×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 12. ΙΒ'. Θέκλα

12. ΙΒ'. Θέκλα

Η Θέκλα είχε κρυφθεί μέσα στα χαμόκλαδα. Είδε τους στρατιώτες που κυνηγούσαν τον άντρα της, τους είδε που τον έπιαναν, και από μακριά άκουσε την προσταγή του αξιωματικού και το ποδοβολητό των αλόγων που έφευγαν. Όλα ησύχασαν.

Βαθιά σιωπή απλώθηκε στο κοιμισμένο δάσος. Η Θέκλα αισθάνθηκε τότε όλη την απέραντη ερημιά της. Ρίχθηκε καταγής στο μαλακό χώμα, ακούμπησε το κεφάλι στα σταυρωμένα χέρια, κι από τα βάθη της ψυχής της προσευχήθηκε στο Θεό και παρακάλεσε να πεθάνει εκεί που βρίσκουνταν…

Η ησυχία ήταν απόλυτη. Της φάνηκε σα να είχε σταματήσει η ζωή. Ούτε αεράκι δε φυσούσε. Ήταν μόνη, κατάμονη, χαμένη…

Λίγη ώρα έμεινε έτσι, ακίνητη, αφανισμένη… Της πήραν τον Αλέξιο… θα τον σκότωναν! Τι την έμελε πια ο κόσμος όλος…

Έξαφνα από μέσα από το δάσος ένα χλιμίντρισμα τάραξε τη βαθιά εκείνη σιωπή.

Τότε θυμήθηκε η Θέκλα τ' άλογα τους που τα είχαν δέσει στα δέντρα, και μαζί με τ' άλογα θυμήθηκε την αποστολή της και τα τελευταία λόγια του Αλέξιου: «Φύγε να πας εκεί που ξέρεις. Το θέλω.» Έμενε ένα καθήκον, καθήκον ιερό, δικό του, που εκείνος δεν πρόφθασε να το εκτελέσει και της το είχε αφήσει κληρονομιά, να το εκτελέσει αυτή στη θέση του…

Σηκώθηκε με βαριά, πονεμένη καρδιά και πήγε στην πυκνάδα του δάσους όπου είχαν δέσει τ' άλογα λίγες ώρες πρωτύτερα.

Τα βρήκε όπου τα είχαν αφήσει. Πήδηξε πάνω στο ένα, και άφησε το άλλο ελεύθερο να πάγει όπου θέλει.

Περνώντας από το βράχο είδε κάτι που γυάλιζε καταγής, στο φως του φεγγαριού. Κατέβηκε από τ' άλογο στο μέρος όπου είχε γίνει η πάλη και βρήκε το χρυσό μαχαίρι του Ασώτη στα χώματα, όπου είχε πέσει.

Τ' αναφιλητά την έπνιξαν, της φάνηκε πως η καρδιά της σπούσε.

Μάζεψε τ' όπλο και το ‘κρυψε στον κόρφο της.

Παρακάτω, σωριασμένο κοίτουνταν το σώμα του σκοτωμένου συντρόφου του Μπόρις.

«Καλύτερα να έπεφτε εδώ και ο Αλέξιος», σκέφθηκε η Θέκλα. «Ενώ τώρα στα χέρια τους…»

Πως θα τον σκότωναν, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Μα με τι τρόπο θα τον σκότωναν;

Η ιδέα πως ίσως θα τον βασάνιζαν την ξετρέλανε. Σε μια στιγμή ξέχασε την αποστολή της, τα τελευταία λόγια του Αλέξιου, όλα.

Πήδηξε στο άλογο της και σα σαΐτα κατέβηκε το βουνό και γύρισε κατά τη Σκάμπα. Μια και μόνη σκέψη βούιζε στο κεφάλι της, σα σήμαντρο θανατικό: «Θα τον βασανίσουν!… Θα τον βασανίσουν!…»

Όσο πήγαινε αγωνίζουνταν να βρει με τι τρόπο μπορούσε να φθάσει ως τον Αλέξιο, όταν έξαφνα θυμήθηκε το γράμμα του μικρού καλόγερου.

«Ευλογημένο τ' όνομα του Κυρίου!», είπε μέσ' από την καρδιά της. «Θα πάγω ίσια στη φυλακή.»

Τα χαράματα έφθασε στη Σκάμπα. Έξω από την πύλη είδε μερικούς χωρικούς που περίμεναν με ζώα φορτωμένα χορταρικά ν' ανοίξουν οι πόρτες. Η Θέκλα χώθηκε ανάμεσα τους και μπήκε στη χώρα μαζί τους.

Ρώτησε ένα χωρικό πού ήταν η φυλακή, και, αφού της την έδειξε, πήγε και χτύπησε την πόρτα.

Κανείς δεν της αποκρίθηκε. Χτύπησε πάλι.

Από μέσα ακούστηκε μια θυμωμένη αντρίκεια φωνή:

— Μα δε θα μας αφήσουν να κοιμηθούμε σήμερα; Ποιος είναι πάλι, τέτοιες άγριες ώρες! Δεν τραβάς το δρόμο σου, όποιος και αν είσαι!

— Άνοιξε, άνοιξε! φώναξε η Θέκλα. Άνοιξε! Είναι βία!

Ακούστηκαν από μέσα βαριά βήματα, κι ένας γέρος μισοάνοιξε την πόρτα και πέρασε έξω το κεφάλι του.

— Τι θέλεις; ρώτησε απότομα.

— Το δεσμοφύλακα τον Παγράτη, αποκρίθηκε η Θέκλα.

— Εγώ είμαι, τι με θέλεις;

— Έρχομαι από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε η Θέκλα.

Το πρόσωπο του δεσμοφύλακα έλαμψε. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και παραμέρισε να την αφήσει να περάσει.

— Καλώς όρισες, παλικάρι μου… Και δεν τόλεγες πρωτύτερα πως έρχεσαι απ' τον Άη - Γρηγόρη; είπε χαρούμενος. Κόπιασε μέσα να μας τα πεις.

Και την πήγε στο καμαράκι του, μέσα στη φυλακή, όπου κατοικούσε μαζί με τη γυναίκα του.

— Ξύπνα, γριά μου, φώναξε μπαίνοντας μέσα. Γραφτό μας είναι σήμερα να μην κοιμηθούμε. Μα τούτη τη φορά δε θα παραπονεθείς που σε αγουροξύπνησαν.

Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά σηκώθηκε από το στρώμα όπου μισοκοιμούνταν και κοίταξε τη Θέκλα με περιέργεια.

— Καλώς μας ήλθες, είπε προσφέροντας της ένα σκαμνί. Κάθησε, παιδί μου, να ξεκουραστείς και να ζεσταθείς. Φαίνεσαι κουρασμένος. Έρχεσαι από μακριά;

— Από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, αποκρίθηκε η Θέκλα.

— Από την ιερή μονή! φώναξε με χαρά η κυρά Παγράταινα. Η Παναγία να σ' έχει καλά! Πες μου αν είδες το παιδί μου, ένα ωραίο παλικάρι, με τα ομορφότερα μάτια του κόσμου, και την πιο χρυσή καρδιά…

— Σου έφερα γράμμα του, διέκοψε η Θέκλα, και η φωνή της μαρτυρούσε τέτοια κούραση, που, με όλη της τη χαρά, η γριά παρατήρησε την κακή της όψη.

Την πλησίασε, πήρε το χέρι της και το χάιδεψε.

— Τι έχεις, παλικάρι μου; ρώτησε με καλοσύνη. Μη δεν είσαι καλά;

— Μήπως θέλεις να ξαπλωθείς λιγάκι; ρώτησε ο δεσμοφύλακας.

Η Θέκλα πάλευε για να συγκρατήσει τα δάκρυα. Έβγαλε από τον κόρφο της το γράμμα του καλόγερου και το έδωσε της μητέρας του.

— Διάβασε το, είπε· ύστερα μιλούμε.

Εκεί που, σκυμμένοι κοντά στο λυχνάρι, διάβαζαν οι δυο γέροι το γράμμα του παιδιού τους, η Θέκλα, καθισμένη πλάγι στο τζάκι, γύριζε χίλια σχέδια στο μυαλό της.

Είχε έλθει με σκοπό μόνο να δει τον Αλέξιο. Μα τώρα που ήταν μέσα στη φυλακή κι έβλεπε το αγαθό πρόσωπο του δεσμοφύλακα και το μειλίχιο χαμόγελο της γυναίκας του, γεννιούνταν μέσα της η τρελή ελπίδα να σώσει τον άντρα της με τη βοήθεια των καλών αυτών ανθρώπων, που ίσως θα λυπούνταν τη δυστυχία της αν τους εξόρκιζε στ' όνομα του αγαπημένου γιού τους.

Έξαφνα γύρισε η γριά και τη ρώτησε.

— Και πότε φθάσατε στη Σκάμπα με τον αφέντη σου;

— Τώρα, αποκρίθηκε η Θέκλα. Και ήλθα ίσια εδώ.

— Έτσι, πριν ξημερώσει; έκανε ο δεσμοφύλακας. Και ο αφέντης σου σ' άφησε αμέσως να μας φέρεις το γράμμα; Καλά τον μάντεψε ο γιός μου, και γράφει πως η ευγένεια της ψυχής του είναι τέτοια που φαίνεται και από το πρόσωπο του. Πες μας πού κάθεται; Θα πάγει ύστερα η γυναίκα μου να τον ευχαριστήσει.

Τα χείλια της Θέκλας έτρεμαν.

— Ο αφέντης μου… ο αφέντης μου… άρχισε, μα δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει.

Έκανε να σηκωθεί, τα γόνατα της κόπηκαν, έπεσε βαριά στο πάτωμα και ξέσπασε στα κλάματα.

Κατατρομαγμένη έσκυψε η γριά να τη βοηθήσει, και, καθώς έκανε να της σηκώσει το κεφάλι, έφυγε ο κίτρινος σκούφος και τα μαλλιά της Θέκλας χύθηκαν στη ράχη της.

— Παναγία μου! ψιθύρισε η κυρά Παγράταινα, γυναίκα είναι!

Με τη βοήθεια του γέρου τη σήκωσε και την έβαλε στο στρώμα.

Η Θέκλα είχε κρυμμένο το πρόσωπο της στα χέρια της κι έκλαιγε με βαθιά αναφιλητά, νικημένη από την αγωνία και την κούραση.

Ο δυο γέροι, γονατισμένοι κοντά της, έβρεχαν κάθε λίγο το μέτωπο της με ανθόνερο· «ώσπου να ησυχάσει η καρδιά της», έλεγε η κυρά Παγράταινα.

— Έλα, κόρη μου, κάνε θάρρος, είπε συμπονετικά ο δεσμοφύλακας. Δεν είναι καλό να κλαις έτσι…

Και η γυναίκα του, κουνώντας το κεφάλι και σηκώνοντας κάθε λίγο τα χέρια της στον ουρανό, μουρμούριζε:

— Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!..

Η Θέκλα σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε.

— Έφεραν κανέναν άνθρωπο εδώ τη νύχτα; ρώτησε το δεσμοφύλακα.

— Ναι! Μας χάλασαν τον ύπνο από τ' άγρια μεσάνυχτα, για να κλειδώσω έναν κακούργο, που είχε σκοτώσει, λέει, δυο ανθρώπους. Σήμερα το πρωί θα τον βασανίσουν, αποκρίθηκε ο γέρος.

Η Θέκλα ανατρίχιασε.

— Γιατί θα τον βασανίσουν; αναφώνησε με φρίκη.

— Πρώτα για να ομολογήσει. Ύστερα και για να τον θανατώσουν. Έτσι σκοτώνουν τους φονιάδες, αποκρίθηκε ο γέρος.

— Για το Θεό, σώπα! βόγγησε η Θέκλα. Δεν είναι φονιάς! Είναι ήρωας ο άντρας μου.

Και ξέσπασε στα κλάματα, χειρότερα παρά πριν.

Μόλις ησύχασε λίγο, τους διηγήθηκε πως πήγαιναν στο Δυρράχιο και στο δρόμο απάντησαν τους κατασκόπους που θέλησαν να τους σκοτώσουν πως ο άντρας της πάλεψε μονάχος με τους δυο και τους σκότωσε, και πως τότε έφθασαν οι στρατιώτες και τον έπιασαν και τον πήραν στη φυλακή, τάχα πως είναι φονιάς και κλέφτης.

— Και γιατί δεν τους είπε την αλήθεια; ρώτησε ο δεσμοφύλακας.

Η Θέκλα τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

— Τι είσαι συ; τον ρώτησε. Βούλγαρος;

Ο γέρος έριξε πίσω του μια γοργή ματιά, να βεβαιωθεί πως η πόρτα ήταν κλειστή.

— Ο γιός μου είναι ορθόδοξος Έλληνας παπάς, είπε σε χαμηλή φωνή. Αυτό δε σου αρκεί να καταλάβεις;

— Ναι, είπε η Θέκλα, μου αρκεί. Κι αν σου πω κι εγώ πως είμαστε από την ίδια μεγάλη πατρίδα, ίσως καταλάβεις και συ γιατί δε μίλησε ο άντρας μου!

Ο Παγράτης την κοίταξε σιωπηλά. Πού και πού αργοκουνούσε το κεφάλι συλλογισμένος, σα να μην έμπαινε στο νόημα.

— Δεν πιστεύεις πως ο άντρας μου είναι αθώος; ρώτησε η Θέκλα με δάκρυα στη φωνή.

— Δε λέω αυτό, είπε ο γέρος, μη συγχίζεσαι, κόρη μου, μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είπε πως δεν ήταν κλέφτης. Καλά, ας μην έλεγε πως είναι Έλληνας, μα ας απέδειχνε πως ήταν αθώος και πως οι άλλοι δυο ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αυτό τάχα δεν μπορούσε να το κάνει;

— Και αν σου πω πως ίσως είχε λόγο, λόγο μεγάλο και ιερό, να μην αποδείξει την αλήθεια, θα με πιστέψεις;

— Δε σε καταλαβαίνω, είπε ο γέρος.

Η Θέκλα έβγαλε το σταυρό της και τον έδειξε στο δεσμοφύλακα.

— Μέσα έχει τίμιο ξύλο, είπε. Ορκίσου εδώ πάνω να βαστάξεις το μυστικό μου.

Ο γέρος άπλωσε το χέρι και ορκίστηκε. Και η κερα-Παγράταινα, αφού σταυροκοπήθηκε πρώτα με ευλάβεια, ορκίστηκε κι αυτή.

Τότε η Θέκλα έβγαλε από τον κόρφο της το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα και το έδειξε του δεσμοφύλακα.

— Τώρα πιστεύεις; ρώτησε.

Ο γέρος, καθώς είδε και αναγνώρισε τη βούλα, που τόσα χρόνια ήταν γι' αυτόν το σημάδι της ανώτατης και πιο σεβαστής αρχής, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε.

— Πρόσταξε, κόρη μου, είπε με συγκίνηση. Είμαι δούλος σου από τώρα και στο μέλλον.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

12. ΙΒ'. Θέκλα 12. IV. Thekla text12

Η Θέκλα είχε κρυφθεί μέσα στα χαμόκλαδα. The|Thekla|had|hidden|inside|in the|brambles Thekla had hidden among the brambles. Είδε τους στρατιώτες που κυνηγούσαν τον άντρα της, τους είδε που τον έπιαναν, και από μακριά άκουσε την προσταγή του αξιωματικού και το ποδοβολητό των αλόγων που έφευγαν. He saw|the|soldiers|who|were chasing|the|man|her|them|he saw|who|him|were catching|and|from|afar|he heard|the|command|of the|officer|and|the|hoofbeats|of the|horses|that|were leaving She saw the soldiers who were chasing her husband, she saw them catch him, and from afar she heard the officer's command and the galloping of the horses that were leaving. Όλα ησύχασαν. Everything|calmed down Everything fell silent.

Βαθιά σιωπή απλώθηκε στο κοιμισμένο δάσος. Deep|silence|spread|in the|sleeping|forest A deep silence spread over the sleeping forest. Η Θέκλα αισθάνθηκε τότε όλη την απέραντη ερημιά της. The|Thekla|felt|then|all|the|vast|loneliness|her Thekla then felt all the vast desolation around her. Ρίχθηκε καταγής στο μαλακό χώμα, ακούμπησε το κεφάλι στα σταυρωμένα χέρια, κι από τα βάθη της ψυχής της προσευχήθηκε στο Θεό και παρακάλεσε να πεθάνει εκεί που βρίσκουνταν… She was thrown|to the ground|in the|soft|soil|she rested|the|head|on the|crossed|hands|and|from|the|depths|of her|soul|her|prayed|to the|God|and|begged|to|die|there|where| She threw herself on the soft ground, rested her head on her crossed arms, and from the depths of her soul prayed to God and begged to die right where she was...

Η ησυχία ήταν απόλυτη. The|silence|was|absolute The silence was absolute. Της φάνηκε σα να είχε σταματήσει η ζωή. To her|seemed|as|to|had|stopped|the|life It seemed to her as if life had stopped. Ούτε αεράκι δε φυσούσε. Neither|breeze|not|was blowing Not even a breeze was blowing. Ήταν μόνη, κατάμονη, χαμένη… She was|alone|utterly alone|lost She was alone, utterly alone, lost…

Λίγη ώρα έμεινε έτσι, ακίνητη, αφανισμένη… Της πήραν τον Αλέξιο… θα τον σκότωναν! A little|hour|remained|like this|motionless|vanished|To her|took|the|Alexios|will|him|kill She remained like that for a little while, motionless, vanished… They took Alexios from her… they would kill him! Τι την έμελε πια ο κόσμος όλος… What|her|cared for|anymore|the|world|all What did the whole world matter to her anymore…

Έξαφνα από μέσα από το δάσος ένα χλιμίντρισμα τάραξε τη βαθιά εκείνη σιωπή. Suddenly|from|inside|from|the|forest|a|whinny|disturbed|the|deep|that|silence Suddenly, from deep within the forest, a whinny disturbed that deep silence.

Τότε θυμήθηκε η Θέκλα τ' άλογα τους που τα είχαν δέσει στα δέντρα, και μαζί με τ' άλογα θυμήθηκε την αποστολή της και τα τελευταία λόγια του Αλέξιου: «Φύγε να πας εκεί που ξέρεις. Then|remembered|the|Thekla||horses|them|that|the|had|tied|to the|trees|and|together|with||horses|remembered|the|mission|her|and|the|last|words|of|Alexios|Leave|to|go|there|where|you know Then Thekla remembered their horses that they had tied to the trees, and along with the horses, she remembered her mission and Alexios' last words: "Go to where you know. Το θέλω.» Έμενε ένα καθήκον, καθήκον ιερό, δικό του, που εκείνος δεν πρόφθασε να το εκτελέσει και της το είχε αφήσει κληρονομιά, να το εκτελέσει αυτή στη θέση του… The|I want|There remained|one|duty|duty|sacred|his|of him|which|he|not|managed|to|it|execute|and|to her|it|had|left|inheritance|to|it|execute|she|in the|place|of him I want it." There remained a duty, a sacred duty of his, which he did not manage to fulfill and had left it as a legacy for her to carry out in his place…

Σηκώθηκε με βαριά, πονεμένη καρδιά και πήγε στην πυκνάδα του δάσους όπου είχαν δέσει τ' άλογα λίγες ώρες πρωτύτερα. He rose|with|heavy|pained|heart|and|he went|to the|thicket|of the|forest|where|they had|tied||horses|few|hours|earlier She got up with a heavy, aching heart and went to the thicket of the forest where they had tied the horses a few hours earlier.

Τα βρήκε όπου τα είχαν αφήσει. They|found|where|them|had|left She found them where they had left them. Πήδηξε πάνω στο ένα, και άφησε το άλλο ελεύθερο να πάγει όπου θέλει. Jumped|on|to|one|and|left|the|other|free|to|go|wherever|wants He jumped on one and left the other free to go wherever it wants.

Περνώντας από το βράχο είδε κάτι που γυάλιζε καταγής, στο φως του φεγγαριού. Passing|by|the|rock|he saw|something|that|shone|on the ground|in the|light|of the|moon Passing by the rock, he saw something shining on the ground in the moonlight. Κατέβηκε από τ' άλογο στο μέρος όπου είχε γίνει η πάλη και βρήκε το χρυσό μαχαίρι του Ασώτη στα χώματα, όπου είχε πέσει. He dismounted|from||horse|at the|place|where|had|taken place|the|fight|and|he found|the|golden|knife|of|Asotis|in the|soil|where|had|fallen He got off the horse at the place where the struggle had taken place and found the golden knife of Asotis in the dirt where it had fallen.

Τ' αναφιλητά την έπνιξαν, της φάνηκε πως η καρδιά της σπούσε. |sobs|her|drowned|to her|seemed|that|the|heart|her|was bursting The sobs overwhelmed her; it seemed to her that her heart was bursting.

Μάζεψε τ' όπλο και το ‘κρυψε στον κόρφο της. She picked up||weapon|and|it||in the|bosom|her She gathered the weapon and hid it in her bosom.

Παρακάτω, σωριασμένο κοίτουνταν το σώμα του σκοτωμένου συντρόφου του Μπόρις. Below|sprawled|lay|the|body|of|killed|comrade|his|Boris Below, the body of Boris's slain comrade lay sprawled.

«Καλύτερα να έπεφτε εδώ και ο Αλέξιος», σκέφθηκε η Θέκλα. better|to|would fall|here|and|the|Alexios|thought|the|Thekla "It would have been better if Alexios had fallen here too," Thekla thought. «Ενώ τώρα στα χέρια τους…» While|now|in the|hands|their "While now in their hands..."

Πως θα τον σκότωναν, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. How|would|him|would kill|not|had|the|slightest|doubt She had not the slightest doubt about how they would kill him. Μα με τι τρόπο θα τον σκότωναν; But|with|what|way|will|him|kill But in what way would they kill him?

Η ιδέα πως ίσως θα τον βασάνιζαν την ξετρέλανε. The|idea|that|perhaps|would|him|tormented|her|drove her crazy The idea that they might torture him drove her crazy. Σε μια στιγμή ξέχασε την αποστολή της, τα τελευταία λόγια του Αλέξιου, όλα. In|a|moment|forgot|the|mission|her|the|last|words|of|Alexios|everything In a moment, she forgot her mission, Alexios's last words, everything.

Πήδηξε στο άλογο της και σα σαΐτα κατέβηκε το βουνό και γύρισε κατά τη Σκάμπα. He jumped|onto|horse|her|and|like|arrow|he descended|the|mountain|and|he turned|towards|the|Skampa She jumped on her horse and, like an arrow, descended the mountain and headed towards Skamba. Μια και μόνη σκέψη βούιζε στο κεφάλι της, σα σήμαντρο θανατικό: «Θα τον βασανίσουν!… Θα τον βασανίσουν!…» One|and|only|thought|buzzed|in the|head|her|like|bell|death|Will|him|torture|Will|him|torture One single thought buzzed in her head, like a death knell: "They will torture him!... They will torture him!..."

Όσο πήγαινε αγωνίζουνταν να βρει με τι τρόπο μπορούσε να φθάσει ως τον Αλέξιο, όταν έξαφνα θυμήθηκε το γράμμα του μικρού καλόγερου. As long as|he was going|they struggled|to|find|with|what|way|he could|to|reach|to|the|Alexios|when|suddenly|he remembered|the|letter|of the|little|monk As she rode, she struggled to find a way to reach Alexios, when suddenly she remembered the letter from the little monk.

«Ευλογημένο τ' όνομα του Κυρίου!», είπε μέσ' από την καρδιά της. Blessed||name|of the|Lord|she said||from|the|heart|her "Blessed be the name of the Lord!" she said from the bottom of her heart. «Θα πάγω ίσια στη φυλακή.» I will|go|straight|to the|prison "I will go straight to prison."

Τα χαράματα έφθασε στη Σκάμπα. The|dawn|arrived|at|Skamba At dawn, she arrived in Skamba. Έξω από την πύλη είδε μερικούς χωρικούς που περίμεναν με ζώα φορτωμένα χορταρικά ν' ανοίξουν οι πόρτες. Outside|from|the|gate|he saw|some|villagers|who|were waiting|with|animals|loaded|vegetables||open|the|doors Outside the gate, she saw some villagers waiting with animals loaded with vegetables for the doors to open. Η Θέκλα χώθηκε ανάμεσα τους και μπήκε στη χώρα μαζί τους. The|Thekla|squeezed|between|them|and|entered|into|country|together|them The Thekla squeezed in among them and entered the country with them.

Ρώτησε ένα χωρικό πού ήταν η φυλακή, και, αφού της την έδειξε, πήγε και χτύπησε την πόρτα. He asked|a|villager|where|was|the|prison|and|after|to her|it|showed|he went|and|knocked|the|door She asked a villager where the prison was, and after he showed it to her, she went and knocked on the door.

Κανείς δεν της αποκρίθηκε. No one|not|to her|answered No one answered her. Χτύπησε πάλι. She knocked again.

Από μέσα ακούστηκε μια θυμωμένη αντρίκεια φωνή: From|inside|was heard|a|angry|manly|voice From inside, a gruff angry voice was heard:

— Μα δε θα μας αφήσουν να κοιμηθούμε σήμερα; Ποιος είναι πάλι, τέτοιες άγριες ώρες! But|not|will|us|let|to|sleep|today|Who|is|again|such|wild|hours — Are they not going to let us sleep today? Who is it again, at such wild hours! Δεν τραβάς το δρόμο σου, όποιος και αν είσαι! Not|follow|the|path|your|whoever|and|if|you are You don't follow your own path, whoever you are!

— Άνοιξε, άνοιξε! Open|open — Open up, open up! φώναξε η Θέκλα. shouted|the|Thekla Thekla shouted. Άνοιξε! Open Open up! Είναι βία! It is|violence It's violence!

Ακούστηκαν από μέσα βαριά βήματα, κι ένας γέρος μισοάνοιξε την πόρτα και πέρασε έξω το κεφάλι του. They were heard|from|inside|heavy|footsteps|and|an|old man|half-opened|the|door|and|passed|outside|his|head|his Heavy footsteps were heard from inside, and an old man half-opened the door and stuck his head out.

— Τι θέλεις; ρώτησε απότομα. - What do you want? he asked abruptly.

— Το δεσμοφύλακα τον Παγράτη, αποκρίθηκε η Θέκλα. The jailer Pagratios, replied Thekla.

— Εγώ είμαι, τι με θέλεις; I|am|what|me|want — I am he, what do you want with me?

— Έρχομαι από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε η Θέκλα. I come|from|the|monastery|of|Saint|Gregory|said|the|Thekla — I come from the monastery of Saint Gregory, said Thekla.

Το πρόσωπο του δεσμοφύλακα έλαμψε. The|face|of the|jailer|shone The face of the jailer shone. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και παραμέρισε να την αφήσει να περάσει. He opened|the|door|wide|and|he stepped aside|to|her|let|to|pass He opened the door wide and stepped aside to let her pass.

— Καλώς όρισες, παλικάρι μου… Και δεν τόλεγες πρωτύτερα πως έρχεσαι απ' τον Άη - Γρηγόρη; είπε χαρούμενος. welcome|you are|my boy|my|And|not|you told|earlier|that|you come||the|Saint|Gregory|he said|happily — Welcome, my boy... And you didn't say earlier that you were coming from Saint Gregory? he said happily. Κόπιασε μέσα να μας τα πεις. Come in|inside|to|us|them|tell Come in and tell us all about it.

Και την πήγε στο καμαράκι του, μέσα στη φυλακή, όπου κατοικούσε μαζί με τη γυναίκα του. And|her|he took|to the|small room|his|inside|in the|prison|where|he lived|together|with|the|wife|his And he took her to his little room inside the prison, where he lived with his wife.

— Ξύπνα, γριά μου, φώναξε μπαίνοντας μέσα. Wake up|old woman|my|shouted|entering|inside — Wake up, my old woman, he shouted as he entered. Γραφτό μας είναι σήμερα να μην κοιμηθούμε. written|to us|is|today|to|not|sleep It is destined for us not to sleep today. Μα τούτη τη φορά δε θα παραπονεθείς που σε αγουροξύπνησαν. But|this|the|time|not|will|complain|that|you|woke up early But this time you won't complain that you were woken up abruptly.

Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά σηκώθηκε από το στρώμα όπου μισοκοιμούνταν και κοίταξε τη Θέκλα με περιέργεια. A|woman|with|white|hair|rose|from|the|mattress|where|was half asleep|and|looked|the|Thekla|at|curiosity A woman with white hair got up from the mattress where she was half asleep and looked at Thekla with curiosity.

— Καλώς μας ήλθες, είπε προσφέροντας της ένα σκαμνί. welcome|us|you came|he said|offering|her|a|stool — Welcome, she said, offering her a stool. Κάθησε, παιδί μου, να ξεκουραστείς και να ζεσταθείς. Sit down|child|my|to|rest|and|to|warm up Sit down, my child, to rest and warm up. Φαίνεσαι κουρασμένος. You seem|tired You look tired. Έρχεσαι από μακριά; Did you come from far away?

— Από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, αποκρίθηκε η Θέκλα. From|the|monastery|of|Saint|Gregory|answered|the|Thekla — From the monastery of Saint Gregory, Thekla replied.

— Από την ιερή μονή! From|the|holy|monastery — From the holy monastery! φώναξε με χαρά η κυρά Παγράταινα. shouted|with|joy|the|lady|Pagrataina called out joyfully the lady Pagratina. Η Παναγία να σ' έχει καλά! The|Virgin Mary|may||have|well May the Virgin Mary keep you well! Πες μου αν είδες το παιδί μου, ένα ωραίο παλικάρι, με τα ομορφότερα μάτια του κόσμου, και την πιο χρυσή καρδιά… Tell|me|if|you saw|the|child|my|one|handsome|young man|with|the|most beautiful|eyes|of|world|and|the|most|golden|heart Tell me if you have seen my child, a handsome young man, with the most beautiful eyes in the world, and the most golden heart…

— Σου έφερα γράμμα του, διέκοψε η Θέκλα, και η φωνή της μαρτυρούσε τέτοια κούραση, που, με όλη της τη χαρά, η γριά παρατήρησε την κακή της όψη. |||||||||||was betraying|||||||||||noticed||||appearance I brought you a letter from him, interrupted Thekla, and her voice revealed such fatigue that, despite all her joy, the old woman noticed her poor appearance.

Την πλησίασε, πήρε το χέρι της και το χάιδεψε. her|approached|took|the|hand|her|and|it|caressed She approached her, took her hand, and caressed it.

— Τι έχεις, παλικάρι μου; ρώτησε με καλοσύνη. What|do you have|my boy|my|asked|with|kindness — What is it, my boy? he asked kindly. Μη δεν είσαι καλά; Don't|not|you are|well Aren't you feeling well?

— Μήπως θέλεις να ξαπλωθείς λιγάκι; ρώτησε ο δεσμοφύλακας. Perhaps|you want|to|lie down|a little|asked|the|jailer — Do you want to lie down for a bit? the jailer asked.

Η Θέκλα πάλευε για να συγκρατήσει τα δάκρυα. The|Thekla|struggled|to|(particle for infinitive)|hold back|the|tears The Thekla struggled to hold back her tears. Έβγαλε από τον κόρφο της το γράμμα του καλόγερου και το έδωσε της μητέρας του. She took out|from|the|bosom|her|the|letter|of the|monk|and|it|she gave|to the|mother|of the She took the monk's letter from her bosom and gave it to his mother.

— Διάβασε το, είπε· ύστερα μιλούμε. Read|it|he said|later|we talk — Read it, she said; then we will talk.

Εκεί που, σκυμμένοι κοντά στο λυχνάρι, διάβαζαν οι δυο γέροι το γράμμα του παιδιού τους, η Θέκλα, καθισμένη πλάγι στο τζάκι, γύριζε χίλια σχέδια στο μυαλό της. There|where|bent|close|to the|lamp|read|the|two|old men|the|letter|of the|child|their|the|Thekla|sitting|sideways|to the|fireplace|turned|a thousand|plans|in the|mind|her There, bent close to the lamp, the two old men were reading their child's letter, while Thekla, sitting beside the fireplace, was turning a thousand plans in her mind.

Είχε έλθει με σκοπό μόνο να δει τον Αλέξιο. He had|come|with|purpose|only|to|see|the|Alexios She had come with the sole purpose of seeing Alexios. Μα τώρα που ήταν μέσα στη φυλακή κι έβλεπε το αγαθό πρόσωπο του δεσμοφύλακα και το μειλίχιο χαμόγελο της γυναίκας του, γεννιούνταν μέσα της η τρελή ελπίδα να σώσει τον άντρα της με τη βοήθεια των καλών αυτών ανθρώπων, που ίσως θα λυπούνταν τη δυστυχία της αν τους εξόρκιζε στ' όνομα του αγαπημένου γιού τους. But|now|that|was|inside|in|prison|and|saw|the|good|face|of the|jailer|and|the|gentle|smile|of the|wife|of the|was born|within|her|the|crazy|hope|to|save|the|husband|of her|with|the|help|of the|good|these|people|who|perhaps|would|pity|the|misery|of her|if|them|invoked||name|of the|beloved|son|their But now that she was inside the prison and saw the kind face of the jailer and the gentle smile of his wife, a crazy hope was born within her to save her husband with the help of these good people, who might feel pity for her misfortune if she implored them in the name of their beloved son.

Έξαφνα γύρισε η γριά και τη ρώτησε. Suddenly|turned|the|old woman|and|her|asked Suddenly the old woman turned and asked her.

— Και πότε φθάσατε στη Σκάμπα με τον αφέντη σου; ||did you arrive|||||| — And when did you arrive at Skamba with your master? — Now, Thekla replied.

— Τώρα, αποκρίθηκε η Θέκλα. Και ήλθα ίσια εδώ. And I came straight here.

— Έτσι, πριν ξημερώσει; έκανε ο δεσμοφύλακας. ||dawn||| So, before dawn? asked the jailer. Και ο αφέντης σου σ' άφησε αμέσως να μας φέρεις το γράμμα; Καλά τον μάντεψε ο γιός μου, και γράφει πως η ευγένεια της ψυχής του είναι τέτοια που φαίνεται και από το πρόσωπο του. And|the|master|your||left|immediately|to|us|bring|the|letter|Well|him|guessed|the|son|my|and|writes|that|the|nobility|of the|soul|his|is|such|that|is evident|and|from|the|face|his And your master let you bring us the letter right away? My son guessed well, and he writes that the nobility of his soul is such that it is evident from his face. Πες μας πού κάθεται; Θα πάγει ύστερα η γυναίκα μου να τον ευχαριστήσει. Tell|us|where|he sits|(future tense marker)|goes|later|the|woman|my|to|him|thank Tell us where he is sitting? My wife will go later to thank him.

Τα χείλια της Θέκλας έτρεμαν. The|lips|of|Thekla|trembled The lips of Thekla trembled.

— Ο αφέντης μου… ο αφέντης μου… άρχισε, μα δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει. The|master|my||||began|but|not|was able|to|continue — My master... my master... she began, but she couldn't continue.

Έκανε να σηκωθεί, τα γόνατα της κόπηκαν, έπεσε βαριά στο πάτωμα και ξέσπασε στα κλάματα. She tried|to|get up|her|knees|her|buckled|she fell|heavily|on the|floor|and|she burst|into|tears She tried to get up, her knees gave way, she fell heavily to the floor and burst into tears.

Κατατρομαγμένη έσκυψε η γριά να τη βοηθήσει, και, καθώς έκανε να της σηκώσει το κεφάλι, έφυγε ο κίτρινος σκούφος και τα μαλλιά της Θέκλας χύθηκαν στη ράχη της. Frightened|bent down|the|old woman|to|her|help|and|as|she tried|to|her|lift|the|head|left|the|yellow|scarf|and|the|hair|her|Thekla|spilled|on the|back|her Terrified, the old woman bent down to help her, and as she tried to lift her head, the yellow scarf fell off and Thekla's hair spilled down her back.

— Παναγία μου! Holy Mary|my — My Virgin Mary! ψιθύρισε η κυρά Παγράταινα, γυναίκα είναι! whispered|the|lady|Pagratina|woman|is whispered Lady Pagratina, she is a woman!

Με τη βοήθεια του γέρου τη σήκωσε και την έβαλε στο στρώμα. With|her|help|of the|old man|it|lifted|and|her|put|on the|mattress With the help of the old man, he lifted her and placed her on the mattress.

Η Θέκλα είχε κρυμμένο το πρόσωπο της στα χέρια της κι έκλαιγε με βαθιά αναφιλητά, νικημένη από την αγωνία και την κούραση. The|Thekla|had|hidden|the|face|her|in the|hands|her|and|cried|with|deep|sobs|defeated|by|the|anxiety|and|the|fatigue The Thekla had her face hidden in her hands and was crying with deep sobs, defeated by anxiety and exhaustion.

Ο δυο γέροι, γονατισμένοι κοντά της, έβρεχαν κάθε λίγο το μέτωπο της με ανθόνερο· «ώσπου να ησυχάσει η καρδιά της», έλεγε η κυρά Παγράταινα. The|two|old men|kneeling|near|her|wet|every|little|the|forehead|her|with|rosewater|until|to|calms down|the|heart|her|said|the|lady|Pagratina The two old men, kneeling beside her, were wetting her forehead with flower water every now and then; "until her heart calms down," said Lady Pagratina.

— Έλα, κόρη μου, κάνε θάρρος, είπε συμπονετικά ο δεσμοφύλακας. Come|daughter|my|have|courage|said|compassionately|the|jailer — Come, my daughter, be brave, said the jailer compassionately. Δεν είναι καλό να κλαις έτσι… It is not|good|good|to|cry|like that It's not good to cry like that...

Και η γυναίκα του, κουνώντας το κεφάλι και σηκώνοντας κάθε λίγο τα χέρια της στον ουρανό, μουρμούριζε: And|the|woman|his|shaking|the|head|and|raising|every|little|the|hands|her|to the|sky|murmured And his wife, shaking her head and raising her hands to the sky every now and then, murmured:

— Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!.. In|what|times|we live|my Panagitsa|my — What times are we living in, my Holy Mary!..

Η Θέκλα σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε. The|Thekla|wiped|the|tears|her|and|stood up The Thekla wiped her tears and stood up.

— Έφεραν κανέναν άνθρωπο εδώ τη νύχτα; ρώτησε το δεσμοφύλακα. They brought|any|person|here|the|night|asked|the|jailer — Did they bring anyone here during the night? she asked the jailer.

— Ναι! — Yes! Μας χάλασαν τον ύπνο από τ' άγρια μεσάνυχτα, για να κλειδώσω έναν κακούργο, που είχε σκοτώσει, λέει, δυο ανθρώπους. Our|disturbed|the|sleep|from||wild|midnight|in order to|to|lock up|a|criminal|who|had|killed|he says|two|people They disturbed our sleep from the dead of night, to lock up a villain who, they say, killed two people. Σήμερα το πρωί θα τον βασανίσουν, αποκρίθηκε ο γέρος. This morning they will torture him, the old man replied.

Η Θέκλα ανατρίχιασε. The|Thekla|shivered Thekla shuddered.

— Γιατί θα τον βασανίσουν; αναφώνησε με φρίκη. Why|will|him|torture|exclaimed|with|horror — Why will they torture him? she exclaimed in horror.

— Πρώτα για να ομολογήσει. First|to|(particle for subjunctive)|confess — First to confess. Ύστερα και για να τον θανατώσουν. Later|and|in order to|to|him|kill Then to have him executed. Έτσι σκοτώνουν τους φονιάδες, αποκρίθηκε ο γέρος. Thus|they kill|the|murderers|replied|the|old man That's how they kill murderers, the old man replied.

— Για το Θεό, σώπα! For|the|God|be quiet — For God's sake, be quiet! βόγγησε η Θέκλα. groaned|the|Thekla Thekla moaned. Δεν είναι φονιάς! Not|is|murderer He is not a murderer! Είναι ήρωας ο άντρας μου. He is|a hero|the|man|my My husband is a hero.

Και ξέσπασε στα κλάματα, χειρότερα παρά πριν. And|burst|into|tears|worse|than|before And he burst into tears, worse than before.

Μόλις ησύχασε λίγο, τους διηγήθηκε πως πήγαιναν στο Δυρράχιο και στο δρόμο απάντησαν τους κατασκόπους που θέλησαν να τους σκοτώσουν πως ο άντρας της πάλεψε μονάχος με τους δυο και τους σκότωσε, και πως τότε έφθασαν οι στρατιώτες και τον έπιασαν και τον πήραν στη φυλακή, τάχα πως είναι φονιάς και κλέφτης. As soon as|calmed|a little|them|narrated|that|they were going|to|Durrës|and|on the|road|they encountered|the|spies|who|wanted|to|them|kill|that|the|man|her|fought|alone|against|the|two|and|them|killed|and|that|then|arrived|the|soldiers|and|him|captured|and|him|took|to the|prison|supposedly|that|he is|murderer|and|thief Once he calmed down a bit, he recounted how they were going to Durrës and on the way they responded to the spies who wanted to kill them that her husband fought alone against the two and killed them, and how then the soldiers arrived and caught him and took him to prison, supposedly because he is a murderer and a thief.

— Και γιατί δεν τους είπε την αλήθεια; ρώτησε ο δεσμοφύλακας. And|why|not|them|told|the|truth|asked|the|jailer — And why didn't he tell them the truth? asked the jailer.

Η Θέκλα τον κοίταξε ίσια στα μάτια. The|Thekla|him|looked|straight|in the|eyes Thekla looked him straight in the eyes.

— Τι είσαι συ; τον ρώτησε. What|are|you|him|asked — What are you? she asked him. Βούλγαρος; Bulgarian Bulgarian?

Ο γέρος έριξε πίσω του μια γοργή ματιά, να βεβαιωθεί πως η πόρτα ήταν κλειστή. The|old man|cast|behind|him|a|quick|glance|to|assure himself|that|the|door|was|closed The old man cast a quick glance behind him to make sure the door was closed.

— Ο γιός μου είναι ορθόδοξος Έλληνας παπάς, είπε σε χαμηλή φωνή. The|son|my|is|Orthodox|Greek|priest|said|in|low|voice — My son is an Orthodox Greek priest, he said in a low voice. Αυτό δε σου αρκεί να καταλάβεις; This|not|to you|is enough|to|understand Isn't that enough for you to understand?

— Ναι, είπε η Θέκλα, μου αρκεί. Yes|said|the|Thekla|to me|is enough — Yes, Thekla said, it is enough for me. Κι αν σου πω κι εγώ πως είμαστε από την ίδια μεγάλη πατρίδα, ίσως καταλάβεις και συ γιατί δε μίλησε ο άντρας μου! And|if|to you|I tell|and|I|that|we are|from|the|same|great|homeland|perhaps|you understand|also|you|why|not|spoke|the|man|my And if I tell you that we are from the same great homeland, maybe you will understand too why my husband didn't speak!

Ο Παγράτης την κοίταξε σιωπηλά. The|Pagratēs|her|looked|silently Pagratios looked at her silently. Πού και πού αργοκουνούσε το κεφάλι συλλογισμένος, σα να μην έμπαινε στο νόημα. Nowhere|and|now|slowly shook|the|head|thoughtful|as|to|not|entered|into|meaning Now and then he slowly nodded his head, deep in thought, as if he couldn't grasp the meaning.

— Δεν πιστεύεις πως ο άντρας μου είναι αθώος; ρώτησε η Θέκλα με δάκρυα στη φωνή. Not|you believe|that|the|man|my|is|innocent|asked|the|Thekla|with|tears|in the|voice — Don't you believe that my husband is innocent? Thekla asked with tears in her voice.

— Δε λέω αυτό, είπε ο γέρος, μη συγχίζεσαι, κόρη μου, μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είπε πως δεν ήταν κλέφτης. not|I say|this|said|the|old man|don't|get angry|daughter|my|but|not|I understand|why|not|he said|that|not|was|thief — I'm not saying that, the old man replied, don't get upset, my daughter, but I don't understand why he didn't say he wasn't a thief. Καλά, ας μην έλεγε πως είναι Έλληνας, μα ας απέδειχνε πως ήταν αθώος και πως οι άλλοι δυο ήθελαν να τον σκοτώσουν. Well|let him|not|said|that|he is|Greek|but|let him|prove|that|he was|innocent|and|that|the|others|two|wanted|to|him|kill Well, he might not have said he was Greek, but he should have proven that he was innocent and that the other two wanted to kill him. Αυτό τάχα δεν μπορούσε να το κάνει; This|perhaps|not|could|to|it|do Couldn't he do that?

— Και αν σου πω πως ίσως είχε λόγο, λόγο μεγάλο και ιερό, να μην αποδείξει την αλήθεια, θα με πιστέψεις; And|if|to you|I tell|that|perhaps|had|reason|reason|great|and|sacred|to|not|prove|the|truth|will|me|you believe — And if I tell you that he might have had a reason, a great and sacred reason, not to prove the truth, will you believe me?

— Δε σε καταλαβαίνω, είπε ο γέρος. I do not|you|understand|said|the|old man — I don't understand you, said the old man.

Η Θέκλα έβγαλε το σταυρό της και τον έδειξε στο δεσμοφύλακα. The|Thekla|took off|the|cross|her|and|it|showed|to the|jailer The Thekla took out her cross and showed it to the jailer.

— Μέσα έχει τίμιο ξύλο, είπε. Inside|has|noble|wood|he said — Inside it has precious wood, she said. Ορκίσου εδώ πάνω να βαστάξεις το μυστικό μου. Swear|here|above|to|keep|the|secret|my Swear on this to keep my secret.

Ο γέρος άπλωσε το χέρι και ορκίστηκε. The|old man|stretched|the|hand|and|swore The old man stretched out his hand and swore. Και η κερα-Παγράταινα, αφού σταυροκοπήθηκε πρώτα με ευλάβεια, ορκίστηκε κι αυτή. And|the|||after|crossed herself|first|with|piety|swore|and|she And the priestess-Pagratina, after making the sign of the cross with reverence, swore an oath as well.

Τότε η Θέκλα έβγαλε από τον κόρφο της το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα και το έδειξε του δεσμοφύλακα. Then|the|Thekla|took out|from|the|bosom|her|the|certificate|document|with|the|imperial|seal|and|it|showed|to the|jailer Then Thecla took out from her bosom the certificate document with the imperial seal and showed it to the jailer.

— Τώρα πιστεύεις; ρώτησε. Now|you believe|he asked — Do you believe now? she asked.

Ο γέρος, καθώς είδε και αναγνώρισε τη βούλα, που τόσα χρόνια ήταν γι' αυτόν το σημάδι της ανώτατης και πιο σεβαστής αρχής, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε. The|old man|as|saw|and|recognized|the|seal|that|so many|years|was||him|the|sign|of the|highest|and|more|respected|authority|fell|to the|knees|and|worshipped The old man, upon seeing and recognizing the seal, which for so many years had been for him the mark of the highest and most respected authority, fell to his knees and worshiped.

— Πρόσταξε, κόρη μου, είπε με συγκίνηση. Commanded|daughter|my|he said|with|emotion — Command, my daughter, he said with emotion. Είμαι δούλος σου από τώρα και στο μέλλον. I am|your slave|to you|from|now|and|in the|future I am your slave from now and in the future.