×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), IV. Τρεις θάνατοι

IV. Τρεις θάνατοι

Ένα μήνα μετά το θάνατο της άρρωστης, πάνω από τον τάφο της χτίστηκε ένα ωραιότατο πέτρινο παρεκκλήσι. Πάνω από τον τάφο του γέρου αμαξά δεν υπήρχε ταφόπετρα και μονάχα τ' αχνοπράσινο γρασίδι που στόλιζε το σωριασμένο χώμα χρησίμευε σαν μοναδικό σημάδι κάποιας ανθρώπινης ύπαρξης που πέρασε.

- Θα έχεις το κρίμα του, μωρέ Σεριόγα, έλεγε κάποια μέρα η μαγείρισσα του σταθμού στο νεαρό αμαξά αν δεν νοιαστείς για την ταφόπετρα του Χβεντόρ. Τόσον καιρό έβρισκες πρόφαση πως ήτανε χειμώνας, μα τώρα τι κάνεις; Γιατί δεν κρατάς το λόγο σου; Ήμουνα μπροστά κι εγώ. Κατά πως μου έλεγες τις προάλλες, τον είδες στον ύπνο σου πως ήρθε και σου γύρευε την ταφόπετρα. Σαν δεν την πάρεις θα ξανάρθει και θα σ' αδράξει από το λαρύγγι.

- Μα σάματι εγώ αρνήθηκα το λόγο μου; - αποκρίθηκε ο Σεριόγα. Θα την αγοράσω την ταφόπετρα, όπως το υποσχέθηκα, μια ταφόπετρα του ενάμιση ρουβλιού. Δεν το ξέχασα, μονάχα πώς να την φέρω από την πολιτεία; Με το πρώτο αγώγι που θα μου τύχει για εκεί πέρα, θα τη φέρω.

- Να έβανες τουλάχιστο, ένα σταυρό πάνω στον τάφο του, πήρε το λόγο ένας γέρος αμαξάς. Γιατί, μα την αλήθεια ειν' άσκημο πράγμα να μην τηράει κάποιος το λόγο του. Τα ποδήματά του τα φορείς ωστόσο.

- Κι από πού ν' αγοράσω το σταυρό; Μπορεί, τάχατες, να γένει ένας σταυρός από κούτσουρο.

- Τι μου τσαμπουνάς τώρα; Το ξέρω και εγώ πως από κούτσουρο δε γίνεται σταυρός. Όμως να πάρεις το μπαλτά σου και να πας πρωί-πρωί στο δασάκι να κόψεις κάποιο μικρό δέντρο. Με το ξύλο του θα φτιάξεις το σταυρό. Και πρωτύτερα κέρασε μια βότκα το δασοφύλακα. Για το τίποτα, βλέπεις χρειάζεται και το κέρασμα. Να, τις προάλλες, που μου έσπασε ο ρυμός, πήγα στο δάσος κι από ένα δέντρο που έκοψα έφτιαξα καινούριο, πιο καλύτερο.

Την άλλη μέρα, νωρίς την αυγούλα, ο Σεριόγα πήρε το τσεκούρι και πήγε στο δάσος.

Παντού ήτανε απλωμένο το κρύο μουντό χρώμα της δροσιάς, που έπεφτε ακόμα και που δε φωτιζόταν από τον ήλιο. Η ανατολή έφεγγε αδιόρατα, αντανακλώντας το αδύναμο φέγγος της στο θόλο τ' ουρανού που ήτανε τυλιγμένος μέσα σε λεπτά νταντελωτά σύννεφα. Ουτ' ένα χορταράκι κάτω, ουτ' ένα φυλλαράκι στα ψηλά κλαριά των δέντρων δεν κουνιόταν. Μονάχα κάποιοι ανάριοι ήχοι από φτερουγίσματα μέσα στην πυκνή φυλλωσιά ή κάποιο σύρσιμο πάνω στα χόρτα τάραζαν τη σιγαλιά του δάσους. Ξαφνικά ένας παράξενος, ξένος σχετικά με τη φύση κρότος, ακούστηκε κι έσβησε στου δάσους την παρυφή. Μια από τις δεντροκορφές τρεμούλιασε παράξενα, τα ολόδροσα φύλλα της, κάτι ψιθύρισαν και μια υπολαΐδα, που καθόταν σ' ένα κλαράκι, σφυρίζοντας πέταξε πέρα-δώθε και κινώντας την ουρά της πέταξε σ' άλλο δέντρο. Το τσεκούρι κάτω ακουγόταν να χτυπάει όλο και πιο βαθιά, άσπρα πελεκούδια, γεμάτα χυμούς, πετάγονταν πάνω στο μουσκεμένο από τη δροσιά γρασίδι και κάποια στιγμή, μεσ' από τους χτύπους του τσεκουριού, ακούστηκε και κάποιο αχνό τρίξιμο.

Το δέντρο αναταράχτηκε σύγκορμο, έγειρε και την ίδια στιγμή ορθώθηκε ξανά, ταλαντευόμενο, περίτρομο στη ρίζα του. Για λίγο όλα ησύχασαν. Μα πάλι ξανάγειρε το δέντρο, ένα τρίξιμο ακούστηκε ξανά, μέσα στον κορμό του και τσακίζοντας τα κλαριά του γκρεμίστηκε με την κορφή του πάνω στην υγρή γης. Σίγησαν οι κρότοι που έκαναν το τσεκούρι και τα βήματα του ανθρώπου. Η υπολαΐδα σφύριξε κι ανεβαίνοντας κάθισε σε ψηλότερο κλαρί. Κάποιο κλαράκι του κομμένου δέντρου, που άγγιζε με τις φτερούγες της αργοκινήθηκε για λίγο κι ύστερα απόμεινε ακίνητο, το ίδιο κι όλα τ' άλλα, μ' όλα τους τα φύλλα. Τ' άλλα δέντρα φάνταζαν κάπως πιο χαρούμενα στην καινούρια τούτη απλοχωριά, με τα πυκνά κλαριά τους και τη φυλλωσιά. Οι πρώτες ηλιαχτίδες, διαπερνώντας το σύννεφο, που βρέθηκε ανάμεσα τους, άστραψαν στον ουρανό και φώτισαν τα πάντα. Η καταχνιά αρχίνησε ν' αποχωρεί σε κύματα και να χάνεται μέσα στα φαράγγια. Η δροσοσταλίδες τρεμόπαιζαν πάνω στα χορταράκια, τα διάφανα συννεφάκια που πήραν άσπρο χώμα, έτρεχαν βιαστικά πάνω στο γαλάζιο θόλο. Τα πουλάκια χαλούσαν τον κόσμο μέσα στα πυκνά φυλλώματα και τιτίβιζαν σαν ξετρελαμένα, λες και δια λαλούσαν κάποια ευτυχία, τα δροσερά φύλλα, σιγανοκουβέντιαζαν στις δεντροκορφές και τα κλαριά των ζωντανών δέντρων κινήθηκαν αργά, μεγαλόπρεπα πάνω από το νεκρό αδελφό τους που κειτόταν καταγής.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

IV. Τρεις θάνατοι IV. Three deaths IV. Tres muertes

Ένα μήνα μετά το θάνατο της άρρωστης, πάνω από τον τάφο της χτίστηκε ένα ωραιότατο πέτρινο παρεκκλήσι. One month after the death of the sick woman, a beautiful stone chapel was built over her grave. Πάνω από τον τάφο του γέρου αμαξά δεν υπήρχε ταφόπετρα και μονάχα τ' αχνοπράσινο γρασίδι που στόλιζε το σωριασμένο χώμα χρησίμευε σαν μοναδικό σημάδι κάποιας ανθρώπινης ύπαρξης που πέρασε. There was no gravestone over the grave of the old carter, and only the faint green grass that adorned the piled-up soil served as the only sign of some human existence that had passed.

- Θα έχεις το κρίμα του, μωρέ Σεριόγα, έλεγε κάποια μέρα η μαγείρισσα του σταθμού στο νεαρό αμαξά αν δεν νοιαστείς για την ταφόπετρα του Χβεντόρ. - You will have his curse, young Seriogha, said the station cook one day to the young carter if you don't care about Kvendor's gravestone. Τόσον καιρό έβρισκες πρόφαση πως ήτανε χειμώνας, μα τώρα τι κάνεις; Γιατί δεν κρατάς το λόγο σου; Ήμουνα μπροστά κι εγώ. For so long you made excuses that it was winter, but now what are you doing? Why don't you keep your word? I was right there too. Κατά πως μου έλεγες τις προάλλες, τον είδες στον ύπνο σου πως ήρθε και σου γύρευε την ταφόπετρα. |||||||||dream|||||||| As you told me the other day, you saw him in your sleep, how he came and asked you for the tombstone. Σαν δεν την πάρεις θα ξανάρθει και θα σ' αδράξει από το λαρύγγι. If you don't take it, he will come back and grab you by the throat.

- Μα σάματι εγώ αρνήθηκα το λόγο μου; - αποκρίθηκε ο Σεριόγα. |by the way|||||||| - Did I ever deny my word? - replied Seriyoga. Θα την αγοράσω την ταφόπετρα, όπως το υποσχέθηκα, μια ταφόπετρα του ενάμιση ρουβλιού. ||||||||||||of one and a half rubles I will buy the gravestone, as I promised, a gravestone of one and a half roubles. Δεν το ξέχασα, μονάχα πώς να την φέρω από την πολιτεία; Με το πρώτο αγώγι που θα μου τύχει για εκεί πέρα, θα τη φέρω. ||||||||||||||carriage|||||||||| I haven't forgotten it, but how to bring it from the city? With the first carriage that comes my way to there, I will bring it.

- Να έβανες τουλάχιστο, ένα σταυρό πάνω στον τάφο του, πήρε το λόγο ένας γέρος αμαξάς. |putting||||||||||||| - If you at least put a cross on his grave, an old cart driver took the floor. Γιατί, μα την αλήθεια ειν' άσκημο πράγμα να μην τηράει κάποιος το λόγο του. |||||||||observes|||| Because, I swear, it's a disgrace not to keep one's word. Τα ποδήματά του τα φορείς ωστόσο. His shoes, however, he wears.

- Κι από πού ν' αγοράσω το σταυρό; Μπορεί, τάχατες, να γένει ένας σταυρός από κούτσουρο. ||||||||||become|||| - And where should I buy the cross? Can a cross be made from a log, perhaps?

- Τι μου τσαμπουνάς τώρα; Το ξέρω και εγώ πως από κούτσουρο δε γίνεται σταυρός. - What are you babbling about now? I know that a cross cannot be made from a log. Όμως να πάρεις το μπαλτά σου και να πας πρωί-πρωί στο δασάκι να κόψεις κάποιο μικρό δέντρο. ||||axe||||||||||||| But you should take your axe and go early in the morning to the little forest to cut down a small tree. Με το ξύλο του θα φτιάξεις το σταυρό. |||||make|| With his wood, you will make the cross. Και πρωτύτερα κέρασε μια βότκα το δασοφύλακα. And earlier, treat the forest ranger to a vodka. Για το τίποτα, βλέπεις χρειάζεται και το κέρασμα. For nothing, you see it also requires a treat. Να, τις προάλλες, που μου έσπασε ο ρυμός, πήγα στο δάσος κι από ένα δέντρο που έκοψα έφτιαξα καινούριο, πιο καλύτερο. |||||||rheum||||||||||||| Look, the other day, when my rake broke, I went to the forest and from a tree that I cut down, I made a new one, a better one.

Την άλλη μέρα, νωρίς την αυγούλα, ο Σεριόγα πήρε το τσεκούρι και πήγε στο δάσος. |||||morning||||||||| The next day, early in the morning, the Seriofa took the axe and went to the forest.

Παντού ήτανε απλωμένο το κρύο μουντό χρώμα της δροσιάς, που έπεφτε ακόμα και που δε φωτιζόταν από τον ήλιο. Everywhere the cold, dull color of the dew was spread out, which fell even where it was not illuminated by the sun. Η ανατολή έφεγγε αδιόρατα, αντανακλώντας το αδύναμο φέγγος της στο θόλο τ' ουρανού που ήτανε τυλιγμένος μέσα σε λεπτά νταντελωτά σύννεφα. ||||reflecting|||||||||||||||dandling| The dawn was shining dimly, reflecting its weak light on the sky's dome that was wrapped in thin lace-like clouds. Ουτ' ένα χορταράκι κάτω, ουτ' ένα φυλλαράκι στα ψηλά κλαριά των δέντρων δεν κουνιόταν. Not a blade of grass below, nor a leaf on the high branches of the trees stirred. Μονάχα κάποιοι ανάριοι ήχοι από φτερουγίσματα μέσα στην πυκνή φυλλωσιά ή κάποιο σύρσιμο πάνω στα χόρτα τάραζαν τη σιγαλιά του δάσους. ||strange|||||||foliage||||||||||| Only some distant sounds of fluttering in the dense foliage or a rustling on the grass disturbed the silence of the forest. Ξαφνικά ένας παράξενος, ξένος σχετικά με τη φύση κρότος, ακούστηκε κι έσβησε στου δάσους την παρυφή. |||||||||||||||fringe Suddenly, a strange, unfamiliar noise concerning nature, was heard and faded away at the edge of the forest. Μια από τις δεντροκορφές τρεμούλιασε παράξενα, τα ολόδροσα φύλλα της, κάτι ψιθύρισαν και μια υπολαΐδα, που καθόταν σ' ένα κλαράκι, σφυρίζοντας πέταξε πέρα-δώθε και κινώντας την ουρά της πέταξε σ' άλλο δέντρο. |||treetops||||lush||||whispered|||a little lark|||||||||||||||||| One of the treetops trembled oddly, its fresh leaves whispered something, and a small bird, sitting on a twig, whistling, flew back and forth and, moving its tail, flew to another tree. Το τσεκούρι κάτω ακουγόταν να χτυπάει όλο και πιο βαθιά, άσπρα πελεκούδια, γεμάτα χυμούς, πετάγονταν πάνω στο μουσκεμένο από τη δροσιά γρασίδι και κάποια στιγμή, μεσ' από τους χτύπους του τσεκουριού, ακούστηκε και κάποιο αχνό τρίξιμο. |||||||||||||juices|||||||||||||||||||||| The axe below could be heard striking deeper and deeper, white wood chips, full of sap, were flying onto the dew-soaked grass, and at one moment, amidst the blows of the axe, a faint crackle was also heard.

Το δέντρο αναταράχτηκε σύγκορμο, έγειρε και την ίδια στιγμή ορθώθηκε ξανά, ταλαντευόμενο, περίτρομο στη ρίζα του. |||||||||||swaying|||| The tree trembled all over, leaned, and at the same moment stood upright again, swaying, trembling at its roots. Για λίγο όλα ησύχασαν. For a while, everything calmed down. Μα πάλι ξανάγειρε το δέντρο, ένα τρίξιμο ακούστηκε ξανά, μέσα στον κορμό του και τσακίζοντας τα κλαριά του γκρεμίστηκε με την κορφή του πάνω στην υγρή γης. ||uprooted||||||||||||breaking|||||||||||| But again the tree leaned again, a crack was heard again within its trunk, and breaking its branches, it fell with its top onto the damp ground. Σίγησαν οι κρότοι που έκαναν το τσεκούρι και τα βήματα του ανθρώπου. silenced||||||||||| The sounds made by the axe and the steps of the man fell silent. Η υπολαΐδα σφύριξε κι ανεβαίνοντας κάθισε σε ψηλότερο κλαρί. The woodpecker whistled and, climbing up, sat on a higher branch. Κάποιο κλαράκι του κομμένου δέντρου, που άγγιζε με τις φτερούγες της αργοκινήθηκε για λίγο κι ύστερα απόμεινε ακίνητο, το ίδιο κι όλα τ' άλλα, μ' όλα τους τα φύλλα. |||cut||||||||slowly moved||||||||||||||||| A small twig from the cut tree, which was touched by its wings, stirred for a while and then remained still, just like all the others, with all their leaves. Τ' άλλα δέντρα φάνταζαν κάπως πιο χαρούμενα στην καινούρια τούτη απλοχωριά, με τα πυκνά κλαριά τους και τη φυλλωσιά. The other trees seemed somewhat happier in this new spaciousness, with their dense branches and foliage. Οι πρώτες ηλιαχτίδες, διαπερνώντας το σύννεφο, που βρέθηκε ανάμεσα τους, άστραψαν στον ουρανό και φώτισαν τα πάντα. |||piercing||||||||||||| The first sunbeams, piercing through the cloud that found itself among them, sparkled in the sky and illuminated everything. Η καταχνιά αρχίνησε ν' αποχωρεί σε κύματα και να χάνεται μέσα στα φαράγγια. ||||departing|||||||| The mist began to retreat in waves and fade away into the ravines. Η δροσοσταλίδες τρεμόπαιζαν πάνω στα χορταράκια, τα διάφανα συννεφάκια που πήραν άσπρο χώμα, έτρεχαν βιαστικά πάνω στο γαλάζιο θόλο. |||||grass|||little clouds|||||||||| The dewdrops were shimmering on the little grass blades, the transparent clouds that had taken white soil, hurried across the blue dome. Τα πουλάκια χαλούσαν τον κόσμο μέσα στα πυκνά φυλλώματα και τιτίβιζαν σαν ξετρελαμένα, λες και δια λαλούσαν κάποια ευτυχία, τα δροσερά φύλλα, σιγανοκουβέντιαζαν στις δεντροκορφές και τα κλαριά των ζωντανών δέντρων κινήθηκαν αργά, μεγαλόπρεπα πάνω από το νεκρό αδελφό τους που κειτόταν καταγής. ||were ruining||||||||||crazy||||were chirping||||||whispered softly|||||||||||||||||||| The little birds were creating a racket among the dense foliage and chirping like crazy, as if announcing some happiness, the cool leaves whispered softly in the treetops and the branches of the living trees moved slowly, majestically over their dead brother who lay on the ground.