VI. Ο Ποληκούσκα
VI. Polikuska
VI. Polikuska
Πραγματικά, κείνη τη στιγμή ο επιστάτης έβγαινε από το αρχοντικό.
Indeed, at that moment the overseer was coming out of the mansion.
Βιαστικά-βιαστικά οι σκούφοι των μαζεμένων μουζίκων έβγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο από τα κεφάλια τους, και καθώς κοντοζύγωνε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, πρόβαλαν αυτά στο κέντρο και στην μπροστινή μεριά ξεσκούφωτα σε διάφορα χρώματα: γκρίζα, ψαρά, κοκκινότριχα, μαύρα, ξανθά, και σιγά-σιγά οι φωνές λιγόστευαν, ώσπου πάψανε ολότελα.
|||hats||gathered|||||||||||||||drew near||Yegor|Mikhailovich|||||||||bareheaded||||||red-haired||||||||diminished||stopped completely|
Hastily, the caps of the gathered peasants were coming off one after another from their heads, and as Yegor Mikhailovich approached, they appeared in the center and in front, uncovered and in various colors: gray, fisherman, red-haired, black, blonde, and gradually the voices dwindled until they ceased altogether.
Ο επιστάτης στάθηκε στον εξώστη κι έδειξε πως ήθελε να μιλήσει.
The overseer stood on the balcony and showed that he wanted to speak.
Κείνη τη στιγμή, έτσι που στεκόταν με το μακρύ του σουρτούκου και με τα χέρια κάπως αδέξια χωμένα στις τσέπες, με το κασκέτο κατεβασμένο χαμηλά στο μέτωπο και με τα πόδια σταθερά στυλωμένα στον εξώστη δεσπόζοντας πάνω απ' όλα εκείνα τα ανασηκωμένα και γυρισμένα προς αυτόν κεφάλια, που τα πιότερα ήταν γεροντικά και τα πιότερα όμορφα, όπως φάνταζαν με τις γενειάδες τους, είχε ολότελα διαφορετική όψη και ύφος από κείνη που είχε μπροστά στην κυρία.
||||||||||long coat|||||||stuffed|||||||||||||||firmly planted|||dominating over||||||raised||||||||mostly||elderly-looking|||||||||||||||||||||||
At that moment, standing with his long coat and his hands somewhat awkwardly stuffed in his pockets, with the cap pulled down low on his forehead and his legs firmly planted on the balcony, dominating all those heads raised and turned towards him, most of which were elderly and many appeared beautiful, as they seemed with their beards, he had a completely different appearance and demeanor from the one he had in front of the lady.
Ήταν μεγαλόπρεπος.
It was magnificent.
- Ακούστε, παιδιά, την απόφαση της κυράς μας: από το προσωπικό του αρχοντικού δε θέλει να δώσει κανέναν και για τούτο θα πάει εκείνος, που εσείς θα ορίσετε.
|||||||||||mansion's staff|||||||||||||||appoint
- Listen, kids, the lady's decision: she doesn't want to give anyone from the staff of the mansion, and for this reason, the one who will go will be the one you appoint.
Πρέπει να στείλουμε τρία παλικάρια.
We must send three young men.
Κανονικά πρέπει δυόμισι μα το μισό θα λογαριαστεί ολάκερο.
|||||||be counted as|whole
Normally it should be two and a half, but the half will be counted as whole.
Το ίδιο κάνει: σα δεν πάει τούτη τη φορά, θα πάει την άλλη.
It's the same: if it doesn't work this time, it will work next time.
- Σωστά!
- Right!
αυτό ακούγεται!
this sounds!
- είπαν μερικές φωνές.
- some voices said.
- Κατά την κρίση τη δικιά μου, συνέχισε ο επιστάτης, πρέπει να πάει ο Χαριούσκιν κι ο Μιτιουχίν ο Βάσια, αυτό πια είναι ορισμένο από τον ίδιο το Θεό.
|||||||||||||Khariushkin|||Mitjuchin||Vasya|||||||||
- In my own judgment, the supervisor continued, Hariouskin and Mitiukhin Vasya must go, this is already determined by God Himself.
- Σωστά, σωστά, είπαν πάλι μερικοί.
- Correct, correct, some said again.
- Για τρίτος πρέπει να πάει ή ο Ντουτλόβ ή κάποιος που να έχει δεύτερο αδερφό.
|||||||Dutlov|||||||
- For the third, either Dutlov should go or someone who has a second brother.
Εκείνο που θ' αποφασίσετε εσείς.
What you will decide.
- Ο Ντουτλόβ, ακούστηκαν φωνές.
- The Dутлов appeared, voices were heard.
Οι Ντουτλόβ είναι τρεις.
The Dутлов are three.
Και πάλι σιγά-σιγά, ξανάρχισαν οι φωνές, οι λογομαχίες, για το πριόνι, για τη λουρίδα του λαχανόκηπου ως και για κάποια αδράχτια, που κλέφτηκαν τάχα από το αρχοντικό.
||||"started again"||||quarrels||||||strip of garden||vegetable garden strip|||||spindles||were stolen||||
And again slowly, the voices, the arguments began again, about the saw, about the strip of the vegetable garden and even about some spindles, which were supposedly stolen from the mansion.
Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς διεύθυνε το κτήμα εδώ κι είκοσι χρόνια κι ήταν άνθρωπος με μυαλό και πείρα.
|||"managed"|||||||||||||
Yegor Mikhailovich had been managing the estate for twenty years and was a man with intelligence and experience.
Στάθηκε λίγο, άκουσε τις φωνές για ένα τέταρτο της ώρας και ξαφνικά πρόσταξε να σωπάσουν όλοι κι οι Ντουτλόβ να ρίξουν κλήρο, ποιος από τους τρεις θα πήγαινε.
||||||||||||commanded||be silent|||||||draw lots||||||
He stood still for a moment, listened to the voices for a quarter of an hour and suddenly commanded everyone to be silent and the Dutlovs to draw lots, to see which of the three would go.
Έκοψαν και τύλιξαν τους κλήρους, ο Χριπκόβ τους έριξε μέσα σ' ένα αναποδογυρισμένο σκούφο, τους ανακάτωσε καλά-καλά, κι έβγαλε τον κλήρο του Ηλιούσα.
They cut||wrapped||lots||Khripkov||||||upturned|||mixed up||||||||Ilyusha's lot
They cut and wrapped the lots, Krypkov threw them into an overturned cap, mixed them well, and drew the lot for Iliusha.
Όλοι σώπασαν.
|became silent
Everyone fell silent.
- Ο δικός μου είναι; Για να δω; - είπε το παλικάρι με φωνή κομμένη.
||||||||||||broken
- Is mine here? Let me see? - said the young man with a choked voice.
Όλοι σώπαιναν.
|were all silent
Everyone was silent.
Ο επιστάτης πρόσταξε να φέρουν αύριο τα λεφτά της νόμιμης φορολογίας, από εφτά καπίκια ο καθένας, κι αφού δήλωσε πως όλα τελείωσαν, διέλυσε τη συνέλευση.
|||||||||legal|taxation|||||||||||all is over|||
The overseer ordered that the money from the legal taxation be brought tomorrow, at seven kopecks each, and after stating that everything was over, he dissolved the assembly.
Το πλήθος ξεκίνησε, φορώντας τους σκούφους του κι έστριψε στη γωνία κάνοντας φασαρία πολλή με τα βήματά του και τις ομιλίες του.
|||||hats|||||||||||||||speeches|
The crowd started, wearing their caps and turned the corner making a lot of noise with their steps and their speeches.
Ο επιστάτης στεκόταν πάντα στον εξώστη βλέποντας το κόσμο που απομακρυνόταν.
||||||||||was moving away
The overseer always stood on the balcony watching the people who were leaving.
Όταν ο νεαροί Ντουτλόβ έστριψαν στη γωνιά του δρόμου, κάλεσε το γέρο, που κείνος είχε κοντοσταθεί και τον πήρε μαζί του στο γραφείο.
||||turned|||||||||||paused briefly|||||||
When the young Dootlovs turned the corner of the street, he called the old man, who had stopped, and took him with him to the office.
- Σε λυπάμαι, γέρο, είπε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς καθώς χωνόταν στην πολυθρόνα του μπροστά στο τραπέζι, σε σένα έπεσε ο κλήρος.
|||||||||||||||||fell||the lot
- I pity you, old man, said Yegor Mikhailovich as he sank into his armchair in front of the table, it was your turn.
Τι λες μπορείς να τον εξαγοράσεις τον κλήρο, ναι ή όχι;
|||||buy off||clergy|||
What do you say, can you redeem the turn, yes or no?
Ο γέρος δεν αποκρίθηκε, μονάχα κοίταξε σημαντικά τον επιστάτη.
||||||||foreman
The old man didn't answer, he just looked meaningfully at the foreman.
- Και να θέλω να τον εξαγοράσω πάλι δε θα μπορούσα, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς.
|||||"buy him back"||||||
- And even if I wanted to buy him back, I couldn't, Yegor Mikhailovich.
Έχασα δυο άλογα το καλοκαίρι.
I lost two horses last summer.
Πάντρεψα τον ανιψιό μου.
I married off||my nephew|
I married my nephew.
Τέτοια πρέπει να είναι η μοίρα μας εμάς, γιατί ζούμε με τιμιότητα.
Such must be our fate, because we live with honesty.
Κι ακούμε κι από πάνω, όσα σερν' η σκούπα, πρόσθεσε καθώς αναθυμήθηκε τα λόγια του Ρεζούν.
||||||drags along|||||recalled||||Rezoun's words
And we also hear from above, whatever the broom drags, she added as she remembered the words of Rezoun.
Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι τους και χασμουρήθηκε.
Yegor Mikhailovich rubbed his face with his hand and yawned.
Είχε φαίνεται, βαρεθεί πια κι ήθελε να πάρει το τσάι του.
He seemed to be bored by now and wanted to have his tea.
- Ε, γέρο μου, μην μου κάνεις τον κουτό, μα ψάξε καλά-καλά κατ' απ' τα δοκάρια του πατώματος, μπας και βρεις τα τετρακόσια ρούβλια που χρειάζονται.
|||||||||||||||||flooring||||||||
- Well, my old man, don’t act foolish, but search thoroughly under the floor beams, maybe you'll find the four hundred rubles that are needed.
Και εγώ θα σου βρω το άνθρωπο που θα δεχτεί να πάει στον στρατό αντί για τον Ηλία.
And I will find you the person who will agree to go to the army instead of Ilias.
Τις προάλλες μάλιστα μου παρουσιάστηκε κάποιος.
A few days ago, someone actually presented themselves to me.
- Στην επαρχία; - ρώτησε ο Ντουτλόβ, που, λέγοντας επαρχία εννοούσε την πολιτεία.
- In the province? - asked Dootlov, who meant the state by saying province.
- Λοιπόν, τι λες;
- Well, what do you say?
- Μακάρι να μπορούσα, μα σ' ορκίζομαι στ' όνομα του Θεού πως...
- I wish I could, but I swear to you in the name of God that...
Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, τον διέκοψε με ύφος αυστηρό.
Yegor Mikhailovich interrupted him with a stern look.
- Ακούμε με, το λοιπόν, γέρο, για να μην προφτάσει ο Ηλιούσκα και μας σκαρώσει καμιά βρομοδουλειά.
||||||||||Hiliuska|||"pull off"||dirty trick
- Listen to me, then, old man, so that Hiliuska doesn't catch up and pull off some dirty job.
Μόλις στείλω μήνυμα, σήμερα για αύριο, την ίδια στιγμή να τον πας στην πολιτεία.
As soon as I send the message, today for tomorrow, at that very moment you should take him to the state.
Συ ο ίδιος θα τον πας και συ θα δώσεις λόγο. Κι αν, που να μην το δώσει ο Θεός, του συμβεί κανένα κακό, θα επιστρατέψω το μεγάλο σου γιο.
|||||||||||||||||||||||||"draft" or "call up"||||
You yourself will take him and you will be held accountable. And if, God forbid, anything bad happens to him, I will call upon your eldest son.
Τ' ακούς;
Do you hear it?
- Μα δεν κάνει όταν είναι δυο τα παιδιά, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, είναι άδικο, είπε ο Ντουτλόβ ύστερ' από σύντομη σιωπή.
- But it’s not fair when there are two children, Yegor Mikhailovich, it's unfair, said Dultlov after a brief silence.
Δε φτάνει που ο αδερφός μου πέθανε στο στρατό, μου παίρνουν τώρα και το παιδί.
It's not enough that my brother died in the army, now they are taking my child too.
Γιατί, Θεέ μου τέτοια αδικία σε μένα; - πρόσθεσε κλαίγοντας σχεδόν κι έτοιμος να γονατίσει μπροστά στον επιστάτη.
||||injustice|||||||||kneel down|||
Why, my God, such injustice to me? - he added, nearly crying and ready to kneel before the supervisor.
- Καλά, καλά, τράβα τώρα, του είπε εκείνος, δε γίνεται τίποτα.
- Alright, alright, go now, he told him, nothing can be done.
Αυτός είναι ο νόμος.
This is the law.
Και να προσέχεις τον Ηλιούσκα, συ θα δώσεις λόγο.
And be careful of Hliouska, you will have to answer for it.
Ο Ντουτλόβ τράβηξε για το σπίτι του χτυπώντας πολύ σκεφτικός το ραβδί του πάνω στα πετραδάκια του δρόμου.
The|||||||||||||||cobblestones||
Dutlov pulled towards his home, tapping his stick thoughtfully on the pebbles of the road.