3. Μέρος πρώτο
ΨΗΛΑ, στη μικρή πόλη της Ταρίφας, υψώνεται ένα παλιό κάστρο, χτισμένο από τους Μαυριτανούς, και όποιος κάθεται στα τείχη του μπορεί να διακρίνει μια πλατεία, ένα μικροπωλητή ποπ κορν κι ένα κομμάτι της Αφρικής. Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ, κάθισε εκείνο το απόγευμα στο τείχος του κάστρου και αφέθηκε να νιώσει το λεβάντε στο πρόσωπο. Δίπλα του τα πρόβατα σπαρταρούσαν από φόβο για το καινούριο αφεντικό και ήταν αναστατωμένα με όλες αυτές τις αλλαγές. Το μόνο που ήθελαν ήταν τροφή και νερό.
Ο Μελχισεδέκ παρακολουθούσε το μικρό καράβι που απομακρυνόταν απ' το λιμάνι. Δε θα ξανάβλεπε το αγόρι ποτέ πια, όπως δεν ξαναείδε ποτέ πια τον Αβραάμ, από τότε που εκείνος του έδωσε, επίσης, το ένα δέκατο του κοπαδιού του.
Οι θεοί δεν πρέπει να έχουν επιθυμίες, γιατί οι θεοί δεν έχουν Προσωπικό Μύθο. Αλλά ο βασιλιάς της Σαλίμ ευχήθηκε να πετύχει το αγόρι.
«Κρίμα που θα ξεχάσει γρήγορα το όνομά μου», σκέφτηκε. «Έπρεπε να του το είχα επαναλάβει περισσότερο από μια φορά. Ώστε μιλώντας για μένα, να έλεγε ότι είμαι ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ».
Κοίταξε τον ουρανό έχοντας μετανιώσει γι' αυτό που σκέφτηκε: «Ξέρω τι θα πει ματαιότης ματαιοτήτων, όπως Εσύ είπες, Κύριε. Μερικές φορές όμως και ένας γέρος βασιλιάς αισθάνεται την ανάγκη να υπερηφανεύεται».
«Τι παράξενη που είναι η Αφρική», συλλογίστηκε το αγόρι. Καθόταν σ' ένα είδος καπηλειού, παρόμοιου με άλλα καπηλειά που είχε συναντήσει στα στενά σοκάκια της πόλης. Μερικοί άνθρωποι κάπνιζαν από μια τεράστια πίπα, που την περνούσαν από στόμα σε στόμα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει άντρες πιασμένους χέρι χέρι, γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο τους και ιερείς που ανέβαιναν σε ψηλούς πύργους κι άρχιζαν την ψαλμωδία - ενώ όλοι τριγύρω γονάτιζαν και ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στη γη.
«Συνήθειες απίστων», είπε το αγόρι στον εαυτό του. Όταν ήταν μικρό παιδί, έβλεπε πάντα στην εκκλησία του χωριού ένα άγαλμα του αγίου Ιακώβου Ματαμόουρος, καβάλα στο άσπρο του άλογο, με γυμνό σπαθί, να ποδοπατά ανθρώπους όπως αυτοί. Το αγόρι αισθανόταν άσχημα, ένιωθε τρομερά μόνο. Οι άπιστοι είχαν απειλητικό ύφος.
Εξάλλου, με τη βιασύνη του να ταξιδέψει, είχε ξεχάσει μια λεπτομέρεια, μια μοναδική λεπτομέρεια, που θα μπορούσε να τον κρατήσει για πολύ καιρό μακριά απ' το θησαυρό: σ' εκείνη τη χώρα όλοι μιλούσαν αραβικά. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και το αγόρι του έδειξε το ποτό που είχαν παραγγείλει σ' ένα διπλανό τραπέζι. Ήταν πικρό τσάι. Το αγόρι θα προτιμούσε να πιει κρασί.
Δεν ήταν όμως η στιγμή για τέτοιου είδους έγνοιες. Έπρεπε να νοιαστεί μόνο για το θησαυρό και για το πώς να τον αποκτήσει. Η πώληση των προβάτων τού είχε αποφέρει ένα σημαντικό ποσό και το αγόρι ήξερε ότι τα χρήματα είναι μαγικά: αν τα έχεις, ποτέ δεν αισθάνεσαι μοναξιά. Σε λίγο, ίσως σε μερικές μέρες, θα βρισκόταν κοντά στις πυραμίδες. Ένας γέρος με τόσο χρυσάφι στο στήθος δεν είχε ανάγκη να πει ψέματα για να κερδίσει έξι πρόβατα.
Ο γέρος τού είχε μιλήσει για σημάδια. Αυτά σκεφτόταν, όταν το καράβι διέσχιζε τη θάλασσα. Ναι, ήξερε τι εννοούσε: όλα αυτά τα χρόνια που είχε ζήσει στους κάμπους της Ανδαλουσίας, είχε συνηθίσει να ερμηνεύει στη γη και στον ουρανό τα γνωρίσματα του δρόμου που θα τραβούσε. Είχε μάθει ότι ένα ορισμένο πουλί σήμαινε ότι εκεί κοντά βρισκόταν ένα φίδι, ότι ένας ορισμένος θάμνος σήμαινε ότι υπήρχε νερό σε λίγα χιλιόμετρα απόστασης. Τα πρόβατα του είχαν μάθει όλα αυτά τα σημάδια.
«Αν ο Θεός οδηγεί τόσο καλά τα πρόβατα, θα οδηγήσει και έναν άνθρωπο», συλλογίστηκε και ηρέμησε κάπως. Το τσάι δεν του φάνηκε και τόσο πικρό.
- Ποιος είσαι; άκουσε μια φωνή στα ισπανικά.
Το αγόρι ανακουφίστηκε αφάνταστα. Σκεφτόταν τα σημάδια και να που εμφανιζόταν κάποιος.
- Πώς και μιλάς ισπανικά; ρώτησε.
Ο νεοφερμένος ήταν ένα αγόρι ντυμένο με ευρωπαϊκά ρούχα, αλλά, από το χρώμα του δέρματός του, κατάλαβε ότι θα πρέπει να ήταν από την πόλη. Είχε περίπου το ύψος και την ηλικία του.
- Εδώ σχεδόν όλοι μιλάνε ισπανικά. Απέχουμε μόνο δυο ώρες από την Ισπανία.
- Κάθισε και παράγγειλε κάτι, κερνάω εγώ, είπε το αγόρι. Και παράγγειλε ένα κρασί για μένα. Αυτό το τσάι είναι απαίσιο.
- Δεν υπάρχει κρασί στη χώρα, είπε ο νεοφερμένος.
Το απαγορεύει η θρησκεία μας.
Τότε το αγόρι τού είπε ότι έπρεπε να πάει στις πυραμίδες. Παραλίγο να του μιλήσει για το θησαυρό, αλλά προτίμησε να σωπάσει, μην τυχόν και απαιτούσε και ο Άραβας μερίδιο για να τον οδηγήσει μέχρι εκεί. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο γέρος σχετικά με τις υποσχέσεις.
- Θα ήθελα να με οδηγήσεις μέχρι εκεί, αν μπορείς,
Είμαι σε θέση να σε πληρώσω σαν οδηγό. Ξέρεις με ποιο τρόπο μπορούμε να πάμε μέχρι εκεί;
Το αγόρι πρόσεξε ότι ο ιδιοκτήτης του καπηλειού ήταν κοντά και παρακολουθούσε προσεχτικά τη συζήτηση. Η παρουσία του ήταν ενοχλητική. Είχε όμως βρει οδηγό και δε θα έχανε μια τέτοια ευκαιρία.
- Πρέπει να διασχίσεις όλη την έρημο της Σαχάρας, είπε ο νεοφερμένος. Κι αυτό προϋποθέτει λεφτά. Θέλω να μάθω αν έχεις αρκετά λεφτά.
Το αγόρι παραξενεύτηκε με την ερώτηση. Εμπιστευόταν όμως το γέρο και ο γέρος τού είχε πει κάτι: ότι όταν κανείς θέλει πάρα πολύ κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί για χάρη του.
Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη και τα έδειξε στον νεοφερμένο. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και κοίταξε κι εκείνος. Οι δυο τους αντάλλαξαν μερικά λόγια στα αραβικά. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού έδειχνε θυμωμένος.
- Πάμε να φύγουμε, είπε ο νεοφερμένος. Αυτός δε μας θέλει άλλο εδώ.
Το αγόρι ανακουφίστηκε. Σηκώθηκε για να πληρώσει το λογαριασμό, αλλά ο ιδιοκτήτης τον άρπαξε κι άρχισε να μιλά ασταμάτητα. Το αγόρι ήταν γεροδεμένο, βρισκόταν όμως σε ξένη χώρα. Ο καινούριος του φίλος παραμέρισε τον ιδιοκτήτη και τράβηξε το αγόρι έξω.
- Ήθελε να σου πάρει τα λεφτά, είπε. Η Ταγγέρη δε μοιάζει με την υπόλοιπη Αφρική. Βρισκόμαστε σε λιμάνι και στα λιμάνια αφθονούν πάντα οι κλέφτες.
Μπορούσε να εμπιστευτεί τον καινούριο του φίλο. Του είχε συμπαρασταθεί σε μια κρίσιμη στιγμή. Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη του και τα μέτρησε. - Αύριο μπορούμε να φτάσουμε στις πυραμίδες, είπε ο άλλος παίρνοντας τα λεφτά. Πρέπει όμως ν' αγοράσω δυο καμήλες. Βγήκαν και βάδισαν στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης. Παντού υπήρχαν πάγκοι με εμπορεύματα. Βρέθηκαν τελικά στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας, όπου ήταν η αγορά. Χιλιάδες άνθρωποι συζητούσαν, πουλούσαν, αγόραζαν. Τα λαχανικά ανακατεύονταν με σπαθιά, με χαλιά και με όλων των ειδών τις πίπες. Το αγόρι όμως δεν άφηνε τον καινούριο του φίλο από τα μάτια του. Στο κάτω κάτω, κρατούσε όλα του τα λεφτά. Σκέφτηκε να του ζητήσει να του τα επιστρέψει, αλλά το θεώρησε αγένεια. Δε γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα αυτής της ξένης χώρας.
«Φτάνει να τον παρακολουθήσω», είπε στον εαυτό του. Ήταν πιο δυνατός απ' τον άλλο. Ξαφνικά, μέσα σ' όλη εκείνη την οχλαγωγία, ανακάλυψε το πιο ωραίο σπαθί που είχαν δει ποτέ τα μάτια του. Η θήκη ήταν ασημένια και η λαβή μαύρη, διακοσμημένη με λίθους. Το αγόρι υποσχέθηκε στον εαυτό του να αγοράσει εκείνο το σπαθί μόλις θα επέστρεφε από την Αίγυπτο.
- Για ρώτα τον πωλητή πόσο κάνει, είπε στο φίλο του. Κατάλαβε όμως ότι είχε αφαιρεθεί για δυο δευτερόλεπτα, καθώς περιεργαζόταν το σπαθί.
Η καρδιά του σφίχτηκε, λες και το στήθος του στένεψε ξαφνικά. Φοβήθηκε να στρέψει το βλέμμα του, ξέροντας τι θα έβλεπε. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω στο ωραίο σπαθί λίγα λεπτά ακόμη, ώσπου τελικά το αγόρι πήρε θάρρος και γύρισε.
Γύρω του ήταν η αγορά, οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονταν φωνάζοντας και αγοράζοντας, χαλιά ανακατωμένα με φουντούκια, μαρούλια δίπλα σε χάλκινους δίσκους, άντρες πιασμένοι χέρι χέρι, γυναίκες με πέπλα, η μυρωδιά των παράξενων φαγητών και πουθενά όμως, μα πουθενά, δεν είδε το πρόσωπο του συντρόφου του.
Το αγόρι προσπάθησε για μια στιγμή να πιστέψει ότι είχαν χαθεί τυχαία. Αποφάσισε να μείνει εκεί όπου ήταν, περιμένοντας τον άλλο να γυρίσει. Σε λίγο, ένας άνθρωπος ανέβηκε σ' έναν απ' τους πύργους κι άρχισε να ψάλλει. Όλοι γονάτισαν ακουμπώντας το κεφάλι στο χώμα και άρχισαν να ψάλλουν με τη σειρά τους. Στη συνέχεια, σαν ομάδα πειθαρχημένων μυρμηγκιών, μάζεψαν τους πάγκους τους κι έφυγαν.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Το αγόρι τον κοίταξε πολλή ώρα, μέχρι να κρυφτεί πίσω από τα άσπρα σπίτια που περιστοίχιζαν την πλατεία, θυμήθηκε ότι το πρωί, με την ανατολή του ίδιου ήλιου, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη ήπειρο, ήταν βοσκός, είχε εξήντα πρόβατα και είχε προγραμματίσει να συναντήσει μια κοπέλα. Όταν τριγύριζε στους κάμπους, ήξερε απ' το πρωί τι θα του συνέβαινε. Τώρα όμως που ο ήλιος κρυβόταν, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη χώρα, ξένος σε ξένα εδάφη, όπου ούτε τη γλώσσα που μιλούσαν δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν ήταν πια βοσκός και δεν είχε πια τίποτε στη ζωή του, ούτε καν λεφτά για να γυρίσει πίσω και να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα.
«Κι όλα αυτά μεταξύ ανατολής και δύσης του ίδιου ήλιου», σκέφτηκε το αγόρι. Λυπήθηκε τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί καμιά φορά στη ζωή τα πράγματα αλλάζουν όσο να πεις κύμινο, προτού οι άνθρωποι εξοικειωθούν μαζί τους.
Ντρεπόταν να κλάψει. Ποτέ δεν είχε κλάψει μπροστά στα πρόβατά του! Κι όμως, η αγορά είχε αδειάσει κι αυτός βρισκόταν μακριά απ' την πατρίδα. Το αγόρι έκλαψε. Έκλαψε γιατί ο Θεός ήταν άδικος και αντάμειβε με αυτό τον τρόπο εκείνους που πίστευαν στα όνειρά τους.
«Όταν ήμουν μαζί με τα πρόβατά μου, αισθανόμουν ευτυχής και ακτινοβολούσα την ευτυχία γύρω μου. Οι άνθρωποι μ' έβλεπαν που ερχόμουν και με καλωσόριζαν... »Τώρα όμως είμαι στενοχωρημένος και δυστυχισμένος. Τι να κάνω; Δε θα έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, γιατί κάποιος με πρόδωσε. Θα μισώ όσους βρήκαν κρυμμένους θησαυρούς, μόνο και μόνο επειδή εγώ δε βρήκα τον δικό μου. Και θα προσπαθώ να διατηρώ τα λίγα που έχω, γιατί παραείμαι μικρός για ν' αγκαλιάσω τον κόσμο». Άνοιξε το δισάκι του για να δει τι είχε μέσα· μήπως είχε περισσέψει τίποτε από το κολατσιό που είχε φάει στο καράβι. Βρήκε μόνο το χοντρό βιβλίο, την κάπα και τους δυο πολύτιμους λίθους που του είχε χαρίσει ο γέρος.
Βλέποντας τους λίθους, αισθάνθηκε απέραντη ανακούφιση. Είχε ανταλλάξει έξι πρόβατα με δυο πολύτιμους λίθους, βγαλμένους από το χρυσαφένιο κόσμημα.
Θα μπορούσε να τους πουλήσει και ν' αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής. «Τώρα θα φερθώ πιο έξυπνα», σκέφτηκε το αγόρι, βγάζοντας τους λίθους από το δισάκι για να τους κρύψει στην τσέπη. Ήταν λιμάνι εκεί, η μοναδική αλήθεια που του είχε πει εκείνος ο άνθρωπος· ένα λιμάνι είναι πάντα γεμάτο κλέφτες.
Τώρα καταλάβαινε και τη γεμάτη απόγνωση προσπάθεια του ιδιοκτήτη του καπηλειού: ήθελε να τον προειδοποιήσει να μην εμπιστευτεί εκείνο τον άνθρωπο. «Είμαι κι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους: βλέπω τον κόσμο όπως θα ήθελα να είναι και όχι όπως είναι στην πραγματικότητα».
Άρχισε να περιεργάζεται τους λίθους. Άγγιξε προσεχτικά τον καθένα, νιώθοντας τη θερμοκρασία και τη λεία επιφάνεια τους. Ήταν ο θησαυρός του. Και μόνο που τους άγγιξε, αισθάνθηκε πιο ήρεμος. Του θύμισαν το γέρο.
«Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις», του είχε πει ο γέρος.
Ήθελε να πιστέψει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αληθεύει. Στεκόταν εκεί, στη μέση μιας έρημης αγοράς, χωρίς δεκάρα στην τσέπη και χωρίς πρόβατα για να τα φυλάξει εκείνη τη νύχτα. Οι λίθοι όμως ήταν η απόδειξη ότι είχε συναντήσει ένα βασιλιά που ήξερε την ιστορία του, που γνώριζε για το όπλο του πατέρα του και για την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία.
«Οι λίθοι έχουν μαντικές ιδιότητες. Λέγονται Ουρίμ και Τουμίμ». Το αγόρι ξαναέβαλε τους λίθους μέσα στο δισάκι του και αποφάσισε να δοκιμάσει. Ο γέρος του είχε πει να κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, γιατί χρησίμευαν μόνο σε όποιον ήξερε τι ήθελε.
Κι έτσι, το αγόρι ρώτησε αν η ευλογία του γέρου εξακολουθούσε να είναι μαζί του.
Έβγαλε τον έναν από τους λίθους. Η απάντηση ήταν «ναι».
- Θα βρω το θησαυρό μου; ρώτησε το αγόρι.
Έχωσε το χέρι στο δισάκι κι εκεί που ετοιμαζόταν να πιάσει το ένα λίθο, του γλίστρησαν και οι δυο από μια τρύπα στο ύφασμα. Το αγόρι δεν είχε προσέξει ποτέ ότι το δισάκι του ήταν τρύπιο. Έσκυψε να πιάσει τον Ουρίμ και τον Τουμίμ, για να τους ξαναβάλει μέσα στο δισάκι. Βλέποντας τους κάτω, όμως, μια άλλη φράση πέρασε απ' το νου του. «Να μάθεις να σέβεσαι και να ακολουθείς τα σημάδια», είχε πει επίσης ο γέρος βασιλιάς.
Ένα σημάδι. Το αγόρι γέλασε με τον εαυτό του. Στη συνέχεια μάζεψε τους δυο λίθους από κάτω και τους ξαναέβαλε στο δισάκι. Δε σκόπευε να μπαλώσει την τρύπα· οι λίθοι θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από κει όποτε ήθελαν. Είχε καταλάβει ότι υπήρχαν για ορισμένα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν πρέπει να ρωτάνε, για να μην ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
«Υποσχέθηκα να αποφασίζω μόνος μου», είπε στον εαυτό του.
Οι λίθοι όμως του είχαν πει ότι ο γέρος εξακολουθούσε να είναι μαζί του κι αυτό τον έκανε ν' αναθαρρήσει. Ξανακοίταξε την έρημη αγορά και δεν αισθάνθηκε την ίδια απελπισία όπως πριν. Δεν επρόκειτο πια για έναν παράξενο κόσμο· ήταν ένας καινούριος κόσμος.
Στο κάτω κάτω, αυτό ακριβώς επιθυμούσε: να γνωρίσει καινούριους κόσμους. Ακόμη κι αν δεν έφτανε ποτέ στις πυραμίδες, ήδη είχε προχωρήσει πιο μακριά απ' οποιονδήποτε άλλο βοσκό. «Αχ, να ήξεραν ότι σε απόσταση μόνο δυο ωρών με καράβι υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα».
Ο καινούριος κόσμος εμφανιζόταν μπροστά με τη μορφή μιας έρημης αγοράς κι όμως, την ίδια αυτή αγορά την είχε ζήσει γεμάτη ζωή, κάτι που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Θυμήθηκε το σπαθί· πλήρωσε ακριβά το ότι το κοίταξε για λίγο, δεν είχε όμως ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Αισθάνθηκε ξαφνικά ότι μπορούσε να αντικρίσει τον κόσμο ή σαν το αξιολύπητο θύμα ενός ληστή ή σαν τον τυχοδιώκτη που ψάχνει ένα θησαυρό.
«Είμαι ένας τυχοδιώκτης που ψάχνει ένα θησαυρό», σκέφτηκε, πριν αποκοιμηθεί εξαντλημένος.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΣΚΟΥΝΤΗΣΕ για να ξυπνήσει. Είχε αποκοιμηθεί στη μέση της αγοράς και η πλατεία θα ξαναζωντάνευε σε λίγο.
Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για τα πρόβατα και θυμήθηκε ότι βρισκόταν σε άλλο κόσμο. Δε στενοχωρήθηκε όμως· ίσα ίσα, αισθάνθηκε ευτυχισμένος. Δεν ήταν πια αναγκασμένος να ψάξει για νερό και τροφή· ήταν ελεύθερος να αναζητήσει ένα θησαυρό. Δεν είχε δεκάρα στην τσέπη, είχε όμως πίστη στη ζωή. Την προηγουμένη νύχτα είχε κάνει την επιλογή του, να γίνει τυχοδιώκτης, σαν τα πρόσωπα των βιβλίων που διάβαζε.
Άρχισε να τριγυρίζει στην πλατεία με την ησυχία του. Οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. Βοήθησε ένα ζαχαροπλάστη να στήσει τον δικό του. Στο πρόσωπο εκείνου του ζαχαροπλάστη υπήρχε ένα χαμόγελο διαφορετικό: ήταν χαρούμενος, όλο ζωντάνια, έτοιμος ν' αρχίσει τη δουλειά του. Ένα χαμόγελο που του θύμιζε κάτι από το γέρο, από εκείνο το γέρο και μυστηριώδη βασιλιά που είχε γνωρίσει. «Αυτός ο ζαχαροπλάστης δε φτιάχνει γλυκά επειδή θέλει να ταξιδέψει ή επειδή θέλει να παντρευτεί την κόρη ενός εμπόρου. Αυτός ο ζαχαροπλάστης φτιάχνει γλυκά γιατί του αρέσει το επάγγελμά του», σκέφτηκε το αγόρι και πρόσεξε ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο με το γέρο: να διακρίνει αν κάποιος βρίσκεται κοντά η μακριά από τον Προσωπικό του Μύθο. Φτάνει να τον κοιτάξεις. «Είναι τόσο εύκολο, κι εγώ ποτέ δεν το είχα αντιληφθεί».
Όταν τελείωσαν με το στήσιμο του πάγκου, ο ζαχαροπλάστης του πρόσφερε το πρώτο γλυκό που είχε φτιάξει. Το αγόρι το έφαγε με όρεξη, τον ευχαρίστησε και τράβηξε το δρόμο του. 'Οταν πια είχε απομακρυνθεί, θυμήθηκε ότι ο πάγκος είχε στηθεί από άτομα που το ένα μιλούσε αραβικά και το άλλο ισπανικά. Και είχαν συνεννοηθεί μια χαρά.
«Υπάρχει μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις», σκέφτηκε το αγόρι∙ «το έζησα αυτό με τα πρόβατά μου και το ξαναζώ τώρα με τους ανθρώπους».
Μάθαινε λοιπόν διάφορα καινούρια πράγματα. Πράγματα που είχε ξαναζήσει και όμως ήταν καινούρια, γιατί τα είχε προσπεράσει χωρίς να τον αγγίξουν. Και δεν τον είχαν αγγίξει γιατί του είχαν γίνει συνήθεια.
«Αν μάθω να ερμηνεύω αυτή τη χωρίς λέξεις γλώσσα, θα μπορέσω να ερμηνεύσω τον κόσμο».
«Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος.
Αποφάσισε να βαδίσει, χωρίς να βιάζεται, στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης: μόνο έτσι θα μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια. Αυτό απαιτούσε πολλή υπομονή, αλλά αυτή είναι η πρώτη αρετή που ένας βοσκός αποκτά. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε ότι εφάρμοζε σ' εκείνο τον ξένο κόσμο τις ίδιες γνώσεις που είχε αποκτήσει απ' τα πρόβατά του. «Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος.
Ο ΕΜΠΟΡΟΣ κρυστάλλων αντίκρισε το ξημέρωμα και αισθάνθηκε την ίδια αγωνία που τον κυρίευε κάθε πρωί. Ήταν εγκατεστημένος σ' εκείνο το μέρος εδώ και τριάντα χρόνια, σ' ένα μαγαζί που βρισκόταν ψηλά σ' έναν ανηφορικό δρόμο, απ' όπου σπάνια περνούσε κάποιος πελάτης. Τώρα ήταν πια αργά για ν' αλλάξει οτιδήποτε: το μόνο που είχε μάθει στη ζωή του ήταν να πουλά κρύσταλλα. Κάποτε πολλοί άνθρωποι γνώριζαν το μαγαζί του: Άραβες έμποροι, Γάλλοι και Άγγλοι γεωλόγοι, Γερμανοί στρατιώτες, πάντα με λεφτά στις τσέπες. Εκείνη την εποχή, το να πουλάς κρύσταλλα ήταν κάτι το σημαντικό κι εκείνος φανταζόταν ότι θα γινόταν πλούσιος και θα είχε ωραίες γυναίκες στα γεράματά του.
Μετά ο χρόνος κύλησε, η πόλη άλλαξε. Η Θέουτα μεγάλωσε πολύ σε σύγκριση με την Ταγγέρη και το εμπόριο πήρε άλλη πορεία. Οι γείτονες μετακόμισαν και μόνο μερικά μαγαζιά παρέμειναν στην ανηφόρα. Κανείς δε θ' ανέβαινε έναν ανηφορικό δρόμο για λίγα μαγαζιά. Ο έμπορος των κρυστάλλων όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε ζήσει τριάντα χρόνια αγοράζοντας και πουλώντας κρυστάλλινα αντικείμενα και ήταν πια πολύ αργά για ν' αλλάξει επάγγελμα. Όλο το πρωί παρακολουθούσε τη λιγοστή κίνηση στο δρόμο. Αυτό κρατούσε εδώ και χρόνια και γνώριζε πια το ωράριο του καθένα.
Λίγα λεπτά πριν από το μεσημέρι, ένα ξένο αγόρι σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα. Ήταν ντυμένο με συνηθισμένα ρούχα, αλλά τα έμπειρα μάτια του εμπόρου κρυστάλλων έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν είχε λεφτά. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να μπει μέσα και να περιμένει μέχρι να φύγει το αγόρι. Στην πόρτα, μια πινακίδα έλεγε ότι εκεί μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Το αγόρι είδε έναν άντρα να εμφανίζεται πίσω από τον πάγκο.
- Αν θέλετε, μπορώ να ξεσκονίσω αυτά τα βάζα, είπε το αγόρι. Έτσι που τα έχετε, κανείς δε θα τα αγοράσει.
Ο άντρας τον κοίταξε χωρίς να πει λέξη.
- Σε αντάλλαγμα, με πληρώνετε μ' ένα πιάτο φαγητό. Ο άντρας παρέμεινε σιωπηλός και το αγόρι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Είχε την κάπα του μέσα στο δισάκι. Δε θα τη χρειαζόταν στην έρημο. Έβγαλε την κάπα και βάλθηκε να ξεσκονίζει τα βάζα. Σε μισή ώρα τα είχε ξεσκονίσει όλα. Σ' αυτό το διάστημα μπήκαν δυο πελάτες και αγόρασαν πολλά κρυστάλλινα αντικείμενα. Αφού τα ξεσκόνισε όλα, ζήτησε από τον έμπορο ένα πιάτο φαγητό.
- Πάμε να φάμε, είπε ο έμπορος κρυστάλλων.
Κρέμασε μια πινακίδα στην πόρτα και κατευθύνθηκαν προς ένα μικροσκοπικό καπηλειό, ψηλά στην ανηφόρα. Μόλις κάθισαν στο μοναδικό τραπέζι, ο έμπορος κρυστάλλων χαμογέλασε.
- Δεν ήταν ανάγκη να καθαρίσεις τίποτε, είπε. Ο νόμος του Κορανίου μάς υποχρεώνει να ταΐζουμε τους πεινασμένους.
- Τότε γιατί με άφησες να το κάνω; ρώτησε το αγόρι.
- Γιατί τα κρύσταλλα ήταν βρόμικα. Και τόσο εγώ όσο κι εσύ είχαμε ανάγκη να καθαρίσουμε τα κεφάλια μας από τις κακές σκέψεις.
Όταν τέλειωσαν το γεύμα, ο έμπορος στράφηκε προς το αγόρι:
- Θα ήθελα να δουλέψεις στο μαγαζί μου. Σήμερα μπήκαν δυο πελάτες ενώ ξεσκόνιζες τα βάζα κι αυτό είναι καλό σημάδι.
«Όλος ο κόσμος μιλά για σημάδια», σκέφτηκε ο βοσκός. «Δεν έχει όμως ιδέα τι λέει. Έτσι κι εγώ δεν είχα καταλάβει επίσης ότι τόσα χρόνια μιλούσα με τα πρόβατά μου μια γλώσσα χωρίς λέξεις».
- Θέλεις να δουλέψεις για μένα; επέμεινε ο έμπορος.
- Μπορώ να δουλέψω το υπόλοιπο της μέρας, απάντησε το αγόρι. Θα καθαρίσω μέχρι τις πρωινές ώρες όλα τα κρύσταλλα του μαγαζιού. Σαν αντάλλαγμα χρειάζομαι λεφτά για να βρεθώ αύριο στην Αίγυπτο.
Ο γέρος γέλασε ξανά.
- Ακόμη κι αν καθάριζες τα κρύσταλλα μου έναν ολόκληρο χρόνο, ακόμη κι αν κέρδιζες ένα καλό ποσοστό από την πώληση του καθενός από αυτά, θα αναγκαζόσουν να δανειστείς για να πας στην Αίγυπτο. Μεταξύ της Ταγγέρης και των πυραμίδων υπάρχουν χιλιάδες χιλιόμετρα ερήμου.
Για μια στιγμή, έπεσε βαριά σιωπή, λες και η πόλη είχε αποκοιμηθεί.
Δεν υπήρχαν πια τα παζάρια, οι καβγάδες των πωλητών, οι άντρες που ανέβαιναν στους μιναρέδες και προσεύχονταν, τα ωραία σπαθιά με λαβές διακοσμημένες με λίθους. Δεν υπήρχαν πια η ελπίδα και η περιπέτεια ούτε γέροι βασιλιάδες και Προσωπικοί Μύθοι ούτε θησαυροί και πυραμίδες. Σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος, γιατί η ψυχή του αγοριού είχε βυθιστεί στη σιωπή. Ούτε πόνος υπήρχε ούτε λύπη ούτε απογοήτευση: μόνο ένα κενό βλέμμα που έβλεπε προς τη μικρή πόρτα του καπηλειού και μια ακατανίκητη επιθυμία να πεθάνει, να τελειώσουν όλα εκείνη τη στιγμή.
Ο έμπορος κοίταξε το αγόρι έκπληκτος. Σαν να είχε εξαφανιστεί ξαφνικά όλη η χαρά που είχε νιώσει εκείνο το πρωί.
- Μπορώ να σου δώσω λεφτά για να γυρίσεις πίσω στη χώρα σου, παιδί μου, είπε ο έμπορος κρυστάλλων.
Το αγόρι παρέμεινε σιωπηλό. Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε τα ρούχα του και έπιασε το δισάκι του.
- Θα δουλέψω μαζί σας, είπε.
Και ύστερα από άλλη μακριά σιωπή, πρόσθεσε:
- Χρειάζομαι λεφτά για ν' αγοράσω μερικά πρόβατα.