2.4 Αγώνας ζωής (1)
Το πρωινό που ακολούθησε την συνομιλία του με τον Μορμόνο Προφήτη, ο Τζων Φερριέρ πήγε στην πόλη του Σάλτ Λέηκ, και έχοντας βρει έναν γνωστό, ο οποίος κατευθυνόταν προς τα Βουνά της Νεβάδα, του εμπιστεύθηκε το μήνυμα του προς τον Τζέφερσον Χόουπ. Εντός του μιλούσε στον νεαρό για τον επικείμενο κίνδυνο ο οποίος τους απειλούσε, και τη μεγάλη ανάγκη να επιστρέψει. Έχοντας τελειώσει με αυτό ένοιωσε καλύτερα, και επέστρεψε σπίτι με την καρδιά του ξαλαφρωμένη.
Καθώς πλησίαζε στο αγρόκτημα του, ξαφνιάστηκε βλέποντας από ένα άλογο δεμένο στις κολώνες της εισόδου. Ξαφνιάστηκε ακόμη περισσότερο καθώς μπήκε βρίσκοντας δυο νεαρούς άντρες να έχουν καταλάβει το καθιστικό του. Ο ένας τους, με ένα μακρύ χλωμό πρόσωπο, ακουμπούσε πίσω στην κουνιστή καρέκλα με τα πόδια του κουρνιασμένα πάνω στην σόμπα. Ο άλλος, ένας νεαρός με γεροδεμένο λαιμό με τραχιά γεμάτα χαρακτηριστικά, στεκόταν μπροστά από το παράθυρο με τα χέρια του στις τσέπες, σφυρίζοντας έναν γνωστό σκοπό. Και οι δυο τους χαιρέτισαν τον Φερριέρ καθώς μπήκε μέσα, και εκείνος που καθόταν στην κουνιστή καρέκλα ξεκίνησε την κουβέντα.
«Ίσως να μην μας γνωρίζετε», είπε. «Από εδώ ο γιος του Πρεσβύτερου Ντρέμπερ, και εγώ είμαι ο Τζόζεφ Στάνγκερσον, που ταξίδεψα μαζί σας μέσα στην έρημο όταν ο Κύριος άπλωσε το χέρι Του και σας έφερε κοντά στο αληθινό πλήρωμα της εκκλησίας.»
«Όπως Εκείνος θα πράξει με όλα τα έθνη κατά την βούληση Του εν καλό καιρό», είπε ο άλλος με ρινική φωνή· «Ο Θεός αργεί μα δεν λησμονεί.»
Ο Τζων Φερριέρ υποκλίθηκε παγερά. Είχε μαντέψει ποιοι ήταν οι επισκέπτες του.
«Ήρθαμε», συνέχισε ο Στάνγκερσον, «κατόπιν της συμβουλής των γονέων μας να αιτηθούμε το χέρι της κόρης σας για όποιον από τους δυο μας θελήσετε εσείς και εκείνη.
Καθώς έχω μόνο πέντε συζύγους και ο Αδελφός Ντρέμπερ από εδώ επτά, έχω την εντύπωση πως η αξίωση μου είναι ισχυρότερη.»
«Όχι, όχι, Αδελφέ Στάνγκερσον», φώναξε ο άλλος· «το ζήτημα δεν είναι πόσες συζύγους έχουμε, αλλά πόσες μπορούμε να συντηρήσουμε. Ο πατέρας μου κληροδότησε τους μύλους του, και πλέον είμαι κατά πολύ πλουσιότερος.»
«Εντούτοις οι προοπτικές μου είναι καλύτερες», είπε ο άλλος, με ζήλο. «Όταν ο Κύριος πάρει τον πατέρα μου, θα έχω το βυρσοδεψείο του και το εργοστάσιο δέρματος. Τότε θα είμαι ο Πρεσβύτερος σας, και ίσταμαι ψηλότερα στο Εκκλησίασμα.»
«Εναπόκειται στην κόρη να αποφασίσει», ανταπάντησε ο νεαρός Ντρέμπερ, με ένα υπεροπτικό χαμόγελο στην ίδια του την αντανάκλαση στο γυαλί. «Θα αφήσουμε το ζήτημα να αποφασισθεί από εκείνη.»
Κατά την διάρκεια του διαλόγου, ο Τζων Φερριέρ είχε σταθεί θυμωμένος στο κατώφλι, συναντώντας δυσκολία να κρατηθεί από το να κατεβάσει το καμτσίκι του στις ράχες των δυο επισκεπτών του.
«Κοιτάτε να δείτε, είπε τελικά, βαδίζοντας βιαστικά προς το μέρος του, «όταν η κόρη μου σας καλέσει, μπορείτε να έρθετε, αλλά μέχρι τότε δεν θέλω να ξαναδώ τα πρόσωπα σας.»
Οι δυο νεαροί Μορμόνοι τον κοίταξαν με κατάπληξη. Στα μάτια τους ο συναγωνισμός μεταξύ τους για το χέρι της κόρης αποτελούσε την σπουδαιότερη τιμή τόσο για εκείνη όσο και για τον πατέρα της.
«Υπάρχουν δυο δρόμοι για να αφήσετε το δωμάτιο», φώναξε ο Φερριέρ· «υπάρχει η πόρτα, και υπάρχει και το παράθυρο. Ποιο θα θέλατε να χρησιμοποιήσετε;»
Το ‘λιοκαμένο του πρόσωπο φάνταζε τόσο αγριεμένο, και τα λιπόσαρκα χέρια του τόσο απειλητικά, ώστε οι επισκέπτες του πετάχτηκαν όρθιοι και προέβησαν σε μια βιαστική υποχώρηση. Ο γέρο αγρότης τους ακολούθησε στην πόρτα.
«Πείτε το μου όταν θα το αποφασίσετε», είπε σαρδόνια.
«Θα το πληρώσεις αυτό!» φώναξε ο Στάνγκερσον, κάτασπρος από οργή. «Αψήφησες τον Προφήτη και το Συμβούλιο των τεσσάρων. Θα το μετανιώνεις μέχρι το τέλος της ζωής σου.»
«Το χέρι του Κυρίου θα σε πέσει πάνω σου», φώναξε ο νεαρός Ντρέμπερ· «Θα υψωθεί και θα σε τιμωρήσει!»
«Τότε θα αρχίσω εγώ την τιμωρία», αναφώνησε ο Φερριέρ αγριεμένα, και θα είχε ορμήσει πάνω να πάρει το όπλο του αν δεν τον είχε πιάσει η Λούσυ από το χέρι και δεν τον είχε κρατήσει. Πριν μπορέσει να της ξεφύγει, ο τροχασμός από τις οπλές των αλόγων του έλεγε πως βρισκόταν ήδη μακριά.
«Τα φαρισαϊκά καθάρματα!» κραύγασε, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο του· «Θα προτιμούσα να σε δω στον τάφο, κορίτσι μου, παρά γυναίκα κάποιου από τους δυο τους.»
«Το ίδιο και εγώ, πατέρα», απάντησε όλο θέρμη· «μα ο Τζέφερσον θα βρίσκεται σύντομα εδώ.»
«Ναι. Δεν θα αργήσει να έρθει. Το συντομότερο το καλύτερο, γιατί δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η επόμενη τους κίνηση.»
Ήταν, όντως, ο κατάλληλος καιρός για κάποιον ικανό να συμβουλέψει και να βοηθήσει να έρθει προς βοήθεια του αποφασιστικού γέρου αγρότη και της υιοθετημένης του κόρης. Σε ολόκληρη την ιστορία της αποικίας δεν είχε υπάρξει κάποια περίπτωση εντονότατης ανυπακοής προς την εξουσία των Πρεσβυτέρων. Αν μικρά παραπτώματα τιμωρούνταν με τέτοια αυστηρότητα, ποια θα ήταν η μοίρα αυτού του αρχι-επαναστάτη. Ο Φερριέρ γνώριζε πως ούτε ο πλούτος ούτε η θέση του μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Άλλοι εξίσου γνωστοί και πλούσιοι όπως ο ίδιος είχαν δεχθεί επίθεση εδώ και καιρό, και τα υπάρχοντα τους είχαν δοθεί στην Εκκλησία. Ήταν ένας γενναίος άντρας, μα έτρεμε τους ακαθόριστους, σκιώδεις τρόμους που αιωρούνταν από πάνω του. Κάθε γνωστό κίνδυνο μπορούσε να τον αντιμετωπίσει με σιγουριά, αλλά η αγωνία εκείνη ήταν αποκαρδιωτική. Απέκρυψε τους φόβους του από την κόρη του, όμως, και προσποιήθηκε για να ελαφρύνει την όλη κατάσταση, όμως εκείνη, με το έντονο βλέμμα της αγάπης, είδε ξεκάθαρα πως μαύρο κουράγιο έκανε.
Ανέμενε πως θα λάμβανε κάποιο μήνυμα ή κάποια επίσημη διαμαρτυρία από τον Γιάνγκ όσον αφορά την συμπεριφορά του, και δεν έπεσε έξω μολονότι ήρθε κατά έναν απρόβλεπτο τρόπο. Μόλις ξημέρωσε το επόμενο πρωί βρήκε, προς έκπληξη του, ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι χαρτί καρφιτσωμένο στο κάλυμμα του κρεβατιού του πάνω από το μπαούλο του. Πάνω υπήρχε τυπωμένο, με έντονα αραιά γράμματα:—
«Είκοσι-εννέα ημέρες σου εδόθησαν να μετανοήσεις, κατόπιν —»
Η παύλα ήταν περισσότερο απειλητική από όποια απειλή και αν υπήρχε. Με ποιόν τρόπο η προκειμένη προειδοποίηση έφτασε στο δωμάτιο του προβλημάτισε τον Τζων Φερριέρ βαθύτατα, γιατί οι υπηρέτες του κοιμόταν σε ένα εξωτερικό κτίσμα, και οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν όλα τους ασφαλισμένα. Τσαλάκωσε το χαρτί και δεν είπε λέξη στην κόρη του, αλλά το περιστατικό παρέμεινε βαθιά παγώνοντας την καρδιά του. Οι είκοσι-εννέα μέρες αποτελούσαν προφανώς τη μηνιαία διορία την οποία ο Γιάνγκ είχε υποσχεθεί. Ποια δύναμη και ποιο κουράγιο θα χρειαζόταν εμπρός σε έναν εχθρό οπλισμένο με τόσο μυστηριώδεις δυνάμεις; Το χέρι που έβαλε το μήνυμα θα μπορούσε να τον έχει χτυπήσει στην καρδιά, και ούτε που θα καταλάβαινε ποιος θα τον είχε δολοφονήσει.
Ακόμη πιότερο αναστατωμένος ήταν το επόμενο πρωί. Είχαν καθίσει να πάρουν το πρωινό τους όταν η Λούσυ με μια κραυγή έκπληξης έδειξε προς τα πάνω. Στο κέντρο του ταβανιού ήταν σκαλισμένο, με ένα καμένο ξύλο προφανώς, ο αριθμός 28. Για την κόρη του ήταν ακατάληπτο, και εκείνος δεν την διαφώτισε περισσότερο. Την νύχτα εκείνη κάθισε με το όπλο του και φύλαξε σκοπιά. Δεν είδε και ούτε άκουσε το παραμικρό, και όμως το πρωί ένα μεγάλο 27 είχε γραφτεί στο εξωτερικό της πόρτας του.
Έτσι η μια μέρα ακολούθησε την άλλη· και με κάθε πρωινό ανακάλυπτε πως οι αθέατοι εχθροί του κρατούσαν το μέτρημα, και σημάδευαν σε κάποιο ευδιάκριτο σημείο τον αριθμό των ημερών οι οποίες του απέμεναν από την περίοδο χάριτος. Μερικές φορές οι μοιραίοι αριθμοί εμφανίζονταν πάνω στους τοίχους, άλλες πάλι στο πάτωμα, και περιστασιακά βρίσκονταν πάνω σε μικρά ξύλα κολλημένα πάνω στην πόρτα του κήπου ή στα πρεβάζια. Παρά την άγρυπνη προσοχή του ο Τζων Φερριέρ δεν είχε κατορθώσει να ανακαλύψει τον τρόπο κατά τον οποίο οι συγκεκριμένες καθημερινές προειδοποιήσεις συνεχίζονταν. Ένας τρόμος σχεδόν υπερφυσικός τον καταλάμβανε στην θέα τους. Τον κατέβαλλαν και τον έκαναν νευρικό, και τα μάτια του είχαν το προβληματισμένο βλέμμα κάποιας στοιχειωμένης ψυχής. Τώρα του απόμενε μια μονάχη ελπίδα στην ζωή, και αυτήν ήταν η άφιξη του νεαρού κυνηγού από την Νεβάδα.
Οι είκοσι είχαν αλλάξει σε δεκαπέντε και οι δεκαπέντε σε δέκα, μα δεν είχαν νέα από τον απόντα. Ο ένας μετά τον άλλο οι αριθμοί κατέβαιναν, και ακόμη δεν φαινόταν ίχνος του. Όποτε ένας καβαλάρης κατηφόριζε τον δρόμο, ή ένας οδηγός φώναζε την ομάδα του, ο γέρο αγρότης έτρεχε στην πόρτα με την σκέψη πως η βοήθεια είχε επιτέλους φτάσει. Εν τέλει, όταν είδε το πέντε να αντικαθίσταται από το τέσσερα και κατόπιν αυτού το τρία, αποθαρρύνθηκε, και εγκατέλειψε κάθε ελπίδα απόδρασης. Μονάχος του, και με περιορισμένη γνώση για τα βουνά τα οποία περιέβαλαν την αποικία, ήξερε πως ήταν ανίσχυρος. Οι πολυσύχναστοι δρόμοι παρακολουθούσαν και φυλάσσονταν διαρκώς, και κανείς δεν μπορούσε να κινηθεί εντός τους δίχως την άδεια του Συμβουλίου. Όπου και αν στρεφόταν, δεν φαινόταν να υπάρχει διαφυγή από την τιμωρία που κρεμόταν από πάνω του. Και όμως ο γέρος άντρας ποτέ δεν έχασε την αποφασιστικότητα του να αποχωριστεί την ίδια του την ζωή πριν δώσει την συγκατάθεση του σε ότι θεωρούσε ως την ατίμωση της κόρης του.
Καθόταν μονάχος του ένα βράδυ βυθισμένος σε σκέψη βαθιά για τα βάσανα του, και ψάχνοντας ματαίως για κάποια οδό διαφυγής. Εκείνο το πρωί είχε φανερώσει τον αριθμό 2 πάνω στους τοίχους του σπιτιού του, και η επόμενη μέρα θα ήταν η τελευταία της διορίας. Τι θα συνέβαινε τότε; Κάθε είδους ακαθόριστες και τρομερές σκέψεις πλημμύρισαν την φαντασία του. Και η κόρη του—τι θα απογινόταν όταν εκείνος θα είχε φύγει; Δεν υπήρχε διέξοδος από το αόρατο δίκτυο το οποίο είχε τραβηχτεί ολόγυρα τους. Βύθισε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι και έκλαψε με λυγμούς στην σκέψη του πόσο ανήμπορος ήταν.
Τι ήταν αυτό; Στην σιωπή άκουσε έναν απαλό ήχο ξυσίματος—χαμηλό, αλλά πολύ ευδιάκριτο μέσα στην νυχτερινή σιωπή. Ήρθε από την πόρτα του σπιτιού. Ο Φερριέρ πήγε πατητά ως το χωλ και αφουγκράστηκε με προσοχή. Υπήρξε μια παύση για μερικές στιγμές, και κατόπιν ο χαμηλός ύπουλος ήχος επαναλήφθηκε. Κάποιος προφανώς χτυπούσε πολύ απαλά στην πόρτα. Να επρόκειτο για κάποιον νυχτερινό δολοφόνο που είχε έρθει για να πραγματοποιήσει τα δολοφονικά προστάγματα του μυστικού δικαστηρίου; Ή να επρόκειτο για κάποιο πράκτορα ο οποίος να σημάδευε πως η στερνή μέρα της περιόδου χάριτος είχε φτάσει. Ο Τζων Φερριέρ ένοιωσε εκείνη την στιγμή πως ο θάνατος θα ήταν καλύτερος από την αγωνία η οποία είχε καταρρακώσει τα νεύρα του και είχε παγώσει την καρδιά του. Πετάχτηκε εμπρός τραβώντας το μάνδαλο και ανοίγοντας την πόρτα.