39. Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά
|tree cutters||had a hard time|well
39. The arborists did not have a good time
39. Los arbolistas no lo pasaron bien
39. Les arboriculteurs n'ont pas passé un bon moment
39. Arboryści nie bawili się dobrze
39. Арбористы не очень удачно провели время
Την πρώτη βραδιά δεν ήρθε ο εχθρός.
|first|evening||came||enemy
The first night the enemy did not come.
Ήρθε όμως τη δεύτερη.
It came|but||second
But it came on the second.
Εκεί κάπου ακούστηκαν τρεις τσεκουριές.
|somewhere|heard||axes
Somewhere there were three axe blows.
Εκείνος που χτυπούσε σταμάτησε λίγα λεπτά για ν' αφουγκραστεί, φαίνεται, γύρω.
He||was hitting|stopped||minutes|||listen|it seems|around
The one who was knocking stopped a few minutes to listen, it seems, around.
Έπειτα ξανάδωσε άλλες τρεις.
Then|gave again|other|three
Then he gave three more.
Τότε σφύριξαν έξαφνα στο σκοτάδι δεκαπέντε σφυρίχτρες.
Then|whistled|suddenly||darkness|fifteen|whistles
Then fifteen whistles suddenly blew in the darkness.
Πρώτα καθεμιά χωριστά, έπειτα κι οι δεκαπέντε μαζί, δυνατά, πολύ δυνατά.
|each|separately|then|||fifteen|together|loudly very loudly||very loudly
First each one separately, then all fifteen together, loudly, very loudly.
Prima ognuno separatamente, poi tutti e quindici insieme, forte, molto forte.
Σ' αυτό το ξαφνικό, οι δεντροκόποι τα έχασαν.
|||sudden||the tree cutters||lost their composure
In this suddenness, the arborists lost it.
In questo improvviso, gli alberatori hanno perso tutto.
Πού πήγαν, από πού, δεν κατάλαβε κανείς.
|they went||where||understood|
Where they went, from where, nobody understood.
Dove sono andati, da dove, nessuno ha capito.
Χάθηκαν.
They were lost
They're gone.
Στο δάσος ξανάγινε σιωπή.
||became again|silence
Silence returned to the forest.
---
Την άλλη μέρα βρέθηκαν εκεί ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί.
|||were found|||axe|||rope
The next day an axe and a rope were found there.
Δε θα 'ρθουν να το ζητήσουν.
||come|||ask for it
They won't come asking.
Οι Πουρναρίτες από κείνη την ώρα έχουν καταλάβει πως δεν μπορούν πια να γυμνώσουν το δάσος.
|the Pournarites||that||||understood|||can|anymore||strip||
The Purnarites have since then understood that they can no longer strip the forest bare.
Καθώς έχουν μείνει άγριοι και αγράμματοι χωριάτες, ο φόβος τους τα μεγαλώνει όλα.
||remained|wild uncivilized||illiterate|peasants||fear|||grows bigger|all
As they are left wild and uneducated peasants, their fear is magnified.
Και πιστεύουν όλα όσα φοβούνται.
|believe|||fear
And they believe everything they fear.
Οι γριές εξήγησαν τις σφυριξιές εκείνες σαν γριές.
|old women|explained||whistles|||old women
The old women explained those whistles as old women.
Είπαν πως είναι από στοιχειά.
||||spirits
They said it was made of ghosts.
Τα μεγαλύτερα στοιχειά, καθώς λένε οι γριές, είναι μέσα στον λόγγο.
|larger|spirits|as|they say||||||thicket
The greatest spirits, as the old women say, are in the thicket.
Οι Πουρναρίτες, αν κι έχουν περπατήσει νύχτα πολλές φορές, πίστεψαν τις γυναίκες.
||||they have|walked||many||believed||
The Purinarites, although they have walked at night many times, believed the women.
Το ξαφνικό εκείνο, που το διηγήθηκαν οι φοβισμένοι δεντροκόποι, από στόμα σε στόμα μεγάλωσε.
|sudden|that|||told||scared|woodcutters|by word of mouth|mouth|||grew larger
That sudden event, which was recounted by the frightened tree cutters, grew from mouth to mouth.
Και καθώς μέσα στο άγριο αυτό χωριό έμειναν οι άνθρωποι αγράμματοι, η ιστορία γύριζε μέρα και νύχτα.
|as|||wild||village|remained||people|illiterate|||was turning|day||
And as the people in this wild village remained illiterate, the story went on day and night.
Και όσο γύριζε, τόσο πιο φοβερή γινόταν.
|as much as|turned||more|terrible|became
And the more she came back, the more awesome she became.
Στο τέλος, μερικοί από τους χωριάτες πίστεψαν πως το Χλωρό είχε στοιχειώσει.
||some||||believed|||Chloro||haunted
In the end, some of the villagers believed that Chloro was haunted.
---
Απάνω στον φόβο αυτόν ήρθε κι ο φόβος της εξουσίας.
On top||fear||came|||fear||of authority
On top of this fear came the fear of power.
Οι Πουρναρίτες είδαν τους δύο χωριανούς τους, που είχαν χτυπήσει τον Κώστα τον Κορφολόγο, να πηγαίνουν στη φυλακή δεμένοι, ανάμεσα σε τέσσερις χωροφύλακες.
|Pournarites|saw|||villagers||||hit||Kostas the Korfologos||Korfologos||are going||prison|bound|between|||gendarmerie officers
The Pournarites saw their two villagers, who had beaten Kostas the Corphologist, go to prison, tied up between four gendarmes.
Την τιμωρία τους τη χρωστούμε στα παιδιά, που είχαν τρέξει στο Μικρό Χωριό και ειδοποίησαν τους χωροφύλακες.
|punishment|||we owe|||||run|||||they notified||
We owe their punishment to the children who had run to the Little Village and alerted the gendarmes.
---
Στην κορφή ενός πεύκου, σε ψηλό μέρος, τα παιδιά έχουν δέσει κι ένα άσπρο πανί για σημαία.
|top||pine tree|at|high place|part||||tied|||white|piece of cloth||flag
On the top of a pine tree, in a high place, the children have tied a white cloth as a flag.
Αυτή φαίνεται κάμποσο μακριά και δείχνει πως υπάρχουν εκεί φύλακες.
||somewhat|far||shows||there are||guards
This one seems a little far away and shows that there are guards there.
Η μικρή δασοφυλακή μας έκανε το χρέος της.
|||||the|duty|
Our little forest service has done its part.
Δεν ησύχασε όμως μ' αυτό.
|calm down|||
But he did not rest on that.
Εξακολουθεί τις βάρδιες.
continues with||shifts
He's still taking shifts.
Πάντα είναι έτοιμη!
always||ready
She's always ready!