31. Ο Γεροθανάσης
|Old Thanas
31. Der alte Mann
31. The old man
31. El anciano
31. Stary człowiek
31. Старик
Σήμερα ήρθαν δυο τσοπάνηδες κι έφεραν γάλα.
Today|came||shepherds||brought|milk
Today two shepherds came and brought milk.
Δεν είναι πολύ, γιατί τώρα τα πρόβατα και τα γίδια στέρεψαν, μα είναι δώρο του Γεροθανάση.
||||||sheep|||goats|have run out|||gift||Old Thanos
It is not much, for now the sheep and goats have dried up, but it is a gift from the old man.
Τους έφεραν και μια γαλατόπιτα, καμωμένη από τα χέρια της Αφρόδως.
|brought|||milk pie|made|||hands||Aphrodite
They also brought them a milk pie, burnt by the hands of Aphrodite.
Κι αυτή δώρο του Γεροθανάση.
||gift||Old Man Thanasis
And this one is a gift from Old Thanatassis.
Τέλος, τους ήρθε κι ο ίδιος ο Γεροθανάσης.
Finally||came to them|||||Old Thanasis
Finally, they were joined by Gerothanasis himself.
Ο Γεροθανάσης φοράει άσπρη φουστανέλα, άσπρες κάλτσες, άσπρο σκούφο· κι είναι και τα γένια του και τα μαλλιά του άσπρα.
||wears|white|fustanella|white|socks|white|cap|||||beard||||||white
Gerothanasis wears a white dress, white socks, a white cap; and his beard and hair are white.
Είναι χιονισμένος χειμώνα καλοκαίρι· κατακάθαρος.
|snowy|winter|summer|crystal clear
It is snowy in winter and summer - clear.
Η Ρούμελη θα τον λευκαίνει τον γέρο!
|Rumelia|||whitens||old man
Rumeli will whiten the old man!
Είναι ο πρώτος τσέλιγκας σε κείνα τα βουνά· από έξι χιλιάδες τα ζωντανά του δεν έπεσαν ποτέ κάτω.
|||shepherd||||mountains|of|six|thousands|them|livestock|||fell||down
He is the first cheligian in those mountains; out of six thousand of his cattle never fell down.
Είναι ο παππούς της γενιάς.
||grandfather||generation
He is the grandfather of the generation.
Έδωσε κόρες κι εγγονές στις γύρω καλύβες.
He gave|daughters||granddaughters||around|huts
He gave daughters and granddaughters to the surrounding huts.
Έχει δοσμένες και άλλες σε βουνά μακριά που δε φαίνονται.
|given||||mountains||||are visible
He has given others in mountains far away that cannot be seen.
Όλες τις προίκισε και το βιος του δε σώνεται.
||endowed|and||livelihood wealth|||is saved
He endowed them all, and his life is not saved.
Γράμματα δεν ξέρει, έμαθε όμως και βάζει την υπογραφή του, σιγά σιγά και γερά, με μια γκλίτσα στο τέλος, να έτσι:
letters|||learned|||puts||signature||slowly|||strongly and firmly|||staff||at the end||like this
He can't spell, but he's learned and he's putting his signature, slowly and firmly, with a little slime at the end, like this:
Μ' αυτή την υπογραφή πουλάει, αγοράζει, ξέρει πού βρίσκεται η περιουσία του.
|||signature|sells|buys|knows||he is located||property assets|
With this signature he sells, he buys, he knows where his property is.
—Ξέρω κι εγώ, λέει, δεκάξι γράμματα.
I know||||sixteen|letters
-I too, he says, know sixteen letters.
Και λέει αλήθεια.
|says|truth
And it's true.
Τα μέτρησε μια φορά, όσα κάνουν την υπογραφή του, και τα βρήκε δεκάξι.
|counted|||as many as||the|signature|||||sixteen
He counted them once, the ones that make his signature, and found sixteen.
Μια ζωή τώρα δεν έγιναν δεκαεφτά.
|life|||have passed|seventeen
A lifetime now has not been seventeen.
Ό,τι του λείπει σε γράμματα το έχει ο Γεροθανάσης σε νου.
whatever||lacks||letters||||Old Thanasis||mind
Whatever he lacks in letters, Gerothanasis has it in mind.
Δεν τον γέλασε κανείς, μα ούτε και γέλασε κανέναν.
||laughed|nobody||nor||laughed|anyone
No one laughed at him, but he didn't laugh at anyone either.
Λόγο δεύτερο δεν έχει· έναν και σωστό.
Reason|second|||||correct
He has no second reason; one and right.
---
Όταν κατεβαίνει στην πολιτεία –γιατί πηγαίνει και στην πολιτεία μια φορά τον χρόνο, τη Λαμπρή–, πιάνει όλο τον δρόμο και γυρίζουν και τον κοιτάζουν αυτόν και την αγκλίτσα του.
When|he descends||state||goes to|||state||||a year|||he takes|the whole||||turn around||the|look at him||||little dog|
When he goes down to the state - because he goes to the state once a year, on Labor Day - he catches the whole street and they turn around and look at him and his buckle.
Τότε κουνούν το κεφάλι και λένε:
|shake||head||
Then they shake their heads and say:
—Τι γάλα να τρώει!
|milk||eats
-What milk to eat!
Τι γιαούρτια, τι μυζήθρες!
|yogurts||ricottas
What yoghurts, what mizithras!
Είναι ογδόντα χρονών, μα την γκλίτσα δεν την πάτησε χάμω.
|eighty||||walking stick|||didn't put down|on the ground
He's 80 years old, but he hasn't fallen off the wagon.
Πόσες φορές είδε ν' ανθίζει ο γάβρος κι η οξιά!
||||bloom||goblin-like creature|||beech tree
How many times has he seen the bramble and the beech bloom!
Πόσοι χειμώνες έριξαν απάνω του τη βροχή και το χαλάζι!
|winters|threw|upon him|||rain|||hail
How many winters have poured rain and hail upon him!
Και πάλι ολόισιος είναι.
||perfectly straight|
And again he is as straight as ever.
Να 'χουμε τα καλά σου γεράματα, Γεροθανάση!
|||||old age|old man
Happy old age, old man!