×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.

image

LinguaTree Slow Greek Lessons, How does it feel to learn a new language?

How does it feel to learn a new language?

Γεια σας,

και καλώς ήρθατε σε ένα ακόμη μάθημα

στο οποίο μιλάω αργά ελληνικά.

Σε ένα από τα προηγούμενα βίντεο μου

είχα μιλήσει για τα συναισθήματα και συγκεκριμένα

για πέντε βασικά συναισθήματα στα ελληνικά

και πρόσφατα είδα ένα σχόλιο που έλεγε

να μιλήσω για πιο περίπλοκα συναισθήματα.

Και μου φάνηκε μια πολύ καλή ιδέα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω κάπου έξω για περπάτημα

και καθώς περπατάω να σας μιλάω

για τα διάφορα συναισθήματα.

Όμως ο καιρός ήταν βροχερός

και γρήγορα εγκατέλειψα αυτή μου την σκέψη.

Όμως από την άλλη το να κάθομαι μπροστά από μία κάμερα

και απλά να σας μιλάω για τα συναισθήματά με παραδείγματα

δεν έχει και πολύ συναίσθημα, σωστά;

Έτσι αποφάσισα να σας μιλήσω

όχι γενικά για περίπλοκα συναισθήματά

αλλά για όλα όσα νιώθουμε όταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα.

Όταν λοιπόν ξεκινάμε μία καινούρια γλώσσα

ή μία καινούρια δραστηριότητα, νιώθουμε ενθουσιασμό

επειδή ένας εντελώς νέος κόσμος πραγμάτων

ανοίγεται μπροστά μας

και θέλουμε τόσο πολύ να τον ανακαλύψουμε.

Ξεκινάμε, λοιπόν, σιγά-σιγά να μαθαίνουμε καινούριο λεξιλόγιο,

να μαθαίνουμε τη γραμματική,

να γνωρίζουμε καλύτερα τον πολιτισμό

αλλά και να βρίσκουμε ομοιότητες

με την δική μας μητρική γλώσσα,

με τα δικά μας ήθη και έθιμα

και εκεί είναι το σημείο

που αρχίζουμε να νιώθουμε οικειότητα με αυτήν την γλώσσα.

Όμως, όπως ακριβώς και σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι,

υπάρχουν διαφορετικές πίστες

έτσι όσο μαθαίνουμε σταδιακά μία γλώσσα

τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα.

Έτσι μπορεί μια μέρα να αγανακτήσουμε

και να κλείσουμε τα βιβλία.

Μπορεί ακόμα και να απογοητευτούμε.

Και για να μη σας συμβεί ποτέ αυτό στα ελληνικά

θα πρέπει να έχετε τρία πράγματα:

Πρώτον, να είστε πολύ οργανωμένοι.

Δε χρειάζεται να μάθουμε τα πάντα με τη μία.

Σκεφτείτε τη γνώση σαν ένα οικοδόμημα,

το οποίο το χτίζουμε πέτρα πέτρα.

Το δεύτερο που πρέπει να έχει κανείς είναι πείσμα.

Όχι να είσαι πεισματάρης με την κακή έννοια,

αλλά να μην τα βάζεις κάτω

και να συνεχίζεις να προσπαθείς παρόλα τα εμπόδια.

Και τρίτον πρέπει να έχεις έναν καλό μέντορα.

Αυτό είναι ένα άτομο για το οποίο νιώθεις θαυμασμό,

είτε για τη δουλειά του,είτε για τον χαρακτήρα του.

Έτσι μαθαίνοντας μία ξένη γλώσσα δεν αποκτάς μόνο γνώσεις,

αλλά και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου.

Και έρχεται η ώρα που όλα όσα έχεις μάθει

πρέπει να τα χρησιμοποιήσεις στην πράξη

και να μιλήσεις ελληνικά, στη δική σας περίπτωση.

Και αναρωτιέσαι από μέσα σου: αν δεν τα πω όλα σωστά;

Αν κάνω λάθη;

Αν δε με καταλάβουν;

Με άλλα λόγια έχεις αμφιβολίες,

για τις ικανότητες σου και τις γνώσεις σου.

Όταν, δε ειδικά πρέπει να μιλήσεις,

μπροστά σε πολύ κόσμο σε μία ξένη γλώσσα,

τότε η καρδιά σου χτυπάει πολύ δυνατά

και νιώθεις μεγάλη υπερένταση.

Εγώ θυμάμαι είχα πολύ άγχος και μεγάλη υπερένταση

όταν έδινα τις εξετάσεις των αγγλικών στα προφορικά.

Αν θυμάμαι καλά έπρεπε να περιγράψουμε στα αγγλικά

κάποιες εικόνες τις οποίες έχουμε μπροστά μας,

αλλά και να οργανώσουμε ένα event

μαζί με τον συνομιλητή μας.

Μόλις βγήκαν τ' αποτελέσματα

και έμαθα ότι πέρασα και πήρα την πιστοποίηση,

τότε ένιωσα ανακούφιση και είπα στον εαυτό μου:

Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που παρακολουθήσατε

το βίντεο για τα συναισθήματά.

Αν θέλετε, γράψτε μου κι εσείς κάτω στα σχόλια,

αν έχετε νιώσει παρόμοια συναισθήματα

όταν μαθαίνετε μία ξένη γλώσσα

ή ακόμα και αν θέλετε μπορείτε να προσθέσετε

και κάτι διαφορετικό.

Εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά στο επόμενο μάθημα.

Μέχρι τότε, φιλάκια πολλά!!!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

How does it feel to learn a new language? ||es|||||neue| How|does|it|How does it feel to learn a new language? Πώς είναι να μαθαίνεις μια νέα γλώσσα; In this context, "feel" translates to "είναι" (is) or "νιώθεις" (feel).||||new| |відчувається||||||| Wie fühlt es sich an, eine neue Sprache zu lernen? How does it feel to learn a new language? ¿Qué se siente al aprender un nuevo idioma? Quel effet cela fait-il d'apprendre une nouvelle langue ? Come ci si sente a imparare una nuova lingua? Yeni bir dil öğrenmek nasıl bir duygu?

Γεια σας, Hello (to) you|you Olá,

και καλώς ήρθατε σε ένα ακόμη μάθημα and|well|you came|to a/an/the|one|another|lesson und herzlich willkommen zu einer weiteren Lektion and welcome to another lesson e bem-vindo a outra lição

στο οποίο μιλάω αργά ελληνικά. in which|which|I speak|slowly|Greek in der ich langsam Griechisch spreche. in which I speak slow Greek. em que eu falo grego lento.

Σε ένα από τα προηγούμενα βίντεο μου ||||предыдущих|| ||||vorherigen|| in||||previous|| In einem meiner vorherigen Videos In one of my previous videos Num dos meus vídeos anteriores

είχα μιλήσει για τα συναισθήματα και συγκεκριμένα |говорить||||| |I had spoken|||feelings|| Ich hatte über Emotionen gesprochen und speziell I had talked about emotions specifically

για πέντε βασικά συναισθήματα στα ελληνικά |five|basic|emotions|| für fünf Grundemotionen auf Griechisch about five basic emotions in Greek

και πρόσφατα είδα ένα σχόλιο που έλεγε |недавно|||комментарий||говорило ||||Kommentar||sagte |recently|saw||comment||it said und vor kurzem sah ich einen Kommentar, der sagte and I recently saw a comment that said

να μιλήσω για πιο περίπλοκα συναισθήματα. ||||сложные| ||||kompliziertere|Gefühle ||||complex|feelings ||||складніші| um über komplexere Emotionen zu sprechen. to talk about more complex feelings. pour parler d'émotions plus complexes. per parlare di emozioni più complesse. говорити про більш складні емоції.

Και μου φάνηκε μια πολύ καλή ιδέα. ||seemed|||good| Und es schien eine sehr gute Idee zu sein. And I thought it was a very good idea. Et cela m'a semblé être une très bonne idée. E mi è sembrata un'ottima idea. І це здавалося дуже гарною ідеєю.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω κάπου έξω για περπάτημα |||мысль||||||| |||Gedanke|||||||einen Spaziergang |||thought|||go|somewhere|||walking Mein erster Gedanke war, spazieren zu gehen My first thought was to go outside for a walk Ma première idée a été d'aller me promener quelque part Il mio primo pensiero è stato quello di andare a fare una passeggiata da qualche parte. Моєю першою думкою було піти кудись погуляти

και καθώς περπατάω να σας μιλάω |как|||| ||ich gehe||| |as|I walk|||speak und während ich gehe, um mit dir zu sprechen and as I walk to talk to you et pendant que je me promène en te parlant e mentre cammino parlando con te і коли я йду, щоб поговорити з тобою

για τα διάφορα συναισθήματα. für unterschiedliche Emotionen. about the different emotions.

Όμως ο καιρός ήταν βροχερός ||||дождливый ||||regnerisch ||||rainy ||||дощовий Aber das Wetter war regnerisch But the weather was rainy Mais le temps était pluvieux Але погода була дощова

και γρήγορα εγκατέλειψα αυτή μου την σκέψη. ||оставил|ее||| ||verwarf ich||||Gedanke |quickly|"I abandoned"||||thought ||я залишив|||| und diesen Gedanken habe ich schnell aufgegeben. and I quickly abandoned this thought. et j'ai rapidement abandonné cette idée. e ho subito abbandonato questo pensiero. і я швидко відмовився від цієї думки.

Όμως από την άλλη το να κάθομαι μπροστά από μία κάμερα ||||||сидеть||||камера ||||||||||Kamera ||||||I sit||||camera Aber andererseits vor einer Kamera zu sitzen But on the other hand, sitting in front of a camera Mais d'un autre côté, s'asseoir devant une caméra Ma d'altra parte, sedersi di fronte a una telecamera Але з іншого боку, сидячи перед камерою

και απλά να σας μιλάω για τα συναισθήματά με παραδείγματα |||||||Gefühle|| |||||||feelings||examples und sprechen Sie einfach mit Beispielen über Emotionen and just talk to you about feelings with examples et vous parler des sentiments avec des exemples e parlarvi di sentimenti con esempi

δεν έχει και πολύ συναίσθημα, σωστά; ||||Gefühl|oder |||much|emotion|correctly hat nicht viel Gefühl, oder? doesn't have much feeling, does it? Non c'è molta emozione, giusto?

Έτσι αποφάσισα να σας μιλήσω ||||sprechen |I decided||| Also beschloss ich, mit Ihnen zu sprechen So I decided to talk to you

όχι γενικά για περίπλοκα συναισθήματά |generally||complex|feelings nicht im Allgemeinen für komplexe Emotionen not generally about complex emotions ne concerne généralement pas les émotions complexes не про складні емоції, як правило, не про складні емоції

αλλά για όλα όσα νιώθουμε όταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα. ||||||учим||| ||||fühlen||||| |||that|we feel||we learn||foreign| für alles, was wir fühlen, wenn wir eine Fremdsprache lernen. but about everything we feel when we learn a foreign language. mais de tout ce que nous ressentons lorsque nous apprenons une langue étrangère.

Όταν λοιπόν ξεκινάμε μία καινούρια γλώσσα ||||новый| ||we start||new| Also, wenn wir eine neue Sprache beginnen So when we start a new language Ainsi, lorsque nous commençons une nouvelle langue

ή μία καινούρια δραστηριότητα, νιώθουμε ενθουσιασμό |||деятельность||восторг |||Aktivität||Begeisterung |||activity||Excitement oder eine neue Aktivität, wir sind aufgeregt or a new activity, we feel excited ou une nouvelle activité, nous sommes enthousiastes o una nuova attività, ci entusiasmiamo або нового виду діяльності, ми радіємо

επειδή ένας εντελώς νέος κόσμος πραγμάτων ||||мир|вещей ||völlig|||von Dingen ||completely|new||of things |||||речей weil eine ganz neue Welt der Dinge because a whole new world of things тому що цілий новий світ речей

ανοίγεται μπροστά μας открывается|| öffnet sich|| opens up|| відкривається|| öffnet sich vor uns opens before us si apre davanti a noi

και θέλουμε τόσο πολύ να τον ανακαλύψουμε. ||||||открыть ||||||entdecken ||||||discover him ||||||виявити und wir wollen ihn so gerne entdecken. and we want so much to discover him. і ми дуже хочемо його знайти.

Ξεκινάμε, λοιπόν, σιγά-σιγά να μαθαίνουμε καινούριο λεξιλόγιο, |||||||словарный запас we start|then|slowly|||||vocabulary So fangen wir langsam an, neue Vokabeln zu lernen, So, we slowly start to learn new vocabulary, Nous commençons donc lentement à apprendre un nouveau vocabulaire,

να μαθαίνουμε τη γραμματική, |||grammar Grammatik lernen, to learn grammar, l'apprentissage de la grammaire,

να γνωρίζουμε καλύτερα τον πολιτισμό ||||культуру ||||Kultur |to know|better||culture Kultur besser kennen lernen to know the culture better mieux connaître la culture conoscere meglio la cultura

αλλά και να βρίσκουμε ομοιότητες ||||сходства |||wir finden|Ähnlichkeiten |||we find|similarities sondern auch Ähnlichkeiten zu finden but also to find similarities mais aussi de trouver des similitudes але й знайти схожість

με την δική μας μητρική γλώσσα, ||||материнский| ||||Muttersprache| ||own||motherly| in unserer Muttersprache, with our own mother tongue,

με τα δικά μας ήθη και έθιμα ||||нравы||обычаи ||||Sitten||Bräuche ||our|our|customs||customs ||||звичаї||звичаї mit unseren eigenen Sitten und Gebräuchen with our own morals and customs avec nos propres coutumes et traditions зі своїми звичаями та традиціями

και εκεί είναι το σημείο ||||point und das ist der Punkt and that's the point

που αρχίζουμε να νιώθουμε οικειότητα με αυτήν την γλώσσα. |начаем|||близость|||| |wir beginnen|||Vertrautheit|||| |"we begin"|||familiarity|||| ||||знайомство|||| dass wir mit dieser Sprache beginnen und uns vertraut fühlen. that we start to feel familiar with this language. que nous commencions à nous familiariser avec cette langue. що ми починаємо знайомитися з цією мовою.

Όμως, όπως ακριβώς και σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, ||||||электронное|игра ||||||elektronisches| |as|exactly|||an|electronic| ||||||електронному| But just like in an electronic game, Mais comme dans un jeu vidéo, Але як у комп'ютерній грі,

υπάρχουν διαφορετικές πίστες ||дорожки ||Glaubensrichtungen ||tracks ||вірування es gibt verschiedene spuren there are different levels є різні треки

έτσι όσο μαθαίνουμε σταδιακά μία γλώσσα |||постепенно|| |||schrittweise|| |||gradually|| |||поступово|| so wie wir allmählich eine Sprache lernen so as we gradually learn a language тому, коли ми поступово вивчаємо мову

τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. ||становятся||||труднее ||they become||and|| die Dinge werden immer schwieriger. things get more and more difficult. les choses deviennent de plus en plus difficiles. le cose si fanno sempre più difficili.

Έτσι μπορεί μια μέρα να αγανακτήσουμε |||||разозлимся |||||ärgern |||||"get frustrated" |||||обуримось Eines Tages werden wir vielleicht empört sein So we may one day resent Pour que nous puissions un jour nous indigner Così potremo un giorno indignarci Тож одного дня ми можемо обуритися

και να κλείσουμε τα βιβλία. ||закроем|| ||schließen|| ||close|| und schließen Sie die Bücher. and close the books. et clôturer les comptes.

Μπορεί ακόμα και να απογοητευτούμε. ||||разочаруемся ||||enttäuscht werden ||||"get disappointed" ||||розчаруємося Vielleicht werden wir sogar enttäuscht. We may even be disappointed. Potremmo anche rimanere delusi. Ми можемо навіть розчаруватися.

Και για να μη σας συμβεί ποτέ αυτό στα ελληνικά и||||||||| |||||happen|||in| And so that this never happens to you in Greek Et pour que cela ne vous arrive jamais en grec E perché questo non vi accada mai in greco І щоб цього ніколи не сталося з вами грецькою мовою

θα πρέπει να έχετε τρία πράγματα: |should|||| you should have three things: sono necessarie tre cose:

Πρώτον, να είστε πολύ οργανωμένοι. ||||организованными zuerst|||| "First"||be||organized ||||організованими Seien Sie zunächst sehr organisiert. First, be very organized. Innanzitutto, siate molto organizzati. По-перше, будьте дуже організовані.

Δε χρειάζεται να μάθουμε τα πάντα με τη μία. ||||||за||раза "Doesn't"|||we learn||everything|at once||one We don't need to learn everything at once. Nous ne devons pas tout apprendre en même temps. Non dobbiamo imparare tutto in una volta. Ми не повинні вивчати все одразу.

Σκεφτείτε τη γνώση σαν ένα οικοδόμημα, ||знание|||здание denken Sie||Wissen|||Gebäude Think|it|knowledge|||building or structure |||||будівля Stellen Sie sich Wissen als ein Gebäude vor, Think of knowledge as an edifice, Pensate alla conoscenza come a un edificio, Думайте про знання як про будівлю,

το οποίο το χτίζουμε πέτρα πέτρα. ||которое|строим|камень| |||bauen|Stein| |||we build|stone by stone|stone |||будуємо|| die wir Stein für Stein bauen. which we build stone by stone. che costruiamo pietra dopo pietra. яку ми будуємо камінь за каменем.

Το δεύτερο που πρέπει να έχει κανείς είναι πείσμα. ||||||||упорство ||||||||Eigensinn |||must|||one||stubbornness ||||||||наполегливість Das zweite, was man haben muss, ist Sturheit. The second thing one must have is perseverance. La deuxième chose à faire est de s'entêter. La seconda cosa che bisogna avere è la testardaggine. Друга річ, яку ви повинні мати - це впертість.

Όχι να είσαι πεισματάρης με την κακή έννοια, нет|||упрямый|||плохой| |||stubborn person|in||bad|bad sense |||упертий|||| Nicht im bösen Sinne stur sein, Not being stubborn in a bad sense, Il ne s'agit pas d'être têtu dans le mauvais sens du terme, Non per essere testardi in senso negativo, Не бути впертим у поганому сенсі,

αλλά να μην τα βάζεις κάτω ||||ставишь| ||||legst| ||not||you put|down aber leg sie nicht ab but don't give up але не здавайся.

και να συνεχίζεις να προσπαθείς παρόλα τα εμπόδια. ||продолжаешь|||несмотря на||препятствия ||weiter machst|||||Hindernisse ||you continue||you try|despite all||obstacles |||||незважаючи на||перешкоди und versuchen Sie es trotz der Hindernisse weiter. and to keep trying despite the obstacles. et continuer à essayer malgré les obstacles. і продовжувати намагатися, незважаючи на перешкоди.

Και τρίτον πρέπει να έχεις έναν καλό μέντορα. |третий||||||наставника |||||||Mentor |thirdly|||you have||good|mentor |||||||ментора Und drittens müssen Sie einen guten Mentor haben. And thirdly you must have a good mentor. In terzo luogo, è necessario avere un buon mentore. І по-третє, потрібно мати хорошого наставника.

Αυτό είναι ένα άτομο για το οποίο νιώθεις θαυμασμό, ||||||||восхищение ||||||||Bewunderung |||person||||you feel|admiration Das ist eine Person, die du bewunderst, This is a person you admire, C'est une personne pour laquelle vous éprouvez de l'admiration, Це людина, перед якою відчуваєш захоплення,

είτε για τη δουλειά του,είτε για τον χαρακτήρα του. ||||||||Charakter| |||work|||||character| Entweder für seine Arbeit oder für seinen Charakter. either for his work or for his character. sia per il suo lavoro che per il suo carattere. або за його роботу, або за його характер.

Έτσι μαθαίνοντας μία ξένη γλώσσα δεν αποκτάς μόνο γνώσεις, ||||||erwirbst|| so|learning|||language||"you gain"||knowledge ||||||здобуваєш|| Das Erlernen einer Fremdsprache erwirbt also nicht nur Wissen, So by learning a foreign language you not only gain knowledge, L'apprentissage d'une langue étrangère ne se limite donc pas à l'acquisition de connaissances, Imparare una lingua straniera, quindi, non significa solo apprendere nozioni, Тож вивчення іноземної мови - це не лише засвоєння знань,

αλλά και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. |||доверие||| |||Vertrauen||| ||greater|trust||yourself| |||досвіду в собі||| sondern auch mehr Selbstvertrauen. but also greater confidence in yourself. ma anche più fiducia in se stessi. але й більше впевненості в собі.

Και έρχεται η ώρα που όλα όσα έχεις μάθει |comes||||all||| And the time comes when all you have learned E arriva un momento in cui tutto ciò che si è appreso

πρέπει να τα χρησιμοποιήσεις στην πράξη |||verwenden|| |||use them|in the|practice Sie müssen sie in der Praxis verwenden you have to use them in practice è necessario utilizzarli nella pratica

και να μιλήσεις ελληνικά, στη δική σας περίπτωση. ||speak|||your||case und in Ihrem Fall Griechisch sprechen. and to speak Greek, in your case. et parler grec, dans votre cas. e parlare greco, nel tuo caso. і розмовляти грецькою, у вашому випадку.

Και αναρωτιέσαι από μέσα σου: αν δεν τα πω όλα σωστά; |ты задаешь себе вопрос||||||||| |fragst du dich||||||||| |"you wonder"||inside||||||| |ти запитуєшся||||||||| Und Sie fragen sich: ob ich nicht alles richtig sage? And you wonder to yourself: what if I don't say everything correctly? E ci si chiede interiormente: e se non riuscissi a fare tutto bene? І сам собі дивуєшся: а якщо я не все правильно скажу?

Αν κάνω λάθη; ||mistakes Wenn ich Fehler mache? If I make mistakes? E se faccio degli errori?

Αν δε με καταλάβουν; |||verstehen |||understand Wenn sie mich nicht verstehen? If they don't understand me?

Με άλλα λόγια έχεις αμφιβολίες, ||||сомнения ||||Zweifel ||words|you have|doubts ||||сумніви Mit anderen Worten, Sie haben Zweifel, In other words you have doubts, En d'autres termes, vous avez des doutes, In altre parole, avete dei dubbi, Іншими словами, у вас є сумніви,

για τις ικανότητες σου και τις γνώσεις σου. ||способности||||знания| ||Fähigkeiten||||| ||abilities|||the|knowledge and skills| für Ihre Fähigkeiten und Kenntnisse. for your abilities and knowledge. pour vos compétences et vos connaissances. per le vostre capacità e le vostre conoscenze. за ваші навички та знання.

Όταν, δε ειδικά πρέπει να μιλήσεις, |то|особенно|||поговорить ||especially|||you must speak Wann müssen Sie nicht speziell sprechen, When you don't really have to talk, Lorsque vous n'avez pas spécialement besoin de parler, Quando non c'è bisogno di parlare, Коли особливо не хочеться говорити,

μπροστά σε πολύ κόσμο σε μία ξένη γλώσσα, in front of||||||| vor vielen Leuten in einer fremden Sprache, in front of a lot of people in a foreign language, devant un grand nombre de personnes dans une langue étrangère, di fronte a molte persone in una lingua straniera,

τότε η καρδιά σου χτυπάει πολύ δυνατά ||||бьется|| ||Herz||schlägt|| ||||beats||loudly dann schlägt dein Herz sehr stark then your heart is beating very fast votre cœur bat alors très fort allora il cuore batte molto forte

και νιώθεις μεγάλη υπερένταση. |||возбуждение |||Übererregung |you feel||great tension |||перевантаження und du fühlst dich sehr angespannt. and you feel very overwhelmed. et vous vous sentez très tendu. e ci si sente molto tesi. і відчуваєш себе дуже напруженим.

Εγώ θυμάμαι είχα πολύ άγχος και μεγάλη υπερένταση ||||Stress|||Übererregung |I remember|||stress|||hypertense Ich erinnere mich, dass ich sehr ängstlich und sehr angespannt war I remember I was very anxious and overworked Je me souviens que j'étais très nerveuse et très tendue Ricordo che ero molto nervoso e molto teso. Пам'ятаю, я дуже нервував і був дуже напружений

όταν έδινα τις εξετάσεις των αγγλικών στα προφορικά. |||экзамены||||устном |||||||mündlich |I was giving||exams||English||orally |||||||усному екзамені als ich meine Englischprüfungen machte. when I was taking the oral English exam. quando stavo sostenendo l'esame orale di inglese. коли я складала усний іспит з англійської мови.

Αν θυμάμαι καλά έπρεπε να περιγράψουμε στα αγγλικά |||||описывать|| |||||beschreiben|| |||we had to||describe|| Wenn ich mich recht erinnere, müssen wir es auf Englisch beschreiben If I remember correctly we had to describe in English Si je me souviens bien, nous devions décrire en anglais

κάποιες εικόνες τις οποίες έχουμε μπροστά μας, |Bilder||||| some|images||which|we have|| Einige Bilder haben wir vor uns, some images that we have before us, des images que nous avons sous les yeux,

αλλά και να οργανώσουμε ένα event |||организовать|| |||||Event |||organize||event organization |||організувати||подію sondern auch um eine Veranstaltung zu organisieren but also to organize an event mais aussi d'organiser un événement

μαζί με τον συνομιλητή μας. |||собеседником| |||Gesprächspartner| |||conversation partner| |||співрозмовником| zusammen mit unserem Gesprächspartner. together with our interlocutor. з нашим співрозмовником.

Μόλις βγήκαν τ' αποτελέσματα |вышли||результаты |||Ergebnisse Just|they came out|the|results Die Ergebnisse wurden gerade veröffentlicht As soon as the results came out Щойно з'явилися результати

και έμαθα ότι πέρασα και πήρα την πιστοποίηση, |||||||сертификат |||||||Zertifizierung |I learned||I passed||got||certification |||||||сертифікація und ich habe erfahren, dass ich bestanden und die Zertifizierung erhalten habe, and I found out that I passed and got the certification, et j'ai appris que j'avais réussi et obtenu la certification, e ho scoperto di essere stato promosso e certificato,

τότε ένιωσα ανακούφιση και είπα στον εαυτό μου: |я почувствовал|облегчение||||| |fühlte|Erleichterung||||| |felt|relief||I said||| ||полегшення||||| dann fühlte ich mich erleichtert und sagte mir: then I felt relieved and said to myself: J'ai alors ressenti un soulagement et je me suis dit :

Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο! Am Ende war es gar nicht so schwer! It wasn't that hard after all!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που παρακολουθήσατε |||||you attended Vielen Dank fürs Zuschauen Thank you so much for watching

το βίντεο για τα συναισθήματά. das Video über Emotionen. the video about emotions.

Αν θέλετε, γράψτε μου κι εσείς κάτω στα σχόλια, |||||вы||| ||write|||||| Wenn du möchtest, schreib mich in die Kommentare, If you want, write me down in the comments too,

αν έχετε νιώσει παρόμοια συναισθήματα ||почувствовали|| |||ähnliche| ||felt|similar| wenn Sie ähnliche Gefühle verspürt haben if you have felt similar feelings

όταν μαθαίνετε μία ξένη γλώσσα |you learn||| when learning a foreign language

ή ακόμα και αν θέλετε μπορείτε να προσθέσετε |||||||добавить |||||||hinzufügen |||||||add |||||||додати oder auch wenn Sie möchten, können Sie hinzufügen or even if you want you can add

και κάτι διαφορετικό. ||different und etwas anderes. and something different.

Εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά στο επόμενο μάθημα. we|||||next|||next| Wir werden es das nächste Mal in der nächsten Lektion sagen. We will see you next time in the next lesson.

Μέχρι τότε, φιλάκια πολλά!!! ||kisses| Bis dahin viele Umarmungen !!! Until then, many kisses!!!