×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 24. Η αναχώρηση

24. Η αναχώρηση

Τέλη του 1957. Έμεναν ακόμη έξι χρόνια ως την αποφυλάκιση του π. Αρσενίου, μια και το 1952 του είχαν ‘'φορτώσει'' άλλα δέκα χρόνια.

Τον κάλεσαν επανειλημμένα στο διοικητήριο. Έκαναν ερωτήσεις, έπαιρναν καταθέσεις, άνοιγαν φακέλους, έγραφαν πρακτικά, συνέτασσαν αναφορές…

Τελικά, την άνοιξη του 1958, του ανακοίνωσαν την αποφυλάκισή του ‘'βάσει της αμνηστίας''.

Μα… η αμνηστία είχε δοθεί τέσσερα χρόνια πριν, τώρα τη θυμήθηκαν? Γιατί δεν είχε αποφυλακιστεί τότε, μαζί με τόσους άλλους? Σ' αυτό το ερώτημα, όπως και σε τόσα άλλα, δεν θα έπαιρνε ποτέ απάντηση.

Θα θυμόταν, ωστόσο, πάντα τη ζωηρή έκπληξη ενός μέλους της επιτροπής,πού ασύστολα αναφώνησε:

Για κοίτα, ρε, το γέρο! Τη γλύτωσε!… τι να κάνουμε? Είμαστε αναγκασμένοι να τον απολύσουμε.

Του δώσανε καινούργια ρούχα, φύλλο πορείας, κάμποσα χρήματα – για την εργασία πού είχε προσφέρει τα τελευταία χρόνια – και μια βεβαίωση για την έκδοση δελτίου ταυτότητας στον τόπο κατοικίας του. Τόπο κατοικίας… στη σχετική ερώτηση έδωσε το όνομα μιας μικρής ιστορικής πόλης κοντά στο Γιαροσλάβ, όπου κάποτε έμεινε γι' αρκετό καιρό μελετώντας τις αρχαιότητες.

Μικρή σημασία όμως είχε γι' αυτόν το πού θα πήγαινε. Ένιωθε κουρασμένος, αποκαμωμένος. Δεν επιζητούσε παρά να ξεκουραστεί, να μαζέψει δυνάμεις, να ησυχάσει, να προσευχηθεί, να ξαναβρεί τον εαυτό του, πριν συναντηθεί, μετά από τόσα χρόνια, με τους δικούς του ανθρώπους. ‘'Αλλά στα χέρια του Θεού βρίσκομαι'', συλλογίστηκε.''Εκείνος θα τα κανονίσει όλα, όπως πρέπει''.

Η άνοιξη είχε μπεί πρώιμα. Οι θερμοί άνεμοι έδιωξαν γρήγορα τα χιόνια. Οι δρόμοι στέγνωσαν. Οι σκνίπες και τα κουνούπια δεν είχαν φανεί ακόμα, μα τ' ανοιξιάτικα πουλιά έκαναν κιόλας δυναμικά αισθητή την παρουσία τους με τρελά φτερουγίσματα και τ' αδιάκοπα τερετίσματά τους.

Ο π. Αρσένιος βγήκε από την πύλη του στρατοπέδου με καινούργια παπούτσια, αμεταχείριστο μπουφάν, μαύρο παντελόνι και το συνηθισμένο κασκέτο, έχοντας στην πλάτη ένα σάκο με τα λιγοστά πράγματά του.

Πέρασε από το σταθμό ελέγχου και προχώρησε στο χωματόδρομο. Κοίταξε πίσω. Οι φρουροί είχαν καρφωμένα τα βλέμματά τους επάνω του. Με απορία έβλεπαν κι αυτοί το γνωστό τους γεροντάκι, πού λες και το' χαν ξεχασμένο τόσα χρόνια εκεί μέσα οι άνθρωποι, να φεύγει τώρα προς το άγνωστο.

Ο δρόμος περνούσε πάνω από ένα βουναλάκι. Σαν έφτασε στην κορφή του ο π. Αρσένιος, στράφηκε για τελευταία φορά προς το στρατόπεδο. Αντί γι' άλλον αποχαιρετισμό, σταύρωσε από μακριά τον ζοφερό τόπο πού είχε σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή και την ψυχή του, τον τόπο όπου είχε πάθει αλλά και μάθει τόσα πολλά, τον τόπο όπου πάνω απ' όλα είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία του αποστολικού λόγου: ‘'αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού'' (Γαλ. 6:2).

Ένα περαστικό φορτηγό τον έφερε στο συνοικισμό, όπου τώρα ζούσε και εργαζόταν ο πρώην επόπτης Ανδρέας Ιβάνοβιτς, ο Σπραβεντλίβιϊ. Εύκολα βρήκε το σπίτι του. Πόσο παράξενο, πόσο ωραίο, πόσο ζεστό του φάνηκε εκείνο το ταπεινό σπιτάκι! Τόσα χρόνια στο στρατόπεδο, είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι τα σπίτια των ανθρώπων.

Δυό μέρες έμεινε με τη χαριτωμένη και φιλόξενη οικογένεια του Ανδρέα – δυό μέρες γαλήνης, δυό μέρες μακαριότητας. Την Τρίτη μέρα τον συνόδεψαν ο ίδιος και η γυναίκα του ως τον σιδηροδρομικό σταθμό, πλήρωσαν μάλιστα και το επιπλέον ποσό πού χρειαζόταν για να ταξιδέψει στην πρώτη θέση.

Αποχαιρετήθηκαν συγκινημένοι.

Μπήκε στο τραίνο, κάθησε, έβαλε πίσω απ' το κεφάλι το σάκο με τα πράγματά του κι έκλεισε τα μάτια.

Το τραίνο, πού κυλούσε στις ράγιες λικνιστικά, με ρυθμικούς τριγμούς, τρανταζόταν όποτε περνούσε απ' τους αρμούς,κάνοντας τους επιβάτες του ν' αναπηδούν ελαφρά πάνω στα καθίσματά τους.

Πίσω απ' το παράθυρο προσπερνούσαν γοργά τα δάση, η ταϊγκά* (*δασική ζώνη ασθενικών κωνοφόρων δέντρων, πού εκτείνεται στις βόρειες περιοχές της ρωσικής πεδιάδας και σε μεγάλο μέρος της Σιβηρίας), τα ποτάμια, οι λίμνες της Σιβηρίας. Μα από τα κλειστά μάτια του π. Αρσενίου περνούσαν άλλες εικόνες, πλήθος πρόσωπα και γεγονότα, σε μιάν ατέλειωτη μνημονική παρέλαση…

Φαίνεται πώς είν' εδώ μέσα και απολυμένοι απ' το στρατόπεδο. Προσοχή μη μας κλέψουν!

Η ανδρική φωνή ήταν ανήσυχη.

Απορώ πώς τους αφήνουν! Θα' πρεπε να τους είχαν τουφεκίσει!

Η δεύτερη φωνή ήταν γυναικεία, ψιθυριστή και αγανακτισμένη.

Ο π. Αρσένιος άνοιξε τα μάτια χωρίς να κινηθεί. Στ' αντικρινά καθίσματα ετοιμαζόταν να καθίσει ένα νεαρό ζευγάρι.

Το τραίνο έτρεχε. Περνούσε πόλεις και σταθμούς. Άφηνε πίσω του το καταπράσινο τοπίο του σιβηριανού βορρά και έμπαινε στα ολάνθιστα, πολύχρωμα λειβάδια της κεντρικής Ρωσίας. Πλησίαζε, όλο και πλησίαζε στην πόλη, όπου ο π. Αρσένιος θ' άρχιζε τη νέα του ζωή, όπου θα συνέχιζε να διακονεί το Θεό και τους ανθρώπους.

24. Η αναχώρηση 24. The departure 24. La salida

Τέλη του 1957. Έμεναν ακόμη έξι χρόνια ως την αποφυλάκιση του π. Αρσενίου, μια και το 1952 του είχαν ‘'φορτώσει'' άλλα δέκα χρόνια.

Τον κάλεσαν επανειλημμένα στο διοικητήριο. Έκαναν ερωτήσεις, έπαιρναν καταθέσεις, άνοιγαν φακέλους, έγραφαν πρακτικά, συνέτασσαν αναφορές…

Τελικά, την άνοιξη του 1958, του ανακοίνωσαν την αποφυλάκισή του ‘'βάσει της αμνηστίας''.

Μα… η αμνηστία είχε δοθεί τέσσερα χρόνια πριν, τώρα τη θυμήθηκαν? Γιατί δεν είχε αποφυλακιστεί τότε, μαζί με τόσους άλλους? Σ' αυτό το ερώτημα, όπως και σε τόσα άλλα, δεν θα έπαιρνε ποτέ απάντηση.

Θα θυμόταν, ωστόσο, πάντα τη ζωηρή έκπληξη ενός μέλους της επιτροπής,πού ασύστολα αναφώνησε:

Για κοίτα, ρε, το γέρο! Τη γλύτωσε!… τι να κάνουμε? Είμαστε αναγκασμένοι να τον απολύσουμε.

Του δώσανε καινούργια ρούχα, φύλλο πορείας, κάμποσα χρήματα – για την εργασία πού είχε προσφέρει τα τελευταία χρόνια – και μια βεβαίωση για την έκδοση δελτίου ταυτότητας στον τόπο κατοικίας του. Τόπο κατοικίας… στη σχετική ερώτηση έδωσε το όνομα μιας μικρής ιστορικής πόλης κοντά στο Γιαροσλάβ, όπου κάποτε έμεινε γι' αρκετό καιρό μελετώντας τις αρχαιότητες.

Μικρή σημασία όμως είχε γι' αυτόν το πού θα πήγαινε. Ένιωθε κουρασμένος, αποκαμωμένος. Δεν επιζητούσε παρά να ξεκουραστεί, να μαζέψει δυνάμεις, να ησυχάσει, να προσευχηθεί, να ξαναβρεί τον εαυτό του, πριν συναντηθεί, μετά από τόσα χρόνια, με τους δικούς του ανθρώπους. ‘'Αλλά στα χέρια του Θεού βρίσκομαι'', συλλογίστηκε.''Εκείνος θα τα κανονίσει όλα, όπως πρέπει''.

Η άνοιξη είχε μπεί πρώιμα. Οι θερμοί άνεμοι έδιωξαν γρήγορα τα χιόνια. Οι δρόμοι στέγνωσαν. Οι σκνίπες και τα κουνούπια δεν είχαν φανεί ακόμα, μα τ' ανοιξιάτικα πουλιά έκαναν κιόλας δυναμικά αισθητή την παρουσία τους με τρελά φτερουγίσματα και τ' αδιάκοπα τερετίσματά τους.

Ο π. Αρσένιος βγήκε από την πύλη του στρατοπέδου με καινούργια παπούτσια, αμεταχείριστο μπουφάν, μαύρο παντελόνι και το συνηθισμένο κασκέτο, έχοντας στην πλάτη ένα σάκο με τα λιγοστά πράγματά του.

Πέρασε από το σταθμό ελέγχου και προχώρησε στο χωματόδρομο. Κοίταξε πίσω. Οι φρουροί είχαν καρφωμένα τα βλέμματά τους επάνω του. Με απορία έβλεπαν κι αυτοί το γνωστό τους γεροντάκι, πού λες και το' χαν ξεχασμένο τόσα χρόνια εκεί μέσα οι άνθρωποι, να φεύγει τώρα προς το άγνωστο.

Ο δρόμος περνούσε πάνω από ένα βουναλάκι. Σαν έφτασε στην κορφή του ο π. Αρσένιος, στράφηκε για τελευταία φορά προς το στρατόπεδο. Αντί γι' άλλον αποχαιρετισμό, σταύρωσε από μακριά τον ζοφερό τόπο πού είχε σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή και την ψυχή του, τον τόπο όπου είχε πάθει αλλά και μάθει τόσα πολλά, τον τόπο όπου πάνω απ' όλα είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία του αποστολικού λόγου: ‘'αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού'' (Γαλ. 6:2).

Ένα περαστικό φορτηγό τον έφερε στο συνοικισμό, όπου τώρα ζούσε και εργαζόταν ο πρώην επόπτης Ανδρέας Ιβάνοβιτς, ο Σπραβεντλίβιϊ. Εύκολα βρήκε το σπίτι του. Πόσο παράξενο, πόσο ωραίο, πόσο ζεστό του φάνηκε εκείνο το ταπεινό σπιτάκι! Τόσα χρόνια στο στρατόπεδο, είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι τα σπίτια των ανθρώπων.

Δυό μέρες έμεινε με τη χαριτωμένη και φιλόξενη οικογένεια του Ανδρέα – δυό μέρες γαλήνης, δυό μέρες μακαριότητας. Την Τρίτη μέρα τον συνόδεψαν ο ίδιος και η γυναίκα του ως τον σιδηροδρομικό σταθμό, πλήρωσαν μάλιστα και το επιπλέον ποσό πού χρειαζόταν για να ταξιδέψει στην πρώτη θέση.

Αποχαιρετήθηκαν συγκινημένοι.

Μπήκε στο τραίνο, κάθησε, έβαλε πίσω απ' το κεφάλι το σάκο με τα πράγματά του κι έκλεισε τα μάτια.

Το τραίνο, πού κυλούσε στις ράγιες λικνιστικά, με ρυθμικούς τριγμούς, τρανταζόταν όποτε περνούσε απ' τους αρμούς,κάνοντας τους επιβάτες του ν' αναπηδούν ελαφρά πάνω στα καθίσματά τους.

Πίσω απ' το παράθυρο προσπερνούσαν γοργά τα δάση, η ταϊγκά\* (\*δασική ζώνη ασθενικών κωνοφόρων δέντρων, πού εκτείνεται στις βόρειες περιοχές της ρωσικής πεδιάδας και σε μεγάλο μέρος της Σιβηρίας), τα ποτάμια, οι λίμνες της Σιβηρίας. Μα από τα κλειστά μάτια του π. Αρσενίου περνούσαν άλλες εικόνες, πλήθος πρόσωπα και γεγονότα, σε μιάν ατέλειωτη μνημονική παρέλαση…

Φαίνεται πώς είν' εδώ μέσα και απολυμένοι απ' το στρατόπεδο. Προσοχή μη μας κλέψουν!

Η ανδρική φωνή ήταν ανήσυχη.

Απορώ πώς τους αφήνουν! Θα' πρεπε να τους είχαν τουφεκίσει!

Η δεύτερη φωνή ήταν γυναικεία, ψιθυριστή και αγανακτισμένη.

Ο π. Αρσένιος άνοιξε τα μάτια χωρίς να κινηθεί. Στ' αντικρινά καθίσματα ετοιμαζόταν να καθίσει ένα νεαρό ζευγάρι.

Το τραίνο έτρεχε. Περνούσε πόλεις και σταθμούς. Άφηνε πίσω του το καταπράσινο τοπίο του σιβηριανού βορρά και έμπαινε στα ολάνθιστα, πολύχρωμα λειβάδια της κεντρικής Ρωσίας. Πλησίαζε, όλο και πλησίαζε στην πόλη, όπου ο π. Αρσένιος θ' άρχιζε τη νέα του ζωή, όπου θα συνέχιζε να διακονεί το Θεό και τους ανθρώπους.