×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2)

Στη μεγαλόπρεπα φωτισμένη είσοδο, ο θυρωρός παραμέρισε με σεβασμό για να περάσω. Μια οικογένεια Εγγλέζοι βρίσκονταν εκεί δα. Ο άντρας ήτανε όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος με μαύρες εγγλέζικες φαβορίτες. Φορούσε μαύρο καπέλο και κρατούσε στα χέρια το πανωφόρι του και το ακριβό μπαστούνι του. Στο μπράτσο του στηριζόταν η γυναίκα του με φανταχτερό, μεταξωτό φόρεμα και μπονέ στολισμένο με θαυμάσιες νταντέλες και γυαλιστερές κορδέλες. Δίπλα τους προχωρούσε μαζί τους μια όμορφη ολόδροση δεσποινίδα μ' ένα χαριτωμένο ελβετικό καπέλο με φτερό a la mousquetaire που κάτωθέ του πλαισίωναν το κατάλευκο προσωπάκι της μακριές χρυσόξανθες μπούκλες. Παραμπρός τους πηδοκοπούσε ένα ροδοκόκκινο κοριτσάκι ίσαμε δέκα χρονών μ' ολοστρόγγυλα γόνατα που διαφαίνονταν κάτω από τις λεπτές νταντέλες του φορέματος.

- Θαυμάσια νύχτα, είπε η κυρία με μια ευτυχισμένη, γλυκύτατη φωνή, τη στιγμή που πλησίασα.

- Οε, μουρμούρισε τεμπέλικα ο άντρας, που φαίνεται, να ήτανε τόσο ευχαριστημένος από τη ζωή, που δεν του έκανε όρεξη ούτε να μιλήσει.

Κι όλοι του φαίνονταν να ζούνε τόσο ήσυχα, βολικά, παστρικά κι ανάλαφρα στον κόσμο, στις κινήσεις τους και στα πρόσωπα φανερωνόταν τόση αδιαφορία για οποιαδήποτε ξένη ύπαρξη και τόσο πεποίθηση πως ο θυρωρός θα παραμέριζε και θα υποκλινόταν στο πέρασμά τους και πως, γυρίζοντας, θα έβρισκαν τα ολοκάθαρα και αναπαυτικά κρεβάτια και δωμάτια και πως ολ' αυτά έτσι πρέπει να 'ναι και πως κείνοι έχουν απόλυτο δικαίωμα για ολ' αυτά -που εγώ ξαφνικά, άθελά μου, αντιπαράβαλα μ' αυτούς τον πλανόδιο τραγουδιστή, που κουρασμένος, μπορεί και πεινασμένος, έφευγε για να κρύψει την ντροπή του μακριά από το πλήθος που γελούσε- και κείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ήτανε κείνο που σα βαριά πέτρα πίεζε τόση ώρα την ψυχή μου κι αισθάνθηκα οργή ανέκφραστη για όλους αυτούς τους ανθρώπους.

Έκανα δυο βόλτες από κοντά τους δίχως να παραμερίσω και μάλιστα τη δεύτερη άγγιξα με τον αγκώνα μου τον Εγγλέζο, και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας προς το μέρος της πολιτείας, εκεί που είχε εξαφανιστεί ο πλανόδιος τραγουδιστής.

Όταν πρόκαμα τρεις ανθρώπους που πήγαιναν μαζί, τους ρώτησα αν τον είδαν. Και κείνοι γελώντας μου τον έδειξαν παραμπρός. Βάδιζε μονάχος με βήματα βιαστικά, κανένας δεν τον πλησίαζε και μου φάνηκε πως όλη την ώρα κάτι μουρμούριζε με θυμό. Τον έφτασα και του πρότεινα να πάμε κάπου να πιούμε μια μποτίλια κρασί. Ο ανθρωπάκος εξακολουθούσε το ίδιο βιαστικά να βαδίζει και γύρισε και με κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια. Μα σαν κατάλαβε τι του πρότεινα κοντοστάθηκε.

- Δε θα πω όχι, βέβαια, αφού έχετε την καλοσύνη, μου είπε. Να, εδώ είναι ένα καφενεδάκι παρακατιανό, πρόσθεσε δείχνοντάς μου το μαγαζάκι που ήτανε ακόμα ανοιχτό.

Η λέξη «παρακατιανό» άθελά μου μου ενέπνευσε την ιδέα να μην πάμε στο παρακατιανό καφενεδάκι, παρά να πάμε στο Σβέιτσεργοφ, εκεί πέρα που βρίσκονταν όλοι κείνοι που τον άκουσαν να τραγουδάει. Παρ' όλο που αυτός με κάποια δειλή ταραχή αρνήθηκε κάμποσες φορές να δεχτεί την πρότασή μου, λέγοντας πως στο Σβέιτσεργοφ είναι μεγάλη πολυτέλεια, εγώ επέμεινα τόσο που στο τέλος κάνοντας και κείνος τον ξέγνοιαστο και κινώντας χαρούμενα την κιθάρα του με ακολούθησε. Μερικοί αργόσχολοι γλεντζέδες, καθώς με είδαν να πλησιάζω τον τραγουδιστή και να του μιλάω, κοντοζύγωσαν διακριτικά, άκουσαν τι είπαμε κι ύστερα, σιγανοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους έφτασαν κατόπι μας ίσαμε την είσοδο του ξενοδοχείου με την ελπίδα, φαίνεται πως ο Τυρολέζος θα ξανατραγουδούσε.

Από ένα γκαρσόνι που βρέθηκε μπροστά μου στο διάδρομο ζήτησα μα μποτίλια κρασί. Το γκαρσόνι μας κοίταξε χαμογελώντας και προσπέρασε βιαστικά. Ένα άλλο γκαρσόνι ανώτερο σε βαθμό από το πρώτο, όταν αποτάθηκα σ' αυτό με την ίδια παράκληση, μ' άκουσε με μεγάλη σοβαρότητα κι αφού παρατήρησε προσεχτικά από τα νύχια ίσαμε την κορφή τη δειλή σιλουέτα του τραγουδιστή, πρόσταξε αυστηρά το θυρωρό να μας περάσει στη σάλα αριστερά. Η σάλα αυτή ήτανε προορισμένη για τον απλό κόσμο. Σε μια γωνία της μια κακοφτιαγμένη ραχιτική υπηρέτρια έπλενε τα πιάτα κι η επίπλωση απαρτιζόταν από ξύλινα τραπέζια δίχως τραπεζομάντιλα και ξύλινους πάγκους. Το γκαρσόνι που ήρθε να μας σερβίρει, μας κοίταζε χαμογελώντας κοροϊδευτικά και με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες και ταυτόχρονα κουβέντιαζε με τη λαντζέρισσα. Ήτανε φανερό, πως με το ύφος του αυτό ήθελε να δείξει πως, νιώθοντας τον εαυτό του κοινωνικά ανώτερο από τον τραγουδιστή, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε, μα απεναντίας διασκέδαζε πολύ σερβίροντάς μας.

- Κανένα απλό κρασάκι; με ρώτησε με ύφος ανθρώπου που ξέρει τη δουλειά του, γνέφοντάς μου κατά τη μεριά του συντρόφου μου και περνώντας την πετσέτα που κρατούσε από το ένα χέρι στο άλλο.

- Σαμπάνια, και από την καλύτερη, του αποκρίθηκα προσπαθώντας να πάρω το πιο υπεροπτικό και πιο επιβλητικό ύφος. Μα μήτε η παραγγελία της σαμπάνιας, μήτε το τάχα υπεροπτικό και επιβλητικό ύφος μου έκαναν εντύπωση στο γκαρσόνι. Χαμογέλασε, κοντοστάθηκε, κοιτάζοντάς μας, συμβουλεύτηκε με κινήσεις αργές το χρυσό ρολόι του και με βήματα σιγανά, σαν να έκανε περίπατο, βγήκε. Ξαναγύρισε πολύ γρήγορα με το κρασί και παρέα δύο άλλους συναδέλφους του. Οι δυο νιόφερτοι κάθισαν κοντά στη λαντζέρισσα και με χαρούμενη προσοχή και μικροχαμόγελα διασκέδαζαν βλέποντάς μας, έτσι που διασκεδάζουν οι μεγάλοι στη θέα των μικρών παιδιών που παίζουν. Και μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα δε μας κοίταζε κοροϊδευτικά, παρά με πραγματική συμπόνια. Παρότι ένιωθα βαρυθυμία και τρομερή αδεξιότητα κι αιτία ήταν εκείνα τα επίμονα βλέμματα των δυο λακέδων, στο να κουβεντιάζω και να περιποιούμαι τον τραγουδιστή, προσπαθούσα ωστόσο να το κάνω όσο μπορούσα άνετα. Τώρα με τα φώτα, τον παρατηρούσα πιο καλά. Ήτανε ένας μικροσκοπικός, όλο νεύρα μα κανονικά φτιαγμένος άνθρωπος, σχεδόν νάνος.

Τα μαλλιά του ήτανε μαύρα και σκληρά, τα μάτια του επίσης μαύρα, δίχως τσίνουρα και πάντα δακρυσμένα και το στοματάκι του εξαιρετικά γλυκό και καλογραμμένο. Είχε μικρές φαβορίτες και ήτανε ντυμένος απλούστατα και φτωχικά. Ήτανε βρόμικος, κουρελής κι είχε γενικά την όψη ανθρώπου δουλευτή. Έμοιαζε πιο πολύ μ' ένα φτωχό εμποράκο παρά με καλλιτέχνη. Μονάχα στα λαμπερά μάτια του, τα πάντα υγρά, και στο σουφρωμένο στοματάκι του μπορούσε να διακρίνει κάποιος κάτι το ξέχωρο και το συγκινητικό. Φαινόταν ίσαμε εικοσιπέντε χρονών ή και σαράντα. Μα πραγματικά ήτανε τριανταοχτώ.

Και να τι μου διηγήθηκε για τη ζωή του, με μια καλόκαρδη προθυμία και φανερή ειλικρίνεια. Καταγόταν από την Αργοβή. Παιδί ακόμα έχασε το πατέρα του και τη μητέρα του. Άλλους συγγενείς δεν είχε. Ούτε και την παραμικρή περιουσία. Από μικρός μπήκε μαθητευόμενος σ' ένα μαραγκούδικο κι έμαθε την τέχνη. Μα στα εικοσιδύο του χρόνια έπαθε τερηδόνα στο ένα χέρι κι έτσι δε μπορούσε πια να δουλέψει σα μαραγκός. Πάντα είχε μεγάλη κλίση για το τραγούδι και το έκαμε επάγγελμα. Οι περιηγητές του έδιναν κάπου-κάπου λίγα τα λεφτά. Αγόρασε λοιπόν μια κιθάρα και μ' αυτήν όλα τούτα τα κατοπινά χρόνια γυρίζει στην Ελβετία και στην Ιταλία τραγουδώντας μπροστά στα ξενοδοχεία. Όλες-όλες οι αποσκευές του είναι η κιθάρα του και το πορτμονέ του που κείνη την ώρα περιείχε ενάμιση φράγκο και μ' αυτό έπρεπε να φάει και να κοιμηθεί το βράδυ.

Κάθε χρόνο πηγαίνει στα καλύτερα κέντρα της Ελβετίας, αυτά που τραβούν τους πιο πολλούς περιηγητές: Ζυρίχη, Λουκέρνη, Ιντερλάκεν, Σαμονή κλπ. Από τον Άγιο Βερνάρδο περνάει στην Ιταλία και ξαναγυρίζει από τον Άγιο Γκοτάρ ή από τη Σαβοΐα. Με τον καιρό δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να κάνει αυτές τις πεζοπορίες, γιατί από τα κρυολογήματα που έχει αρπάξει οι πόνοι στα πόδια του που τους αποκαλεί γλιντερζούχτ, δυναμώνουν ολοένα και ταυτόχρονα η φωνή και τα μάτια του αδυνατίζουν. Παρ' ολ' αυτά, τώρα θα τραβούσε για τον Ιντερλάκεν, Αιξ-λε-μπαιν κι από το μικρό Άγιο Βερνάρδο για την Ιταλία που την αγαπάει εξαιρετικά. Γενικά όπως φαινόταν, ήτανε πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή του. Όταν τον ερώτησα γιατί πάντα καταλήγει να γυρίζει στο τόπο του μιας κι όπως μου είπε δεν έχει εκεί πέρα μήτε συγγενείς, ούτε σπίτι, μήτε γης, το στοματάκι του σούφρωσε ακόμα πιο πολύ σ' ένα χαρούμενο χαμόγελο και μου αποκρίθηκε:

- Oui, le sucre est bon, il est doux pour les enfants (Ναι, η ζάχαρη είναι καλή, είναι γλυκιά για τα παιδιά) και μου έγνεψε κατά τη μεριά των λακέδων.

Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε με τη φράση αυτή, μα τα γκαρσόνια ξεκαρδίστηκαν.

- Δεν έχω τίποτα, αν είχα δε θα γύριζα βέβαια, από πολιτεία σε πολιτεία έτσι δα που γυρίζω, μου εξήγησε, όμως ξαναγυρίζω πάντα στον τόπο μου, γιατί όσο να 'ναι, η πατρίδα μας τραβάει πάντα. Και μ' ένα χαμόγελο πονηρό και αυτάρεσκο επανάλαβε τη φράση: «Oui, le sucre est bon» και γέλασε καλόκαρδα.

Τα γκαρσόνια ήτανε κατενθουσιασμένα και ξεκαρδίζονταν, μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα κοίταζε τον ανθρωπάκο, με τα μεγάλα αγαθά μάτια της με σοβαρότητα κι όταν το κασκέτο του έπεσε κάποια στιγμή στο πάτωμα, έτρεξε και του το σήκωσε. Ήξερα πως όλοι αυτοί οι πλανόδιοι τραγουδιστές, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί ακόμα, κολακεύονται σαν τους αποκαλούν καλλιτέχνες κι έτσι συστήνονται κι οι ίδιοι, για τούτο και εγώ κάμποσες φορές υπαινίχτηκα στο συνομιλητή μου πως είναι καλλιτέχνης. Μα κείνος δεν παραδεχόταν καθόλου αυτόν τον χαρακτηρισμό για το εαυτό του, παρά θεωρούσε τη δουλειά του απλούστατα ως ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Όταν τον ρώτησα αν ο ίδιος συνθέτει τα τραγούδια που τραγουδάει απόρησε πολύ για την παράδοξη ερώτησή μου και είπε πως δεν είναι ικανός για τέτοια, και τα τραγούδια του είναι όλα παλιά Τυρολέζικα τραγούδια.

- Μα εκείνο το τραγούδι για του βουνό Righi, φαντάζομαι πως δεν είναι παλιό, παρατήρησα.

- Ναι. Αυτό είναι κάπου δεκαπέντε χρόνια που πρωτοβγήκε. Ένας γερμανός ζούσε στο Μπάζελ κι αυτός το έγραψε. Ήτανε ένας σοφότατος άνθρωπος ο γερμανός αυτός. Κι το τραγούδι είναι πολύ όμορφο! Το έγραψε για τους περιηγητές.

Κι άρχισε μεταφράζοντας μου γαλλικά να μου απαγγέλνει τα λόγια του τραγουδιού, που φαίνεται ότι πολύ του άρεσε:

Αν θες να πας στο βουνό Righi

Ίσαμε το Βεγίς δε σου χρειάζονται παπούτσια

(Γιατί πηγαίνουν με τα βαπόρια)

Κι από το Βεγίς πάρε μια μεγάλη μαγκούρα

Και πιάσε μπράτσο μια κοπέλα

Και στάσου να πιεις ένα κρασάκι

Μονάχα μην πιεις πολύ,

Γιατί όποιος θέλει να πιει

Πρέπει πρωτύτερα να φανεί άξιος...

- Ω, είναι περίφημο τραγούδι! - συμπέρανε ο ανθρωπάκος.

Τα γκαρσόνια, βρήκανε, φαίνεται, πολύ όμορφο το τραγούδι αυτό, γιατί ήρθαν κοντά μας.

- Καλά, και τη μουσική, ποιος την έγραψε; - ρώτησα.

- Κανένας, παρά να, έτσι, πάντα για τους ξένους, πρέπει να εφευρίσκει κάποιος κάτι καινούριο.

Όταν μας έφεραν τον πάγο και γέμισα το ποτήρι του σαμπάνια, έδειξε κάπως στενοχωρημένος και στριφογύριζε νευρικά στον πάγκο του, ρίχνοντας ματιές ανήσυχες στα γκαρσόνια. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στην υγειά των καλλιτεχνών. Κείνος ήπιε το μισό και θεώρησε καλό ν' απομείνει σκεφτικός και να κινεί με βαθυστόχαστο ύφος τα φρύδια του.

- Έχω πολύ καιρό να πιω τέτοιο κρασί, je ne vous dis que ça (Τούτο μονάχα σας λέω). Στην Ιταλία το κρασί d' Asti είναι καλό, μα τούτο είναι πολύ ανώτερο. Αχ, η Ιταλία! Είναι όμορφα να ζει κάποιος εκεί πέρα! Πρόσθεσε.

- Ναι, εκεί πέρα ξέρουν να εκτιμούν τη μουσική και τους καλλιτέχνες, είπα θέλοντας να κάνω νύξη για την αποτυχία του μπροστά στο Σβέιτσεργοφ.

- Όχι, αποκρίθηκε αμέσως, όσο για μουσική εκεί πέρα δε μπορώ να ικανοποιήσω κανένα γούστο. Οι Ιταλοί είναι οι ίδιοι μουσικοί που σαν κι αυτούς δε βρίσκονται άλλοι στον κόσμο. Τους διασκεδάζω μονάχα με τα Τυρολέζικα τραγουδάκια, που γι' αυτούς είναι κάτι καινούριο.

- Και είναι γενναιόδωρος ο κόσμος εκεί πέρα; - συνέχισα για να τον αναγκάσω να συμμεριστεί την οργή μου για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ. Συμβαίνει και εκεί σαν και εδώ μεσ' από ένα τεράστιο ξενοδοχείο, που κατασταλάζουν τόσοι παραλήδες, μεσ' από εκατό ανθρώπους, να μη βρεθεί ένας να δώσει στο μουσικό μια δεκάρα;...

Η ερώτησή μου δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. Ο κακομοίρης ούτε που σκεφτόταν καν να τα βάλει με τους Εγγλέζους. Απεναντίας την παρατήρησή μου την πήρε ως αποδοκιμασία για το ταλέντο του που αποδείχτηκε ανάξιο για αμοιβή και προσπάθησε να δικαιολογηθεί απέναντι μου.

- Δεν κερδίζει κάποιος πολλά κάθε φορά, είπε. Κι η φωνή χάνεται, και τυχαίνει να 'μαι κουρασμένος. Να, σήμερα, έξαφνα εννιά ώρες περπάτησα και σχεδόν ολόκληρη την ημέρα τραγουδούσα. Είναι κουραστικό. Κι ύστερα οι μεγάλοι κύριοι, οι αριστοκράτες, τυχαίνει να μην έχουν όρεξη ν' ακούσουν τυρολέζικα τραγούδια.

- Όσο να 'ναι, έτσι πάλι να μη δώσουν τίποτα; -επέμεινα εγώ. Δεν κατάλαβε την παρατήρησή μου ή έκανε πως δεν την κατάλαβε.

- Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε, το σπουδαίο είναι πως εδώ on est très serré pour la police (Είναι πολλές οι πιέσεις της αστυνομίας), μάλιστα. Εδώ, σύμφωνα μ' αυτούς τους δημοκρατικούς νόμους, δε σου επιτρέπουν να τραγουδάς, ενώ στην Ιταλία μπορείτε να γυρίζετε όσο θέλετε, δίχως κανένας να σας ενοχλήσει. Εδώ, σαν θελήσουν να σας το επιτρέψουν, το επιτρέπουν, μα σαν δε θελήσουν, μπορούν και στη φυλακή να σας κλείσουν μια χαρά.

- Τι λέτε;! Κι είναι τάχα δυνατό(;)!

- Μάλιστα. Αν σας κάνουν μια φορά την παρατήρηση και σεις δεν συμμορφωθείτε σας φυλακίζουν με το πρώτο. Εδώ που με βλέπετε, έχω μείνει τρεις μήνες φυλακή, πρόσθεσε χαμογελώντας, σάμπως τούτη να ήτανε μια από τις ευχάριστες αναμνήσεις του.

- Αχ, μ' αυτό είναι φριχτό! -είπα. Και για ποιο λόγο;

- Ξέρω και εγώ. Να, σύμφωνα με τους καινούριους νόμους της Δημοκρατίας, συνέχιζε ζωηρεμένος. Και δεν θέλουν καν να λογαριάσουν πως κι ένας φτωχός έχει ανάγκη να ζήσει κάπως. Αν δεν ήμουν σακατεμένος θα δούλευα και θα έβγαζα το ψωμί μου. Κι αν τραγουδάω, βλάφτω τάχατες κανένα; Τι ειν' αυτά! Οι πλούσιοι μπορούν να ζουν όπως τους καπνίσει μα un bauvre tiaple (Θέλει να πει un pauvre diable δηλ. ένας φτωχός διάβολος), σαν και μένα δεν πρέπει να ζήσει σ' αυτόν τον κόσμο. Τι νόμοι ειν' αυτοί, οι νόμοι της Δημοκρατίας; Αν ειν' έτσι, δεν τη θέλουμε εμείς τη Δημοκρατία, έτσι δεν είναι καλέ μου κύριε; Δεν θέλουμε τη Δημοκρατία, μα θέλουμε... θέλουμε απλούστατα... θέλουμε, τα μάσησε κάπως, θέλουμε νόμους φυσικούς. Του απογιόμισα το ποτήρι.

- Δεν πίνετε, του είπα.

Πήρε στα χέρια του το ποτήρι και μου έκανε μια υπόκλιση.

- Ξέρω τι θέλετε, είπε μισοκλείνοντας το ένα μάτι και κινώντας απειλητικά το δαχτυλάκι του. Θέλετε να με μεθύσετε για να δείτε τι θα κάνω. Αυτό δεν πρόκειται να το καταφέρετε.

- Λάθος έχετε. Δεν έχω κανένα τέτοιον σκοπό, αποκρίθηκα. Απλούστατα, θέλω να σας περιποιηθώ.

Λυπήθηκε, φαίνεται, που με πρόσβαλε, παρεξηγώντας την πρόθεσή μου, τα έχασε, ανασηκώθηκε και μου έσφιξε τον αγκώνα.

- Όχι, όχι, είπε, με ύφος ικετευτικό, και με τα υγρά μάτια του καρφωμένα πάνω μου, έτσι το είπα, αστειεύτηκα.

Κι αμέσως ξεφούρνισε κάποια φριχτά μπερδεμένη παμπόνηρη φράση, που πρέπει να σήμαινε, κατά τη γνώμη του, πως όσο να 'ναι είμαι καλό παιδί.

- Je ne vous dis que ça! - συμπέρανε.

Εξακολουθήσαμε έτσι να πίνουμε λίγο-λίγο και να κουβεντιάζουμε οι δυο μας και τα γκαρσόνια απολάβαιναν δίχως συστολή το θέαμα και μας κορόιδευαν, θαρρώ. Παρ' όλο το ενδιαφέρον που είχαν για μένα τα λεγόμενα του πλανόδιου τραγουδιστή, δε μπορούσα να μην αντιλαμβάνομαι τη συμπεριφορά των γκαρσονιών, που, ομολογώ, μου έδινε όλο και πιο πολύ στα νεύρα.

Κάποια στιγμή εν' απ' αυτά σηκώθηκε, πλησίασε τον Τυρολέζο και χαμογελώντας του χάιδευε την κορφή. Μέσα μου έβραζε αρκετό απόθεμα οργής για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ, που δεν πρόφτασε να ξεθυμάνει και τώρα τούτη η διαγωγή των γκαρσονιών με νευρίαζε ακόμα πιο πολύ. Ο θυρωρός, δίχως να βγάλει το κασκέτο του, μπήκε στο δωμάτιο και στρώθηκε δίπλα μου, ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. Το τελευταίο αυτό, καθώς έθιξε τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία μου, με φούρκισε τρομερά κι έκανε να ξεσπάσει όλη κείνη η οργή που από τόσες ώρες έβραζε μέσα μου. Γιατί, όταν είμαι μόνος, στην είσοδο ο θυρωρός αυτός με χαιρετάει με μια βαθιά υπόκλιση πάντα και τώρα, επειδή έχω παρέα μου τον πλανόδιο τραγουδιστή, ήρθε και μου στρώθηκε με τόση ιταμότητα δίπλα μου; Φούντωσα πέρα για πέρα, πλημμυρισμένος από εκείνον τον αναβρασμό της οργής και της αγανάκτησης, που τόσο μ' αρέσει να το νιώθω να με κυριεύει και να τον ερεθίζω, μάλιστα, πολλές φορές, γιατί επενεργεί κάπως κατευναστικά και δίνει, έστω για λίγο, μια εξαιρετική ευλυγισία, ενεργητικότητα και ένταση σ' όλες τις φυσικές και τις ηθικές ικανότητές μου. Τινάχτηκα απότομα στη θέση μου.

- Γιατί γελάτε; - ξεφώνισα του θυρωρού, νιώθοντας ταυτόχρονα πως το πρόσωπό μου χλόμιαζε και τα χείλη μου στράβωναν άθελά μου.

- Δε γελώ, έτσι, μονάχα, - αποκρίθηκε κείνος, οπισθοχωρώντας.

- Όχι, γελάτε και κοροϊδεύετε τούτον τον κύριο. Και τι δικαίωμα έχετε ν' ρθείτε εδώ και να κάθεστε, τη στιγμή που βρίσκονται ξένοι; Μην τολμάτε να κάθεστε! -έμπηξα έξαλλος μια φωνή.

Ο θυρωρός κάτι μουρμουρίζοντας σηκώθηκε και πήγαινε κατά την πόρτα.

- Πώς τολμάτε να κοροϊδεύετε αυτόν τον κύριο και να κάθεστε δίπλα του, τη στιγμή που αυτός είναι επισκέπτης και εσείς ένας θυρωρός; Γιατί δεν κάνατε το ίδιο για μένα σήμερα, την ώρα του γεύματος; Το κάνετε τώρα γιατί αυτός είναι φτωχοντυμένος και γιατί τραγουδάει στους δρόμους; Ναι, ασφαλώς ναι, και γιατί εγώ είμαι καλοντυμένος. Αυτός είναι φτωχός, μα είναι χίλιες φορές καλύτερός σας. Για τούτο είμαι βέβαιος. Γιατί αυτός δεν πίκρανε κανένα, ενώ εσείς τον πικραίνετε.

- Μα εμείς τίποτα, έτσι μονάχα- παρατήρησε δειλά το γκαρσόνι. Μήπως τον εμπόδισα να κάθεται;

Το γκαρσόνι δε με καταλάβαινε και τα γερμανικά μου πήγαιναν χαμένα. Ο αυθάδης θυρωρός έκανε να υπερασπιστεί το γκαρσόνι, μα εγώ του επιτέθηκα με τέτοια ορμή, που υποκρίθηκε, πως κι αυτός δεν καταλάβαινε γερμανικά και κινούσε μονάχα μ' αδιαφορία τα χέρια του. Η ραχιτική λαντζέρισσα, είτε γιατί αντελήφθηκε την έξαψή μου και φοβήθηκε μην ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο, είτε γιατί συμμεριζόταν τη γνώμη μου, πήρε το μέρος μου και προσπαθώντας να μπει ανάμεσα σε μένα και το θυρωρό, αυτόν το συμβούλευε να μη μιλάει, λέγοντας του πως εγώ είχα δίκιο κι εμένα με παρακαλούσε να ησυχάσω.

«Der Herr hat Recht; Sie haben Recht (Ο κύριος έχει δίκιο, έχετε δίκιο εσείς) έλεγε και ξανάλεγε.

Ο τραγουδιστής παρουσίαζε το πιο αξιοθρήνητο και περίτρομο πρόσωπο και, προφανώς, μην καταλαβαίνοντας γιατί φουρκιζόμουν τόσο και τι ήθελα, με παρακαλούσε να φύγουμε το γρηγορότερο από εκεί μέσα. Όμως μέσα μου φούντωνε ολοένα και πιο έντονα η μανία να τα ξεφουρνίσω όλα: και για το πλήθος που κορόιδευε τον τραγουδιστή, και για τους ακροατές που δεν του έδωσαν ούτε μια πεντάρα και δεν εννοούσα να σωπάσω. Και φαντάζομαι πως αν τα γκαρσόνια κι ο θυρωρός δεν ήτανε τόσο υποχωρητικοί, με μεγάλη ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μαζί τους ή θα έδινα μια κατακέφαλα με το μπαστούνι της Εγγλέζας δεσποινίδας. Αν κείνη τη στιγμή βρισκόμουνα στη Σεβαστούπολη θα ριχνόμουνα να ρημάξω την Εγγλέζικη tranchee.

- Και για ποιο λόγο με κουβαλήσατε σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη, ε; - ρωτούσα επίμονα το θυρωρό, κρατώντας τον από το χέρι για να μη μου ξεφύγει. Ποιο δικαίωμα έχετε ν' αποφασίζετε με το μάτι πως τούτος ο κύριος πρέπει να έρθει σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη; Τάχα όλοι όσοι πληρώνουν δεν είναι ίσοι σ' ένα ξενοδοχείο; Όχι μονάχα στις δημοκρατίες, μα σ' όλον τον κόσμο. Η δημοκρατία σας είναι σιχαμένη!... Ορίστε ισότητα! Τους Εγγλέζους δε θα τολμούσατε να τους περάσετε εδώ μέσα, αυτούς τους ίδιους τους Εγγλέζους, που άκουσαν δωρεάν το τραγούδι του κυρίου, που δηλαδή ο καθένας τους του έκλεψε κι από μερικές δεκάρες κείνες που θα έπρεπε να του δώσει. Πώς τολμήσατε να υποδείξετε τούτη τη σάλα;

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2) From the notes of Prince D. Nehliutov (2) De las notas del príncipe D. Nehliutov (2)

Στη μεγαλόπρεπα φωτισμένη είσοδο, ο θυρωρός παραμέρισε με σεβασμό για να περάσω. At the grandly lit entrance, the doorman respectfully stepped aside to let me pass. Μια οικογένεια Εγγλέζοι βρίσκονταν εκεί δα. A family of English people was standing there. Ο άντρας ήτανε όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος με μαύρες εγγλέζικες φαβορίτες. ||||||||English| The man was handsome, tall, well-built with black English sideburns. Φορούσε μαύρο καπέλο και κρατούσε στα χέρια το πανωφόρι του και το ακριβό μπαστούνι του. He wore a black hat and held his coat and expensive cane in his hands. Στο μπράτσο του στηριζόταν η γυναίκα του με φανταχτερό, μεταξωτό φόρεμα και μπονέ στολισμένο με θαυμάσιες νταντέλες και γυαλιστερές κορδέλες. His wife leaned on his arm wearing a flashy, silk dress and a bonnet adorned with wonderful lace and shiny ribbons. Δίπλα τους προχωρούσε μαζί τους μια όμορφη ολόδροση δεσποινίδα μ' ένα χαριτωμένο ελβετικό καπέλο με φτερό a la mousquetaire που κάτωθέ του πλαισίωναν το κατάλευκο προσωπάκι της μακριές χρυσόξανθες μπούκλες. |||||||fresh|||||Swiss||||||musketeer||||||||||| Next to them walked a beautiful, fresh young lady with a charming Swiss hat with a plume a la mousquetaire, which framed her snowy white face with long golden blond curls. Παραμπρός τους πηδοκοπούσε ένα ροδοκόκκινο κοριτσάκι ίσαμε δέκα χρονών μ' ολοστρόγγυλα γόνατα που διαφαίνονταν κάτω από τις λεπτές νταντέλες του φορέματος. ||was jumping||rosy-pink|||||||||were visible||||||| In front of them, a rosy-pink little girl about ten years old was jumping around with perfectly round knees that were visible beneath the delicate lace of her dress.

- Θαυμάσια νύχτα, είπε η κυρία με μια ευτυχισμένη, γλυκύτατη φωνή, τη στιγμή που πλησίασα. - Wonderful night, said the lady with a happy, sweet voice as I approached.

- Οε, μουρμούρισε τεμπέλικα ο άντρας, που φαίνεται, να ήτανε τόσο ευχαριστημένος από τη ζωή, που δεν του έκανε όρεξη ούτε να μιλήσει. Oh||||||||||||||||||||| - Oh, murmured lazily the man, who seemed to be so satisfied with life that he didn't even feel like talking.

Κι όλοι του φαίνονταν να ζούνε τόσο ήσυχα, βολικά, παστρικά κι ανάλαφρα στον κόσμο, στις κινήσεις τους και στα πρόσωπα φανερωνόταν τόση αδιαφορία για οποιαδήποτε ξένη ύπαρξη και τόσο πεποίθηση πως ο θυρωρός θα παραμέριζε και θα υποκλινόταν στο πέρασμά τους και πως, γυρίζοντας, θα έβρισκαν τα ολοκάθαρα και αναπαυτικά κρεβάτια και δωμάτια και πως ολ' αυτά έτσι πρέπει να 'ναι και πως κείνοι έχουν απόλυτο δικαίωμα για ολ' αυτά -που εγώ ξαφνικά, άθελά μου, αντιπαράβαλα μ' αυτούς τον πλανόδιο τραγουδιστή, που κουρασμένος, μπορεί και πεινασμένος, έφευγε για να κρύψει την ντροπή του μακριά από το πλήθος που γελούσε- και κείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ήτανε κείνο που σα βαριά πέτρα πίεζε τόση ώρα την ψυχή μου κι αισθάνθηκα οργή ανέκφραστη για όλους αυτούς τους ανθρώπους. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||seemed||||itinerant|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| And they all seemed to live so quietly, comfortably, cleanly, and lightly in the world; in their movements and on their faces, there was such indifference to any foreign existence and such a conviction that the doorman would step aside and bow at their passing, and that upon returning, they would find their perfectly clean and comfortable beds and rooms, and that all of it must be so, and that they had every right to all of it - which I suddenly, unintentionally, contrasted with that itinerant singer, who, tired and perhaps hungry, was leaving to hide his shame away from the crowd that was laughing - and at that moment I understood what it was that had pressed down on my soul like a heavy stone all this time, and I felt an inexpressible rage towards all these people.

Έκανα δυο βόλτες από κοντά τους δίχως να παραμερίσω και μάλιστα τη δεύτερη άγγιξα με τον αγκώνα μου τον Εγγλέζο, και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας προς το μέρος της πολιτείας, εκεί που είχε εξαφανιστεί ο πλανόδιος τραγουδιστής. |||||||||||||||||||the Englishman||||||||||||||||| I took two turns close to them without moving aside, and in fact, on the second one, I touched the Englishman with my elbow, and I ran out into the street towards the city, where the itinerant singer had vanished.

Όταν πρόκαμα τρεις ανθρώπους που πήγαιναν μαζί, τους ρώτησα αν τον είδαν. |I saw|||||||||| When I caught up with three people who were walking together, I asked them if they had seen him. Και κείνοι γελώντας μου τον έδειξαν παραμπρός. And they, laughing, showed him to me in front. Βάδιζε μονάχος με βήματα βιαστικά, κανένας δεν τον πλησίαζε και μου φάνηκε πως όλη την ώρα κάτι μουρμούριζε με θυμό. He walked alone with hasty steps, no one approached him and it seemed to me that he was murmuring something angrily the whole time. Τον έφτασα και του πρότεινα να πάμε κάπου να πιούμε μια μποτίλια κρασί. I caught up with him and suggested that we go somewhere to drink a bottle of wine. Ο ανθρωπάκος εξακολουθούσε το ίδιο βιαστικά να βαδίζει και γύρισε και με κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια. The little man continued to walk hurriedly and turned to look at me with obvious discontent. Μα σαν κατάλαβε τι του πρότεινα κοντοστάθηκε. But when he understood what I was suggesting, he stopped short.

- Δε θα πω όχι, βέβαια, αφού έχετε την καλοσύνη, μου είπε. - I won't say no, of course, since you are so kind, he said. Να, εδώ είναι ένα καφενεδάκι παρακατιανό, πρόσθεσε δείχνοντάς μου το μαγαζάκι που ήτανε ακόμα ανοιχτό. Here, there is a little downscale café, he added, pointing to the little shop that was still open.

Η λέξη «παρακατιανό» άθελά μου μου ενέπνευσε την ιδέα να μην πάμε στο παρακατιανό καφενεδάκι, παρά να πάμε στο Σβέιτσεργοφ, εκεί πέρα που βρίσκονταν όλοι κείνοι που τον άκουσαν να τραγουδάει. The word 'downscale' inadvertently inspired me with the idea not to go to the downscale café, but rather to go to the Svečergof, where all those who heard him sing were. Παρ' όλο που αυτός με κάποια δειλή ταραχή αρνήθηκε κάμποσες φορές να δεχτεί την πρότασή μου, λέγοντας πως στο Σβέιτσεργοφ είναι μεγάλη πολυτέλεια, εγώ επέμεινα τόσο που στο τέλος κάνοντας και κείνος τον ξέγνοιαστο και κινώντας χαρούμενα την κιθάρα του με ακολούθησε. |||||||||||||||||||||||||||||||||carefree|||||||| Although he timidly refused my suggestion several times, saying that it is a great luxury at Svečergof, I insisted so much that in the end, pretending to be carefree and happily strumming his guitar, he followed me. Μερικοί αργόσχολοι γλεντζέδες, καθώς με είδαν να πλησιάζω τον τραγουδιστή και να του μιλάω, κοντοζύγωσαν διακριτικά, άκουσαν τι είπαμε κι ύστερα, σιγανοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους έφτασαν κατόπι μας ίσαμε την είσοδο του ξενοδοχείου με την ελπίδα, φαίνεται πως ο Τυρολέζος θα ξανατραγουδούσε. |idle||||||||||||||||||||whispering||||||||||||||||||| Some idlers and party-goers, as they saw me approaching the singer and speaking to him, discreetly moved closer, listened to what we said, and then, whispering among themselves, followed us to the entrance of the hotel hoping, it seems, that the Tyrolean would sing again.

Από ένα γκαρσόνι που βρέθηκε μπροστά μου στο διάδρομο ζήτησα μα μποτίλια κρασί. From a waiter who found himself in front of me in the hallway, I ordered a bottle of wine. Το γκαρσόνι μας κοίταξε χαμογελώντας και προσπέρασε βιαστικά. The waiter looked at us smiling and hurriedly passed by. Ένα άλλο γκαρσόνι ανώτερο σε βαθμό από το πρώτο, όταν αποτάθηκα σ' αυτό με την ίδια παράκληση, μ' άκουσε με μεγάλη σοβαρότητα κι αφού παρατήρησε προσεχτικά από τα νύχια ίσαμε την κορφή τη δειλή σιλουέτα του τραγουδιστή, πρόσταξε αυστηρά το θυρωρό να μας περάσει στη σάλα αριστερά. ||||||||||I turned to|||||||||||||||||||||||||||||||||||| Another waiter, higher in rank than the first, when I appealed to him with the same request, listened to me very seriously and after observing carefully from the nails up to the top the timid silhouette of the singer, sternly ordered the doorman to let us into the hall on the left. Η σάλα αυτή ήτανε προορισμένη για τον απλό κόσμο. ||||destined|||| This hall was intended for the common people. Σε μια γωνία της μια κακοφτιαγμένη ραχιτική υπηρέτρια έπλενε τα πιάτα κι η επίπλωση απαρτιζόταν από ξύλινα τραπέζια δίχως τραπεζομάντιλα και ξύλινους πάγκους. ||||||rachitic|||||||||||||||| In one corner of it, a poorly made rickety waitress was washing the dishes and the furnishings consisted of wooden tables without tablecloths and wooden benches. Το γκαρσόνι που ήρθε να μας σερβίρει, μας κοίταζε χαμογελώντας κοροϊδευτικά και με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες και ταυτόχρονα κουβέντιαζε με τη λαντζέρισσα. ||||||||||||||||||||||||dishwasher The waiter who came to serve us was looking at us with a mocking smile, with his hands stuffed in his pockets, and at the same time chatting with the dishwasher. Ήτανε φανερό, πως με το ύφος του αυτό ήθελε να δείξει πως, νιώθοντας τον εαυτό του κοινωνικά ανώτερο από τον τραγουδιστή, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε, μα απεναντίας διασκέδαζε πολύ σερβίροντάς μας. |||||||||||||||||||||||||||||serving| It was obvious that with this attitude he wanted to show that, feeling socially superior to the singer, not only did he not seem displeased, but on the contrary, he was having a lot of fun serving us.

- Κανένα απλό κρασάκι; με ρώτησε με ύφος ανθρώπου που ξέρει τη δουλειά του, γνέφοντάς μου κατά τη μεριά του συντρόφου μου και περνώντας την πετσέτα που κρατούσε από το ένα χέρι στο άλλο. - No simple wine? he asked me with the demeanor of a person who knows his job, gesturing towards my companion and shifting the towel he was holding from one hand to the other.

- Σαμπάνια, και από την καλύτερη, του αποκρίθηκα προσπαθώντας να πάρω το πιο υπεροπτικό και πιο επιβλητικό ύφος. - Champagne, and of the best kind, I replied trying to take the most arrogant and imposing demeanor. Μα μήτε η παραγγελία της σαμπάνιας, μήτε το τάχα υπεροπτικό και επιβλητικό ύφος μου έκαναν εντύπωση στο γκαρσόνι. |||||of champagne|||||||||||| But neither the order for champagne nor my supposedly arrogant and imposing demeanor made an impression on the waiter. Χαμογέλασε, κοντοστάθηκε, κοιτάζοντάς μας, συμβουλεύτηκε με κινήσεις αργές το χρυσό ρολόι του και με βήματα σιγανά, σαν να έκανε περίπατο, βγήκε. He smiled, paused, looking at us, consulted his gold watch with slow movements, and with soft steps, as if he were taking a stroll, he left. Ξαναγύρισε πολύ γρήγορα με το κρασί και παρέα δύο άλλους συναδέλφους του. ||||||||||colleagues| He quickly returned with the wine and two of his colleagues. Οι δυο νιόφερτοι κάθισαν κοντά στη λαντζέρισσα και με χαρούμενη προσοχή και μικροχαμόγελα διασκέδαζαν βλέποντάς μας, έτσι που διασκεδάζουν οι μεγάλοι στη θέα των μικρών παιδιών που παίζουν. ||newcomers||||||||||||||||||||||||| The two newcomers sat close to the dishwasher and amused themselves with cheerful attention and small smiles as they watched us, just like adults enjoy the sight of small children playing. Και μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα δε μας κοίταζε κοροϊδευτικά, παρά με πραγματική συμπόνια. And only the hunchbacked dishwasher did not look at us mockingly, but with genuine sympathy. Παρότι ένιωθα βαρυθυμία και τρομερή αδεξιότητα κι αιτία ήταν εκείνα τα επίμονα βλέμματα των δυο λακέδων, στο να κουβεντιάζω και να περιποιούμαι τον τραγουδιστή, προσπαθούσα ωστόσο να το κάνω όσο μπορούσα άνετα. |||||||||||||||lackeys|||||||||||||||| Although I felt despondent and terribly awkward, due to the persistent glares of the two lackeys, I still tried to chat and attend to the singer as comfortably as I could. Τώρα με τα φώτα, τον παρατηρούσα πιο καλά. Now with the lights, I observed him better. Ήτανε ένας μικροσκοπικός, όλο νεύρα μα κανονικά φτιαγμένος άνθρωπος, σχεδόν νάνος. He was a tiny man, all nerves but normally built, almost a dwarf.

Τα μαλλιά του ήτανε μαύρα και σκληρά, τα μάτια του επίσης μαύρα, δίχως τσίνουρα και πάντα δακρυσμένα και το στοματάκι του εξαιρετικά γλυκό και καλογραμμένο. |||||||||||||||||||little mouth|||||well-written His hair was black and stiff, his eyes also black, without any tears and always teary, and his little mouth was exceedingly sweet and well-shaped. Είχε μικρές φαβορίτες και ήτανε ντυμένος απλούστατα και φτωχικά. He had small sideburns and was dressed in a very simple and poor manner. Ήτανε βρόμικος, κουρελής κι είχε γενικά την όψη ανθρώπου δουλευτή. ||ragged||||||| He was dirty, ragged, and generally had the appearance of a hardworking person. Έμοιαζε πιο πολύ μ' ένα φτωχό εμποράκο παρά με καλλιτέχνη. ||||||little merchant||| He resembled a poor merchant more than an artist. Μονάχα στα λαμπερά μάτια του, τα πάντα υγρά, και στο σουφρωμένο στοματάκι του μπορούσε να διακρίνει κάποιος κάτι το ξέχωρο και το συγκινητικό. |||||||||||||||||||extraordinary||| Only in his bright eyes, all wet, and in his puckered little mouth could one discern something distinct and emotional. Φαινόταν ίσαμε εικοσιπέντε χρονών ή και σαράντα. He looked about twenty-five years old or even forty. Μα πραγματικά ήτανε τριανταοχτώ. |||thirty-eight But it was really thirty-eight.

Και να τι μου διηγήθηκε για τη ζωή του, με μια καλόκαρδη προθυμία και φανερή ειλικρίνεια. And here is what he told me about his life, with a kind-hearted willingness and evident sincerity. Καταγόταν από την Αργοβή. He was originally from Argoviti. Παιδί ακόμα έχασε το πατέρα του και τη μητέρα του. As a child, he lost his father and his mother. Άλλους συγγενείς δεν είχε. He had no other relatives. Ούτε και την παραμικρή περιουσία. Not even the slightest property. Από μικρός μπήκε μαθητευόμενος σ' ένα μαραγκούδικο κι έμαθε την τέχνη. ||||||carpentry shop|||| Since he was young, he became an apprentice in a carpentry and learned the craft. Μα στα εικοσιδύο του χρόνια έπαθε τερηδόνα στο ένα χέρι κι έτσι δε μπορούσε πια να δουλέψει σα μαραγκός. ||||||caries|||||||||||| But at the age of twenty-two, he developed a cavity in one hand and thus he could no longer work as a carpenter. Πάντα είχε μεγάλη κλίση για το τραγούδι και το έκαμε επάγγελμα. He always had a great inclination for singing and made it his profession. Οι περιηγητές του έδιναν κάπου-κάπου λίγα τα λεφτά. The travelers would occasionally give him a little money. Αγόρασε λοιπόν μια κιθάρα και μ' αυτήν όλα τούτα τα κατοπινά χρόνια γυρίζει στην Ελβετία και στην Ιταλία τραγουδώντας μπροστά στα ξενοδοχεία. So he bought a guitar, and with it, for all these later years, he travels to Switzerland and Italy, singing in front of the hotels. Όλες-όλες οι αποσκευές του είναι η κιθάρα του και το πορτμονέ του που κείνη την ώρα περιείχε ενάμιση φράγκο και μ' αυτό έπρεπε να φάει και να κοιμηθεί το βράδυ. |||||||||||wallet||||||||||||||||||| All of his luggage consists of his guitar and his wallet, which at that moment contained one and a half francs, and with this he had to eat and sleep at night.

Κάθε χρόνο πηγαίνει στα καλύτερα κέντρα της Ελβετίας, αυτά που τραβούν τους πιο πολλούς περιηγητές: Ζυρίχη, Λουκέρνη, Ιντερλάκεν, Σαμονή κλπ. |||||centers||||||||||||Interlaken|| Every year he goes to the best centers of Switzerland, those that attract the most tourists: Zurich, Lucerne, Interlaken, Chamonix, etc. Από τον Άγιο Βερνάρδο περνάει στην Ιταλία και ξαναγυρίζει από τον Άγιο Γκοτάρ ή από τη Σαβοΐα. |||Bernard||||||||||||| From Saint Bernard he passes into Italy and returns again from Saint Gothard or Savoy. Με τον καιρό δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να κάνει αυτές τις πεζοπορίες, γιατί από τα κρυολογήματα που έχει αρπάξει οι πόνοι στα πόδια του που τους αποκαλεί γλιντερζούχτ, δυναμώνουν ολοένα και ταυτόχρονα η φωνή και τα μάτια του αδυνατίζουν. ||||||||||||hikes||||||||||||||||glenchings||||||||||| Over time, he finds it increasingly difficult to make these hikes, because from the colds he has caught, the pains in his legs that he calls glinderzucht get stronger, and at the same time his voice and his eyes weaken. Παρ' ολ' αυτά, τώρα θα τραβούσε για τον Ιντερλάκεν, Αιξ-λε-μπαιν κι από το μικρό Άγιο Βερνάρδο για την Ιταλία που την αγαπάει εξαιρετικά. |||||||||Aix||Bain||||||||||||| Nevertheless, now he would head for Interlaken, Aix-les-Bains, and from the small Saint Bernard to Italy which he loves extremely. Γενικά όπως φαινόταν, ήτανε πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή του. Generally, as it seemed, he was very satisfied with his life. Όταν τον ερώτησα γιατί πάντα καταλήγει να γυρίζει στο τόπο του μιας κι όπως μου είπε δεν έχει εκεί πέρα μήτε συγγενείς, ούτε σπίτι, μήτε γης, το στοματάκι του σούφρωσε ακόμα πιο πολύ σ' ένα χαρούμενο χαμόγελο και μου αποκρίθηκε: ||asked||||||||||||||||||||||||||||||||||||| When I asked him why he always ends up returning to his place since, as he told me, he has neither relatives there, nor a house, nor land, his little mouth curled even more into a happy smile and he replied:

- Oui, le sucre est bon, il est doux pour les enfants (Ναι, η ζάχαρη είναι καλή, είναι γλυκιά για τα παιδιά) και μου έγνεψε κατά τη μεριά των λακέδων. Yes|||||||sweet|for||children|||||||||||||||||| - Yes, sugar is good, it is sweet for children (Ναι, η ζάχαρη είναι καλή, είναι γλυκιά για τα παιδιά) and he waved towards the waiters.

Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε με τη φράση αυτή, μα τα γκαρσόνια ξεκαρδίστηκαν. I didn't understand what he meant by that phrase, but the waiters burst out laughing.

- Δεν έχω τίποτα, αν είχα δε θα γύριζα βέβαια, από πολιτεία σε πολιτεία έτσι δα που γυρίζω, μου εξήγησε, όμως ξαναγυρίζω πάντα στον τόπο μου, γιατί όσο να 'ναι, η πατρίδα μας τραβάει πάντα. ||||||||||||||||||||I return||||||||||||| - I have nothing, if I had I wouldn't be moving around from state to state like I am, he explained, but I always return to my homeland, because no matter what, our homeland always calls us back. Και μ' ένα χαμόγελο πονηρό και αυτάρεσκο επανάλαβε τη φράση: «Oui, le sucre est bon» και γέλασε καλόκαρδα. And with a cunning and self-satisfied smile, he repeated the phrase: 'Yes, sugar is good,' and laughed heartily.

Τα γκαρσόνια ήτανε κατενθουσιασμένα και ξεκαρδίζονταν, μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα κοίταζε τον ανθρωπάκο, με τα μεγάλα αγαθά μάτια της με σοβαρότητα κι όταν το κασκέτο του έπεσε κάποια στιγμή στο πάτωμα, έτρεξε και του το σήκωσε. |||enthusiastic||were cracking up|||||||||||||||||||||||||||||| The waiters were ecstatic and were rolling with laughter, only the hunchbacked dishwasher looked at the little man with her big kind eyes seriously, and when his cap fell to the floor at one point, she ran and picked it up for him. Ήξερα πως όλοι αυτοί οι πλανόδιοι τραγουδιστές, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί ακόμα, κολακεύονται σαν τους αποκαλούν καλλιτέχνες κι έτσι συστήνονται κι οι ίδιοι, για τούτο και εγώ κάμποσες φορές υπαινίχτηκα στο συνομιλητή μου πως είναι καλλιτέχνης. ||||||singers|acrobats||||are flattered||||artists|||introduce themselves|||||||||||||||| I knew that all these street singers, acrobats, and even magicians were flattered when they were called artists, and that’s how they introduced themselves, which is why I hinted a few times to my conversation partner that he was an artist. Μα κείνος δεν παραδεχόταν καθόλου αυτόν τον χαρακτηρισμό για το εαυτό του, παρά θεωρούσε τη δουλειά του απλούστατα ως ένα βιοποριστικό επάγγελμα. ||||||||||||||||||||livelihood| But he did not accept that characterization of himself at all, but rather considered his work simply as a means of earning a living. Όταν τον ρώτησα αν ο ίδιος συνθέτει τα τραγούδια που τραγουδάει απόρησε πολύ για την παράδοξη ερώτησή μου και είπε πως δεν είναι ικανός για τέτοια, και τα τραγούδια του είναι όλα παλιά Τυρολέζικα τραγούδια. ||||||composes|||||||||||||||||||||||||||Tyrolean| When I asked him if he himself composes the songs he sings, he was very surprised by my paradoxical question and said that he is not capable of such things, and that all his songs are old Tyrolean songs.

- Μα εκείνο το τραγούδι για του βουνό Righi, φαντάζομαι πως δεν είναι παλιό, παρατήρησα. - But that song about the Righi mountain, I imagine it is not old, I remarked.

- Ναι. Αυτό είναι κάπου δεκαπέντε χρόνια που πρωτοβγήκε. ||||||first came out This is around fifteen years since it first came out. Ένας γερμανός ζούσε στο Μπάζελ κι αυτός το έγραψε. ||||Basel|||| A German lived in Basel and he wrote this. Ήτανε ένας σοφότατος άνθρωπος ο γερμανός αυτός. This German was a very wise man. Κι το τραγούδι είναι πολύ όμορφο! Το έγραψε για τους περιηγητές. He wrote it for the travelers.

Κι άρχισε μεταφράζοντας μου γαλλικά να μου απαγγέλνει τα λόγια του τραγουδιού, που φαίνεται ότι πολύ του άρεσε: ||translating||||||||||||||| And he started translating to me in French, reciting the lyrics of the song, which it seems he really liked:

Αν θες να πας στο βουνό Righi If you want to go to Mount Righi

Ίσαμε το Βεγίς δε σου χρειάζονται παπούτσια ||Vigís|not||| Up to Vegis, you don't need shoes

(Γιατί πηγαίνουν με τα βαπόρια) (Because they go by boat)

Κι από το Βεγίς πάρε μια μεγάλη μαγκούρα And from Vegis, take a big stick

Και πιάσε μπράτσο μια κοπέλα And grab a girl's arm

Και στάσου να πιεις ένα κρασάκι And stop to drink a little wine

Μονάχα μην πιεις πολύ, Just don't drink too much,

Γιατί όποιος θέλει να πιει For whoever wants to drink

Πρέπει πρωτύτερα να φανεί άξιος... Must first prove worthy...

- Ω, είναι περίφημο τραγούδι! - Oh, it's a magnificent song! - συμπέρανε ο ανθρωπάκος. - concluded the little man.

Τα γκαρσόνια, βρήκανε, φαίνεται, πολύ όμορφο το τραγούδι αυτό, γιατί ήρθαν κοντά μας. The waiters apparently found this song very beautiful, because they came close to us.

- Καλά, και τη μουσική, ποιος την έγραψε; - ρώτησα. - Well, who wrote the music? - I asked.

- Κανένας, παρά να, έτσι, πάντα για τους ξένους, πρέπει να εφευρίσκει κάποιος κάτι καινούριο. ||||||||||inventing|||

Όταν μας έφεραν τον πάγο και γέμισα το ποτήρι του σαμπάνια, έδειξε κάπως στενοχωρημένος και στριφογύριζε νευρικά στον πάγκο του, ρίχνοντας ματιές ανήσυχες στα γκαρσόνια. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στην υγειά των καλλιτεχνών. we clinked|||||||artists Κείνος ήπιε το μισό και θεώρησε καλό ν' απομείνει σκεφτικός και να κινεί με βαθυστόχαστο ύφος τα φρύδια του. He drank half and considered it good to remain thoughtful and to move his eyebrows with a deep expression.

- Έχω πολύ καιρό να πιω τέτοιο κρασί, je ne vous dis que ça (Τούτο μονάχα σας λέω). ||||||||||tell|||||| - I haven't had such wine for a long time, je ne vous dis que ça (This is all I'm telling you). Στην Ιταλία το κρασί d' Asti είναι καλό, μα τούτο είναι πολύ ανώτερο. |||||Asti||||||| In Italy, the Asti wine is good, but this one is far superior. Αχ, η Ιταλία! Είναι όμορφα να ζει κάποιος εκεί πέρα! It's beautiful to live over there! Πρόσθεσε. He added.

- Ναι, εκεί πέρα ξέρουν να εκτιμούν τη μουσική και τους καλλιτέχνες, είπα θέλοντας να κάνω νύξη για την αποτυχία του μπροστά στο Σβέιτσεργοφ. |||||appreciate||||||||||||||||| - Yes, over there they know how to appreciate music and artists, I said wanting to hint at his failure in front of Swaitzergof.

- Όχι, αποκρίθηκε αμέσως, όσο για μουσική εκεί πέρα δε μπορώ να ικανοποιήσω κανένα γούστο. - No, he immediately replied, as for music over there I cannot satisfy any taste. Οι Ιταλοί είναι οι ίδιοι μουσικοί που σαν κι αυτούς δε βρίσκονται άλλοι στον κόσμο. The Italians are the same musicians that no others like them can be found in the world. Τους διασκεδάζω μονάχα με τα Τυρολέζικα τραγουδάκια, που γι' αυτούς είναι κάτι καινούριο. ||||||songs||||||new I only entertain them with Tyrolean songs, which for them is something new.

- Και είναι γενναιόδωρος ο κόσμος εκεί πέρα; - συνέχισα για να τον αναγκάσω να συμμεριστεί την οργή μου για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ. |||||||||||||share|||||||| - And is the world over there generous? - I continued to force him to share my anger towards the foreigners of Sveitsergof. Συμβαίνει και εκεί σαν και εδώ μεσ' από ένα τεράστιο ξενοδοχείο, που κατασταλάζουν τόσοι παραλήδες, μεσ' από εκατό ανθρώπους, να μη βρεθεί ένας να δώσει στο μουσικό μια δεκάρα;... ||||||||||||||fools||from|||||||||||| It happens there too, just like here, through a huge hotel, where so many loafers settle, that among a hundred people, not one can find a dime to give to the musician?...

Η ερώτησή μου δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. My question did not have the result I expected. Ο κακομοίρης ούτε που σκεφτόταν καν να τα βάλει με τους Εγγλέζους. The poor fellow didn't even think about taking on the English. Απεναντίας την παρατήρησή μου την πήρε ως αποδοκιμασία για το ταλέντο του που αποδείχτηκε ανάξιο για αμοιβή και προσπάθησε να δικαιολογηθεί απέναντι μου. On the contrary, he took my observation as a condemnation of his talent, which proved unworthy of reward, and he tried to justify himself to me.

- Δεν κερδίζει κάποιος πολλά κάθε φορά, είπε. - One doesn't earn much every time, he said. Κι η φωνή χάνεται, και τυχαίνει να 'μαι κουρασμένος. And the voice fades away, and it happens that I'm tired. Να, σήμερα, έξαφνα εννιά ώρες περπάτησα και σχεδόν ολόκληρη την ημέρα τραγουδούσα. |||||||||||I was singing Look, today, suddenly I walked for nine hours and almost the whole day I was singing. Είναι κουραστικό. It's exhausting. Κι ύστερα οι μεγάλοι κύριοι, οι αριστοκράτες, τυχαίνει να μην έχουν όρεξη ν' ακούσουν τυρολέζικα τραγούδια. ||||||aristocrats||||||||| And then the big gentlemen, the aristocrats, happen not to be in the mood to listen to Tyrolean songs.

- Όσο να 'ναι, έτσι πάλι να μη δώσουν τίποτα; -επέμεινα εγώ. - After all, can't they at least give something? - I insisted. Δεν κατάλαβε την παρατήρησή μου ή έκανε πως δεν την κατάλαβε. He didn't understand my remark or pretended not to understand it.

- Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε, το σπουδαίο είναι πως εδώ on est très serré pour la police (Είναι πολλές οι πιέσεις της αστυνομίας), μάλιστα. |||||||||||||tight|||||||||| - This is nothing, he said, the important thing is that here we are very tight for the police (There are many pressures from the police), indeed. Εδώ, σύμφωνα μ' αυτούς τους δημοκρατικούς νόμους, δε σου επιτρέπουν να τραγουδάς, ενώ στην Ιταλία μπορείτε να γυρίζετε όσο θέλετε, δίχως κανένας να σας ενοχλήσει. |||||democratic||||||||||||||||||| Here, according to these democratic laws, they do not allow you to sing, while in Italy you can roam as much as you want, without anyone bothering you. Εδώ, σαν θελήσουν να σας το επιτρέψουν, το επιτρέπουν, μα σαν δε θελήσουν, μπορούν και στη φυλακή να σας κλείσουν μια χαρά. Here, if they want to allow you to, they allow it, but if they don’t want to, they can lock you up in prison just fine.

- Τι λέτε;! Κι είναι τάχα δυνατό(;)! And is it possible?!

- Μάλιστα. - Indeed. Αν σας κάνουν μια φορά την παρατήρηση και σεις δεν συμμορφωθείτε σας φυλακίζουν με το πρώτο. ||||||||||comply||||| If they make a remark to you once and you do not comply, they imprison you at the first offense. Εδώ που με βλέπετε, έχω μείνει τρεις μήνες φυλακή, πρόσθεσε χαμογελώντας, σάμπως τούτη να ήτανε μια από τις ευχάριστες αναμνήσεις του. Here where you see me, I have spent three months in prison, he added with a smile, as if this were one of his pleasant memories.

- Αχ, μ' αυτό είναι φριχτό! - Ah, that's terrible! -είπα. - I said. Και για ποιο λόγο;

- Ξέρω και εγώ. Να, σύμφωνα με τους καινούριους νόμους της Δημοκρατίας, συνέχιζε ζωηρεμένος. Look, according to the new laws of the Republic, it continued to thrive. Και δεν θέλουν καν να λογαριάσουν πως κι ένας φτωχός έχει ανάγκη να ζήσει κάπως. And they don't even want to consider that even a poor person needs to live somehow. Αν δεν ήμουν σακατεμένος θα δούλευα και θα έβγαζα το ψωμί μου. If I weren't crippled, I would work and earn my bread. Κι αν τραγουδάω, βλάφτω τάχατες κανένα; Τι ειν' αυτά! |||I harm||||| And if I sing, am I harming anyone, perhaps? What is this! Οι πλούσιοι μπορούν να ζουν όπως τους καπνίσει μα un bauvre tiaple (Θέλει να πει un pauvre diable δηλ. ||||||||||||||||poor|| The rich can live as they please, but a poor devil (It means a poor devil, i.e. a poor person). ένας φτωχός διάβολος), σαν και μένα δεν πρέπει να ζήσει σ' αυτόν τον κόσμο. A poor devil), like me should not live in this world. Τι νόμοι ειν' αυτοί, οι νόμοι της Δημοκρατίας; Αν ειν' έτσι, δεν τη θέλουμε εμείς τη Δημοκρατία, έτσι δεν είναι καλέ μου κύριε; Δεν θέλουμε τη Δημοκρατία, μα θέλουμε... θέλουμε απλούστατα... θέλουμε, τα μάσησε κάπως, θέλουμε νόμους φυσικούς. What laws are these, the laws of Democracy? If that's the case, we don't want Democracy, do we, my dear sir? We don't want Democracy, but we simply want... we want, it got a bit tangled, we want natural laws. Του απογιόμισα το ποτήρι. |emptied|| I emptied his glass.

- Δεν πίνετε, του είπα. - I don't drink, I told him.

Πήρε στα χέρια του το ποτήρι και μου έκανε μια υπόκλιση. He took the glass in his hands and bowed to me.

- Ξέρω τι θέλετε, είπε μισοκλείνοντας το ένα μάτι και κινώντας απειλητικά το δαχτυλάκι του. - I know what you want, he said, half-closing one eye and threateningly moving his little finger. Θέλετε να με μεθύσετε για να δείτε τι θα κάνω. |||get me drunk|||||| You want to get me drunk to see what I will do. Αυτό δεν πρόκειται να το καταφέρετε. You are not going to succeed at this.

- Λάθος έχετε. - You are wrong. Δεν έχω κανένα τέτοιον σκοπό, αποκρίθηκα. I have no such intention, I replied. Απλούστατα, θέλω να σας περιποιηθώ. ||||take care of Simply put, I want to take care of you.

Λυπήθηκε, φαίνεται, που με πρόσβαλε, παρεξηγώντας την πρόθεσή μου, τα έχασε, ανασηκώθηκε και μου έσφιξε τον αγκώνα. |||||misunderstanding||||||||||| He seemed sorry for having offended me, misunderstanding my intention, was taken aback, stood up, and squeezed my elbow.

- Όχι, όχι, είπε, με ύφος ικετευτικό, και με τα υγρά μάτια του καρφωμένα πάνω μου, έτσι το είπα, αστειεύτηκα. - No, no, he said, with a pleading expression, and with his watery eyes fixed on me, that's how I said it, I was joking.

Κι αμέσως ξεφούρνισε κάποια φριχτά μπερδεμένη παμπόνηρη φράση, που πρέπει να σήμαινε, κατά τη γνώμη του, πως όσο να 'ναι είμαι καλό παιδί. ||||||very clever|||||||||||||||| And immediately he blurted out some terribly twisted crafty phrase, which must have meant, in his opinion, that all in all, I am a good kid.

- Je ne vous dis que ça! - I only tell you that! - συμπέρανε. - conclude.

Εξακολουθήσαμε έτσι να πίνουμε λίγο-λίγο και να κουβεντιάζουμε οι δυο μας και τα γκαρσόνια απολάβαιναν δίχως συστολή το θέαμα και μας κορόιδευαν, θαρρώ. we continued|||||||||||||||were enjoying|||||||| We continued to drink little by little and chat just the two of us, and the waiters enjoyed the spectacle without embarrassment and were making fun of us, I believe. Παρ' όλο το ενδιαφέρον που είχαν για μένα τα λεγόμενα του πλανόδιου τραγουδιστή, δε μπορούσα να μην αντιλαμβάνομαι τη συμπεριφορά των γκαρσονιών, που, ομολογώ, μου έδινε όλο και πιο πολύ στα νεύρα. |||||||||||||||||||||waiters|||||||||| Despite the interest that the words of the wandering singer had for me, I couldn't help but notice the behavior of the waiters, which, I admit, was getting on my nerves more and more.

Κάποια στιγμή εν' απ' αυτά σηκώθηκε, πλησίασε τον Τυρολέζο και χαμογελώντας του χάιδευε την κορφή. ||||||||Tyrolean|||||| At some point, one of them got up, approached the Tyrolean and, smiling, stroked his head. Μέσα μου έβραζε αρκετό απόθεμα οργής για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ, που δεν πρόφτασε να ξεθυμάνει και τώρα τούτη η διαγωγή των γκαρσονιών με νευρίαζε ακόμα πιο πολύ. Inside me, a considerable reservoir of anger was boiling for the foreigners of Sveitzerhof, which hadn't had the chance to cool off, and now this behavior of the waiters was irritating me even more. Ο θυρωρός, δίχως να βγάλει το κασκέτο του, μπήκε στο δωμάτιο και στρώθηκε δίπλα μου, ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. The doorman, without taking off his cap, entered the room and settled down next to me, resting his elbows on the table. Το τελευταίο αυτό, καθώς έθιξε τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία μου, με φούρκισε τρομερά κι έκανε να ξεσπάσει όλη κείνη η οργή που από τόσες ώρες έβραζε μέσα μου. This last point, as it touched my ego and vanity, enraged me terribly and made all that anger that had been boiling inside me for so many hours burst forth. Γιατί, όταν είμαι μόνος, στην είσοδο ο θυρωρός αυτός με χαιρετάει με μια βαθιά υπόκλιση πάντα και τώρα, επειδή έχω παρέα μου τον πλανόδιο τραγουδιστή, ήρθε και μου στρώθηκε με τόση ιταμότητα δίπλα μου; Φούντωσα πέρα για πέρα, πλημμυρισμένος από εκείνον τον αναβρασμό της οργής και της αγανάκτησης, που τόσο μ' αρέσει να το νιώθω να με κυριεύει και να τον ερεθίζω, μάλιστα, πολλές φορές, γιατί επενεργεί κάπως κατευναστικά και δίνει, έστω για λίγο, μια εξαιρετική ευλυγισία, ενεργητικότητα και ένταση σ' όλες τις φυσικές και τις ηθικές ικανότητές μου. |||||||||||||||||||||||||||||||impudence|||I got angry||||flooded||||boiling|||||||||||||||||||irritate|||||acts|||||||||||||||||||||| Because, when I am alone, the doorman always greets me with a deep bow at the entrance, and now, since I have the wandering singer with me, why did he come and sit beside me with such impudence? I was completely furious, overwhelmed by that turmoil of anger and indignation, which I love to feel taking over me and even provoke it many times, because it somehow has a soothing effect and gives, even for a moment, an exceptional flexibility, vitality, and intensity to all my physical and moral abilities. Τινάχτηκα απότομα στη θέση μου. I jumped abruptly from my seat.

- Γιατί γελάτε; - ξεφώνισα του θυρωρού, νιώθοντας ταυτόχρονα πως το πρόσωπό μου χλόμιαζε και τα χείλη μου στράβωναν άθελά μου. ||||of the doorkeeper||||||||||||were twisting|| - Why are you laughing? - I shouted at the doorman, feeling at the same time that my face was turning pale and my lips were unintentionally twisting.

- Δε γελώ, έτσι, μονάχα, - αποκρίθηκε κείνος, οπισθοχωρώντας. - I am not laughing, just so, - he replied, retreating.

- Όχι, γελάτε και κοροϊδεύετε τούτον τον κύριο. - No, you are laughing and mocking this gentleman. Και τι δικαίωμα έχετε ν' ρθείτε εδώ και να κάθεστε, τη στιγμή που βρίσκονται ξένοι; Μην τολμάτε να κάθεστε! And what right do you have to come here and sit, while there are strangers present? Do not dare to sit! -έμπηξα έξαλλος μια φωνή. -I shouted angrily.

Ο θυρωρός κάτι μουρμουρίζοντας σηκώθηκε και πήγαινε κατά την πόρτα. The doorman, muttering something, got up and went towards the door.

- Πώς τολμάτε να κοροϊδεύετε αυτόν τον κύριο και να κάθεστε δίπλα του, τη στιγμή που αυτός είναι επισκέπτης και εσείς ένας θυρωρός; Γιατί δεν κάνατε το ίδιο για μένα σήμερα, την ώρα του γεύματος; Το κάνετε τώρα γιατί αυτός είναι φτωχοντυμένος και γιατί τραγουδάει στους δρόμους; Ναι, ασφαλώς ναι, και γιατί εγώ είμαι καλοντυμένος. - How do you dare to mock this gentleman and sit next to him, while he is a guest and you are a doorman? Why didn't you do the same for me today, at lunchtime? You do it now because he is poorly dressed and because he sings in the streets? Yes, of course, yes, and because I am well-dressed. Αυτός είναι φτωχός, μα είναι χίλιες φορές καλύτερός σας. He is poor, but he is a thousand times better than you. Για τούτο είμαι βέβαιος. For this, I am sure. Γιατί αυτός δεν πίκρανε κανένα, ενώ εσείς τον πικραίνετε. ||||||||upset Because he didn't upset anyone, while you are upsetting him.

- Μα εμείς τίποτα, έτσι μονάχα- παρατήρησε δειλά το γκαρσόνι. - But we did nothing, just noticed the waiter timidly. Μήπως τον εμπόδισα να κάθεται; Did I perhaps prevent him from sitting?

Το γκαρσόνι δε με καταλάβαινε και τα γερμανικά μου πήγαιναν χαμένα. The waiter did not understand me and my German went to waste. Ο αυθάδης θυρωρός έκανε να υπερασπιστεί το γκαρσόνι, μα εγώ του επιτέθηκα με τέτοια ορμή, που υποκρίθηκε, πως κι αυτός δεν καταλάβαινε γερμανικά και κινούσε μονάχα μ' αδιαφορία τα χέρια του. |||||||||||I attacked||||||||||||||||||| The impudent doorman attempted to defend the waiter, but I attacked him with such force that he pretended not to understand German either and merely moved his hands with indifference. Η ραχιτική λαντζέρισσα, είτε γιατί αντελήφθηκε την έξαψή μου και φοβήθηκε μην ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο, είτε γιατί συμμεριζόταν τη γνώμη μου, πήρε το μέρος μου και προσπαθώντας να μπει ανάμεσα σε μένα και το θυρωρό, αυτόν το συμβούλευε να μη μιλάει, λέγοντας του πως εγώ είχα δίκιο κι εμένα με παρακαλούσε να ησυχάσω. |||||realized||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| The rachitic dishwasher, either because she sensed my excitement and was afraid that a scandal might break out, or because she shared my opinion, took my side and, trying to get between me and the doorman, advised him not to speak, telling him that I was right and pleading with me to calm down.

«Der Herr hat Recht; Sie haben Recht (Ο κύριος έχει δίκιο, έχετε δίκιο εσείς) έλεγε και ξανάλεγε. |||right||have||||||||||| The Lord is right; you are right (Ο κύριος έχει δίκιο, έχετε δίκιο εσείς) he said and repeated.

Ο τραγουδιστής παρουσίαζε το πιο αξιοθρήνητο και περίτρομο πρόσωπο και, προφανώς, μην καταλαβαίνοντας γιατί φουρκιζόμουν τόσο και τι ήθελα, με παρακαλούσε να φύγουμε το γρηγορότερο από εκεί μέσα. The singer presented the most miserable and terrified face and, obviously not understanding why I was getting so angry and what I wanted, begged me to get out of there as quickly as possible. Όμως μέσα μου φούντωνε ολοένα και πιο έντονα η μανία να τα ξεφουρνίσω όλα: και για το πλήθος που κορόιδευε τον τραγουδιστή, και για τους ακροατές που δεν του έδωσαν ούτε μια πεντάρα και δεν εννοούσα να σωπάσω. ||||||||||||||||||||||||||||||||||not||| But inside me, the mania to spill everything grew stronger and stronger: both for the crowd that mocked the singer, and for the listeners who did not give him a single penny, and I had no intention of keeping quiet. Και φαντάζομαι πως αν τα γκαρσόνια κι ο θυρωρός δεν ήτανε τόσο υποχωρητικοί, με μεγάλη ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μαζί τους ή θα έδινα μια κατακέφαλα με το μπαστούνι της Εγγλέζας δεσποινίδας. ||||||||||||submissive|||||||||||||||||||| And I imagine that if the waiters and the doorman weren't so accommodating, I would gladly have come to blows with them or I would have given a whack with the English lady's cane. Αν κείνη τη στιγμή βρισκόμουνα στη Σεβαστούπολη θα ριχνόμουνα να ρημάξω την Εγγλέζικη tranchee. ||||||Sevastopol||||||| If at that moment I were in Sevastopol, I would have thrown myself to destroy the English trench.

- Και για ποιο λόγο με κουβαλήσατε σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη, ε; - ρωτούσα επίμονα το θυρωρό, κρατώντας τον από το χέρι για να μη μου ξεφύγει. |||||you brought||||||||||||||||||||||| - And why did you bring me to this hall and not the other one, huh? - I kept asking the doorman, holding him by the hand so he wouldn’t get away from me. Ποιο δικαίωμα έχετε ν' αποφασίζετε με το μάτι πως τούτος ο κύριος πρέπει να έρθει σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη; Τάχα όλοι όσοι πληρώνουν δεν είναι ίσοι σ' ένα ξενοδοχείο; Όχι μονάχα στις δημοκρατίες, μα σ' όλον τον κόσμο. ||||decide||||||||||||||||||||||||||||||||democracies||||| What right do you have to decide with your eyes that this gentleman should come to this hall and not the other? Surely all those who pay are not equal in a hotel? Not only in democracies, but in the whole world. Η δημοκρατία σας είναι σιχαμένη!... ||||disgusting Your democracy is disgusting!... Ορίστε ισότητα! Here is equality! Τους Εγγλέζους δε θα τολμούσατε να τους περάσετε εδώ μέσα, αυτούς τους ίδιους τους Εγγλέζους, που άκουσαν δωρεάν το τραγούδι του κυρίου, που δηλαδή ο καθένας τους του έκλεψε κι από μερικές δεκάρες κείνες που θα έπρεπε να του δώσει. ||||you would dare||||||||||||||||||||||||||||||||||| You wouldn't dare to pass the English here, those same Englishmen who listened for free to the song of the lord, meaning each of them stole a few coins from him that they should have given him. Πώς τολμήσατε να υποδείξετε τούτη τη σάλα; |dare||point out|this||room How dare you point out this hall?