×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XI. Ο Ποληκούσκα

XI. Ο Ποληκούσκα

Καμπόση ώρα ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος τι είχε συμβεί. Τόση ήτανε η φασαρία που γινόταν. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, όλοι ξεφώνιζαν, όλοι μιλούσαν, τα παιδιά κι ο γριούλες κλαίγανε. Η Ακουλίνα κειτόταν αναίσθητη. Επιτέλους οι άντρες, ο μαραγκός κι ο επιστάτης, που έτρεξε κι αυτός, ανέβηκαν επάνω κι η μαραγκίνα για εικοστή φορά διηγήθηκε πως, μαθές, ανέβηκε στην ταράτσα ανύποπτη να μαζέψει τα ρούχα της μπουγάδας της που είχε απλωμένα και καθώς έριξε έτσι δα μια ματιά κι είδε έναν άνθρωπο να στέκεται. Κοίταξε καλύτερα, ο σκούφος του ήτανε ανάποδα καταγής, και τα ποδάρια του κουνιόταν έτσι δα. Πάγωσα σύγκορμη. Για λίγο το έχετε; Ένας άνθρωπος να βρίσκεται εκεί δα κρεμασμένος και εγώ να τον τηράω. Πώς γκρεμοτσακίστηκα και βρέθηκα κάτω, μήτε το ένιωσα. Κι ήτανε σωστό θάμα, πως ο Θεός με φύλαξε και δεν έπαθα τίποτα. Για λίγο το έχετε; Τόση τρομάρα και να κατρακυλήσω από κείνη τη σκαλίτσα δίχως να χτυπήσω πουθενά; Μπορούσα και να σκοτωθώ ολότελα!

Κείνοι που έτρεξαν στην ταράτσα διηγόταν το ίδιο. Ο Ποληκέη με το πουκάμισο μονάχα και το σώβρακο ήταν κρεμασμένος σ' ένα δοκάρι της ταράτσας, με το σκοινί που είχε αφαιρέσει από την κούνια του παιδιού του. Ο σκούφος του είχε πέσει παραπέρα. Το κοντογούνι και το γιλέκο βρίσκονταν διπλωμένα εκεί δα. Τα πόδια του άγγιζαν το πάτωμα χωρίς κανένα σημείο ζωής. Η Ακουλίνα συνήρθε κάποια στιγμή κι όρμησε κατά τη σκάλα, όμως δεν την άφησαν ν' ανέβει.

- Μανούλα ο Σιόμκα πνίγηκε, ακούστηκε η παραπονιάρικη φωνή της ψευδής κόρης της.

Η Ακουλίνα έτρεξε στην γωνιά της. Το μωρό κειτόταν ακίνητο μέσα στη σκάφη και τα ποδαράκια του ήτανε τεντωμένα. Η Ακουλίνα το άρπαξε ορμητικά, μα κείνο δεν ανάσαινε, μηδέ κουνιόταν. Το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, στήριξε τα χέρια στη μέση της κι έβαλε ένα τόσο δυνατό, διαπεραστικό και τρομερό γέλιο, που η Μάσκα ενώ στην αρχή έκανε να γελάσει και κείνη, αμέσως βούλωσε με τα χεράκια της τ' αφτιά της και κλαίγοντας βγήκε στη μπασιά. Ο κόσμος μαζευόταν στη γωνία με ξεφωνητά και κλάματα. Το μωρό το πήραν έξω, του έκαναν δυνατές εντριβές, μα χαμένα. Η Ακουλίνα κυλιόταν πάνω στο κρεβάτι και γελούσε δυνατά, γελούσε ένα τέτοιο γέλιο, που τους κυρίευε η φρίκη όλους, όσοι την άκουγαν.

Μονάχα εκείνη τη στιγμή, βλέποντας όλο κείνο το ποικιλόμορφο πλήθος, από ανθρώπους κάθε ηλικίας (νέους, μεσόκοπους, γέρους, παιδιά) που είχανε συναχτεί στη μπασιά, μπορούσε κάποιος να καταλάβει πόσος και τι λογής κόσμος κατοικούσε στο περίπτερο του προσωπικού. Όλοι έκαναν φασαρία μεγάλη, όλοι μιλούσαν, πολλοί έκλαιγαν και κανένας δεν έκανε τίποτα.

Η μαραγκίνα εξακολουθούσε ακόμα να βρίσκει ανθρώπους, που δεν είχαν ακούσει την ιστορία της, και ξαναδιηγόταν πόσο δοκιμάστηκαν τα τρυφερά της αισθήματα αντικρίζοντας κείνο το θέαμα και πως ο Θεός τη φύλαξε όταν κυλίστηκε από τη σκάλα κάτω. Ο γερο-οικονόμος με ένα γυναικείο σάκο ριγμένο όπως-όπως στις πλάτες του διηγόταν πως, όταν ακόμη ζούσε ο συχωρεμένος ο αφέντης, μια γυναίκα ρίχτηκε στη λίμνη και πνίγηκε. Ο επιστάτης έστειλε να ειδοποιήσει τον αστυνόμο και τον παπά κι έβαλε φρουρό στην είσοδο στης σκάλας. Η Αξιούτκα με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα στεκόταν και κοίταζε από μια τρύπα κατά την ταράτσα και παρ' όλο που δεν έβλεπε τίποτα από κει, εξακολουθούσε να μένει καρφωμένη στην ίδια πάντα θέση. Η Αγκάφια Μιχάηλοβνα που χρημάτισε στα νιάτα της καμαριέρα της γριάς κυρίας και υπέργηρη τώρα πια περνούσε της ημέρες της στη γωνιά, γύρευε να της δώσουν τσάι να πιει για να καλμάρουν τα νεύρα της κι έκλαιγε του καλού καιρού. Η γριούλα Άννα, με τα επιδέξια και γοργοκίνητα παχουλά χεράκια της που ήτανε βουτηγμένα στα λάδια, ταχτοποιούσε το νεκρό παιδάκι πάνω στο τραπέζι. Οι γυναίκες στέκονταν κοντά στην Ακουλίνα και την κοίταζαν σιωπηλές. Τα παιδιά στριμωγμένα σε μια γωνίτσα, ρίχνανε περίτρομες ματιές στη μητέρα τους και κλαψούριζαν, ύστερα σώπαιναν, ύστερα την ξανακοίταξαν και ζάρωναν ακόμα πιο πολύ στη γωνίτσα τους.

Οι άντρες και τ' αγόρια είχανε συγκεντρωθεί στην πόρτα της μπασιάς και με πρόσωπα τρομαγμένα προσπαθούσαν να δούνε μέσα, και δίχως να βλέπουν τίποτα, και δίχως τίποτα να καταλαβαίνουν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι τρέχει. Ένας έλεγε πως ο μαραγκός έκοψε το πόδι της γυναίκας του με το τσεκούρι. Άλλοι πως η πλύστρα γέννησε τρίδυμα. Τρίτος πως η γάτα του μάγειρα λύσσαξε και δάγκωσε τον κόσμο. Όμως η αλήθεια διαδόθηκε σιγά-σιγά κι έφτασε ίσαμε τ' αφτιά της κυρίας. Και μου φαίνεται, πως της το είπαν χωρίς να την προετοιμάσουν: κείνος ο βάναυσος ο επιστάτης, της το ξεφούρνισε τόσο απότομα και την τάραξε τόσο πολύ, που για πολλή ώρα αργότερα, δε μπορούσε να κάνει καλά τα νεύρα της.

Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει σιγά-σιγά. Η μαραγκίνα άναψε το σαμοβάρι της κι έφτιαξε το τσάι και τότε οι ξένοι μια και δεν προσκαλέστηκαν, βρήκαν άτοπο να μείνουν περισσότερο. Τα πιο ζωηρά αγόρια άρχισαν κιόλας να παλεύουν και να τσακώνονται. Όλοι ήξεραν πια την αλήθεια κι άρχισε να διαλύονται, κάνοντας το σταυρό τους, όταν ξαφνικά ακούστηκαν φωνές: «Η κυρά, η κυρά!» κι όλοι τότε παραμέρισαν και στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο να περάσει και ταυτόχρονα καρφώθηκαν εκεί δα, γιατί όλοι τους ήθελαν να δουν τι θα γινόταν.

Η κυρία κατάχλομη, δακρυσμένη, πέρασε από τη μπασιά στη γωνιά της Ακουλίνας. Δεκάδες κεφάλια στριμώχτηκαν στην πόρτα και κοίταζαν. Κάποια γυναίκα έγκυος έβγαλε μια κραυγή, τόσο την είχα ζουλήξει στο συνωστισμό. Μα με τη διαμαρτυρία της αυτή πέτυχε να την αφήσουν να σταθεί πρώτη-πρώτη. Και πώς να μην καμαρώσουν την κυρά, μέσα στη γωνιά της Ακουλίνας! Αυτό ήτανε για το προσωπικό μια απόλαυση όπως με τα βεγγαλικά στο τέλος της παράστασης. Κι όπως αυτά είναι απόδειξη πως η παράσταση πήγε καλά, έτσι κι ο ερχομός της κυρίας με τα μεταξωτά και της νταντέλες της, στη γωνιά της Ακουλίνας, σήμαινε πως όλα θα ήταν κομψά. Η κυρία πλησίασε την Ακουλίνα και της έπιασε το χέρι, μα εκείνη το αποτράβηξε. Οι γεροντότεροι από τους υπηρέτες εκίνησαν τα κεφάλια τους επιτιμητικά.

- Ακουλίνα! - είπε η κυρία. Έχεις παιδιά!.

Η Ακουλίνα γέλασε δυνατά και σηκώθηκε.

- Τα παιδιά μου μένα όλα είναι ασημένια, όλα ασημένια... Εγώ χαρτιά δεν κρατάω, μουρμούρισε γρήγορα-γρήγορα, και του Ηλίτς του έλεγα να μην τα παίρνει τα παλιόχαρτα. Να σου τον τώρα που τον πασάλειψαν κατράμια. Κατράμια και σαπούνια κυρά. Κι όλες οι ψείρες που είχε απάνω του θα ξεπεταχτούνε μονομιάς, και ξανάβαλε τα γέλια ακόμη πιο δυνατά.

Η κυρία στράφηκε και ζήτησε να έρθει ο νοσοκόμος με συναπισμούς. «Και δώστε της κρύο νερό» είπε, μα, καθώς γύρισε και θέλησε να βρει η ίδια νερό αντίκρισε το νεκρό παιδάκι, που το παράστεκε η γριούλα Άννα, και τότε έσκυψε κι όλοι είδανε που έφερε το μαντίλι στα μάτια κι άρχισε να κλαίει. Κι η γριούλα Άννα (κρίμα που η κυρία δεν το είδε, θα ήξερε, άλλωστε, να το εκτιμήσει, γιατί κυρίως για κείνην κι έγινε) σκέπασε το νεκρό μ' ένα κομμάτι άσπρο πανί, του έσιαξε τα χεράκια κι ύστερα κίνησε με τέτοιον τρόπο το κεφάλι της, και τέντωσε τα χεράκια και ζάρωσε τα μάτια της, κι αναστέναξε με τόσο αίσθημα, που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τη λαμπρή της καρδιά.

Μα η κυρία τίποτε απ' όλ αυτά δεν είδε και ούτε μπορούσε να δει. Έβαλε τα κλάματα, έπαθε νευρική κρίση και στηρίζοντάς την με σεβασμό από εδώ κι από εκεί την πήγανε ίσαμε το σπίτι. «Αυτό ήταν όλο από δαύτηνε» σκέφτηκαν πολλοί και διαλύθηκαν.

Η Ακουλίνα εξακολουθούσε να γελάει και να λέει αλλ' αντ' άλλων. Την πήγαν σ' ένα άλλο δωμάτιο, εκεί πέρα την ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι, της πήραν αίμα, της κόλλησαν συναπισμούς, πάγο της έβαλαν στο κεφάλι. Μα εκείνη το ίδιο δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν έκλαιγε παρά μονάχα γελούσε κι έλεγε κι έκανε κάτι ανοησίες, που οι καλοί άνθρωποι που την περιποιούνταν δε μπορούσαν να συγκρατηθούν και χαμογελούσαν κι εκείνοι.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

XI. Ο Ποληκούσκα XI. The Polikouska XI. Polikuska

Καμπόση ώρα ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος τι είχε συμβεί. at that||||||||| For a long time it was impossible for anyone to understand what had happened. Τόση ήτανε η φασαρία που γινόταν. Such was the noise that was being made. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, όλοι ξεφώνιζαν, όλοι μιλούσαν, τα παιδιά κι ο γριούλες κλαίγανε. A crowd had gathered, everyone was shouting, everyone was talking, the children and the old women were crying. Η Ακουλίνα κειτόταν αναίσθητη. Akoulina lay unconscious. Επιτέλους οι άντρες, ο μαραγκός κι ο επιστάτης, που έτρεξε κι αυτός, ανέβηκαν επάνω κι η μαραγκίνα για εικοστή φορά διηγήθηκε πως, μαθές, ανέβηκε στην ταράτσα ανύποπτη να μαζέψει τα ρούχα της μπουγάδας της που είχε απλωμένα και καθώς έριξε έτσι δα μια ματιά κι είδε έναν άνθρωπο να στέκεται. ||||||||||||||||||twentieth||||||||unsuspecting||||||||||||||||||||||| Finally, the men, the carpenter and the supervisor, who had also run up, went upstairs and the carpenter's wife told for the twentieth time how, as it seems, she had climbed up to the roof unsuspectingly to gather her laundry that she had hung out, and as she threw a glance, she saw a man standing there. Κοίταξε καλύτερα, ο σκούφος του ήτανε ανάποδα καταγής, και τα ποδάρια του κουνιόταν έτσι δα. Look better, his hat was upside down on the ground, and his feet were moving like this. Πάγωσα σύγκορμη. I froze completely. Για λίγο το έχετε; Ένας άνθρωπος να βρίσκεται εκεί δα κρεμασμένος και εγώ να τον τηράω. |||||||||||||||watching Do you have a moment? A man hanging there and me watching him. Πώς γκρεμοτσακίστηκα και βρέθηκα κάτω, μήτε το ένιωσα. |I fell down|||||| How I fell and ended up on the ground, I didn't even feel it. Κι ήτανε σωστό θάμα, πως ο Θεός με φύλαξε και δεν έπαθα τίποτα. |||wonder||||||||| And it was a true miracle, how God protected me and I didn't get hurt at all. Για λίγο το έχετε; Τόση τρομάρα και να κατρακυλήσω από κείνη τη σκαλίτσα δίχως να χτυπήσω πουθενά; Μπορούσα και να σκοτωθώ ολότελα! Do you have a moment? Such a fright and to tumble down from that little step without hitting anywhere? I could have completely killed myself!

Κείνοι που έτρεξαν στην ταράτσα διηγόταν το ίδιο. Those who ran to the rooftop were telling the same story. Ο Ποληκέη με το πουκάμισο μονάχα και το σώβρακο ήταν κρεμασμένος σ' ένα δοκάρι της ταράτσας, με το σκοινί που είχε αφαιρέσει από την κούνια του παιδιού του. |||||||||||||||of the terrace|||||||||||| Polikeis, wearing only his shirt and underpants, was hanging from a beam of the rooftop, with the rope he had taken from his child's cradle. Ο σκούφος του είχε πέσει παραπέρα. His hat had fallen further away. Το κοντογούνι και το γιλέκο βρίσκονταν διπλωμένα εκεί δα. The short coat and the vest were folded right there. Τα πόδια του άγγιζαν το πάτωμα χωρίς κανένα σημείο ζωής. His feet touched the floor without a trace of life. Η Ακουλίνα συνήρθε κάποια στιγμή κι όρμησε κατά τη σκάλα, όμως δεν την άφησαν ν' ανέβει. ||came to||||||||||||| Akoulina came to her senses at one point and rushed towards the stairs, but they didn't let her go up.

- Μανούλα ο Σιόμκα πνίγηκε, ακούστηκε η παραπονιάρικη φωνή της ψευδής κόρης της. |||||||||false|| - Mommy, the Siomka drowned, her false daughter's whiny voice was heard.

Η Ακουλίνα έτρεξε στην γωνιά της. Akulina ran to her corner. Το μωρό κειτόταν ακίνητο μέσα στη σκάφη και τα ποδαράκια του ήτανε τεντωμένα. The baby lay still in the basin and its little feet were stretched out. Η Ακουλίνα το άρπαξε ορμητικά, μα κείνο δεν ανάσαινε, μηδέ κουνιόταν. Akoulina grabbed it fiercely, but it did not breathe or move. Το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, στήριξε τα χέρια στη μέση της κι έβαλε ένα τόσο δυνατό, διαπεραστικό και τρομερό γέλιο, που η Μάσκα ενώ στην αρχή έκανε να γελάσει και κείνη, αμέσως βούλωσε με τα χεράκια της τ' αφτιά της και κλαίγοντας βγήκε στη μπασιά. She threw it onto the bed, propped her hands on her hips, and let out such a strong, piercing, and terrible laugh that at first, the Mask tried to join in the laughter, but immediately covered her ears with her little hands and, crying, ran out into the yard. Ο κόσμος μαζευόταν στη γωνία με ξεφωνητά και κλάματα. The people were gathering at the corner, shouting and crying. Το μωρό το πήραν έξω, του έκαναν δυνατές εντριβές, μα χαμένα. The baby was taken outside, strong rubs were applied to it, but it was in vain. Η Ακουλίνα κυλιόταν πάνω στο κρεβάτι και γελούσε δυνατά, γελούσε ένα τέτοιο γέλιο, που τους κυρίευε η φρίκη όλους, όσοι την άκουγαν. Akoulina was rolling on the bed and laughing loudly, she had such a laughter that it filled everyone who heard it with horror.

Μονάχα εκείνη τη στιγμή, βλέποντας όλο κείνο το ποικιλόμορφο πλήθος, από ανθρώπους κάθε ηλικίας (νέους, μεσόκοπους, γέρους, παιδιά) που είχανε συναχτεί στη μπασιά, μπορούσε κάποιος να καταλάβει πόσος και τι λογής κόσμος κατοικούσε στο περίπτερο του προσωπικού. ||||||||varied||||||||||||gathered|||||||||||||||| Only at that moment, seeing all that diverse crowd of people of all ages (young, middle-aged, old, children) who had gathered at the venue, could one understand how many and what kind of people inhabited the staff's booth. Όλοι έκαναν φασαρία μεγάλη, όλοι μιλούσαν, πολλοί έκλαιγαν και κανένας δεν έκανε τίποτα. Everyone made a big fuss, everyone was talking, many were crying and no one did anything.

Η μαραγκίνα εξακολουθούσε ακόμα να βρίσκει ανθρώπους, που δεν είχαν ακούσει την ιστορία της, και ξαναδιηγόταν πόσο δοκιμάστηκαν τα τρυφερά της αισθήματα αντικρίζοντας κείνο το θέαμα και πως ο Θεός τη φύλαξε όταν κυλίστηκε από τη σκάλα κάτω. ||||||||||heard|||||was retelling|||||||||||||||||||||| The seamstress still continued to find people who had not heard her story, and she retold how her tender feelings were tested when she faced that sight and how God protected her when she rolled down the stairs. Ο γερο-οικονόμος με ένα γυναικείο σάκο ριγμένο όπως-όπως στις πλάτες του διηγόταν πως, όταν ακόμη ζούσε ο συχωρεμένος ο αφέντης, μια γυναίκα ρίχτηκε στη λίμνη και πνίγηκε. ||steward|||||||||||||||||deceased||||||||| The old steward, with a woman's sack thrown haphazardly over his shoulders, told how, when the late master was still alive, a woman jumped into the lake and drowned. Ο επιστάτης έστειλε να ειδοποιήσει τον αστυνόμο και τον παπά κι έβαλε φρουρό στην είσοδο στης σκάλας. The foreman sent to notify the police officer and the priest and placed a guard at the entrance of the stairs. Η Αξιούτκα με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα στεκόταν και κοίταζε από μια τρύπα κατά την ταράτσα και παρ' όλο που δεν έβλεπε τίποτα από κει, εξακολουθούσε να μένει καρφωμένη στην ίδια πάντα θέση. Aksyutka stood with her eyes wide open, looking through a hole at the rooftop, and even though she could see nothing from there, she continued to remain fixed in the same position. Η Αγκάφια Μιχάηλοβνα που χρημάτισε στα νιάτα της καμαριέρα της γριάς κυρίας και υπέργηρη τώρα πια περνούσε της ημέρες της στη γωνιά, γύρευε να της δώσουν τσάι να πιει για να καλμάρουν τα νεύρα της κι έκλαιγε του καλού καιρού. |Agafya|||worked|||||||lady||very old||||||||||||||||||calm down|||||||| Agafya Mikhailovna, who served as a maid to the old lady in her youth and now was quite elderly, spent her days in the corner, asking for tea to calm her nerves and crying at the good weather. Η γριούλα Άννα, με τα επιδέξια και γοργοκίνητα παχουλά χεράκια της που ήτανε βουτηγμένα στα λάδια, ταχτοποιούσε το νεκρό παιδάκι πάνω στο τραπέζι. |||||||||||||||oils|was arranging|||||| The old woman Anna, with her skillful and quick-moving chubby little hands that were dipped in oil, was arranging the dead child on the table. Οι γυναίκες στέκονταν κοντά στην Ακουλίνα και την κοίταζαν σιωπηλές. The women were standing close to Akoulina and silently looking at her. Τα παιδιά στριμωγμένα σε μια γωνίτσα, ρίχνανε περίτρομες ματιές στη μητέρα τους και κλαψούριζαν, ύστερα σώπαιναν, ύστερα την ξανακοίταξαν και ζάρωναν ακόμα πιο πολύ στη γωνίτσα τους. |||||||frightened||||||whined|||||looked at her again|||||||| The children, huddled in a corner, cast frightened glances at their mother and whined, then fell silent, then looked at her again and shrank even more into their little corner.

Οι άντρες και τ' αγόρια είχανε συγκεντρωθεί στην πόρτα της μπασιάς και με πρόσωπα τρομαγμένα προσπαθούσαν να δούνε μέσα, και δίχως να βλέπουν τίποτα, και δίχως τίποτα να καταλαβαίνουν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι τρέχει. The men and boys had gathered at the door of the basement, and with terrified faces, they were trying to see inside, and without seeing anything, and without understanding anything, they were asking each other what was happening. Ένας έλεγε πως ο μαραγκός έκοψε το πόδι της γυναίκας του με το τσεκούρι. One said that the carpenter cut off his wife's leg with an axe. Άλλοι πως η πλύστρα γέννησε τρίδυμα. |||||triplets Others said that the laundress gave birth to triplets. Τρίτος πως η γάτα του μάγειρα λύσσαξε και δάγκωσε τον κόσμο. Third, the chef's cat went mad and bit everyone. Όμως η αλήθεια διαδόθηκε σιγά-σιγά κι έφτασε ίσαμε τ' αφτιά της κυρίας. However, the truth spread slowly and reached the ears of the lady. Και μου φαίνεται, πως της το είπαν χωρίς να την προετοιμάσουν: κείνος ο βάναυσος ο επιστάτης, της το ξεφούρνισε τόσο απότομα και την τάραξε τόσο πολύ, που για πολλή ώρα αργότερα, δε μπορούσε να κάνει καλά τα νεύρα της. ||||||||||prepare|||||||||||||||||||||||||||| And it seems to me that they told her without preparing her: that cruel overseer blurted it out so abruptly and disturbed her so much that for a long while afterward, she couldn't calm her nerves.

Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει σιγά-σιγά. The world began to quiet down little by little. Η μαραγκίνα άναψε το σαμοβάρι της κι έφτιαξε το τσάι και τότε οι ξένοι μια και δεν προσκαλέστηκαν, βρήκαν άτοπο να μείνουν περισσότερο. |||||||||||||||||were invited||||| The seamstress lit her samovar and made tea, and then the foreigners, not having been invited, found it inappropriate to stay any longer. Τα πιο ζωηρά αγόρια άρχισαν κιόλας να παλεύουν και να τσακώνονται. The liveliest boys had already started to wrestle and quarrel. Όλοι ήξεραν πια την αλήθεια κι άρχισε να διαλύονται, κάνοντας το σταυρό τους, όταν ξαφνικά ακούστηκαν φωνές: «Η κυρά, η κυρά!» κι όλοι τότε παραμέρισαν και στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο να περάσει και ταυτόχρονα καρφώθηκαν εκεί δα, γιατί όλοι τους ήθελαν να δουν τι θα γινόταν. ||||||||dissolve||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| Everyone now knew the truth and began to disperse, crossing themselves, when suddenly voices were heard: 'The lady, the lady!' and everyone then stepped aside and squeezed together to make way for her to pass, and at the same time they stood there, because they all wanted to see what would happen.

Η κυρία κατάχλομη, δακρυσμένη, πέρασε από τη μπασιά στη γωνιά της Ακουλίνας. The lady, pale and tearful, passed from the corner of Akoulina. Δεκάδες κεφάλια στριμώχτηκαν στην πόρτα και κοίταζαν. Dozens of heads squeezed into the door and looked on. Κάποια γυναίκα έγκυος έβγαλε μια κραυγή, τόσο την είχα ζουλήξει στο συνωστισμό. |||||||||squeezed|| A pregnant woman let out a scream, as I had squeezed her in the crowd. Μα με τη διαμαρτυρία της αυτή πέτυχε να την αφήσουν να σταθεί πρώτη-πρώτη. But with this protest of hers, she managed to be allowed to stand first. Και πώς να μην καμαρώσουν την κυρά, μέσα στη γωνιά της Ακουλίνας! ||||be proud of||||||| And how could they not admire the lady, in the corner of Akoulina! Αυτό ήτανε για το προσωπικό μια απόλαυση όπως με τα βεγγαλικά στο τέλος της παράστασης. ||||||||||fireworks|||| This was a delight for the staff, like the fireworks at the end of the performance. Κι όπως αυτά είναι απόδειξη πως η παράσταση πήγε καλά, έτσι κι ο ερχομός της κυρίας με τα μεταξωτά και της νταντέλες της, στη γωνιά της Ακουλίνας, σήμαινε πως όλα θα ήταν κομψά. And just as they are proof that the performance went well, so the arrival of the lady in her silks and laces, at Akoulina's corner, meant that everything would be elegant. Η κυρία πλησίασε την Ακουλίνα και της έπιασε το χέρι, μα εκείνη το αποτράβηξε. The lady approached Akoulina and took her hand, but she pulled it away. Οι γεροντότεροι από τους υπηρέτες εκίνησαν τα κεφάλια τους επιτιμητικά. |||||moved||||

- Ακουλίνα! - είπε η κυρία. Έχεις παιδιά!.

Η Ακουλίνα γέλασε δυνατά και σηκώθηκε. Akoulina laughed loudly and stood up.

- Τα παιδιά μου μένα όλα είναι ασημένια, όλα ασημένια... Εγώ χαρτιά δεν κρατάω, μουρμούρισε γρήγορα-γρήγορα, και του Ηλίτς του έλεγα να μην τα παίρνει τα παλιόχαρτα. - My children, all of them are silver, all silver... I don't hold any papers, she murmured quickly, and I told Ilits not to take the old papers. Να σου τον τώρα που τον πασάλειψαν κατράμια. |||||||tar Here he is now, covered in tar. Κατράμια και σαπούνια κυρά. ||soaps| Tar and soaps, madam. Κι όλες οι ψείρες που είχε απάνω του θα ξεπεταχτούνε μονομιάς, και ξανάβαλε τα γέλια ακόμη πιο δυνατά. |||||||||will jump out|||||||| And all the lice that he had on him will jump out all at once, and he started laughing even louder.

Η κυρία στράφηκε και ζήτησε να έρθει ο νοσοκόμος με συναπισμούς. ||||||||nurse|| The lady turned and asked for the nurse to come with some bandages. «Και δώστε της κρύο νερό» είπε, μα, καθώς γύρισε και θέλησε να βρει η ίδια νερό αντίκρισε το νεκρό παιδάκι, που το παράστεκε η γριούλα Άννα, και τότε έσκυψε κι όλοι είδανε που έφερε το μαντίλι στα μάτια κι άρχισε να κλαίει. ||||||||||||||||||||||stood by||||||||||||||||||| And 'give her cold water' she said, but as she turned and wanted to find water herself, she encountered the dead child, which the old woman Anna was standing next to, and then she bent down and everyone saw that she brought the handkerchief to her eyes and began to cry. Κι η γριούλα Άννα (κρίμα που η κυρία δεν το είδε, θα ήξερε, άλλωστε, να το εκτιμήσει, γιατί κυρίως για κείνην κι έγινε) σκέπασε το νεκρό μ' ένα κομμάτι άσπρο πανί, του έσιαξε τα χεράκια κι ύστερα κίνησε με τέτοιον τρόπο το κεφάλι της, και τέντωσε τα χεράκια και ζάρωσε τα μάτια της, κι αναστέναξε με τόσο αίσθημα, που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τη λαμπρή της καρδιά. |||||||||||||after all|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| And the old woman Anna (it’s a pity that the lady didn’t see it, she would have known how to appreciate it, after all, it was mainly for her that it happened) covered the dead child with a piece of white cloth, arranged his little hands, and then moved her head in such a way, stretched out her hands, squinted her eyes, and sighed with such feeling that everyone could understand her shining heart.

Μα η κυρία τίποτε απ' όλ αυτά δεν είδε και ούτε μπορούσε να δει. But the lady saw none of this and could not see it. Έβαλε τα κλάματα, έπαθε νευρική κρίση και στηρίζοντάς την με σεβασμό από εδώ κι από εκεί την πήγανε ίσαμε το σπίτι. |||||||supporting||||||||||||| She started crying, had a nervous breakdown, and being supported respectfully from here and there, they took her all the way home. «Αυτό ήταν όλο από δαύτηνε» σκέφτηκαν πολλοί και διαλύθηκαν. ||||this|||| "That was all because of her" many thought and dispersed.

Η Ακουλίνα εξακολουθούσε να γελάει και να λέει αλλ' αντ' άλλων. Akoulina continued to laugh and say one thing after another. Την πήγαν σ' ένα άλλο δωμάτιο, εκεί πέρα την ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι, της πήραν αίμα, της κόλλησαν συναπισμούς, πάγο της έβαλαν στο κεφάλι. They took her to another room, there they laid her down on a bed, took her blood, applied bandages to her, and put ice on her head. Μα εκείνη το ίδιο δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν έκλαιγε παρά μονάχα γελούσε κι έλεγε κι έκανε κάτι ανοησίες, που οι καλοί άνθρωποι που την περιποιούνταν δε μπορούσαν να συγκρατηθούν και χαμογελούσαν κι εκείνοι. But she didn't understand anything at all, she wasn't crying, but only laughing, and she was saying and doing some nonsense that the good people who were taking care of her couldn't hold back and smiled as well.