×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 11. ΙΑ'. Ο κατάσκοπος

11. ΙΑ'. Ο κατάσκοπος

Δεν είχε κανένα καταφύγιο εκεί που ήταν τ' άλογα. Αφού όμως περπάτησαν λίγην ώρα, είδαν παρακάτω στην πέτρινη πλαγιά του βουνού ένα μεγάλο απότομο βράχο που κρέμουνταν πάνω από το βαθύ γκρεμνό.

— Πάμε κει, είπε ο Αλέξιος. Ίσως βρούμε καμιά σπηλιά, και τότε φέρνομε και τ' άλογα μας και τα δένουμε κοντά μας για να μην πάθομε πάλι τα ίδια της άλλης νύχτας.

— Φοβάσαι τους λύκους;

— Ελπίζω να μην κατέβουν ως εδώ, δεν είμαστε πια τόσο ψηλά. Μα καλύτερα να προφυλάξομε τα ζώα μας.

Βγήκαν από το δάσος και κατέβηκαν με προσοχή. Μα δε βρήκαν σπηλιά.

— Ας κάνομε το γύρο του βράχου, πρότεινε η Θέκλα. Ίσως έχει κανένα άνοιγμα από το πίσω μέρος.

— Δώσε μου το χέρι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, μη γλιστρήσεις και πέσεις στο βάραθρο.

Και σιγά, προσεκτικά, έκαναν μερικά βήματα κατά το γκρεμνό.

Έξαφνα ο Αλέξιος που ήταν μπροστά σταμάτησε κι έσφιξε το χέρι της Θέκλας.

— Τι είναι; ρώτησ' εκείνη σιγά.

— Σώπα… άκουσε… ψιθύρισε ο άντρας της.

Η Θέκλα πλησίασε και ακροάστηκε. Της φάνηκε πως άκουε ένα μουρμούρισμα σαν ομιλίες μακρινές.

— Κάποιος μιλά, είπε χαμηλόφωνα, μα πού είναι;

— Μέσα στο βράχο, αποκρίθηκε επίσης σιγά εκείνος. Πρέπει να είναι σπηλιά μα δε βλέπω είσοδο από τούτο το μέρος…

Έκαναν δυο βήματα προσέχοντας να μην παραπατήσουν και τους προδώσει ο κρότος. Του φάνηκε του Αλέξιου πως, όσο προχωρούσε, οι ομιλίες ακούουνταν καθαρότερες. Αλλ' αφού πέρασε ένα ορισμένο σημείο, οι ομιλίες απομακρύνουνταν πάλι. Γύρισε λοιπόν πίσω, και με προσοχή σκαρφάλωσε στο βράχο. Εκεί, από μια χαραματιά, φέγγιζε ένα αμυδρό φως. Η Θέκλα τον είχε ακολουθήσει.

— Σιωπή… ψιθύρισε ο Αλέξιος στο αυτί της, και άκουε…

Τωόντι οι ομιλίες ακούουνταν καθαρά εκεί. Ξεχώριζαν δυο φωνές αντρίκειες.

— Σου λέω πως δεν πήγαν στη Σκάμπα, όπως δεν πήγαν και στο Βουτέλιο, έλεγε η μια φωνή. Το ξέρω για βέβαιο…

— Μα τέλος πάντων τι σε νοιάζει; Το χαρτί αυτό ούτε το είδες, διέκοψε η άλλη φωνή, μπορεί να μην ήταν και τίποτα.

— Αν δεν ήταν τίποτα δε θα τον χαιρετούσε τόσο βαθιά ο εκατόνταρχος μόλις το άνοιξε, είπε η πρώτη φωνή. Άλλωστε αν δεν το διάβασα το είδα όμως. Και χωρίς αυτό τον καταραμένο παραγιό που μπήκε μεταξύ μας, τάχα να μαζέψει το μαχαίρι μου, θα έβλεπα αν είχε τη βασιλική σφραγίδα.

Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι της Θέκλας.

— Ο καλόγερος… ψιθύρισε.

— Και ο οδηγός μας, αποκρίθηκε η Θέκλα. Άκου… είναι η φωνή του…

— Λοιπόν γιατί δεν πήγες αμέσως να τους καταγγείλεις στην Αχρίδα αφού τους είδες που περνούσαν την Πρέσπα; έλεγε η δεύτερη φωνή.

— Γιατί πρώτα-πρώτα δεν είμαι βέβαιος. Υποψιάζομαι μόνο. Αν ζητούσα στρατιωτική βοήθεια κι έβγαινα γελασμένος θα μου έλεγαν πως τους περιγελώ, σαν που μου το είπαν για τον άλλον εκείνο, τον Έλληνα τάχα κατάσκοπο που έπιασα και που βρέθηκε να είναι δικός μας. Ύστερα είναι και το ζήτημα της πληρωμής. Τους ξέρω όλους αυτούς τους μασκαράδες! Αν πιάσουν τούτο τον ψευτοπραματευτή και βγω σωστός, θα βρουν τρόπο να πάρουν όλη τη δόξα… και τον παρά. Και τρέχα γύρευε συ το δίκιο σου! Το πολύ καμιά μαχαιριά μπορεί να φας για να σωπάσεις! Πρέπει να είμαι βέβαιος πρώτα, γι' αυτό σ' έστειλα να τους παραμονεύεις.

— Τι να σου κάμω, σ' όλο το δρόμο πρόσεχα όσο μπορούσα, είπε η δεύτερη φωνή, μα δεν άκουσα και δεν παρατήρησα τίποτα. Μου φάνηκε μόνο πως με υποψιάζουνταν και με στραβοκοίταζαν, και φοβήθηκα μη μ' αναγνωρίσουν με όλη τη βαφή που είχα χύσει στα μαλλιά μου. Λοιπόν τότε είπα πως άλλαξα γνώμη και θα πάγω στο χωριό μου, και με άφησαν να φύγω χωρίς να διαμαρτυρηθούν.

— Και ύστερα πια δεν τους είδες;

— Όχι.

— Είσαι βλάκας! είπε θυμωμένα η πρώτη φωνή. Στο χέρι σου ήταν να τους ακολουθήσεις χωρίς να σε δουν, αν φοβήθηκες μη σε γνωρίσουν.

— Και ποιος θα σε ειδοποιούσε σένα πως είναι δω;

— Ας ερχόσουν τη νύχτα.

— Και αν έβλεπαν πως έλειπα, χειρότερο δε θα ήταν; Θα έβαζαν υποψίες και θα έφευγαν προς τα μέσα του βουνού. Ενώ έτσι, χωρίς υποψία, δεν τρελάθηκαν να φύγουν από το μονοπάτι που είναι τόσο καλά κρυμμένο μες στα δέντρα, όπου δεν τους βλέπει κανείς, και απ' όπου φαίνεται ο μεγάλος δρόμος που τους οδηγεί. Λες πως δεν κατέβηκαν στη Σκάμπα;

— Αυτό σου το βεβαιώνω.

— Μα τότε θα περάσουν τη νύχτα στο βουνό αφού χωριό δε βρίσκεται εδώ. Δεν μπορούν να γλιτώσουν από τα χέρια μας. Εσύ θα τους παραμονεύεις εδώ κι εγώ θα πάω να φυλάω στο σταυροδρόμι, όπου, θέλουν δε θέλουν, θα περάσουν σε όποιο μέρος και αν πηγαίνουν.

Λίγη ώρα σώπασαν οι δυο φωνές. Ο Αλέξιος και η Θέκλα βαστούσαν την αναπνοή τους.

Σε λίγο ακούστηκε πάλι η φωνή του οδηγού.

— Λοιπόν, Μπόρις… Δε σου έρχεται αυτό που σου λέγω;

— Αν τον απαντήσω εδώ μονάχος τι θα κάνω; είπε ο ψευτοκαλόγερος.

— Θα τον ξεπαστρέψεις, όπως ξεπάστρεψες τον παπα-Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο οδηγός. Και γέλασε.

— Ο Παφνούτιος ήταν γέρος και αδύνατος, ένα ωχ δεν πρόφτασε να βγάλει. Πως είχε ένα σύντροφο; Και αυτός δε μετρούσε, ήταν άοπλος, δεν κοπίασες ούτε κινδύνευσες. Πήγε και αυτός στις αιώνιες μονές χωρίς πάλη. Ύστερα είχα δει και το γράμμα του γέρου, ήξερα τι πολύτιμο που ήταν στα χέρια μου ένα τέτοιο έγγραφο, για να γυρίζω ελεύθερα ανάμεσα στους εχθρούς, ακόμα και ως μέσα στο στρατόπεδο τους, ντυμένος με το ράσο του γέρου. Άξιζε να το δοκιμάσω. Μα τούτος που μου κάνει τον έμπορο είναι νέος, και μοιάζει να το λέει η καρδιά του. Θ' αντισταθεί… και φαίνεται γερός… Τον είδες; Κυπαρίσσι είναι η κορμοστασιά του!

— Εσύ είσαι θηρίο στη δύναμη.

— Μα αυτοί είναι δυο.

— Μπα! Το λογαριάζεις αυτό το παλιόπαιδο; Μια βουκιά θα το κάνεις. Ούτε δεκαπέντε χρόνων δεν είναι!

— Είναι όμως αφοσιωμένο στον παραφέντη του. Χωρίς το παλιόπαιδο που λες, θα έβλεπα το έγγραφο και θα ήξερα για βέβαιο τι είναι αυτός…

— Τότε περίμενε ως αύριο και πήγαινε να φέρεις στρατιώτες.

— Δεν έχω ανάγκη να περιμένω ως αύριο. Όπου και αν είναι θα περάσει μια περιπολία. Δεν έχω παρά να κατέβω ως το μεγάλο δρόμο για να τους βρω. Εσύ ωστόσο να πας εκεί που χωρίζουν οι δρόμοι. Εκεί θα σε βρω. Αν τους δεις να περάσουν πριν έλθω, μην τα χάσεις. Μαχαίρωσε τον έμπορο, αυτός έχει τα χαρτιά…

Ο Αλέξιος έσκυψε στο αυτί της Θέκλας.

— Κατέβα με προσοχή, ψιθύρισε.

Η Θέκλα κατέβηκε και ο Αλέξιος την ακολούθησε. Το φεγγάρι πρόβαινε πίσω από την κορυφή του βουνού.

Η καρδιά της Θέκλας χτυπούσε σκεπαρνιές στο στήθος της.

Ο Αλέξιος πήρε το πρόσωπο της στα δυο του χέρια και την κοίταξε.

— Φοβάσαι; ρώτησε.

— Όχι, αποκρίθηκε η Θέκλα.

Από τη χαραματιά του βράχου εξακολουθούσαν ν' ακούονται οι δυο φωνές σα μουρμουρίσματα.

Ο Αλέξιος έβγαλε όλα του τα χαρτιά, μαζί και το γράμμα του καλόγερου για το δεσμοφύλακα της Σκάμπας, και τα έδωσε της Θέκλας.

— Γρήγορα, της είπε, κρύψε τα στον κόρφο σου. Η Θέκλα τα ‘κρυψε αμέσως.

Ύστερα πήρε ο Αλέξιος το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου και το πέρασε στο χέρι της. Ήταν μεγάλο πολύ για τα λεπτά της δάχτυλα.

— Πέρασε το στην αλυσίδα που έχεις στο λαιμό σου, γρήγορα, της είπε.

Και το έκρυψε κι αυτό η Θέκλα στο στήθος της, πλάγι στο τίμιο ξύλο.

Ο Αλέξιος έβγαλε το μαχαίρι του Ασώτη.

— Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε η Θέκλα.

— Θα εκδικήσω τον πάτερ-Παφνούτιο.

— Αλέξιε!

— Ή ταν ή επί τας. Ήλθε η ώρα, Θέκλα, να θυμηθείς πως είσαι Γαλαξειδιώτισσα.

— Έννοια σου! Το θυμούμαι. Τι θέλεις να κάμω; Οι ομιλίες εξακολουθούσαν μέσα στο βράχο.

Ο Αλέξιος πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του και τη φίλησε.

— Ν' ανέβεις τώρα στο βράχο εκεί και ν' ακούς. Σαν καταλάβεις πως βγαίνουν, κάνε μου νόημα, τους περιμένω εδώ. Αν νικήσω, φεύγομε αμέσως για το Δυρράχιο. Αν πέσω, θα φύγεις εσύ μόνη. Κρύψου όπου μπορείς, φύγε όπως μπορείς, μα πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο… ακούς; Πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο!

Η Θέκλα έκλεισε το στόμα του με το χέρι της.

— Σώπα… ψιθύρισε, έρχονται…

Οι ομιλίες είχαν σταματήσει.

Από το μέρος του γκρεμνού ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν.

Ο Αλέξιος έσπρωξε τη Θέκλα σε κάτι χαμόδεντρα και στάθηκε με τη ράχη στο βράχο.

Έξαφνα πρόβαλαν δυο άντρες. Στο άσπρο φως του φεγγαριού, ο Αλέξιος αναγνώρισε τον καλόγερο με τα μαύρα γένια και το μαραγκό του χωριού, τον ψευτοανεψιό του.

Την ίδια ώρα τον είδαν κι αυτοί.

Ο μαραγκός ξεστόμισε μια βλαστήμια κι αρπάζοντας το μαχαίρι του χίμησε πάνω στον Αλέξιο.

Δεν πρόφθασε όμως να τον χτυπήσει. Γοργά ρίχτηκε ο Αλέξιος στο πλάγι και του κάρφωσε το μαχαίρι του στο λαιμό.

Ο μαραγκός σωριάστηκε ψυχορραγώντας.

Ο Μπόρις είχε κοντοσταθεί, δισταχτικός. Καθώς όμως είδε το σύντροφο του να πέφτει, μούγκρισε σα θηρίο. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα μαχαίρι, μ' αντί να χτυπήσει τον Αλέξιο από μπρος, προσπάθησε να τον πλησιάσει με πονηριά, για να τον αναγκάσει ν' απομακρυνθεί από το βράχο.

— Θα σε σφάξω σα σκυλί! ούρλιασε.

Από το μεγάλο δρόμο ανέβηκε έξαφνα μια βοή από κλαγγή όπλων και ποδοβολητά αλόγων.

— Η περιπολία! μουρμούρισε η Θέκλα. Αχ, Αλέξιε μου, καημένε.

Μα ο Αλέξιος, σφίγγοντας το μαχαίρι του, περίμενε ατάραχα να του ριχτεί ο ψευτοκαλόγερος. Καθώς σήκωσε αυτός το χέρι να χτυπήσει, του τράβηξε ο Αλέξιος μια ξανάστροφη με τέτοια ορμή, που τ' όπλο πέταξε από τα χέρια του.

Ήταν όμως θηρίο στη δύναμη ο Μπόρις, όπως το είχε πει ο σύντροφος του. Ξέφυγε τη μαχαιριά του Αλέξιου και, ζυγώνοντας τον άρπαξε από τη μέση και τον έσφιξε στα σιδερένια του χέρια τόσο, που κόπηκε η αναπνοή του και παράλυσαν οι κινήσεις του.

Η στιγμή ήταν φοβερή. Ο Αλέξιος πέταξε το μαχαίρι του και μ' ένα τίναγμα απελπισμένο ελευθέρωσε τα χέρια του.

Ο θυμός γιγάντωνε τη δύναμη του. Άρπαξε τον κατάσκοπο από το λαιμό κι τον έσφιξε με λύσσα να τον πνίξει.

— Βοήθεια! φώναξε αυτός, και με πνιγμένη φωνή ξαναείπε: Βοήθεια! Κλέφτες… Με σφάζουν…

Οι στρατιώτες από το δρόμο είχαν ακούσει την πρώτη φωνή του Μπόρις. Στο φως του φεγγαριού είδαν δυο άντρες που πάλευαν κι έτρεξαν κατά το βουνό.

Η Θέκλα πετάχθηκε από τον κρυψώνα της, μα ο Αλέξιος δεν την είδε.

Ο θυμός τον τύφλωνε. Έσφιγγε ολοένα περισσότερο το λαιμό του Μπόρις, που γύρευε με απελπισμένα τινάγματα να ξεφύγει από τα χέρια που σαν τσιγκέλια τον έσερναν αβάσταχτα προς τον γκρεμνό.

Ο Αλέξιος δε μιλούσε. Με σφιγμένα δόντια πάλευε, γυρεύοντας να φέρει τον εχθρό του στο χείλι του βουνού.

Κι έξαφνα, σαν πτώμα τον σήκωσε στα δυνατά του χέρια και με μια σπρωξιά τον γκρέμισε στο χάος.

Το σώμα τινάχθηκε από βράχο σε βράχο και κυλίστηκε ματωμένο και άμορφο στη ρίζα του βουνού.

Η Θέκλα, κολλημένη στο βράχο, είχε ακολουθήσει με αγωνία την πάλη.

Καθώς είδε τον κατάσκοπο να χάνεται στο γκρεμνό, ρίχθηκε προς τον άντρα της.

— Τρέχα! Για το Θεό, τρέχα! Οι στρατιώτες φθάνουν…

Ο Αλέξιος άρπαξε το χέρι της κι έτρεξαν μαζί κατά τα δέντρα όπου χώθηκαν.

— Τ' άλογα μας! Αχ, να τα προφθαίναμε!

Μα οι στρατιώτες ανέβαιναν. Ούτε εκατό βήματα δεν τους χώριζαν πια.

Ο Αλέξιος έριξε πίσω μια ματιά και είδε πως ήταν αδύνατο πια να γλιτώσουν.

Οι στρατιώτες είχαν φθάσει τόσο κοντά, που θα τους έβρισκαν μες στα δέντρα και θα τους έπιαναν και τους δυο.

— Φύγε, Θέκλα, μόνη σου, φύγε! της φώναξε, κι εκτέλεσε συ την αποστολή μου.

— Όχι, μαζί θα πεθάνομε, αποκρίθηκε κείνη. Δε σ' αφήνω!

— Φύγε! της πρόσταξε. Φύγε για να πας εκεί που ξέρεις… Το θέλω!

Η φωνή του ήταν τόσο επιτακτική, που τη νίκησε.

Θυμήθηκε έξαφνα το Γαλαξείδι, το θάνατο του Χαραλάμπη, την καταστροφή που είχε πέσει στην πατρίδα της σαν πλάκωσαν οι Βούλγαροι. Ξύπνησε μέσα της ακράτητο και δυνατότερο και από την αγάπη της ακόμα, το μίσος για τους εχθρούς της πατρίδας της.

Έριξε το χέρι της γύρω στο λαιμό του, τον φίλησε και χάθηκε μες στα δέντρα.

Ο Αλέξιος δεν είχε σταματήσει. Έτρεχε ίσια προς το μέρος όπου είχαν αφήσει τ' άλογα τους.

Μα δυο στρατιώτες τον είδαν, έκαμαν έναν αλλόγυρο και του έκοψαν το δρόμο. Την ίδια στιγμή έφθαναν πίσω του οι υπόλοιποι άντρες της περιπολίας. Τον έζωσαν, τον έριξαν χάμω και τον έπιασαν.

Ο Αλέξιος δεν είχε πια ούτ' ένα μαχαίρι απάνω του. Αφού τον έδεσαν χεροπόδαρα, ο αξιωματικός της περιπολίας πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά.

— Πώς σε λένε; ρώτησε.

— Σου είναι αδιάφορο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

— Πρόσεξε! Μπορώ να σε σφάξω! είπε με θυμό ο αξιωματικός.

— Το κέφι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Ο αξιωματικός άφρισε.

— Θα σε ψήσω ζωντανό!

— Είμαι στα χέρια σου, είπε ο Αλέξιος.

Ο Βούλγαρος σήκωσε τη λόγχη του να τον τρυπήσει. Μα βαστάχθηκε.

— Όχι, είπε γελώντας σαρκαστικά. Θα σου έκανα πολύ μεγάλη χάρη! Άλλο τέλος σου χρειάζεται σένα. Να μου πεις αμέσως, γιατί σκότωσες αυτό τον άνθρωπο;

— Δεν έχω λόγο να σου δώσω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

— Ψάξτε τον, πρόσταξε ο αξιωματικός.

Οι στρατιώτες τον έγδυσαν και σκάλισαν τα ρούχα του. Δε βρήκαν όμως κανένα χαρτί, ούτε τίποτα που να έλεγε τ' όνομα του, την τέχνη του. Βρήκαν όμως την πέτσινη ζώνη που είχε μέσα ακόμα πολλά χρήματα.

— Πού βρήκες αυτά τα φλουριά; ρώτησε ο αξιωματικός.

Ο Αλέξιος δεν αποκρίθηκε.

— Δε θέλεις να μου το πεις; ξαναείπε ο Βούλγαρος. Ο Αλέξιος σιωπούσε.

— Η σιωπή του τον καταδικάζει, είπε ο αξιωματικός στους στρατιώτες. Το πράμα είναι φανερό. Τον σκότωσε, τον έκλεψε και γύρευε να πάρει τα βουνά. Δέστε τον σ' ένα άλογο και δρόμο για τη Σκάμπα. Εκεί, στα χέρια του δήμιου θα πει την αλήθεια και θ' αποφασιστεί η τύχη του.

Καβαλίκεψαν πάλι όλοι, έδεσαν τον Αλέξιο σ' ένα άλογο και βιαστικά κατέβηκαν το βουνό ως κάτω, στο μεγάλο δρόμο.

Ύστερα έστρεψαν δεξιά και τράβηξαν κατά τη Σκάμπα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

11. ΙΑ'. Ο κατάσκοπος ||the spy text11

Δεν είχε κανένα καταφύγιο εκεί που ήταν τ' άλογα. Not|had|any|shelter|there|where|were||horses He had no refuge where the horses were. Αφού όμως περπάτησαν λίγην ώρα, είδαν παρακάτω στην πέτρινη πλαγιά του βουνού ένα μεγάλο απότομο βράχο που κρέμουνταν πάνω από το βαθύ γκρεμνό. After|but|they walked|a little|hour|they saw|further down|on the|stony|slope|of the|mountain|a|large|steep|rock|that|hung|above|from|the|deep|cliff However, after walking for a little while, they saw further down the rocky slope of the mountain a large steep rock that hung over the deep cliff.

— Πάμε κει, είπε ο Αλέξιος. Let's go|there|said|the|Alexios — Let's go there, said Alexios. Ίσως βρούμε καμιά σπηλιά, και τότε φέρνομε και τ' άλογα μας και τα δένουμε κοντά μας για να μην πάθομε πάλι τα ίδια της άλλης νύχτας. Perhaps|we find|any|cave|and|then|we bring|and||horses|us|and|them|we tie|close|us|so that|to|not|we suffer|again|the|same|of|another|night Maybe we'll find a cave, and then we'll bring our horses and tie them close to us so we don't suffer the same fate as last night.

— Φοβάσαι τους λύκους; Do you fear|the|wolves — Are you afraid of the wolves?

— Ελπίζω να μην κατέβουν ως εδώ, δεν είμαστε πια τόσο ψηλά. I hope|(subjunctive particle)|not|they descend|as far as|here|not|we are|anymore|so|high — I hope they don't come down here, we're not that high up anymore. Μα καλύτερα να προφυλάξομε τα ζώα μας. But|better|to|protect|the|animals|our But it's better to protect our animals.

Βγήκαν από το δάσος και κατέβηκαν με προσοχή. They came out|from|the|forest|and|they descended|with|caution They came out of the forest and descended carefully. Μα δε βρήκαν σπηλιά. But|not|they found|cave But they did not find a cave.

— Ας κάνομε το γύρο του βράχου, πρότεινε η Θέκλα. Let's||the|round|of|rock|suggested|the|Thekla — Let's go around the rock, suggested Thekla. Ίσως έχει κανένα άνοιγμα από το πίσω μέρος. Perhaps|has|any|opening|from|the|back|part Maybe there is an opening from the back.

— Δώσε μου το χέρι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, μη γλιστρήσεις και πέσεις στο βάραθρο. Give|me|the|hand|your|replied|the|Alexios|don't|slip|and|fall|into|abyss — Give me your hand, replied Alexios, don't slip and fall into the abyss.

Και σιγά, προσεκτικά, έκαναν μερικά βήματα κατά το γκρεμνό. And|slowly|carefully|they took|a few|steps|towards|the|cliff And slowly, carefully, they took a few steps towards the cliff.

Έξαφνα ο Αλέξιος που ήταν μπροστά σταμάτησε κι έσφιξε το χέρι της Θέκλας. Suddenly|the|Alexios|who|was|in front|stopped|and|squeezed|the|hand|her|Thekla Suddenly Alexios, who was in front, stopped and squeezed Thekla's hand.

— Τι είναι; ρώτησ' εκείνη σιγά. What|is||she|quietly — What is it? she asked quietly.

— Σώπα… άκουσε… ψιθύρισε ο άντρας της. Be quiet|listen|whispered|the|man|her — Hush... listen... her husband whispered.

Η Θέκλα πλησίασε και ακροάστηκε. The|Thekla|approached|and|listened Thekla leaned in and listened. Της φάνηκε πως άκουε ένα μουρμούρισμα σαν ομιλίες μακρινές. To her|seemed|that|she heard|a|murmur|like|conversations|distant She thought she heard a murmur like distant conversations.

— Κάποιος μιλά, είπε χαμηλόφωνα, μα πού είναι; Someone|talks|said|softly|but|where|is — Someone is talking, she said softly, but where is it?

— Μέσα στο βράχο, αποκρίθηκε επίσης σιγά εκείνος. Inside|in|rock|he replied|also|quietly|he — Inside the rock, he replied quietly as well. Πρέπει να είναι σπηλιά μα δε βλέπω είσοδο από τούτο το μέρος… It must|to|be|cave|but|not|I see|entrance|from|this|the|place It must be a cave but I don't see an entrance from this side...

Έκαναν δυο βήματα προσέχοντας να μην παραπατήσουν και τους προδώσει ο κρότος. They took|two|steps|carefully|to|not|stumble|and|them|betray|the|noise They took two steps, careful not to stumble and betray themselves with a noise. Του φάνηκε του Αλέξιου πως, όσο προχωρούσε, οι ομιλίες ακούουνταν καθαρότερες. To him|seemed|to him|Alexios|that|as much as|he progressed|the|speeches|were heard|clearer Alexios felt that, as he progressed, the conversations sounded clearer. Αλλ' αφού πέρασε ένα ορισμένο σημείο, οι ομιλίες απομακρύνουνταν πάλι. |after|passed|a|certain|point|the|conversations|were drifting apart|again But after he passed a certain point, the conversations became distant again. Γύρισε λοιπόν πίσω, και με προσοχή σκαρφάλωσε στο βράχο. He returned|then|back|and|with|caution|climbed|on the|rock He turned back and carefully climbed up the rock. Εκεί, από μια χαραματιά, φέγγιζε ένα αμυδρό φως. |||crack|||faint| There, from a crack, a faint light was shining. Η Θέκλα τον είχε ακολουθήσει. The|Thekla|him|had|followed Thekla had followed him.

— Σιωπή… ψιθύρισε ο Αλέξιος στο αυτί της, και άκουε… Silence|whispered|the|Alexios|in|ear|her|and|listened — Silence… whispered Alexios in her ear, and he listened…

Τωόντι οι ομιλίες ακούουνταν καθαρά εκεί. indeed|the|conversations|were heard|clearly|there Indeed, the conversations were heard clearly there. Ξεχώριζαν δυο φωνές αντρίκειες. distinguished|two|voices|manly Two manly voices stood out.

— Σου λέω πως δεν πήγαν στη Σκάμπα, όπως δεν πήγαν και στο Βουτέλιο, έλεγε η μια φωνή. I|tell|that|not|they went|to|Skamba|as|not|they went|and|to|Voutelio|was saying|the|one|voice — I tell you they didn't go to Skamba, just as they didn't go to Voutelio, said one voice. Το ξέρω για βέβαιο… The|I know|for|certain I know it for certain…

— Μα τέλος πάντων τι σε νοιάζει; Το χαρτί αυτό ούτε το είδες, διέκοψε η άλλη φωνή, μπορεί να μην ήταν και τίποτα. But|finally|of all|what|you|concerns|The|paper|this|not even|the|saw|interrupted|the|other|voice|may|to|not|was|and|anything — But anyway, why do you care? You didn't even see this paper, interrupted the other voice, it might not have been anything.

— Αν δεν ήταν τίποτα δε θα τον χαιρετούσε τόσο βαθιά ο εκατόνταρχος μόλις το άνοιξε, είπε η πρώτη φωνή. If|not|were|nothing|not|would|him|greeted|so|deeply|the|centurion|as soon as|it|opened|said|the|first|voice — If it was nothing, the centurion wouldn't have greeted him so deeply as soon as he opened it, said the first voice. Άλλωστε αν δεν το διάβασα το είδα όμως. besides|if|not|it|read|it|saw|however Besides, even if I didn't read it, I saw it. Και χωρίς αυτό τον καταραμένο παραγιό που μπήκε μεταξύ μας, τάχα να μαζέψει το μαχαίρι μου, θα έβλεπα αν είχε τη βασιλική σφραγίδα. And|without|this|the|cursed|servant|who|entered|between|us|supposedly|to|collect|the|knife|my|would|see|if|had|the|royal|seal And without that damned servant who got in between us, supposedly to gather my knife, I would have seen if it had the royal seal.

Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι της Θέκλας. The|Alexios|squeezed|the|hand|her|Thekla Alexios squeezed Thekla's hand.

— Ο καλόγερος… ψιθύρισε. The|monk|whispered — The monk... whispered.

— Και ο οδηγός μας, αποκρίθηκε η Θέκλα. And|the|driver|our|replied|the|Thekla — And our guide, Thekla replied. Άκου… είναι η φωνή του… Listen|it is|the|voice|his Listen... it is his voice...

— Λοιπόν γιατί δεν πήγες αμέσως να τους καταγγείλεις στην Αχρίδα αφού τους είδες που περνούσαν την Πρέσπα; έλεγε η δεύτερη φωνή. well|why|not|did you go|immediately|to|them|report|in|Achrida|since|them|you saw|as|they were passing|the|Prespa|said|the|second|voice — So why didn't you go immediately to report them in Achrida since you saw them passing through Prespa? said the second voice.

— Γιατί πρώτα-πρώτα δεν είμαι βέβαιος. Why|||not|I am|certain — Because first of all, I am not sure. Υποψιάζομαι μόνο. I suspect|only I only suspect. Αν ζητούσα στρατιωτική βοήθεια κι έβγαινα γελασμένος θα μου έλεγαν πως τους περιγελώ, σαν που μου το είπαν για τον άλλον εκείνο, τον Έλληνα τάχα κατάσκοπο που έπιασα και που βρέθηκε να είναι δικός μας. If|I were asking for|military|assistance|and|I came out|laughed at|would|to me|they would tell|that|them|I mock|as|when|to me|it|they told|about|the|other|that|the|Greek|supposedly|spy|who|I caught|and|who|turned out|to|be|our|us If I were to ask for military assistance and ended up being laughed at, they would tell me that I am mocking them, just like they told me about that other one, the so-called Greek spy I caught who turned out to be one of ours. Ύστερα είναι και το ζήτημα της πληρωμής. Then|there is|also|the|issue|of|payment Then there is the issue of payment. Τους ξέρω όλους αυτούς τους μασκαράδες! I know|all|these|clowns|all|those I know all these clowns! Αν πιάσουν τούτο τον ψευτοπραματευτή και βγω σωστός, θα βρουν τρόπο να πάρουν όλη τη δόξα… και τον παρά. If|they catch|this|the|false merchant|and|I come out|right|will|they find|a way|to|take|all|the|glory|and|the|money If they catch this fake merchant and I turn out to be right, they will find a way to take all the glory... and the money. Και τρέχα γύρευε συ το δίκιο σου! And|run|seek|you|your|right| And you run around looking for your justice! Το πολύ καμιά μαχαιριά μπορεί να φας για να σωπάσεις! The|at most|no|stab|might|to|eat|for|to|be silenced At most, you might get stabbed to silence! Πρέπει να είμαι βέβαιος πρώτα, γι' αυτό σ' έστειλα να τους παραμονεύεις. I must|to|be|certain|first||this||I sent|to|them|watch I need to be sure first, that's why I sent you to keep an eye on them.

— Τι να σου κάμω, σ' όλο το δρόμο πρόσεχα όσο μπορούσα, είπε η δεύτερη φωνή, μα δεν άκουσα και δεν παρατήρησα τίποτα. What|to|you|do||all|the|road|I was paying attention|as much as|I could|said|the|second|voice|but|not|I heard|and|not|I noticed|anything — What can I do, I was careful as much as I could all the way, said the second voice, but I didn't hear or notice anything. Μου φάνηκε μόνο πως με υποψιάζουνταν και με στραβοκοίταζαν, και φοβήθηκα μη μ' αναγνωρίσουν με όλη τη βαφή που είχα χύσει στα μαλλιά μου. to me|seemed|only|that|me|suspected|and|me|looked at me askance|and|I was afraid|lest||recognize|with|all|the|dye|that|I had|spilled|in the|hair|my It only seemed to me that they were suspicious of me and were giving me sideways glances, and I was afraid they might recognize me with all the dye I had poured in my hair. Λοιπόν τότε είπα πως άλλαξα γνώμη και θα πάγω στο χωριό μου, και με άφησαν να φύγω χωρίς να διαμαρτυρηθούν. well|then|I said|that|I changed|mind|and|I will|go|to|village|my|and|me|they let|to|leave|without|to|protest Well then I said that I changed my mind and I would go to my village, and they let me leave without protesting.

— Και ύστερα πια δεν τους είδες; And|later|anymore|not|them|saw — And then you never saw them again?

— Όχι. No — No.

— Είσαι βλάκας! You are|idiot — You are an idiot! είπε θυμωμένα η πρώτη φωνή. said|angrily|the|first|voice the first voice said angrily. Στο χέρι σου ήταν να τους ακολουθήσεις χωρίς να σε δουν, αν φοβήθηκες μη σε γνωρίσουν. In the|hand|your|was|to|them|follow|without|to|you|see|if|you were afraid|that not|you|recognize It was in your hands to follow them without being seen, if you were afraid they would recognize you.

— Και ποιος θα σε ειδοποιούσε σένα πως είναι δω; And|who|would|you|notify|you|that|is|here — And who would have notified you that they are here?

— Ας ερχόσουν τη νύχτα. |you were coming|| — You should have come at night.

— Και αν έβλεπαν πως έλειπα, χειρότερο δε θα ήταν; Θα έβαζαν υποψίες και θα έφευγαν προς τα μέσα του βουνού. And|if|they saw|that|I was absent|worse|not|would|be|They|would raise|suspicions|and|would|leave|towards|the|inside|of|mountain — And if they saw that I was missing, wouldn't that be worse? They would become suspicious and would leave deeper into the mountain. Ενώ έτσι, χωρίς υποψία, δεν τρελάθηκαν να φύγουν από το μονοπάτι που είναι τόσο καλά κρυμμένο μες στα δέντρα, όπου δεν τους βλέπει κανείς, και απ' όπου φαίνεται ο μεγάλος δρόμος που τους οδηγεί. While|like this|without|suspicion|not|went crazy|to|leave|from|the|path|that|is|so|well|hidden|inside|in the|trees|where|not|them|sees|anyone|and||where|is visible|the|big|road|that|them|leads Whereas like this, without suspicion, they didn't go crazy and leave the path that is so well hidden among the trees, where no one can see them, and from where the main road that leads them is visible. Λες πως δεν κατέβηκαν στη Σκάμπα; You say|that|not|descended|to the|Skamba You say they didn't come down to Skamba?

— Αυτό σου το βεβαιώνω. This|to you|the|assure — I assure you of that.

— Μα τότε θα περάσουν τη νύχτα στο βουνό αφού χωριό δε βρίσκεται εδώ. But|then|will|spend|the|night|in the|mountain|since|village|not|is located|here — But then they will spend the night in the mountains since there is no village here. Δεν μπορούν να γλιτώσουν από τα χέρια μας. They|can|to|escape|from|the|hands|us They can't escape from our hands. Εσύ θα τους παραμονεύεις εδώ κι εγώ θα πάω να φυλάω στο σταυροδρόμι, όπου, θέλουν δε θέλουν, θα περάσουν σε όποιο μέρος και αν πηγαίνουν. You|will|them|lie in wait|here|and|I|will|go|to|watch|at the|crossroads|where|they want|not|want|will|pass|in|whatever|place|and|if|they go You will lie in wait for them here and I will go guard the crossroads, where, whether they like it or not, they will pass no matter where they go.

Λίγη ώρα σώπασαν οι δυο φωνές. A little|while|fell silent|the|two|voices For a little while, the two voices fell silent. Ο Αλέξιος και η Θέκλα βαστούσαν την αναπνοή τους. The|Alexios|and|The|Thekla|were holding|their|breath| Alexios and Thekla were holding their breath.

Σε λίγο ακούστηκε πάλι η φωνή του οδηγού. In|a little|was heard|again|the|voice|of the|driver Soon, the driver's voice was heard again.

— Λοιπόν, Μπόρις… Δε σου έρχεται αυτό που σου λέγω; well|Boris|not|to you|comes|this|that|to you|I say — So, Boris... Doesn't what I'm telling you come to mind?

— Αν τον απαντήσω εδώ μονάχος τι θα κάνω; είπε ο ψευτοκαλόγερος. If|him|I answer|here|alone|what|will|I do|said|the|false monk — If I answer him here alone, what will I do? said the fake monk.

— Θα τον ξεπαστρέψεις, όπως ξεπάστρεψες τον παπα-Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο οδηγός. will|him|eliminate|as|eliminated|the|||replied|the|driver — You will finish him off, just like you finished off Father Paphnutius, the driver replied. Και γέλασε. And|laughed And he laughed.

— Ο Παφνούτιος ήταν γέρος και αδύνατος, ένα ωχ δεν πρόφτασε να βγάλει. The|Paphnutius|was|old|and|weak|one|oh|not|managed|to|take out — Paphnutius was old and weak, he barely had a chance to let out a sigh. Πως είχε ένα σύντροφο; Και αυτός δε μετρούσε, ήταν άοπλος, δεν κοπίασες ούτε κινδύνευσες. How|had|one|companion|And|he|not|counted|was|unarmed|not|toiled|nor|were in danger How did he have a companion? And he didn't count, he was unarmed, you didn't exert yourself or risk anything. Πήγε και αυτός στις αιώνιες μονές χωρίς πάλη. He went|and|he|to the|eternal|monasteries|without|struggle He also went to the eternal monasteries without a struggle. Ύστερα είχα δει και το γράμμα του γέρου, ήξερα τι πολύτιμο που ήταν στα χέρια μου ένα τέτοιο έγγραφο, για να γυρίζω ελεύθερα ανάμεσα στους εχθρούς, ακόμα και ως μέσα στο στρατόπεδο τους, ντυμένος με το ράσο του γέρου. Later|I had|seen|and|the|letter|of the|old man|I knew|how much|precious|that|was|in the|hands|my|one|such|document|in order to|to|move|freely|among|the|enemies|even|and|as|inside|in the|camp|their|dressed|in|the|robe|of the|old man Later I had seen the old man's letter, I knew how precious it was in my hands to have such a document, to move freely among the enemies, even inside their camp, dressed in the old man's robe. Άξιζε να το δοκιμάσω. It was worth|to|it|try It was worth a try. Μα τούτος που μου κάνει τον έμπορο είναι νέος, και μοιάζει να το λέει η καρδιά του. But|this one|who|to me|acts as|the|merchant|is|young|and|seems|to|it|says|the|heart|his But this one who pretends to be the merchant is young, and it seems his heart is in it. Θ' αντισταθεί… και φαίνεται γερός… Τον είδες; Κυπαρίσσι είναι η κορμοστασιά του! |resist|and|seems|strong|Him|you saw|Cypress|is|the|physique|his He will resist... and he looks strong... Did you see him? His stature is like a cypress!

— Εσύ είσαι θηρίο στη δύναμη. You|are|beast|in|strength — You are a beast in strength.

— Μα αυτοί είναι δυο. But|they|are|two — But they are two.

— Μπα! — No way! Το λογαριάζεις αυτό το παλιόπαιδο; Μια βουκιά θα το κάνεις. The|consider|this|the|rascal|One|bite|will|it|finish You consider that kid? You could swallow him in one bite. Ούτε δεκαπέντε χρόνων δεν είναι! Not|fifteen|years|not|is He's not even fifteen!

— Είναι όμως αφοσιωμένο στον παραφέντη του. It is|however|devoted|to the|stepfather|his — But he is devoted to his guardian. Χωρίς το παλιόπαιδο που λες, θα έβλεπα το έγγραφο και θα ήξερα για βέβαιο τι είναι αυτός… Without|the|brat|that|you say|I would|see|the|document|and|I would|know|for|certain|what|is|this Without the kid you mentioned, I would have seen the document and would have known for sure who he is...

— Τότε περίμενε ως αύριο και πήγαινε να φέρεις στρατιώτες. Then|wait|until|tomorrow|and|go|to|bring|soldiers — Then wait until tomorrow and go bring soldiers.

— Δεν έχω ανάγκη να περιμένω ως αύριο. I do not|have|need|to|wait|until|tomorrow — I don't need to wait until tomorrow. Όπου και αν είναι θα περάσει μια περιπολία. Wherever|and|if|is|will|pass|a|patrol Wherever he is, a patrol will pass by. Δεν έχω παρά να κατέβω ως το μεγάλο δρόμο για να τους βρω. I do not|have|except|to|go down|until|the|big|road|in order to|to|them|find I just have to go down to the main road to find them. Εσύ ωστόσο να πας εκεί που χωρίζουν οι δρόμοι. You|however|to|go|there|where|separate|the|roads You, however, go to where the roads divide. Εκεί θα σε βρω. There|will|you|find There I will find you. Αν τους δεις να περάσουν πριν έλθω, μην τα χάσεις. If|them|see|to|pass|before|I come|don't|it|lose If you see them pass before I arrive, don't lose them. Μαχαίρωσε τον έμπορο, αυτός έχει τα χαρτιά… He stabbed|the|merchant|he|has|the|papers Stab the merchant, he has the papers...

Ο Αλέξιος έσκυψε στο αυτί της Θέκλας. The|Alexios|leaned|to the|ear|her|Thekla Alexios leaned into Thekla's ear.

— Κατέβα με προσοχή, ψιθύρισε. Get down|with|caution|he whispered — Get down carefully, he whispered.

Η Θέκλα κατέβηκε και ο Αλέξιος την ακολούθησε. The|Thekla|descended|and|the|Alexios|her|followed The Thekla got down and Alexios followed her. Το φεγγάρι πρόβαινε πίσω από την κορυφή του βουνού. The|moon|was advancing|behind|from|the|peak|of|mountain The moon was rising behind the peak of the mountain.

Η καρδιά της Θέκλας χτυπούσε σκεπαρνιές στο στήθος της. The|heart|of|Thekla|beat|wildly|in the|chest|her The heart of Thekla was pounding in her chest.

Ο Αλέξιος πήρε το πρόσωπο της στα δυο του χέρια και την κοίταξε. The|Alexios|took|the|face|her|in|two|his|hands|and|her|looked Alexios took her face in his two hands and looked at her.

— Φοβάσαι; ρώτησε. Do you fear|he asked — Are you afraid? he asked.

— Όχι, αποκρίθηκε η Θέκλα. No|replied|the|Thekla — No, Thekla replied.

Από τη χαραματιά του βράχου εξακολουθούσαν ν' ακούονται οι δυο φωνές σα μουρμουρίσματα. From|the|dawn|of|rock|continued||be heard|the|two|voices|like|murmurs From the crack of the rock, the two voices continued to be heard like murmurs.

Ο Αλέξιος έβγαλε όλα του τα χαρτιά, μαζί και το γράμμα του καλόγερου για το δεσμοφύλακα της Σκάμπας, και τα έδωσε της Θέκλας. The|Alexios|took out|all|his|the|papers|together|and|the|letter|of|monk|for|the|jailer|of|Skampas|and|the|gave|to|Thekla Alexios took out all his papers, including the monk's letter for the jailer of Skampas, and handed them to Thekla.

— Γρήγορα, της είπε, κρύψε τα στον κόρφο σου. Quickly|to her|he said|hide|them|in your|bosom|your — Quickly, he said to her, hide them in your bosom. Η Θέκλα τα ‘κρυψε αμέσως. The|Thekla|them||immediately Thekla hid it immediately.

Ύστερα πήρε ο Αλέξιος το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου και το πέρασε στο χέρι της. Then|took|the|Alexios|the|ring|of|Chrysilios|and|it|put|on the|hand|her Then Alexios took Chrysilios' ring and put it on her hand. Ήταν μεγάλο πολύ για τα λεπτά της δάχτυλα. It was|big|too|for|the|thin|of|fingers It was very large for her slender fingers.

— Πέρασε το στην αλυσίδα που έχεις στο λαιμό σου, γρήγορα, της είπε. Pass|it|through the|chain|that|you have|on the|neck|your|quickly|to her|said — Put it on the chain you have around your neck, quickly, he told her.

Και το έκρυψε κι αυτό η Θέκλα στο στήθος της, πλάγι στο τίμιο ξύλο. And|it|hid|also|this|the|Thekla|in the|breast|her|sideways|to the|honorable|wood And Thekla hid that too in her chest, next to the holy wood.

Ο Αλέξιος έβγαλε το μαχαίρι του Ασώτη. The|Alexios|took out|the|knife|of|Asotis Alexios took out Asotis' knife.

— Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε η Θέκλα. What|will|you do|now|asked|the|Thekla — What are you going to do now? asked Thekla.

— Θα εκδικήσω τον πάτερ-Παφνούτιο. I will|avenge|the|| — I will avenge Father Paphnutius.

— Αλέξιε! Alexi — Alexios!

— Ή ταν ή επί τας. Either|win|or|upon|the — Either this or that. Ήλθε η ώρα, Θέκλα, να θυμηθείς πως είσαι Γαλαξειδιώτισσα. has come|the|time|Thekla|to|remember|that|you are|Galaxidiotissa It's time, Thekla, to remember that you are from Galaxidi.

— Έννοια σου! meaning|your — Don't worry! Το θυμούμαι. It|remember I remember. Τι θέλεις να κάμω; Οι ομιλίες εξακολουθούσαν μέσα στο βράχο. What|do you want|to|do|The|conversations|continued|inside|in the|rock What do you want me to do? The conversations continued inside the rock.

Ο Αλέξιος πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του και τη φίλησε. The|Alexios|took|the|wife|his|in|arms|his|and|her|kissed Alexios took his wife in his arms and kissed her.

— Ν' ανέβεις τώρα στο βράχο εκεί και ν' ακούς. |climb|now|on the|rock|there|and||listen — Go up to that rock now and listen. Σαν καταλάβεις πως βγαίνουν, κάνε μου νόημα, τους περιμένω εδώ. When|you understand|that|they leave|make|to me|signal|them|I will wait|here When you understand that they are coming out, give me a signal, I will wait for you here. Αν νικήσω, φεύγομε αμέσως για το Δυρράχιο. If|I win|we leave|immediately|to|the|Durrës If I win, we will leave immediately for Durrës. Αν πέσω, θα φύγεις εσύ μόνη. If|I fall|will|leave|you|alone If I fall, you will leave alone. Κρύψου όπου μπορείς, φύγε όπως μπορείς, μα πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο… ακούς; Πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο! Hide|wherever|you can|leave|however|you can|but|you must|to|arrive|in|Durrës|do you hear|You must|to|arrive|in|Durrës Hide wherever you can, leave however you can, but you must reach Durrës... do you hear? You must reach Durrës!

Η Θέκλα έκλεισε το στόμα του με το χέρι της. The|Thekla|closed|the|mouth|his|with|the|hand|her Thekla covered his mouth with her hand.

— Σώπα… ψιθύρισε, έρχονται… Be quiet|he whispered|they are coming — Be quiet… she whispered, they are coming…

Οι ομιλίες είχαν σταματήσει. The|speeches|had|stopped The conversations had stopped.

Από το μέρος του γκρεμνού ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν. From|the|part|of|cliff|were heard|footsteps|that|were approaching From the edge of the cliff, footsteps were heard approaching.

Ο Αλέξιος έσπρωξε τη Θέκλα σε κάτι χαμόδεντρα και στάθηκε με τη ράχη στο βράχο. The|Alexios|pushed|the|Thekla|into|some|bushes|and|stood|with|the|back|against|rock Alexios pushed Thekla into some bushes and stood with his back against the rock.

Έξαφνα πρόβαλαν δυο άντρες. Suddenly|two men|appeared|men Suddenly, two men appeared. Στο άσπρο φως του φεγγαριού, ο Αλέξιος αναγνώρισε τον καλόγερο με τα μαύρα γένια και το μαραγκό του χωριού, τον ψευτοανεψιό του. In the|white|light|of the|moon|the|Alexios|recognized|the|monk|with|the|black|beard|and|the|carpenter|of the|village|the|false nephew|of him In the white light of the moon, Alexios recognized the monk with the black beard and the carpenter of the village, his fake nephew.

Την ίδια ώρα τον είδαν κι αυτοί. The|same|hour|him|saw|also|they At the same time, they saw him too.

Ο μαραγκός ξεστόμισε μια βλαστήμια κι αρπάζοντας το μαχαίρι του χίμησε πάνω στον Αλέξιο. The|carpenter|uttered|a|curse|and|grabbing|the|knife|his|lunged|at|the|Alexios The carpenter uttered a curse and, grabbing his knife, lunged at Alexios.

Δεν πρόφθασε όμως να τον χτυπήσει. Not|managed|however|to|him|hit However, he did not manage to hit him. Γοργά ρίχτηκε ο Αλέξιος στο πλάγι και του κάρφωσε το μαχαίρι του στο λαιμό. Quickly|threw himself|the|Alexios|to the|side|and|his|stabbed|the|knife|his|in the|neck Alexios quickly threw himself to the side and stabbed his knife into the man's neck.

Ο μαραγκός σωριάστηκε ψυχορραγώντας. The|carpenter|collapsed|dying The carpenter collapsed, gasping for breath.

Ο Μπόρις είχε κοντοσταθεί, δισταχτικός. The|Boris|had|stopped|hesitantly Boris had hesitated, uncertain. Καθώς όμως είδε το σύντροφο του να πέφτει, μούγκρισε σα θηρίο. As|but|saw|the|companion|his|(particle for infinitive)|falls|roared|like|beast But when he saw his companion fall, he roared like a beast. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα μαχαίρι, μ' αντί να χτυπήσει τον Αλέξιο από μπρος, προσπάθησε να τον πλησιάσει με πονηριά, για να τον αναγκάσει ν' απομακρυνθεί από το βράχο. He took out|from|the|bosom|his|a|knife||instead|to|strike|the|Alexios|from|front|he tried|to|him|approach|with|cunning|in order to|to|him|force||move away|from|the|rock He pulled a knife from his bosom, but instead of attacking Alexios from the front, he tried to approach him slyly, to force him to move away from the rock.

— Θα σε σφάξω σα σκυλί! I will|you|kill|like|dog — I will slaughter you like a dog! ούρλιασε. screamed she screamed.

Από το μεγάλο δρόμο ανέβηκε έξαφνα μια βοή από κλαγγή όπλων και ποδοβολητά αλόγων. From|the|big|road|rose|suddenly|a|noise|from|clanging|of weapons|and|thundering|of horses From the main road suddenly came a noise of clashing weapons and the pounding of hooves.

— Η περιπολία! The|patrol — The patrol! μουρμούρισε η Θέκλα. murmured|the|Thekla Thekla murmured. Αχ, Αλέξιε μου, καημένε. Oh|Alexi|my|poor Oh, my Alexios, poor thing.

Μα ο Αλέξιος, σφίγγοντας το μαχαίρι του, περίμενε ατάραχα να του ριχτεί ο ψευτοκαλόγερος. But|the|Alexios|tightening|the|knife|his|waited|calmly|to|him|be thrown|the|false monk But Alexios, gripping his knife, calmly waited for the fake monk to attack him. Καθώς σήκωσε αυτός το χέρι να χτυπήσει, του τράβηξε ο Αλέξιος μια ξανάστροφη με τέτοια ορμή, που τ' όπλο πέταξε από τα χέρια του. As|he raised|he|the|hand|to|strike|him|pulled|the|Alexios|a|counterstrike|with|such|force|that||weapon|threw|from|the|hands|his As he raised his hand to strike, Alexios delivered a counterstrike with such force that the weapon flew from his hands.

Ήταν όμως θηρίο στη δύναμη ο Μπόρις, όπως το είχε πει ο σύντροφος του. It was|however|beast|in|strength|the|Boris|as|it|had||the|comrade|his However, Boris was a beast in strength, as his companion had said. Ξέφυγε τη μαχαιριά του Αλέξιου και, ζυγώνοντας τον άρπαξε από τη μέση και τον έσφιξε στα σιδερένια του χέρια τόσο, που κόπηκε η αναπνοή του και παράλυσαν οι κινήσεις του. escaped|the|stab|of|Alexios|and|approaching|him|grabbed|by|the|waist|and|him|squeezed|in his|iron|his|hands|so much|that|was cut off|the|breath|his|and|were paralyzed|the|movements|his He dodged Alexios's knife and, closing in, grabbed him by the waist and squeezed him in his iron grip so tightly that his breath was cut off and his movements paralyzed.

Η στιγμή ήταν φοβερή. The|moment|was|terrible The moment was terrifying. Ο Αλέξιος πέταξε το μαχαίρι του και μ' ένα τίναγμα απελπισμένο ελευθέρωσε τα χέρια του. The|Alexios|threw|the|knife|his|and||a|jerk|desperate|freed|the|hands|his Alexios threw his knife and with a desperate jerk freed his hands.

Ο θυμός γιγάντωνε τη δύναμη του. The|anger|magnified|the|strength|his Anger magnified his strength. Άρπαξε τον κατάσκοπο από το λαιμό κι τον έσφιξε με λύσσα να τον πνίξει. He grabbed|the|spy|by|the|neck|and|him|he squeezed|with|rage|to|him|drown He grabbed the spy by the neck and squeezed fiercely to choke him.

— Βοήθεια! — Help! φώναξε αυτός, και με πνιγμένη φωνή ξαναείπε: Βοήθεια! shouted|he|and|with|drowned|voice|said again|Help he shouted, and with a choked voice he said again: Help! Κλέφτες… Με σφάζουν… Thieves|Me|stab Thieves... They are killing me...

Οι στρατιώτες από το δρόμο είχαν ακούσει την πρώτη φωνή του Μπόρις. The|soldiers|from|the|road|had|heard|the|first|voice|of|Boris The soldiers from the road had heard Boris's first cry. Στο φως του φεγγαριού είδαν δυο άντρες που πάλευαν κι έτρεξαν κατά το βουνό. In the|light|of the|moon|they saw|two|men|who|were fighting|and|they ran|towards|the|mountain In the moonlight, they saw two men fighting and ran towards the mountain.

Η Θέκλα πετάχθηκε από τον κρυψώνα της, μα ο Αλέξιος δεν την είδε. The|Thekla|jumped|from|the|hiding place|her|but|the|Alexios|not|her|saw Thekla jumped out of her hiding place, but Alexios did not see her.

Ο θυμός τον τύφλωνε. The|anger|him|blinded The anger blinded him. Έσφιγγε ολοένα περισσότερο το λαιμό του Μπόρις, που γύρευε με απελπισμένα τινάγματα να ξεφύγει από τα χέρια που σαν τσιγκέλια τον έσερναν αβάσταχτα προς τον γκρεμνό. He tightened|more and more|more|the|neck|his|Boris|who|was trying|with|desperate|struggles|to|escape|from|the|hands|that|like|hooks|him|were dragging|unbearably|towards|the|abyss He tightened his grip around Boris's neck, who desperately struggled to escape from the hands that dragged him unbearably towards the cliff.

Ο Αλέξιος δε μιλούσε. The|Alexios|not|spoke Alexios did not speak. Με σφιγμένα δόντια πάλευε, γυρεύοντας να φέρει τον εχθρό του στο χείλι του βουνού. With|clenched|teeth|struggled|seeking|to|bring|the|enemy|his|to|edge|of|mountain With clenched teeth, he fought, trying to bring his enemy to the edge of the mountain.

Κι έξαφνα, σαν πτώμα τον σήκωσε στα δυνατά του χέρια και με μια σπρωξιά τον γκρέμισε στο χάος. And|suddenly|like|corpse|him|lifted|in his|strong|his|hands|and|with|a|push|him|threw|into|chaos And suddenly, like a corpse, he lifted him in his strong arms and with a shove, he hurled him into the abyss.

Το σώμα τινάχθηκε από βράχο σε βράχο και κυλίστηκε ματωμένο και άμορφο στη ρίζα του βουνού. The|body|was thrown|from|rock|into|rock|and|rolled|bloody|and|shapeless|at the|root|of the|mountain The body was thrown from rock to rock and rolled, bloody and shapeless, at the foot of the mountain.

Η Θέκλα, κολλημένη στο βράχο, είχε ακολουθήσει με αγωνία την πάλη. The|Thekla|stuck|on the|rock|had|followed|with|anxiety|the|struggle Thekla, stuck to the rock, had anxiously followed the struggle.

Καθώς είδε τον κατάσκοπο να χάνεται στο γκρεμνό, ρίχθηκε προς τον άντρα της. As|saw|the|spy|to|disappear|in the|abyss|rushed|towards|the|man|her As she saw the spy disappear into the abyss, she threw herself towards her husband.

— Τρέχα! Run — Run! Για το Θεό, τρέχα! For|the|God|run For God's sake, run! Οι στρατιώτες φθάνουν… The|soldiers|arrive The soldiers are arriving...

Ο Αλέξιος άρπαξε το χέρι της κι έτρεξαν μαζί κατά τα δέντρα όπου χώθηκαν. The|Alexios|grabbed|the|hand|her|and|ran|together|towards|the|trees|where|hid Alexios grabbed her hand and they ran together towards the trees where they hid.

— Τ' άλογα μας! |horses|our — Our horses! Αχ, να τα προφθαίναμε! Oh|to|them|we could catch up Oh, if only we could catch them!

Μα οι στρατιώτες ανέβαιναν. But|the|soldiers|were climbing But the soldiers were climbing up. Ούτε εκατό βήματα δεν τους χώριζαν πια. Not even|a hundred|steps|not|them|separated|anymore Not even a hundred steps separated them anymore.

Ο Αλέξιος έριξε πίσω μια ματιά και είδε πως ήταν αδύνατο πια να γλιτώσουν. The|Alexios|threw|back|a|glance|and|saw|that|was|impossible|anymore|to|escape Alexios glanced back and saw that it was impossible for them to escape now.

Οι στρατιώτες είχαν φθάσει τόσο κοντά, που θα τους έβρισκαν μες στα δέντρα και θα τους έπιαναν και τους δυο. The|soldiers|had|arrived|so|close|that|would|them|would find|inside|in the|trees|and||them|would catch|and|them|both The soldiers had gotten so close that they would find them among the trees and capture both of them.

— Φύγε, Θέκλα, μόνη σου, φύγε! Leave|Thekla|alone|by yourself|leave — Go, Thekla, alone, go! της φώναξε, κι εκτέλεσε συ την αποστολή μου. to her|shouted|and|executed|you|the|mission|my he shouted to her, and you carry out my mission.

— Όχι, μαζί θα πεθάνομε, αποκρίθηκε κείνη. No|together|we|will die|she replied|that one — No, we will die together, she replied. Δε σ' αφήνω! I don't||leave I won't leave you!

— Φύγε! — Go away! της πρόσταξε. to her|commanded he commanded her. Φύγε για να πας εκεί που ξέρεις… Το θέλω! Leave|to|(subjunctive particle)|you go|there|where|you know|It|I want Go away to where you know... I want it!

Η φωνή του ήταν τόσο επιτακτική, που τη νίκησε. The|voice|his|was|so|imperative|that|her|defeated His voice was so imperative that it defeated her.

Θυμήθηκε έξαφνα το Γαλαξείδι, το θάνατο του Χαραλάμπη, την καταστροφή που είχε πέσει στην πατρίδα της σαν πλάκωσαν οι Βούλγαροι. remembered|suddenly|the|Galaxidi|the|death|of|Charalambis|the|destruction|that|had|fallen|in the|homeland|her|when|overwhelmed|the|Bulgarians She suddenly remembered Galaxidi, the death of Charalambos, the destruction that had fallen upon her homeland when the Bulgarians invaded. Ξύπνησε μέσα της ακράτητο και δυνατότερο και από την αγάπη της ακόμα, το μίσος για τους εχθρούς της πατρίδας της. awakened|within|her|uncontrollable|and|stronger|and|than|her|love|her|even|the|hatred|for|the|enemies|her|homeland|her Within her awoke an uncontrollable and stronger hatred for her homeland's enemies, even stronger than her love.

Έριξε το χέρι της γύρω στο λαιμό του, τον φίλησε και χάθηκε μες στα δέντρα. She threw|the|arm|her|around|to the|neck|him|him|kissed|and|disappeared|in|the|trees She threw her arm around his neck, kissed him, and disappeared into the trees.

Ο Αλέξιος δεν είχε σταματήσει. The|Alexios|not|had|stopped Alexios had not stopped. Έτρεχε ίσια προς το μέρος όπου είχαν αφήσει τ' άλογα τους. He was running|straight|towards|the|place|where|they had|left||horses|their He was running straight towards the place where they had left their horses.

Μα δυο στρατιώτες τον είδαν, έκαμαν έναν αλλόγυρο και του έκοψαν το δρόμο. But|two|soldiers|him|saw|made|a|detour|and|to him|cut|the|road But two soldiers saw him, made a detour, and cut him off. Την ίδια στιγμή έφθαναν πίσω του οι υπόλοιποι άντρες της περιπολίας. The|same|moment|were arriving|behind|him|the|remaining|men|of the|patrol At the same moment, the rest of the patrol men were arriving behind him. Τον έζωσαν, τον έριξαν χάμω και τον έπιασαν. Him|surrounded|him|threw|down|and|him|caught They surrounded him, threw him down, and captured him.

Ο Αλέξιος δεν είχε πια ούτ' ένα μαχαίρι απάνω του. The|Alexios|not|had|anymore|nor|one|knife|on|him Alexios no longer had even a knife on him. Αφού τον έδεσαν χεροπόδαρα, ο αξιωματικός της περιπολίας πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά. After|him|they tied|hand and foot|the|officer|of the|patrol|ordered|to|him|bring|forward After they tied him hand and foot, the patrol officer ordered them to bring him forward.

— Πώς σε λένε; ρώτησε. How|you|call|asked — What is your name? he asked.

— Σου είναι αδιάφορο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. to you|is|indifferent|replied|the|Alexios — It doesn't concern you, replied Alexios.

— Πρόσεξε! Pay attention — Watch out! Μπορώ να σε σφάξω! I can|to|you|slaughter I can slit your throat! είπε με θυμό ο αξιωματικός. said|with|anger|the|officer the officer said angrily.

— Το κέφι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. The|spirit|your|replied|the|Alexios — Your spirit, replied Alexios. Ο αξιωματικός άφρισε. The|officer|foamed The officer fumed.

— Θα σε ψήσω ζωντανό! I will|you|roast|alive — I will roast you alive!

— Είμαι στα χέρια σου, είπε ο Αλέξιος. I am|in the|hands|your|said|the|Alexios — I am in your hands, said Alexios.

Ο Βούλγαρος σήκωσε τη λόγχη του να τον τρυπήσει. The|Bulgarian|raised|the|spear|his|to|him|pierce The Bulgarian raised his spear to pierce him. Μα βαστάχθηκε. But|was held But he held back.

— Όχι, είπε γελώντας σαρκαστικά. No|he said|laughing|sarcastically — No, he said, laughing sarcastically. Θα σου έκανα πολύ μεγάλη χάρη! I would|to you|do|very|big|favor I would be doing you a great favor! Άλλο τέλος σου χρειάζεται σένα. another|end|to you|needs|you You need a different ending. Να μου πεις αμέσως, γιατί σκότωσες αυτό τον άνθρωπο; to|me|tell|immediately|why|you killed|this|the|man Tell me immediately, why did you kill this man?

— Δεν έχω λόγο να σου δώσω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. I do not|have|reason|to|you|give|replied|the|Alexios — I have no reason to give you, replied Alexios.

— Ψάξτε τον, πρόσταξε ο αξιωματικός. Search|him|commanded|the|officer — Search him, ordered the officer.

Οι στρατιώτες τον έγδυσαν και σκάλισαν τα ρούχα του. The|soldiers|him|stripped|and|carved|the|clothes|his The soldiers stripped him and searched his clothes. Δε βρήκαν όμως κανένα χαρτί, ούτε τίποτα που να έλεγε τ' όνομα του, την τέχνη του. They didn't|find|however|any|paper|nor|anything|that|to|said||name|his|the|profession|his However, they found no papers, nor anything that stated his name or profession. Βρήκαν όμως την πέτσινη ζώνη που είχε μέσα ακόμα πολλά χρήματα. They found|however|the|leather|belt|that|had|inside|still|a lot of|money However, they found the leather belt that still had a lot of money inside.

— Πού βρήκες αυτά τα φλουριά; ρώτησε ο αξιωματικός. Where|did you find|these|the|coins|asked|the|officer — Where did you find these coins? asked the officer.

Ο Αλέξιος δεν αποκρίθηκε. The|Alexios|did not|respond Alexios did not respond.

— Δε θέλεις να μου το πεις; ξαναείπε ο Βούλγαρος. not|you want|to|me|it|tell|said again|the|Bulgarian — You don't want to tell me? the Bulgarian said again. Ο Αλέξιος σιωπούσε. The|Alexios|was silent Alexios remained silent.

— Η σιωπή του τον καταδικάζει, είπε ο αξιωματικός στους στρατιώτες. The|silence|his|him|condemns|said|the|officer|to the|soldiers — His silence condemns him, the officer said to the soldiers. Το πράμα είναι φανερό. The|thing|is|obvious The matter is clear. Τον σκότωσε, τον έκλεψε και γύρευε να πάρει τα βουνά. Him|killed|him|stole|and|sought|to|take|the|mountains He killed him, robbed him, and sought to take to the mountains. Δέστε τον σ' ένα άλογο και δρόμο για τη Σκάμπα. Tie|him||a|horse|and|road|to|the|Skampa Tie him to a horse and head for Skamba. Εκεί, στα χέρια του δήμιου θα πει την αλήθεια και θ' αποφασιστεί η τύχη του. There|in the|hands|of the|executioner|will|tell|the|truth|and||be decided|the|fate|of him There, in the hands of the executioner, he will tell the truth and his fate will be decided.

Καβαλίκεψαν πάλι όλοι, έδεσαν τον Αλέξιο σ' ένα άλογο και βιαστικά κατέβηκαν το βουνό ως κάτω, στο μεγάλο δρόμο. They mounted|again|everyone|they tied|the|Alexios||one|horse|and|hurriedly|they descended|the|mountain|down|down|to the|big|road They all mounted again, tied Alexios to a horse, and hurriedly descended the mountain down to the main road.

Ύστερα έστρεψαν δεξιά και τράβηξαν κατά τη Σκάμπα. Then|they turned|right|and|they drove|towards|the|Skampa Then they turned right and headed towards Skamba.