιόσα! Κουράστηκες, πήγαινε να ξαπλώσεις. Εγώ θα προσεύχωμαι κι εσύ θα μ' ακούς.

Ο Αλέξιος ξάπλωσε στο πάτωμα, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να προσεύχεται.

«….Περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς».«……Συνηγμένοι, εις το εμόν όνομα….»

Ναι! Ναι! Δεν είμαστε μόνοι!…..

Ήταν ήσυχα, ζεστά, ευχάριστα.

Ξάφνου πρόβαλε από κάπου η μητέρα του. Ήρθε κοντά του και τον σκέπασε στοργικά -έτσι έκανε πάντα, ως τον περασμένο χρόνο, πού τον συνέλαβαν. Ύστερα έπιασε απαλά το κεφάλι του με τα δυό της χέρια και το έσφιξε στο στήθος της.

Ήθελε να της πεί:

Μητέρα, ακούς πώς προσεύχεται ο π.Αρσένιος; Γνώρισα το Θεό! Πιστεύω! ….

Το είπε; Δεν το είπε;…. Ωστόσο εκείνη σαν ν' αποκρίθηκε:

Αλιόσα, όταν σε πήρανε, βρήκα κι εγώ το Θεό! Εκείνος μου έδωσε το κουράγιο να ζω!….

Τώρα πιά ο Αλέξιος δεν ζητούσε τίποτα από τον Κύριο. Μόνο Τον δόξαζε και Τον ευχαριστούσε.

Πόσο κράτησαν όλα τούτα; Δεν ήξερε. Στη μνήμη του έμειναν μόνο τα λόγια της προσευχής, η γλυκειά θαλπωρή, το άπλετο φως, ο λαμπροφορεμένος π. Αρσένιος, οι δυό φωτόμορφοι νέοι, το αίσθημα της ανέκφραστης θέρμης….

Ακούστηκαν φωνές. Μετά χτυπήματα. Έβγαζαν την αμπάρα.

Ο Αλέξιος άνοιξε τα μάτια. Ο π. Αρσένιος ακόμα προσευχόταν. Οι δυό νέοι τους ευλόγησαν και εξαφανίστηκαν. Το φως σιγά-σιγά μειώθηκε και ο χώρος στένεψε. Να, ξαναβρέθηκαν μέσα στο σκοτεινό και παγωμένο κρατηρήριο…

Σήκω, Αλέξιε! Ήρθαν!

Ήταν ο διοικητής, ο γιατρός, ο υπεύθυνος της τάξης, ο προϊστάμενος του Ειδικού Τμήματος ταγματάρχης Αμπρόσιμωφ και δυό-τρεις επόπτες.

Ξεχώρισε κάποια φωνή πίσω από την πόρτα. :

Αυτό είναι απαράδεκτο! Υπάρχει κίνδυνος να ειδοποιηθεί η Μόσχα! Ποιός ξέρει πώς θα το δουν…. Οι καιροί μας δεν σηκώνουν κατεψυγμένα πτώματα!

Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο διοικητής.

Ζείτε;…..

Το ύφος του φανέρωνε κατάπληξη και απορία. Έβλεπε όρθιο μπροστά του το γέρο με το κοντό γενάκι και το μπαλωμένο μπουφάν· όρθιο και το νεαρό με το ξεσκισμένο πανωφόρι και το πληγωμένο πρόσωπο. Στα χείλη τους άνθιζαν συγκρατημένα χαμόγελα. Η όψη τους ήταν γαλήνια. Ένα παχύ στρώμα πάχνης σκέπαζε τα ρούχα τους.

-Ζείτε; Πώς επιζήσατε εδώ μέσα για δύο εικοσιτετράωρα;

-Είμαστε ζωντανοί, είπε απλά ο π. Αρσένιος, χωρίς να δώσει καμιάν εξήγηση.

Οι άλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους άφωνοι. Ήταν απίστευτο!

Εμπρός, έρευνα! πρόσταξε ο διοικητής.

Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος πέρασαν έξω. Οι επόπτες έβγαλαν τα γάντια και άρχισαν να ψάχνουν με προσοχή κάθε σημείο του κρατητηρίου.

Ο γιατρός έχωσε το χέρι του κάτω απ' τα ρούχα των δύο κρατουμένων.

Ανεξήγητο! Πώς έζησαν;….. Είναι πράγματοι ζεστοί!

Μπήκε στο κρατητήριο και το ερεύνησε προσεκτικά.

-Με τι ζεσταινόσασταν; ρώτησε όταν ξαναβγήκε.

-Με την πίστη στο Θεό και τη προσευχή, αποκρίθηκε ο π. Αρσένιος.

-Αφιονισμένοι! τσίριξε νευριασμένος ένας επόπτης. Γρήγορα στην παράγκα!

Σαν νεκραναστημένους τους δέχτηκαν στο θάλαμο.

-Πώς σωθήκατε; τους ρωτούσαν όλοι.

-Ο Θεός μας έσωσε, απαντούσαν κι οι δύο μ' ένα στόμα.

Μετά από μία εβδομάδα μετέφεραν τον Ιβάν Κάριι σε άλλη παράγκα. Και μετά από άλλη μία, καθώς δούλευε, πλακώθηκε από πέτρες και χώματα. Πέθανε βασανιστικά. Διαδόθηκε πώς τον έφαγαν οι σύντροφοί του μα δεν υπήρχε καμιά απόδειξη γι' αυτό.

Ο Αλέξιος, μετά το κρατητήριο, έγινε άλλος άνθρωπος. Αναγεννήθηκε. Σαν πατέρα και σύμβολο, σαν οδηγό και συμπαραστάτη είχε τον π.Αρσένιο. Και μ' όλους τους πιστούς του θαλάμου μιλούσε μόνο για το Θεό και την ορθόδοξη πίστη- για τίποτ' άλλο.