×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί.

— Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. Μα δεν έχω πια σίδερο. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματά της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελπίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του.

— Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε.

— Δεν το αγόραζα εγώ. Το παλάτι μου το προμήθευε.

— Και το παλάτι από πού το έπαιρνε;

— Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. Παν και παν αυτοί οι καιροί! στέναξε ο Κακομοιρίδης.

— Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες;

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε:

— Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. Ούτε να φάγει πια δεν έχει.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο. Φλουριά του χρειάζουνταν! Πού να βρει φλουριά;

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του.

— Έλα, είπε της Ειρηνούλας. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο.

— Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. Για πού;

— Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου.

— Κρίμα! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο;

— Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε. Έχω μια πρόταση να σου κάνω. Θέλω να μάθω γράμματα. Με μαθαίνεις εσύ;

— Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω…

— Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά…

— Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. Ειδεμή μου τα κλέβουν.

— Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. Δέχεσαι;

— Ακούς λέει! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος. Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του.

Περνούσαν από το δάσος.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. Ύστερα κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του.

— Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα.

Τ' αδέλφια κάθισαν κοντά του και το μάθημα άρχισε.

Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις.

— Καλά, είπε ο δάσκαλος. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα. Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας.

Πήραν πάλι το δρόμο της χώρας. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν.

— Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος.

— Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο…

— Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο.

— Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι. Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί.

— Πώς τον λένε;

— Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος.

— Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο.

— Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί.

— Καλά, θα έρθω.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. Όλοι κοιμούνταν.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε.

— Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. Έμπα στην τραπεζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθισαν τ' αδέλφια να φάγουν.

Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασι- λόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! Μόνος ο Πολύκαρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα.

— Δε θ' αργήσω, είπε. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα.

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές.

— Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια.

— Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά.

— Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα.

— Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες;

— Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει.

Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια

Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά.

— Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης.

— Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του;

— Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.

— Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο.

— Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης.

Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση.

— Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι. Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία.

— Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω;

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.

— Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δάσκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου.

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος.

— Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς.

— Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος.

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε.

— Αφέντη; επανέλαβε.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.

— Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε.

— Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δε σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες. Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρον σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

— Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω2.

Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή. Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει.

Αποσταίνω: κουράζομαι

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2) Z|| Ζ'. NOWE OBJAWIENIA (2) Z’. NEW REVELATIONS (2)

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί. as|they entered|therefore|to the|house|the|daughter|of the|Kakomiridis|she brewed|coffee|it|she served|in|iron|cups|and|it|she placed|in front|them|on|iron|tray So when they entered the house, Kakomiridis' daughter brewed coffee, served it in iron cups, and placed it in front of them on an iron tray.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί. the|prince|he noticed|that|all|the|furniture|were|and|those|iron|and|he asked|why The Prince noticed that all the furniture was also iron, and asked why.

— Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. sure|blacksmith|is|the|craft|my|my boy|my|he replied|the|Kakomiridis — Of course, my boy, my craft is blacksmithing, replied Kakomiridis. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. once|time|and|a|time|I|I was making|all|the|swords|the|arrows|and|the|breastplates|of the|kingdom|I|I was covering|with|iron|and|the|large|ships|that|they were filling|the|river|and|they were threatening|the|neighborhood Once upon a time, I forged all the swords, arrows, and armor of the kingdom, I covered with iron the grand ships that filled the river and terrified the neighborhood. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. but|they passed|the|good|years|they were lost|the|ships|they went|and|the|weapons|and|new|not|it orders|anymore|the|palace|and|thus|they remain|useless|the|hands|my But the good years have passed, the ships are gone, the weapons have disappeared, and the palace no longer orders new ones, so my hands remain useless. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. as long as|iron|they were finding|in the|warehouse|my|it|I used it|and|I made|the|furniture|my|thus|for|to|I have|work|and|to|not|I sit As long as there was iron in my warehouse, I used it to make my furniture, just to have something to do and not sit idle. Μα δεν έχω πια σίδερο. but|not|I have|anymore|iron But I no longer have any iron. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματά της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. and|I sit|double-handed|smoking|the|pipe|my|while|the|daughter|my|she sells|the|embroideries|her|to|to|she brings|a little|bread|to the|house And I sit cross-handed, smoking my pipe, while my daughter sells her embroideries to bring a little bread to the house. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου! everything|backwards|lad|my Everything is upside down, my boy!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελπίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του. the|eyes|his|Vasilopoulos|they shone|from|new|hopes|that|they had|been born|in the|heart|his Vasilopoulos's eyes were shining with new hopes that had been born in his heart.

— Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε. and|first|the|time|when|he ordered|swords|the|palace|when|you bought|the|iron|he asked — And first, back when the palace was ordering swords, where did you buy the iron? he asked.

— Δεν το αγόραζα εγώ. not|it|I was buying|I — I wasn't the one who bought it. Το παλάτι μου το προμήθευε. the|palace|my|it|it was supplying My palace supplied it.

— Και το παλάτι από πού το έπαιρνε; and|the|palace|from|where|it|it was taking — And where did the palace get it from?

— Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! oh|child|my|it was|the|time|when|all|they were prospering|here — Oh, my child, it was a time when everything was thriving here! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. so many|young men|and|family men|people|they lived|from|the|mines|of the|State So many young men and family people lived off the State's mines. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. them|you saw|like|ants|and|they descended|every|day|to the|wells|and|they extracted|the|stones|and|others|so many|they worked|in the|workshops|where|they separated|the|metal|from|the|stone You would see them like ants, going down into the shafts every day to extract the stones, and just as many worked in the workshops where they separated the metal from the stone. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. I|then|I managed|hundred|workers|craftsmen|we earned|plenty|the|bread|our|not|it was|one|from|us|that|to|not|he had|the|boiled meat|his|or|the|chicken|his|the|Sunday At that time, I managed a hundred skilled workers, we earned enough to make a living, and there wasn't one among us who didn't have his boiled egg or his chicken on Sunday. Παν και παν αυτοί οι καιροί! all|and|all|these|the|times Oh, those were the days! στέναξε ο Κακομοιρίδης. he sighed|the|Kakomiridis The unfortunate one sighed.

— Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. and|why|I wonder|to|not|they return|the|good|days|he said|with|enthusiasm|the|Vasilopoulo — And why on earth shouldn't the good days come back? said the Prince with enthusiasm. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες; why|to|not|he starts again|the|work|to|they produce|again|iron|and|to|you make|you|swords|and|arrows|and|spears Why shouldn't work start again, to produce iron once more, and for you to forge swords, arrows, and spears?

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε: the|Kakomiridis|he smiled The unfortunate one smiled:

— Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. and|who|will|pay|the|workers|the|king|he became broke — And who will pay the workers? The King is broke. Ούτε να φάγει πια δεν έχει. not even|to||anymore|not|he has He doesn't even have enough to eat anymore.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο. the|prince|he bowed|the|head|depressed The Prince bowed his head, feeling down. Φλουριά του χρειάζουνταν! coins|to him|they were needed He needed some coins! Πού να βρει φλουριά; where|to|he finds|coins Where to find coins?

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. he remembered|the|lost|treasure|and|he tightened|the|heart|his He remembered the lost treasure and his heart tightened. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του. he got up|and|he said goodbye to|the|Kakomiridis|and|the|daughter|his He got up and said goodbye to Kakomiridis and his daughter.

— Έλα, είπε της Ειρηνούλας. come|he said|to her|Eirinioulas — Come on, he said to Irinoula. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. let's go|straight|to the|teacher Let's go straight to the teacher's. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο. but|not|they managed|to|they go|as far as|the|house|his|him|they met|on the|road But they didn't manage to reach his house, they met him on the road.

— Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. hours|good|child|my|he said|the|teacher|recognizing|the|siblings — Good day, my child, said the teacher recognizing the siblings. Για πού; for|where Where to?

— Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. you|I was looking for|he said|the|Prince — I was looking for you, said the Prince. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου. a|favor|I have|to|you|I ask|and|I was coming|to the|house|your I have a favor to ask you and I was coming to your house.

— Κρίμα! too bad — What a pity! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. ||I am going|to the|brother|my|who|he sits|in the|countryside I was just going to my brother's who lives in the countryside. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο; not|it makes|I wonder|to|to me|them|you say|in the|road Isn't it okay for you to tell me on the way?

— Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε. why|not|and|I|I must|to|I return|to the|country|with|the|sister|my|so that|going|them|we say — Why not? I also have to return to the country with my sister, so we can talk while going. Έχω μια πρόταση να σου κάνω. I have|a|proposal|to|to you|I make I have a proposal to make to you. Θέλω να μάθω γράμματα. I want|to|I learn|letters I want to learn to read and write. Με μαθαίνεις εσύ; me|you teach|you Are you teaching me?

— Μπράβο! well done — Well done! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. but|how much|to me|you pay|you know|that|I am|poor|man But how much are you paying me? You know I am a poor man. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω… not|I can|gift|to|I teach I can't teach for free...

— Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. coins|not|I have|nor|anything|else|he interrupted|the|Prince|but|will|to you|I suggest|a|deal — I have no coins, nor anything else, interrupted the Prince, but I will propose a deal to you. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά… you|not|you have|to|to|you live|except|few|vegetables|that|to you|they grow|the|children You have nothing to live on but a few vegetables that your children grow for you…

— Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. no|vegetables|only|roots|he interrupted|the|teacher — Not vegetables, only roots, interrupted the teacher. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. not|I plant|anymore|except|carrots|onions|and|such|things|that|the|fruit|their|not|it is visible I no longer plant anything but carrots, onions, and such things, whose fruit is not visible. Ειδεμή μου τα κλέβουν. otherwise|to me|them|they steal Otherwise, they will steal from me.

— Καλά. good — Okay. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. to you|I suggest|therefore|I|to|to you|I bring|some|bird|or|hare|or|rabbit|or||other|game|I kill|for|every|lesson|that|will|to me|you teach So I suggest that I bring you a bird or a hare or a rabbit, or whatever other game I kill, for each lesson you give me. Δέχεσαι; Do you accept?

— Ακούς λέει! you hear|he says — Do you hear, he says! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος. he said|very happy|the|teacher said the teacher, very happily. Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του. so many|years|I have|to|I eat|meat|that|I forgot|and|the|taste|of it It's been so many years since I've eaten meat that I've forgotten its taste.

Περνούσαν από το δάσος. they were passing|through|the|forest They were passing through the forest.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. the|teacher|he took|a|thick|dry|branch|it|he cut|into|small|squares|and|he carved|on|a|letter|on the|each The teacher took a thick dry branch, cut it into small squares, and carved a letter on each one. Ύστερα κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του. then|he sat|on the|root|of a|tree|and|it|he spread|in front|of him Then he sat at the root of a tree and spread them out in front of him.

— Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα. come|he said|to|you|I teach|the|letters|| — Come, he said, let me teach you the numbers first.

Τ' αδέλφια κάθισαν κοντά του και το μάθημα άρχισε. the|siblings|they sat|near|to him|and|the|lesson|it began The siblings sat close to him and the lesson began.

Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. the|teacher|he had|patience|and|the|students|zeal|and|desire|to|learn The teacher was patient and the students had zeal and a desire to learn. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις. so|the|sun|it had|set|and|still|they were sitting|the|three|at the|feet|of the|tree|mixing|and|reselecting|the|sticks|and|forming|syllables|and|words So the sun had set, and the three were still sitting at the foot of the tree, mixing and rearranging the little sticks and forming syllables and words.

— Καλά, είπε ο δάσκαλος. good|he said|the|teacher — Good, said the teacher. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα. if|the|we go|always|like this|quickly|will|you will learn|more|and|than|me If we keep going like this, you will soon learn more than I do. Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας. in|a little|will|you|I will give|and|books|to|you read|alone|you Soon I will give you books to read by yourselves.

Πήραν πάλι το δρόμο της χώρας. they took|again|the|road|of the|country They took the road of the country again. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν. going|they were chatting As they were going, they chatted.

— Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος. the|time|of the|Synetos|the First|if|you passed|from|here|will|you would say|that|all|the|country|it was|a|big|factory|he said|the|teacher — In the time of Senetis I, if you passed by here, you would say that the whole country was a big factory, said the teacher.

— Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο. what|work|they did|he asked|the|Prince — What work did they do? asked the Prince.

— Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. ships|he replied|the|teacher — Ships, replied the teacher. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. and|master craftsman|he was|the|brother|my And my brother was the master craftsman. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο… they were cutting|the|trees|the|they were bringing down|to the|river|they were being built|there|the|royal|ships|and|they were entering|to the|shipyard They cut down the trees, brought them down to the river, the royal ships were built there and entered the dock...

— Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο. where|is|now|the|brother|your|he asked|with|longing|the|Prince — Where is your brother now? asked the Prince eagerly.

— Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. in the|country|he is|there|I am going|tonight — He is in the country, that's where I'm going tonight. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι. but|he barely makes ends meet|the|poor fellow|with|the|side job|breadwinner But the poor fellow is barely making ends meet, living day by day. Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί. one|misfortune|to|to him|it comes|one|to|he gets sick|will|he will find himself|without|bread If something goes wrong, if he gets sick, he will find himself without bread.

— Πώς τον λένε; how|him|they call — What is his name?

— Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος. ||in order to|to|him|they distinguish|from|me|that|I am|| — Amira-kos the master craftsman, to distinguish him from me who am Amira-kos the teacher.

— Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο. I wanted|to|him|I meet|he said|the|Prince — I wanted to meet him, said the Prince.

— Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. why|not|instead of|to|you run|to the|School|of the|State|come|tomorrow|to the|house|of him|to|you do|the|lesson|your — Why not? Instead of running to the State School, come to his house tomorrow to do your lesson. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί. if|you come|early|will|me|you find|there If you come early, you will find me there.

— Καλά, θα έρθω. okay|will|I come — Okay, I will come.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό. in front of|at the|door|of the|master|the|teacher|them|he said goodbye|and|the|prince|with|the|girl|they climbed|to the|mountain In front of the master craftsman's door, the teacher bid them farewell, and the Prince and Irinoula climbed the mountain.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. it was|already|late|when|they arrived|at the|palace It was already late when they arrived at the palace. Όλοι κοιμούνταν. all|they were sleeping Everyone was sleeping.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε. alone|the|Polykarpos|them|he was waiting|with|anxiety|and|once|he was going out|to|outside|to|see|if|they arrive|and|once|he was turning|to the|bench|where|they were sleeping|lying down|the|Polydoros|and|to him|he was telling|the|worries|his|that|the|other|not even|them|he was hearing Only Polycarp was waiting for them with anxiety, sometimes going outside to see if they were arriving, and sometimes turning back to the bench where Polydorus was lying asleep, telling him his worries, which the other did not even hear.

— Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. I saved|food|for|you|and|the|lady|her|the|brother|your|she said|happily|to her|Eirinioulas|as soon as|her|he saw — I saved food for you and your Master, your brother, he happily said to Irinoula, as soon as he saw her. Έμπα στην τραπεζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι. come in|to the|dining room|||I have|set|the|table Come into the dining room, Lady Vasilopoula, I have set the table.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. the|Polydorus|however|he had|woken up|with|the|speeches|and|he was lighting|torch|in order|to|them|he would light|until|the|dining room Polydoros, however, had woken up with the speeches and lit a torch to light their way to the dining room. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. lantern|not|he could|to|light|because|neither|candle|nor|oil lamp|anymore|not||in the|palace He couldn't light a lantern because neither a candle nor a wax taper could be found in the palace anymore. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθισαν τ' αδέλφια να φάγουν. so|he stuck|the|torch|in|a|jug|and|with|this|the|light|they sat|the|brothers|to|eat So he stuck the torch into a jug and with that light, the brothers sat down to eat.

Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασι- λόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα. the|next|day|||they went|again|to the|forest|where|the|||he killed|wild piglets|and|rabbits|while|the|Irinoula|she was peeling|eggs|and|she was gathering|vegetables|and|greens The next day, early in the morning, they went back to the forest, where the prince killed wild piglets and rabbits, while Irinoula was gathering eggs and collecting fruits and greens.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! when|they returned|no one|yet|not|he had|gotten up When they returned, no one had gotten up yet! Μόνος ο Πολύκαρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα. alone|the|Polycarpos|again|he was preparing|the|kitchen|for|the|Irinoula Only Polycarp was preparing the kitchen for Irinoula again.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα. the|prince|he took|from|the|pile|the|share|his|teacher|and|he said goodbye to|the|Irinoula The Prince took his share from the teacher's bunch and said goodbye to Irinoula.

— Δε θ' αργήσω, είπε. not|I will|I will be late|he said — I won't be long, he said. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα. the|house|of the|master builder|is|almost|at the|base|of the|mountain|and|will|I will return|as soon as|he finishes|the|lesson The master craftsman's house is almost at the foot of the mountain, and I will return as soon as the lesson is over.

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές. he found|the|teacher|and|the|brother|his|sitting|at the|porch|of the|house|that|they were eating|bread|and|olives He found the teacher and his brother sitting in the porch of the house, eating bread and olives.

— Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του. good|to the|young man|he said|the|teacher|and|to him|he introduced|the|brother|his — Good for the young man, said the teacher, and introduced him to his brother.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια. the|Prince|immediately|he started|conversations|with|the|master builder|asking|||details|about|the|way|that|he built|once|the|royal|ships|and|the|master builder|melancholically|he remembered again|the|old|his|years|and|with|tears|in the|eyes|he was narrating|the|emotion|that|he had|every|time|that|he saw|in the|river|any|new|ship|that|it|they had|built|the|own|his|hands The Prince immediately started conversations with the master craftsman, asking a thousand and one details about the way he used to build the royal ships, and the master craftsman nostalgically remembered his old days, and with tears in his eyes recounted the emotion he felt every time he saw a new ship on the river, made by his own hands.

— Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο. not|will|you would have|appetite|to|you rebuild|ships|he asked|the|Prince — Would you have the desire to build ships again? asked the Prince.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά. the|master builder|he smiled|bitterly The master craftsman smiled bitterly.

— Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα. don't|you do|such|jokes|he said|not|they have|tastiness — Don't make such jokes, he said, they have no flavor.

— Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες; if|if|they found|someone|let|we say|again|the|King|and|to you|he ordered again|ships|will|them|you would make — But if someone… let's say the King again… were to order you ships again, would you do it?

— Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. not|will|to me|them|he will order|the|King|and|worry|your|he said|the|master craftsman|with|contempt — The King will not order them for me, and don't worry, said the master craftsman with disdain. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. the|King|all|his|the|life|not|he thought|but|the|peace|his The King has thought only of his peace all his life. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. now|it is|late|for|to|he wakes up Now it is too late for him to wake up.

Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια covered balcony|covered|balcony|closed|all around|with|glass Sahnisi: a covered balcony enclosed all around with glass.

Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά. nor|to|eat|anymore|not|he has|let|be|well|the|chancellors|generals|fleet commanders|and|company He doesn't even have anything to eat anymore, thank goodness for the chancellors, generals, fleet commanders, and their company.

— Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. what|he did|the|general|you know|he asked|the|prince — What did the general do, do you know? asked the Prince.

— Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! about|the|Maskaropoulos|you ask|and|who|not|them|he knows — Are you asking about Maskaropoulos? And who doesn't know! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. he did|those|that|they do|everyone|in the|palace He did what everyone does in the palace. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. he had|in the|hands|his|the|warehouses|of the|army|and|the|he emptied|all He had the army's warehouses in his hands and emptied them all. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. when|he sold|the|weapons|the|tents|and|the|uniforms|he made|fortune|and|he left|to the|foreign lands|without|even|to|it|he felt|the|Master When he sold the weapons, the tents, and the uniforms, he made a fortune and left for foreign lands, without the Master even noticing. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. and|the|stones|it|they know|these|that|to you|I say And the stones know these things that I am telling you. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. the|world|it|he has|loud The world has it as a loud rumor. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. alone|the|king|he finds himself|to|not|it|he hears|he added|the|master builder The King is alone and does not hear it, added the master craftsman.

— Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. what|it blames|and|the|king|he said|the|prince|turning|supposedly|to|he looks|what|was happening|in the|street|but|more|to|to|he hides|the|redness|his|face| — What is the King's fault, said the Prince, pretending to look at what was happening on the street, but more to hide the redness of his face. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του; what|it blames|the|king|if|not|he has|except|thieves|and|rascals|around|him What is the King's fault, if he has nothing but thieves and scoundrels around him?

— Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. let|he should take care|to|he knows|the|employees|his|before|them|he entrusts|the|interests|of the|State|he said|with|anger|the|master builder — He should have taken care to know his employees before trusting them with the interests of the State, said the master craftsman angrily. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. and|as|they were coming out|scoundrels|let|them|he punished And as they came out as rascals, let them be punished. Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! but|when|he cared|anything|then|us|it eats|us|the|compassion But when did anything care? Then we suffer from compassion! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. how|to|you punish|thief|or|traitor|or||other|unconscious|the|poor|the|man|to you|they say|why|to|he is destroyed|so many|others|they do|worse|and|it goes|saying How can you punish a thief or a traitor, or anything else unconscious? "The poor man," they say, "why should he be destroyed? So many others do worse!" And it goes on. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί! and|only|the|honest|not|they find|here|bread And only the honest do not find bread here!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του. the|prince|him|interrupted|to|to|not|he hears|others|against|his|father|his The little prince interrupted him so he wouldn't hear more against his father.

— Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό. why|is running|the|crowd|in the|street|he asked|showing|||villagers|who|with|the|wives|their|they were leaving|hurriedly|towards|the|mountain — Why is the crowd running in the street? he asked, pointing to two or three villagers who were hastily leaving with their wives towards the mountain.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο. the|two|Amira's|they leaned|to the|window The two Amirakos leaned out the window.

— Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. no|fight|will|it is|again|he said|quietly|the|master craftsman — It must be another fight, the master craftsman said quietly.

Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση. we|here|we are|used|to|these|not|to us|they make|anymore|impression We here are used to this, it no longer surprises us.

— Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο. they happen|many|fights|he asked|the|Prince — Are there many fights? asked the Prince.

— Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. they happen|of course|because|after|he relaxed|and|it was lost|the|justice|the|everyone|he seeks|alone|his|to|he finds|the|right|his|and|to|he avenges|him|who|him|he harmed|or|who|he thinks|that|him|he harmed — Of course there are, because after justice relaxed and disappeared, everyone seeks to find their own justice and to take revenge on those who harmed them or whom they think harmed them. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. and|so|every|day|it falls|wood|in the|country|and|in the|villages And so every day there is fighting in the country and in the villages. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι. many|times|they happen|and|murders Many times murders occur. Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! but|where|to|it|she feels|the|justice But where can justice feel it! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει! not even|policeman|anymore|not|there is There isn't even a constable anymore!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. the|prince|he was listening|and|the|soul|his|she was grieving|more and more|and|more|for|the|misfortunes|his|land|his The little prince listened, and his soul was increasingly saddened by the misfortunes of his land. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία. |and|to|he/she was saying|always|to the|complaint|he/she was turning|the|speech Whatever he said, the conversation always turned to complaints.

— Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. and|the|lesson|he said|the|teacher|interrupting|the|conversation — And the lesson? said the teacher, interrupting the conversation. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω; how|to me|you brought|so|appetizer|little rabbit|if|not|it is|to|you learn|and|anything|further How did you bring me such a tempting little rabbit, if you are not going to learn anything further?

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε. the|little prince|he took out|the|sticks|from|the|pocket|his|and|the|lesson|it started The Prince took the sticks out of his pocket and the lesson began.

— Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δάσκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου. if|you learn|so|little|every|day|he said|pleased|the|teacher|quickly|will|to you|I will give|the|books|that|to you|I promised|and|that|will|you read|alone|to you — If you learn just a little every day, the teacher said happily, I will quickly give you the books I promised you and that you will read by yourself.

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. suddenly|it opened|the|door|with|force|and|the|aide|Polyvios|he entered|inside|out of breath|and|covered in dust Suddenly, the door burst open and the aide Polydoros rushed in, out of breath and covered in dust.

— Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. master|he said|and|the|voice|his|trembled|the|King|you|he asks|immediately — Master, he said, and his voice trembled, the King is asking for you immediately. Έφθασαν κακές ειδήσεις. they arrived|bad|news Bad news has arrived. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς. the|boss|his|it|he lost|he cries|and|you|he calls|and|me|he sent|the|princess|to|you|I say|to|you come|immediately The lady is in shock, crying and calling for you, and the princess sent me to tell you to come immediately.

— Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος. master|he exclaimed|dizzy|the|teacher — My lord? exclaimed the teacher, dazed.

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε. the|master craftsman|he jumped The master craftsman jumped up.

— Αφέντη; επανέλαβε. master|he repeated — My lord? he repeated.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. the|prince|he had|gotten up The little prince had gotten up. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο. the|face|his|it was|pale His face was pale.

— Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε. the|uncle|King|he murmured — Uncle King... he murmured.

— Ποιος είσαι! who|you are — Who are you! Ποιος είσαι! who|are you Who are you! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα. he shouted|the|master builder|who|me|fear|he remembered|the|words|that|he had|he uttered|earlier the master craftsman shouted, recalling with horror the words he had uttered earlier.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. I am|the|son|of the|King|he said|the|Prince|extending|to him|the|hand — I am the son of the King, said the Prince, extending his hand to him. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. and|now|to you|it|I command|I|to|you leave|the|work|your|and|to|you build|new|fleet And now I command you to leave your work and build a new fleet. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δε σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. and|if|not|I have|coins|and|if|they pass|years|and|not|you|I pay|again|to|not|you stop|but|to|you work|until|to|it is covered|again|the|river|with|ships And if I don't have coins, and if years pass and I don't pay you, still do not stop, but work until the river is covered again with ships. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες. it came|the|time|when|will|we make|sacrifices The time has come when we will make sacrifices. Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρον σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. forget|the|person|your|and|the|interest|your|work|only|for|the|common|good|of the|place Forget your personal interests and your own benefit, work only for the common good of the place. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα. the|asks|the|homeland|and|will|you|I give|the|example The homeland demands it, and I will set you the example.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε. the|master builder|he fell|to the|knees|he grabbed|the|hand|of the|boy|and|it|he kissed The master fell to his knees, grabbed the boy's hand, and kissed it.

— Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω2. will|to you|I will rebuild|fleet|he said|with|strength|and|will|I will work|until|to|I will distill — I will build you a fleet again, he said with strength, and I will work until I succeed.

Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή. and|he went out|outside|the|prince|with|troubled|the|soul And the Prince went outside with a troubled soul. Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε. the|Polydoros|him|he followed Polydorus followed him.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει. the|last|those|words|him|they had|ignited|and|the|heart|his|it swelled|from|love|and|admiration|for|the|young|master|his|that|them|he had|uttered Those last words had excited him, and his heart swelled with love and admiration for his new Master who had uttered them.

Αποσταίνω: κουράζομαι I get tired|I get tired I am tired.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.62 PAR_CWT:AvJ9dfk5=11.12 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=86 err=0.00%) translation(all=170 err=0.00%) cwt(all=1906 err=1.42%)