×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 08. Η'. Ο καλόγερος

08. Η'. Ο καλόγερος

Ένα στρατιωτικό σώμα είχε ζώσει το σπίτι. Μερικοί στρατιώτες κι ένας αξιωματικός μπήκαν στην κάμαρα όπου ήταν μαζεμένοι οι ταξιδιώτες, κι άλλοι απ' έξω φύλαγαν την πόρτα.

Ο ξενοδόχος συνόδευε τον αξιωματικό με χίλιες υποκλίσεις και κομπλιμέντα.

Η Θέκλα έριξε μια ματιά του Αλέξιου. Δεν αναγνώριζε κείνη τις στολές, δεν είχε καταλάβει αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι.

Το πρόσωπο όμως του Αλέξιου ήταν ατάραχο. Συλλογίστηκε η Θέκλα τα χαρτιά του, που ήταν κρυμμένα στα ρούχα του μέσα, και πάγωσε.

— Αν ήταν Βούλγαροι;

— Όλοι να σταθούν στη σειρά, πρόσταξε ο αξιωματικός.

Και ο ίδιος κάθισε σ' ένα σκαμνί και φώναξε τον ξενοδόχο.

— Τους ξέρεις όλους αυτούς ποιοι είναι; ρώτησε.

— Ναι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, όλους τους ξέρω. Είναι από τα γειτονικά χωριά. Μόνο αυτούς δεν ξέρω.

Και με το δάχτυλο έδειξε τον Αλέξιο και τη Θέκλα.

— Βγάλε όλους τους άλλους από δω μέσα λοιπόν, είπε ο αξιωματικός. Μα να μη φύγει κανένας, φώναξε βλέποντας τους άλλους να βγαίνουν βιαστικοί. Κλείσε τους σε άλλο δωμάτιο. Πρέπει έναν - ένα να τους εξετάσω.

Και πρόσταξε δυο στρατιώτες να τους συνοδέψουν και να τους φυλάξουν.

— Κι αυτόν δεν τον ξέρω, είπε ο ξενοδόχος καθώς σηκώθηκε ο καλόγερος να φύγει.

— Να μείνει κι αυτός, πρόσταξε ο αξιωματικός. Ο καλόγερος σταμάτησε. Όλοι οι άλλοι είχαν βγει έξω, μόνο ο νέος που κάρφωνε το παραθυρόφυλλο στάθηκε στην πόρτα και περίμενε.

— Από πού είσαι; ρώτησε ο αξιωματικός τον καλόγερο.

— Από την Άγια Λαύρα του Άθωνα.

— Πώς βρέθηκες εδώ;

— Ήλθα να πάρω τον ανεψιό μου που θέλει να γίνει παπάς.

— Ποιος είναι ο ανεψιός σου;

Ο καλόγερος έδειξε το νέο που στέκουνταν στην πόρτα.

Ο αξιωματικός ρώτησε τον ξενοδόχο αν τον γνώριζε.

— Ναι, είπε αυτός. Είναι από άλλο χωριό μα έρχεται συχνά εδώ πέρα. Είναι μαραγκός, και σαν έλθει μας διορθώνει ό,τι σπασμένο έχομε.

Ο αξιωματικός γύρισε πάλι στον καλόγερο.

— Είπες πως έρχεσαι από τη Μονή της Άγιας Λαύρας;

— Ναι.

— Μπορείς να μου δώσεις καμιάν απόδειξη πως μου λες την αλήθεια;

Ο καλόγερος έβγαλε από το ράσο του ένα γράμμα και το έδωσε του αξιωματικού.

— Έχει την υπογραφή του ηγούμενου, είπε.

Ο αξιωματικός το πήρε κι εξέτασε την υπογραφή. Ήταν γνήσια. Ύστερα διάβασε το γράμμα όλο, και με σεβασμό το επέστρεψε στον καλόγερο.

— Λυπούμαι, είπε, που αναγκάστηκα να σε βαστάξω τόση ώρα. Μα οι διαταγές μου είναι ρητές. Είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις.

Ο καλόγερος υποκλίθηκε με το χέρι απλωμένο στο στήθος του και άρχισε να συμμαζεύει σιγά-σιγά το μαχαίρι του, το ψωμί και τις ελιές και να τα ξαναβάζει στο μπογαλάκι του.

Με την άκρη του ματιού του έκανε νόημα του μαραγκού να φύγει, και ο νέος χάθηκε στη στιγμή.

Η Θέκλα το αντιλήφθηκε. Το ανήσυχο βλέμμα της δεν έφευγε από πάνω του. Παρατήρησε πως με πολύ αργές κινήσεις μάζευε τα φαγιά του ο καλόγερος και τα κοίταζε και τα μύριζε και τα εξέταζε σα να μην τα είχε δει ποτέ του.

Ο αξιωματικός ωστόσο είχε στραφεί στον Αλέξιο.

— Πώς σε λένε; ρώτησε.

— Γαβριήλ Νικολίτση, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Είμαι πραματευτής και πηγαίνω στο Βουτέλιο…

— Στο Βουτέλιο; διέκοψε τραχιά ο αξιωματικός. Τα χαρτιά σου!

— Μάλιστα, είπε ατάραχα ο Αλέξιος…

Μ' αντί τα βουλγάρικα γράμματα που περίμενε η Θέκλα, ο Αλέξιος έβγαλε το αυτοκρατορικό έγγραφο και το έδειξε του αξιωματικού με τρόπο ώστε να μη δει τίποτα ο ξενοδόχος.

Την ίδια στιγμή ο καλόγερος γύρισε κι έσκυψε κοντά στον αξιωματικό για να πιάσει το μαχαίρι του που του είχε πέσει.

Αυθόρμητα χώθηκε και η Θέκλα ανάμεσα στον αξιωματικό και στον καλόγερο, τάχα να του το μαζέψει.

Ο καλόγερος σήκωσε βιαστικά το κεφάλι. Μ' αντί το έγγραφο είδε τον Γρηγόρη.

Τα μαύρα μάτια του έβγαλαν σπίθες.

— Θες τίποτα; ρώτησε απότομα.

— Ήθελα να μαζέψω το μαχαίρι που σου έπεσε, αποκρίθηκε η Θέκλα.

— Το μάζεψα, δεν είχα την ανάγκη σου, είπε οργισμένος ο καλόγερος.

Και ξαναγύρισε στο μπογαλάκι του.

Ο αξιωματικός καθώς έριξε μια ματιά στο έγγραφο ξαφνίστηκε, κοίταξε τον Αλέξιο, δίπλωσε βιαστικά το χαρτί και του το επέστρεψε.

Τον χαιρέτησε βαθιά και του είπε χαμηλόφωνα με τρόπο που να τον ακούσει μόνον εκείνος.

— Θα έλθω να σε δω στην κάμαρα σου. Έχω να σου πω ιδιαιτέρως.

Ο Αλέξιος φύλαξε ήσυχα το έγγραφο και βγήκε από το δωμάτιο.

Η Θέκλα τον ακολούθησε πηγαίνοντας μερικά βήματα πίσω, όπως ταίριαζε σε παραγιό.

Περνώντας όμως έριξε μια ματιά του καλόγερου και παρατήρησε πάλι πως με την άκρη του ματιού του ακολουθούσε προσεκτικά την κάθε κίνηση του Αλέξιου.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο τους, η Θέκλα ρώτησε τον άντρα της ανήσυχα τι ήταν ο αξιωματικός αυτός.

— Δικός μας βέβαια. Είναι εκατόνταρχος. Δεν είδες τη στολή του; αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

— Τι ήλθε να κάμει εδώ;

— Ποιος ξέρει; Κάποια αιτία θα ‘χουν για να γυρίζουν και να ψάχνουν έτσι στα διάφορα χωριά εξετάζοντας τους ξενώνες.

— Πώς δεν κατάστρεψες αμέσως τα χαρτιά σου σαν άκουσες πως έφθαναν στρατιώτες; Δεν ανησύχησες;

— Βέβαια ανησύχησα! Και θα τα έριχνα αμέσως στη φωτιά, αν ήταν Βούλγαροι. Γι' αυτό έτρεξα στο παράθυρο. Μ' από τις στολές τους είδα πως ήταν δικοί μας.

— Αλέξιε, είπε σιγά η Θέκλα, παρατήρησες τον παπά;

— Ποιον παπά; Εκείνον που έτρωγε πλάγι μας;

— Ναι… δε μ' αρέσει ούτε ο τρόπος του ούτε το βλέμμα του. Όταν έβγαλες το έγγραφο έριξε χάμω, από το μέρος σου, το μαχαίρι του, για να βρει πρόφαση να σκύψει κοντά σου και να το δει.

— Και το είδε; ρώτησε ξαφνισμένος ο Αλέξιος.

— Όχι. Έκανα πως θα του το μαζέψω και στάθηκα μπροστά του. Μ' αν έβλεπες το βλέμμα του σα με κοίταξε! Τι κακία γέμιζε τα μάτια του!… Ο Αλέξιος τη φίλησε.

— Καλά έκανες και ήλθες μαζί μου, της είπε. Σεις οι γυναίκες βλέπετε και νιώθετε ένα σωρό πράματα που μας ξεφεύγουν εμάς. Τίποτα δεν είδα απ' όσα μου λες.

Σε λίγη ώρα ήλθε ο εκατόνταρχος στο δωμάτιο τους. Με προσοχή έκλεισε την πόρτα, και χαιρετώντας βαθιά τον Αλέξιο:

— Άρχοντα μου, του είπε, αλήθεια πηγαίνεις στο Βουτέλιο; Έχω χρέος να σου πω πως οι εχθροί είναι παντού, και ο μεγάλος δρόμος βρίσκεται στα χέρια τους. Και δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να σε συνοδεύσω ως εκεί γιατί έχω άλλες διαταγές.

— Δεν πηγαίνω στο Βουτέλιο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, ούτε έχω σκοπό ν' ακολουθήσω το μεγάλο δρόμο. Θα πάρω τα βουνά με το σύντροφο μου, και νομίζω πως ευκολότερα θα περάσομε απαρατήρητοι δυο, παρά ολόκληρο σώμα.

Ο αξιωματικός κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος.

— Είναι επικίνδυνο να πάτε μόνοι, είπε. Δεν μπορώ να σας συνοδεύσω πολύ μακριά, μα θα έλθω ως το ρίζωμα του βουνού με τους στρατιώτες μου, κι ύστερα πια πηγαίνεις μόνος με τη βοήθεια της Παναγίας.

Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε να φύγει. Μα ο Αλέξιος τον σταμάτησε.

— Κάτι θέλω ακόμα να σε ρωτήσω, είπε. Με ποιο σκοπό κάνατε εδώ την έρευνα;

— Γυρεύομε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Μα κρύβεται τόσο καλά που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψομε. Έχομε αποδείξεις πως κάπου εδώ γυρίζει, και διάφορα σώματα μας τον ζητούν. Μας παίζει όμως όλους. Πάει και τούτη η έρευνα χαμένη. Εξέτασα όλους τους ξένους, γύρεψα σ' όλο το σπίτι αν είναι κρυμμένος κανείς. Και βεβαιώθηκα πως δεν είναι εδώ.

Ο Αλέξιος δίστασε μια στιγμή. Ύστερα ρώτησε:

— Ποιος είναι εκείνος ο καλόγερος που εξέτασες;

— Είναι ένας πολύ άγιος μοναχός. Έχει γράμμα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας που τον συστήνει θερμότατα σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Παρακαλεί να τον βοηθήσουν και να τον υποστηρίξουν σε ό,τι ζητήσει, όπου και αν πάγει. Τόσο πολύ τον συστήνει το γράμμα, που μου φαίνεται να είναι υπερβολικό λιγάκι από μέρος του ηγούμενου, γιατί επιτέλους αυτός δε ζητά και τίποτα. Ήλθε μόνο να πάρει τον ανεψιό του, λέγει.

— Πώς τον λεν; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Στο γράμμα του ο ηγούμενος τον γράφει πάτερ-Παφνούτιο.

— Και είσαι βέβαιος πως η υπογραφή είναι γνήσια;

— Ναι! Την έχω ξαναδεί σ' άλλα γράμματα. Το γράμμα τούτο έχει και τη βούλα του μοναστηριού… Μα γιατί ρωτάς; Τι υποψιάζεσαι;

— Τίποτα, είπε ο Αλέξιος. Ήθελα μόνο να ξέρω πως αλήθεια αναγνώρισες τη βούλα και την υπογραφή.

Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε και βγήκε, αφού πρώτα ειδοποίησε τον Αλέξιο πως την άλλη μέρα τα χαράματα θα έφευγε με τους στρατιώτες του λίγο νωρίτερα από τον Αλέξιο και θα τον περίμενε στο γύρισμα του δρόμου μες στα δέντρα, για να μη δώσει καμιά υποψία στους άλλους ταξιδιώτες αν τον έβλεπαν μαζί του.

Ο Αλέξιος ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε με τις εξηγήσεις του αξιωματικού. Βγήκε έξω και φώναξε τον ξενοδόχο με την πρόφαση να του ζητήσει ένα λυχνάρι, κι έπιασε κουβέντα μαζί του.

Απ' έξω-απ' έξω τον ρώτησε πληροφορίες για τον καλόγερο κι έμαθε πως είχε φύγει ήδη.

Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε και ρώτησε αν από την αρχή είχε σκοπό να ξεκινήσει τόσο γρήγορα.

— Όχι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, μα αποφάσισε να πάει ως το χωριό του ανεψιού του για να δει την αδερφή του, μια και ήλθε ως εδώ. Ο ανεψιός του, λέγει, θα τον ανταμώσει εκεί και θα φύγουν μαζί.

Ο Αλέξιος ζήτησε να δει τον ανεψιό του. Τον γύρεψαν παντού μα δεν τον βρήκαν.

— Θα δουλεύει σε κανένα γειτονικό σπίτι, εξήγησε ο ξενοδόχος. Σαν έλθει στο χωριό μας κάνει το γύρο όλων των σπιτιών κι επιδιορθώνει τα σπασμένα.

Και ξέσπασε τότε στα παράπονα για τις δυσκολίες που έφερναν στη δουλειά του οι έρευνες αυτές που γίνουνταν κάθε λίγο, τόσο που κατάντησε να φοβούνται οι ταξιδιώτες να έρχουνται στους ξενώνες, όπου έβρισκαν το μπελά τους με τις εξετάσεις. Και μη σου φανεί παράξενο αν έφυγε γι' αυτό το λόγο τόσο ξαφνικά ο καλόγερος, εξακολούθησε.

Και ξανάρχισε τα παράπονα πως έτρωγαν κι έπιναν τόσο οι στρατιώτες, που όσα και αν πλήρωνε ο αξιωματικός τους πάντα έβγαινε ζημιωμένος αυτός.

Ο Αλέξιος βαρέθηκε τις μωρολογίες του, τον καληνύχτισε και πήγε στο δωμάτιο του.

— Δεν έμαθα τίποτα κακό ή ανησυχητικό για τον καλόγερο, είπε της Θέκλας. Ίσως να φαντάστηκες τα πράματα δραματικότερα απ' ό,τι ήταν.

Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε. Μα έμεινε με την εντύπωση της την πρώτη.

Την άλλη μέρα τα ξημερώματα έφυγαν.

Βρήκαν τους στρατιώτες με τον εκατόνταρχο στο γύρισμα του δρόμου, όπως το είχε πει, και μαζί κατέβηκαν στην κοιλάδα.

Πέρασαν βόρεια από τη λίμνη του Όστροβου κάνοντας αλλόγυρο για ν' αποφύγουν τη χώρα του Όστροβου και περπατώντας πάντα μες στα δέντρα.

Από μακριά διέκριναν ένα μικρό σώμα βουλγάρικο. Μα καθώς είδαν αυτοί τους Έλληνες σκορπίστηκαν κι έγιναν άφαντοι.

Ώς τη ρίζα του βουνού τούς συνόδευαν οι στρατιώτες. Εκεί όμως χωρίστηκαν. Ο αξιωματικός έσφιξε το χέρι του Αλέξιου και αυτός τον ευχαρίστησε εγκάρδια.

— Καλή τύχη, άρχοντα μου, ευχήθηκε ο εκατόνταρχος. Από δω και πέρα η Παναγία να σε φυλάει. Δικούς μας δε θ' απαντήσεις πια, είσαι στη φωλιά των εχθρών. Πάρε από τα βουνά, απόφυγε το Βουτέλιο και την Αχρίδα. Όσο κι αν σε δείχνουν έμπορο τα χαρτιά σου δε θα καλοπεράσεις στα χέρια τους, προπάντων που έχεις και χρήματα. Ζούμε σε κακούς καιρούς… Μα όλοι αυτοί οι κίνδυνοι δε μοιάζουν να σε φοβίζουν, πρόσθεσε βλέποντας την αταραξία του Αλέξιου. Ο Θεός μαζί σου, άρχοντα μου.

— Στο καλό! απάντησε ο Αλέξιος.

Ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες γύρισαν πίσω, και ο Αλέξιος με τη γυναίκα του, ντυμένη πάντα στ' αγορίστικά της ρούχα, τράβηξαν για το βουνό.

Το βράδυ κόνεψαν σ' ένα χωριουδάκι που ήταν ένα μάζεμα φτωχικά καλύβια, και πέρασαν τη νύχτα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

08. Η'. Ο καλόγερος text08

Ένα στρατιωτικό σώμα είχε ζώσει το σπίτι. ||||surrounded|| A military unit had surrounded the house. Μερικοί στρατιώτες κι ένας αξιωματικός μπήκαν στην κάμαρα όπου ήταν μαζεμένοι οι ταξιδιώτες, κι άλλοι απ' έξω φύλαγαν την πόρτα. Some|soldiers|and|one|officer|entered|in the|room|where|were|gathered|the|travelers|and|others||outside|guarded|the|door Some soldiers and an officer entered the room where the travelers were gathered, while others outside guarded the door.

Ο ξενοδόχος συνόδευε τον αξιωματικό με χίλιες υποκλίσεις και κομπλιμέντα. The|hotelier|accompanied|the|officer|with|a thousand|bows|and|compliments The innkeeper accompanied the officer with a thousand bows and compliments.

Η Θέκλα έριξε μια ματιά του Αλέξιου. The|Thekla|cast|a|glance|of|Alexios Thekla cast a glance at Alexios. Δεν αναγνώριζε κείνη τις στολές, δεν είχε καταλάβει αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι. Not|recognized|she|the|uniforms|not|had|understood|if|were|Greeks|or|Bulgarians She did not recognize the uniforms, she could not tell if they were Greeks or Bulgarians.

Το πρόσωπο όμως του Αλέξιου ήταν ατάραχο. The|face|but|of|Alexios|was|calm However, Alexios's face was calm. Συλλογίστηκε η Θέκλα τα χαρτιά του, που ήταν κρυμμένα στα ρούχα του μέσα, και πάγωσε. Thekla thought|the|Thekla|the|papers|his|which|were|hidden|in the|clothes|his|inside|and|froze Thekla thought of his papers, which were hidden in his clothes, and froze.

— Αν ήταν Βούλγαροι; If|they were|Bulgarians — What if they were Bulgarians?

— Όλοι να σταθούν στη σειρά, πρόσταξε ο αξιωματικός. Everyone|(particle for subjunctive mood)|stand|in|line|commanded|the|officer — Everyone stand in line, the officer commanded.

Και ο ίδιος κάθισε σ' ένα σκαμνί και φώναξε τον ξενοδόχο. And|the|same|sat||a|stool|and|called|the|innkeeper And he himself sat on a stool and called the innkeeper.

— Τους ξέρεις όλους αυτούς ποιοι είναι; ρώτησε. them|you know|all|these|who|are|he asked — Do you know who all of them are? he asked.

— Ναι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, όλους τους ξέρω. Yes|replied|the|innkeeper|all|them|I know — Yes, replied the innkeeper, I know all of them. Είναι από τα γειτονικά χωριά. It is|from|the|neighboring|villages They are from the neighboring villages. Μόνο αυτούς δεν ξέρω. Only|them|not|I know I only don't know these.

Και με το δάχτυλο έδειξε τον Αλέξιο και τη Θέκλα. And|with|the|finger|pointed|the|Alexios|and|the|Thekla And with his finger, he pointed to Alexios and Thekla.

— Βγάλε όλους τους άλλους από δω μέσα λοιπόν, είπε ο αξιωματικός. Take out|all|the|others|from|here|inside|then|said|the|officer — So get everyone else out of here, said the officer. Μα να μη φύγει κανένας, φώναξε βλέποντας τους άλλους να βγαίνουν βιαστικοί. But|to|not|leave|anyone|shouted|seeing|the|others|to|leave|hurriedly But no one should leave, he shouted, seeing the others rushing out. Κλείσε τους σε άλλο δωμάτιο. Close|them|in|another|room Close them in another room. Πρέπει έναν - ένα να τους εξετάσω. I must|one (masculine accusative)|one (neuter accusative)|to|them|examine I need to examine them one by one.

Και πρόσταξε δυο στρατιώτες να τους συνοδέψουν και να τους φυλάξουν. And|commanded|two|soldiers|to|them|accompany|and|to|them|guard And he ordered two soldiers to escort them and guard them.

— Κι αυτόν δεν τον ξέρω, είπε ο ξενοδόχος καθώς σηκώθηκε ο καλόγερος να φύγει. And|him|not|him|I know|said|the|innkeeper|as|rose|the|monk|to|leave — I don't know him either, said the innkeeper as the monk stood up to leave.

— Να μείνει κι αυτός, πρόσταξε ο αξιωματικός. To|stay|also|he|ordered|the|officer — Let him stay too, ordered the officer. Ο καλόγερος σταμάτησε. The|monk|stopped The monk stopped. Όλοι οι άλλοι είχαν βγει έξω, μόνο ο νέος που κάρφωνε το παραθυρόφυλλο στάθηκε στην πόρτα και περίμενε. All|the|others|had|gone|outside|only|the|young man|who|was nailing|the|window shutter|stood|at the|door|and|waited Everyone else had gone outside, only the young man who was nailing the shutter stood at the door and waited.

— Από πού είσαι; ρώτησε ο αξιωματικός τον καλόγερο. From|where|are you|asked|the|officer|the|monk — Where are you from? the officer asked the monk.

— Από την Άγια Λαύρα του Άθωνα. From|the|Holy|Laura|of|Athos — From the Holy Lavra of Athos.

— Πώς βρέθηκες εδώ; How|did you find yourself|here — How did you end up here?

— Ήλθα να πάρω τον ανεψιό μου που θέλει να γίνει παπάς. I came|to|take|the|nephew|my|who|wants|to|become|priest — I came to take my nephew who wants to become a priest.

— Ποιος είναι ο ανεψιός σου; Who|is|the|nephew|your — Who is your nephew?

Ο καλόγερος έδειξε το νέο που στέκουνταν στην πόρτα. The|monk|showed|the|boy|who|was standing|at the|door The monk pointed to the young man who was standing at the door.

Ο αξιωματικός ρώτησε τον ξενοδόχο αν τον γνώριζε. The|officer|asked|the|innkeeper|if|him|recognized The officer asked the innkeeper if he knew him.

— Ναι, είπε αυτός. Yes|said|he — Yes, he said. Είναι από άλλο χωριό μα έρχεται συχνά εδώ πέρα. He is|from|another|village|but|he comes|often|here|around He is from another village but comes here often. Είναι μαραγκός, και σαν έλθει μας διορθώνει ό,τι σπασμένο έχομε. He is|carpenter|and|when|he comes|us|fixes|whatever|broken|we have He is a carpenter, and when he comes, he fixes whatever we have broken.

Ο αξιωματικός γύρισε πάλι στον καλόγερο. The|officer|turned|again|to the|monk The officer turned back to the monk.

— Είπες πως έρχεσαι από τη Μονή της Άγιας Λαύρας; You said|that|you come|from|the|Monastery|of|Saint|Lavra — You said you come from the Monastery of Agia Lavra?

— Ναι. Yes — Yes.

— Μπορείς να μου δώσεις καμιάν απόδειξη πως μου λες την αλήθεια; Can you|to|me|give|any|proof|that|me|you tell|the|truth — Can you give me any proof that you are telling me the truth?

Ο καλόγερος έβγαλε από το ράσο του ένα γράμμα και το έδωσε του αξιωματικού. The|monk|took out|from|the|robe|his|a|letter|and|it|gave|to the|officer The monk took a letter out of his robe and handed it to the officer.

— Έχει την υπογραφή του ηγούμενου, είπε. It has|the|signature|of the|abbot|he said — It has the signature of the abbot, he said.

Ο αξιωματικός το πήρε κι εξέτασε την υπογραφή. The|officer|it|took|and|examined|the|signature The officer took it and examined the signature. Ήταν γνήσια. It was|genuine It was genuine. Ύστερα διάβασε το γράμμα όλο, και με σεβασμό το επέστρεψε στον καλόγερο. Then|he read|the|letter|whole|and|with|respect|it|he returned|to the|monk Then he read the entire letter and respectfully returned it to the monk.

— Λυπούμαι, είπε, που αναγκάστηκα να σε βαστάξω τόση ώρα. I am sorry|he said|that|I had to|to|you|hold|so much|hour — I am sorry, he said, that I had to keep you waiting for so long. Μα οι διαταγές μου είναι ρητές. But|the|orders|my|are|explicit But my orders are explicit. Είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις. You are|free|to||wherever|you want You are free to go wherever you want.

Ο καλόγερος υποκλίθηκε με το χέρι απλωμένο στο στήθος του και άρχισε να συμμαζεύει σιγά-σιγά το μαχαίρι του, το ψωμί και τις ελιές και να τα ξαναβάζει στο μπογαλάκι του. The|monk|bowed|with|the|hand|extended|to the|chest|his|and|began|to|gather|||the|knife|his|the|bread|and|the|olives|and|to|them|put back|in the|small bag|his The monk bowed with his hand placed on his chest and began to slowly gather his knife, bread, and olives and put them back in his bag.

Με την άκρη του ματιού του έκανε νόημα του μαραγκού να φύγει, και ο νέος χάθηκε στη στιγμή. With|the|corner|of|eye|his|made|gesture|to the|carpenter|to|leave|and|the|young man|disappeared|in the|moment With the corner of his eye, he signaled the carpenter to leave, and the young man disappeared in an instant.

Η Θέκλα το αντιλήφθηκε. The|Thekla|it|realized Thekla noticed it. Το ανήσυχο βλέμμα της δεν έφευγε από πάνω του. The|anxious|gaze|her|not|left|from|above|him Her restless gaze did not leave him. Παρατήρησε πως με πολύ αργές κινήσεις μάζευε τα φαγιά του ο καλόγερος και τα κοίταζε και τα μύριζε και τα εξέταζε σα να μην τα είχε δει ποτέ του. He noticed|that|with|very|slow|movements|gathered|the|food|his|the|monk|and|the|looked at|and|the|smelled|and|the|examined|as if|to|not|the|had|seen|ever|him She observed that the monk was gathering his food with very slow movements, looking at it, smelling it, and examining it as if he had never seen it before.

Ο αξιωματικός ωστόσο είχε στραφεί στον Αλέξιο. The|officer|however|had|turned|to the|Alexios The officer, however, had turned to Alexios.

— Πώς σε λένε; ρώτησε. How|you|call|asked — What is your name? he asked.

— Γαβριήλ Νικολίτση, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Gabriel|Nikolitzi|replied|the|Alexios — Gabriel Nikolitsis, Alexios replied. Είμαι πραματευτής και πηγαίνω στο Βουτέλιο… I am|merchant|and|I go|to the|Voutelion I am a merchant and I am going to Voutelio…

— Στο Βουτέλιο; διέκοψε τραχιά ο αξιωματικός. At|Voutelio|interrupted|harshly|the|officer — To Voutelio? the officer interrupted harshly. Τα χαρτιά σου! The|papers|your Your papers!

— Μάλιστα, είπε ατάραχα ο Αλέξιος… Indeed|said|calmly|the|Alexios — Indeed, said Alexios calmly...

Μ' αντί τα βουλγάρικα γράμματα που περίμενε η Θέκλα, ο Αλέξιος έβγαλε το αυτοκρατορικό έγγραφο και το έδειξε του αξιωματικού με τρόπο ώστε να μη δει τίποτα ο ξενοδόχος. |instead of|the|Bulgarian|letters|that|was waiting for|the|Thekla|the|Alexios|took out|the|imperial|document|and|it|showed|to the|officer|in a|way|so that|to|not|see|anything|the|innkeeper Instead of the Bulgarian letters that Thekla was expecting, Alexios pulled out the imperial document and showed it to the officer in a way that the innkeeper could see nothing.

Την ίδια στιγμή ο καλόγερος γύρισε κι έσκυψε κοντά στον αξιωματικό για να πιάσει το μαχαίρι του που του είχε πέσει. The|same|moment|the|monk|turned|and|bent|close|to the|officer|to|(particle for subjunctive)|catch|the|knife|his|that|to him|had|fallen At the same moment, the monk turned and leaned close to the officer to pick up his knife that had fallen.

Αυθόρμητα χώθηκε και η Θέκλα ανάμεσα στον αξιωματικό και στον καλόγερο, τάχα να του το μαζέψει. Spontaneously|she squeezed in|and|the|Thekla|between|to the|officer|and|to the|monk|supposedly|to|him|it|gather Spontaneously, Thekla also squeezed between the officer and the monk, pretending to pick it up for him.

Ο καλόγερος σήκωσε βιαστικά το κεφάλι. The|monk|raised|hurriedly|the|head The monk quickly raised his head. Μ' αντί το έγγραφο είδε τον Γρηγόρη. |instead of|the|document|saw|the|Grigoris Instead of the document, he saw Grigoris.

Τα μαύρα μάτια του έβγαλαν σπίθες. The|black|eyes|his|emitted|sparks His black eyes sparkled.

— Θες τίποτα; ρώτησε απότομα. Do you want|anything|he asked|abruptly — Do you need anything? he asked abruptly.

— Ήθελα να μαζέψω το μαχαίρι που σου έπεσε, αποκρίθηκε η Θέκλα. I wanted|to|pick up|the|knife|that|your|fell|replied|the|Thekla — I wanted to pick up the knife that fell from you, Thekla replied.

— Το μάζεψα, δεν είχα την ανάγκη σου, είπε οργισμένος ο καλόγερος. It|collected|not|I had|your|need||said|angry||monk — I picked it up, I didn't need your help, the monk said angrily.

Και ξαναγύρισε στο μπογαλάκι του. And|returned|to the|small suitcase|his And he returned to his little bag.

Ο αξιωματικός καθώς έριξε μια ματιά στο έγγραφο ξαφνίστηκε, κοίταξε τον Αλέξιο, δίπλωσε βιαστικά το χαρτί και του το επέστρεψε. The|officer|as|cast|a|glance|at the|document|was startled|looked|at Alexios|Alexios|folded|hastily|the|paper|and|to him|it|returned The officer, as he glanced at the document, was startled, looked at Alexios, quickly folded the paper, and returned it to him.

Τον χαιρέτησε βαθιά και του είπε χαμηλόφωνα με τρόπο που να τον ακούσει μόνον εκείνος. Him|greeted|deeply|and|to him|said|softly|in a way|manner|that|to|him|hear|only|he He greeted him deeply and said softly in a way that only he could hear.

— Θα έλθω να σε δω στην κάμαρα σου. I will|come|to|you||in the|room|your — I will come to see you in your room. Έχω να σου πω ιδιαιτέρως. I have|to|to you||privately I have something to tell you privately.

Ο Αλέξιος φύλαξε ήσυχα το έγγραφο και βγήκε από το δωμάτιο. The|Alexios|kept|quietly|the|document|and|he exited|from|the|room Alexios quietly kept the document and left the room.

Η Θέκλα τον ακολούθησε πηγαίνοντας μερικά βήματα πίσω, όπως ταίριαζε σε παραγιό. The|Thekla|him|followed|walking|a few|steps|back|as|suited|to|servant Thekla followed him, walking a few steps behind, as was fitting for a servant.

Περνώντας όμως έριξε μια ματιά του καλόγερου και παρατήρησε πάλι πως με την άκρη του ματιού του ακολουθούσε προσεκτικά την κάθε κίνηση του Αλέξιου. Passing|however|cast|a|glance|of the|monk|and|noticed|again|that|with|the|corner|of the|eye|his|was following|carefully|the|every|movement|of the|Alexios However, as she passed by, she cast a glance at the monk and noticed again that he was carefully following every movement of Alexios with the corner of his eye.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο τους, η Θέκλα ρώτησε τον άντρα της ανήσυχα τι ήταν ο αξιωματικός αυτός. As soon as|they found|alone|in the|room|their|the|Thekla|asked|her|husband||anxiously|what|was|the|officer|this As soon as they were alone in their room, Thekla anxiously asked her husband who that officer was.

— Δικός μας βέβαια. Ours|our| — Of course, he is one of ours. Είναι εκατόνταρχος. He is|centurion He is a centurion. Δεν είδες τη στολή του; αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Did not|you see|the|uniform|his|replied|the|Alexios Didn’t you see his uniform? Alexios replied.

— Τι ήλθε να κάμει εδώ; What|came|to|do|here — What did he come to do here?

— Ποιος ξέρει; Κάποια αιτία θα ‘χουν για να γυρίζουν και να ψάχνουν έτσι στα διάφορα χωριά εξετάζοντας τους ξενώνες. Who|knows|Some|reason|will||for|to|return|and|to|search|like this|in the|various|villages|examining|the|inns — Who knows? They must have some reason to be wandering around and searching in various villages examining the inns.

— Πώς δεν κατάστρεψες αμέσως τα χαρτιά σου σαν άκουσες πως έφθαναν στρατιώτες; Δεν ανησύχησες; How|not|did you destroy|immediately|the|papers|your|when|you heard|that|were arriving|soldiers|Did not|you worry — Why didn’t you immediately destroy your papers when you heard that soldiers were arriving? Weren’t you worried?

— Βέβαια ανησύχησα! Of course|I worried — Of course I was worried! Και θα τα έριχνα αμέσως στη φωτιά, αν ήταν Βούλγαροι. And|would|them|I would throw|immediately|in the|fire|if|they were|Bulgarians And I would have thrown them into the fire immediately if they were Bulgarians. Γι' αυτό έτρεξα στο παράθυρο. That's why I ran to the window. Μ' από τις στολές τους είδα πως ήταν δικοί μας. |by|the|uniforms|their|I saw|that|they were|ours|us From their uniforms, I saw that they were our people.

— Αλέξιε, είπε σιγά η Θέκλα, παρατήρησες τον παπά; |||||did you notice||priest — Alexei, Thekla said quietly, did you notice the priest?

— Ποιον παπά; Εκείνον που έτρωγε πλάγι μας; — Which priest? The one who was eating next to us?

— Ναι… δε μ' αρέσει ούτε ο τρόπος του ούτε το βλέμμα του. Yes|not||likes|neither|the|way|his|nor|the|look|his — Yes… I don't like either his manner or his gaze. Όταν έβγαλες το έγγραφο έριξε χάμω, από το μέρος σου, το μαχαίρι του, για να βρει πρόφαση να σκύψει κοντά σου και να το δει. When|you took out|the|document|he dropped|down|from|the|side|your|the|knife|his|in order to|to|find|pretext|to|bend|near|you|and|to|it| When you took out the document, he dropped his knife on the ground, from your side, to find an excuse to lean close to you and see it.

— Και το είδε; ρώτησε ξαφνισμένος ο Αλέξιος. And|it|saw|asked|surprised|the|Alexios — And did he see it? Alexios asked, surprised.

— Όχι. No — No. Έκανα πως θα του το μαζέψω και στάθηκα μπροστά του. I pretended|that|I would|to him|it|pick up|and|I stood|in front of|him I pretended I would pick it up for him and stood in front of him. Μ' αν έβλεπες το βλέμμα του σα με κοίταξε! |if|you saw|the|gaze|his|as|me|looked But if you saw the look in his eyes when he looked at me! Τι κακία γέμιζε τα μάτια του!… Ο Αλέξιος τη φίλησε. what|malice|filled|the|eyes|his|The|Alexios|her|kissed What malice filled his eyes!… Alexios kissed her.

— Καλά έκανες και ήλθες μαζί μου, της είπε. well|you did|and|you came|together|with me|to her|he said — You did well to come with me, he said to her. Σεις οι γυναίκες βλέπετε και νιώθετε ένα σωρό πράματα που μας ξεφεύγουν εμάς. You|the|women|see|and|feel|a|lot|things|that|us|escape|us You women see and feel a lot of things that escape us. Τίποτα δεν είδα απ' όσα μου λες. Nothing|not|I saw||what|to me|you tell I saw nothing of what you are telling me.

Σε λίγη ώρα ήλθε ο εκατόνταρχος στο δωμάτιο τους. In|little|time|came|the|centurion|to the|room|their In a little while, the centurion came into their room. Με προσοχή έκλεισε την πόρτα, και χαιρετώντας βαθιά τον Αλέξιο: With|care|closed|the|door|and|greeting|deeply|the|Alexios He carefully closed the door, and greeting Alexios deeply:

— Άρχοντα μου, του είπε, αλήθεια πηγαίνεις στο Βουτέλιο; Έχω χρέος να σου πω πως οι εχθροί είναι παντού, και ο μεγάλος δρόμος βρίσκεται στα χέρια τους. my lord|to me|to him|said|really|you are going|to|Voutelio|I have|duty|to|to you|tell|that|the|enemies|are|everywhere|and|the|main|road|is|in the|hands|them — My lord, he said to him, are you really going to Voutelios? I have a duty to tell you that the enemies are everywhere, and the main road is in their hands. Και δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να σε συνοδεύσω ως εκεί γιατί έχω άλλες διαταγές. And|unfortunately|I|not|can|to|you|accompany|as|there|because|I have|other|orders And unfortunately, I cannot accompany you there because I have other orders.

— Δεν πηγαίνω στο Βουτέλιο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, ούτε έχω σκοπό ν' ακολουθήσω το μεγάλο δρόμο. I do not|go|to|Voutelio|replied|the|Alexios|nor|I have|intention||follow|the|main|road — I am not going to Voutelio, replied Alexios, nor do I intend to follow the main road. Θα πάρω τα βουνά με το σύντροφο μου, και νομίζω πως ευκολότερα θα περάσομε απαρατήρητοι δυο, παρά ολόκληρο σώμα. I will|take|the|mountains|with|my|partner|my|and|I think|that|more easily|will|we pass|unnoticed|two|than|whole|body I will take to the mountains with my companion, and I think it will be easier for us to pass unnoticed as two, rather than a whole body.

Ο αξιωματικός κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος. The|officer|was nodding|the|head|his|thoughtful The officer shook his head thoughtfully.

— Είναι επικίνδυνο να πάτε μόνοι, είπε. It is|dangerous|to|go|alone|he said — It is dangerous to go alone, he said. Δεν μπορώ να σας συνοδεύσω πολύ μακριά, μα θα έλθω ως το ρίζωμα του βουνού με τους στρατιώτες μου, κι ύστερα πια πηγαίνεις μόνος με τη βοήθεια της Παναγίας. I do not|can|to|you|accompany|very|far|but|will|I will come|as far as|the|base|of the|mountain|with|the|soldiers|my|and|then|no longer|you go|alone|with|the|help|of the|Virgin Mary I cannot accompany you very far, but I will go as far as the foot of the mountain with my soldiers, and then you can go alone with the help of the Virgin Mary.

Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε να φύγει. The|centurion|greeted|to|leave The centurion greeted to leave. Μα ο Αλέξιος τον σταμάτησε. But|the|Alexios|him|stopped But Alexios stopped him.

— Κάτι θέλω ακόμα να σε ρωτήσω, είπε. Something|I want|still|to|you|ask|he/she said — I want to ask you something else, he said. Με ποιο σκοπό κάνατε εδώ την έρευνα; With|what|purpose|did you do|here|the|research What was the purpose of your investigation here?

— Γυρεύομε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. We are looking for|a|spy|Bulgarian|replied|the|officer — We are looking for a Bulgarian spy, the officer replied. Μα κρύβεται τόσο καλά που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψομε. But|hides|so|well|that|not|we can|to|him|discover But he hides so well that we cannot discover him. Έχομε αποδείξεις πως κάπου εδώ γυρίζει, και διάφορα σώματα μας τον ζητούν. We have|evidence|that|somewhere|here|he/she/it turns|and|various|bodies|us|him|seek We have evidence that he is somewhere around here, and various bodies are asking for him. Μας παίζει όμως όλους. Us|plays|but|everyone However, he plays us all. Πάει και τούτη η έρευνα χαμένη. goes|and|this|the|research|lost This investigation is also going to waste. Εξέτασα όλους τους ξένους, γύρεψα σ' όλο το σπίτι αν είναι κρυμμένος κανείς. I examined|all|the|foreigners|I searched||all|the|house|if|is|hidden|anyone I examined all the strangers, searched the whole house to see if anyone is hidden. Και βεβαιώθηκα πως δεν είναι εδώ. And|I was assured|that|not|is|here And I made sure that he is not here.

Ο Αλέξιος δίστασε μια στιγμή. The|Alexios|hesitated|a|moment Alexios hesitated for a moment. Ύστερα ρώτησε: Then|asked Then he asked:

— Ποιος είναι εκείνος ο καλόγερος που εξέτασες; Who|is|that|the|monk|who|you examined — Who is that monk you examined?

— Είναι ένας πολύ άγιος μοναχός. He is|a|very|holy|monk — He is a very holy monk. Έχει γράμμα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας που τον συστήνει θερμότατα σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. He has|letter|of|abbot|of|Holy|Laura|that|him|introduces|very warmly|to|all|the|Orthodox|Christians He has a letter from the abbot of the Holy Lavra that warmly introduces him to all Orthodox Christians. Παρακαλεί να τον βοηθήσουν και να τον υποστηρίξουν σε ό,τι ζητήσει, όπου και αν πάγει. He requests|to|him|help|and|to|him|support|in|whatever|he asks|wherever|and|if|he goes He asks them to help and support him in whatever he requests, wherever he may go. Τόσο πολύ τον συστήνει το γράμμα, που μου φαίνεται να είναι υπερβολικό λιγάκι από μέρος του ηγούμενου, γιατί επιτέλους αυτός δε ζητά και τίποτα. So|much|him|recommends|the|letter|that|to me|seems|to|be|excessive|a little|from|part|of him|abbot|because|finally|he|not|asks|and|anything The letter recommends him so much that it seems a bit excessive on the part of the abbot, because after all, he is not asking for anything. Ήλθε μόνο να πάρει τον ανεψιό του, λέγει. He came|only|to|take|the|nephew|his|he says He has only come to take his nephew, he says.

— Πώς τον λεν; ρώτησε ο Αλέξιος. How|him|call|asked|the|Alexios — What is his name? asked Alexios.

— Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Pafnoutio|replied|the|officer — Paphnutius, the officer replied. Στο γράμμα του ο ηγούμενος τον γράφει πάτερ-Παφνούτιο. In the|letter|his|the|abbot|him|writes|| In his letter, the abbot addresses him as Father Paphnutius.

— Και είσαι βέβαιος πως η υπογραφή είναι γνήσια; And|you are|sure|that|the|signature|is|genuine — And are you sure that the signature is genuine?

— Ναι! — Yes! Την έχω ξαναδεί σ' άλλα γράμματα. her|I have|seen again||other|letters I have seen it before in other letters. Το γράμμα τούτο έχει και τη βούλα του μοναστηριού… Μα γιατί ρωτάς; Τι υποψιάζεσαι; The|letter|this|has|and|the|seal|of|monastery|But|why|do you ask|What|do you suspect This letter has the seal of the monastery... But why do you ask? What do you suspect?

— Τίποτα, είπε ο Αλέξιος. Nothing|said|the|Alexios — Nothing, said Alexios. Ήθελα μόνο να ξέρω πως αλήθεια αναγνώρισες τη βούλα και την υπογραφή. I wanted|only|to|know|how|truly|you recognized|the|seal|and|the|signature I just wanted to know if you truly recognized the seal and the signature.

Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε και βγήκε, αφού πρώτα ειδοποίησε τον Αλέξιο πως την άλλη μέρα τα χαράματα θα έφευγε με τους στρατιώτες του λίγο νωρίτερα από τον Αλέξιο και θα τον περίμενε στο γύρισμα του δρόμου μες στα δέντρα, για να μη δώσει καμιά υποψία στους άλλους ταξιδιώτες αν τον έβλεπαν μαζί του. The|centurion|greeted|and|left|after|first|informed|him|Alexios|that|the|next|day|the|dawn|would|leave|with|the|soldiers|his|a little|earlier|than|him|Alexios|and|would|him|wait|at the|turn|of the|road|among|the|trees|in order to|to|not|give|any|suspicion|to the|other|travelers|if|him|saw|together|him The centurion saluted and left, after first notifying Alexios that the next day at dawn he would leave with his soldiers a little earlier than Alexios and would wait for him at the bend of the road among the trees, so as not to raise any suspicion with the other travelers if they saw him with him.

Ο Αλέξιος ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε με τις εξηγήσεις του αξιωματικού. The|Alexios|however|not|was satisfied|with|the|explanations|his|officer However, Alexios was not satisfied with the officer's explanations. Βγήκε έξω και φώναξε τον ξενοδόχο με την πρόφαση να του ζητήσει ένα λυχνάρι, κι έπιασε κουβέντα μαζί του. He went out|outside|and|called|the|innkeeper|with|the|pretext|to|him|ask for|a|lamp|and|he started|conversation|with|him He went outside and called the innkeeper under the pretense of asking for a lamp, and started a conversation with him.

Απ' έξω-απ' έξω τον ρώτησε πληροφορίες για τον καλόγερο κι έμαθε πως είχε φύγει ήδη. ||||him|asked|information|about|the|monk|and|he learned|that|had|left|already From outside, he asked for information about the monk and learned that he had already left.

Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε και ρώτησε αν από την αρχή είχε σκοπό να ξεκινήσει τόσο γρήγορα. The|Alexios|was surprised|and|asked|if|from|the|beginning|had|intention|to|start|so|quickly Alexios was surprised and asked if he had intended to leave so quickly from the beginning.

— Όχι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, μα αποφάσισε να πάει ως το χωριό του ανεψιού του για να δει την αδερφή του, μια και ήλθε ως εδώ. No|replied|the|innkeeper|but|decided|to|go|to|the|village|of|nephew|of|||||sister|of|once|and|he came|to|here — No, the innkeeper replied, but he decided to go to his nephew's village to see his sister, since he was already here. Ο ανεψιός του, λέγει, θα τον ανταμώσει εκεί και θα φύγουν μαζί. The|nephew|his|says|will|him|meet|there|and|will|leave|together His nephew, he says, will meet him there and they will leave together.

Ο Αλέξιος ζήτησε να δει τον ανεψιό του. The|Alexios|asked|to|see|the|nephew|his Alexios asked to see his nephew. Τον γύρεψαν παντού μα δεν τον βρήκαν. They|searched|everywhere|but|not|him|found They searched for him everywhere but did not find him.

— Θα δουλεύει σε κανένα γειτονικό σπίτι, εξήγησε ο ξενοδόχος. ||||neighboring|||| "He must be working in some neighboring house," explained the innkeeper. Σαν έλθει στο χωριό μας κάνει το γύρο όλων των σπιτιών κι επιδιορθώνει τα σπασμένα. When|he/she arrives|at|village|our|he/she makes|the|round|of all|the|houses|and|he/she repairs|the|broken When he comes to the village, he goes around all the houses and repairs the broken ones.

Και ξέσπασε τότε στα παράπονα για τις δυσκολίες που έφερναν στη δουλειά του οι έρευνες αυτές που γίνουνταν κάθε λίγο, τόσο που κατάντησε να φοβούνται οι ταξιδιώτες να έρχουνται στους ξενώνες, όπου έβρισκαν το μπελά τους με τις εξετάσεις. And|broke out|then|into|complaints|about|the|difficulties|that|brought|to the|work|his|the|investigations|these|that||every|little|so|that|ended up|to|fear|the|travelers|to||to the|inns|where|they found|the|trouble|their|with|the|examinations And then he burst into complaints about the difficulties that these frequent searches brought to his work, to the point that travelers began to fear coming to the inns, where they found trouble with the inspections. Και μη σου φανεί παράξενο αν έφυγε γι' αυτό το λόγο τόσο ξαφνικά ο καλόγερος, εξακολούθησε. And|not|to you|seems|strange|if|he left||this|the|reason|so|suddenly|the|monk|continued And don't find it strange if the monk left so suddenly for that reason, he continued.

Και ξανάρχισε τα παράπονα πως έτρωγαν κι έπιναν τόσο οι στρατιώτες, που όσα και αν πλήρωνε ο αξιωματικός τους πάντα έβγαινε ζημιωμένος αυτός. And|started again|the|complaints|that|they ate|and|they drank|so much|the|soldiers|that|however much|and|if|paid|the|officer|their|always|came out|at a loss|he And he started complaining again that the soldiers ate and drank so much that no matter how much their officer paid, he always ended up at a loss.

Ο Αλέξιος βαρέθηκε τις μωρολογίες του, τον καληνύχτισε και πήγε στο δωμάτιο του. The|Alexios|got bored|the|nonsense|his|him|wished him good night|and|went|to the|room|his Alexios got tired of his nonsense, wished him good night, and went to his room.

— Δεν έμαθα τίποτα κακό ή ανησυχητικό για τον καλόγερο, είπε της Θέκλας. Not|I learned|anything|bad|or|concerning|about|the|monk|she said|to|Thekla — I didn't learn anything bad or concerning about the monk, he said to Thekla. Ίσως να φαντάστηκες τα πράματα δραματικότερα απ' ό,τι ήταν. Perhaps|(subjunctive particle)|you imagined|the|things|more dramatically||what|were Perhaps you imagined things to be more dramatic than they were.

Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε. The|Thekla|not|answered Thekla did not respond. Μα έμεινε με την εντύπωση της την πρώτη. But|she remained|with|the|impression|of her|the|first But she was left with her first impression.

Την άλλη μέρα τα ξημερώματα έφυγαν. The|next|day|the|early morning|they left The next day in the early morning they left.

Βρήκαν τους στρατιώτες με τον εκατόνταρχο στο γύρισμα του δρόμου, όπως το είχε πει, και μαζί κατέβηκαν στην κοιλάδα. They found|the|soldiers|with|the|centurion|at the|turn|of the|road|as|it|had|said|and|together|they descended|into the|valley They found the soldiers with the centurion at the bend of the road, as he had said, and together they went down to the valley.

Πέρασαν βόρεια από τη λίμνη του Όστροβου κάνοντας αλλόγυρο για ν' αποφύγουν τη χώρα του Όστροβου και περπατώντας πάντα μες στα δέντρα. They passed|north|from|the|lake|of|Ostrov|making|detour|to||avoid|the|country|of|Ostrov|and|walking|always|through|in the|trees They passed north of the lake of Ostrovou making a detour to avoid the land of Ostrovou and always walking among the trees.

Από μακριά διέκριναν ένα μικρό σώμα βουλγάρικο. From|far|they discerned|a|small|body|Bulgarian From afar, they spotted a small Bulgarian body. Μα καθώς είδαν αυτοί τους Έλληνες σκορπίστηκαν κι έγιναν άφαντοι. But|as|they saw|they|the|Greeks|scattered|and|became|invisible But as they saw the Greeks, they scattered and became invisible.

Ώς τη ρίζα του βουνού τούς συνόδευαν οι στρατιώτες. As|the|root|of the|mountain|them|were accompanying|the|soldiers To the foot of the mountain, the soldiers accompanied them. Εκεί όμως χωρίστηκαν. There|but|they parted There, however, they parted ways. Ο αξιωματικός έσφιξε το χέρι του Αλέξιου και αυτός τον ευχαρίστησε εγκάρδια. The|officer|squeezed|the|hand|of|Alexios|and|he|him|thanked|heartily The officer shook Alexios's hand, and he thanked him warmly.

— Καλή τύχη, άρχοντα μου, ευχήθηκε ο εκατόνταρχος. Good|luck|lord|my|wished|the|centurion — Good luck, my lord, the centurion wished. Από δω και πέρα η Παναγία να σε φυλάει. From|here|and|beyond|the|Virgin Mary|may|you|protect From now on, may the Virgin Mary protect you. Δικούς μας δε θ' απαντήσεις πια, είσαι στη φωλιά των εχθρών. our|us|not||answer|anymore|you are|in the|nest|of the|enemies You won't meet our people anymore, you are in the enemy's den. Πάρε από τα βουνά, απόφυγε το Βουτέλιο και την Αχρίδα. Take|from|the|mountains|avoid|the|Vuteli|and|the|Ohrid Take from the mountains, avoid Voutelios and Ohrid. Όσο κι αν σε δείχνουν έμπορο τα χαρτιά σου δε θα καλοπεράσεις στα χέρια τους, προπάντων που έχεις και χρήματα. As much as|and|if|you|show|merchant|your|papers|your|not|will|have a good time|in the|hands|their|especially|that|you have|and|money No matter how much your papers show you as a merchant, you won't have a good time in their hands, especially since you also have money. Ζούμε σε κακούς καιρούς… Μα όλοι αυτοί οι κίνδυνοι δε μοιάζουν να σε φοβίζουν, πρόσθεσε βλέποντας την αταραξία του Αλέξιου. We live|in|bad|times|But|all|these|the|dangers|not|seem|to|you|frighten|he added|seeing|the|calmness|of|Alexios We live in bad times... But all these dangers don't seem to frighten you, he added, seeing Alexios's calmness. Ο Θεός μαζί σου, άρχοντα μου. The|God|with|you|lord|my God be with you, my lord.

— Στο καλό! to|well — Farewell! απάντησε ο Αλέξιος. answered|the|Alexios Alexios replied.

Ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες γύρισαν πίσω, και ο Αλέξιος με τη γυναίκα του, ντυμένη πάντα στ' αγορίστικά της ρούχα, τράβηξαν για το βουνό. The|centurion|and|the|soldiers|returned|back|and|the|Alexios|with|the|wife|his|dressed|always||boyish|her|clothes|headed|towards|the|mountain The centurion and the soldiers turned back, and Alexios with his wife, always dressed in her boyish clothes, headed for the mountain.

Το βράδυ κόνεψαν σ' ένα χωριουδάκι που ήταν ένα μάζεμα φτωχικά καλύβια, και πέρασαν τη νύχτα. The|evening|they stopped||a|small village|that|was|a|gathering|poor|huts|and|they spent|the|night That night they camped in a small village that was a collection of poor huts, and they spent the night there.