×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Πατρίδα

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Πατρίδα

Στη Ρούμελ' είναι η λεβεντιά

και στο Μοριά είν' η γνώση,

- Μωρ' εσύ 'σαι, Πέτρο;

- Γιωργάκη, εσύ!

Και με το σπιθοβόλημα των ματιών, που έδειχνε την ελπίδα της ψυχής· με την αποφασιστική ροπή, που φανέρωνε την ανυπομονησία των νεύρων· με το τρεμούλιασμα της φωνής, που πρόδινε της σάρκας τη συγκίνηση, άνοιξαν οργιές τα χέρια και ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας τ' αλλουνού. Και από τον τόσο λαό, που περνοδιάβαινε έξω στο λιθοστρωμένο δρόμο της Σπηλιάς: τους Εβραίους, που ξυπόλυτοι κουβαλούσανε τ' ασκιά από τα Τελωνείο· του ψωμά και του μανάβη και του κουρέα, που έκραζαν με ξεφωνητά τους πελάτες· του σαράφη, που μπροστά στο τραπεζάκι του έπαιζε τα τάλιρα, βασανίζοντας με τον ήχο και τη λαμπρότη τους τον αντικρινό μπαλωματή, κανείς ούτε πρόσεξε, ούτε ήταν ικανός να αισθανθεί τη λαχτάρα, που είχαν στο αγκάλιασμά τους οι δυο φίλοι.

Εδώ και πέντε λεφτά πριν ο ένας δε γνώριζε τον άλλον. Ο Γιωργάκης Λαμπρόπουλος καθότανε ανάμεσα στις πραμάτειες του, στα στρώματα και τα σκοινιά, τις στοίβες των κεφαλοτυριών και τους σωρούς των γυαλικών, τους ώμους στηρίζοντας στην κάσα του, το κεφάλι μισογυρισμένο, τα μάτια μισοκλεισμένα, κάτω από την πλέχτρα των σκόρδων και του κεράτου, σαν πολεμιστής ανάμεσα στις δάφνες της νίκης του, κάτω από την αγαπημένη του σημαία. Καθώς όμως πάτησε στο κατώφλι ο Πετρολέτσος ψηλός, λεβεντόκορμος, ξεσκλιάρης μα μεγαλόπρεπος, ζητώντας ένα όβολο τυρί να κολατσίσει, σαν να πλάκωσε ο ίσκιος του τον μπακάλη, σήκωσε το κεφάλι και η φωνή συγκλόνισε για μιας τ' αποκαρωμένα νεύρα του. Σαν αστραπή πέρασε στο νου του η υποψία πως κάπου τ' απάντησε το πρόσωπο εκείνο, κάπου την άκουσε κείνη τη φωνή, πως τ' αγάπησε άλλοτε κείνο το κορμί. Η φαντασία του άρχισε να πλέκει την κλωνά της φωτεινή στα περασμένα, παντού ψηλαφώντας και πασπατεύοντας, στα κλώσματα και τα παραστρατίσματα της εβδομηντάρικης ζωής του. Νεκρούς ξέθαψε από τα μνήματα, ξανάνιωσε γερόντους, έσυρε σε λύπες και σε χαρές, σε φιλίες και σ' έχθρητες, σε γάμους και σε νεκροπομπές. Μα δεν κατόρθωσε άλλο παρά να ζαλιστεί και να πονέσει· για τα χρόνια που έφυγαν, για τα παθήματα που τον ήβραν. Άξαφνα πέταξε μπροστά του ξανθομούστακος και γαλανομάτης παλικαράς, ο Πετρολέτσος, ο φίλος του, ο αδερφός του! Και τώρα ανάμεσα στο μαγαζί οι δυο φίλοι, ψαρομάλληδες, σαρακοφαγωμένοι, σφιχταγκαλιάζονται και γλυκοφιλιώνται με τα δάκρυα βροχή στα μάτια.

- Μωρ' εσύ 'σαι, Πέτρο;

- Γιωργάκη, εσύ!

Τέλος χωριστήκανε κι ο ένας κοίταξε τον άλλον με περιέργεια. Μεγάλη απορία ζωγραφήθηκε στα πρόσωπά τους, σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν πως έγινε κι από τα σπαρταριστά νιάτα γκρεμίστηκαν για μιας στ' άχαρα γεράματα.

- Καημένε, γεράσαμε! είπε αργοκουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος.

- Γεράσαμε κι αλλάξαμε! πρόσθεσε ο Πετρολέτσος πικραμένος. Σωστός Κορφιάτης μου φαίνεσαι.

Και σφουγγίζοντας με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά του, κοίταζε και ξανακοίταζε το φίλο του, σαν να ζητούσε κάτω από το βαρύ εκείνο σώμα, το στρογγυλό κεφάλι, τα κρεμαστά φρεσκοξουρισμένα μάγουλα, και τον παχύ λαιμό, το λυγερό παλιό του σύντροφο· σαν να ζητούσε κάτω από την υγρή και σουρτή μιλιά ν ακούσει τους στρογγυλούς μοραΐτικους ήχους· σαν να ήθελε να ιδεί τον αλαφρό αέρα του κορμιού και των ματιών το σπιθοβόλημα και το διαβολικό γοργοπαίξιμο του προσώπου, κάτω από το νυσταγμένο πρόσωπο ενού Κορφιάτη νοικοκύρη.

- Μωρ εσύ 'σαι ο Γιώργος, που τα 'βαλες μ' όλους τους κοντοστάμπελους στην Οβριακή! φώναζε δυσκολόπιστος.

Ήρθε στο νου του άξαφνα η πρώτη φορά, που γνωριστήκανε μέσα στη Οβριακή, στο φοβερό καυγά. Ο Πετρολέτσος από μικρός στο νησί, όταν ο πατέρας του πέρασε συφάμελος από τ' Αργυρόκαστρο, φεύγοντας τη λύσσα του Αληπασά· ο Λαμπρόπουλος φευγάτος από τον Κάμπο της Γαστούνης για να γλυτώσει από τους μαχαιράδες του δημογέροντα, ήταν αδύνατο να γνωριστούν στον ξένον τόπο, που τον έσφιγγε και κείνον τον Σουλτάν Θωμά η αλύγιστη παλάμη. Μα όσα φέρν' η ώρα δεν τα φέρνει όλος ο χρόνος. Ο Μοραΐτης στον καυγά εκείνο έδειξε φοβερή παλικαριά. Ξαρμάτωτος, μ' ένα πόδι σκαμνιού στο χέρι ρίχτηκε στην αρματωμένη εξουσία, άνοιξε κεφάλια, τσάκισε κόκαλα και τέλος τους σκόρπισε όλους. Ο Ρουμελιώτης από φυσικό του σεβασμό στην παλικαριά, έκρυψε το Μοραΐτη στο μαγαζί του, χωρίς να συλλογιστεί πως αν τον έβρισκαν, θα στέλνανε και κείνον στην κρεμάλα. Κατόρθωσαν όμως να μην ανακαλυφτούν κι έμειναν αιματωμένοι οι κοντοστάμπελοι και φίλοι αχώριστοι οι δυο νέοι. Μα τώρα πώς μπορούσε να πιστέψει ο Πετρολέτσος ότι το πιθάρι που κάθεται μπροστά του είναι κείνος ο παλικαράς; Και πάντα ίδιος, όπως στα νιάτα και στα γεράματα, ετοιμάζεται να σωριάσει θαυμαστικά για το ανδραγάθημα εκείνο. Η παλικαριά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παλιώνει.

Μα ο Λαμπρόπουλος του έκοψε τη φόρα:

- Άσ' τα τώρα, περάσανε· είπε. Παλαβομάρες παιδιάτικες· όλο παλαβομάρες!... Και συ πως βρίσκεται; τι γένεσαι;

- Α! είπε με αδιαφορία μεγάλη· βουκόλος γυρίζω... Αμ' εσύ;

- Έχω τάλαρα!...

- Τι λες! αλήθεια; φώναξε ο Πετρολέτσος με χαρά. Μπράβο! Μα πώς, μωρ' αδερφέ, πώς!...

- Πώς; με αγώνες και κόπους... Για φαντάσου πόσα χρόνια είναι που χωρίσαμε!

- Θυμάμαι και γω!... Σαν έφυγα για τον πόλεμο εσύ πουλούσες σαπούνι στα καντούνια.

- Τι καλά που δε σε άκουσα να έρθω μαζί σου! Τι απόχτησες με τα τρεχάματά σου; Πες μου έχεις τίποτσι;

- Μπα· ό,τι φορώ κλέφτη δε φοβάμαι.

Και μ' ένα βεργολύγισμα περήφανο, που δε θα το έκανε χρυσοφορεμένο βασιλόπουλο, έδειξε ο Ρουμελιώτης τα τρυπημένα του γουρνοτσάρουχα, τις ξηλωμένες κάλτσες του, τη λερή και ξεσκλισμένη φουστανέλα του τα ξεφτισμένα μεϊντανογέλεκα και το λιγδωμένο φέσι του. Έδειξε ακόμη στη μέση του το σιλάχι μαύρο, καταζαρωμένο, με το ξύγκι απάνω του σαν λέπια ψαριού, με το μαυρομάνικο λάζο μέσα και δυο τρεις αλυσίδες, που βαστούσανε δεξιά τον ασημοσουγιά κι ένα λουρί μισολιωμένο αριστερά με τρεις τοκάδες - μοναχή αρματωσιά και στολίδια του.

- Και βαστιόσουνα καλά σαν έφυγες· είπε κουνώντας τα κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. Το ψωμάδικό σου στην Πόρτα Ριάλα έκανε δουλειά· είχες ούλη την Οβριακή απάνου σου. Αν βάσταγες κεφάλι, τώρα θα είχες μηχανές και θα τάιζες ούλη τη χώρα. Ψεσινός άθρωπος ο Μεϊντάνης κι έχει εκατομμύριο!...

- Και δε θα 'χανα τους γονιούς μου!... πρόσθεσε ο Πετρολέτσος, στυλώνοντας το βλέμμα στον κούφιον αέρα, σαν να διάβαζε τα περασμένα.

- Οι γονιοί σου! φώναξε ο Λαμπρόπουλος, Οι γονιοί σου! Διακονιά βγήκανε! Το ξέρεις που βγήκαν διακονιά!... Ακούς ο Πετρολέτσος διακονιά! Ακούς η βαφτισιμιά του Τζαβέλλα διακονιά!... Και στο τέλος ο πατέρας σου γύριζε παλαβός στο Μαντούκι, μπαίγνιο του κόσμου κι η μάνα σου έπεσε στη Γαρίτσα και πνίγηκε...

- Σώπα για όνομα Θεού! σώπα!... είπε ο Πετρολέτσος, κουνώντας τα χέρια και γυρίζοντας τα μάτια, λες κι ήθελε να διώξει φοβερό φάντασμα.

Μα ο Μοραΐτης, σα να τον έπιασε ο πειρασμός εκείνος της φυλής του να γελάσει με την απελπισία του άλλου, να φανεί πως είναι έξυπνος, πως όλα με την τσαχπινιά του τα καταφέρνει και πως οι άλλοι χαντακώνονται σε φαντασίες μόνον, άρχισε με περισσότερο θυμό:

- Τι τσώπα, μωρέ, τι τσώπα! Ά δα δε σου τα 'λεγα, ο κακόρκος, από τότες: - Μωρέ, κάτσε και τήρα τη δουλειά σου! Καλά καθόμαστε δω· λευτεριά έχουμε με τσ' Εγγλέζους.

- Μα τ' αδέρφια μας ... η Πατρίδα...

- Τι Πατρίδα; Πού σε είδε σένα η Πατρίδα; Πού την ξέρεις; Τάισε τσου γονιούς σου που πείνασαν;... Εσένα σε τάισε!... Μα να ειπείς ήταν και το μυαλό - παιδιάτικο μυαλό! Πρόσθεσε μαλακότερα ο Μοραΐτης. Να, εγώ που σου μιλώ έτσι, δε μπήκα στο καράβι με τσου Παργινούς να κατεβώ στη φωτιά;

- Α! έκαμε ο Πετρολέτσος, κοιτάζοντας το φίλο του κατάματα, σαν να έλεγε: Βλέπεις; Δεν έχω άδικο· η πατρίδα πάντα πατρίδα είναι· πονιέται!...

- Ναίσκε· εξακολούθησε κείνος χωρίς να τον προσέξει· πήγε τότενες ο Κυριακούλης να βαρέσει τσι Αρβανιτάδες στο Φανάρι και πήγαμε να τσου δώκουμε βοήθεια. Μα ώστε να φτάσουμε κει τελείωσε ο πόλεμος. Οι Μανιάτες με το λείψανο του Κυριακούλη κατεβήκανε στο Μισολόγγι κι οι Αρβανιτάδες αφέντευαν σ' όλο το περγιάλι. Τότενες οι Παργινοί είπαν να κατέβουμε στο Μισολόγγι· μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήμουν για πόλεμο και πέρασα ολονυχτίς στσου Παξούς. Από τότενες ήβρα την τύχη μου...

- Τότε που λες έκανα και γω τον πρώτο μου πόλεμο· τον έκοψε ο Ρουμελιώτης. Βαρέσαμε τους Τούρκους στο Μοριά. Ήταν άμετρη Τουρκιά και λιγοστοί εμείς, μα διαλεγμένοι. Βαστάξανε καλά οι οχτροί, στο τέλος τσακίσανε... Όρε, μάτια μου, θέρο που στον κάναμε!

Κι έριξε τα μάτια του μακριά πύρινα, λες κι ήθελε να φωτίσει τα περασμένα. Είχε τα δασά του φρύδια σμιχτά· έσκαζε το ρουθούνι σαν να μυριζότανε τη μπαρούτη της μάχης· κουνούσε τα χέρια σαν να έδινε ζερβόδεξα σπαθιές θανατοφόρες κι έβλεπε τώρα να φεύγουν τους οχτρούς και νικήτριες την Πίστη και την Πατρίδα. Τα λόγια του φίλου του, το Φανάρι, ο Κυριακούλης, οι Αρβανίτες, λόγια αλησμόνητα στη ζωή του, γιατ' ήταν της ζωής του τ' όνειρο, στέγνωσαν ευθύς τα δάκρυά του, έδιωξαν από τα φυλλοκάρδια του το φαρμάκι και τον φέρανε πάλι στην πρώτη του θέση, που δεν ήθελε ν' αφήσει παρά νεκρός.

Μα ο Λαμπρόπουλος, κλωθογυρίζοντας κι αυτός στα περασμένα, περήφανος για το κατόρθωμά του, εξακολούθησε χωρίς να τον προσέξει.

- Στσου Παξούς, που λες, ήβρα δυο καλούς συντρόφους. Άξιοι αθρώποι! Δε χάνονταν σε λόγια. Βρίσκουμ' ένα καϊκάκι και τραβούμε στα σκαλώματα του Μοριά και στα πόρτα τση Ρούμελης. Εκεί μας βοήθησε η τύχη στα γερά! Ήβλεπες στους έρμους κάβους και στα περγιάλια γυναίκες, άντρες, παιδιά, κατατρεγμένους από το τούρκικο ασκέρι. Άμα μας αγνάντευαν, αρχινούσαν τα σενιάλα να τους πάρουμε, να τους περάσουμε στα ξερονήσια του Κάλαμου. Κι έδιναν ό,τι είχαν: δαχτυλίδια διαμαντένια, ζουνάρια αξετίμωτα, μεταξωτά και λαχούρια, ό,τι άρπαξαν από τα σπίτια τους στην ώρα του φευγιού, τα 'διναν ούλα για να σωθούν από το λεπίδι, από τη σκλαβιά και την ατιμία. Δε λέω πως δεν κάναμε κι αδικιές· χωρίς αδικιά βιος δε γένεται. Το καϊκάκι μας δεν έπαιρνε πολλούς και μεις βάναμε διαλεόνα. Μπαρκάραμε πρώτα εκείνους που έδιναν τα πολλά, κι αν έμενε τόπος, μπαρκάραμε κι από τη φτώχια· είτ' αλλιώς βουλώναμε τ' αφτιά μας στα μοιρολόγια τους και κάναμε πανιά. Πολλές βολές θυμούμαι, πλάκωναν άξαφνα οι Τούρκοι και βλέπαμε τους έρμους να σκροπάνε και να γκρεμίζονται από τους βράχους στη θάλασσα για να μας φτάσουν να μας απλώνουν τα παιδιά, τους στην ώρα, που βυθιζόντουσαν στα κύματα... Μα πολλουνώνε σώσαμε τη ζωή...

- Εγώ πήρα ζωές· μα τούρκικες ζωές! Έσπειρα κουφάρια στο διάβα μου, που χορτάσανε τα πετεινά κι αντρείεψε η γη μας… Μα δεν το πήρα τ' αλλουνού το πράμα. Ό,τι πήρα το πήρα δίκαια, με το σπαθί μου!

- Κι εγώ δίκαια το πήρα. Στο Μισολόγγι...

- Έκαμες στο Μισολόγγι;

- Ναίσκε έκαμα στους δυο μπλόκους και στην έξοδο.

- Μωρέ, τι λες! Εγώ τότες ήμουνα με τον Κώστα Μπότσαρη κι ήρθαμε γυρεύοντάς σας... Μωρέ, πες μου τ' αδέρφι, πολέμησες στο πλάι του Σιαδήμα! Είδες πώς γλίτωσε ο Μακρής; πώς χάθηκαν τα γυναικόπαιδα, πώς σκοτώθηκε ο Ραζικότσικας;

Ο Ρουμελιώτης, όπως όλοι του καιρού του, έτρεφε, άλλου είδους θαυμασμό στου Μεσολογγιού την ιστορία. Έγιναν κι άλλες μεγάλες μάχες, μακελειά φριχτά στον πικρόν εκείνον εννιαχρονίτικον αγώνα· δοξαστήκανε κι άλλες πολλές φορές τα ελληνικά όπλα· μα ό,τι έγινε στο Μεσολόγγι, το νόμιζαν κάτι εξαιρετικό και κείνους, που πολέμησαν εκεί, τους πίστευαν θεούς. Τώρα εκεί που άρχιζε ν' αηδιάζει το Μοραΐτη, με μιας όλα τα λησμόνησε μπροστά στη σκέψη πως είναι αγωνιστής του Μεσολογγιού. Μα ο Λαμπρόπουλος γέλασε δυνατά.

- Τίποτσι δεν είδα· αποκρίθηκε με απάθεια. Είδα μανάχα που ήφερναν την άλλη μέρα τις Μεσολογγίτισσες αρμαθιασμένες στ' αράπικο στρατόπεδο...

- Μωρ' με τους Τούρκους ήσουνα!

- Κι αμέ; Έδινα χούφτα καπνό στους Αρβανιτάδες, χούφτ' αφιόνι στους Αραπάδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα και χούφτ' ασήμι.

- Ου να μου χαθείς! βροντοφώναξε με αηδία ο Πετρολέτσος.

- Να χαθώ; Εσύ χάθηκες, κακόρκε, με τα μυαλά που 'χες!... Τη βλέπεις τούτη την καδένα; δεύτερη δε βρίσκεται στον κόσμο. Την πήρα για μια Μισολογγιτοπούλα, που πούλησα στον πρόξενο της Αούστριας στο Τσιρίγο.

Ο Πετρολέτσος πήγαινε να φρενιάσει από θυμό. Η ξετσιπωσιά του Μοραΐτη έφερνε το αίμα στα μάτια του και δυο τρεις φορές σκέφτηκε να του στρίψει το καρύδι, για να πάψει να λέει τις ατιμίες του. Άξαφνα χωρίς λόγο, βράζοντας από γεροντικά θυμό, σήκωσε βιαστικά το δεξί μανίκι κι έδειξε στο μπράτσο του μια φοβερή σπαθιά.

- Τη βλέπεις τούτη; φώναξε φέρνοντας το στα μάτια του Μοραΐτη· είναι σπαθιά! Την πήρα στο Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη. Ήμαστε λίγοι, στα δάχτυλα, όπως πάντα, κι οι Τούρκοι άμετροι. Με την πρώτη μπαταριά σκοτώνετ' ο Μπαϊραχτάρης: - «Πετρολέτσο, δικό σου!» φωνάζει ο καπετάνος, με τον κόκκινο ντουλαμά του λάμποντας σαν Αϊ Γιώργης απάνω στ' άλογό του. Με το λόγο τ' άρπαξα κιόλας. Μας έμπλεξαν εκεί, μας ζώσανε απ' ολούθε, μας στρίμωξαν σε μια φράχτη, μας πήραν τις πλάτες... Κολύμπησα στα αίματα, μα το γλύτωσα το μπαϊράκι...

- Και τι απόχτησες; Πού είναι το σπίτι σου; Πού είν' οι γονιοί σου, πού είν' η φαμίλια σου;… Δε χάφτω μύγες εγώ, ακούς! Δε χάφτω μύγες!... Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισα φορτωμένος εδώ. Μάζωξα, τους γονιούς μου από τα Καλύβια και τους έβαλα αφεντάδες. Την αδερφή μου τη Ρήνη - θυμάσαι που της έκανες τα γλυκά μάτια κι έλεγα να σε κάμω γαμπρό; - την πάντρεψα με τιμές και δόξες και ζει αρχοντικά στον Πέλεκα. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα μια κοντέσα. Ετούτο το σπίτι δικό μου είναι και τ' άλλο στα Μουράγια δικό μου και στη Σπιανάδα το ψηλό πάλε δικό μου. Εκείνος ο σαράφης είναι γιος μου, ο Νικολάκης· ακούς πώς παίζει τα τάλαρα στο χέρι σαν να παίζει κομπολόι; Τον άλλο, το δικηγόρο θαν τον κάνουμε βουλευτή· ετούτο το μαγαζί το κρατεί ο μικρότερος. Το μεγάλο λιοτρίβι στη Γαρίτσα· ένα λιοστάσι στους Άγιους Δέκα, μια περβόλα στον Ποταμό, όλα δικά μου!...

Ο Ρουμελιώτης χολοταράχτηκε. Στην ορμητική κουβέντα του φίλου του είδε να συνεπαίρνονται όλα του τα αισθήματα, όπως κάτω από το κατρακύλημα του νερού ξεριζώνονται και τρίβονται και αφανίζονται τα δροσερά πολυτρίχια του βράχου. Και στη θέση τους ένιωσε να φυτρώσει και να τον ενοχλεί μια απορία πρωτόφαντη. Να αυτός, να κι ο φίλος του. Εκείνος αναπαύεται στους κόπους της νιότης του, τιμημένος από τον κόσμο, ευλογημένος από τους γονέους του, αγαπημένος από τους συγγενείς του. Προσμένει το θάνατο ήσυχος. Χέρια παιδιών θα του κλείσουν τα μάτια· μύριοι θα συναχτούν γύρω στο λείψανό του, να τον κλάψουν ειλικρινά και να βλογήσουν τη μνήμη του. Κι αυτός, που δεν αφιέρωσε ούτε ώρα της μακρινής ζωής του στη φροντίδα του εαυτού του, γυρίζει τώρα δίχως το τίποτε, περιφρονημένος από τον κόσμο, καταραμένος, βέβαια, από τους γονέους του, απορριμμένος από τους συγγενείς του. Και όταν κλείσει τα μάτια, θα πάει σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Ποιος λοιπόν είναι ο ίσος δρόμος, Θεέ μου!

Άξαφνα ο ερεθισμένος του λογισμός ύφανε εμπρός του εικόνα ολοζώντανη. Μια ασπροφόρα, με κορμί και πρόσωπο αγγελοκάμωτο, στεκότανε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Γύρω στη φωτιά λίγος, μα εκλεχτός κόσμος ερχόταν κι έριχνε μέσα πλούτη, ονόματα, γονέους, παιδιά, αδέρφια· αγάπες, πόθους, όνειρα, φιλοδοξίες, πάθη. Η φωτιά τ' άρπαζε όλα, τα κατάπινε σαν φάρυγγας θεριού. Και η παρθένα με το πλάνο της χαμόγελο και το αυστηρό της βλέμμα, τους ζητούσε κι άλλα, «κι άλλα!» τους φώναζε πεισματάρα, απαιτητική, αχόρταγη. Και κείνοι, αφού έριχναν ό,τι κι αν είχαν μέσα, δίχως πίκρα, δίχως θυμό, έπεφταν τέλος κι οι ίδιοι και χάνονταν εκεί, όπως έσβησε και χώνεψε πριν κάθε χαρά τους και κάθε τους απόχτημα. Και κάτι του έλεγε μυστικά πως η παρθένα, η λάμια η αχόρταγη, ήταν η Πατρίδα. Ανυπόμονα έριξε τα μάτια περίγυρα να έβρει την ελπίδα, την ανταπόδοση να βρει σε κείνο τ ολοκαύτωμα· τίποτα!

- Έχεις δίκιο... δίκιο έχεις! εψιθύρισε με δακρυσμένα μάτια, με στήθος βαρύ, λες και καθότανε η Μόρα απάνω του.

Μα σύγκαιρα είδε την κόρη να τον κοιτάζει κατάματα και με το χέρι της να δείχνει μακριά. Γύρισε εκεί ο Πετρολέτσος κι είδε μια χώρα μεγάλη. Και μάντεψε αμέσως πως ήταν η Ελλάδα, ελεύθερη πέρα πέρα, δοξασμένη, λαμπροφώτιστη. Είχε πρωτεύουσα της την Πόλη την φτάλοφη και λατρευτό ναό της την Αγιασοφιά. Του Κωνσταντίνου τον τάφο άγιο λείψανο και των κλεφτών τ' αρμούτια φυλαχτάρια της. Και ήταν ο στρατός της τρόμος της γης και φρίκη της θάλασσας ο χιλιάρμενος στόλος της και δόξα της Δημιουργίας ο λαός της, ο ημίθεος! Μονώρας ένιωσε μια μυλόπετρα να κυλά από πάνω του· τα πύρινά του αισθήματα τ' απείκασε να χύνονται πάλι και να ξανάφτουν το αίμα του. Να τη λοιπόν την ελπίδα και την ανταπόδοση!... Πήδησε αγέρωχος, αυστηρός, όπως την ώρα που στο Κερατσίνι αγωνιζότανε με τους οχτρούς για το μπαϊράκι και στο «τι απόχτησες» που του πρόβαλε μ' επιμονή ο Μοραΐτης,

- Την Πατρίδα μου! φώναξε χτυπώντας τα στήθη του δυνατά.

Ο Λαμπρόπουλος στην απροσδόκητη απάντηση έμεινε άλαλος. Ο Πετρολέτσος φαντάστηκε να στείλει και δεύτερη μπαταριά, να σαρώσει τα κακομοιριασμένα λείψανα του οχτρού. Με φωνή μεγάλη, αφεντική, σαν να μιλούσε από μέρος όλου του λαού του Εικοσιένα, του αδικημένου και αμνημόνευτου, ξαναφώναξε πιο δυνατά.

- Ναι· έκαμα την Πατρίδα μου!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Πατρίδα Karkavitsas|Andreas|The|Homeland La patria - Andreas Karkavitsas Karkavitsas, Andreas - The Homeland

Στη Ρούμελ' είναι η λεβεντιά In|Roumeli|is|the|bravery In Roumeli is the bravery

και στο Μοριά είν' η γνώση, and|in|Morea|is|the|knowledge and in Morias is the knowledge,

- Μωρ' εσύ 'σαι, Πέτρο; foolish|you|are|Peter - Is that you, Petros?

- Γιωργάκη, εσύ! little George|you - Georgakis, you!

Και με το σπιθοβόλημα των ματιών, που έδειχνε την ελπίδα της ψυχής· με την αποφασιστική ροπή, που φανέρωνε την ανυπομονησία των νεύρων· με το τρεμούλιασμα της φωνής, που πρόδινε της σάρκας τη συγκίνηση, άνοιξαν οργιές τα χέρια και ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας τ' αλλουνού. And|with|the|sparkle|of|eyes|that|showed|the|hope|of the|soul|with|the|decisive|inclination|that|revealed|the|impatience|of the|nerves|with|the|trembling|of the|voice|that|betrayed|of the|flesh|the|emotion|opened||the|hands|and|threw themselves|into the|embrace|the|one|of the|other And with the sparkle in their eyes, which showed the hope of the soul; with the determined inclination, which revealed the impatience of the nerves; with the trembling of the voice, which betrayed the emotion of the flesh, their arms opened in fury and they threw themselves into each other's embrace. Και από τον τόσο λαό, που περνοδιάβαινε έξω στο λιθοστρωμένο δρόμο της Σπηλιάς: τους Εβραίους, που ξυπόλυτοι κουβαλούσανε τ' ασκιά από τα Τελωνείο· του ψωμά και του μανάβη και του κουρέα, που έκραζαν με ξεφωνητά τους πελάτες· του σαράφη, που μπροστά στο τραπεζάκι του έπαιζε τα τάλιρα, βασανίζοντας με τον ήχο και τη λαμπρότη τους τον αντικρινό μπαλωματή, κανείς ούτε πρόσεξε, ούτε ήταν ικανός να αισθανθεί τη λαχτάρα, που είχαν στο αγκάλιασμά τους οι δυο φίλοι. And|from|the|so much|people|who|passed by|outside|on the|paved|road|of the|Cave|the|Jews|who|barefoot|carried|the|sacks|from|the|Customs|of the|baker|and|of the|greengrocer|and|of the|barber|who|shouted|with|loud cries|the|customers|of the|money changer|who|in front|at the|small table|of the|played|the|talers|tormenting|with|the|sound|and|the|brightness|their|the|opposite|tailor|no one|nor|noticed|nor|was|able|to|feel|the|longing|that|had|in the|embrace|their|the|two|friends And from the crowd that passed by on the cobbled street of Spilia: the Jews, who barefoot carried the bags from the Customs; the baker, the greengrocer, and the barber, who shouted at their customers; the moneylender, who in front of his little table played with the coins, tormenting the nearby patcher with their sound and brightness, no one noticed, nor was anyone capable of feeling the longing that the two friends had in their embrace.

Εδώ και πέντε λεφτά πριν ο ένας δε γνώριζε τον άλλον. Here|and|five|minutes|before|the|one|not|knew|the|other Just five minutes ago, one did not know the other. Ο Γιωργάκης Λαμπρόπουλος καθότανε ανάμεσα στις πραμάτειες του, στα στρώματα και τα σκοινιά, τις στοίβες των κεφαλοτυριών και τους σωρούς των γυαλικών, τους ώμους στηρίζοντας στην κάσα του, το κεφάλι μισογυρισμένο, τα μάτια μισοκλεισμένα, κάτω από την πλέχτρα των σκόρδων και του κεράτου, σαν πολεμιστής ανάμεσα στις δάφνες της νίκης του, κάτω από την αγαπημένη του σημαία. The|Georgakis|Lampropoulos|was sitting|between|in the|goods|his|on the|mattresses|and|the|ropes|the|stacks|of the|head cheeses|and|the|piles|of the|glassware|his|shoulders|supporting|on the|frame|his|the|head|half-turned|the|eyes|half-closed|under|from|the|mesh|of the|garlic|and|of the|horn|like|warrior|among|in the|laurels|of the|victory|his|under|from|the|beloved|his|flag Little George Lampropoulos was sitting among his goods, among the mattresses and ropes, the stacks of cheese and the piles of glassware, resting his shoulders on the counter, his head tilted, his eyes half-closed, under the mesh of garlic and horn, like a warrior among the laurels of his victory, under his beloved flag. Καθώς όμως πάτησε στο κατώφλι ο Πετρολέτσος ψηλός, λεβεντόκορμος, ξεσκλιάρης μα μεγαλόπρεπος, ζητώντας ένα όβολο τυρί να κολατσίσει, σαν να πλάκωσε ο ίσκιος του τον μπακάλη, σήκωσε το κεφάλι και η φωνή συγκλόνισε για μιας τ' αποκαρωμένα νεύρα του. As|but|stepped|on|threshold|the|Petroletsos|tall|strong|unshackled|but|majestic|asking|a|small piece|cheese|to|snack|as|to|crushed|the|shadow|his|the|grocer|raised|the|head|and|the|voice|shook|for|a|the|exhausted|nerves|his However, as Petroletsos stepped onto the threshold, tall, handsome, rugged yet majestic, asking for a penny's worth of cheese to snack on, it was as if his shadow fell upon the grocer, he lifted his head and his voice shook his frayed nerves. Σαν αστραπή πέρασε στο νου του η υποψία πως κάπου τ' απάντησε το πρόσωπο εκείνο, κάπου την άκουσε κείνη τη φωνή, πως τ' αγάπησε άλλοτε κείνο το κορμί. Like|lightning|passed|in|mind|his|the|suspicion|that|somewhere|it|answered|the|person|that|somewhere|her|heard|that|the|voice|that|it|loved|once|that|the|body Like a flash, the suspicion crossed his mind that he had seen that face somewhere, that he had heard that voice somewhere, that he had once loved that body. Η φαντασία του άρχισε να πλέκει την κλωνά της φωτεινή στα περασμένα, παντού ψηλαφώντας και πασπατεύοντας, στα κλώσματα και τα παραστρατίσματα της εβδομηντάρικης ζωής του. The|imagination|his|began|to|weave|the|branch|of|bright|in the|past|everywhere|feeling|and|touching|in the|fragments|and|the|deviations|of|seventy-year-old|life|his His imagination began to weave its bright thread into the past, everywhere groping and touching, in the twists and turns of his seventy-year life. Νεκρούς ξέθαψε από τα μνήματα, ξανάνιωσε γερόντους, έσυρε σε λύπες και σε χαρές, σε φιλίες και σ' έχθρητες, σε γάμους και σε νεκροπομπές. The dead|he unearthed|from|the|graves|he rejuvenated|old men|he dragged|into|sorrows|and|into|joys|into|friendships|and|into|enemies|into|weddings|and|into|funerals He unearthed the dead from their graves, rejuvenated the old, dragged them into sorrows and joys, into friendships and enmities, into weddings and funerals. Μα δεν κατόρθωσε άλλο παρά να ζαλιστεί και να πονέσει· για τα χρόνια που έφυγαν, για τα παθήματα που τον ήβραν. But|not|managed|anything else|except|to|become dizzy|and|to|feel pain|for|the|years|that|passed|for|the|sufferings|that|him|found But he achieved nothing but to become dizzy and to hurt; for the years that have passed, for the sufferings that found him. Άξαφνα πέταξε μπροστά του ξανθομούστακος και γαλανομάτης παλικαράς, ο Πετρολέτσος, ο φίλος του, ο αδερφός του! Suddenly|jumped|in front of|him|blond-mustached|and|blue-eyed|young man|the|Petroletsos|the|friend|his|the|brother|his Suddenly, a blond-moustached and blue-eyed young man appeared before him, Petrolezzo, his friend, his brother! Και τώρα ανάμεσα στο μαγαζί οι δυο φίλοι, ψαρομάλληδες, σαρακοφαγωμένοι, σφιχταγκαλιάζονται και γλυκοφιλιώνται με τα δάκρυα βροχή στα μάτια. And|now|between|in the|shop|the|two|friends|fish-haired|eaten by hunger|hug tightly|and|kiss sweetly|with|the|tears|rain|in the|eyes And now, in the middle of the shop, the two friends, with fishy hair, emaciated, embrace tightly and kiss sweetly with tears raining in their eyes.

- Μωρ' εσύ 'σαι, Πέτρο; foolish|you|are|Peter - Hey, is that you, Peter?

- Γιωργάκη, εσύ! Georgaki|you - Georgakis, it's you!

Τέλος χωριστήκανε κι ο ένας κοίταξε τον άλλον με περιέργεια. Finally|they separated|and|the|one|looked|the|other|with|curiosity Finally, they separated and looked at each other with curiosity. Μεγάλη απορία ζωγραφήθηκε στα πρόσωπά τους, σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν πως έγινε κι από τα σπαρταριστά νιάτα γκρεμίστηκαν για μιας στ' άχαρα γεράματα. Great|confusion|was painted|on their|faces|their|as|to|not|could|to|understand|how|it happened|and|from|the|vibrant|youth|were brought down|for|a|in the|dreary|old age A great wonder was painted on their faces, as if they couldn't understand how it happened that from vibrant youth they had suddenly fallen into awkward old age.

- Καημένε, γεράσαμε! Poor thing|we grew old - Poor thing, we have grown old! είπε αργοκουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. said|slowly shaking|the|head|the|Lampropoulos said Lampropoulos, shaking his head slowly.

- Γεράσαμε κι αλλάξαμε! We grew old|and|we changed - We have grown old and changed! πρόσθεσε ο Πετρολέτσος πικραμένος. added|the|Petroletsos|saddened added Petroletsos, bitterly. Σωστός Κορφιάτης μου φαίνεσαι. Correct|person from Corfu|to me|you seem You seem to be a true Corfiot.

Και σφουγγίζοντας με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά του, κοίταζε και ξανακοίταζε το φίλο του, σαν να ζητούσε κάτω από το βαρύ εκείνο σώμα, το στρογγυλό κεφάλι, τα κρεμαστά φρεσκοξουρισμένα μάγουλα, και τον παχύ λαιμό, το λυγερό παλιό του σύντροφο· σαν να ζητούσε κάτω από την υγρή και σουρτή μιλιά ν ακούσει τους στρογγυλούς μοραΐτικους ήχους· σαν να ήθελε να ιδεί τον αλαφρό αέρα του κορμιού και των ματιών το σπιθοβόλημα και το διαβολικό γοργοπαίξιμο του προσώπου, κάτω από το νυσταγμένο πρόσωπο ενού Κορφιάτη νοικοκύρη. And|wiping|with|the|sleeve|the|tears|his|was looking|and|was looking again|the|friend|his|as|to|was seeking|under|from|the|heavy|that|body|the|round|head|the|hanging|freshly shaven|cheeks|and|the|thick|neck|the|slender|old|his|companion|as|to|was seeking|under|from|the|wet|and|slurred|speech|to|hear|the|round|Moraitic|sounds|as|to|wanted|to|see|the|light|air|of the|body|and|of the|eyes|the|sparkle|and|the|devilish|quickness|of the|face|under|from|the|drowsy|face||Corfiot|householder And while wiping his tears with the sleeve of his shirt, he kept looking at his friend, as if searching beneath that heavy body, the round head, the drooping freshly shaved cheeks, and the thick neck, for his slender old companion; as if he wanted to hear the round Moraitic sounds beneath the wet and slurred speech; as if he wanted to see the lightness of the body and the sparkle of the eyes and the devilish quickness of the face, beneath the drowsy face of a Corfiot householder.

- Μωρ εσύ 'σαι ο Γιώργος, που τα 'βαλες μ' όλους τους κοντοστάμπελους στην Οβριακή! hey|you|are|the|George|who|them|put|with me|all|the|short-statured|in the|Ovria - Hey, you are George, who had a run-in with all the short-statured ones at the Obrian! φώναζε δυσκολόπιστος. shouted|skeptical he shouted, incredulous.

Ήρθε στο νου του άξαφνα η πρώτη φορά, που γνωριστήκανε μέσα στη Οβριακή, στο φοβερό καυγά. It came|to|mind|his|suddenly|the|first|time|when|they met|inside|in|Obrian|in|terrible|fight Suddenly, the first time they met came to his mind, inside the Ovria, during the terrible fight. Ο Πετρολέτσος από μικρός στο νησί, όταν ο πατέρας του πέρασε συφάμελος από τ' Αργυρόκαστρο, φεύγοντας τη λύσσα του Αληπασά· ο Λαμπρόπουλος φευγάτος από τον Κάμπο της Γαστούνης για να γλυτώσει από τους μαχαιράδες του δημογέροντα, ήταν αδύνατο να γνωριστούν στον ξένον τόπο, που τον έσφιγγε και κείνον τον Σουλτάν Θωμά η αλύγιστη παλάμη. The|Petroletsos|from|young|on|island|when|the|father|his|passed|together with his family|from|the|Argyrokastro|leaving|the|madness|of|Ali Pasha|the|Lampropoulos|fleeing|from|the|Plain|of|Gastouni|to|to||||||||||meet|in the|foreign|place|where|him|squeezed|and|him|the|Sultan|Thomas|the|unyielding|hand Petroletsos, from a young age on the island, when his father passed through the Agryrokastro, fleeing the madness of Ali Pasha; Lambropoulos, escaping from the Kambos of Gastouni to avoid the knife-wielders of the village elder, it was impossible for them to meet in the foreign place, which was also tightening the unyielding hand of Sultan Thomas. Μα όσα φέρν' η ώρα δεν τα φέρνει όλος ο χρόνος. But|whatever|brings|the|hour|not|them|brings|all|the|time But what the hour brings, the whole time does not. Ο Μοραΐτης στον καυγά εκείνο έδειξε φοβερή παλικαριά. The|Moraitis|in the|fight|that|showed|tremendous|bravery The Moraitis showed tremendous bravery in that fight. Ξαρμάτωτος, μ' ένα πόδι σκαμνιού στο χέρι ρίχτηκε στην αρματωμένη εξουσία, άνοιξε κεφάλια, τσάκισε κόκαλα και τέλος τους σκόρπισε όλους. Unarmed|with|one|leg|of a stool|in|hand|he threw himself|at the|armed|authority|he opened|heads|he crushed|bones|and|finally|them|he scattered|all Unarmed, with a stool leg in hand, he threw himself at the armed authority, opened heads, broke bones, and finally scattered them all. Ο Ρουμελιώτης από φυσικό του σεβασμό στην παλικαριά, έκρυψε το Μοραΐτη στο μαγαζί του, χωρίς να συλλογιστεί πως αν τον έβρισκαν, θα στέλνανε και κείνον στην κρεμάλα. The|Roumeliotis|out of|natural|his|respect|to the|bravery|hid|the|Moraitis|in the|shop|his|without|to|think|that|if|him|found|would|send|also|him|to the|gallows The Roumeliotis, out of his natural respect for bravery, hid the Moraitis in his shop, without considering that if they found him, they would send him to the gallows too. Κατόρθωσαν όμως να μην ανακαλυφτούν κι έμειναν αιματωμένοι οι κοντοστάμπελοι και φίλοι αχώριστοι οι δυο νέοι. They managed|however|to|not|be discovered|and|they remained|bloodied|the|short-statured|and|friends|inseparable|the|two|young men However, they managed to remain undiscovered, and the bloodied short-statured men and the inseparable friends, the two young men, stayed together. Μα τώρα πώς μπορούσε να πιστέψει ο Πετρολέτσος ότι το πιθάρι που κάθεται μπροστά του είναι κείνος ο παλικαράς; Και πάντα ίδιος, όπως στα νιάτα και στα γεράματα, ετοιμάζεται να σωριάσει θαυμαστικά για το ανδραγάθημα εκείνο. But|now|how|could|to|believe|the|Petroletsos|that|the|jar|that|sits|in front of|him|is|that|the|brave man|And|always|the same|as|in|youth|and|in|old age|prepares|to|throw down|exclamations|for|the|feat|that But now how could Petroletsos believe that the jar sitting in front of him is that brave man? And always the same, as in youth and old age, he prepares to shower wonders for that heroic deed. Η παλικαριά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παλιώνει. The|bravery|as many|years|and|if|pass|not|grows old Bravery does not age no matter how many years pass.

Μα ο Λαμπρόπουλος του έκοψε τη φόρα: But|the|Lampropoulos|to him|cut|the|momentum But Lampropoulos cut him off:

- Άσ' τα τώρα, περάσανε· είπε. Let go of|them|now|they have passed|he/she said - Leave it now, it's in the past; he said. Παλαβομάρες παιδιάτικες· όλο παλαβομάρες!... nonsense|childish|all|nonsense Childish nonsense; all childish nonsense!... Και συ πως βρίσκεται; τι γένεσαι; And|you|how|are doing|what|becoming And how are you? What are you up to?

- Α! Ah - Ah! είπε με αδιαφορία μεγάλη· βουκόλος γυρίζω... Αμ' εσύ; he said|with|indifference|great|herdsman|I return|but|you he said with great indifference; I'm just wandering around... And you?

- Έχω τάλαρα!... I have|dollars - I have dollars!...

- Τι λες! What|do you say - What do you say! αλήθεια; φώναξε ο Πετρολέτσος με χαρά. really|shouted|the|Petroletsos|with|joy Really? shouted Petroletsos with joy. Μπράβο! Well done Well done! Μα πώς, μωρ' αδερφέ, πώς!... but|how|oh|brother| But how, my brother, how!...

- Πώς; με αγώνες και κόπους... Για φαντάσου πόσα χρόνια είναι που χωρίσαμε! How|with|struggles|and|efforts|Just|imagine|how many|years|it is|that|we separated - How? With struggles and efforts... Just imagine how many years it has been since we separated!

- Θυμάμαι και γω!... I remember|and| - I remember too!... Σαν έφυγα για τον πόλεμο εσύ πουλούσες σαπούνι στα καντούνια. When|I left|for|the|war|you|were selling|soap|in the|alleys When I left for the war, you were selling soap in the alleys.

- Τι καλά που δε σε άκουσα να έρθω μαζί σου! how|good|that|not|you|heard|to|come|together|you - How good it was that I didn't hear you to come with you! Τι απόχτησες με τα τρεχάματά σου; Πες μου έχεις τίποτσι; What|have you gained|with|the|running around|your|Tell|me|you have|anything What have you gained from your running around? Tell me, do you have anything?

- Μπα· ό,τι φορώ κλέφτη δε φοβάμαι. well||I wear|thief|not|I fear - Nah, whatever I wear, I’m not afraid of thieves.

Και μ' ένα βεργολύγισμα περήφανο, που δε θα το έκανε χρυσοφορεμένο βασιλόπουλο, έδειξε ο Ρουμελιώτης τα τρυπημένα του γουρνοτσάρουχα, τις ξηλωμένες κάλτσες του, τη λερή και ξεσκλισμένη φουστανέλα του τα ξεφτισμένα μεϊντανογέλεκα και το λιγδωμένο φέσι του. And|with|a|proud gesture|proud|that|not|would|it|did|gold-adorned|prince|showed|the|Rumeiliot|the|pierced|his|pigskin shoes|the|unraveled|socks|his|the|dirty|and|worn out|traditional skirt|his|the|faded|parsley vests|and|the|greasy|fez|his And with a proud swagger, which even a gold-clad prince wouldn’t have, the man from Roumeli showed his pierced pigskin shoes, his torn socks, his dirty and tattered foustanella, his faded parsley-colored vest, and his greasy fez. Έδειξε ακόμη στη μέση του το σιλάχι μαύρο, καταζαρωμένο, με το ξύγκι απάνω του σαν λέπια ψαριού, με το μαυρομάνικο λάζο μέσα και δυο τρεις αλυσίδες, που βαστούσανε δεξιά τον ασημοσουγιά κι ένα λουρί μισολιωμένο αριστερά με τρεις τοκάδες - μοναχή αρματωσιά και στολίδια του. He showed|also|at|waist|his|the|knife|black|worn out|with|the|grease|on|it|like|scales|fish|with|the|black-sleeved||inside|and|two|three|chains|that|held|right|the|silver knife|and|a|strap|half-worn|left|with|three|buckles|only|equipment|and|ornaments|his He also showed at his waist the black silakhi, all wrinkled, with the fat on it like fish scales, with the black-sleeved lazou inside and two or three chains, which held on the right the silver knife and on the left a half-melted strap with three buckles - his only gear and adornments.

- Και βαστιόσουνα καλά σαν έφυγες· είπε κουνώντας τα κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. And|you were holding up|well|when|you left|he said|shaking|the|head|the|Lampropoulos - And you were holding up well when you left; said Lampropoulos, shaking his head. Το ψωμάδικό σου στην Πόρτα Ριάλα έκανε δουλειά· είχες ούλη την Οβριακή απάνου σου. The|bakery|your|at the|Porta|Rialto|did|business|you had|all|the|Jewish|above|your Your bakery at Porta Riala was doing well; you had all the Jewish community behind you. Αν βάσταγες κεφάλι, τώρα θα είχες μηχανές και θα τάιζες ούλη τη χώρα. If|you had carried|head|now|would|you would have|machines|and|||all|the|country If you had kept your head, now you would have machines and would be feeding the whole country. Ψεσινός άθρωπος ο Μεϊντάνης κι έχει εκατομμύριο!... Pseudonymous|man|the|Meintanis|and|has|million A miserable man, Meintanis, and he has a million!...

- Και δε θα 'χανα τους γονιούς μου!... And|not|||the|parents|my - And I wouldn't have lost my parents!... πρόσθεσε ο Πετρολέτσος, στυλώνοντας το βλέμμα στον κούφιον αέρα, σαν να διάβαζε τα περασμένα. added|the|Petroletsos|fixing|the|gaze|in the|hollow|air|as|to|read|the|past events added Petroletsos, fixing his gaze on the hollow air, as if he were reading the past.

- Οι γονιοί σου! The|parents|your - Your parents! φώναξε ο Λαμπρόπουλος, Οι γονιοί σου! shouted|the|Lampropoulos|Your|parents| shouted Lampropoulos, Your parents! Διακονιά βγήκανε! Diakonia|they came out The deacon has come out! Το ξέρεις που βγήκαν διακονιά!... The|you know|where|they came out|service Do you know where the deacon has come out from!... Ακούς ο Πετρολέτσος διακονιά! You hear|the|Petroletsos|diakonia You hear, Petroletsos, the deacon! Ακούς η βαφτισιμιά του Τζαβέλλα διακονιά!... Do you hear|the|goddaughter|of|Javella|service You hear, the goddaughter of Javella, the deacon!... Και στο τέλος ο πατέρας σου γύριζε παλαβός στο Μαντούκι, μπαίγνιο του κόσμου κι η μάνα σου έπεσε στη Γαρίτσα και πνίγηκε... And|at|the end|the|father|your|would return|crazy|at|Mandouki|plaything|of|the world|and|the|mother|your|fell|in the|Garitsa|and|drowned And in the end, your father went crazy in Mandouki, a plaything of the world, and your mother fell into Garitsa and drowned...

- Σώπα για όνομα Θεού! Be quiet|for|the name|of God - Be quiet for God's sake! σώπα!... be quiet be quiet!... είπε ο Πετρολέτσος, κουνώντας τα χέρια και γυρίζοντας τα μάτια, λες κι ήθελε να διώξει φοβερό φάντασμα. said|the|Petroletsos|waving|the|hands|and|rolling|the|eyes|as if|and|wanted|to|drive away|terrible|ghost said Petroletsos, waving his hands and rolling his eyes, as if he wanted to drive away a terrible ghost.

Μα ο Μοραΐτης, σα να τον έπιασε ο πειρασμός εκείνος της φυλής του να γελάσει με την απελπισία του άλλου, να φανεί πως είναι έξυπνος, πως όλα με την τσαχπινιά του τα καταφέρνει και πως οι άλλοι χαντακώνονται σε φαντασίες μόνον, άρχισε με περισσότερο θυμό: But|the|Moraitis|as|to|him|caught|the|temptation|that|of|tribe|his|to|laugh|at|the|despair|of|another|to|seem|that|is|smart|that|everything|with|the|cleverness|his|them|manages|and|that|the|others|get bogged down|in|fantasies|only|began|with|more|anger But Moraitis, as if he was caught by that temptation of his tribe to laugh at the despair of the other, to seem clever, to manage everything with his cunning, and that others are just getting bogged down in fantasies, began with more anger:

- Τι τσώπα, μωρέ, τι τσώπα! What|do you care|hey|what|do you care - What are you mumbling about, huh, what are you mumbling about! Ά δα δε σου τα 'λεγα, ο κακόρκος, από τότες: - Μωρέ, κάτσε και τήρα τη δουλειά σου! Ah|I told|not|to you|it|I was saying|the|unfortunate one|from||Hey|sit|and|mind|your|work|your Ah, didn't I tell you, poor thing, since then: - Hey, sit down and mind your own business! Καλά καθόμαστε δω· λευτεριά έχουμε με τσ' Εγγλέζους. Well|we sit|here|freedom|we have|with|the|Englishmen We're fine sitting here; we have freedom with the English.

- Μα τ' αδέρφια μας ... η Πατρίδα... But|the|siblings|our|the|Homeland - But our brothers ... the Homeland...

- Τι Πατρίδα; Πού σε είδε σένα η Πατρίδα; Πού την ξέρεις; Τάισε τσου γονιούς σου που πείνασαν;... Εσένα σε τάισε!... What|Homeland|Where|you|saw|you|the|Homeland|Where|it|know|Fed|your|parents|your|who|starved|You|you|fed - What Homeland? Where has the Homeland seen you? Where do you know it from? Did it feed your parents who starved? ... It fed you!... Μα να ειπείς ήταν και το μυαλό - παιδιάτικο μυαλό! But|to|say|was|and|the|mind|childish|mind But to say it was also the mind - a childish mind! Πρόσθεσε μαλακότερα ο Μοραΐτης. Add|softer|the|Moraitis The Moraitis added more softly. Να, εγώ που σου μιλώ έτσι, δε μπήκα στο καράβι με τσου Παργινούς να κατεβώ στη φωτιά; Here|I|who|to you|speak|like this|not|I boarded|on the|ship|with|the|people from Parga|to|go down|to the|fire Look, I who am speaking to you like this, did I not get on the ship with the people from Parga to go down to the fire?

- Α! Ah - Ah! έκαμε ο Πετρολέτσος, κοιτάζοντας το φίλο του κατάματα, σαν να έλεγε: Βλέπεις; Δεν έχω άδικο· η πατρίδα πάντα πατρίδα είναι· πονιέται!... did|the|Petroletsos|looking|the|friend|his|in the eye|as|to|was saying|You see|Not|I have|wrong|the|homeland|always|homeland|is|suffers said Petroletsos, looking his friend in the eyes, as if to say: You see? I am not wrong; the homeland is always the homeland; it hurts!...

- Ναίσκε· εξακολούθησε κείνος χωρίς να τον προσέξει· πήγε τότενες ο Κυριακούλης να βαρέσει τσι Αρβανιτάδες στο Φανάρι και πήγαμε να τσου δώκουμε βοήθεια. Yes|he continued|he|without|to|him|notice|he went|then|the|Kyriakoulis|to|hit|the|Arvanites|at|Fanari|and|we went|to|them|give|help - Yes; continued that one without noticing him; then Kyriakoulis went to hit the Arvanites at the Lantern and we went to give them help. Μα ώστε να φτάσουμε κει τελείωσε ο πόλεμος. But|so|to|we reach|there|ended|the|war But in order to get there, the war was over. Οι Μανιάτες με το λείψανο του Κυριακούλη κατεβήκανε στο Μισολόγγι κι οι Αρβανιτάδες αφέντευαν σ' όλο το περγιάλι. The|Maniots|with|the|relic|of|Kyriakoulis|descended|to|Missolonghi|and|the|Arvanites|ruled|in|all|the|region The Maniots went down to Missolonghi with the relic of Kyriakoulis, and the Arvanites ruled over the entire region. Τότενες οι Παργινοί είπαν να κατέβουμε στο Μισολόγγι· μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήμουν για πόλεμο και πέρασα ολονυχτίς στσου Παξούς. Then|the|people of Parga|said|to|descend|to|Missolonghi|but|I|understood|that|not|was|for|war|and|spent||in the|Paxos Then the Parginians said we should go down to Missolonghi; but I realized that I was not cut out for war and spent the whole night in Paxos. Από τότενες ήβρα την τύχη μου... From||I found|my|luck|my Since then, I found my fortune...

- Τότε που λες έκανα και γω τον πρώτο μου πόλεμο· τον έκοψε ο Ρουμελιώτης. Then|when|you say|I did|and||the|first|my|war|him|cut|the|Roumeliotis - Back then, I also fought my first war; it was cut short by the Roumeliote. Βαρέσαμε τους Τούρκους στο Μοριά. We defeated|the|Turks|in the|Morea We struck the Turks in the Morea. Ήταν άμετρη Τουρκιά και λιγοστοί εμείς, μα διαλεγμένοι. It was|countless|Turks|and|few|we|but|chosen There were countless Turks and we were few, but we were chosen. Βαστάξανε καλά οι οχτροί, στο τέλος τσακίσανε... Όρε, μάτια μου, θέρο που στον κάναμε! They held out|well|the|enemies|in the|end|they broke|Oh|eyes|my|summer|that|to us|we did The enemies held out well, but in the end, they were crushed... Oh, my eyes, what a harvest we made!

Κι έριξε τα μάτια του μακριά πύρινα, λες κι ήθελε να φωτίσει τα περασμένα. And|he cast|the|eyes|his|far|fiery|as if|and|he wanted|to|illuminate|the|pasts And he cast his fiery eyes far away, as if he wanted to illuminate the past. Είχε τα δασά του φρύδια σμιχτά· έσκαζε το ρουθούνι σαν να μυριζότανε τη μπαρούτη της μάχης· κουνούσε τα χέρια σαν να έδινε ζερβόδεξα σπαθιές θανατοφόρες κι έβλεπε τώρα να φεύγουν τους οχτρούς και νικήτριες την Πίστη και την Πατρίδα. He had|the|thick|his|eyebrows|knitted|he would burst|the|nostril|as|to|smelled|the|gunpowder|of|battle|he would wave|the|hands|as|to|he would give|left and right|sword strikes|deadly|and|he saw|now|to|flee|the|enemies|and|victorious|the|Faith|and|the|Fatherland He had thick bushy eyebrows; his nostrils flared as if he were smelling the gunpowder of battle; he waved his hands as if delivering deadly sword strikes left and right and now saw the enemies fleeing, with Faith and Homeland victorious. Τα λόγια του φίλου του, το Φανάρι, ο Κυριακούλης, οι Αρβανίτες, λόγια αλησμόνητα στη ζωή του, γιατ' ήταν της ζωής του τ' όνειρο, στέγνωσαν ευθύς τα δάκρυά του, έδιωξαν από τα φυλλοκάρδια του το φαρμάκι και τον φέρανε πάλι στην πρώτη του θέση, που δεν ήθελε ν' αφήσει παρά νεκρός. The|words|of|friend|his|the|Fanari|the|Kyriakoulis|the|Arvanites|words|unforgettable|in|life|his|because|were|of|life|his|the|dream|dried|immediately|the|tears|his|drove away|from|the|heart|his|the|poison|and|him|brought|again|to the|first|his|position|that|not|wanted|to|leave|except|dead The words of his friend, the Lantern, Kyriakoulis, the Arvanites, unforgettable words in his life, for they were the dream of his life, immediately dried his tears, drove the poison from his heart, and brought him back to his original position, which he did not want to leave except dead.

Μα ο Λαμπρόπουλος, κλωθογυρίζοντας κι αυτός στα περασμένα, περήφανος για το κατόρθωμά του, εξακολούθησε χωρίς να τον προσέξει. But|the|Lampropoulos|turning around|and|he|in the|past|proud|for|the|achievement|his|continued|without|to|him|notice But Lampropoulos, also turning back to the past, proud of his achievement, continued without noticing him.

- Στσου Παξούς, που λες, ήβρα δυο καλούς συντρόφους. To you|Paxos|where|you say|I found|two|good|companions - So, in Paxos, I found two good companions. Άξιοι αθρώποι! Worthy|people Worthy people! Δε χάνονταν σε λόγια. not|were lost|in|words They didn't get lost in words. Βρίσκουμ' ένα καϊκάκι και τραβούμε στα σκαλώματα του Μοριά και στα πόρτα τση Ρούμελης. We find|a|small boat|and|we pull|to the|shoals|of|the Morea|and|to the|gates||Rumelia We find a little boat and head to the shores of the Peloponnese and the gates of Roumeli. Εκεί μας βοήθησε η τύχη στα γερά! There|us|helped|the|luck|in the|tough times There luck helped us in the end! Ήβλεπες στους έρμους κάβους και στα περγιάλια γυναίκες, άντρες, παιδιά, κατατρεγμένους από το τούρκικο ασκέρι. You saw|in the|desolate|hills|and|in the|fields|women|men|children|oppressed|by|the|Turkish|army You could see on the desolate shores and on the beaches women, men, children, persecuted by the Turkish army. Άμα μας αγνάντευαν, αρχινούσαν τα σενιάλα να τους πάρουμε, να τους περάσουμε στα ξερονήσια του Κάλαμου. When|us|spotted|they started|the|signals|to|them|take|to|them|pass|to the|uninhabited islands|of|Kalamos When they spotted us, they began signaling for us to take them, to pass them to the deserted islands of Kalamos. Κι έδιναν ό,τι είχαν: δαχτυλίδια διαμαντένια, ζουνάρια αξετίμωτα, μεταξωτά και λαχούρια, ό,τι άρπαξαν από τα σπίτια τους στην ώρα του φευγιού, τα 'διναν ούλα για να σωθούν από το λεπίδι, από τη σκλαβιά και την ατιμία. And|they gave||they had|rings|diamond|belts|priceless|silk|and|lottery tickets||they grabbed|from|the|houses|their|at the|time|of|departure|the|they gave|everything|in order to|to|be saved|from|the|sword|from|the|slavery|and|the|dishonor And they gave everything they had: diamond rings, priceless belts, silks and valuables, whatever they grabbed from their homes at the moment of fleeing, they gave it all to save themselves from the blade, from slavery and dishonor. Δε λέω πως δεν κάναμε κι αδικιές· χωρίς αδικιά βιος δε γένεται. not|I say|that|not|we did|and|injustices|without|injustice|livelihood|not|is possible I'm not saying we didn't commit injustices; without injustice, life cannot be lived. Το καϊκάκι μας δεν έπαιρνε πολλούς και μεις βάναμε διαλεόνα. The|little boat|our|not|took|many|and|we|put|selection Our little boat couldn't take many, so we would choose carefully. Μπαρκάραμε πρώτα εκείνους που έδιναν τα πολλά, κι αν έμενε τόπος, μπαρκάραμε κι από τη φτώχια· είτ' αλλιώς βουλώναμε τ' αφτιά μας στα μοιρολόγια τους και κάναμε πανιά. We boarded|first|those|who|gave|the|much|and|if|remained|space|we boarded|and|from|the|poverty|or|otherwise|we plugged|the|ears|our|to the|laments|their|and|we made|sails We first took on those who paid the most, and if there was room left, we took on the poor; otherwise, we would block our ears to their lamentations and set sail. Πολλές βολές θυμούμαι, πλάκωναν άξαφνα οι Τούρκοι και βλέπαμε τους έρμους να σκροπάνε και να γκρεμίζονται από τους βράχους στη θάλασσα για να μας φτάσουν να μας απλώνουν τα παιδιά, τους στην ώρα, που βυθιζόντουσαν στα κύματα... Μα πολλουνώνε σώσαμε τη ζωή... Many|shots|I remember|would suddenly attack|suddenly|the|Turks|and|we saw|the|poor ones|to|drown|and|to|fall|from|the|rocks|into|sea|in order to|to|us|reach|to|us|stretch out|the|children|their|in the|moment|when|were sinking|in the|waves|But|many|we saved|the|life I remember many shots, the Turks would suddenly attack, and we would see the poor souls falling and crashing from the rocks into the sea trying to reach us, to stretch out their children to us, at the moment they were sinking in the waves... But we saved many lives...

- Εγώ πήρα ζωές· μα τούρκικες ζωές! I|took|lives|but|Turkish|lives - I took lives; but Turkish lives! Έσπειρα κουφάρια στο διάβα μου, που χορτάσανε τα πετεινά κι αντρείεψε η γη μας… Μα δεν το πήρα τ' αλλουνού το πράμα. I sowed|carcasses|in the|path|my|which|were satisfied|the|birds|and|became brave|the|earth||but|not|the|I took|the|another's|the|thing I scattered corpses in my path, which the birds fed on, and our land became brave... But I didn't take someone else's thing. Ό,τι πήρα το πήρα δίκαια, με το σπαθί μου! |I took|it|I took|fairly|with|the|sword|my Whatever I took, I took it fairly, with my sword!

- Κι εγώ δίκαια το πήρα. And|I|justly|it|took - And I took it fairly too. Στο Μισολόγγι... In the|Missolonghi In Missolonghi...

- Έκαμες στο Μισολόγγι; Did you do|in|Missolonghi - Did you do it in Missolonghi?

- Ναίσκε έκαμα στους δυο μπλόκους και στην έξοδο. Here|I made|in the|two|blocks|and|at the|exit - Yes, I did it in the two blocks and at the exit.

- Μωρέ, τι λες! hey|what|are you saying - Oh, what are you saying! Εγώ τότες ήμουνα με τον Κώστα Μπότσαρη κι ήρθαμε γυρεύοντάς σας... Μωρέ, πες μου τ' αδέρφι, πολέμησες στο πλάι του Σιαδήμα! I|then|was|with|the|Kostas|Botsari|and|we came|looking for|you|hey|tell|me|the|brother|you fought|at the|side|of|Siadima I was then with Kostas Botsaris and we came looking for you... Come on, tell me brother, did you fight alongside Siadimas! Είδες πώς γλίτωσε ο Μακρής; πώς χάθηκαν τα γυναικόπαιδα, πώς σκοτώθηκε ο Ραζικότσικας; Did you see|how|escaped|the|Makris|how|were lost|the|women and children|how|was killed|the|Razikotsikas Did you see how Makris escaped? How the women and children perished, how Razikotsikas was killed?

Ο Ρουμελιώτης, όπως όλοι του καιρού του, έτρεφε, άλλου είδους θαυμασμό στου Μεσολογγιού την ιστορία. The|Roumeliotis|like|all|of|time|his|harbored|another|kind|admiration|of the|Mesolonghi|the|history The Roumeliotis, like all of his time, had a different kind of admiration for the history of Messolonghi. Έγιναν κι άλλες μεγάλες μάχες, μακελειά φριχτά στον πικρόν εκείνον εννιαχρονίτικον αγώνα· δοξαστήκανε κι άλλες πολλές φορές τα ελληνικά όπλα· μα ό,τι έγινε στο Μεσολόγγι, το νόμιζαν κάτι εξαιρετικό και κείνους, που πολέμησαν εκεί, τους πίστευαν θεούς. There were|and|other|great|battles|slaughter|frightful|in the|bitter|that|nine-year|struggle|were glorified|and|other|many|times|the|Greek|arms|but||happened|in the|Messolonghi|it|thought|something|exceptional|and|those|who|fought|there|them|believed|gods There were other great battles, horrific slaughter in that bitter nine-year struggle; the Greek arms were glorified many times; but what happened in Messolonghi was considered something exceptional, and those who fought there were believed to be gods. Τώρα εκεί που άρχιζε ν' αηδιάζει το Μοραΐτη, με μιας όλα τα λησμόνησε μπροστά στη σκέψη πως είναι αγωνιστής του Μεσολογγιού. Now|there|where|began|to|disgust|the|Moraitis|with|one|all|the|forgot|in front of|to the|thought|that|he is|fighter|of the|Mesolonghi Now, just as Moraitis was starting to feel disgusted, he suddenly forgot everything in front of the thought that he is a fighter of Missolonghi. Μα ο Λαμπρόπουλος γέλασε δυνατά. But|the|Lampropoulos|laughed|loudly But Lampropoulos laughed loudly.

- Τίποτσι δεν είδα· αποκρίθηκε με απάθεια. Nothing|not|I saw|he/she replied|with|apathy - I didn't see anything; he replied apathetically. Είδα μανάχα που ήφερναν την άλλη μέρα τις Μεσολογγίτισσες αρμαθιασμένες στ' αράπικο στρατόπεδο... I saw|only|that|they brought|the|next|day|the|women from Missolonghi|in groups|in the|Arab|camp I only saw that the next day they brought the women of Missolonghi, lined up, to the Turkish camp...

- Μωρ' με τους Τούρκους ήσουνα! my child|with|the|Turks|you were - Hey, you were with the Turks!

- Κι αμέ; Έδινα χούφτα καπνό στους Αρβανιτάδες, χούφτ' αφιόνι στους Αραπάδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα και χούφτ' ασήμι. And|immediately|I gave|handful|tobacco|to the|Arvanites|handful|opium|to the|Arabs|and|I took|handful|gold|and|handful|silver - And then? I gave a handful of tobacco to the Arvanites, a handful of opium to the Arabs, and I got a handful of gold and a handful of silver.

- Ου να μου χαθείς! not|to|me|be lost - May you be lost! βροντοφώναξε με αηδία ο Πετρολέτσος. thundered out|with|disgust|the|Petroletsos shouted Petroletsos with disgust.

- Να χαθώ; Εσύ χάθηκες, κακόρκε, με τα μυαλά που 'χες!... To|be lost|You|were lost|fool|with|the|brains|that|you had - Should I get lost? You got lost, you fool, with the brains you had!... Τη βλέπεις τούτη την καδένα; δεύτερη δε βρίσκεται στον κόσμο. It|you see|this|the|chain|second|||in the|world Do you see this chain? There isn't a second one like it in the world. Την πήρα για μια Μισολογγιτοπούλα, που πούλησα στον πρόξενο της Αούστριας στο Τσιρίγο. her|I took|for|a|girl from Missolonghi|who|I sold|to the|consul|of|Austria|in the|Tziviri I got it for a girl from Missolonghi, whom I sold to the Austrian consul in Tsirigo.

Ο Πετρολέτσος πήγαινε να φρενιάσει από θυμό. The|Petroletsos|was going|to|go crazy|from|anger Petroletzos was about to go mad with anger. Η ξετσιπωσιά του Μοραΐτη έφερνε το αίμα στα μάτια του και δυο τρεις φορές σκέφτηκε να του στρίψει το καρύδι, για να πάψει να λέει τις ατιμίες του. The|shamelessness|of|Moraitis|brought|the|blood|to the|eyes|his|and|two|three|times|thought|to|him|twist|the|nut|in order to|to|stop|to|say|the|dishonors|his The shamelessness of Moraitis brought blood to his eyes, and two or three times he thought about twisting his nuts to make him stop saying his disgraceful things. Άξαφνα χωρίς λόγο, βράζοντας από γεροντικά θυμό, σήκωσε βιαστικά το δεξί μανίκι κι έδειξε στο μπράτσο του μια φοβερή σπαθιά. Suddenly|without|reason|boiling|from|old age|anger|he raised|hastily|the|right|sleeve|and|he showed|on the|forearm|his|a|terrible|sword cut Suddenly, without reason, boiling with old man's anger, he hastily rolled up his right sleeve and showed a terrible sword wound on his arm.

- Τη βλέπεις τούτη; φώναξε φέρνοντας το στα μάτια του Μοραΐτη· είναι σπαθιά! her|you see|this|shouted|bringing|it|to the|eyes|of him|Moraitis|it is|sword-like "Do you see this?" he shouted, bringing it to Moraitis's eyes; "it's a sword wound!" Την πήρα στο Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη. I took her|I took|in|Keratsini|with|the|Karaiskakis I got it in Keratsini with Karaiskakis. Ήμαστε λίγοι, στα δάχτυλα, όπως πάντα, κι οι Τούρκοι άμετροι. We are|few|on|fingers|as|always|and|the|Turks|excessive We were few, just a handful, as always, and the Turks were overwhelming. Με την πρώτη μπαταριά σκοτώνετ' ο Μπαϊραχτάρης: - «Πετρολέτσο, δικό σου!» φωνάζει ο καπετάνος, με τον κόκκινο ντουλαμά του λάμποντας σαν Αϊ Γιώργης απάνω στ' άλογό του. With|the|first|shot|kills|the|Bayraktar|Petrolezzo|yours|your|shouts|the|captain|with|the|red|uniform|his|shining|like|St|George|on|on the|horse|his With the first shot, Bayraktar is killed: - "Petrolezo, it's yours!" shouts the captain, with his red cloak shining like St. George on his horse. Με το λόγο τ' άρπαξα κιόλας. With|the|reason|it|I seized|already I grabbed the opportunity right away. Μας έμπλεξαν εκεί, μας ζώσανε απ' ολούθε, μας στρίμωξαν σε μια φράχτη, μας πήραν τις πλάτες... Κολύμπησα στα αίματα, μα το γλύτωσα το μπαϊράκι... They|got us involved|there|us|surrounded|from|everywhere|us|cornered|in|a|fence|us|took|the|backs|I swam|in the|blood|but|it|I escaped|the|flag They trapped us there, surrounded us from all sides, cornered us into a fence, took our backs... I swam in blood, but I escaped the bayrak...

- Και τι απόχτησες; Πού είναι το σπίτι σου; Πού είν' οι γονιοί σου, πού είν' η φαμίλια σου;… Δε χάφτω μύγες εγώ, ακούς! And|what|have you acquired|Where|is|the|house|your|Where|are|the|parents|your|where|are|the|family|your|I do not|swallow|flies|I|do you hear - And what have you gained? Where is your home? Where are your parents, where is your family?… I don't swallow flies, do you hear! Δε χάφτω μύγες!... I don't|swallow|flies I don't swallow flies!... Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισα φορτωμένος εδώ. When|ended|the|war|I returned|loaded|here When the war ended, I returned loaded here. Μάζωξα, τους γονιούς μου από τα Καλύβια και τους έβαλα αφεντάδες. I gathered|them|parents|my|from|the|Kalivia|and|them|I put|bosses I gathered my parents from Kalyvia and made them bosses. Την αδερφή μου τη Ρήνη - θυμάσαι που της έκανες τα γλυκά μάτια κι έλεγα να σε κάμω γαμπρό; - την πάντρεψα με τιμές και δόξες και ζει αρχοντικά στον Πέλεκα. The|sister|my|her|Rini|do you remember|that|to her|you made|the|sweet|eyes|and|I was saying|to|you|make|brother-in-law|her|I married|with|honors|and|glories|and|lives|aristocratically|in the|Peleka My sister Rini - do you remember how you used to give her sweet looks and I said I would make you a brother-in-law? - I married her off with honors and glory and she lives lavishly in Peleka. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα μια κοντέσα. I|married|and|took|a|countess I got married and took a countess. Ετούτο το σπίτι δικό μου είναι και τ' άλλο στα Μουράγια δικό μου και στη Σπιανάδα το ψηλό πάλε δικό μου. This|the|house|own|my|is|and|the|other|in the|Mouragia|own|my|and|in the|Spianada|the|tall|again|own|my This house is mine and the other one in Mouragia is mine and the tall one in Spianada is mine too. Εκείνος ο σαράφης είναι γιος μου, ο Νικολάκης· ακούς πώς παίζει τα τάλαρα στο χέρι σαν να παίζει κομπολόι; Τον άλλο, το δικηγόρο θαν τον κάνουμε βουλευτή· ετούτο το μαγαζί το κρατεί ο μικρότερος. That|the|money changer|is||my|the|Nikolaakis|do you hear|how|plays|the|talers|in|hand|as|to|play|worry beads|Him|other|the|lawyer|we will|him|make|member of parliament|this|the|shop|the|holds|the|younger That money changer is my son, Nikolaikis; do you hear how he plays the coins in his hand as if he is playing with worry beads? The other one, the lawyer, we will make him a member of parliament; this shop is run by the youngest. Το μεγάλο λιοτρίβι στη Γαρίτσα· ένα λιοστάσι στους Άγιους Δέκα, μια περβόλα στον Ποταμό, όλα δικά μου!... The|big|olive press|in|Garitsa|a|olive grove|in the|Saints|Deka|a|orchard|in the|Potamos|all|mine|my The large olive press in Garitsa; an olive grove in Agioi Deka, a garden by the river, all mine!...

Ο Ρουμελιώτης χολοταράχτηκε. The|Roumeliotis|got upset The Roumeliotis was upset. Στην ορμητική κουβέντα του φίλου του είδε να συνεπαίρνονται όλα του τα αισθήματα, όπως κάτω από το κατρακύλημα του νερού ξεριζώνονται και τρίβονται και αφανίζονται τα δροσερά πολυτρίχια του βράχου. In the|rushing|conversation|of his|friend|of him|he saw|to|be carried away|all|of his|the|feelings|as|under|from|the|rush|of the|water|are uprooted|and|rubbed|and|disappear|the|fresh|multi-hair|of the|rock In his friend's passionate conversation, he saw all his feelings being swept away, just like the fresh moss on the rock is uprooted, rubbed away, and obliterated by the rushing water. Και στη θέση τους ένιωσε να φυτρώσει και να τον ενοχλεί μια απορία πρωτόφαντη. And|in|place|them|he felt|to|sprout|and|to|him|annoys|a|question|unprecedented And in their place, he felt a strange curiosity sprouting and bothering him. Να αυτός, να κι ο φίλος του. here is|he|here|and|the|friend|his Here he is, and here is his friend. Εκείνος αναπαύεται στους κόπους της νιότης του, τιμημένος από τον κόσμο, ευλογημένος από τους γονέους του, αγαπημένος από τους συγγενείς του. He|rests|in the|labors|of the|youth|his|honored|by|the|world|blessed|by|the|parents|his|loved|by|the|relatives|his He rests from the labors of his youth, honored by the world, blessed by his parents, beloved by his relatives. Προσμένει το θάνατο ήσυχος. He awaits|the|death|calmly He awaits death peacefully. Χέρια παιδιών θα του κλείσουν τα μάτια· μύριοι θα συναχτούν γύρω στο λείψανό του, να τον κλάψουν ειλικρινά και να βλογήσουν τη μνήμη του. Hands|of children|will|his|close|the|eyes|countless|will|gather|around|at the|relic|his|to|him|mourn|sincerely|and|to|bless|the|memory|his Children's hands will close his eyes; countless will gather around his remains, to mourn him sincerely and to bless his memory. Κι αυτός, που δεν αφιέρωσε ούτε ώρα της μακρινής ζωής του στη φροντίδα του εαυτού του, γυρίζει τώρα δίχως το τίποτε, περιφρονημένος από τον κόσμο, καταραμένος, βέβαια, από τους γονέους του, απορριμμένος από τους συγγενείς του. And|he|who|not|dedicated|not even|hour|of|distant|life|his|to|care|of|himself|his|returns|now|without|the|nothing|despised|by|the|world|cursed|certainly|by|the|parents|his|rejected|by|the|relatives|his And he, who did not dedicate even an hour of his distant life to taking care of himself, now returns with nothing, despised by the world, certainly cursed by his parents, rejected by his relatives. Και όταν κλείσει τα μάτια, θα πάει σαν το σκυλί στ' αμπέλι. And|when|closes|the|eyes|will|go|like|the|dog|to the|vineyard And when he closes his eyes, he will go like a dog to the vineyard. Ποιος λοιπόν είναι ο ίσος δρόμος, Θεέ μου! Who|then|is|the|equal|road|God|my So who is the equal path, my God!

Άξαφνα ο ερεθισμένος του λογισμός ύφανε εμπρός του εικόνα ολοζώντανη. Suddenly|the|agitated|his|mind|wove|in front of|him|image|lifelike Suddenly, his agitated mind wove a vivid image before him. Μια ασπροφόρα, με κορμί και πρόσωπο αγγελοκάμωτο, στεκότανε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. A|white-clad woman|with|body|and|face|angelic|was standing|near|to/in|a|large|fire A white-clad woman, with a body and face shaped like an angel, stood near a large fire. Γύρω στη φωτιά λίγος, μα εκλεχτός κόσμος ερχόταν κι έριχνε μέσα πλούτη, ονόματα, γονέους, παιδιά, αδέρφια· αγάπες, πόθους, όνειρα, φιλοδοξίες, πάθη. Around|the|fire|little|but|select|people|would come|and|would throw|inside|riches|names|parents|children|siblings|loves|desires|dreams|ambitions|passions Around the fire, a small but select crowd was coming and throwing in wealth, names, parents, children, siblings; loves, desires, dreams, ambitions, passions. Η φωτιά τ' άρπαζε όλα, τα κατάπινε σαν φάρυγγας θεριού. The|fire|it|was grabbing|everything|them|swallowed|like|throat|beast The fire devoured everything, swallowing it like the throat of a beast. Και η παρθένα με το πλάνο της χαμόγελο και το αυστηρό της βλέμμα, τους ζητούσε κι άλλα, «κι άλλα!» τους φώναζε πεισματάρα, απαιτητική, αχόρταγη. And|the|virgin|with|the|plan|her|smile|and|the|stern|her|gaze|them|asked|and|more|(more)|more|them|shouted|stubborn|demanding|insatiable And the maiden, with her broad smile and stern gaze, demanded more from them, "more!" she shouted stubbornly, insistently, insatiably. Και κείνοι, αφού έριχναν ό,τι κι αν είχαν μέσα, δίχως πίκρα, δίχως θυμό, έπεφταν τέλος κι οι ίδιοι και χάνονταν εκεί, όπως έσβησε και χώνεψε πριν κάθε χαρά τους και κάθε τους απόχτημα. And|they|after|threw||and|if|had|inside|without|bitterness|without|anger|fell|finally|and|the|same|and|were lost|there|as|extinguished|and|digested|before|every|joy|their|and|every|their|possession And they, after throwing away whatever they had inside, without bitterness, without anger, eventually fell themselves and disappeared there, just as every joy and every possession of theirs was extinguished and digested before. Και κάτι του έλεγε μυστικά πως η παρθένα, η λάμια η αχόρταγη, ήταν η Πατρίδα. And|something|to him|was saying|secretly|that|the|virgin|the|lamia|the|insatiable|was|the|Homeland And something secretly told him that the virgin, the insatiable lamia, was the Homeland. Ανυπόμονα έριξε τα μάτια περίγυρα να έβρει την ελπίδα, την ανταπόδοση να βρει σε κείνο τ ολοκαύτωμα· τίποτα! Impatiently|cast|the|eyes|around|to|find|the|hope|the|reciprocation|to|find|in|that|the||nothing Impatiently he cast his eyes around to find hope, to find a return in that holocaust; nothing!

- Έχεις δίκιο... δίκιο έχεις! You have|right|right|you have - You are right... you are right! εψιθύρισε με δακρυσμένα μάτια, με στήθος βαρύ, λες και καθότανε η Μόρα απάνω του. whispered|with|tearful|eyes|with|chest|heavy|as if|and|was sitting|the|Fate|on|him he whispered with tearful eyes, with a heavy chest, as if the Fate was sitting on him.

Μα σύγκαιρα είδε την κόρη να τον κοιτάζει κατάματα και με το χέρι της να δείχνει μακριά. But|at the same time|he saw|the|girl|to|him|looks|straight in the eyes|and|with|the|hand|her|to|points|far But at the same time he saw the girl looking at him directly and pointing far away with her hand. Γύρισε εκεί ο Πετρολέτσος κι είδε μια χώρα μεγάλη. He returned|there|the|Petroletsos|and|saw|a|country|large Petroletzos turned there and saw a great land. Και μάντεψε αμέσως πως ήταν η Ελλάδα, ελεύθερη πέρα πέρα, δοξασμένη, λαμπροφώτιστη. And|guessed|immediately|that|was|the|Greece|free|from end to end|from end to end|glorious|brightly illuminated And he immediately guessed that it was Greece, free all over, glorious, brightly illuminated. Είχε πρωτεύουσα της την Πόλη την φτάλοφη και λατρευτό ναό της την Αγιασοφιά. It had|capital|her|the|City|the|tall|and|revered|temple|her|the|Hagia Sophia Its capital was the City, the glorious and revered temple of Hagia Sophia. Του Κωνσταντίνου τον τάφο άγιο λείψανο και των κλεφτών τ' αρμούτια φυλαχτάρια της. of|Constantine|the|tomb|holy|relic|and|of the|klephts|the|armaments|talismans|of her The tomb of Constantine, a holy relic, and the charms of the klephts. Και ήταν ο στρατός της τρόμος της γης και φρίκη της θάλασσας ο χιλιάρμενος στόλος της και δόξα της Δημιουργίας ο λαός της, ο ημίθεος! And|was|the|army|of|terror|of|land|and|horror|of|sea|the|thousand-oared|fleet|of|and|glory|of|Creation|the|people|of|the|demigod And its army was the terror of the earth and the horror of the sea, its thousand-ship fleet, and the glory of Creation, its people, the demigod! Μονώρας ένιωσε μια μυλόπετρα να κυλά από πάνω του· τα πύρινά του αισθήματα τ' απείκασε να χύνονται πάλι και να ξανάφτουν το αίμα του. Monoras|felt|a|millstone|to|roll|from|above|him|the|fiery|his|feelings|them|he allowed|to|spill|again|and|to|rise again|the|blood|his Monoras felt a millstone rolling over him; his fiery feelings poured out again and reformed his blood. Να τη λοιπόν την ελπίδα και την ανταπόδοση!... Let|her|then|the|hope|and|the|reciprocity Here is hope and reciprocity!... Πήδησε αγέρωχος, αυστηρός, όπως την ώρα που στο Κερατσίνι αγωνιζότανε με τους οχτρούς για το μπαϊράκι και στο «τι απόχτησες» που του πρόβαλε μ' επιμονή ο Μοραΐτης, He jumped|proudly|sternly|like|the|time|when|in|Keratsini|he was fighting|against|the|enemies|for|the|flag|and|in|what|you had gained|that|to him|presented|to me|insistence|the|Moraitis He jumped proudly, sternly, just like when he was fighting the enemies in Keratsini for the flag, and in response to the 'what have you gained' that Moraitis persistently presented to him,

- Την Πατρίδα μου! The|Homeland|my - My homeland! φώναξε χτυπώντας τα στήθη του δυνατά. shouted|hitting|the|chest|his|loudly he shouted, striking his chest hard.

Ο Λαμπρόπουλος στην απροσδόκητη απάντηση έμεινε άλαλος. The|Lampropoulos|in the|unexpected|answer|remained|speechless Lambropoulos was left speechless by the unexpected response. Ο Πετρολέτσος φαντάστηκε να στείλει και δεύτερη μπαταριά, να σαρώσει τα κακομοιριασμένα λείψανα του οχτρού. The|Petroletsos|imagined|to|send|and|second|battery|to|sweep away|the|miserable|remnants|of the|enemy Petroletsos imagined sending a second barrage to sweep away the miserable remains of the enemy. Με φωνή μεγάλη, αφεντική, σαν να μιλούσε από μέρος όλου του λαού του Εικοσιένα, του αδικημένου και αμνημόνευτου, ξαναφώναξε πιο δυνατά. With|voice|loud|authoritative|as|to|spoke|from|part|all|of|people|of|Twenty-One|of|wronged|and|unremembered|shouted again|more|loudly In a loud, commanding voice, as if speaking on behalf of all the people of '21, the wronged and forgotten, he shouted even louder.

- Ναι· έκαμα την Πατρίδα μου! - Yes; I have made my Homeland!

SENT_CWT:AFkKFwvL=8.9 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=6.12 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=230 err=0.00%) translation(all=184 err=0.00%) cwt(all=2709 err=1.44%)