Creating a crime scene for a whodunit story | Evangelos Giannisis | TEDxUniversityofMacedonia - YouTube
Μετάφραση: Filip Mzyk Επιμέλεια: Chryssa R. Takahashi
Καλησπέρα σας.
Θεωρώ σωστό να συστηθώ πρώτα απ' όλα γιατί αυτή εδώ η ομιλία είναι η πρώτη
της οποίας το κοινό δεν αποτελείται από 90% συγγενείς και φίλους.
(Γέλια)
Με λένε Βαγγέλη Γιαννίση, είμαι συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας.
Πώς είναι ο Νέσμπο - καμία σχέση.
Και περήφανος μπαμπάς ενός αλητόγατου ονόματι Τζαξ.
Θα δανειστώ ένα τέταρτο περίπου από τον χρόνο σας,
προκειμένου να στήσουμε ένα έγκλημα.
Σας υπόσχομαι πως στο τέλος δεν θα έχει πεθάνει κανείς,
- ελπίζω δηλαδή -
και θα έχετε μπει για λίγο στα παπούτσια μου.
Δεν είναι και η κατάλληλη μεταφορά μιας και γράφουμε με τα χέρια.
Περιμένατε μια πολύ καλύτερη μεταφορά από έναν συγγραφέα.
Αλλά, εν πάση περιπτώσει, θα αποκτήσετε λίγο μια πιο σφαιρική άποψη
σχετικά με το πώς στήνεται η σκηνή ενός εγκλήματος
και με το πώς επικοινωνώ αμφίδρομα με τους αναγνώστες μου.
Γράφω επαγγελματικά τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ωστόσο θεωρώ πως η καριέρα μου ως συγγραφέας,
ξεκίνησε πολύ νωρίτερα όταν διάβασα την πρώτη μου ιστορία μυστηρίου.
Ήταν το «Μυστήριο του μυστικού δωματίου» της Ένιντ Μπλάιτον.
Είναι γεγονός, πως για να γίνει πρώτα κάποιος συγγραφέας
πρέπει να είναι και αναγνώστης.
Αυτές οι δύο ιδιότητες είναι και αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες.
Διαβάζοντας, λοιπόν, κατέληξα σε δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι, πως τα βιβλία είναι άνθρωποι παγιδευμένοι σε σελίδες.
Τι σημαίνει αυτό;
Θέλω να φέρετε στον νου σας όλους τους ανθρώπους που γνωρίζετε,
συγγενείς, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους, ούτω κάθ' εξής.
Τα πάτε καλά με όλους; Δεν το νομίζω.
Κι αυτό είναι απολύτως μα απολύτως φυσιολογικό.
Κάποιους τους συμπαθείτε, άλλους δεν τους συμπαθείτε τόσο πολύ,
άλλοι σας είναι εντελώς αδιάφοροι.
Και φυσικά, κάποιον τον οποίο εσείς συμπαθείτε πάρα πολύ,
μπορεί κάποιος άλλος να τον αντιπαθεί,
ενώ κάποιον που για εσάς είναι ολίγον τι αδιάφορος,
μπορεί να είναι ο καλύτερος φίλος ενός άλλου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία.
Όπως και με τους ανθρώπους, δημιουργούμε σχέσεις μαζί τους,
ανάλογα φυσικά με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας,
κάποια μας αρέσουν περισσότερο,
άλλα όχι και τόσο πολύ, άλλα μας είναι αδιάφορα.
Το δεύτερο συμπέρασμα, είναι πως τα βιβλία που μου άρεσαν περισσότερο
είχαν κάτι το οποίο έλειπε από αυτά που δεν με κέρδισαν τόσο.
Τα πρώτα επικοινώνησαν μαζί μου καλύτερα.
Ολοκληρώνοντάς τα ένιωθα πως ο συγγραφέας
μου πέρασε ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το βιβλίο αυτό.
Πρώτα απ' όλα με γνώρισε σε καινούριους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες,
με πήγε σε ξένα μέρη, μοιράστηκε μαζί μου τις ιδέες του.
Κάθε φορά που παίρνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο,
υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη.
Έχουμε δύο ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν με λέξεις
και με έναν μαγικό τρόπο και οι δύο είναι ταυτόχρονα και πομποί και δέκτες.
Αυτό το χάσμα λοιπόν που υπάρχει,
προσπαθώ να γεφυρώσω κάθε φορά που κάθομαι μπροστά στο λάπτοπ μου
και γράφω μια ωραία ιστορία την οποία την απευθύνω σε ένα μεγάλο κοινό.
Αρχικά δημιουργώ το σύμπαν μου.
Θέλω να το φανταστείτε ως το σαλόνι του δωματίου μου.
Το δημιουργώ με δικά μου υλικά, τα οποία μου αρέσουν
και ο σκοπός μου είναι να το κάνω όσο πιο φιλόξενο μπορώ
έτσι ώστε εσείς να απολαύσετε την αφήγησή μου.
Σε αυτό το σαλόνι λοιπόν, σας καλώ να έρθετε,
να καθίσετε στον αναπαυτικό καναπέ
και να με ακούσετε να αφηγούμαι την ιστορία.
Μαζί μας θα υπάρξουν κάποιοι άλλοι χαρακτήρες.
Κι επειδή γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα, ένας από αυτούς θα πεθάνει.
Εδώ λοιπόν, μπαίνει στο παιχνίδι
ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το κίνητρο.
Με άλλα λόγια, ο λόγος για τον οποίο κάποιος αποφασίζει
να παραβεί ίσως τη σημαντικότερη κοινωνική συνθήκη, το «ου φονεύσεις».
Δεύτερο στοιχείο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος:
Μετά το «γιατί» είναι το «πώς». Πώς έγινε ο φόνος;
Τώρα θα χρειαστώ τη βοήθειά σας, θα σας ζητήσω να σηκώσετε τα χέρια
όσοι πιστεύετε πως το πιο σημαντικό κομμάτι σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα
είναι η εύρεση του κινήτρου.
Ποιοι το πιστεύουν αυτό;
Μια χαρά.
Τώρα, δεύτερη ερώτηση.
Θέλω να σηκώσουν τα χέρια όσοι πιστεύουνε
πως ο τρόπος της δολοφονίας είναι το πιο σημαντικό στοιχείο.
Σχετικά λιγότεροι.
Θα σας προβληματίσω και τις δύο κατηγορίες.
Σίγουρα λοιπόν, το χτίσιμο μιας δολοφονίας έχει τη δική του γοητεία
και απαιτεί δεξιοτεχνία
καθώς εύκολα το έξυπνο γίνεται εξυπνάδα
και ο συγγραφέας μπαίνει σε έναν άτυπο ανταγωνισμό με τον αναγνώστη,
προσπαθεί να του αποδείξει ότι είναι καλύτερος από εκείνον.
Και γι' αυτό στήνει έναν απίθανο φόνο, βάζει ανατροπή πάνω στην ανατροπή
και όλο αυτό έχει ένα ολίγον τι, κάπως εκνευριστικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο για μένα, το πιο δύσκολο αλλά και το πιο σημαντικό στοιχείο
σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι τα ψίχουλα.
Στην πραγματική ζωή, λοιπόν, όταν γίνεται ένα έγκλημα,
ο δράστης αφήνει πίσω του στοιχεία κατά λάθος.
Οι αστυνομικοί τα ακολουθούν και αν όλα πάνε καλά
φτάνουν στην εξιχνίαση του εγκλήματος.
Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όμως τι γίνεται;
Τίποτα, θα σας απαντήσω, δεν πρέπει να γίνει στην τύχη
Ο συγγραφέας θα πρέπει να τοποθετήσει τα στοιχεία, αυτά τα ψίχουλα,
σε ένα σημείο το οποίο δεν θα είναι ακριβώς μέσα στο οπτικό πεδίο
τόσο του πρωταγωνιστή αλλά και του αναγνώστη,
αλλά ούτε και εκτός του οπτικού τους πεδίου.
«Hidden in plain sight», όπως λένε στο χωριό μου.
Αυτά λοιπόν τα ψίχουλα, τα ίχνη, θα κληθεί να ακολουθήσει
τόσο ο πρωταγωνιστής - ντετέκτιβ της ιστορίας, όσο και εσείς, οι αναγνώστες.
Είναι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, που στήνει ο συγγραφέας
και ο πρώτος τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε με τον αναγνώστη.
Θα σας δείξω πώς στήνεται αυτό το παιχνίδι.
Σας παρουσιάζω μια μελλοντική σκηνή εγκλήματος.
Έχουμε το θύμα και έχουμε τον θύτη.
Η πρώτη απόφαση που παίρνω είναι η εξής: θέλω το θύμα να είναι άντρας ή γυναίκα;
Αυτήν την απόφαση, τώρα, θα την πάρετε εσείς.
Θέλω να σηκώσετε τις κόκκινες καρτέλες
όσοι πιστεύετε ότι το θύμα πρέπει να είναι γυναίκα
και τις πράσινες όσοι πιστεύετε ότι το θύμα πρέπει να είναι άντρας.
Σκοτώσατε αρκετές γυναίκες.
(Γέλια)
Αποφασίσαμε λοιπόν.
Έχουμε πάρει απόφαση για το θύμα, σκοτώθηκε στο σαλόνι του σπιτιού
και έχουμε τέσσερα πιθανά αντικείμενα με τα οποία ο δράστης το δολοφόνησε.
Ένα βάζο, ένα κηροπήγιο, ένα κουζινομάχαιρο και ένα πιστόλι.
Θέλω πάλι να σηκώσετε τις κόκκινες κάρτες
όσοι πιστεύετε πως ο δράστης δολοφόνησε το θύμα εν βρασμώ ψυχής
και τις πράσινες όσοι πιστεύετε ότι ήταν προμελετημένο το έγκλημα.
Πολλή προμελέτη έπεσε.
Πεθαίνει ξανά το θύμα, σε άλλο μέρος αυτή τη φορά, στην κουζίνα,
και έχουμε δύο νέα όργανα δολοφονίας.
Ένα μπουκάλι με δηλητήριο, ένα σχοινί, ξανά το παραδοσιακό κουζινομάχαιρο
και το πιστόλι που δεν μπορεί να λείπει από κάθε έγκλημα.
Ξανά, θέλω να σηκώσετε τις κόκκινες κάρτες
όσοι πιστεύετε ότι το έγκλημα έγινε εν βρασμώ ψυχής
και τις πράσινες όσοι πιστεύετε πως ήταν προμελετημένο.
Ξανά προμελετημένο.
Για να μελετήσουμε λίγο τις σκηνές.
Το πρώτο έγκλημα ήταν ευκαιριακό, έγινε εν βρασμώ ψυχής. Γιατί;
Ο δράστης χρησιμοποίησε τα πρώτα αντικείμενα που βρήκε μπροστά του.
Για παράδειγμα: βλέπει ένα κηροπήγιο, κλακ, του ανοίγει το κεφάλι.
Ενώ στη δεύτερη, βλέπετε έχει το δηλητήριο, έχει το σχοινί,
είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει εν βρασμώ ψυχής.
Πρέπει να πάρεις το δηλητήριο από το σπίτι, να το αγοράσεις,
πρέπει να φέρεις το σχοινί για να τον στραγγαλίσεις.
Εδώ θέλω να σας δείξω λίγο ότι όταν στήνω μια σκηνή εγκλήματος
και έχω πάρει την απόφασή μου ότι το έγκλημα είναι είτε προμελετημένο
είτε έγινε εν βρασμώ ψυχής, ευκαιριακά,
άλλα ψίχουλα θα πρέπει να αφήσω στο πρώτο, άλλα ψίχουλα πρέπει να αφήσω στο δεύτερο.
Σε ένα ευκαιριακό έγκλημα,
όπως είπα πριν, ο δολοφόνος χρησιμοποιεί το πρώτο αντικείμενο που βρίσκει μπροστά του,
θα αφήσει πολλά ψίχουλα, θα κάνει μια ματωμένη σκηνή,
φυσικά ο πρωταγωνιστής και ο αναγνώστης θα τα ακολουθήσει πιο εύκολα.
Στο προμελετημένο, προσπαθεί να καλύψει τα ίχνη του, δεν θα είναι τόσα πολλά.
Μετά, έχουμε τους χαρακτήρες.
Συνηθίζω να λέω πως στα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα
το έγκλημα δεν συμβαίνει μέσα σε μια φούσκα, ένα δωμάτιο,
ένα σπίτι, όπως τα παλιότερα «whodunit»,
αλλά μέσα στην κοινωνία, είναι ενταγμένα σε αυτήν, είναι κομμάτι της.
Και το ίδιο συμβαίνει με τους χαρακτήρες.
Αν έχουμε χαρακτήρες βγαλμένους μέσα από στερεότυπα,
οι οποίοι μιλούν μια θεατρική γλώσσα και ξενίζει
τότε η επικοινωνία ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη διακόπτεται
και το χάσμα μεγαλώνει.
Ζωτικής σημασίας λοιπόν, είναι η δημιουργία χαρακτήρων ρεαλιστικών,
που θα μπορούσαμε να τους έχουμε και γείτονες.
Μιλάνε όπως εμείς, βιώνουν καθημερινά προβλήματα
και φυσικά εξελίσσονται μέσα από τις συγκρούσεις που συναντούν καθημερινά,
και δεν διακρίνονται απόλυτα σε καλούς και κακούς.
Όπως και εμείς, που ζούμε εκτός των βιβλίων,
στην πραγματική μας ζωή κινούμαστε θα 'λεγα σε γκρίζες περιοχές
και πότε οι πράξεις μας μάς φέρνουν πιο κοντά στο λευκό
και πότε μας τοποθετούν πιο κοντά στο μαύρο.
Μέσω των χαρακτήρων μου λοιπόν, επικοινωνώ με τους αναγνώστες.
Προσοχή όμως.
Δεν τους αφήνω να μιλούν για μένα.
Ο Άντερς, η Άριελ, ο Σεμπάστιαν, η Σέλμα, ο Κρίστερ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες,
δεν είναι φερέφωνά μου, δεν εκφράζουν τις δικές μου απόψεις.
Προσπαθώ, μέσω αυτών των χαρακτήρων
να μοιραστώ μαζί με τον αναγνώστη τους προβληματισμούς μου
και φυσικά να καθρεφτίσω την πραγματικότητα
όσο μα όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, χωρίς καθόλου διδακτισμό.
Ο Άντερς, για παράδειγμα, απορρίπτοντας την ελληνική του ταυτότητα,
δεν χρησιμοποιείται ως μέσο για να δείξω ότι και εγώ την απορρίπτω,
αλλά απλά είναι μια απεικόνιση όσων μεταναστών δεύτερης γενιάς έχω συναντήσει.
Ο Σεμπάστιαν, έχει χαρακτηριστικά που συναντιόνται σε ξενοφοβικούς ανθρώπους.
Και πάλι, αυτό είναι μια απεικόνιση πραγματικότητας.
Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά μας,
δεν σημαίνει ότι έχω κι εγώ τις ίδιες απόψεις.
Όσον αφορά τη διαφθορά στην αστυνομία,
παρ' ότι με βοηθάει να εξελίξω την πλοκή,
δεν την εντάσσω σε αυτήν, για να ασκήσω κάποιου είδους κοινωνική κριτική,
αλλά επειδή όντως συναντάται στην πραγματικότητα.
Αν ο συγγραφέας λοιπόν, γράφει προκειμένου να εκφράσει απλά τις απόψεις του,
τότε δεν έχουμε διάλογο, έχουμε έναν μονόλογο,
κι έναν συγγραφέα δάσκαλο, ο οποίος μιλάει καθέδρας,
λέει τι είναι το καλό και τι είναι το κακό
και έναν μαθητή αναγνώστη, ο οποίος απλά ακούει και δεν μπορεί να μιλήσει.
Ο κάθε χαρακτήρας του βιβλίου έχει τη δική του κοσμοθεωρία.
Κάποια θα ταυτίζεται με αυτήν του αναγνώστη.
Κι όταν επέλθει η σύγκρουση της κοσμοθεωρίας αυτού του χαρακτήρα
με άλλον μέσα στο βιβλίο, αυτή η σύγκρουση θα μεταφερθεί
μέσα από το βιβλίο στο μυαλό του αναγνώστη.
Έτσι ο αναγνώστης μέσω του χαρακτήρα με τον οποίον ταυτίζεται
κάνει διάλογο και με εμένα και με τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Νωρίτερα ανέφερα πως ο αναγνώστης και ο συγγραφέας
είναι ταυτόχρονα πομποί και δέκτες.
Το βιβλίο σε αυτή την αναλογία είναι η κεραία,
η οποία επιτρέπει αυτή την επικοινωνία
και συνδέει αμφίδρομα συγγραφέα και αναγνώστη όπως κάνουν δύο ασυρματιστές.
Οι συγγραφείς γράφουν επειδή θέλουν να επικοινωνήσουν.
Οι αναγνώστες διαβάζουν επειδή νιώθουν την ίδια ανάγκη.
Η επικοινωνία είναι μια πανανθρώπινη ανάγκη
και εμείς, μέσω των βιβλίων, έχουμε βρει έναν νέο τρόπο να ερχόμαστε πιο κοντά.
Να αλληλεπιδρούμε, να μοιραζόμαστε πράγματα που μας απασχολούν,
να παρηγορούμαστε και να γινόμαστε πιο ευάλωτοι.
Οπότε, την επόμενη φορά που θα πάρετε στα χέρια σας ένα βιβλίο -
και το καλό που σας θέλω να είναι δικό μου -
κάντε ένα πείραμα, δοκιμάστε να ακολουθήσετε τα ψίχουλα,
όχι μόνο προς την κατεύθυνση που θα σας οδηγήσει στο τέλος της ιστορίας,
αλλά και προς αυτήν που θα σας αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας
έστησε το σύμπαν του βιβλίου του, και ίσως έρθετε λίγο πιο κοντά σε αυτόν.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
(Χειροκρότημα)