×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Ι. Τρεις θάνατοι

Ι. Τρεις θάνατοι

Ήταν φθινόπωρο. Δυο αρχοντικά οχήματα διέσχιζαν, με γοργό καλπασμό των αλόγων, τον μεγάλο δρόμο. Στο πρώτο κάθονταν δυο γυναίκες. Η μια ήταν η κυρία, λιπόσαρκη και χλομή. Η άλλη ήτανε η καμαριέρα ροδοκόκκινη και παχουλή. Τα κοντά μαλλιά της ξεπετιόνταν άτακτα κάτω από το ξεθωριασμένο καπελάκι της και το κόκκινο χέρι της με το σχισμένο γάντι με βιαστικές κινήσεις τα τακτοποιούσε κάθε τόσο. Το μεστωμένο στήθος της, σκεπασμένο μ' ένα πολύχρωμο μαντίλι έμοιαζε να είναι πλημμυρισμένο υγεία, τα γοργοκίνητα μαύρα μάτια της πότε παρακολουθούσαν από το παράθυρο τους κάμπους που άφηναν πίσω τους, πότε κοίταζαν δειλά-δειλά την κυρία, πότε ανήσυχα παρατηρούσαν τις γωνίες του οχήματος. Μπροστά στη μύτη της καμαριέρας ταλαντευόταν το καπέλο της κυρίας, κρεμασμένο στο δίχτυ, πάνω στα γόνατά της κειτόταν το κουτάβι, τα πόδια της μπερδεύονταν πάνω σε διάφορες κασετίνες, που ήτανε ακουμπισμένες χάμω και καθώς τραντάζονταν στα κουνήματα που έκαναν οι σούστες ανάδιναν διάφορους κρότους.

Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατα και τα μάτια κλειστά, η κυρία λικνιζόταν πάνω στα μαξιλάρια που στήριζαν την πλάτη της και κρυφόβηχε, με μιαν λαφριά γκριμάτσα. Στο κεφάλι της φορούσε λευκό νυχτικό μπονέ και στο κάτωχρο λευκό λαιμό της είχε δεμένο ένα γαλάζιο τσεμπέρι. Μια κανονική χωρίστρα που χανόταν κάτω από το μπονέ, χώριζε τα κοκκινόξανθα άχαρα μαλλιά της, που ήτανε πασαλειμμένα μπόλικη πομάδα. Κι είχε κάτι το νεκρικά στεγνό, η ασπράδα του δέρματος εκείνης της πλατιάς χωρίστρας. Το δέρμα μαραμένο και κιτρινωπό απλωνόταν ξελασκαρισμένο πάνω στα λεπτά κι όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου μ' ένα ανάλαφρο κοκκινωπό χρωματισμό στα μήλα και στα μάγουλα. Τα χείλη ήτανε στεγνά κι ανήσυχα, τ' ανάρια τσίνουρα τεντωμένα, ολόισια κι η ταξιδιωτική μάλλινη ρόμπα σχημάτιζε ίσιες γραμμές πάνω σ' ένα βαθουλωμένο στήθος. Παρ' όλο που τα μάτια ήτανε κλειστά, το πρόσωπο της κυρίας φανέρωνε κούραση, ανησυχία και τη συνηθισμένη αγωνία της αρρώστιας.

Ο λακές, με τους αγκώνες στηριγμένος στο κάθισμά του, λαγοκοιμόταν δίπλα στον αμαξά που με ζωηρά ξεφωνητά βίαζε τα τέσσερα άλογα του ταχυδρομικού οχήματος και που κάπου-κάπου γύριζε κι έριχνε από καμιά ματιά στο συνάδελφό του, που ακολουθούσε με το δεύτερο όχημα. Πλατιά, παράλληλα ίχνη από τους τροχούς απλωνόταν γοργά και κανονικά, πάνω στην ασβεστόλασπη του δρόμου. Ο ουρανός ήτανε γκρίζος και ψυχρός και μια καταχνιά, βαριά από την υγρασία, έπεφτε στους κάμπους και στο δρόμο. Μέσα στο κλειστό όχημα ήτανε αποπνιχτικά και μύριζε κολόνια και σκόνη. Η άρρωστη τέντωσε προς τα πίσω το κεφάλι κι άνοιξε τα μάτια. Τα μάτια ήτανε μεγάλα, λαμπερά κι είχανε ένα υπέροχο σκούρο χρώμα.

- Πάλι, είπε, σπρώχνοντας με μια νευρική κίνηση του όμορφου λιπόσαρκου χεριού της, την άκρη του πανωφοριού της καμαριέρας, που άγγιζε αδιόρατα το πόδι της, και το στόμα στράβωσε σε μια οδυνηρή γκριμάτσα. Η Ματριόνα συμμάζεψε με τα δυο χέρια της το πανωφόρι της, ανασηκώθηκε στα γερά πόδια της κι αποτραβήχτηκε όσο μπορούσε παραπέρα. Το δροσερό πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε ζωηρά. Τα όμορφα σκούρα μάτια της άρρωστης ακολουθούσαν αχόρταγα τις κινήσεις της καμαριέρας. Ύστερα ακούμπησε και τα δυο χέρια της στο κάθισμα και θέλησε κι αυτή ν' ανασηκωθεί το ίδιο για να καθίσει ψηλότερα, μα η προσπάθεια αυτή ήτανε ανώτερη από τις δυνάμεις της. Το στόμα της στράβωσε κι όλο της το πρόσωπο παραμορφώθηκε από μια έκφραση αδυναμίας, κακιάς ειρωνείας.

- Να με βοηθούσες, τουλάχιστον εσύ!... Αχ! Όχι. Ας λείπει! Μπορώ και μόνη μου, μονάχα να μην χώνεις πίσω από την πλάτη μου τα διάφορα σακιά σου. Να μου κάνεις τη χάρη!... Όχι, όχι. Μη μ' αγγίζεις, καλύτερα, αφού δε νιώθεις τι πρέπει!...

Κι έκλεισε τα μάτια της, μα την ίδια στιγμή τα ξανάνοιξε κι έριξε μια γοργή ματιά στην καμαριέρα. Η Ματριόνα την κρυφοκοίταζε και δάγκωνε τα κόκκινα χείλη της. Ένας βαθύς αναστεναγμός φούσκωσε το στήθος της άρρωστης, μα προτού εξαντληθεί, μεταβλήθηκε σε βήχα. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι, ζάρωσε το πρόσωπό της και με τα δυο της χέρια άδραξε το στήθος της. Όταν ο βήχας πέρασε, ξανάκλεισε τα μάτια κι εξακολούθησε να κάθεται ακίνητη. Τα δύο οχήματα μπήκαν σ' ένα χωριό. Η Ματριόνα έβγαλε το γάντι από το χοντρό χέρι της και σταυροκοπήθηκε.

- Τι είναι εδώ; - ρώτησε η κυρία.

- Ο σταθμός, κυρία.

- Γιατί κάνεις στο σταυρό σου, ρωτάω.

- Ειν' εκκλησία, κυρία.

Η άρρωστη γύρισε κατά το παράθυρο κι άρχισε να σταυροκοπιέται αργά-αργά κοιτάζοντας με μάτια μεγάλα τη μεγάλη εκκλησία του χωριού, που μπροστά απ' αυτήν περνούσε το αμάξι της.

Τα δύο αμάξια σταμάτησαν στο σταθμό. Από το δεύτερο, βγήκαν ο άντρας της άρρωστης κι ο γιατρός που πλησίασαν το πρώτο.

- Πώς αισθάνεσθε; - ρώτησε ο γιατρός, πιάνοντας το σφυγμό της.

- Πώς είσαι αγάπη μου; Δεν κουράστηκες; -τη ρώτησε ο άντρας της γαλλικά, μήπως θέλεις να βγεις λιγάκι;

Η Ματριόνα συμμάζεψε τα διάφορα μπογαλάκια και ζάρωσε όσο μπορούσε πιο πολύ σε μια γωνία, για να μην ενοχλεί.

- Όλο τα ίδια, σαν πάντα, αποκρίθηκε η άρρωστη. Δεν πρόκειται να βγω.

Ο άντρας της αφού κοντοστάθηκε λίγο ακόμα, τράβηξε για την αίθουσα του σταθμού. Η Ματριόνα πήδησε έξω από το κλειστό αμάξι και πατώντας στις μύτες, για να μη λασπώσει πολύ τα παπούτσια της, έτρεξε και χάθηκε από την ανοιχτή αυλόπορτα.

- Επειδή εγώ ειμ' άρρωστη, δε σημαίνει πως πρέπει και σεις να μην προγευματίσετε, είπε η άρρωστη αχνά χαμογελώντας στο γιατρό, που στεκόταν κοντά στο παράθυρο του αμαξιού.

- Κανένας τους δεν έχει την έγνοια τη δική μου, στοχάστηκε, μόλις είδε το γιατρό, που ενώ απομακρύνθηκε από το αμάξι με σιγανό βήμα, τρέχοντας ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σταθμού. Κείνοι είναι γεροί και για τούτο αδιαφορούν. Ω, Θεέ μου!

- Λοιπόν Εντουάρντ Ιβάνοβιτς, είπε ο άντρας της, στο γιατρό μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο καθώς τον είδε να πλησιάζει. Έστειλα να φέρουν το σακ βουαγιάζ, να τσιμπήσουμε κάτι.

- Αυτό γίνεται, αποκρίθηκε ο γιατρός.

- Πώς τη βρίσκετε; Τι λέτε; - ρώτησε αναστενάζοντας, χαμηλώνοντας τη φωνή και σηκώνοντας τα φρύδια.

- Σας το είπα, πως η κυρία είναι αδύνατο να ταξιδέψει όχι ίσαμε την Ιταλία μα και μήτε ίσαμε τη Μόσχα ακόμα. Και μάλιστα με τέτοιους δρόμους κουραστικούς.

- Τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Αχ, Θεέ μου! Θεέ μου! Κι έφερε το χέρι στα μάτια του. Δος μου το να δω, πρόσθεσε γυρίζοντας στον υπηρέτη που έφερε το βαλιτσάκι.

- Θα έπρεπε να έμενε σπίτι, αποκρίθηκε ο γιατρός, κινώντας τις πλάτες του.

- Μα πέστε μου, τι μπορούσα να κάμω; Της μίλησα τόσο πολύ για να μπορέσω να την κάμω ν' αλλάξει γνώμη. Της είπα και για το οικονομικό μέσο, και για τα παιδιά, που θα είμαστε υποχρεωμένοι να τ' αποχωριστούμε, και για τις δουλειές μου, μα κείνη τίποτα δεν θέλει ν' ακούσει. Κάνει σχέδια για μια ζωή στην Ευρώπη σαν να ήτανε γερή. Και να της πει κάποιος ξεκάθαρα ποια είναι η κατάστασή της, θα ήτανε το ίδιο σαν να την σκότωνε.

- Κι ωστόσο είναι κιόλας σκοτωμένη. Αυτό πρέπει να το ξέρετε, Βασίλη Ντμήτριτς. Ένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει όταν δεν έχει πνευμόνια, και τα πνευμόνια άμα καταστραφούν δεν ξαναγίνονται πια. Είναι πολύ θλιβερό, είναι πολύ οδυνηρό, μα τι να γίνει; Εμείς οι άλλοι και εσείς έχουμε μονάχα την υποχρέωση να νοιαστούμε ώστε το τέλος της να έρθει όσο μπορεί πιότερο γαληνεμένο. Εδώ χρειάζεται ένας πνευματικός.

- Αχ, Θεέ μου! Μα πρέπει να καταλάβετε τη θέση μου, αν θα μπορούσα να της θυμίσω αυτό το τελευταίο βήμα. Όχι, όχι! Ας γίνει ό,τι γίνει, όμως εγώ δε θα της το πω αυτό. Την ξέρετε και εσείς γιατρέ μου, πόσο καλή είναι...

- Τουλάχιστον να κάμετε μια απόπειρα για να την πείσετε να περιμένει, ώσπου να χειμωνιάσει και να τακτοποιηθούν οι δρόμοι. Γιατί μ' αυτές τις λάσπες το ταξίδι είναι πολύ επίπονο και μπορεί να χειροτερέψει, είπε ο γιατρός, κινώντας μελαγχολικά το κεφάλι του.

- Αξιούσα, ε, Αξιούσα! - ξεφώνιζε η κόρη του επιθεωρητή, τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες της πίσω αυλής και με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι. Τρέχα να πάμε να δούμε την κυρά από το Σίσκινο. Λένε πως την πάνε στην Ευρώπη, στους μεγάλους γιατρούς γιατί έχει αρρώστια στηθικιά. Και εγώ δεν έχω ακόμα δει ποτές μου, πως είναι αυτοί οι τέτοιοι άρρωστοι.

Η Αξιούσα πετάχτηκε αμέσως, και τα δυο κορίτσια, κρατούμενα από τα χέρια, έτρεξαν έξω από την αυλή, στο λασπιάρικο δρόμο. Ύστερα μετρίασαν το βήμα τους, έκαναν σιγά-σιγά το γύρο του αμαξιού κι έριξαν μια ματιά στο κατεβασμένο παράθυρο. Η άρρωστη γύρισε προς το μέρος τους το κεφάλι, μα καθώς αντελήφτηκε την περιέργειά τους, κατσούφιασε και γύρισε από την άλλη μεριά.

- Ω, μα-α-ανούλα μου! - είπε η κόρη του επιθεωρητή γυρίζοντας από την άλλη μεριά το κεφάλι της. Πώς κατάντησε έτσι δα; Αυτή που ήτανε μια ομορφιά από τις λίγες. Φρίκη! Την είδες; - την είδες Αξιούσα;

- Ναι, σου κάνει κακό να την βλέπεις έτσι αδύνατη που είναι, πρόσθεσε η Αξιούσα. Έλα να περάσουμε άλλη μια φορά, να τη ξαναδούμε. Κοίτα την, που γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι. Όμως πρόφτασα και την κοίταξα ξανά. Είναι για λύπηση, Μάσα!

- Κι οι λάσπες είναι ανυπόφερτες! - είπε η Μάσα και τα δυο κορίτσια ξαναγύρισαν τρέχοντας στην αυλή.

- Πρέπει να έχω καταντήσει τρομερά χάλια, σκεφτόταν η άρρωστη. Να φτάσω το γρηγορότερο στην Ευρώπη και εκεί αμέσως θ' αναλάβω.

- Λοιπόν, πώς είσαι φιλτάτη μου; τη ρώτησε ο άντρας της πλησιάζοντας στο παράθυρο του αμαξιού και μασουλώντας ακόμα κάποια μπουκιά.

- Πάντα την ίδια ερώτηση, στοχάστηκε εκείνη και στο αναμεταξύ τρώει όλη την ώρα! Καλά είμαι, του αποκρίθηκε.

- Ξέρεις όμως, φιλτάτη μου, φοβάμαι, μη χειροτερέψεις ταξιδεύοντας μ' αυτό τον καιρό. Το ίδιο λέει κι ο Εντουάρντ Ιβάνοβιτς. Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίζαμε πίσω;

Η άρρωστη σώπαινε θυμωμένη.

- Παραπέρα μπορεί να διορθωθεί ο καιρός, να στεγνώσουν οι λάσπες στους δρόμους έτσι που να είναι λιγότερο κοπιαστικό το ταξίδι, μπορεί και συ να νιώθεις καλύτερα και θα φεύγαμε όλοι μαζί, συνέχισε ο άντρας της.

- Με συγχωρείς. Αν δε σ' άκουγα εδώ και τόσον καιρό, τώρα θα βρισκόμουν στο Βερολίνο και θα ήμουν εντελώς καλά.

- Τι να γίνει, αγάπη μου, ήτανε αδύνατο. Το ξέρεις. Μα τώρα, αν ήθελες, ένα μήνα ακόμη να περιμένεις, η υγεία σου θα βελτιωνόταν μια χαρά, και εγώ θα τέλειωνα όλες μου τις δουλειές και θα παίρναμε και τα παιδιά μαζί σας...

- Τα παιδιά είναι γερά, μα εγώ είμαι άρρωστη.

- Όμως θα ήθελα να το καταλάβαινες αγάπη μου, πως μ' αυτόν τον ελεεινό καιρό, αν χειροτερέψεις στο δρόμο... ενώ σπίτι τουλάχιστο...

- Τι θες να πεις;... Πώς είναι προτιμότερο να μείνω σπίτι και να πεθάνω; - έκανε εκείνη αγαναχτισμένη. Μα η λέξη να πεθάνω, φαίνεται πως την τρόμαξε και κοίταξε τον άντρα της ερωτηματικά και με ικεσία στο βλέμμα της. Εκείνος είχε τα μάτια χαμηλωμένα και σώπαινε. Ξαφνικά το στόμα της στράβωσε, παραπονιάρικα όμως των μικρών παιδιών και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια της. Ο άντρας της έφερε το μαντίλι του στα μάτια του κι απομακρύνθηκε από το αμάξι.

- Όχι, όχι, θα εξακολουθήσω το ταξίδι μου είπε η άρρωστη, σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να ψιθυρίζει ασυνάρτητα λόγια. Θεέ μου, Θεέ μου, μα γιατί; - έλεγε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Ώρα πολλή και με μεγάλη θέρμη προσευχόταν, μα μέσα στο στήθος της ο ίδιος δυνατός πόνος την έσφιγγε και στον ουρανό, στους κάμπους και γύρω στο δρόμο εξακολουθούσε να είναι απλωμένη η ίδια γκρίζα καταχνιά και το ίδιο πηχτό σύθαμπο κι η ίδια ψυχρή φθινοπωριάτικη υγρασία δίχως ν' αραιώνει, μα δίχως να γίνεται πιο πυκνή μούσκευε σαν και πρώτα τις λάσπες του δρόμου, τις σκεπές των σπιτιών, τα σταματημένα αμάξια και τα ρούχα των αμαξάδων που, κουβεντιάζοντας κεφάτα με τις ζωηρές φωνές τους, άλειφαν τους τροχούς κι ετοίμαζαν τ' αμάξια για ζέψιμο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ι. Τρεις θάνατοι Ι. Drei Todesfälle Ι. Three deaths Ι. Tres muertes I. 3人の死 Ι. Trzy zgony

Ήταν φθινόπωρο. It was autumn. Δυο αρχοντικά οχήματα διέσχιζαν, με γοργό καλπασμό των αλόγων, τον μεγάλο δρόμο. Two noble vehicles were crossing the great road at a rapid gallop of the horses. Στο πρώτο κάθονταν δυο γυναίκες. In the first one sat two women. Η μια ήταν η κυρία, λιπόσαρκη και χλομή. One was the lady, thin and pale. Η άλλη ήτανε η καμαριέρα ροδοκόκκινη και παχουλή. The other was the maid, rosy and plump. Τα κοντά μαλλιά της ξεπετιόνταν άτακτα κάτω από το ξεθωριασμένο καπελάκι της και το κόκκινο χέρι της με το σχισμένο γάντι με βιαστικές κινήσεις τα τακτοποιούσε κάθε τόσο. ||||were sticking out||||||||||||||||||hasty||||| Her short hair was sticking out messily beneath her faded little hat, and her red hand, with the torn glove, hurriedly arranged it from time to time. Το μεστωμένο στήθος της, σκεπασμένο μ' ένα πολύχρωμο μαντίλι έμοιαζε να είναι πλημμυρισμένο υγεία, τα γοργοκίνητα μαύρα μάτια της πότε παρακολουθούσαν από το παράθυρο τους κάμπους που άφηναν πίσω τους, πότε κοίταζαν δειλά-δειλά την κυρία, πότε ανήσυχα παρατηρούσαν τις γωνίες του οχήματος. |matured|||||||||||flooded with|with health||||||||||||||||||||||||||||| Μπροστά στη μύτη της καμαριέρας ταλαντευόταν το καπέλο της κυρίας, κρεμασμένο στο δίχτυ, πάνω στα γόνατά της κειτόταν το κουτάβι, τα πόδια της μπερδεύονταν πάνω σε διάφορες κασετίνες, που ήτανε ακουμπισμένες χάμω και καθώς τραντάζονταν στα κουνήματα που έκαναν οι σούστες ανάδιναν διάφορους κρότους. ||||of the maid|||||||||||||||||||||||pencil cases|||||||||||||||| In front of the maid's nose, the lady's hat swayed, hanging in the net, on her knees lay the puppy, her feet tangled over various pencil cases, which were placed on the ground and as they shook with the jostling of the springs, they produced various clattering sounds.

Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατα και τα μάτια κλειστά, η κυρία λικνιζόταν πάνω στα μαξιλάρια που στήριζαν την πλάτη της και κρυφόβηχε, με μιαν λαφριά γκριμάτσα. |||||||||||||||||||||||sneezed|||| With her arms crossed over her knees and her eyes closed, the lady rocked on the pillows that supported her back and coughed discreetly, with a slight grimace. Στο κεφάλι της φορούσε λευκό νυχτικό μπονέ και στο κάτωχρο λευκό λαιμό της είχε δεμένο ένα γαλάζιο τσεμπέρι. ||||||bonnet||||||||||| On her head, she wore a white nightcap and around her white neck was tied a blue kerchief. Μια κανονική χωρίστρα που χανόταν κάτω από το μπονέ, χώριζε τα κοκκινόξανθα άχαρα μαλλιά της, που ήτανε πασαλειμμένα μπόλικη πομάδα. ||||||||bun|||reddish-blonde|||||||| A normal parting that disappeared under the bun separated her reddish-blonde, awkward hair, which was smeared with quite a bit of pomade. Κι είχε κάτι το νεκρικά στεγνό, η ασπράδα του δέρματος εκείνης της πλατιάς χωρίστρας. ||||||||||||broad| And there was something deathly dry about the whiteness of the skin of that wide parting. Το δέρμα μαραμένο και κιτρινωπό απλωνόταν ξελασκαρισμένο πάνω στα λεπτά κι όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου μ' ένα ανάλαφρο κοκκινωπό χρωματισμό στα μήλα και στα μάγουλα. ||||||unfurling|||||||||||||||||| The skin, withered and yellowish, stretched unblemished over the delicate and beautiful features of the face, with a light reddish tint on the cheeks and apples. Τα χείλη ήτανε στεγνά κι ανήσυχα, τ' ανάρια τσίνουρα τεντωμένα, ολόισια κι η ταξιδιωτική μάλλινη ρόμπα σχημάτιζε ίσιες γραμμές πάνω σ' ένα βαθουλωμένο στήθος. ||||||||||||||||||||||hollowed| The lips were dry and restless, the thin nostrils stretched tight, straight as an arrow, and the woolen travel robe formed straight lines over a sunken chest. Παρ' όλο που τα μάτια ήτανε κλειστά, το πρόσωπο της κυρίας φανέρωνε κούραση, ανησυχία και τη συνηθισμένη αγωνία της αρρώστιας. Although the eyes were closed, the lady's face revealed fatigue, worry, and the usual anxiety of illness.

Ο λακές, με τους αγκώνες στηριγμένος στο κάθισμά του, λαγοκοιμόταν δίπλα στον αμαξά που με ζωηρά ξεφωνητά βίαζε τα τέσσερα άλογα του ταχυδρομικού οχήματος και που κάπου-κάπου γύριζε κι έριχνε από καμιά ματιά στο συνάδελφό του, που ακολουθούσε με το δεύτερο όχημα. ||||||||||||||||||||||postal|||||||||||||||||||| The footman, with his elbows resting on his seat, was dozing next to the coachman who, with lively shouts, was forcing the four horses of the postal vehicle, and occasionally turned to throw a glance at his colleague, who was following with the second vehicle. Πλατιά, παράλληλα ίχνη από τους τροχούς απλωνόταν γοργά και κανονικά, πάνω στην ασβεστόλασπη του δρόμου. ||||||||||||lime mortar|| Wide, parallel tracks from the wheels spread quickly and evenly over the lime mud of the road. Ο ουρανός ήτανε γκρίζος και ψυχρός και μια καταχνιά, βαριά από την υγρασία, έπεφτε στους κάμπους και στο δρόμο. The sky was gray and cold, and a heavy mist, thick from the humidity, fell over the fields and the road. Μέσα στο κλειστό όχημα ήτανε αποπνιχτικά και μύριζε κολόνια και σκόνη. |||||suffocating||||| Inside the closed vehicle, it was suffocating and smelled of cologne and dust. Η άρρωστη τέντωσε προς τα πίσω το κεφάλι κι άνοιξε τα μάτια. The sick woman arched her head back and opened her eyes. Τα μάτια ήτανε μεγάλα, λαμπερά κι είχανε ένα υπέροχο σκούρο χρώμα. Her eyes were large, bright, and had a wonderful dark color.

- Πάλι, είπε, σπρώχνοντας με μια νευρική κίνηση του όμορφου λιπόσαρκου χεριού της, την άκρη του πανωφοριού της καμαριέρας, που άγγιζε αδιόρατα το πόδι της, και το στόμα στράβωσε σε μια οδυνηρή γκριμάτσα. ||||||||beautiful|slender|||||||||||||||||||||| - Again, she said, pushing with a nervous motion of her beautiful slender hand the edge of the chambermaid's coat, which was barely touching her leg, and her mouth twisted into a painful grimace. Η Ματριόνα συμμάζεψε με τα δυο χέρια της το πανωφόρι της, ανασηκώθηκε στα γερά πόδια της κι αποτραβήχτηκε όσο μπορούσε παραπέρα. Matriona gathered her coat with both hands, rose up on her sturdy legs, and withdrew as far away as she could. Το δροσερό πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε ζωηρά. ||||flushed| Her cool face flushed bright. Τα όμορφα σκούρα μάτια της άρρωστης ακολουθούσαν αχόρταγα τις κινήσεις της καμαριέρας. The beautiful dark eyes of the sick woman eagerly followed the movements of the maid. Ύστερα ακούμπησε και τα δυο χέρια της στο κάθισμα και θέλησε κι αυτή ν' ανασηκωθεί το ίδιο για να καθίσει ψηλότερα, μα η προσπάθεια αυτή ήτανε ανώτερη από τις δυνάμεις της. Then she leaned both her hands on the seat and wanted to lift herself the same way to sit higher, but this effort was beyond her strength. Το στόμα της στράβωσε κι όλο της το πρόσωπο παραμορφώθηκε από μια έκφραση αδυναμίας, κακιάς ειρωνείας. |||||||||||||of weakness|| Her mouth twisted and her whole face contorted from an expression of weakness, cruel irony.

- Να με βοηθούσες, τουλάχιστον εσύ!... - You could have helped me, at least you!... Αχ! Όχι. Ας λείπει! Let it be! Μπορώ και μόνη μου, μονάχα να μην χώνεις πίσω από την πλάτη μου τα διάφορα σακιά σου. I can manage on my own, just don't stuff your various bags behind my back. Να μου κάνεις τη χάρη!... Do me the favor!... Όχι, όχι. Μη μ' αγγίζεις, καλύτερα, αφού δε νιώθεις τι πρέπει!... Don't touch me, it's better, since you don't feel what you should!...

Κι έκλεισε τα μάτια της, μα την ίδια στιγμή τα ξανάνοιξε κι έριξε μια γοργή ματιά στην καμαριέρα. And she closed her eyes, but at the same moment opened them again and threw a quick glance at the maid. Η Ματριόνα την κρυφοκοίταζε και δάγκωνε τα κόκκινα χείλη της. Matryona was secretly watching her and biting her red lips. Ένας βαθύς αναστεναγμός φούσκωσε το στήθος της άρρωστης, μα προτού εξαντληθεί, μεταβλήθηκε σε βήχα. A deep sigh filled the chest of the sick woman, but before it was exhausted, it turned into a cough. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι, ζάρωσε το πρόσωπό της και με τα δυο της χέρια άδραξε το στήθος της. She turned her head to the other side, crumpled her face, and with both her hands grasped her chest. Όταν ο βήχας πέρασε, ξανάκλεισε τα μάτια κι εξακολούθησε να κάθεται ακίνητη. When the cough passed, she closed her eyes again and continued to sit still. Τα δύο οχήματα μπήκαν σ' ένα χωριό. The two vehicles entered a village. Η Ματριόνα έβγαλε το γάντι από το χοντρό χέρι της και σταυροκοπήθηκε. Matryona took off the glove from her thick hand and crossed herself.

- Τι είναι εδώ; - ρώτησε η κυρία. - What is this? - asked the lady.

- Ο σταθμός, κυρία. - The station, madam.

- Γιατί κάνεις στο σταυρό σου, ρωτάω. - Why are you making the sign of the cross, I ask.

- Ειν' εκκλησία, κυρία. - It's a church, madam.

Η άρρωστη γύρισε κατά το παράθυρο κι άρχισε να σταυροκοπιέται αργά-αργά κοιτάζοντας με μάτια μεγάλα τη μεγάλη εκκλησία του χωριού, που μπροστά απ' αυτήν περνούσε το αμάξι της. The sick woman turned towards the window and began to cross herself slowly, looking with wide eyes at the large church of the village, in front of which her carriage passed.

Τα δύο αμάξια σταμάτησαν στο σταθμό. The two carriages stopped at the station. Από το δεύτερο, βγήκαν ο άντρας της άρρωστης κι ο γιατρός που πλησίασαν το πρώτο. From the second carriage, the sick woman's husband and the doctor emerged and approached the first.

- Πώς αισθάνεσθε; - ρώτησε ο γιατρός, πιάνοντας το σφυγμό της. |||||||pulse| - How do you feel? - asked the doctor, taking her pulse.

- Πώς είσαι αγάπη μου; Δεν κουράστηκες; -τη ρώτησε ο άντρας της γαλλικά, μήπως θέλεις να βγεις λιγάκι; - How are you my love? Aren't you tired? - he asked her in French, perhaps you want to go out for a bit?

Η Ματριόνα συμμάζεψε τα διάφορα μπογαλάκια και ζάρωσε όσο μπορούσε πιο πολύ σε μια γωνία, για να μην ενοχλεί. |||||bags||||||||||||| Matryona gathered her various bags and curled up as much as she could in a corner, so as not to disturb.

- Όλο τα ίδια, σαν πάντα, αποκρίθηκε η άρρωστη. - All the same, as always, replied the sick woman. Δεν πρόκειται να βγω. I’m not going to go out.

Ο άντρας της αφού κοντοστάθηκε λίγο ακόμα, τράβηξε για την αίθουσα του σταθμού. Her husband, after hesitating a little longer, headed for the station hall. Η Ματριόνα πήδησε έξω από το κλειστό αμάξι και πατώντας στις μύτες, για να μη λασπώσει πολύ τα παπούτσια της, έτρεξε και χάθηκε από την ανοιχτή αυλόπορτα. |||||||||||||||get muddy||||||||||| Matryona jumped out of the closed car and, stepping on her toes to avoid getting her shoes too muddy, ran and disappeared through the open gate.

- Επειδή εγώ ειμ' άρρωστη, δε σημαίνει πως πρέπει και σεις να μην προγευματίσετε, είπε η άρρωστη αχνά χαμογελώντας στο γιατρό, που στεκόταν κοντά στο παράθυρο του αμαξιού. ||||||||||||have breakfast|||||||||||||| - Just because I am ill, it doesn't mean you all should skip breakfast, the sick woman said faintly smiling at the doctor, who was standing near the car window.

- Κανένας τους δεν έχει την έγνοια τη δική μου, στοχάστηκε, μόλις είδε το γιατρό, που ενώ απομακρύνθηκε από το αμάξι με σιγανό βήμα, τρέχοντας ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σταθμού. - None of them has the worry that I have, she thought, as soon as she saw the doctor, who while moving away from the car with slow steps, was hastily climbing the station's stairs. Κείνοι είναι γεροί και για τούτο αδιαφορούν. They are strong and therefore indifferent. Ω, Θεέ μου! Oh, my God!

- Λοιπόν Εντουάρντ Ιβάνοβιτς, είπε ο άντρας της, στο γιατρό μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο καθώς τον είδε να πλησιάζει. |Edward|||||||||||||||| - So, Edward Ivanovich, said her husband to the doctor with a cheerful smile as he saw him approaching. Έστειλα να φέρουν το σακ βουαγιάζ, να τσιμπήσουμε κάτι. |||||||snack| I sent for them to bring the duffel bag, so we can have a snack.

- Αυτό γίνεται, αποκρίθηκε ο γιατρός. - That's possible, the doctor replied.

- Πώς τη βρίσκετε; Τι λέτε; - ρώτησε αναστενάζοντας, χαμηλώνοντας τη φωνή και σηκώνοντας τα φρύδια. - How do you find her? What do you say? - he asked, sighing, lowering his voice, and raising his eyebrows.

- Σας το είπα, πως η κυρία είναι αδύνατο να ταξιδέψει όχι ίσαμε την Ιταλία μα και μήτε ίσαμε τη Μόσχα ακόμα. - I told you, that it's impossible for the lady to travel not just to Italy but even to Moscow. Και μάλιστα με τέτοιους δρόμους κουραστικούς. |||||tiring And especially with such exhausting roads.

- Τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Αχ, Θεέ μου! - What should I then do? Oh, my God! Θεέ μου! Κι έφερε το χέρι στα μάτια του. And he brought his hand to his eyes. Δος μου το να δω, πρόσθεσε γυρίζοντας στον υπηρέτη που έφερε το βαλιτσάκι. Give it to me to see, he added, turning to the servant who had brought the small suitcase.

- Θα έπρεπε να έμενε σπίτι, αποκρίθηκε ο γιατρός, κινώντας τις πλάτες του. - He should have stayed home, replied the doctor, moving his shoulders.

- Μα πέστε μου, τι μπορούσα να κάμω; Της μίλησα τόσο πολύ για να μπορέσω να την κάμω ν' αλλάξει γνώμη. - But tell me, what could I do? I spoke to her so much to try to change her mind. Της είπα και για το οικονομικό μέσο, και για τα παιδιά, που θα είμαστε υποχρεωμένοι να τ' αποχωριστούμε, και για τις δουλειές μου, μα κείνη τίποτα δεν θέλει ν' ακούσει. |||||||||||||||||part with|||||||||||| I told her about the financial means, and about the children, whom we would be obliged to part with, and about my jobs, but she doesn't want to hear anything. Κάνει σχέδια για μια ζωή στην Ευρώπη σαν να ήτανε γερή. She is making plans for a life in Europe as if she were healthy. Και να της πει κάποιος ξεκάθαρα ποια είναι η κατάστασή της, θα ήτανε το ίδιο σαν να την σκότωνε. And if someone were to clearly tell her what her situation is, it would be the same as killing her.

- Κι ωστόσο είναι κιόλας σκοτωμένη. ||||dead - And yet she is already dead. Αυτό πρέπει να το ξέρετε, Βασίλη Ντμήτριτς. ||||||Dmitrić You must know this, Vasilis Dmítrits. Ένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει όταν δεν έχει πνευμόνια, και τα πνευμόνια άμα καταστραφούν δεν ξαναγίνονται πια. ||||||||||||||||become again| A person cannot live when they do not have lungs, and if the lungs are destroyed, they can never be restored. Είναι πολύ θλιβερό, είναι πολύ οδυνηρό, μα τι να γίνει; Εμείς οι άλλοι και εσείς έχουμε μονάχα την υποχρέωση να νοιαστούμε ώστε το τέλος της να έρθει όσο μπορεί πιότερο γαληνεμένο. ||||||||||||||||||||take care|||||||||| It is very sad, it is very painful, but what can be done? We others and you have only the duty to ensure that the end comes as peacefully as possible. Εδώ χρειάζεται ένας πνευματικός. A spiritual person is needed here.

- Αχ, Θεέ μου! Μα πρέπει να καταλάβετε τη θέση μου, αν θα μπορούσα να της θυμίσω αυτό το τελευταίο βήμα. But you must understand my position, if I could remind her of this last step. Όχι, όχι! No, no! Ας γίνει ό,τι γίνει, όμως εγώ δε θα της το πω αυτό. Let whatever happens happen, but I will not tell her that. Την ξέρετε και εσείς γιατρέ μου, πόσο καλή είναι... You know it too, my doctor, how good she is...

- Τουλάχιστον να κάμετε μια απόπειρα για να την πείσετε να περιμένει, ώσπου να χειμωνιάσει και να τακτοποιηθούν οι δρόμοι. - At least make an attempt to persuade her to wait until winter comes and the roads are settled. Γιατί μ' αυτές τις λάσπες το ταξίδι είναι πολύ επίπονο και μπορεί να χειροτερέψει, είπε ο γιατρός, κινώντας μελαγχολικά το κεφάλι του. |||||||||painful|||||||||||| Because with this mud, the journey is very painful and it may get worse, said the doctor, shaking his head melancholically.

- Αξιούσα, ε, Αξιούσα! Axiusa|| - Axiusa, oh, Axiusa! - ξεφώνιζε η κόρη του επιθεωρητή, τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες της πίσω αυλής και με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι. |||||splashing|||||||||||||||| - yelled the inspector's daughter, splashing in the mud of the backyard with her bag thrown over her head. Τρέχα να πάμε να δούμε την κυρά από το Σίσκινο. |||||||||Siskino Run, let's go see the lady from Siskino. Λένε πως την πάνε στην Ευρώπη, στους μεγάλους γιατρούς γιατί έχει αρρώστια στηθικιά. ||||||||||||chest They say they are taking her to Europe, to the great doctors because she has a chest disease. Και εγώ δεν έχω ακόμα δει ποτές μου, πως είναι αυτοί οι τέτοιοι άρρωστοι. And I have never seen how such sick people are.

Η Αξιούσα πετάχτηκε αμέσως, και τα δυο κορίτσια, κρατούμενα από τα χέρια, έτρεξαν έξω από την αυλή, στο λασπιάρικο δρόμο. ||||||||||||||||||muddy| Aksiouza immediately jumped up, and the two girls, holding hands, ran out of the yard into the muddy street. Ύστερα μετρίασαν το βήμα τους, έκαναν σιγά-σιγά το γύρο του αμαξιού κι έριξαν μια ματιά στο κατεβασμένο παράθυρο. |they moderated||||||||||||||||| Then they slowed their pace, made their way slowly around the car, and took a glance at the lowered window. Η άρρωστη γύρισε προς το μέρος τους το κεφάλι, μα καθώς αντελήφτηκε την περιέργειά τους, κατσούφιασε και γύρισε από την άλλη μεριά. |||||||||||realized|||||||||| The sick woman turned her head towards them, but as she realized their curiosity, she frowned and turned the other way.

- Ω, μα-α-ανούλα μου! |||Anoula| - Oh, my m-m-mother! - είπε η κόρη του επιθεωρητή γυρίζοντας από την άλλη μεριά το κεφάλι της. - said the inspector's daughter, turning her head to the other side. Πώς κατάντησε έτσι δα; Αυτή που ήτανε μια ομορφιά από τις λίγες. How did she end up like this? She who was a beauty among the few. Φρίκη! Horror! Την είδες; - την είδες Αξιούσα; Did you see her? - Did you see Axiouza?

- Ναι, σου κάνει κακό να την βλέπεις έτσι αδύνατη που είναι, πρόσθεσε η Αξιούσα. - Yes, it harms you to see her so weak as she is, Axiouza added. Έλα να περάσουμε άλλη μια φορά, να τη ξαναδούμε. Come on, let's pass by one more time, to see her again. Κοίτα την, που γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι. Look at her, she turned her head the other way. Όμως πρόφτασα και την κοίταξα ξανά. But I caught up and looked at her again. Είναι για λύπηση, Μάσα! |||Masha She is pitiful, Masha!

- Κι οι λάσπες είναι ανυπόφερτες! ||||unbearable - And the mud is unbearable! - είπε η Μάσα και τα δυο κορίτσια ξαναγύρισαν τρέχοντας στην αυλή. - said Masha and the two girls ran back to the yard.

- Πρέπει να έχω καταντήσει τρομερά χάλια, σκεφτόταν η άρρωστη. - I must have become terribly awful, thought the sick girl. Να φτάσω το γρηγορότερο στην Ευρώπη και εκεί αμέσως θ' αναλάβω. I will reach Europe as quickly as possible and I will take over immediately.

- Λοιπόν, πώς είσαι φιλτάτη μου; τη ρώτησε ο άντρας της πλησιάζοντας στο παράθυρο του αμαξιού και μασουλώντας ακόμα κάποια μπουκιά. |||dearest|||||||||||||||| - So, how are you my dear? he asked her as he approached the car window, still munching on some bites.

- Πάντα την ίδια ερώτηση, στοχάστηκε εκείνη και στο αναμεταξύ τρώει όλη την ώρα! - Always the same question, she thought, and in the meantime, he eats all the time! Καλά είμαι, του αποκρίθηκε.

- Ξέρεις όμως, φιλτάτη μου, φοβάμαι, μη χειροτερέψεις ταξιδεύοντας μ' αυτό τον καιρό. ||||||you get worse||||| - You know, my dearest, I fear you might fare worse traveling in this weather. Το ίδιο λέει κι ο Εντουάρντ Ιβάνοβιτς. Edward Ivanovich says the same. Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίζαμε πίσω; Wouldn't it be better if we turned back?

Η άρρωστη σώπαινε θυμωμένη. The sick woman fell silent angrily.

- Παραπέρα μπορεί να διορθωθεί ο καιρός, να στεγνώσουν οι λάσπες στους δρόμους έτσι που να είναι λιγότερο κοπιαστικό το ταξίδι, μπορεί και συ να νιώθεις καλύτερα και θα φεύγαμε όλοι μαζί, συνέχισε ο άντρας της. |||||||||||||||||tiring||||||||||||||||| - Further on, the weather might improve, the mud on the roads may dry up so that the journey is less exhausting, maybe you will feel better too and we could all leave together, her husband continued.

- Με συγχωρείς. - Forgive me. Αν δε σ' άκουγα εδώ και τόσον καιρό, τώρα θα βρισκόμουν στο Βερολίνο και θα ήμουν εντελώς καλά. ||||||||||||Berlin||||| If I had listened to you a long time ago, I would be in Berlin now and I would be completely fine.

- Τι να γίνει, αγάπη μου, ήτανε αδύνατο. - What can I do, my love, it was impossible. Το ξέρεις. You know it. Μα τώρα, αν ήθελες, ένα μήνα ακόμη να περιμένεις, η υγεία σου θα βελτιωνόταν μια χαρά, και εγώ θα τέλειωνα όλες μου τις δουλειές και θα παίρναμε και τα παιδιά μαζί σας... |||||||||||||||||||would finish|||||||||||| But now, if you wanted, to wait one more month, your health would improve wonderfully, and I would finish all my work and we could take the children with you...

- Τα παιδιά είναι γερά, μα εγώ είμαι άρρωστη. - The children are healthy, but I am sick.

- Όμως θα ήθελα να το καταλάβαινες αγάπη μου, πως μ' αυτόν τον ελεεινό καιρό, αν χειροτερέψεις στο δρόμο... ενώ σπίτι τουλάχιστο... - However, I would like you to understand, my love, that in this miserable weather, if you worsen on the road... while at least at home...

- Τι θες να πεις;... Πώς είναι προτιμότερο να μείνω σπίτι και να πεθάνω; - έκανε εκείνη αγαναχτισμένη. - What do you want to say?... Is it better for me to stay home and die? - she said, exasperated. Μα η λέξη να πεθάνω, φαίνεται πως την τρόμαξε και κοίταξε τον άντρα της ερωτηματικά και με ικεσία στο βλέμμα της. But the phrase 'to die' seemed to frighten her, and she looked at her husband questioningly and with pleading in her eyes. Εκείνος είχε τα μάτια χαμηλωμένα και σώπαινε. He kept his eyes down and remained silent. Ξαφνικά το στόμα της στράβωσε, παραπονιάρικα όμως των μικρών παιδιών και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια της. Suddenly her mouth twisted, plaintively like that of small children and tears streamed like a river from her eyes. Ο άντρας της έφερε το μαντίλι του στα μάτια του κι απομακρύνθηκε από το αμάξι. Her husband brought his handkerchief to his eyes and moved away from the car.

- Όχι, όχι, θα εξακολουθήσω το ταξίδι μου είπε η άρρωστη, σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να ψιθυρίζει ασυνάρτητα λόγια. - No, no, I will continue my journey, said the sick woman, crossed her arms and began to whisper incoherent words. Θεέ μου, Θεέ μου, μα γιατί; - έλεγε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. My God, my God, why? - she said, and the tears flowed like a river. Ώρα πολλή και με μεγάλη θέρμη προσευχόταν, μα μέσα στο στήθος της ο ίδιος δυνατός πόνος την έσφιγγε και στον ουρανό, στους κάμπους και γύρω στο δρόμο εξακολουθούσε να είναι απλωμένη η ίδια γκρίζα καταχνιά και το ίδιο πηχτό σύθαμπο κι η ίδια ψυχρή φθινοπωριάτικη υγρασία δίχως ν' αραιώνει, μα δίχως να γίνεται πιο πυκνή μούσκευε σαν και πρώτα τις λάσπες του δρόμου, τις σκεπές των σπιτιών, τα σταματημένα αμάξια και τα ρούχα των αμαξάδων που, κουβεντιάζοντας κεφάτα με τις ζωηρές φωνές τους, άλειφαν τους τροχούς κι ετοίμαζαν τ' αμάξια για ζέψιμο. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||thins||||||||||||||||||||stopped||||||of the carters|||||||||was spreading|||||||| For a long time and with great fervor she prayed, but inside her chest the same strong pain tightened her, and in the sky, over the fields, and around the road, the same gray haze continued to spread, and the same thick gloom and the same cold autumnal humidity lingered, without thinning, but also without becoming denser, soaking like before the mud of the road, the roofs of the houses, the stopped carts, and the clothes of the drivers who, chatting cheerfully with their lively voices, greased the wheels and prepared the carts for harnessing.