Γλώσσα | Ιστορίες με φίλους | Ε' Δημοτικού Επ. 22
Παιδιά, γεια σας! Με λένε Πανταζή Σοφία και είμαι δασκάλα σε Δημοτικό σχολείο.
Σήμερα θα κάνουμε μαζί ένα μάθημα της Γλώσσας.
Για τα παιδιά της Ε' και της Στ' Δημοτικού,
αλλά φυσικά μπορούν να το παρακολουθήσουν και όλα τα παιδιά του Δημοτικού.
Όσα παιδιά πάνε στην Ε' Δημοτικού μπορούν να ανοίξουν το βιβλίο της Γλώσσας,
στις σελίδες 77-79, να δούνε και το κείμενο που θα διαβάσω,
και να δουν και το γραμματικό φαινόμενο που θα εξετάσουμε.
Είναι ο ευθύς και ο πλάγιος λόγος.
Οπότε, παιδιά, ένα κείμενο, να απολαύσουμε λιγάκι την ανάγνωση,
και ευθύς και πλάγιος λόγος.
Στον υπολογιστή σας, αν έχετε σύνδεση Internet,
μπορείτε να μπείτε στο e-books να βρείτε το αντίστοιχο κεφάλαιο στα σχολικά βιβλία.
Πάμε λοιπόν να το διαβάσω εγώ.
Εσείς θέλω να το απολαύσετε.
Είτε να παρακολουθείτε μέσα, για αυτούς που έχουν το βιβλίο,
είτε για τα άλλα παιδιά, απλώς να ακούνε.
Πάμε να δούμε αυτό το ωραίο κείμενο που λέγεται "Ιστορίες με φίλους".
Η μικρή Τσιγγάνα έφτασε στο σπίτι του Δημήτρη λαχανιασμένη.
Κρατούσε κάτι σφιχτά. Είδε τη γιαγιά στην αυλή.
«Είναι εδώ ο Δημήτρης;»
«Δημήτρηηηη, έλα κάτω που σε θέλει η φίλη σου».
Ο Δημήτρης έβγαλε το κεφάλι του από ψηλά.
Την είδε που περίμενε.
«Έρχομαι».
«Τι να σε φιλέψουμε;» τη ρώτησε η γιαγιά.
«Τίποτα, ευχαριστώ. Βιάζομαι».
Ο Δημήτρης κατέβηκε γρήγορα γρήγορα τα σκαλοπάτια.
«Πώς και έτσι νωρίς; Θα ερχόμουν να σε πάρω».
«Ήθελα να σου δώσω κάτι. Πάμε λίγο έξω».
Βγήκαν από το σπίτι και κοντοστάθηκαν.
«Λοιπόν; Τι είναι;»
Άνοιξε τα χέρια της και του έδωσε μια φυσαρμόνικα.
Το αγόρι έμεινε να κοιτάει την ανοιχτή της παλάμη.
«Είναι για σένα. Τη βρήκα στα πράγματα του παππού», είπε χωρίς να πάρει ανάσα.
Ο Δημήτρης εξακολουθούσε να την κοιτάζει.
«Γιατί δεν την κράτησες εσύ;» τη ρώτησε στο τέλος.
Τα μάτια της μικρής άρχισαν τώρα να βουρκώνουν.
«Αν ήθελα, θα την κράταγα. Όμως θέλω να την πάρεις εσύ».
Άπλωσε το χέρι του και την πήρε.
Ήταν πανέμορφη. Ασημένια με σκαλιστά γράμματα επάνω.
«Δεν ξέρω να παίζω, όμως δεν θα αργήσω να μάθω. Ευχαριστώ!»
Την κοίταξε βαθιά στα σκοτεινά της μάτια. «Πολύ!»
«Χαίρομαι που σ' αρέσει. Τώρα πρέπει να βιαστώ, γιατί η μάνα μου με περιμένει».
«Στάσου λίγο. Έχω κάτι κι εγώ για σένα.
Σκεφτόμουν να σ' το δώσω αργότερα, μα αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα… Περίμενε».
Έτρεξε γρήγορα πάνω και ξανακατέβηκε στη στιγμή.
Της έδωσε μια χρωματιστή πέτρα.
«Τη βρήκα μόνος μου. Όταν έψαχνα κάτω στη θάλασσα.
Μόλις την είδα, σκέφτηκα να τη χαρίσω σε σένα».
Την πήρε στα χέρια της.
«Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη πέτρα!»
«Πήγαινε τώρα γιατί θα αργήσεις. Θα περάσω σε καμιά ώρα να πάμε να δούμε τον Θωμά».
«Γεια σου, Δημήτρη!»
Γύρισε και άρχισε να τρέχει. Ο Δημήτρης μπήκε μέσα…
Ο ουρανός σα ν' άρχισε να σκοτεινιάζει.
Κι ένας αέρας χτύπαγε μ' επιμονή τα δέντρα. Το αγόρι ετοιμάστηκε να βγει.
Πλησίασε στο ξέφωτο και κοντοστάθηκε.
Ο τόπος που ήταν άλλοτε πλημμυρισμένος από ζωή είχε τώρα σωπάσει.
Δεν υπήρχε ψυχή. Μονάχα ερημιά.
Έτρεξε με όλη του τη δύναμη, κρατώντας τη φυσαρμόνικα στο χέρι, προς το λιμάνι.
Όποιοι τον έβλεπαν, απορούσαν.
Ένα καράβι σήκωνε την άγκυρα.
Την είδε που στεκόταν στα κάγκελα του πλοίου.
Τον είδε και σήκωσε το χέρι της.
Κάτι φάνηκε να του λέει, όμως εκείνος δεν την άκουγε.
Δυνατός αέρας φύσηξε.
Τρύπωσε στη φυσαρμόνικα που σφιχτά κρατούσε, κι εκείνη σαν να άφησε έναν ήχο.
Αυτό λοιπόν ήτανε το κείμενο, παιδιά.
Μέσα σε αυτό το κείμενο έχουμε πολλές φορές σημεία,
στα οποία γίνεται, υπάρχει διάλογος.
Είναι ο διάλογος μεταξύ των δύο παιδιών.
Είναι η τσιγγάνα και ο Δημήτρης.
Τι συνέβη εδώ στην ιστορία;
Είναι δυο παιδιά, κάνουνε παρέα.
Όμως, όπως θα ξέρετε, οι τσιγγάνοι αλλάζουν το μέρος στο οποίο ζούνε.
Στις μέρες μας βέβαια, παιδιά, όταν αυτό το βιβλίο λέει για μια τσιγγάνα,
στις μέρες μας λέμε ότι είναι Ρομά. Ένα κορίτσι Ρομά.
Και οι τσιγγάνοι, που παλαιότερα χρησιμοποιούσαμε αυτή τη λέξη,
τώρα λέγονται Ρομά. Έτσι;
Οι δύο φίλοι λοιπόν, η μικρή τσιγγάνα και ο Δημήτρης,
ανταλλάσσουν κουβέντες, μιλάνε, έχουνε διάλογο.
Πάμε λοιπόν μέσα στο κείμενο να δούμε σημεία,
στα οποία υπάρχει αυτός ο διάλογος που σας αναφέρω τώρα.
Αν πάμε στη σελίδα 77, και θέλω κι εσείς παιδιά να το δείτε,
όσοι έχουν το βιβλίο να το υπογραμμίσουν,
όσοι δεν το έχουν απλώς να το δούνε στην οθόνη.
Εδώ που υπάρχουν τα εισαγωγικά είναι ο λόγος.
Υπάρχουν τα λόγια μέσα στα εισαγωγικά κάποιου που μιλάει αυτή τη στιγμή.
Χωρίς να τα έχουμε αλλάξει.
«Τι να σε φιλέψουμε;», ρώτησε η γιαγιά.
Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια της γιαγιάς ακριβώς όπως τα είπε.
Από κάτω: «Τίποτα, ευχαριστώ. Βιάζομαι».
Εδώ λοιπόν υπάρχει αυτό που λέμε "ο διάλογος".
Εντάξει, παιδιά; Και είναι τα εισαγωγικά.
Λοιπόν πάμε πιο κάτω.
«Πώς και έτσι νωρίς; Θα ερχόμουν να σε πάρω».
Πάλι έχουμε τον ευθύ λόγο.
Στον διάλογο λοιπόν, παιδιά, έχουμε ευθύ λόγο.
Είναι ο ένας απέναντι στον άλλον και μιλάνε.
Μπορεί βέβαια να είναι και από το τηλέφωνο. Δεν έχει σημασία.
Αλλά λέει κάτι ο ένας, απαντάει ο άλλος σε πραγματικό χρόνο...
εκείνη τη στιγμή, χωρίς παρεμβολές.
Και: «Τι να σε φιλέψουμε;», «Πώς και έτσι νωρίς; Θα ερχόμουν να σε πάρω.»
«Ήθελα να σου δώσω κάτι. Πάμε λίγο έξω».
Ο διάλογος στα κείμενα φαίνεται με τα εισαγωγικά.
Καμιά φορά όμως θα έχετε δει στα βιβλία σας,
ότι υπάρχει και η παύλα του διαλόγου.
Άρα για τον ευθύ λόγο, λοιπόν, παιδιά,
θα θυμάστε ότι κάπου θα υπάρχουν τα εισαγωγικά...
ή αλλιώς και η παύλα, η παύλα του διαλόγου, που θα έχετε μάθει.
Η παύλα λοιπόν του διαλόγου.
Άρα για τον ευθύ λόγο, είναι ο λόγος που είναι άμεσος,
ρωτάω, απαντάτε, έχουμε τα εισαγωγικά και την παύλα του διαλόγου.
Τώρα ποιος είναι ο πλάγιος λόγος;
Πλάγιος λόγος είναι, παιδιά, εάν εγώ μεταφέρω τα λόγια που άκουσα,
σε έναν άλλον.
Είμαστε ας πούμε στην τάξη.
Ρωτάω εγώ έναν μαθητή "Πες μου, Γιάννη, διάβασες σήμερα; Έκανες τα μαθήματά σου;".
"Γιάννη, έκανες τα μαθήματά σου;"
Απαντάει ο Γιάννης, "Ναι, κυρία, τα έκανα".
Μπαίνει μέσα ένα παιδί που έλειπε και ρωτάει το Γιάννη,
"Τι σε ρώτησε η δασκάλα;".
Η δασκάλα με ρώτησε αν έκανα τα μαθήματα μου και εγώ της απάντησα ότι τα έκανα.
Αυτή η μεταφορά του διαλόγου που είχα εγώ με το Γιάννη,
τον λέμε σε ένα άλλο παιδί, έχουμε δηλαδή πλάγιο λόγο.
Κάποιος άλλος περιγράφει τι ειπώθηκε πριν.
Εδώ λοιπόν τώρα θα προσπαθήσουμε να κάνουμε το εξής.
Αν πάμε λίγο πιο κάτω στο βιβλίο, δηλαδή στη διπλανή σελίδα,
θα δούμε ότι έχει κάποιες οδηγίες για να μετατρέψουμε...
τον ευθύ λόγο και να τον κάνουμε πλάγιο λόγο.
Εδώ ακριβώς, παιδιά, που είναι η μελισσούλα που μας λέει τα γραμματικά φαινόμενα.
Δείτε, λέει, το παράδειγμα.
Ευθύς λόγος. Πώς και έτσι νωρίς; Να η παύλα που σας είπα.
Παύλα πάλι. Απαντάει ο άλλος από κάτω.
– Ήθελα να σου δώσω κάτι.
Αυτός λοιπόν είναι ο ευθύς λόγος, ρωτάμε - απαντάμε. Πάμε τώρα στον πλάγιο.
Ο Δημήτρης ρώτησε το κορίτσι πώς και ήρθε τόσο νωρίς...
και εκείνο του απάντησε ότι ήθελε να του δώσει κάτι.
Ωραία, παιδιά;
Στον ευθύ λόγο τα λόγια των παιδιών είναι ακριβώς όπως τα είπαν,
χωρίς αλλαγές όπως είπαμε και πριν.
Στον πλάγιο όμως τα περιγράφουμε.
Είναι σαν να μας είπε κάποιος, "τι είπατε εσείς μέσα;".
Εμείς μέσα, είπαμε αυτό... Για να γίνει λοιπόν αυτό,
θα κάνουμε αυτά που λένε οι 4 πορτοκαλί κουκκίδες, παιδιά.
Πάμε να το δούμε όμως στην πράξη.
Πάμε, εσείς σε ένα τετράδιο και εγώ εδώ στον πίνακα, να κάνουμε μία άσκηση...
στην οποία θα καταλάβετε αυτό που λέμε ευθύς και πλάγιος λόγος,
και πώς από τον ευθύ πάω στον πλάγιο.
Αλλά και πώς από τον πλάγιο μπορώ να πάω στον ευθύ.
Πάμε; Λοιπόν, για να δούμε.
Γράφουμε λοιπόν. Θα ξεκινήσουμε από τον ευθύ λόγο.
Θα τον μετατρέψουμε σε πλάγιο.
Να χωρίσω εγώ εδώ τον πίνακα σε δύο μέρη.
Ωραία, παιδιά.
Και να γράψω από εδώ τον ευθύ λόγο.
Ευθύς λόγος, ο λόγος δηλαδή που λέμε ευθέως, απευθείας.
Και ο πλάγιος λόγος, ο λόγος που μπορεί κάποιος να τον μεταφέρει.
Τα λόγια δηλαδή που είπα εδώ τώρα να πάει να τα μεταφέρει σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Πλάγιος λόγος. Και πάμε με παραδείγματα.
Θα κάνουμε τρία παραδείγματα από ευθύ σε πλάγιο.
Και τρία παραδείγματα από πλάγιο σε ευθύ.
Και θέλω τη βοήθειά σας, την προσοχή σας.
Πάμε να γράψουμε λοιπόν την πρώτη πρόταση.
Τον πρώτο διάλογο δηλαδή, έναν μικρό διάλογο.
Ανοίγουμε εισαγωγικά, όπως είχε και το κείμενο που διαβάζαμε.
Και γράφουμε: "Έχετε συμπληρώσει τις αιτήσεις;".
Κι εσείς στο τετράδιό σας, παιδιά, γράφετε.
Κι όταν τελειώσουμε το ξαναδιαβάζετε και στο σπίτι.
"Έχετε συμπληρώσει τις αιτήσεις;",
Ερωτηματικό, κλείνουν τα εισαγωγικά, κόμμα.
Εδώ πέρα τώρα πρέπει να σας πω ποιος το λέει.
Ρώτησε η υπάλληλος. Ας πούμε ότι ήταν μία υπάλληλος
Δεν έχει σημασία ποια ήταν η συγκεκριμένη υπάλληλος,
σημασία έχει να δούμε τον ευθύ λόγο.
"Έχετε συμπληρώσει τις αιτήσεις;", κάνει μία ερώτηση αυτή.
Περιμένει λοιπόν μία απάντηση.
Ανοίγουμε τα εισαγωγικά για να δώσουμε την απάντηση.
"Όχι", κόμμα, απαντήσαμε εμείς.
Πολύ ωραία, παιδιά. Και πάμε τώρα αυτόν τον μικρό διάλογο,
να τον μετατρέψουμε από ευθύ λόγο,
εκεί ήταν τα πρόσωπα "Έχετε συμπληρώσει τις αιτήσεις;", "Όχι",
να το κάνουμε εάν ήταν κάποιος που ρώτησε,
"τι είπαν αυτοί μεταξύ τους, βρε παιδιά;
Άκουσες τίποτα, τι είπανε;".
Αυτή λοιπόν τη μεταφορά του διαλόγου θα την κάνουμε εδώ στον πλάγιο λόγο.
Γράφω τον αριθμό 1 αφού θα μεταφέρουμε αυτό τον διάλογο.
Ο διάλογος εδώ είναι, έχουμε κάποια υπάλληλο, άρα ξεκινάμε από αυτό.
Η υπάλληλος λοιπόν, ωραία; Ξεκινάμε λοιπόν από αυτό.
Μεταφέρουμε τη συνομιλία, τον διάλογο μεταξύ της υπαλλήλου...
και των παιδιών; Δεν ξέρουμε ποιοι μπορεί να ήταν εδώ πέρα. Κάποιοι άντρες.
Και το μεταφέρουμε σαν να θέλουμε να το πούμε...
σε κάποιον που δεν άκουσε και μας ρωτάει, "τι είπαν αυτοί μεταξύ τους;".
Ναι, οι αυτοί μεταξύ τους, άκου να σου πω τι έγινε.
Η υπάλληλος...
Εγώ που ήμουνα μπροστά θα σου πω.
Η υπάλληλος ρώτησε...
Τώρα εδώ ποιους ρώτησε;
Λέει "εμείς". Εδώ μπορούμε να βάλουμε "ρώτησε αυτούς".
Εντάξει; Δεν έχει σημασία. Δεν έχουμε ονόματα εδώ.
Ή να βάλουμε καλύτερα "τους ρώτησε". Θα το βάλουμε έτσι.
Η υπάλληλος...
Έχουμε το "εμείς" όμως, άρα είναι "μας ρώτησε".
Καλύτερα, ακόμα καλύτερα. Η υπάλληλος, λοιπόν, μας ρώτησε...
Επειδή είναι "μάς", μπορούμε να βάλουμε και έναν τόνο εδώ.
Η υπάλληλος μάς ρώτησε...
Εάν τι; Λέει: "Έχετε συμπληρώσει τις αιτήσεις;".
Εάν έχουμε συμπληρώσει τις αιτήσεις.
Η υπάλληλος μας ρώτησε...
αν έχουμε συμπληρώσει τις αιτήσεις.
Ουσιαστικά αντιγράφω την ερώτηση.
Άρα, η υπάλληλος μας ρώτησε αν έχουμε συμπληρώσει τις αιτήσεις.
Κι εμείς κάτι απαντήσαμε τώρα, για να δω.
"Όχι", απαντήσαμε εμείς.
Και μπορώ να πω τώρα: η υπάλληλος μάς ρώτησε αν έχουμε συμπληρώσει τις αιτήσεις...
και εμείς απαντήσαμε.
Τώρα εδώ, παιδιά, μπορούμε να πούμε, όχι "απαντήσαμε, όχι",
όχι ότι κάποιος θα έλεγε ότι είναι λάθος,
μπορούμε να βάλουμε "κι εμείς απαντήσαμε αρνητικά".
Ή ότι η απάντησή μας ήταν αρνητική.
Δηλαδή μπορώ να βάλω δικά μου ρηματάκια, να προσθέσω δικές μου λέξεις,
να προσθέσω συνδέσμους, για να μπορέσω να μεταφέρω τον διάλογο.
Η υπάλληλος μάς ρώτησε αν έχουμε συμπληρώσει τις αιτήσεις,
κι εμείς απαντήσαμε αρνητικά.
Αντί δηλαδή να πω το όχι. Ωραία;
Αυτό λοιπόν είναι ο πλάγιος λόγος.
Κι αν γυρίσουμε πίσω στο βιβλίο,
θα δούμε πως έλεγε ότι μπορούμε να προσθέσουμε...
συνδέσμους για να ενώσουμε τις προτάσεις.
Ή να χρησιμοποιούμε ρήματα και ό,τι άλλο χρειάζεται.
Άρα εδώ τι μου χρειάστηκε; Το "αν". Εδώ πέρα το "αν" δεν υπάρχει πουθενά.
Το έβαλα εγώ για να διευκολύνω το λόγο μου.
Επίσης έβαλα το "απαντήσαμε αρνητικά".
Έτσι για να διευκολύνω το λόγο μου, παιδιά,
για να μεταφέρω τα λόγια κάποιου όπως εγώ νομίζω ότι θα τα καταλάβει ο άλλος καλά.
Δεν έβαλα ψευδείς πληροφορίες μέσα. Δεν είπα κάτι άλλο.
Απλώς συμπλήρωσα. Πάμε στο δεύτερο παράδειγμα.
Ο δεύτερος μικρός διάλογος.
"Πού θα πας διακοπές". Για να δούμε, είναι ένα ωραίο θέμα αυτό.
"Πού θα πας διακοπές".
Ερωτηματικό, κλείνουν τα εισαγωγικά. Αυτός είναι ο λόγος, κάποιος το είπε.
"Πού θα πας διακοπές", λοιπόν, κόμμα.
Ρώτησε η μητέρα.
Τον Γιάννη. Δεν έχει σημασία, θα βάλουμε ένα όνομα τώρα εδώ.
Και από κάτω, πώς θα απαντήσει τώρα ο Γιάννης;
Ανοίγουμε πάλι εισαγωγικά. Είπαμε ο ευθύς λόγος έχει τα εισαγωγικά.
"Πού θα πας διακοπές", ρώτησε η μητέρα τον Γιάννη.
"Στο χωριό μου".
Εδώ τώρα μπορούμε να γράψουμε "απάντησε ο Γιάννης".
Ας το συμπληρώσω και αυτό.
"Στο χωριό μου", απάντησε ο Γιάννης.
Βάζουμε και λίγο πιο έντονα τους τόνους, να τους βλέπετε κι εσείς.
"Πού θα πας διακοπές", ρώτησε η μητέρα τον Γιάννη.
"Στο χωριό μου", απάντησε ο Γιάννης.
Αυτός είναι ένας διάλογος που έγινε μεταξύ μιας μαμάς,
δεν ξέρουμε αν είναι του Γιάννη ή κάποιου άλλου παιδιού,
και απαντάει ο Γιάννης ότι θα πάει κάπου.
Εγώ τώρα θέλω αυτό να το πω.
Άκου να δεις τι άκουσα!
Πού θα πάει ο Γιάννης διακοπές;
Έμαθα που θα πάει ο Γιάννης διακοπές κι επειδή με ρωτάτε θα σας πω.
Η μητέρα... ξεκινάω λοιπόν από αυτόν που ξεκίνησε τον διάλογο,
από αυτόν που έκανε την πρώτη ερώτηση.
Η μητέρα, λοιπόν, όπως ξεκινήσαμε και από εδώ η υπάλληλος, ξεκινάμε.
Η μητέρα. Τι έκανε λοιπόν αυτή η μητέρα;
Ρώτησε τον Γιάννη. Ωραία;
Ρώτησε τον Γιάννη. Τι τον ρώτησε;
Πού θα πάει διακοπές.
Ναι, ναι για λέγε μου, ναι, για λέγε, έμαθες τίποτα; Έμαθα!
Η μητέρα ρώτησε τον Γιάννη πού θα πάει διακοπές.
Και αυτός... Τι έκανε παιδιά αυτός;
Απάντησε. Όμως έχω δικαίωμα στον πλάγιο λόγο να αλλάξω και το ρήμα.
Αρκεί να έχει την ίδια σημασία.
Ας μη βάλω απάντησε, θα γράψω "και αυτός είπε".
Και αυτός, λοιπόν, είπε - και το κυκλώνω γιατί εδώ έχουμε την αλλαγή,
που σας είπα πριν, ότι μπορώ να προσθέσω ρήματα, μπορώ να προσθέσω συνδέσμους,
να αλλάξω κάποια πραγματάκια.
Η μητέρα ρώτησε τον Γιάννη πού θα πάει διακοπές...
και αυτός είπε πως θα πάει στο χωριό του.
Πως θα πάει στο χωριό του.
Πιστεύω, παιδιά, να έχετε καταλάβει μέχρι εδώ τι γίνεται,
πώς πηγαίνω από τον ευθύ λόγο στον πλάγιο.
Είπαμε πως μπορείτε να προσθέσετε κάποιες λεξούλες, κάποιους συνδέσμους.
Πάμε να δούμε τώρα το αντίστροφο.
Δηλαδή από τον πλάγιο λόγο να πάω σε ευθύ.
Η πρόταση λοιπόν με το νούμερο 3 ξεκινάει από εδώ.
Θα γράψω λοιπόν εδώ μία πρόταση στον πλάγιο λόγο.
Για να δούμε ποια θα γράψω.
Η δασκάλα - τι έκανε η δασκάλα;
Η δασκάλα, λοιπόν ζήτησε από έναν μαθητή,
ζήτησε να βάλουμε από τον Παναγιώτη,
ζήτησε από τον Παναγιώτη.
Τι του ζήτησε;
Η δασκάλα, λοιπόν ζήτησε από τον Παναγιώτη...
να σβήσει τον πίνακα. Κι εσάς, σίγουρα,
σας ζητάει πολλές φορές η δασκάλα ή ο δάσκαλός σας να σβήνετε τον πίνακα.
Είναι πολύτιμη η βοήθειά σας!
Η δασκάλα, λοιπόν ζήτησε από τον Παναγιώτη να σβήσει τον πίνακα.
Τι έγινε όμως;
Η δασκάλα ζήτησε από τον Παναγιώτη να σβήσει τον πίνακα...
όμως, παιδιά, εκείνος αρνήθηκε.
Όχι ότι δεν ήθελε.
Όμως αυτός αρνήθηκε γιατί...
Η δασκάλα ζήτησε από τον Παναγιώτη να σβήσει τον πίνακα...
όμως αυτός αρνήθηκε, γιατί έγραφε ακόμα.
Εντάξει; Καμιά φορά γράφουν τα παιδιά.
Γιατί ακόμα έγραφε.
Και λέει, "Κυρία, δεν μπορώ να έρθω τώρα να τον σβήσω.
Πείτε σε κάποιο άλλο παιδί γιατί γράφω ακόμα".
Γιατί έγραφε, αυτό συμβαίνει πολλές φορές. Εντάξει;
Όμως αυτός αρνήθηκε γιατί ακόμα έγραφε.
Λοιπόν, αυτός είναι ο πλάγιος λόγος.
Τώρα πάμε να τον κάνουμε σε ευθύ λόγο.
Τι θα κάνουμε; Θα δημιουργήσουμε έναν μικρό διάλογο.
Ποια είναι τα πρόσωπα που μιλάνε; Είναι η δασκάλα και είναι και ο Παναγιώτης.
Τώρα δεν θα βάλω εισαγωγικά, να βάλω και μια φορά παύλα, παύλα διαλόγου.
Τι λέτε να είπε η κυρία, η δασκάλα;
Ζητά απ' τον Παναγιώτη να σβήσει τον πίνακα.
"Παναγιώτη", μπορεί να ξεκίνησε και έτσι.
Κόμμα, "σε παρακαλώ".
"Παναγιώτη, σε παρακαλώ...",
να το είπε και έτσι ευγενικά, "σβήσε τον πίνακα".
Εδώ τώρα δεν έχω εισαγωγικά για να κλείσω.
Βάζω μία τελεία.
"Παναγιώτη, σε παρακαλώ, σβήσε τον πίνακα".
Ή μπορώ να βάλω ένα κόμμα και να πω,
"είπε η δασκάλα". Και τώρα να σκεφτούμε τι μπορεί να είπε ο Παναγιώτης.
- Έλα, Παναγιώτη, σήκω στον πίνακα και σβήσε, σε παρακαλώ.
"Παναγιώτη, σε παρακαλώ, σβήσε τον πίνακα", είπε η δασκάλα.
Για να δούμε λοιπόν, είπε η δασκάλα και ο Παναγιώτης απάντησε,
"Κυρία", μπορεί να είπε και αυτό, εντάξει;
"Κυρία, δεν μπορώ τώρα" κόμμα.
Για ποιον λόγο; "Γιατί γράφω".
"Κυρία, δεν μπορώ τώρα, γιατί γράφω... αντιγράφω δηλαδή ακόμα" -
δεν έχει σημασία, δεν πειράζει - απάντησε ο Παναγιώτης.
Γράφω λίγο χαμηλά τώρα, αλλά δεν πειράζει.
Αυτό ήταν, παιδιά.
Τι κάναμε λοιπόν; Διαβάσαμε ένα ωραίο κείμενο με ιστορίες για φίλους.
Μέσα σε αυτό το κείμενο υπήρχε έντονο το στοιχείο του διαλόγου.
Ένας ρωτούσε, ένας απαντούσε.
Και είδαμε πώς από τον ευθύ λόγο, που είναι ο μικρός διάλογος,
κάτι που λέω απευθείας στον άλλον,
μπορώ να τον κάνω πλάγιο λόγο,
εάν θέλω να πω τα νέα σε κάποιον φίλο μου ή σε κάποιον που δεν ήταν μπροστά.
Κι εσείς λοιπόν, παιδιά, που έχετε φίλους,
μιλάτε με τους φίλους σας, κάνετε διάλογο,
συζητάτε, είναι πάρα πολύ σημαντικό,
προσέχουμε τους φίλους μας,
και χρησιμοποιούμε και ευθύ λόγο και πλάγιο,
όταν δεν είναι μπροστά και θέλουμε να του μεταφέρουμε κάποια νέα.
Καλή συνέχεια, παιδιά. Να 'στε καλά και σας ευχαριστώ που παρακολουθήσατε το μάθημα.