7. Το συμβάν του βαρελιού (2)
Ομολογώ πως είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου όταν συλλογίστηκα την μεγάλη κυκλοφορία που είχε περάσει οδεύοντας προς το Λονδίνο στο μεταξύ. Οι φόβοι μου σύντομα κατευνάστηκαν, εντούτοις. Ο Τόμπυ δεν δίστασε στιγμή ούτε παρέκκλινε αλλά συνέχισε να προχωράει με τον ξεχωριστό τσουλιστό τρόπο του. Ήταν σαφές πως η αψιά οσμή του κρεόζωτου ξεπερνούσε όλες τις υπόλοιπες συναγωνιζόμενες οσμές.
«Μην φανταστείς», είπε ο Χολμς, «πως εξαρτώμαι για την επιτυχία της υποθέσεως επί της απλής πιθανότητας πως κάποιος από τους τύπους μας πάτησε μέσα στο χημικό. Έχω πλέον γνώση η οποία θα μου έδινε τη δυνατότητα να τους ακολουθήσω κατά πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ο προκείμενος, εντούτοις, είναι ο αμεσότερος, και, αφού η τύχη μας τον πρόσφερε, θα ήμουν ασυγχώρητος αν τον περιφρονούσα. Απέτρεψε, ωστόσο, την υπόθεση από το να μετατραπεί σε ένα μικρό διανοητικό πρόβλημα το οποίο αρχικά προοιώνιζε. Ενδεχομένως να αποκομιζόταν και κάποια αναγνώριση εξ αυτής μόνο από αυτό το υπερβολικά απτό στοιχείο.»
«Υπάρχει αναγνώριση, και με το παραπάνω», είπα εγώ. «Σε διαβεβαιώνω, Χολμς, πως θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο αποκομίζεις τα συμπεράσματα σου σε αυτήν την περίπτωση περισσότερο από όσο ένοιωσα στην υπόθεση του Τζέφερσον Χόουπ. Η κατάσταση μου φαντάζει βαθύτερη και πλέον ανεξήγητη. Πως, παραδείγματος χάριν, περιέγραψες με τέτοια βεβαιότητα τον ξυλοπόδαρο;»
«Αχ, παιδί μου! Μιλάμε για το άκρων άωτον της απλότητας. Δεν θέλω να γίνω δραματικός. Είναι όλα καθαρά και ξάστερα. Δυο αξιωματικοί που εποπτεύουν μια φρουρά καταδίκων μαθαίνουν ένα σημαντικό μυστικό σχετικά με ένα θαμμένο θησαυρό. Ένας χάρτης σχεδιάζεται για αυτούς από έναν Άγγλο ονόματι Τζόναθαν Σμολ. Θα θυμάσαι πως είδαμε το όνομα πάνω στο χάρτη που κατείχε ο Λοχαγός Μόρσταν. Το είχε υπογράψει εκ μέρους του αλλά και εκ μέρους των συνεργατών του —το σημάδι των τεσσάρων, όπως κάπως δραματικά το αποκάλεσε. Βοηθούμενοι από τον χάρτη, οι αξιωματικοί – ή ένας εξ αυτών— βρίσκουν τον θησαυρό και τον φέρνουν στην Αγγλία, αφήνοντας, ας υποθέσουμε, κάποιον όρο τον οποίο εκείνος εξέλαβε ως μη εκπληρωθέντα. Τώρα, λοιπόν, γιατί δεν πήρε τον θησαυρό ο Τζόναθαν Σμολ αυτοπροσώπως; Η απάντηση είναι προφανής. Ο χάρτης χρονολογείται σε μια περίοδο που ο Μόρσταν σχετίσθηκε στενά με κατάδικους. Ο Τζόναθαν Σμολ δεν πήρε τον θησαυρό επειδή εκείνος και οι συνεργάτες του ήταν οι ίδιοι κατάδικοι και δεν μπορούσαν να διαφύγουν.»
«Όμως πρόκειται περί απλής εικασίας,» είπα.
«Είναι κάτι παραπάνω απ' αυτό. Είναι η μόνη υπόθεση που καλύπτει όλα τα γεγονότα. Ας δούμε τώρα πως ταυτίζεται με τα επακόλουθα. Ο Λοχαγός Σόλτο παραμένει ήσυχος για πολλά χρόνια, ευτυχής που έχει στην κατοχή του το θησαυρό του. Τότε λαβαίνει ένα γράμμα από την Ινδία το οποίο τον κάνει να νοιώσει έντονο φόβο. Περί τίνος επρόκειτο;»
«Ένα γράμμα που έλεγε πως οι άντρες τους οποίους είχε αδικήσει είχαν αφεθεί ελεύθεροι.»
«Είτε είχαν αποδράσει. Είναι το πιθανότερο, γιατί θα γνώριζε την διάρκεια της φυλάκισης τους. Δεν θα τον εξέπληττε. Τι κάνει τότε όμως; Προστατεύεται ενάντια σε έναν ξυλοπόδαρο —λευκό, στο επισημαίνω, γιατί περνά ένα λευκό περιπλανώμενο έμπορο για αυτόν και τον πυροβολεί. Τώρα, μόνο ένα όνομα λευκού υπάρχει στο χάρτη. Τα άλλα είναι Ινδικά και Μουσουλμανικά. Δεν υπάρχει άλλος λευκός. Επομένως μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο ξυλοπόδαρος λευκός είναι ακριβώς ο Τζόναθαν Σμολ. Σου φαίνεται λανθασμένος ο υπό συζήτηση συλλογισμός;»
«Όχι: είναι σαφής και ακριβής.»
«Λοιπόν, τώρα, ας τοποθετηθούμε στην θέση του Τζόναθαν Σμολ. Ας το δούμε από την δική του οπτική γωνία. Έρχεται στην Αγγλία με την διττή ιδέα να αποκτήσει και πάλι ότι θεωρεί δικαιωματικά δικό του και να πάρει την εκδίκηση του ενάντια στον άντρα που τον αδίκησε. Ανακάλυψε πού ζούσε ο Σόλτο, και πιθανότατα να σύναψε σχέσεις με κάποιον εντός του σπιτιού. Υπάρχει εκείνος ο μπάτλερ, ο Λάλ Ράο, τον οποίο δεν είδαμε. Η κ. Μπέρνστόουν είπε πως απέχει πολύ από έναν άμεμπτο χαρακτήρα. Ο Σμολ δεν μπορούσε να ανακαλύψει που βρισκόταν ο θησαυρός γιατί κανείς δεν γνώριζε εκτός του Ταγματάρχη και ενός πιστού υπηρέτη που είχε πεθάνει. Ξαφνικά ο Σμολ μαθαίνει πως ο ταγματάρχης βρίσκεται στο νεκροκρέβατο του. Στην παραφροσύνη πως το μυστικό του θησαυρού θα πεθάνει μαζί του, τρέχει στον πανικό του παρά τους φύλακες, φτάνοντας στο παράθυρο του ετοιμοθάνατου, κι αποτρέπεται από το να εισέλθει μόνον από την παρουσία των δύο γιων του. Τρελός από μίσος, ωστόσο, για το νεκρό, μπαίνει στο δωμάτιο το ίδιο βράδυ, ψάχνει τα προσωπικά του έγγραφα με την ελπίδα να ανακαλύψει κάποιο σημείωμα σχετικό με τον θησαυρό, και τελικά αφήνει ένα ενθύμιο της επίσκεψης του υπό την μορφή της σύντομης επιγραφής επί της κάρτας. Αναμφίβολα το είχε σχεδιάσει εκ των προτέρων ώστε, αν δολοφονούσε τον ταγματάρχη, να άφηνε κάποια καταγραφή επί του σώματος ως ένα σημάδι πως δεν επρόκειτο για έναν κοινό φόνο αλλά, από την θεώρηση των τεσσάρων συνεταίρων, κάτι υπό την μορφή μιας πράξης απονομής δικαιοσύνης. Καπρίτσια και αλλόκοτα αποκυήματα αυτού του είδους είναι αρκετά κοινά στα χρονικά του εγκλήματος και συνήθως προσφέρουν πολύτιμες ενδείξεις σχετικά με τον εγκληματία. Τα ακολουθείς όλα αυτά;»
«Απολύτως.»
«Τι θα έκανε τώρα ο Τζόναθαν Σμολ; Μπορούσε μονάχα να κρατήσει το μυστικό παρακολουθώντας τις προσπάθειες που γίνονταν για να ανεβρεθεί ο θησαυρός. Πιθανόν αφήνει την Αγγλία και επιστρέφει μόνο κατά διαστήματα. Τότε έρχεται η ανακάλυψη της σοφίτας, κι αμέσως ενημερώνεται σχετικά. Εντοπίζουμε και πάλι την παρουσία κάποιου συνεργού στο προσωπικό. Ο Τζόναθαν, με το ξύλινο πόδι του, είναι εντελώς ανίκανος να φτάσει στο ψηλό δώμα του Μπαρθόλομιου Σόλτο. Παίρνει μαζί του, ωστόσο, έναν μάλλον ιδιόρρυθμο συνεργάτη, ο οποίος αντεπεξέρχεται την συγκεκριμένη δυσκολία αλλά βουτά το ξυπόλητο πόδι του μέσα στο κρεόζωτο, όπου και εισέρχεται ο Τόμπυ, κι ένα αργόσυρτο χωλό περπάτημα έξι μιλίων για ένα μειωμένων αποδοχών αξιωματικό με έναν κατεστραμμένο αχίλλειο τένοντα.»
«Ωστόσο ήταν ο συνεργάτης κι όχι ο Τζόναθαν εκείνος που διέπραξε το έγκλημα.»
«Πολύ σωστά. Και μάλλον προς μεγάλη αποστροφή του Τζόναθαν, κρίνοντας από τον τρόπο που τριγύρισε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Δεν κρατούσε κακία ενάντια στον Μπαρθόλομιου Σόλτο και θα προτιμούσε να τον είχε δέσει και φιμώσει. Δεν ήθελε να βάλει το κεφάλι του στην αγχόνη. Δεν μπόρεσε να το αποτρέψει, εντούτοις: τα βίαια ένστικτα του συντρόφου του είχαν ξεσπάσει, και το δηλητήριο είχε κάνει την δουλειά του: έτσι ο Τζόναθαν Σμολ άφησε την μαρτυρία του, κατέβασε το κουτί με το θησαυρό στο έδαφος, και το ακολούθησε. Φυσικά, όσον αφορά την προσωπική του εμφάνιση, πρέπει να είναι μεσήλικας και πρέπει να είναι ηλιοκαμένος έχοντας εκτίσει την ποινή του σε έναν τέτοιο φούρνο όπως οι νήσοι Andaman. Το ύψος του υπολογίζεται άμεσα από το μήκος της δρασκελιάς του, και γνωρίζουμε πως είχε γενειάδα. Η τριχοφυΐα του ήταν εκείνο που έκανε μεγάλη εντύπωση στο Θαντέους Σόλτο όταν τον είδε στο παράθυρο. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι άλλο.»
«Ο συνεργάτης;»
«Α, καλά, δεν υπάρχει κάποιο σπουδαίο μυστήριο σε αυτό. Όμως θα τα μάθεις όλα λίαν συντόμως. Πόσο γλυκιά είναι η πρωινή αύρα! Δες πως αυτό το μικρό σύννεφο επιπλέει σαν ένα ροζ φτερό κάποιου γιγάντιου φλαμίνγκο. Πλέον η κοκκινωπή παρυφή του ήλιου ανοίγει δρόμο μέσα από την ομίχλη του Λονδίνου. Λάμπει πάνω από πολύ κόσμο, αλλά σε κανένα, τολμώ να στοιχηματίσω, που να έχει επιδοθεί σε μια πιο αλλόκοτη δουλειά από ότι εσύ κι εγώ. Πόσο μικροί νοιώθουμε με τις μικρόψυχες φιλοδοξίες μας και τους αγώνες μας υπό την παρουσία των σπουδαίων βασικών δυνάμεων της Φύσης. Έχεις προχωρήσει αρκετά στον Jean Paul;»
«Αρκετά. Επέστρεψα πάλι πίσω σε αυτόν μέσω του Carlyle.»
«Ήταν σα να ακολουθούσα ρυάκι στη λίμνη από όπου ξεκίνησε. Προβαίνει σε ένα περίεργο αλλά βαθυστόχαστο σχόλιο. Κι αυτό είναι πως η κυρίαρχη απόδειξη του αληθινού ανθρώπινου μεγαλείου έγκειται στην αντίληψη της μηδαμινότητας του. Διατυπώνεται, βλέπεις, μια δύναμη σύγκρισης και μια εκτίμηση η οποία από μόνη της αποτελεί μια ένδειξη ευγένειας. Υπάρχει αρκετή τροφή για σκέψη στον Ρίχτερ. Δεν έχεις πιστόλι μαζί σου, έχεις;»
«Έχω το ραβδί μου.»
«Υπάρχει περίπτωση πως ίσως να χρειαστούμε κάτι τέτοιο αν φθάσουμε στο λημέρι τους. Τον Τζόναθαν θα τον αφήσω σε σένα, μα αν ο άλλος αποδειχθεί επικίνδυνος θα του ρίξω.»
Έβγαλε το περίστροφο του καθώς μίλησε, κι έχοντας γεμίσει δυο από τις θαλάμες του, το έβαλε πίσω στην δεξιά τσέπη του σακακιού του.
Όλη εκείνη την ώρα ακολουθούσαμε τον Τόμπυ κατηφορίζοντας μέσα από τους ημί-αγροτικούς διάστικτους από βίλες δρόμους που οδηγούσαν στην μητρόπολη. Τώρα, ωστόσο, είχαμε αρχίσει να κινούμαστε σε ατέλειωτους δρόμους, όπου καματάρηδες και λιμενεργάτες ήταν ήδη στο πόδι κι ατημέλητες γυναίκες κατέβασαν τα παραθυρόφυλλα και σκούπιζαν τα κατώφλια. Στην άκρη του τετραγώνου τα καπηλειά έπιαναν σιγά σιγά δουλειά, και αγριοπρόσωποι άντρες ξεπρόβαλλαν, τρίβοντας τα μανίκια τους στις γενειάδες τους ύστερα από ένα πρωινό τσούξιμο. Περίεργα σκυλιά, σουλατσάριζαν νωχελικά και μας κοιτούσαν με έκπληξη καθώς περνούσαμε, όμως ο αμίμητος Τόμπυ μας δεν κοίταζε ούτε αριστερά ούτε δεξιά μα συνέχιζε να τρέχει με τη μουσούδα του στο έδαφος και κάνα περιστασιακό κλαψούρισμα ανυπομονησίας το οποίο υπονοούσε μια έντονη οσμή.
Είχαμε διασχίσει το Στρήτχαμ, το Μπρίξτον, το Κάμπεργουέλ, και πλέον βρισκόμασταν στη λεωφόρο Κέννινγκτον, έχοντας περάσει μέσα από τις παρόδους προς τα ανατολικά του Όβαλ. Οι άνθρωποι τους οποίους καταδιώκαμε έμοιαζαν να έχουν ακολουθήσει μια παράδοξα μαιανδρική διαδρομή, ενδεχομένως με την ιδέα πως θα διέφευγαν της παρακολούθησης. Δεν είχαν παραμείνει στιγμή στον κεντρικό δρόμο όταν κάποιος πλευρικός δρόμος θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους. Στο τέλος της λεωφόρου Κέννινγκτον είχαν κόψει στα αριστερά μέσω της οδού Μπόντ και της Μάιλς. Στο σημείο που η τελευταία κατέληγε στο Νάϊτς Πλέις, ο Τόμπυ σταμάτησε να προχωρά αλλά άρχισε να κάνει μπρος πίσω με το ένα αυτί ανασηκωμένο και το άλλο κατεβασμένο, η προσωποποίηση της σκυλίσιας αναποφασιστικότητας. Κατόπιν έκανε μικρά βήματα τριγύρω, κοιτώντας μας πότε πότε, σα να μας ζητούσε συγνώμη για την αμηχανία του.
«Τι στο δαίμονα τρέχει με το σκυλί;» μούγκρισε ο Χολμς. «Σίγουρα δεν θα έπαιρναν αμάξι ούτε θα έφεύγαν με αερόστατο.»
«Ίσως να στάθηκαν εδώ για κάποια ώρα,» πρότεινα.
«Αχά! Όλα πάνε καλά. Ξεκίνησε και πάλι,» είπε ο σύντροφος μου με ένα τόνο αγαλλίασης.
Είχε αρχίσει να βαδίζει ξανά, γιατί έχοντας οσμιστεί τριγύρω ξάφνου αποφάσισε κι όρμησε με μια ενέργεια και μια αποφασιστικότητα που δεν είχε επιδείξει προηγουμένως. Η οσμή φάνηκε να είναι εντονότερη από πριν, γιατί δεν είχε καν ακουμπήσει την μουσούδα του στο έδαφος αλλά τραβούσε το λουρί του και προσπαθούσε να τρέξει. Έβλεπα από τη λάμψη στα μάτια του Χολμς ότι πίστευε πως πλησιάζαμε στο τέλος του ταξιδιού μας.
Η διαδρομή μας τώρα κατηφόρισε στις Εννέα Λεύκες μέχρι που φτάσαμε στην πελώρια αποθήκη ξυλείας των Μπρόντερικ και Νέλσον λίγο παρακάτω από την ταβέρνα Λευκός Αετός. Εδώ το σκυλί, ξετρελαμένο από αναστάτωση, στράφηκε μέσα από μια πλευρική πύλη στην περίφραξη, όπου οι πριονιστές ήδη είχαν πιάσει δουλειά. Εμπρός όρμησε το σκυλί μέσα σε πριονίδια και ροκανίδια, κατηφόρισε σε ένα δρομάκι, έκανε τον γύρο ενός περάσματος, μέσα από δυο στοίβες ξυλείας, και τελικά, με μια θριαμβευτική κραυγή, πήδησε πάνω σε ένα μεγάλο βαρέλι το οποίο ακόμη στεκόταν πάνω σε ένα καροτσάκι πάνω στο οποίο είχε μεταφερθεί. Με κρεμασμένη γλώσσα και γυαλιστερά μάτια ο Τόμπυ στάθηκε πάνω στο βαρελάκι, κοιτώντας μας εναλλάξ για κάποιο σημάδι κατανόησης. Οι σανίδες του βαρελιού κι οι τροχοί του καροτσιού ήταν πασαλειμμένοι από ένα σκούρο υγρό, κι η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από την οσμή του κρεόζωτου.
Ο Σέρλοκ Χολμς κι εγώ κοιταχτήκαμε κενά και κατόπιν ξεσπάσαμε ταυτόχρονα σε ένα ανεξέλεγκτο γέλιο.