×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 69. Η θύελλα στις καλύβες των παιδιών

69. Η θύελλα στις καλύβες των παιδιών

Πώς πέρασε ο χαλασμός! Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Πάλι ο ήλιος έλαμψε το δειλινό κι από τη γη έβγαινε μια ευωδιά.

Τα παιδιά γυρίζουν πίσω και στον δρόμο μιλούν για τη θύελλα. Εκείνη τους έριχνε νερό από τα παράθυρα κι αυτά την έβλεπαν αδιάφορα αν βρέχονταν κι αν κρύωναν. Είναι βρεγμένα τα φορέματά τους· μα τι είδαν! Μόνο για τη θύελλα άξιζε να πάνε στο βουνό.

Τι να γίνονται οι καλύβες; Τι να έγιναν τα παιδιά που άφησαν εκεί; Ο Κωστάκης, ο Γιώργος, ο Σπύρος, ο Καλογιάννης, ο Φουντούλης; Πόσο τα συλλογίστηκαν όταν έπεφτε η μπόρα!

Κατεβαίνουν γρήγορα. Στον δρόμο κοιτάζουν τη γη. Μόλις ήταν υγρή· είχε πιει όλο το νερό κι ήταν διψασμένη.

---

Άμα αντίκρισαν τις κατοικίες τους, φώναξαν αμέσως για ν' ακουστούν. Τα πέντε παιδιά, που είχαν μείνει εκεί, βγήκαν το ένα ύστερα από τ' άλλο. Ήταν σωστά, οι καλύβες όμως όχι.

Τρεις καλύβες ήταν γκρεμισμένες και σκόρπιες. Το νερό συνεπήρε τα κλαδιά τους μαζί με πολλά πράματα που ήταν μέσα.

Πήρε μερικά σκεπάσματα, το ράφι, δύο τενεκέδες και δύο καρβέλια ψωμί. Το κουτί του Σπύρου ούτε η θύελλα το πήρε.

Ο Σπύρος όμως το πήρε και πέταξε μόνος του όλες τις σκουριές που είχε μέσα. Από την ώρα που βρήκε την πέτρα συλλογίζεται να μην ξαναμαζέψει πράματα που δε χρειάζονται.

—Και σεις πού κρυφτήκατε; ρώτησε ο Μαθιός.

—Μας έπιασε όλους μαζί εδώ μέσα, απάντησαν. Φράξαμε την πόρτα μ' ένα στρώμα και το κρατούσαμε ώρα πολλή με δύναμη. Η καλύβα όμως δεν έσταξε καθόλου κι έτσι γλιτώσαμε...

Οι λοτόμοι, όταν έστηναν τις καλύβες, είχαν φροντίσει ακόμα και για τις μπόρες. Μια καλύβα, τη μεγαλύτερη, τη σκέπασαν με χράμι, υφασμένο από τραγίσιο μαλλί· αυτό δεν το περνά τίποτα.

---

Το βράδυ, από έναν χωριάτη που πέρασε και πήγαινε στην Πέτρα, έμαθαν πως η θύελλα πιο κάτω έκανε καταστροφή. Πάει το Πουρνάρι!

Μεγάλη νεροποντή, που ήρθε από τις ράχες, έπνιξε τα καλαμπόκια, τα καπνά και τα τριφύλλια του. Το νερό, που κατέβασε ο χείμαρρος, έσπασε ένα γεφύρι και από ‘κεί όρμησε μέσα στο χωριό. Έπεσαν σπίτια στο Πουρνάρι, πνίγηκαν γίδια και πρόβατα, ακόμα κι αγελάδες. Λένε πως τρεις Πουρναρίτες, εκεί που πάλευαν να γλιτώσουν τα σπίτια τους, τους πήρε το νερό.

Ακούγοντας αυτή την καταστροφή, τα παιδιά έμειναν αμίλητα και λυπημένα. Ο χωριάτης όμως κούνησε το κεφάλι του και είπε για τους Πουρναρίτες:

—Αφού δεν άφησαν ρίζα ξερή στις ράχες, ποιος τους έφταιξε; Οι ίδιοι το 'φεραν το νερό που τους έπνιξε.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

69. Η θύελλα στις καλύβες των παιδιών |||huts||children 69. The storm in the children's huts 69. A tempestade nas cabanas das crianças

Πώς πέρασε ο χαλασμός! |passed||destruction How the hell did you get through! Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. as if||||happened| As if nothing had happened. Πάλι ο ήλιος έλαμψε το δειλινό κι από τη γη έβγαινε μια ευωδιά. again|||shone||dusk|||||was coming out||fragrance

Τα παιδιά γυρίζουν πίσω και στον δρόμο μιλούν για τη θύελλα. ||return|back||||||| Εκείνη τους έριχνε νερό από τα παράθυρα κι αυτά την έβλεπαν αδιάφορα αν βρέχονταν κι αν κρύωναν. she||was throwing||||windows||||saw|indifferently||they were getting wet||if|they were getting cold Είναι βρεγμένα τα φορέματά τους· μα τι είδαν! |wet||their dresses||||saw Μόνο για τη θύελλα άξιζε να πάνε στο βουνό. ||||it was worth||go||mountain

Τι να γίνονται οι καλύβες; Τι να έγιναν τα παιδιά που άφησαν εκεί; Ο Κωστάκης, ο Γιώργος, ο Σπύρος, ο Καλογιάννης, ο Φουντούλης; Πόσο τα συλλογίστηκαν όταν έπεφτε η μπόρα! ||become|||||||||left|||||||||||Fountoulis|how||thought||was falling||downpour

Κατεβαίνουν γρήγορα. they descend|quickly Στον δρόμο κοιτάζουν τη γη. Μόλις ήταν υγρή· είχε πιει όλο το νερό κι ήταν διψασμένη. ||wet||||||||thirsty

---

Άμα αντίκρισαν τις κατοικίες τους, φώναξαν αμέσως για ν' ακουστούν. |they saw||homes||||||be heard Τα πέντε παιδιά, που είχαν μείνει εκεί, βγήκαν το ένα ύστερα από τ' άλλο. |||||||came out|||||| Ήταν σωστά, οι καλύβες όμως όχι. |correct||huts||

Τρεις καλύβες ήταν γκρεμισμένες και σκόρπιες. |||collapsed||scattered Το νερό συνεπήρε τα κλαδιά τους μαζί με πολλά πράματα που ήταν μέσα. ||swept away||branches||together||many|things|||

Πήρε μερικά σκεπάσματα, το ράφι, δύο τενεκέδες και δύο καρβέλια ψωμί. ||blankets||shelf||cans|||loaves of bread|bread Το κουτί του Σπύρου ούτε η θύελλα το πήρε. ||||neither||storm||took

Ο Σπύρος όμως το πήρε και πέταξε μόνος του όλες τις σκουριές που είχε μέσα. ||||took||threw|||||rust||| Από την ώρα που βρήκε την πέτρα συλλογίζεται να μην ξαναμαζέψει πράματα που δε χρειάζονται. ||||found|||he is considering|||gather|things|||are needed

—Και σεις πού κρυφτήκατε; ρώτησε ο Μαθιός. |you||have you hidden|||

—Μας έπιασε όλους μαζί εδώ μέσα, απάντησαν. |caught|us all|together|||they answered Φράξαμε την πόρτα μ' ένα στρώμα και το κρατούσαμε ώρα πολλή με δύναμη. we barred|||||mattress|||we held||||strength Η καλύβα όμως δεν έσταξε καθόλου κι έτσι γλιτώσαμε... ||||dripped|at all|||we escaped

Οι λοτόμοι, όταν έστηναν τις καλύβες, είχαν φροντίσει ακόμα και για τις μπόρες. ||when|were setting up||||taken care|even|||| Μια καλύβα, τη μεγαλύτερη, τη σκέπασαν με χράμι, υφασμένο από τραγίσιο μαλλί· αυτό δεν το περνά τίποτα. a|hut||largest||they covered||shingle|woven||goat's wool|wool||||withstands|

---

Το βράδυ, από έναν χωριάτη που πέρασε και πήγαινε στην Πέτρα, έμαθαν πως η θύελλα πιο κάτω έκανε καταστροφή. ||||peasant||||was going||Petra|they learned|||storm||down||destruction Πάει το Πουρνάρι! goes||Pournari village

Μεγάλη νεροποντή, που ήρθε από τις ράχες, έπνιξε τα καλαμπόκια, τα καπνά και τα τριφύλλια του. |||came|||hills|drowned||corn||tobacco|||| Το νερό, που κατέβασε ο χείμαρρος, έσπασε ένα γεφύρι και από ‘κεί όρμησε μέσα στο χωριό. ||||||||bridge||||rushed||| Έπεσαν σπίτια στο Πουρνάρι, πνίγηκαν γίδια και πρόβατα, ακόμα κι αγελάδες. fell||||drowned|||sheep|||cows Λένε πως τρεις Πουρναρίτες, εκεί που πάλευαν να γλιτώσουν τα σπίτια τους, τους πήρε το νερό. |||Pournarites|||were struggling||||||them|||

Ακούγοντας αυτή την καταστροφή, τα παιδιά έμειναν αμίλητα και λυπημένα. hearing|||destruction|||remained|speechless||sad Ο χωριάτης όμως κούνησε το κεφάλι του και είπε για τους Πουρναρίτες:

—Αφού δεν άφησαν ρίζα ξερή στις ράχες, ποιος τους έφταιξε; Οι ίδιοι το 'φεραν το νερό που τους έπνιξε. since||they left|root|dry||ridges|||to blame||||brought||water|||drowned -If they left no dry root on the ridges, whose fault is it?They themselves brought the water that drowned them.