XVI. Ο Ερχομός του Γλάουρουνγκ (1)
Στο μεταξύ η δύναμη και η κακία του Γκλάουρουνγκ μεγάλωνε γοργά. Και πάχυνε και μάζεψε Ορκ γύρω του και κυβερνούσε σαν δρακοβασιλιάς, και το πάλαι ποτέ βασίλειο του Νάργκοθροντ ήταν υπό την κυριαρχία του. Και πριν τελειώσει η χρονιά ετούτη, η τρίτη της διαμονής του Τουράμπαρ ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους, ο Γκλάουρουνγκ άρχισε να επιτίθεται στη γη τους, που για ένα διάστημα είχε ειρήνη. Γιατί όντως ήταν γνωστό στον Γκλάουρουνγκ και στον Κύριό του ότι στο Μπρέθιλ ζούσε ακόμη ένα υπόλειμμα ελεύθερων ανθρώπων, ο τελευταίος από τους Τρεις Οίκους που αψηφούσαν τη δύναμη του Βορρά. Και αυτό δεν θα το ανέχονταν. Γιατί ο σκοπός του Μόργκοθ ήταν να υποτάξει όλο το Μπελέριαντ και να ψάξει κάθε γωνιά του, ώστε να μη ζει κανείς σε κάποια τρύπα ή κρησφύγετο που να μην είναι υποδουλωμένος σε αυτόν. Έτσι, το κατά πόσον ο Γκλάουρουνγκ μάντεψε πού ήταν κρυμμένος ο Τούριν ή, όπως έλεγαν μερικοί αν είχε καταφέρει ο Τούριν να ξεφύγει για λίγο από το μάτι του Κακού που τον καταδίωκε δεν έχει σημασία, γιατί στο τέλος τα σχέδια του Μπράντιρ θα αποδείχνονταν μάταια και τελικά δύο επιλογές μόνο μπορούσαν να υπάρξουν για τον Τουράμπαρ: ή να κάθεται άπραγος μέχρι να τον βρουν και να τον καταδιώξουν σαν ποντίκι ή να ξεκινήσει γρήγορα για μάχη και να αποκαλυφθεί.
Όταν όμως ήρθαν για πρώτη φορά ειδήσεις για τον ερχομό των Ορκ στο Έφελ Μπράντιρ, ο Τουράμπαρ δεν βγήκε για μάχη και υποχώρησε στις ικεσίες της Νίνιελ. Γιατί εκείνη του είπε:
“Τα σπίτια μας δεν έχουν χτυπηθεί ακόμη όπως είχες πει. Λένε ότι οι Ορκ είναι πολλοί. Και ο Ντόρλας μου είπε ότι πριν έρθεις εδώ, τέτοιες συμπλοκές δεν ήταν σπάνιες και οι άνθρωποι του δάσους τους σταματούσαν”.
Όμως οι άνθρωποι του δάσους ηττήθηκαν, γιατί αυτοί οι Ορκ ανήκαν σε ολέθρια φυλή, όντας άγριοι και δόλιοι. Και πραγματικά είχαν έρθει με σκοπό να εισβάλουν στο Δάσος του Μπρέθιλ και όχι, όπως πριν, να περνούν στις παρυφές του για άλλες αποστολές ή να κυνηγούν σε μικρές ομάδες. Έτσι ο Ντόρλας και οι άντρες του αποκρούστηκαν με απώλειες και οι Ορκ πέρασαν τον Τέιγκλιν και προχώρησαν βαθιά στο δάσος. Και ο Ντόρλας ήρθε στον Τουράμπαρ και του έδειξε τα τραύματά του και είπε:
“Βλέπεις, άρχοντα, τώρα έφτασε η ώρα της ανάγκης μας μετά από μια κίβδηλη ειρήνη, ακριβώς όπως φοβόμουν. Δεν είχες ζητήσει να σε θεωρούμε δικό μας κι όχι ξένο; Δεν είναι αυτός ο κίνδυνος και δικός σου επίσης; Γιατί τα σπίτια μας δεν θα παραμείνουν κρυφά αν οι Ορκ μπουν πιο βαθιά στη γη μας”.
Έτσι ο Τουράμπαρ σηκώθηκε και πήρε πάλι το σπαθί του το Γκούρθανγκ και πήγε στη μάχη. Και όταν το έμαθαν αυτό οι άνθρωποι του δάσους. αναθάρρησαν πολύ και συγκεντρώθηκαν γύρω του, μέχρι που σχημάτισε μια δύναμη από πολλές εκατοντάδες. Τότε άρχισαν να κυνηγούν μέσα στο δάσος και σκότωσαν όλους του Ορκ που είχαν εισχωρήσει εκεί και τους κρέμασαν στα δέντρα κοντά στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Και όταν ήρθε εναντίον τους νέος στρατός, τον παγίδεψαν και, αιφνιδιασμένοι από τον αριθμό των ανθρώπων του δάσους και από τον τρόμο του Μαύρου Σπαθιού που είχε επιστρέψει, οι Ορκ κατατροπώθηκαν και σφαγιάστηκαν πάρα πολλοί απ' αυτούς. Τότε οι άνθρωποι του δάσους έφτιαξαν μεγάλες πυρές και έκαψαν τα πτώματα των στρατιωτών του Μόργκοθ σε σωρούς και ο καπνός της εκδίκησής τους υψώθηκε μαύρος στον ουρανό και ο άνεμος τον πήγε δυτικά. Αλλά μερικοί που επέζησαν γύρισαν πίσω στο Νάργκοθροντ με αυτές τις ειδήσεις.
Τότε ο Γκλάουρουνγκ εξοργίστηκε. Όμως για ένα διάστημα δεν έκανε καμιά κίνηση και αναλογιζόταν αυτά που είχε πληροφορηθεί. Έτσι ο χειμώνας πέρασε ειρηνικά και οι άντρες έλεγαν:
“Μεγάλο είναι το Μαύρο Σπαθί του Μπρέθιλ, γιατί όλοι οι εχθροί μας νικήθηκαν”.
Και η Νίνιελ παρηγοριόταν και χαιρόταν με τη φήμη του Τουράμπαρ. Αυτός, όμως, καθόταν σκεφτικός και έλεγε μέσα στα βάθη της καρδιάς του:
“Ο κύβος ερρίφθη. Τώρα έρχεται η δοκιμασία, όπου θα αποδειχτεί σωστός ο κομπασμός μου ή θα γκρεμιστεί ολοκληρωτικά. Δεν θα το σκάσω πάλι. Θα γίνω όντως Τουράμπαρ και με την ίδια μου τη θέληση και την ικανότητα θα υπερνικήσω τη μοίρα μου -ή θα νικηθώ. Όμως, είτε νικηθώ είτε όχι, τον Γκλάουρουνγκ τουλάχιστον θα τον σκοτώσω”.
Παρ' όλα αυτά ήταν ανήσυχος και έστελνε μακριά άνδρες τολμηρούς για ανιχνευτές. Γιατί πραγματικά, αν και δεν είχε ειπωθεί λέξη, τώρα διέταζε όπως ήθελε σαν να ήταν κύριος του Μπρέθιλ και κανείς δεν άκουγε τον Μπράντιρ.
Η άνοιξη ήρθε με ελπίδα και οι άντρες τραγουδούσαν στη δουλειά τους. Όμως εκείνη την άνοιξη η Νίνιελ συνέλαβε και έγινε χλωμή και ασθενική και όλη της η ευτυχία σκοτείνιασε. Και μετά από λίγο έφτασαν παράξενες ειδήσεις από άντρες που είχαν προχωρήσει πέρα από τον Τέιγκλιν: ότι υπάρχει μια μεγάλη πυρκαγιά μακριά στα δάση του κάμπου προς το Νάργκοθροντ, και αναρωτιούνταν τι μπορεί να είναι.
Όμως πριν περάσει πολύς καιρός, καινούργια νέα έφτασαν: ότι οι φωτιές προχωρούσαν συνέχεια προς βορρά και ότι τις άναβε ο ίδιος ο Γκλάουρουνγκ. Γιατί είχε φύγει από το Νάργκοθροντ και για κάποιο σκοπό είχε βγει πάλι έξω. Τότε οι πιο ανόητοι ή οι πιο αισιόδοξοι είπαν:
“Ο στρατός του καταστράφηκε και τώρα επιτέλους συνετίστηκε και γυρίζει πίσω από κει που ήρθε”. Και άλλοι είπαν:
“Ας ελπίσουμε ότι θα μας προσπεράσει”. Αλλά ο Τουράμπαρ δεν είχε τέτοιες ελπίδες και ήξερε ότι ο Γκλάουρουνγκ έρχεται. Έτσι, αν και έκρυβε τις σκέψεις του εξαιτίας της Νίνιελ, σκεφτόταν συνεχώς τι έπρεπε να κάνει, και η άνοιξη έγινε καλοκαίρι.
Μια μέρα δυο άντρες γύρισαν στο Έφελ Μπράντιρ έντρομοι γιατί είχαν δει το ίδιο το Μεγάλο Σκουλήκι.
“Στ' αλήθεια, κύριε”, είπαν, “τώρα φτάνει κοντά στον Τέιγκλιν και δεν λέει να σταματήσει. Βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης πυρκαγιάς και τα δέντρα κάπνιζαν γύρω του. Τη δυσωδία του δύσκολο να την αντέξεις. Και πολλές λεύγες μέχρι πίσω στο Νάργκοθροντ εκτείνεται η ρυπαρή του διαδρομή, πιστεύουμε, σε μια πορεία που δεν στρίβει, αλλά έρχεται ίσια σ' εμάς. Τι μπορούμε να κάνουμε;”
“Λίγα πράγματα”, είπε ο Τουράμπαρ, “αλλά αυτά τα λίγα τα έχω ήδη σκεφτεί. Οι ειδήσεις που φέρνετε μου δίνουν μάλλον ελπίδα παρά τρόμο. Γιατί, αν όντως πηγαίνει ίσια, όπως λέτε, και δεν στρίβει, τότε έχω ένα σχέδιο για γενναίες ψυχές”.
Οι άντρες απόρησαν, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτε άλλο. Αλλά αναθάρρησαν από το άφοβο φέρσιμό του.
Ο ποταμός Τέιγκλιν κυλούσε ως εξής. Κατέβαινε από τα Έρεντ Γουέθριν γοργός σαν τον Νάρογκ, αλλά ενώ στην αρχή είχε χαμηλές όχθες, μέχρι και μετά τις Διαβάσεις, κατόπιν, ενισχυμένος με άλλους παραπόταμους, άνοιγε δρόμο μέσα από τους πρόποδες των υψιπέδων πάνω στα οποία απλωνόταν το δάσος του Μπρέθιλ. Από κει έτρεχε μέσα σε βαθιές χαράδρες, που οι ψηλές πλευρές τους ήταν σαν τείχη από βράχο, με τα νερά στα βάθη τους να κυλούν με μεγάλη δύναμη και αχό. Και στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ υπήρχε τώρα ένα από αυτά τα φαράγγια, όχι το βαθύτερο αλλά σίγουρα το στενότερο, βόρεια από τη συμβολή του Κελέμπρος. Έτσι ο Τουράμπαρ έστειλε τρεις γενναίους άντρες να παρακολουθούν από την άκρη του γκρεμού τις κινήσεις του Δράκοντα. Ο ίδιος, όμως, θα πήγαινε στον ψηλό καταρράχτη του Νεν Γκίριθ, όπου τα νέα μπορούσαν να τον βρουν γρήγορα και απ' όπου ο ίδιος μπορούσε να βλέπει μακριά.
Πρώτα, όμως, συγκέντρωσε τους ανθρώπους του δάσους στο Έφελ Μπράντιρ και τους μίλησε λέγοντας:
“Άνθρωποι του Μπρέθιλ, ένας θανάσιμος κίνδυνος μας απειλεί, που μόνο η μεγάλη ανδρεία θα τον παραμερίσει. Σ' αυτή την περίπτωση οι μεγάλοι αριθμοί ελάχιστα θα ωφελήσουν. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πονηριά και να ελπίζουμε στην καλή τύχη. Αν πηγαίναμε να αντιμετωπίσουμε τον Δράκοντα με όλη μας τη δύναμη σαν να είχαμε να κάνουμε με στρατό από Ορκ, απλώς θα οδεύαμε στο θάνατό μας και θα αφήναμε τις γυναίκες και τους δικούς μας ανυπεράσπιστους. Γι' αυτό λέω ότι πρέπει να μείνετε εδώ και να προετοιμαστείτε για φυγή. Γιατί, αν ο Γκλάουρουνγκ έρθει, τότε πρέπει να εγκαταλείψετε αυτό το μέρος και να σκορπιστείτε παντού μακριά. Και έτσι μπορεί μερικοί να ξεφύγουν και να ζήσουν. Γιατί σίγουρα, αν μπορεί, θα το καταστρέψει, κι αυτό και όλα όσα θα βλέπει. Αλλά μετά δεν θα μείνει εδώ. Όλος ο θησαυρός του βρίσκεται στο Νάργκοθροντ και εκεί είναι οι βαθιές αίθουσες μέσα στις οποίες μπορεί να κείτεται ασφαλής και να μεγαλώνει”.
Τότε οι άντρες θορυβήθηκαν και απόμειναν σκυθρωποί, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στον Τουράμπαρ και περίμεναν πιο αισιόδοξα λόγια. Αλλά αυτός είπε:
“Αυτό είναι το χειρότερο. Και δεν θα συμβεί, αν το σχέδιό μου και η τύχη μου πάνε καλά. Γιατί δεν πιστεύω ότι αυτός ο Δράκοντας είναι ακατανίκητος, αν και μεγαλώνει η δύναμη και η κακία του με τα χρόνια. Ξέρω μερικά πράγματα γι' αυτόν. Η ισχύς του είναι μάλλον στο κακό πνεύμα που κατοικεί μέσα του παρά στη δύναμη του σώματός του, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή. Γιατί ακούστε τώρα αυτή την ιστορία που μου είπαν κάποιοι που πολέμησαν τη χρονιά της Νίρναεθ, όταν εγώ και οι περισσότεροι που με ακούνε ήταν παιδιά. Σ' εκείνη τη μάχη οι Νάνοι άντεξαν στην επίθεσή του και ο Αζαγκάλ του Μπέλεγκοστ του προκάλεσε τόσο βαθύ χτύπημα, που τράπηκε σε φυγή και γύρισε πίσω στην Άνγκμπαντ. Όμως εδώ βρίσκεται κάτι πιο μυτερό και πιο μακρύ από το μαχαίρι του Αζαγκάλ”.